«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ ΣΤΡΑΤΩΝΙΟΝ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Ὑπό Μον. π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου.
Τήν οπτασία αυτή πού συνέβη στίς άρχές τοῦ 16ου αίώνος έγραψε ὁ άγιος Μητροφάνης, ασκητής στά Κατουνάκια τοῦ Αγίου Όρους, ὅταν είχε έπισκεφθή αύτό τό χωριό γιά έξομολόγησι τών πιστών. Μάς διηγείται λοιπόν τά έξης γιά τήν κατάστασι μιάς οικογενείας: Ἕνας εύσεβής χριστιανός ονόματι Δημήτριος έδούλευε κατά τό 1520 στά μεταλλεία τά λεγόμενα σήμερα τοῦ Μποδοσάκη γιά νά συντηρή τήν οίκογένειά του. Άπό τά τέσσερα παιδιά πού είχε τοῦ άπέθαναν τά τρία καί άπέμεινε τό τελευταίο, τό όποιο τό ἀγαποῦσαν υπερβολικά γιά τήν ὑπακοή καί τόν σεβασμό πού είχε στούς γονείς του. Όμως τά κρίματα τοῦ Θεοῦ είναι άβυσσος πολλή καί άνεξιχνίαστη. Σέ λίγο καιρό, μετά άπό βαρειά άρρώστεια, απέθανε καί αύτό καί έτσι οι γονείς του έμειναν άπαρηγόρητοι. Μετά άπό 15 ήμέρες, άπό τόν θάνατο τοῦ παιδιού τους, ὁ πατέρας έλιποθύμησε καί φαινόταν σάν νά απέθανε. Τό σώμα του ήταν όλο νεκρό καί κρύο καί μόνο στό μέρος τῆς καρδιάς του ήταν ζεστό. Γι' αύτό άπεφάσισαν οἱ δικοί του νά μή τόν κηδεύσουν, έως ότου νεκρωθή όλο του τό σώμα.
Ό Δημήτριος όμως επήγε στήν άλλη ζωή μέ τήν ψυχή του καί όταν επέστρεψε πολύ παρηγορήθηκε, όχι μόνο αύτός άλλά καί όλοι οί συγγενείς του, γιά τά όσα είδε, άπήλαυσε καί έθαύμασε. Είδε τά παιδιά του καί μάλιστα τό τελευταίο νά εύρίσκωνται σέ μία άνεκλάλητη χαρά καί εύφροσύνη, τήν όποία καί ό ίδιος έζήλευσε νά άπολαύση καί ἐκεῖ γιά πάντα νά μείνη. Νά πώς μάς διηγείται ὁ ίδιος τό ταξίδι του στούς οὐρανίους κόσμους: «Όταν κοιτόμουν στό κρεββάτι άρρωστος, βλέπω ένα χρυσοστολισμένο νέο, πού ἡ λαμπρότης καί τό κάλλος τών ένδυμάτων καί τοῦ προσώπου του δέν περιγράφονται. Ξέχασα παντελώς τά γήϊνα και όλη η προσοχή μου ήταν στραμμένη ολοκληρωτικά σ αύτόν. Ενόμισα ότι βγήκα από τό σώμα μου καί μέ τήν ψυχή μου στήν αγκαλιά του ανέβαινα μαζί του στους ουρανούς. Μου έφάνη δτι περάσαμε επτά κύκλους ούρανών. Ανεβαίνοντας συναντήσαμε φως μέ ομίχλη, ενώ υψηλότερα τό φως έγινε λαμπρότερο καί μία θαυμαστή γη απλωνόταν μπροστά μας μέ ωραία λουλούδια, ανθισμένα δένδρα, τών οποίων τό κάλλος δέν μπορεί γλώσσα νά διηγηθή πρεπόντως. Μετά άπ' αύτή τήν όντως παραδεισένια γη, βρεθήκαμε μπροστά σέ δύο καλά σφραγισμένες σιδερένιες πόρτες. Στήν δεξιά έφύλαγαν λευκοφόροι νέοι, στήν αριστερά έστέκοντο μαύροι μέ φοβερή ὄψι. Σάν έφθάσαμε εκεί, ὁ συνοδός μου άγγελος μου λέγει: «Σκύψε σύντομα καί προσκύνησε». Έγώ καθώς ήμουν σκυφτός στήν γή, άκουσα μία φωνή άπό μακριά πού έλεγε: «Τί τόν έφερες αύτόν εδώ; Δέν σου είπα νά φέρης αύτόν, άλλά τόν γείτονα του, τόν Νικόλαο. Αύτός έχει νά ζήση ακόμη επί της γης»·
Μετά άπό τήν φωνή αύτή, μέ επήρε ὁ οδηγός μου καί επήγαμε κατά άνατολάς, όπου υπήρχε μία ανθισμένη πεδιάδα μέ ώραΐα δένδρα διαφόρων ποικιλιών. Στόν ίσκιο κάθε δένδρου, καθόταν καί άπό ένας άνθρωπος, οί όποιοι όλοι ήταν μιας ήλικίας, άλλά τά πρόσωπά τους άλλων ήταν λαμπρά καί ὡραία, άλλων στυγνά καί λίγο μαύρα καί άλλων ήταν κατάμαυρα καί σκοτεινά. Στόν καθένα έφαίνοντο καθαρά τά έργα πού έκαναν στήν ζωή τους καί έγνώριζε ό ένας τόν άλλον. Μέσα σ' αύτή τήν πεδιάδα, κυττάζοντας δεξιά καί άριστερά, έβλεπα πολλούς πού έγνώριζα στήν ζωή αύτή καί είχαν πεθάνει πρίν άπό πολύ καιρό. Επίσης έγνώρισα πολλές γυναίκες. Είδα εκεί καί μία γνωστή μου γυναίκα πόρνη, ἡ οποία άπό την έξωτερική της εμφάνισι γνωριζόταν ποιά ζωή έκανε έδώ στήν γή. Είδα και κακοποιούς πού είχαν καταδικασθή μέ κρεμάλα και άλλους αμαρτωλούς και καλούς ανθρώπους νά έχουν φανερά τά σημεία των πράξεων τους. Είδα επίσης καί πολλούς φίλους καί συγγενείς μου νά εύρίσκωνται σ' αύτόν τόν τόπο.
Σ' άλλο τόπο τής πεδιάδος πολύ ωραίο είδα νά κάθονται τέσσερα παιδάκια πολύ όμορφα καί φωτεινά στήν όψι. Ό συνοδός μου άγγελος μέ ερώτησε: «Αδελφέ, γνωρίζεις αύτά τά ὡραία παιδάκια;». Πλησιάζω πιό κοντά καί βλέπω κατάπληκτος ότι αύτά ήταν τά παιδάκια μας, τά όποια τό τελευταίο δωδεκάχρονο, πού απέθανε, τό είχαν βάλει στήν μέση. Τότε είπα στόν άγγελο: «Ναί, Κύριέ μου, τά γνωρίζω· αύτά είναι τά δικά μου παιδιά». Ή χαρά μου ήταν απερίγραπτη πού τά είδα νά είναι τόσο χαριτωμένα καί λαμπροστολισμένα. Παρακάλεσα τόν οδηγό μου νά μοΰ έπιτρέψη νά μείνω μαζί τους, νά αίσθάνωμαι τήν δική τους χαρά καί άγαλλίασι καί νά μή τά αποχωρισθώ ποτέ. Ομως ό άγγελος μέ έτράβηξε άπό εκείνο τόν τόπο, λέγοντάς μου ότι δέν έχει έλθει άκόμη γιά μένα ό καιρός. Έγώ τότε τόν έρώτησα: «Κύριέ μου, αύτός ό τόπος είναι ό Παράδεισος καί ή Βασιλεία τών Ουρανών»;
Εκείνος μοῦ είπε: Αύτός ό τόπος ούτε ό Παράδεισος, ούτε ή Βασιλεία τών Ουρανών είναι, άλλά αύτό πού λέγει ἡ Αγία Γραφή «ἡ γή τών πραέων». Έδώ άναπαύο νται σχετικά οί ψυχές άνάλογα μέ τά έργα τους μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ή τελική κρίσις θά γίνη, αφού ό Κύριος άναστήση όλο τό ανθρώπινο γένος, ώστε καί τό σώμα νά συμμετάσχη στήν χαρά ή τήν τιμωρία τής ψυχής. Τότε οί μέν αμαρτωλοί καί αμετανόητοι θά μπούν στήν άριστερή σιδερένια πόρτα, πού είδες, καθώς άνεβαίναμε στόν ούρανό, καί τήν έφύλαγαν συνέχισε ό συνοδός μου, ευρίσκονται υψηλότερα άπ' αύτόν τόν τόπο, εκεί άπ' όπου εκπέμπεται καί έρχεται αύτό εδώ τό φώς».
Κατεβαίνοντας χαμηλότερα, φθάσαμε σ' ένα σαπισμένο καί μουχλιασμένο τόπο, στόν όποιο μέσα σέ δ σωδία άνυπόφορη, κατοικούσαν πλήθος ανθρώπων, πού είχαν πολύ θλιβερή τήν όψι τους. Ερώτησα τί άνθρωποι είναι αύτοί καί ό συνοδός μου μου είπε ότι αυτοί είναι οί Εβραίοι πού δέν έπίστευσαν στόν Χριστό. Προχωρήσαμε πιό πέρα καί εύρήκαμε άλλο βρωμερώτερο τόπο, όπου οί άνθρωποι εκεί ήταν μικροσκοπικοί, σάν μικρά παιδιά καί σκουλήκια καί έκυλίοντο μέσα στήν λάσπη. Ερώτησα τόν οδηγό μου καί μου είπε ότι αύτοί είναι οί Τούρκοι, όλοι οί αιρετικοί καί κακόδοξοι άνθρωποι». Έκεί έγνώρισα καί πολλούς άπό τούς τσιγγάνους (γύφτους) πού ήξερα άπ' αύτή τήν ζωή καί τά πρόσωπά τους ήταν μελανά. Όταν βγήκαμε άπό έκεΐ, έγυρίσαμε καί άλλους παρομοίους καί χειροτέρους τόπους, γεμάτους άπό άνθρώπους κάθε θρησκείας δαιμονικής ή αιρετικής, άθέους, ειδωλολάτρες καί λαούς άπό διάφορα έθνη. Ερώτησα:
Κύριε μου, αύτή είναι η κόλασις πού λέγει τό Εύαγγέλιο;
Όχι, αυτά είναι προσωρινά μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας τοΰ Χρίστου. Πρέπει νά ξέρης ότι ή κόλασις είναι μία, άλλά τά βάσανα καί οί τιμωρίες μέσα σ' αύτή ν είναι πολλά, όπως καί στήν Βασιλεία τών Ουρανών λαμβάνει κανείς τήν δοξασμένη θέσι του άνάλογα μέ τούς κόπους τής μετανοίας καί τά έργα τής αρετής πού έπραξε στόν κόσμο.
Ένώ ο οδηγός μου έλεγε αυτά, άκουσα να έρχεται από τό βάθος εκείνης της χαράδρας η φωνή ενός βρυχωμένου δράκοντος μαζί με δυσωδία ανυπόφορη. Έγώ τόσο έτρόμαξα, ώστε προσπάθησα νά κρυφθώ στήν άγκα λιά τοΰ φύλακος άγγέλου μου. Τόν έρώτησα:
Τί φωνή είναι αυτή καί άπό ποΰ έρχεται αύτή ή βρώμα, Κύριέ μου;
Αύτός πού φωνάζει καί βρυχάται είναι ό παμφάγος αδης, ό όποιος δέχεται όλους τούς άπιστους, τούς αιρετικούς, τούς άμετανοήτους αμαρτωλούς καί όλους τούς κακούς άνθρώπους.
Καί ένώ ή φοβερή αύτή φωνή έσφύριζε στά αυτιά μου, ευρέθηκα άμέσως στό σπίτι μου. Είδα τό σώμα μου νεκρό, άσχημο καί παγωμένο καί δέν ήθελα νά εισέλθω πάλι σ' αύτό. Ό οδηγός μου όμως μέ έβαλε μέ τήν βία καί τότε αισθάνθηκα δριμύ πόνο καί νά σαλεύουν όλα τά νεύρα, οι αρθρώσεις καί τά κόκκαλα».
Ή οπτασία τοῦ Δημητρίου έπιβεβαιώθηκε ότι είναι αληθινή καί άπό τό γεγονός ότι, δύο ήμέρες μετά τήν οπτασία, ό γείτονάς του Νικόλαος, άν καί ήταν πολύ καλά στήν υγεία του, ξαφνικά άρρώστησε καί άπέθανε. Ετσι όλες τίς ετοιμασίες τής κηδείας πού είχαν ετοιμάσει γιά τόν Δημήτριο τίς χρησιμοποίησαν γιά τήν κηδεία τοῦ Νικολάου. Μέ τό γεγονός αύτό εκπληρώθηκε καί ό λόγος τής θείας εκείνης φωνής πού είπε: «Δέν σοῦ είπα νά φέρης αύτόν, άλλά τόν γείτονά του Νικόλαον».
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου