Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

            Κύριε, ἄν ἐπιτρέπεται δέξου τήν σπαρακτική μου ἱκεσία. Λυπήσου με, γιατί ἴσως σήμερα ἤ σέ μία ὥρα σ᾿ ἀφήνω μέ δάκρυα γιά πάντα. Κύριε, φεύγω ἀπό κοντά Σου, γιατί οἱ ἁμαρτίες μου ἔγιναν τεῖχος καί μ᾿ ἐχώρισαν ἀπό Σένα.

            Κύριε, Κύριε, λυπήσου με τήν τελευταία μου ὥρα. Λυπήσου με, πρίν κλαύσω ἀνώφελα γιά πάντα. Λυπηθῆτε με πρίν ἀκούσω τήν αἰώνια καταδίκη μου. Κύριε, δέν ἔχω ἄλλη παρηγοριά. Μέ γέλασε ὁ κόσμος, μ᾿ἐξηπάτησε ὁ ἀρχέκακος ὄφις, μέ διέψευσαν τά γράμματά μου καί τά ὄνειρά μου, κι αὐτά ὅλα ψέμματα βγῆκαν. Ποῦ νά στηριχθῶ; Ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω τό πολυβασανισμένο ἀπό τήν ἁμαρτία σαρκίον μου; Σέ Σένα, Κύριε, σέ Σένα πού πρῶτος ἦλθες νά μέ προϋπαντήσης, πού ἔσχισες τό ὑποκάμισο τῆς καρδιᾶς σου γιά νά δέσης τήν δική μου τραυματισμένη καρδιά, πού γονάτισες, μέ κύτταξες στά μάτια καί μοῦ ἐμειδίασες γλυκά. Δέν ρώτησες τότε ποῦ ἤμουνα, ἀλλά ἔψαξες νά βρῆς τά τραύματά μου. Δέν μέ σιχάθηκες, δέν μέ τιμώρησες, δέν μέ μάλωσες. Ἄχ, ἡ ἀγάπη σου μέ σκλάβωσε κι ἐγώ σέ σκλάβωσα μέ τά πάθη μου.

            Ἄχ, ὁ πόνος μου δέν ἔχει γιατρειά, Κύριε, παρά μόνο στήν ἀγάπη Σου. Οἱ ἡμέρες μου πλησιάζουν κι ἐγώ δέν ἑτοιμάσθηκα. Τό τέλος ἐγγίζει καί ἀρχή μετανοίας δέν ἔκαμα. Ἡ μεγάλη κρίσις μέ περιμένει καί τόν ἀδελφό μου δέν ἠγάπησα, μά οὔτε συγχώρησα μέ τήν καρδιά μου. Καί τί νά κάμω ὁ ταλαίπωρος; Ἀπό ποῦ νά ζητήσω βοήθεια, ἀφοῦ μέ τίς ἁμαρτίες μου ὅλους ἔχω πληγώσει;

            "Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι". Ὅλες μου τίς δυνάμεις σπατάλησα στήν ἁμαρτία. Τίποτε τό καθαρό δέν κράτησα γιά σένα. Καί τώρα ὁ πονηρός δέν παύει νά μοῦ πληγώνη τήν καρδιά καί ὅλος πειράζομαι, τρέμω, ἀγωνιῶ καί ἐρωτῶ: Πότε θ᾿ἀγαπήσω τόν Θεό; Πότε θά ἑτοιμασθῶ γιά νά ᾿χω θάρρος μπροστά του νά σταθῶ;

            Κύριε, δέν θά γλυτώσω τήν δικαία ὀργή σου, ἐάν τελικά ἀποσύρης ἀπό ἐμέ  τό ἔλεός Σου. Τί δάκρυα, τί στεναγμοί, τί κοπετοί καί θρῆνοι μέ περιμένουν, ἐάν ἐσύ, Κύριε, δέν μέ ἐλεήσης; Τώρα κἄπου-κἄπου τολμῶ νά σοῦ ζητήσω λίγη Χάρι καί βοήθεια, τότε ὅμως πού θά μοῦ φύγης, ποιός θά μοῦ γλυκάνη τά βάσανά μου; Ποιός θά σφουγγίση τά δάκρυά μου, ποιός ἔστω μέ μία ἀκτῖνα θά φωτίση γιά λίγο τήν σκοτεινιασμένη καρδιά μου; Τώρα πότε ἀργά, πότε γρήγορα καί ξαφνικά μέ ἐπισκέπτεσαι καί χαρά μοῦ δίνεις. Ἄρα γε θά εἶμαι καί αὔριο στήν ζωή γιά νά σέ περιμένω ἤ ἀντί χαρᾶς ὁ στεναγμός τοῦ χωρισμοῦ θ᾿ ἀρχίση;

            Πλησιάζει ἡ νύκτα καί δέν σκέπτομαι κάθε φορά, ἐάν προλάβω νά ξημερώσω, ἐάν βρῶ χρόνο νά βοήσω πρός ἐσέ: "Κύριε, ἥμαρτον συγχώρεσέ με. Ποιός θέ μέ γλυτώση ἀπό τό πικρό τοῦτο τοῦ θανάτου ποτήρι; Ποιός θά κλαύση γιά τόν χαμό μου, ἀφοῦ ἐγώ δέν αἰσθάνομαι τώρα τό χάλι μου, γιά νά μετανοήσω; Ποιός θά προσευχηθῆ, ποιός θά μέ βοηθήση στήν ὥρα τοῦ θανάτου καί τῆς ἐσχάτης ἀπολογίας μου;

            Κύριε, θά ᾿ρθῆ ἡ ὥρα πού θά φύγω ἀπ᾿αὐτόν τόν κόσμο. Ξέρω ὅτι ἐκεῖ δέν χωρεῖ μετάνοια γιά τούς ἁμαρτωλούς. Φόβος μέ κυριεύει. Ἀγωνία μοῦ ταράζει τήν καρδιά. Ἡ λέξις αἰωνία κόλασις μοῦ συντρίβει τά κόκκαλα. Δέν εἶναι πειρασμός μιᾶς στιγμῆς, δέν εἶναι θλῖψις μιᾶς ἡμέρας, δέν εἶναι ἐγκατάλειψις τοῦ Θεοῦ γιά ἕνα χρόνο. Εἶναι ἀτελείωτος κοπετός μετά πολλῶν δακρύων. Εἶναι ὁριστικός χωρισμός ἀπό τόν Πατέρα, πού μέ ἀγάπησε κι ἐγώ τόν ἐσταύρωνα συχνά μέ τήν ὀλέθρια ἁμαρτία μου.

            Ἀλλοίμονο σέ μένα τό παράνομο καί παράξενο σπέρμα τῆς ἀηδίας καί ἀκολασίας! Πῶς θά σταθῶ μπροστά σου καί  θ᾿ ἀντικρύσω τήν ὑπέρλαμπρη δόξα σου; Πῶς θ᾿ ἀνοίξω τό στόμα μου καί τί ν᾿ ἀπολογηθῶ; Πῶς θά ἰδῶ τίς χορεῖες τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, Μαρτύρων, Ὁσίων, Ἀποστόλων, τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἄλλων Ἁγίων; Πῶς ἐνώπιον ὅλων θά ὁμολογήσω τά ἁμαρτήματά μου; Μέ τί πρόσωπο θά στέκομαι μπροστά τους καί αὐτοί τί θά λέγουν γιά μένα; Πῶς θά μέ ἀνέχωνται; Πῶς δέν θά σκοτίσω τήν δόξα τους μέ τήν μαύρη καί βρώμικη παρουσία μου; Πῶς δέν θά ὀργισθοῦν οἱ Ἀρχάγγελοι καί δέν θά ἔλθουν μέ τήν δίστομη ρομφαία τους νά μέ ἀποκεφαλίσουν;

            Θεέ μου, ποῦ νά σταθῶ; Δέν μέ χωράει ὁ τόπος. Ποῦ νά καταφύγω γιά νά μήν ἰδῶ τό ὀργισμένο ἐναντίον μου Πρόσωπό σου;  Τί δικαιολογίες νά σοῦ ἀραδιάσω γιά τά ἐγκληματικά μου ἔργα, ἀφοῦ τά ἔκαμα ὅλα μέ τό θέλημά μου; Πῶς νά ὑπομείνω τήν ὀργήν σου καί πῶς θά σ᾿ ἐξιλεώσω, ἀφοῦ τίποτε τό ἀγαθό δέν ἔκαμα γιά τήν δική σου δόξα; Πῶς θά τολμήσω τότε νά προφέρω τό Ὄνομά σου, ἀφοῦ ἐδῶ τό χρησιμοποιῶ γιά νά δοξάζεται τό δικό μου ὄνομα καί ἀναπαύομαι στόν λογισμό μου ὅτι εἶμαι ἀγαπητό σου παιδί. Πῶς θ᾿ ἀκούσω τήν καταδικαστική σου ἐναντίον μου ἀπόφασι; Θά κολληθῆ ἡ γλῶσσα μου στόν λάρυγγά μου ἀπό τά κλάμματα καί τίς φωνές πού θά βγάλη. Θά ξεραθῆ τό στόμα μου καί τά μάτια μου θά γίνουν βρύσες ἀπό τό κλάμμα. Θά σωριασθῶ στό χῶμα καί θά σπαράζω, γιατί ἐπλήγωσα ἐσένα πού μέ ἀγάπησες δωρεάν. Τότε θά σέ ἱκετεύω: "Ἄφησέ με μία ὥρα, μία ἡμέρα στήν ζωή γιά νά μετανοήσω. Τότε θά κλαίω γιά τόν καιρό τῆς ζωῆς μου πού τόν ἔχασα στήν ἁμαρτία. Τότε ἡ ψυχή μου θά χάση κάθε παρηγοριά ἀπό Ἁγίους καί ἄνθρώπους καί θ᾿ ἀκούση τά φοβερά σου λόγια: "Πορεύου, ἀπ᾿ἐμοῦ, κατηραμένε εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον, πού ἑτοιμάσθηκε γιά τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους του".

            Ἐκεῖ τότε θά βλέπω αὐτούς πού κατέκρινα νά δοξάζωνται γιατί  μετενόησαν. Θά βλέπω αὐτούς πού ὕβριζα νά εὐλογοῦνται, αὐτούς πού περιγέλασα νά ἁγιάζωνται καί μόνος ἐγώ, δεμένος μέ τά δεσμά τῶν παθῶν μου, θά εἶμαι σκυθρωπός, σκοτεινός, ἀναίσθητος, φοβισμένος καί μακριά ἀπ᾿ αὐτούς  τούς δικαίους καί ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ. Θά ἐκλιπαρῶ τά πλήθη τῶν δικαίων, καθώς θά μπαίνουν στή θύρα τῆς αἰωνιότητος: "Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, λυπηθῆτε με. Μαζί σας κάποτε ἔφαγα καί ἤπια. Χριστιανός εἶμαι, ἀλλά στήν μετάνοια δέν σᾶς μιμήθηκα. Κοιτᾶξτε τίς πολλές μου πληγές. Ὅλος εἶμαι τραυματισμένος ἀπό τίς σαΐτες τοῦ πονηροῦ. Συμπαθῆστε μου τήν πονεμένη ψυχή. Καί ἐσᾶς κάποιος ἄλλος σᾶς βοήθησε: ὁ Θεός, τόν ὁποῖον μέ τήν καρδιάν σας εὐαρεστήσατε, ἀλλ᾿ἐγώ τόν ἐπίκρανα καί δέν ἔχω τώρα πλέον πρός Αὐτόν παρρησία κάτι νά τοῦ ζητήσω. Στήν ἀγάπη σας στηρίζω τίς τελευταῖες μου ἐλπίδες.

            Ὁ πόνος μου θά κορυφώνεται καί ἡ θλῖψις θά μεγαλώνη, καθώς οἱ Ἅγιοι θά μέ ἀντικρύζουν μέ ἀδιαφορία καί περιφρόνησι καί μέ τό βλέμμα τους θά μοῦ τρυπᾶνε τά σωθικά μου. Κύριε, γνωρίζω ὅτι εἶσαι ἀδέκαστος Κριτής, χωρίς προσωποληψίες καί χατήρια. Μά τόν ψυχικό μου πόνο ποιός θά θεραπεύση; Ποιός θ᾿ ἀναστήση τήν πεθαμένη μου ψυχή;

            Κύριε, φοβοῦμαι τήν ὥρα καί τήν στιγμή τῆς καταδικαστικῆς σου γιά μένα ἀποφάσεως. Τότε οἱ πάντες θά μέ καταφρονήσουν. Ματαίως θά ἱκετεύω γιά βοήθεια, ματαίως θά στρέφω ἐδῶ καί ἐκεῖ τά μάτια μου, θά σβήση ἡ φωνή μου, θά παραλύσουν τά νεῦρα μου καί ὅλος ἀπηλπισμένος θά περιμένω τήν τελευταία λέξι τῆς ἐλπίδος ἀπό σένα, Κύριε. Μή μοῦ στερήσης τήν δόξα σου, Κύριε. Ἁμαρτωλός εἶμαι, ἀλλά δέν ἔπαυσα ἐσένα νά πιστεύω καί νά ἐπιθυμῶ ν᾿ἀγαπήσω. Σῶσε μία Ψυχή πού ἀκόμη ἐλπίζει, πού περιμένει, πού ποθεῖ ἐσένα ν᾿ ἀπολαύση καί στήν Χάρι σου νά ζῆ. Κύριε, σῶσε με δωρεάν. Δέν ἔχω κάτι νά σοῦ προσφέρω. Οὔτε κόπους ἀσκητικούς, οὔτε συνεχῆ νηστεία, οὔτε ἀγρυπνία, οὔτε δάκρυα μετανοίας. Κάθε ἔργο μου βλέπω ὅτι σέ πικραίνει καί ἡ ἁμαρτία ζητεῖ πλέον σταθερά νά κατασκηνώση στήν ἀκάθαρτη ψυχή μου.

            Βλέπε, Κύριε, ὅτι ὅλος εἶμαι βουτηγμένος στόν βοῦρκο τῶν ἁμαρτιῶν μου. Βλέπε ὅτι οἱ πονηροί δαίμονες δέν παύουν νά μέ ἐνοχλοῦν. Δέν ἔχω τόπον νά ἡσυχάσω. Πάντοτε μέ κυνηγοῦν, μέ καταπιέζουν, μέ φοβερίζουν. Ὁ στεναγμός μου, Κύριε, θά εἶναι ἀπερίγραπτος, ἐάν ἐσύ δέν μέ ἐλεήσης. Πολύ θά κλαύσω, ὅταν θά  σκέπτομαι ὅτι σέ λίγα λεπτά σέ ἀποχωρίζομαι γιά πάντα. Θά σέ κυττάζω μέ δέος, παρακαλῶνατς νά μ᾿ ἐλεήσης καί θά ἐλεεινολογῶ τόν ἑαυτόν μου λέγοντας: "Ἄχ, γιατί νά ἁμαρτήσω; Γιατί νά πληγώσω τήν μόνη ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μου; Γιατί ν᾿ ἀποχωρισθῶ τόν λατρευτό καί πολυαγαπημένο  μου Βασιλιᾶ;

            Κύριε, ἴσως ὅλα αὐτά ν᾿ ἀρχίσουν ἀπό τήν σημερινή ἡμέρα. Ἴσως μιλάω μαζί σου γιά τελευταία φορά. Σέ παρακαλῶ λυπήσου με, συγχώρα με, δός μου καιρόν κατανύξεως καί μετανοίας. Εἶμαι ὁ μόνος πού τόσο πολύ σέ ἐλύπησε. Εἴθε νά μή γεννηθῆ ἄλλο πλάσμα, πού νά σέ πικράνη τόσο.

            Κύριε, ὅλοι εἶναι ἅγιοι, ὅλοι χαριτωμένοι, ὅλοι οἱ Χριστιανοί ἁγιασμένοι καί μόνον ἐγώ ἀκόμη δέν ἔκαμα ἀρχήν μετανοίας. Πῶς ν᾿ ἀλλάξω ζωή, ἐάν ἐσύ δέν μέ βοηθήσης; Πῶς νά σ᾿ ἀντικρύσω, ἐάν δέν μοῦ χαμογελάσης μέ τήν χάριν σου; Πῶς νά τό εἰπῶ τό ἥμαρτον, ἀφοῦ δέν ἔχω συνασθανθῆ τά παραπτώματά μου;

Φοβερά καί ἀνεπιθύμητος εἶναι ἡ ὥρα τοῦ χωρισμοῦ μου ἀπό σένα, Κύριε. Δέν θέλω νά τό σκέπτομαι, μοῦ συνταράζει τά μυαλά καί ὅλο μου τό σῶμα. Πῶς νά χωρισθῶ ἀπό τόν Πατέρα μου;  Πῶς ν᾿ ἀρνηθῶ τήν μόνη ἀληθινή μου ἀγάπη, τήν χαρά μου, τό φῶς τῆς ζωῆς μου, τήν ἐλπίδα μου, τήν καταφυγή μου, τόν ἔρωτα τῆς πονεμένης καρδίας μου.

Κύριε, μή μέ διώχνης, μή μέ ἐγκαταλείπης, μή σκέπτεσαι τά ἁμαρτήματά μου κι ἐγώ θά προσπαθήσω μέ τήν βοήθειάν σου νά μή σέ ξαναπικράνω. Δεῖξε τώρα τήν ἀπέραντη πατρική σου ἀγάπη ἄλλη μιά φορά, κι ἄς εἶναι ἡ τελευταία. Μή ξεχνᾶς ὅτι ἀπό τά πανάγια χέρια σου πλάσθηκα, ὅτι στό Ὄνομά σου βαπτίσθηκα. Ἐσένα ἐπόθησα νά εὐαρεστήσω, ἀλλά οἱ ἁμαρτίες μου δέν μέ ἄφησαν.

Ναί, πρέπει νά μέ δικάσης, πολύ σέ ἐλύπησα. Ἀλλά, πές μου, σέ παρακαλῶ, δέν πρέπει σάν σπλαγχνικός Πατέρας νά μ᾿ ἐλεήσης, νά ὑπομείνης τήν ἀναισθησία μου, νά δροσίσης τήν ξερή καί παγωμένη ἀπό τά πάθη καρδία μου; Νά φωτίσης μέ τήν χάρι σου ὅλη τήν ἁμαρτωλή ὕπαρξί μου;

Δέξου, Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ γλυκύτατε, τίς τελευταῖες παρακλήσεις μου. Ποῦ εἶσαι; Γιατί μέ ἀφήνεις μονάχο μου; Γιατί μέ κάνεις νά κλαίω, ἀφοῦ ξέρω ὅτι ἀκόμη μ᾿ ἀγαπᾶς; Νά ξέρης: Δέν θά σταματήσω νά σοῦ φωνάζω, μέχρις ὅτου, γιά νά μέ ξεφορτωθῆς, θά στείλης τήν γλυκειά σου χάρι καί εὐλογία.

Νά μέ ἀνέχεσαι. Δέν σοῦ ζητῶ δόξες, τιμές καί ἀξιώματα. Λίγη ἀγάπη περιμένω, λίγο ἔλεος, λίγη στοργή. Κάνε ὑπομονή, μήν ὀργίζεσαι καί μήν ἑτοιμάζης τόν τόπο τῶν αἰωνίων γιά μένα βασάνων. Τό ξέρω ὅτι ποτέ ἐπαρκῶς δέν θά σ᾿ εὐχαριστήσω, γιατί ποτέ δέν σέ ἀγάπησα μέ τά ἔργα μου. Ἐσύ ὅμως, μή μέ κρατᾶς μακριά σου. Ἄνοιξε τήν πατρική ἀγκαλιά σου καί δέξαι με ὄχι σάν δοῦλο, ὄχι σάν υἱό, ἀλλά σάν τό κουρέλι καί τό αἶσχος τῆς γῆς. Ἀμήν.

Μ.Δ.Γ.

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου