«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Γέροντος Πετρωνίου Προδρομίτου
Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου
Ἁγίου Ὄρους Ἄθω
2003
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Εἶδες ἄνθρωπο, εἶδες τόν Θεόν», ἔλεγαν ἄλλοτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἐκλεκτότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τό στεφάνι τῆς δημιουργίας. Ἔχει πλασθῆ κατά τήν μορφή τοῦ Θεοῦ καί εἶναι προωρισμένος νά ὁμοιάση Αὐτοῦ.
Συνήθως, ὁ κόσμος εἶναι ἐντυπωσιασμένος ἀπό χαρισματικές προσωπικότητες, πού ἔχουν ἔκτακτα προσόντα, ὅπως οἱ ἅγιοι, οἱ ποιητές, οἱ καλλιτέχνες κλπ. Ἀλλά στήν πραγματικότητα ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι προικισμένος μέ ἕνα μεγάλο πλοῦτο θείων δωρεῶν. Αὐτά παραμένουν ἀπαρατήρητα στούς περισσοτέρους· μάλιστα κι αὐτοί πού τά ἔχουν δέν τά ἔχουν ἀντιληφθῆ!
Οἱ ἅγιοι ὅμως τά βλέπουν καί θαυμάζουν γι᾿ αὐτά στήν συνάντησί τους μέ τέτοιους χαρισματούχους ἀνθρώπους. ἕνας πνευματικός πατήρ ἔλεγε: «Νά ζῆς καθημερινά τήν χαρά τῆς συναντήσεώς σου μ᾿ ἕνα ἄνθρωπο», ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος μᾶς δίνει αὐτή τήν θαυμάσια διδασκαλία: «Ὅταν συναντήσης τόν πλησίον σου, βίασε τόν ἑαυτόν σου νά τόν τιμήσης περισσότερο ἀπό ὅσο τοῦ ἀξίζει. Φίλησέ του τά χέρια καί τά πόδια...Ἐγκωμίασέ τον ἀκόμη καί γι᾿ αὐτά τά ὁποῖα δέν ἔχει...Λέγε του κάθε καλό λόγο καί κάθε τί τό ὁποῖον θά τόν τιμήση...»(Λόγος 5ος). Καί τό ἔργο αὐτό εἶναι φυσικόν. Ἔτσι, ὅμως τιμῶντας τήν εἰκόνα, ἡ προσκύνησις πηγαίνει στήν μορφή, πού ἀπεικονίζεται στό ξύλο τῆς εἰκόνος, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ τιμή τοῦ ἀνθρώπου μεταβαίνει στήν τιμή τῆς μορφῆς τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ.
Ζώντας ταπεινά μέσα στήν ζωή, πού ὑπάρχουν πολλοί ἀνώνυμοι καί ταπεινοί ἐραστές τοῦ Θεοῦ, εἶχα τήν ψυχική χαρά νά ἐκπλαγῶ ἀπό μερικές θαυμαστές ἱστορίες τους, τίς ὁποῖες, ἐθεώρησα καλό νά τίς σημειώσω ἐδῶ, πρός δόξαν Θεοῦ, τοῦ ἐν ἁγίοις θαυμαστοῦ καί μέ τόν πόθο νά χαροποιήσω καί τούς εὐλαβεῖς ἀναγνῶστες μας, ἀπό τήν συνάντησί τους μ᾿ αὐτές τίς «εἰκόνες πραότητος».
Ὁ πατήρ Βενέδικτος
Στά χρόνια 1943-44 εὑρισκόμεθα στήν Μονή τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου Βουκουρεστίου, ὅταν στήν ἀδελφότητα ἦλθε ἕνας νέος ἀρχιμανδρίτης, γιά τόν ὁποῖον ἐλέγετο ὅτι εἶχε κάνει λαμπρές σπουδές στήν Δύσι, στό Στρασβοῦργο καί τώρα ἑτοιμάζεται νά δώση γιά ἔγκρισι στήν θεολογική σχολή τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Βουκουρεστίου τήν θεολογική του διατριβή. Ἦτο ὁ π. Βενέδικτος Γκίους.
Μέ τό μέσο ἀνάστημά του, τά ὀλιγοστά γένεια του, ντυμένος ταπεινά, ἐλάμβανε μέρος τακτικά στίς ἱερές Ἀκολουθίες τῆς Μονῆς. Ἔψαλλε στό ἀναλόγιο, εἶχε μία μελωδική φωνή, θερμή καί ἕνα εἶδος ψαλμωδίας πού σοῦ τραβοῦσε τήν προσοχή. Ἀκόμη καί τίς ἁπλές ἀπαντήσεις στήν Ἐκτενῆ Δέησι, δηλαδή: «Κύριε ἐλέησον», καί «Παράσχου, Κύριε», τίς ἔψαλλε μέ μιά τέτοια ἀπόδοσι πού ἔδειχνε τήν εὐλάβεια καί τήν ταπείνωσί του.
Ἡ διακονία στό Ἱερό Βῆμα ἦτο συγκινητική. Σοῦ κρατοῦσε ἔντονα τήν προσοχή καί σοῦ μετέδιδε τήν εὐλάβειά του, ἐνῶ τά κηρύγματά του σοῦ προκαλοῦσαν μιά βαθειά ψυχική κατάνυξι. Μέ τά ὡραῖα του λόγια, μέ τήν διαπεραστική ἀπαγγελία του, μέ τό βάθος τῶν θεολογικῶν καί πνευματικῶν νοημάτων του σοῦ προκαλοῦσε αἰσθήματα γιά μιά θερμή κοινωνία μέ τόν Χριστό. Μοῦ ἔμεινε ἀνεξίτηλη στήν μνήμη μου ἡ θεολογική ἀνάλυσις ἀπό τό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς τῆς Μελλούσης Κρίσεως: «Ἔσφαλλα, ἔλεγε, ἐάν, βλέποντας τήν τιμή τήν ὁποία δίνει ὁ Θεός στήν ἐλεημοσύνη, ἐνόμισα ὅτι ὅλα τά ἄλλα καλά ἔργα-τό μαρτύριο, ἡ προσευχή, οἱ κόποι γιά τήν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν-θά περάσουν ἀπαρατήρητα. Ὅλα θά ἐξετασθοῦν καί θά ἀνταμειφθοῦν. Ἀλλά πολύ μεγάλη τιμή, δοσμένη σέ μερικά ἁπλᾶ ἔργα κρύβεται στό μυστήριο τῆς μεγάλης συγκαταβάσεως καί ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Αὐτή ἡ ἀντιπροσωπευτική τιμή γιά σωτηρία, ἡ ὁποία προσφέρεται στόν ἄνθρωπο, γιά νά μή παραμείνη κανείς στόν κόσμο, ὁ ὁποῖος νά λέγη ὅτι δέν ἠμπόρεσε νά σωθῆ, γνωρίζοντας ὅτι δέν εὑρίσκεται ἄνθρωπος στήν γῆ, ὁ ὁποῖος νά μή μπορεῖ νά ἐπιτελέση παρόμοια ἔργα ἐλεημοσύνης».
Μιά τέτοια παρουσία δέν μπορεῖ νά μείνη ἀπαρατήρητη. Οἱ Χριστιανοί πού ἤρχοντο στήν μονή τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου, ὁ διανοητικός κόσμος τοῦ Βουκουρεστίου καί ἰδιαίτερα ἡ φοιτητική νεολαία, τόν ἀναζητοῦσαν νά τόν γνωρίσουν καί νά ζητήσουν τίς συμβουλές του. Ἦτο μία ἐπιφανής παρουσία στήν χριστιανική Κίνησι: «Τό Ἀναμμένο Πῦρ». Στενός συνεργάτης τοῦ πατρός Δανιήλ (Θεοδώρου Σάντου), φίλος καί Πνευματικός τῆς οἰκογεναίας τοῦ πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ Ἀλεξάνδρου Μυρονέσκου, πατήρ Πνευματικός τοῦ πολυτάλαντου καί κατόπιν καθηγητοῦ πανεπιστημίου, Ἀνδρέα Σκρίμα. Ἦτο φυσικόν, ἡ διεύθυνσις τοῦ Πατριαρχείου νά ἐπιδιώξη καί ἀξιοποιήση πλήρως τήν προσωπικότητα τοῦ π. Βενεδίκτου. Ἔτσι, διωρίσθηκε λειτουργός καί ἱεροκῆρυξ τοῦ πατριαρχικοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, βοηθός τοῦ καθηγητοῦ π. Δημητρίου Στανιλοάε στήν ἕδρα τῆς Ἀσκητικῆς καί Μυστικῆς Θεολογίας τῆς θεολογικῆς σχολῆς Βουκουρεστίου, πατριαρχικός ἐπίτροπος, ἐκλελεγμένος ἐπίσκοπος γιά τήν ἐπαρχία Χοτίνου καί καθηγητής στήν ἐκκλησιαστική μοναχική σχολή τῆς Μονῆς Τσερνίκα.
Ἀλλά ἐκεῖνο τόν καιρό, στόν ὁποῖον τό κομμουνιστικό κόμμα εὑρισκόταν στίς δόξες του, τό πρόσωπο τοῦ π. Βενεδίκτου ἐμφανίσθηκε σάν ἕνα σῶμα ξένο, σάν μία πέτρα σκανδάλου. Δέν ἦτο ἀρεστή στούς μεγάλους ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἡ πολιτική τοῦ ὄντως πολιτικοῦ τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, π. Βενεδίκτου. Μποροῦσε νά εἶναι ἄξιος καθηγητής τῆς θεολογίας καί δέν ἦτο· Ἠμποροῦσε νά εἶναι ἐπίσκοπος ἤ μητροπολίτης καί δέν ἔγινε.
Κάποιο βραδυνό εὑρισκόμασταν μαζί στήν Γραμματεία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, πού εἶναι πλησίον τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου, ὅταν ἔνα αὐτοκίνητο ἦλθε βιαστικά ἐπῆρε τόν π. Βενέδικτο καί ἐπῆγε στό Πατριαρχεῖο, στήν αἴθουσα τῶν Βουλευτῶν, ὅπου εἶχε ἐκλεγῆ μέ πλειοψηφία ἐπίσκοπος Χοτίνου. Ἐκεῖνος εὐχαρίστησε τούς ἐκλέκτορές του, οἱ ὁποῖοι τόν χειροκροτοῦσαν ἀδιάκοπα. Ἀλλά ἡ δεύτερη σύναξις τῶν ἐκλεκτόρων ἔμεινε ἄναυδη, μπροστά στήν παραίτησι τοῦ π. Βενεδίκτου, ἡ ὁποία ἐνεκρίθηκε καί ἀπό τήν κομμουνιστική κυβέρνησι.
Οὔτε ὡς βοηθός ἐπίσκοπος δέν δέχθηκε νά γίνη ὁ π. Βενέδικτος. Μιά τέτοια προσωπικότης δέν μποροῦσε νά μείνη καί χωρίς δραστηριότητες στήν πρωτεύουσα. Ἐστάλη καθηγητής τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς στήν μονή Νεάμτς Μολδαβίας. Οἱ πρώην μαθητές του ἀπό τό Νεάμτς, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶχαν μερικοί γίνει ἐπίσκοποι, τόν ἐνθυμοῦνται μέ θαυμασμό καί εἶναι ὑπερήφανοι, πού τόν εἶχαν καθηγητή τους στήν σχολή. Μ᾿ αὐτή τήν ποιότητα τῆς ζωῆς του, καί τήν πρακτική στήν μοναχική του ζωή, ὁ π. Βενέδικτος κατήρτισε μία ἀληθινή πραγματεία, σάν ὁδηγό γιά τήν ἀναδιοργάνωσι τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἐγχειρίδιο τό ὁποῖο εἴθε νά ἀξιοποιηθῆ καί νά γίνη γνωστό στόν ρουμανικό μας μοναχισμό τῶν καιρῶν μας.
«Ὅλη ἡ μοναχική ζωή-σημειώνει στήν παραπάνω ἐργασία-εἶναι ὑπακοή καί προσευχή, προσευχή καί ὑπακοή. Οἱ ἐποχές κρίσεως τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἕνα πρόβλημα προσευχῆς καί ὑπακοῆς. Ἑπομένως, ἀναγέννησις τοῦ μοναχισμοῦ σημαίνει ἐπιστροφή στό θεμέλιο αὐτῶν τῶν πρωταρχικῶν ἀρετῶν τῆς μοναχικῆς ζωῆς».
Μαζί μέ τόν π. Βενέδικτο συνεργάσθηκαν γι᾿ αὐτή τήν προσπάθεια καί οἱ πατέρες Δανιήλ καί Ἀνδρέας. Ὁ δεύτερος ἦτο ὁ καλλίτερος εἰσηγητής γιά τήν διοργάνωσι τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς. Ἡ ἐργασία αὐτή τυπώθηκε στόν καιρό τῆς πατριαρχείας τοῦ πατριάρχου Ἰουστιανιανοῦ. Παράλληλα μέ τά μαθήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς, τίς ἑορτές καί Κυριακές, ὁ π. Βενέδικτος λειτουργοῦσε καί ἐκήρυττε στήν μεγάλη ἐκκλησία. Ἀκόμη μέ ἐντολή τῆς Μονῆς Τσερνίκα, ἀπήγγελλε λόγον πνευματικό πρός τούς πατέρες τῆς Ἀδελφότητος στίς συνάξεις τό βράδυ κάθε Κυριακῆς, λόγο πού τόν περίμεναν μέ πολλή λαχτάρα οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς.
Ἦλθε κατόπιν ὁ καιρός τῶν δυσκόλων δοκιμασιῶν. Μετά ἀπό πέντε χρόνια μεγάλων ταλαιπωριῶν στίς φυλακές ὁ π. Βενέδικτος, ἐπανῆλθε σάν λειτουργός στόν καθεδρικό ναοῦ τοῦ Βουκουρεστίου, ἀπ᾿ ὅπου ἀνεχώρησε γιά τήν μονή τοῦ ἁγίου Καλλινίκου Τσερνίκας, ὅπου συνέχισε νά ἐργάζεται ὡς Πνευματικός. Ἰδιαίτερα προετοιμάσθηκε γιά τό μεγάλο ταξίδι του γιά τήν συνάντησι μέ τόν Κύριο τῆς δόξης Ἰησοῦ Χριστό, τόν ὁποῖον ἠγάπησε μέ ὅλη του τήν καρδιά καί τόν ὑπηρέτησε μέ ὅλα τά χαρίσματά του.
Παρέμεινε στόν νοῦ μου σάν μιά τέλεια εἰκόνα ἑνός ὀρθοδόξου μοναχοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διδάσκει ὅτι, γιά τήν ἐκπλήρωσι τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, δύο ἔργα εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖα: Ἡ πνευματική γνῶσις καί ἡ πρᾶξις. Ὁ π. Βενέδικτος τά εἶχε πλήρως καί τά δύο: Ὑψηλή πνευματική θεολογική γνῶσι, ἀλλά καί πνευματικό βίωμα μέ εὐλάβεια, ἀγάπη καί ταπείνωσι.
Ὁ ἱερομόναχος μεγαλόσχημος Καλλίστρατος
Ὁ μαγαλόσχημος π. Καλίστρατος γεννήθηκε τό 1910 στό χωριό Ντρασκάνι τοῦ νομοῦ Μποντοσάνι ἀπό ὀρθοδόξους γονεῖς τόν Ἰωάννη καί τήν Ἰωάννα. Μπῆκε γιά τήν μοναστική ζωή στήν γειτονική σκήτη Κοζάντσεα, ὅπου εὑρισκόταν ἐκεῖ καί ὁ ἱερομόναχος π. Παΐσιος Ὀλάρου. Τίς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις ἐτελείωσε στήν πόλι Τιμισιοάρα, ἀπό ὅπου κατόπιν ἐπῆγε καί ἔμεινε ἕνα διάστημα στό μοναστήρι Λαϊνίτσι, στήν Ὀλτένια. Ἐπιστρέφοντας στήν Κοζάντσεα, ἐπῆγε μέ τόν π. Παΐσιο στήν μονή Συχαστρία, τοῦ νομοῦ Νεάμτς, ὅπου δέθηκε πνευματικά μέ τήν ζωή ἐκεῖ. Μέ τήν ἀναδιοργάνωσι τῆς μονῆς Σλάτινα ἦτο καί αὐτός στήν ὁμάδα τῶν 30 μοναχῶν πού μετέβησαν ἐκεῖ. Ἀπό ἐκεῖ ἐστάλη ἕνα καιρό σάν ἡγούμενος στήν σκήτη Ὀράτα, πού εἶχε ἱδρυθῆ τότε στήν Μολδαβία. Ἐπέστρεψε στήν Σλάτινα καί ἐστάλη καί πάλι ἕνα διάστημα σάν Πνευματικός στήν γυναικεία μονή Ρίσκα. Διωγμένος τό 1959 ἀπό τήν μονή Σλάτινα, μέ τό διάταγμα τοῦ 1959, ἕμεινε ἕνα διάστημα μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Πετρώνιο, σέ μερικούς συγγενεῖς του τόν Ἀλέξανδρο καί Ρεβέκα Κοφέρ τῆς κοινότητος Μπροστένι, τοῦ χωριοῦ Χαλεάσα. Ἐπιστρέφοντας στήν Συχαστρία, ἕνα καιρό ἦτο Πνευματικός τῆς γυναικείας μονῆς Ἀγάπια, κατόπιν ἡγούμενος τῆς σκήτης Σύχλα, ἀπ᾿ ὅπου τό 1982, τόν Μάρτιο μῆνα ἔφυγε γιά τόν Ἄθωνα καί ἐκοινοβίασε στήν σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου ἔμεινε μέχρι τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς, δηλαδή τήν 4ην Μαρτίου 1990.
Ὁ π. Κύριλλος (ὡς μεγαλόσχημος ὠνομάσθηκε Καλλίστρατος) προερχόταν ἀπό εὐσεβῆ οἰκογένεια χωρικῶν, γι᾿ αὐτό σ᾿ ὅλη του τήν ζωή ἦτο πολύ φιλόπονος, ἐπιδέξιος καί ἔμπειρος μοναχός σέ κάθε εἴδους ἐργασία. Καλός ράπτης, ἔμπειρος μάγειρος, μάστορας γιά τίς λεγόμενες ρουμάνικες σόμπες καί γιά τίς κτιριακές κατασκευές. Ἦτο κηπουρός καί οἰκονόμος τῆς μονῆς, Πνευματικός μοναστηριῶν καί ἡγούμενος δύο φορές. Προικισμένος μέ πολύ ὡραία φωνή λειτουργοῦσε κατανυκτικά στό Ἱερό Βῆμα καί ἔψαλλε ἀκατάπαυστα στό ἀναλόγιο. Τήν μοναχική καί πνευματική ζωή τήν ἀγάπησε μέ ὅλη τήν καρδιά του. Ἐδιάβαζε συνεχῶς τά πατερικά συγράμματα καί εἶχε πνευματικό δεσμό μέ τούς μεγάλους πατέρες τόν π. Κλεόπα καί τόν π. Παΐσιο. Ἰδιαιτέρως ἐκοπίαζε γιά τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του, τήν νηστεία καί τό διακόνημα. Στό βιβλίο του «Παράδοσις καί ἐλευθερία» ὁ μητροπολίτης Σιμπίου Ἀντώνιος ἀναφέρει καί ἄρθρο μέ τόν τίτλο: «Ὁ νηστευτής Κύριλλος», διότι κρατοῦσε αὐστηρά νηστεία, ἰδιαίτερα τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Μέ μιά ἐλεήμονα καί καλωσυνάτη καρδιά, ἐργατικώτατος καί ἀδέσμευτος ἀπό τά ὑλικά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἔζησε σ᾿ ὅλη του τήν ζωή γενόμενος παράδειγμα ἐναρέτου καί ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ. Πολλοί μαθητές καί φοιτητές τῆς θεολογίας ἐβοηθήθησαν ἀπό τόν φιλόστοργο καί φίλεργο π. Καλλίστρατο.
Ἐπιθυμοῦσε πολύ νά ἔλθη στόν Ἄθωνα καί ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἐβοήθησε νά ἐκπληρώση τήν ἐπιθυμία του. Ἦλθε στήν σκήτη τοῦ Τ. Προδρόμου τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ἴδιο τόν ἡγούμενο τῆς Λαύρας, τόν ἀρχιμανδρίτη π. Φίλιππο. Συνέχισε καί ἐδῶ τά καθήκοντά του μέ τήν ἴδια φιλοπονία του: Στούς κήπους, στό ραφεῖο, στό μαγειρεῖο, ἰδιαίτερα στήν φροντίδα τῶν λουλουδιῶν τῆς αὐλῆς μας, ὡς ψάλτης στό ἀναλόγιο, ὡς λειτουργός στό ἱερό Βῆμα, χωρίς νά ὀλιγοστεύη καθόλου τήν ἄσκησί του. Ἦλθε στήν Σκήτη μας τό Σάββατο τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅταν οἱ Λαυριῶτες πατέρες τελοῦσαν ἀγρυπνία στήν Σπηλιά τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, στήν ὁποία ἔλαβε μέρος καί ὁ ἴδιος. Ἀπό τότε διατηροῦσε στήν μνήμη του καί τιμοῦσε μέ εὐλάβεια ἐκείνη τήν ἡμέρα, γι᾿ αὐτό καί ἐπήγαινε τακτικά, τίς κυριακές καί ἑορτές στήν σπηλιά, διαβάζοντας τούς Χαιρετισμούς τῆς Κυρίας Θεοτόκου μπροστά στήν εἰκόνα της. Κάθε χρόνο κρατοῦσε αὐστηρή νηστεία τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τίς τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες, δηλαδή, μέχρι τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.
Τό ἐπίγειο τέλος του τόν βρῆκε στεφανωμένο μέ πολλούς κόπους καί ἀσκήσεις. Τό ἔτος 1990, στό τέλος τῶν τριῶν πρώτων ἑβδομάδων τῆς Νηστείας, αἰσθανόταν, συνήθως, ἀδυναμία. Ἐξωμολογήθηκε καί τήν Παρασκευή, στίς 3 Μαρτίου κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐνῶ τό Σάββατον, τό βράδυ στίς 7 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, τήν στιγμή πού ὁ ἱερομόναχος Κλήμης, πού εὑρισκόταν ἐκεῖ κοντά του, ἐδιάβαζε ἀπό τό Ψαλτήριο, τόν ἔννατο ψαλμό.
Ἑτοιμάσθηκε κατά τήν μοναχική τάξι. Κατόπιν μεταφέρθηκε στό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, ὅπου τοῦ διαβάσθηκε ἡ ἀκολουθία τῆς κηδείας, στήν ὁποία συμμετεῖχε καί ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας ἀρχιμ. π. Φίλιππος, μοναχοί τῆς συνοδείας του καί ἐρημῖτες μοναχοί ἀπό τήν Βίγλα.
Ἡ ἀδελφότης τῆς Σκήτης χάρηκε διότι ὁ ἀδελφός μας Καλλίστρατος μεγαλόσχημος ἱερομόναχος ἀγκυροβόλησε στό λιμάνι τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεως, ὅπου δέν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος. Ἡ ἀδελφότης ἦτο καί βαθειά λυπημένη διότι στερήθηκε ἕνα πνευματικό πατέρα μέ μιά καρδιά γεμάτη ἀπό ἀγάπη καί θυσίες γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο.
Ὁ μητροπολίτης Θεόφιλος Ἰονέσκου
Ὡς ἀρχιμανδρίτης ἦτο ἱερεύς στόν καθεδρικό ναό Βουκουρεστίου καί διηύθυνε τόν χριστιανικό σύλογγο: «Ὁ πατριάρχης Μύρων». Ἀνεχώρησε κατόπιν γιά τήν ξενητειά καί στό τέλος χεειροτονήθηκε μητροπολίτης Παρισσίων, ἐπικεφαλῆς τῆς μεγάλης κοινότητος τῶν ρουμάνων πού κατοικοῦν ἐκεῖ. Λίγο πρίν ἀπό τόν θάνατό του ἐπισκέφθηκε τήν Ρουμανία τό 1975, ὅπου καί μᾶς ἄφησε ἕνα συγκινητικό λόγο, ἕνα εἶδος καθρέπτου τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
«Ἀγάπησα τήν μουσική...Ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀκολουθία τό μοναστήρι, ὁ λαός μας, ἡ ἁγία πατρίδα μας μοῦ ἦσαν ὅλα ἀγαπητά. Γι᾿ αὐτό καί μετά ἀπό 34 χρόνια ἀπομάκρύνσεώς μου ἀπό τήν Χώρα μας, ἦλθα πάλι, ὅπως ψάλλει ὁ ρουμᾶνος ποιητής: «Μακρύς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ δάσους, ἀλλά μακρύτερος ὁ τοῦ πόθου· ὁ δρόμος τοῦ δάσους εὑρίσκεται, τοῦ πόθου ποτέ...»
Αὐτός ὁ πόθος μ᾿ ἔφερε ἐδῶ...καί ἐπῆγα στόν τάφο τῆς μητέρας μου ν᾿ ἀνάψω ἕνα κόκκο θυμιάματος καί μερικά κεράκια. Ἐφίλησα τόν τάφο καί τό χῶμα τῆς μητέρας πού μέ γέννησε καί ἀπό τά μάτια της εἶδα καί διδάχθηκα τήν πίστι, ἡ ὁποία μοῦ ἥνωσε τά τρία δάκτυλα καί μέ δίδαξε: «Παιδί μου, ἔτσι νά προσκυνῆς, στό ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς...».
Τό χέρι της ἔλυωσε, ἀλλά τό σημεῖο τό ὁποῖον μ᾿ ἐδίδαξε, θά τό κρατήσω, ὅπως αὐτή μοῦ τό ἔδωσε. Διότι μπορεῖς νά ἔχης ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά μητέρα δέν μπορεῖς νά ἔχης παρά μόνο μία».
Ὁ ἱερομόναχος Βαλέριος
Ἐδουλεύαμε μαζί στό δέσιμο βιβλίων τοῦ μοναστηριοῦ. Ἦτο ὑψηλός στό ἀνάστημα, λίγο σπανός, συνετός στά λόγια καί ἄξιος στήν δουλειά. Ὅλοι οἱ πατέρες τοῦ ἀπέδιδαν μία ἰδιαίτερη τιμή. Ἕνα γεγονός τυπώθηκε στήν μνήμη μου σέ ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή μου.
Ἦτο ἡ ἀρχή τοῦ φθινοπώρου καί ἑτοιμαζόμασταν νά φοιτήσουμε στό μοναχικό σεμινάριο, πού ἦτο δίπλα στήν μονή Νεάμτς. Ἡ διεύθυνσις τῆς μονῆς δέν ἦτο σύμφωνη καί μέ ἀπέλυσε, δίνοντάς μου καί μία γραπτή ἀπόδειξι γιά τά χρόνια παραμονῆς μου στό μοναστήρι· οὔτε ἕνας βοηθός γιά ροῦχα τά ὁποῖα εἶχα ἀνάγκη, οὔτε χρήματα γιά τόν δρόμο. Παραμονές τῆς ἀναχωρήσεώς μου, ὁ προεστώς, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποσχεθῆ ὅτι θά μέ βοηθήση, ὅταν μέ εἶδε, μοῦ ἅπλωσε τό χέρι του νά τοῦ τό φιλήσω, μοῦ εὐχήθηκε καλό δρόμο καί τίποτε περισσότερο. Δέν ἠμποροῦσα πλέον νά φύγω ἀπό τήν σχολή. Ἐπιστρέφοντας στό κελλί μου ἀφάνταστα στενοχωρημένος, συναντήθηκα μέ τόν π. Βαλέριο, στόν ὁποῖον εἶπα μέ δάκρυα τί μοῦ συνέβη.
-Ἔλα μέχρι τό κελλί μου, μοῦ εἶπε. Κύτταξε, ἐπρόσθεσε μπαίνοντας στό κελλί του, ἀκριβῶς τώρα ἐπῆρα ἀπό τόν ράπτη μία στολή ροῦχα μάλλινα. Δοκίμασέ τα, σοῦ ἔρχονται; Μ᾿ ἔντυσε μ᾿ αὐτά καί μοῦ ταίριαζαν ἀκριβῶς. «Κύτταξε τί ὡραῖα πού σοῦ εἶναι», ἔλεγε γελῶντας. «Νά τά φορῆς μέ ὑγεία, μέ ὑγεία. Νά ἰδοῦμε τώρα νά βρῶ καί κάτι γιά τόν δρόμο. Κύτταξε, πάρε καί 100 λέϊ γιά νά ἔχης στόν δρόμο σου· μήν ἔχης ἀμφιβολία. Πήγαινε στό σεμινάριο καί ὁ Θεός θά σέ βοηθήση!»
Δέν ἐπίστευα στά μάτια μου. Τοῦ φίλησα τό χέρι καί ἀνεχώρησα κλαίγοντας ἀπό χαρά. Κάποια βραδυά ἀνεχώρησα γιά τήν πόλι Πιάτρα Νεάμτς, μπῆκα στό τραῖνο, γεμᾶτος χαρά καί ἐλπίδες. Εἶχα καινούργια ροῦχα, εἶχα χρήματα γιά τόν δρόμο, ἤμουν μόνος καί θά ἠμποροῦσα νά γίνω δεκτός καί πάλι σέ κάποια ἐκκλησιαστική σχολή.
Μετά ἀπό μερικά χρόνια, ὁ π. Βαλέριος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ...Ἀλλά ἡ μορφή του καί ἡ καλή του καρδιά ἐντυπώθηκαν γιά πάντα μέσα μου.
Ὁ μοναχός Σάββας Πέρζιου
Προερχόταν μέ μετάνοια ἀπό τό μοναστήρι Νεάμτς, ὅπου τόν ἐγνώρισα συνταξιοῦχο. Περίπου 40 χρόνια εἶχε ὑπηρετήσει σάν παρεκκλησιαστικός στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ Ἰασίου. Ἀλλά καί τώρα πού ἐπέστρεψε στήν μονή του, πάλι τό ἴδιο διακόνημα ἐπῆρε, διότι ἀγαποῦσε πολύ τήν καθαριότητα καί τόν στολισμό τοῦ Οἴκου τοῦ Κυρίου.
Κοντός στό ἀνάστημα καί λίγο κουτσός ἀπό τό ἕνα πόδι, εἶχε μία μορφή πολύ φωτεινή καί πραεῖα. Ζοῦσε ἀπομονωμένος στό κελλί του, πού ἦτο δίπλα στήν παλαιά βιβλιοθήκη τῆς μονῆς, στόν ὄροφο, ὅπου ἦτο καί τό παρεκκλήσιο τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἐνίοτε τόν ἐπεσκέπτοντο ἱερεῖς, μαθητές, πτωχοί, πού ἦσαν παλαιότερα μαθητές τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς «Βενιαμίν»τοῦ Ἰασίου, τούς ὁποίους βοηθοῦσε στίς σπουδές τους μέ τά χρήματα πού τοῦ ἔδιναν ἀπό τόν ναό, σάν δικό του οἰκονομικό βοήθημα. Εἶχα ἀκούσει ὅτι ὁ π. Σάββας ἦτο πολύ ἐλεήμων καί εἶχα πεισθῆ γι᾿ αὐτό τό ἔργο του προσωπικά.
Ἤμουν μαθητής στό μοναχικό σεμινάριο τῆς μονῆς Τσερνίκας καί εἶχα πάει γιά διακοπές τό καλοκαίρι στήν μονή Νεάμτς, πού εἶναι στήν βόρειο Ρουμανία. Ἐάν τήν περίοδο τῶν σπουδῶν του, οἱ μαθητές τῆς σχολῆς τῆς μονῆς Νεάμτς, περίπου 12-13 στόν ἀριθμό, δέν ἦσαν ἐντάξει στήν συμπεριφορά τους, τό μοναστήρι διέκοπτε κάθε βοήθεια πρός αὐτούς γιά τίς σπουδές τους· Οἱ δυσκολίες τους ἦσαν μεγαλύτερες στίς διακοπές τοῦ καλοκαιριοῦ, διότι δέν εἶχαν τόπο νά μένουν, δέν εἶχαν κελλί. Ὁ καθένας ἔπρεπε νά παρακαλέση κάποιον συμμαθητή του νά τοῦ ἐπιτρέψη νά μένη στό δικό του κελλί καί συχνά περνοῦσαν ἑβδομάδες μέχρι νά τούς παραλάβη κάποιος.
Σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι εὑρέθηκα κι ἐγώ τότε. Γιά τήν ἀναζήτησι κελλίου περνοῦσα δίπλα ἀπό τό κελλί τοῦ π. Σάββα, ὁ ὁποῖος περπατοῦσε συχνά ἐκεῖ ἔξω. Γνωριζόμασταν μόνο ἀπό τήν ὄψι. Ἀφοῦ ἐζήτησα τήν εὐλογία του, τόν ἐρώτησα κἄπως σάν ἀστεῖο:
-Πάτερ Σάββα, δέν ἔχετε ἀνάγκη ἀπο ἐνοικιαστές;
Ἐκεῖνος κατανοῶντας τήν ὑπόθεσι, μέ κάλεσε μέσα καί χωρίς πολλά λόγια, μοῦ προσέφερε χαρούμενος τό καθαρό κελλί του:
-Ἐγώ ἔχω κι ἄλλο κελλί-ἦτο μία ἀποθηκούλα πίσω ἀπό τό κελλί του-, ἐγώ μένω σ᾿ ἄλλο κελλί, ὁπότε αὐτό παραμένει ἀδειανό.
Δέχθηκα μέ ντροπή καί ὀλίγο δισταγμό, διότι ἔβλεπα ὅτι τόν ἐνωχλοῦσα, ἀλλά ὁ π. Σάββας ἐπέμενε. Μάλιστα μοῦ ἔδειξε καί τό μέρος ὅπου ἔβαζε τό κλειδί καί ἔτσι, χωρίς λογισμούς, μ᾿ ἔβαλε στό καθαρό καί ἥσυχο κελλί του, ὅπου δέν ὑπῆρχαν μέσα πολύ σπουδαῖα πράγματα: Μερικές εἰκόνες, μερικά καλά βιβλία καί λίγα πράγματα πού χρησιμοποιοῦσε σάν ἐργαλεῖα στήν ζωή του. Ἐπέρασα μέ εὐτυχία τίς διακοπές ἐκείνου τοῦ καλοκαιριοῦ...
Πλησιάζοντας τό φθινόπωρο, ἔπρεπε νά πάω στήν σχολή μου. Ὁ π. Σάββας μέ εἶδε πτωχοντυμένον. Κάποια ἡμέρα μ᾿ ἐρώτησε χωρίς περιστροφές, ἐάν ἔχω κι ἄλλα ροῦχα καί ὅτι, ἐάν δέν ἔχω, νά μοῦ δώση ἐκεῖνος μιά στολή πού μόλις τότε τοῦ τήν εἶχαν ράψει οἱ μοναχές.
-Κύτταξε, μοῦ λέγει, ἔχω ἐδῶ μερικά ροῦχα· σοῦ κάνουν αὐτό τό ράσο καί τό ζωστικό πού εἶναι γιά τήν ἐκκλησία; Ἐγώ ἔχω κι ἄλλα ροῦχα ἀπό τό Ἰάσιο, δέν ἔχω καί μεγάλη ἀνάγκη. Γιά δύο ἐπανωφόρια σοῦ χρειάζονται τόσες πῆχες· πήγαινε μέ τήν στόφα αὐτή (ρολό ὑφάσματος), λοιπόν, στόν ράπτη Ἰάνκου ἀπό τήν πόλι Τίργκου, νά σοῦ πάρη τά μέτρα καί πρίν, πᾶς στήν σχολή σου, θά εἶναι τά ροῦχα σου ἕτοιμα.
Χωρίς πολλά λόγια, ἐπῆρε ὁ ράπτης τό ψαλλίδι καί τόν χάρακα, ἐμέτρησε καί ἔκοψε· ἔμεινε λίγο ὕφασμα, γιά τόν τοῖχο τοῦ κρεββατιοῦ. Δέν ἠμποροῦσα νά πιστεύσω στά μάτια μου. Τόν εὐχαρίστησα μέ δάκρυα στά μάτια καί, καθώς μέ εἶδαν μέ τόσο ὡραῖα ροῦχα καί ράσα οἱ ἄλλοι ἱεροσπουδαστές μέ ἐζήλευαν. Τά ροῦχα αὐτά τά εἶχα γιά πολλά χρόνια καί μετά ἀπό τήν ἀποφοίτησί μου ἀπό τήν σχολή τῆς μονῆς Τσερνίκα.
Ἐπέρασαν χρόνια· ἐγκαταστάθηκα στήν μονή τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου τοῦ Βουκουρεστίου καί τόν π. Σάββα τόν ἔβλεπα πολύ ἀραιά. Τοῦ ἔγραφα τακτικά καί, ὁσάκις ἔκανα ἕνα ταξίδι μέχρι τό Νεάμτς, περνοῦσα ὁπωσδήποτε καί ἀπ᾿ αὐτόν. Τοῦ ἄρεσε νά μοῦ διηγεῖται κάθε φορά γιά τήν ἀστεῖα φράσι πού τοῦ εἶπα κάποτε: «Ἔχετε ἀνάγκη ἀπό ἐνοικιαστές; Καί κάθε φορά μοῦ ἔδινε καί κάτι. Τά βιβλία: Μοναχικοί Κανόνες καί Λειτουργικός θησαυρός» εἶναι δοσμένα ὡς εὐλογία ἀπό τόν π.Σάββα. Καί ἄλλα ἀντικείμενα πού κάθε φορά μοῦ ἔδινε τά κρατῶ σάν κειμήλια ἀπό τά χέρια τοῦ π. Σάββα.
Στά γεράματά του ὁ π. Σάββας ἐκινεῖτο μέ δυσκολία ἐξ αἰτίας τῶν ρευματισμῶν, πού εἶχαν μπῆ βαθειά μέχρι τά κόκκαλα, διότι ἐπέρασε μιά ὁλόκληρη ζωή μέσα ἤ ἔξω στούς κρύους τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου διακονοῦσε μέ αὐτοθυσία. Τά τελευταῖα του χρόνια τά ἐπέρασε στήν σκήτη Βοβιντένια, ὅπου τόν εἶδα μερικές φορές καί ἐκεῖ ἐκοιμήθη. Δέν εἶχε σχεδόν τίποτε. Τά εἶχε δώσει στούς πατέρες τῆς μονῆς καί λίγα πράγματα τά ὁποῖα τοῦ εἶχαν ἀπομείνει τά ἔδωσε γιά νά τόν μνημονεύουν....
Μοῦ ἔμεινε στόν νοῦ μου ὁ π. Σάββας σάν μία εἰκόνα ὁσιακῆς ζωῆς, κρυφῆς ἐλεημοσύνης, ἐχέμυθος καί ταπεινός καί μέ πολλή ἀγάπη γιά τόν Οἶκο τοῦ Κυρίου. Τόν μνημονεύω καί θά τόν μνημονεύω μέ εὐλάβεια καί μέ πολλή εὐγνωμνοσύνη ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου.
Ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Δημοσθένης
Εἴμασταν δόκιμοι στά πρῶτα χρόνια μας στό μοναστήρι Νεάμτς. Κάποια ἡμέρα μαθαίνουμε ὅτι ἦλθε στήν μοναστηριακή μας σχολή ἕνας καθηγητής τῆς μουσικῆς, ὁ κ. Τεμπεΐκα. Ἕνας νέος ὑψηλός, μέ λεπτή μορφή, πολύ περιποιημένος καί σοβαρά ντυμένος. Ἄρχισε νά μᾶς διδάσκη φωνητική μουσική. Εἶχε μελωδική καί ὑψίτονη φωνή καί σέ λίγο καιρό ἐμάθαμε ὅλους τούς ἤχους. Ἦτο πάντοτε σοβαρός καί σπανίως γελοῦσε.
Στήν συνέχεια ὠργάνωσε μία χορωδία μέ ὅλους τούς πατέρες καί δοκίμους τοῦ μοναστηριοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καλές φωνές καί γιά ἀρκετά χρόνια ὁ χορός τῆς μονῆς ἦτο ὁ πιό φημισμένος. Οἱ ἀκολουθίες τῶν ἑορτῶν, μέ τήν στολισμένη ἐκκλησία ἀπό τόν π. Γεράσιμο Κίρζια, μέ τόν χορό τῶν ἱερέων, διακόνων καί ἐπικεφαλῶς τόν ἡγούμενο-ἐπίσκοπο καί τήν χορωδία τῶν ἱεροψαλτῶν διευθυνομένη ἀπό τόν κ. Τεμπεΐκα παρέμειναν στήν μνήμη μου σάν ἕνα οὐράνιο θέαμα. Δέν εἶδα τόση μεγαλοπρέπεια ἀπό τότε μέχρι τώρα πουθενά ἀλλοῦ...
Ἔφυγα γιά τό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τῆς μονῆς Τσερνίκα. Ὄχι μετά ἀπό πολύ χρόνο ἔμαθα ὅτι ὁ μουσικός καθηγητής ἔγινε δόκιμος μοναχός, ὁ ἀδελφός Δημήτριος, καί κατόπιν ἐμόνασε λαμβάνοντας τό ὄνομα Δημοσθένης. Στίς καλοκαιριάτικες διακοπές, ὅταν ἐπήγαινα στό χωριό μου, περνοῦσα ἀρκετό καιρό καί στό Νεάμτς καί ἐπισκεπτόμουν καί τόν π. Δημοσθένη. Πάντοτε μέ ὑποδεχόταν μέ πολλή προσοχή. Μέ μία ἁπλῆ συμπεριφορά πού συνοδευόταν ἀπό σοβαρές συζητήσεις. Ἐπερίμενα μέ πολλή χαρά αὐτή τήν συνάντησι μαζί του κάθε χρονιά.
Στήν μονή Νεάμτς κατόπιν ἱδρύθηκε σχολή ἱεροψαλτῶν. Δέν ὑπῆρξε ἄλλος πιό εἰδικευμένος γιά διευθυντής καί καθηγητής σάν ὑποψήφιος ἀπό τόν π. Δημοσθένη. Ἡ σοβαρότητα, ἡ καθαριότητα, ἡ σχολική πειθαρχία, ἡ καλή τάξις, τό νοικοκυριό, τά λουλούδια τῶν κήπων, ἡ ὑποδειγματική καθαριότης τῶν ὑπνοδωματίων ἦσαν πάντοτε παρόντα στήν σχολή μας. Τήρησις τῆς τάξεως καί καθαριότητος, τῆς καλῆς ὀργανώσεως καί τοῦ νοικοκυριοῦ ἦσαν τά φυσικά προσόντα τοῦ π. Δημοσθένους.
Κατόπιν ἔφθασε νά γίνη καί ἡγούμενος στήν σκήτη Βοβιντένια, ἡγούμενος στήν μονή Πούτνα καί Κούρτεα ντέ Ἄρντζες.. Στήν Βοβιντένια ἵδρυσε καί ὠργάνωσε τήν κοινοβιακή ζωή, τήν ὁποία κατόπιν συνέχισαν καί οἱ διάδοχοί του. Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεύς Μιχαήλ Σνατοβεάνου ἐρχόταν μέ τήν οἰκογένειά του καί ἐλάμβανε μέρος στίς ἀγρυπνίες καί στήν Λειτουργία τῆς Σκήτης, ὅπου ἱερουργοῦσε ὁ π. Δημοσθένης, ἐκήρυττε ὁ π. Βενέδικτος Γκίους καί ἔψαλλε ὁ χορός τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς.
Ἥ ἴδια λαμπρή ὀργάνωσις ἐπετελέσθηκε καί στήν Πούτνα καί στήν μονή Κούρτεα ντέ Ἄρτζες. Ψυχική εὐγένεια, εἰλικρίνεια καί λεπτότης στήν συμπεριφορά του μέ τούς ἀνθρώπους, ἐμπνευσμένος διαχειριστής καί τέλειος νοικοκύρης, μέ μιά γεῦσι τῆς τάξεως καί τοῦ ὡραίου, ἄξιος ἄψογης τιμῆς. Οὐδέποτε τόν ἄκουσα νά κακολογῆ κάποιον, οὐδέποτε νά κυριαρχῆται ἀπό τό φαγητό ἤ τό ποτό. Περιφρονοῦσε τά ἐπίγεια, κυριαρχοῦσε ἐπάνω στόν ἑαυτό του, ἀκαταπόνητος ἐργάτης, χωρίς νά λυπῆται τόν ἑαυτό του, γιά τό καλό τῆς ἀδελφότητος. Στήν ἐκκλησία στεκόταν μέ πολλή εὐλάβεια καί εὐπρέπεια, ἡ λειτουργία του στό Ἱερό Βῆμα ἦτο γι᾿ αὐτόν μοναδική γιορταστική ἡμέρα. Ὁπουδήπουτε καί νά ἦταν ἐκέρδιζε τήν τιμή καί τήν εὐλάβεια τοῦ καθενός. Ἀπέναντι σ᾿ αὐτούς πού τόν τιμοῦσαν ἦτο προσεκτικός καί ἀξιοσέβαστος. Στό Ἄρντζες καθαριότης καί λουλούδια, τά ὁποῖα δέν ὑπῆρχαν ἐδῶ καί πολλά χρόνια. Ὁ πατριάρχης Ἰουστινιανός τοῦ ἔδωσε βραβεῖο γιά αὐτές τίς ἀσχολίες του. Προσεκτικός καί ἐξυπηρετικός πρός ὅλους μέ μιά ἁπλῆ καί ταπεινή ζωή. Ἕνας ἀληθινός τύπος μοναχοῦ, ἐπιδέξιος καί χαρισματοῦχος, ἄξιος λειτουργός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.
Ἐκοιμήθη στίς 4 Φεβρουαρίου 1960 καί ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς μονῆς Κούρτεα ντέ Ἄρντζες. Σάν μία ἀπόδοσις τιμῆς, ὁ Σύλλογος Συνταξιούχων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφρόντισε νά τοποθετηθῆ στόν τάφο ὡραῖος πέτρινος σταυρός καί κάθε χρόνο γίνεται μνημόσυνο καί σχετική ἀναφορά σ᾿ αὐτόν τόν ἄξιο ἡγούμενο δύο μονῶν, τόν ἀρχιμαδρίτη π. Δημοσθένη.
Ὁ πατήρ Βίκτωρ Ὀζιόγκ
Εἶχε μόλις ἀπολυθῆ ἀπό τόν στρατό, ὅταν ἐπῆγα κι ἐγώ σάν δόκιμος σστό μοναστήρι Νεάμτς. Ἦτο ἕνας τύπος θεληματάρης, ἀποφαστιστικός, μέ ἐκλεκτές ψυχικές ἰδιότητες. Σέ σύντομο διάστημα ἐκάρη μοναχός καί γρήγορα ἀνέβηκε τίς ἐκκλησιατικές σκάλες: Διάκονος, ἱερεύς, ἀρχιμανδρίτης, μέγας ἐκκλησιαστικός καί σύμβουλος στήν κεντρική διοίκησι τοῦ μοναστηριοῦ.
Καλός ψάλτης, ἀκολούθησε μαθήματα τῆς Ἀκαδημίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ἔγραψε βιβλία μουσικά, τά ὁποῖα εἶναι σέ χρῆσι μέχρι σήμερα, καθηγητής τῆς μουσικῆς στήν μοναχική σχολή τῆς μονῆς καί ἄφθαστος διοργανωτής τῶν ὡραίων ἀκολουθιῶν. Παράλληλα ἱκανός νοικοκύρης ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀναγκῶν.
Ἐπειδή ἐπιδιδόταν περισσότερα στά ὑλικά, ὑπέφερε λίγο στά πνευματικά. Ἀλλά ὁ Καλός Θεός, δέν ἄφησε ἀπαρατήρητους τούς κόπους καί τήν φιλοπονία του γιά τήν ἀγάπη Του, τοῦ ἐπέτρεψε μερικές δοκιμασίες γιά νά τοῦ θεραπεύση τίς ἐλλείψεις...Χρειάσθηκε νά ὁδηγηθῆ στίς φυλακές καί νά ἐγκαταλείψη ἀκουσίως τό μοναστήρι...
Συναντηθήκαμε πάλι μετά ἀπό πολλά χρόνια κατά σύμπτωσι καί περπατήσαμε μαζί μέ τά πόδια ἀπό τήν Μονή Ἀγάπια στήν μονή Βαράτεκ, δηλαδή 4-5 χιλιόμετρα. Τώρα ἦτο συνταξιοῦχος καί ψάλτης σέ μιά ἐκκλησία τῆς πόλεως Πιάτρα Νεάμτς, ὅπου εἶχε ὀργανώσει μία ὡραία χορωδία. Οἱ θλίψεις τόν εἶχαν ἀλλάξει τελείως, τόν εἶχαν πολύ ταπεινώσει, κι αὐτός εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά ὅλα αὐτά καί εὐγνωμονοῦσε τήν Θεία Πρόνοια. Ἡ διαγραφή του ἀπό τούς καταλόγους τῶν πατέρων τῆς μονῆς τοῦ εἶχε κοστίσει περισσότερο ἀπό ὅ,τιδήποτε ἄλλο. Εἶχε κάνει πολλά διαβήματα γιά νά τόν προσλάβουν πάλι στό μοναστήρι του σάν ἕνα ἁπλό μοναχό, ἀλλά δέν τό κατώρθωσε· καί αὐτό τοῦ εἶχε ἀνοίξη μιά βαθειά πληγή στήν ψυχή του...
Πρίν ἀπό τόν θάνατό του ἐπέρασε ἀπό τήν Συχαστρία, ὅπου ἔκαμε μιά γενική ἐξομολόγησι, ἴσως κάτι νά προαισθανόταν. Ἀρρώστησε βαρειά, μεταφέρθηκε στό νοσοκομεῖο, ὑπέμεινε πολλές ἐγχειρήσεις ἕνεκα τῶν ὁποίων καί ἀπέθανε.
Τόν πόνο τῆς καρδιά του ὅμως δέν τόν ἐπέρασε ἀπαρατήρητον ὁ Θεός. Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς μονῆς Νεάμτς, τήν ὁποίαν ὑπηρέτησε μέ πολλά χαρίσματα καί ὅπου πάντοτε ἐπιθυμοῦσε νά ἐπιστρέψη. Ἐδιάβασαν τήν κηδεία μία μεγάλη ὁμάδα ἱερέων καί μοναχῶν καί ὅλη ἡ ἀδελφότης τόν ἔκλαψε σάν ἕνα ἀφοσιωμένο τέκνο τῆς μονῆς τους.
Ὁ ἱερομόναχος π. Ἰσίδωρος
Ὡμοίαζε μ᾿ ἕνα ποτήρι πού βλέπεται μέσα καί ἔξω. Ἦτο ἄνθρωπος εἰρηνικός, ταπεινός,μέ ὁσιακή μορφή, μέ καθαρά καί περιποιημένα ἐνδύματα. Ἔτσι λειτουργοῦσε στό Ἅγιο Βῆμα. Κάποτε, ὅταν ἐπετέλεσε ἕνα Εὐχέλαιο, μία Χριστιανή πού συμμετεῖχε κι αὐτή εἶπε: «Τί ὡραία ἀκολουθία καί τί ὅσιοι Πατέρες! Ὁ πατήρ μέ τήν μακριά λευκή γενειάδα εἶναι σάν ὅσιος». Καί αὐτός ἦτο ὁ π. Ἰσίδδωρος.
Ἕνα συμβάν ἀπό τήν ζωή του ἀρκεῖ γιά νά μᾶς δείξη ὅτι οἱ γνῶμες τῶν Χριστιανῶν ἦσαν ἀληθινές.
Κάποια ἡμέρα, διηγεῖται ὁ μοναχός Βησσαρίων-, ὁ ὁποῖος εἶχε μπῆ προσφάτως στό μοναστήρι προσφέροντας ὅλη τήν περιουσία πού εἶχε δημιουργήσει στήν ζωή του-,ἤμουν πολύ στενοχωρημένος ψυχικά καί ἔφυγα μόνος μου γιά τό λιβάδι. Ἔφθασα καί στό κελλί τοῦ π. Ἰσιδώρου. Ἡ πανοσιότης του ἦτο ἔξω, δίπλα στό κελλί του καί ἔψαλλε ἐκκλησιαστικούς ὕμνους. Ὅταν μέ εἶδε, χάρηκε, μέ κάλεσε μέσα καί ἤθελε νά μέ καλοκαρδίση μέ κάτι. Τοῦ εἶπα τήν λύπη τῆς καρδιᾶς μου κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε πρῶτα μερικά παρηγορητικά λόγια, κατόπιν ἐπῆρε τό ἐπιτραχήλιό του καί μοῦ εἶπε μερικές εὐχές μπροστά στίς ἅγιες εἰκόνες. Κατόπιν γονάτισε καί ἐκεῖνος δίπλα σέ μένα καί ἄρχισε νά προσεύχεται δυνατά ἀπό στήθους:
«Κύριε, παρηγόρησε καί δώσε τήν ὑγεία στόν ἀδελφό Βασίλειο, ὁ ὁποῖος εἶναι καλός ἄνθρωπος καί ὅ,τι εἶχε στό σπίτι του τό ἀφιέρωσε στό μοναστήρι μας. Κύριε, δώσε τήν εἰρήνη στήν καρδιά του καί ἡ στενοχώρια του νά ἔλθη ἐπάνω μου, διότι ἐγώ εἶμαι ἀληθινά ἁμαρτωλός, μέθυσος καί διεφθαρμένος. Ἐγώ νά ὑποφέρω στήν θέσι του, ἐνῶ αὐτός νά εἶναι πάντα ὑγιής, διότι εἶναι καλός ἄνθρωπος καί δέν ἔχει κάνει οὔτε ἕνα κακό, ἐν ἀντιθέσει μέ μένα πού ἔχω κάνει μύρια...»
«Συγκλονίσθηκα ὁλόκληρος ἀπό τήν προσευχή τοῦ π. Ἰσιδώρου, ἔλεγε κατόπιν ὁ μοναχός Βασίλειος. Ἐλευθερώθηκα καί ἔφυγε ἀπό ἐπάνω μου ὅλη αὐτή ἡ ψυχική μου στενοχώρια.
Τό γεγονός αὐτός τυπώθηκε τόσο ἔντονα στήν ψυχή μου καί δέν ἠμπορῶ νά ξεχάσω ποτέ τήν ἀγάπη τοῦ π. Ἰσιδώρου.
Ὁ μοναχός π. Βίκτωρ
Εἶχε φθάσει τά 90 χρόνια καί ἑτοιμαζόταν γιά τό μεγάλο καί ἀνεπίστροφο ταξίδι του.
-Πιστεύω ὅτι εἶσαι εὐτυχής, πάτερ Βίκτωρ, τοῦ εἶπα κάποτε, διότι ἔζησες τόσα χρόνια καί τώρα εἶσαι χαρούμενος, πού θά λυτρωθῆς ἀπό τό σῶμα σου, τό χωμάτινο τοῦτο φορτίο.
-Ναί, ἔχεις δίκαιο, ἀπήντησε ἐκεῖνος, ἀλλά παρακαλῶ τόν Θεό νά μοῦ χαρίση ἀκόμη ἡμέρες, διότι εἶναι μεγάλο θεϊκό δῶρο ἡ ἐπίγεια αὐτή ζωή μας. Μέ λίγα καί ἀσήμαντα ἔργα πού κάνεις ἐδῶ μπορεῖς νά εὕρης τήν αἰώνια μακαριότητα.
Ὀλίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τό μακάριο τέλος του, ἐκάλεσε ἕνα Πνευματικό, ἐξωμολογήθηκε καί κοινώνησε. Πρίν ἀναχωρήση ὁ Πνευματικός τόν παρεκάλεσε νά τοῦ εἰπῆ λόγον ὠφέλιμον, γνωρίζοντας ὅτι στά τελευταῖα τους οἱ λόγοι τους εἶναι πλήρεις πνευματικῆς σοφίας. Μετά ἀπό λίγη σιωπή ὁ π. Βίκτωρ τοῦ ἀπήγγειλλε σάν μία διαθήκη τίς ἑξῆς συμβουλές:
-Ἀπό πολλά κακά νά φυλάγεται ὁ μοναχός, ἰδιαίτερα ὅμως νά φυλάγεται μέ ὅλες τίς δυνάμεις του ἀπό τήν δόξα καί τόν πλοῦτο.
Μετά λίγη σιωπή ἐπρόσθεσε:
-Ἐάν θέλης νά γευθῆς τήν γλυκύτητα τῶν ψαλμῶν, διάβασε τήν νύκτα, μέσα στήν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ σου.
Ἐάν σοῦ συμβῆ, Θεός φυλάξοι, νά πέσης κάποτε στήν ζωή σου, φρόντισε μέ ὅλες τίς δυνάμεις σου νά μή πέσης στήν ἀπελπισία.
Φυλάξου ἐπίσης νά μή κατακρίνης κανέναν στήν ζωή σου, ἀκόμη κι ἄν τόν βλέπης ν᾿ ἁμαρτάνη, διότι μεγάλο πρᾶγμα εἶναι νά μή καταδικάζης τόν πλησίον σου.
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Παΐσιος ἀπό τήν Σλάτινα
Ἐπήγαμε μέ μερικούς πατέρες καί τόν ἡγούμενο νά βοηθήσουμε στήν διοργάνωσι τῆς μονῆς Σλάτινα. Ξαπλωμένος στό κρεββάτι γιά πολύ καιρό, αἰσθανόταν, λόγῳ ἀδυναμίας του, ἄσχημα καί δυσκολευόταν νά μᾶς μιλήση.
Ὑψηλός καί σκελετωμένος, εὐθύς σάν λαμπάδα, τολμηρός καί δραστήριος, ἔτσι εἶχε περάσει τήν ζωή του ὁ π. Παΐσιος.
Ἦτο ἕνας φλογερός ἐραστής τῆς μοναχικῆς ζωῆς. «Εἶναι μία μεγάλη τιμή νά εἶσαι μοναχός», ἔλεγε καί ξαναέλεγε.
Εἶχε εἰσέλθει στό μοναστήρι ἀπό τήν νεότητά του καί τό ὑπηρετοῦσε μέ ζῆλο καί σύνεσι σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή του. Ἡ φήμη του ὡς ἡγουμένου τῆς Μονῆς Σλάτινα καί τῆς Ρίσκα εἶχε ἐξαπλωθῆ πολύ μακριά. Δένδρα φυτευμένα ἀπ᾿ αὐτόν, κτίρια καλά διατηρημένα, εἰκόνες ἐνδεδυμένες μέ ἀργυροεπίχρυσα περιβλήματα καί Ἅγια Σκεύη χαρισμένα στίς ἐκεῖ ἐκκλησίες εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ἱκανότητος καί ἀγάπης του γιά τόν εὐπρεπῆ στολισμό τοῦ Οἴκου τοῦ Κυρίου. Μάλιστα καί λίγα πράγματα πού εἶχε γιά τίς προσωπικές του ἀνάγκες, τά ἐμοίρασε στούς ἀδελφούς του, ὀλίγες ἡμέρες πρό τοῦ θανάτου του. Καλός ψάλτης καί ἄριστος λειτουργός, ταπεινός στήν ὄψι καί ἀκαταπόνητος στήν διακονία, ὁ π. Παΐσιος ἦτο ἐραστής τῆς ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτός ὁ ζῆλος ὡδήγησε τά βήματά του καί στό Ἅγιον Ὄρος Ἄθω, ὅπου ἔμεινε ἕνα διάστημα, καί ὅταν ἐπέστρεψε, δέν χόρταινε νά διηγῆται γιά τίς ὡραῖες ἐκεῖ ἀκολουθίες, γιά τίς ὀρθόδοξες παραδόσεις καί γιά τούς ἐρημίτες.
Ἐνῶ ἦτο στήν ἡλικία τῶν 80 ἐτῶν, μία ἀνελέητη ἀρρώστεια τῶν ποδιῶν του τόν ἔριξε στό κρεββάτι. Ὅταν μᾶς εἶδε, γέμισε ἀπό μιά ἀνείπωτη χαρά. Δέν ἤξερε τί νά κάνη, πῶς νά μᾶς προσφέρη κάτι.
-Πόσο χαίρομαι, Πατέρες, πού σᾶς βλέπω! Ἔλεγε πάντοτε. Συγχωρέστε με, πού δέν ἠμπορῶ νά σᾶς ὑποδεχθῶ ὅπως πρέπει!
-Τόν ἐρωτήσαμε πῶς αἰσθάνεται.
-Καλά, πολύ καλά, πολύ καλά!, ἐπανελάμβανε. Ἔτσι, θά ἤθελα νά αἰσθάνομαι πάντοτε...
Καί γιά νά μᾶς ἀποδείξη ὅτι εἶναι πολύ καλά, ἄρχισε νά ψάλη τό: «Ἀγαπήσω, Κύριε...» καί τό: «Φωτίζου, φωτίζου...». Κατόπιν μᾶς διηγήθηκε ἱστορίες ἀγαπητές ἀπό τήν μοναχική του ζωή καί τήν σύντομη διαμονή του στό Ἅγιον Ὄρος.
Στόν ἀποχωρισμό μας τοῦ εἴπαμε:
-Νά σέ βοηθήση ὁ Θεός, πάτερ Παΐσιε, νά σωθῆς καί νά προσεύχεσαι καί γιά ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς.
Καί αὐτός μᾶς ἀπήντησε:
-Σ᾿ ὅλη μου τήν ζωή χέρια σέ ἄγνωστο καί ξένο Θεό δέν ἅπλωσα. Ἕνα μόνο Θεό γνωρίζω: Τόν Οὐράνιο Πατερούλη (ἔτσι συνήθιζε ν᾿ ἀποκαλῆ τόν Θεό), ἐνώπιον τοῦ Ὁποίου καί ἡμάρτησα, ἀλλά ἐνώπιον τοῦ Ἰδίου καί μετενόησα. Αὐτός ἔχει πλέον τήν φροντίδα γιά τήν σωτηρία μου!
Ὄχι μετά ἀπό πολλές ἡμέρες, στήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἡ ψυχή του ἐπέταξε ἐν εἰρήνῃ πρός τόν Κύριο, σάν μία θυσία ἑσπερινή. Ὅταν ἐπήγαμε νά τόν ἰδοῦμε, ἡ κίτρινη μορφή του σάν ἀπό κερί ἐκαθρέπτιζε τήν εἰρήνη καί τήν πραότητα. Ἐκοιμήθη προετοιμασμένος πνευματικά μέ ἐξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία, μόνος, χωρίς κανείς νά εἶναι δίπλα του, ἔτσι, ὅπως ἐπιθυμοῦσε, μέ χριστιανικά τά τέλη του, ὅπως ἔπρεπε σ᾿ ἕνα μοναχό.
Ὁ μοναχός π. Ἰωακείμ ἀπό τήν Πέστερα Βορόνα
Ὄχι πολύ μακριά ἀπό τήν σκήτη Πέστερα (Σπηλιά) Βορόνα, στά αἰωνόβια δάση ἀπό ὀξυές καί βελανιδιές, εὑρίσκεται ἡ σκήτη Πέστερα. Ἕνα ὀφιοειδές μονοπάτι, μέ εὔκολη ἀνάβασι σέ ὁδηγεῖ πρός τήν Πέστερα, ἡ ὁποία εὑρίσκεται στήν ὑψηλότερη κορυφή (700μέτρα) . Ἡ σπηλιά αὐτή εἶναι καρπός τῶν κόπων τοῦ π. Ἰωακείμ, διότι παλαιότερα δέν ὑπῆρχε ἐκεῖ τίποτε παρά μόνο ἕνας πελώριος γρανιτένιος βράχος, ὁ ὁποῖος ἔφθανε μέχρι τήν πλαγιά τοῦ λόφου. Ὁ π. Ἰωακείμ ἀναζητῶντας ἡσυχία μέσα στά δάση, εἶδε τόν βράχο καί ἔβαλε λογισμό νά κάνη ἐκεῖ τό ἡσυχαστήριό του. Ἐπί δύο χρόνια καί πλέον ἐσκάλιζε τόν βράχο, δημιουργώντας ἕνα φαρδύ διάδρομο στό μέσον τοῦ βράχου καί κατόπιν σκάβοντας μέ τήν σμίλη ἔφτιαξε ἐκκλησάκι καί δωμάτια γιά 5-6 συνασκητές.
Ὅταν ἐμεῖς ἐφθάσαμε στήν σκήτη ἦτο μόνον ὁ μαθητής τοῦ π. Ἰωακείμ, ἕνας κυρτωμένος γέροντας. Ὁ Πατήρ εἶχε ἀναχωρήσει γιά τό δάσος. Ὁ γέροντας αὐτός μᾶς εἶπε ὅτι θά κτυπήση τό τάλαντο γιά νά δώση εἰδοποίησι ὅτι ἦλθαν στήν σκήτη προσκυνητές. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή μας, ἐπισκεφθήκαμε τό παρεκκλήσιο καί τά κελλιά. Ἐμείναμε ἔκθαμβοι ἀπό τήν καθαριότητα, ἀπό τήν ὡραία τάξι καί ἀπό τόν ἀγῶνα πού κάνουν ἐδῶ στήν πλαγιά τοῦ βουνοῦ, μέσα στά δάση.
Νά, καί ἐμφανίσθηκε καί ὁ π. Ἰωακείμ. Εὐκίνητος καί βιαστικός, ξυπόλυτος, ἀρκετά ἡλιοψημμένος, λίγο ἀσπρομάλλης καί κοντός στό ἀνάστημα, μέ μορφή φωτεινή. Ὅταν μᾶς εἶδε γέμισε ἀπό χαρά καί μᾶς εἶπε μερικά λόγια γιά τούς κόπους του καί τήν ἐκπλήρωσι τοῦ πόθου του νά ἰδῆ νά λειτουργῆται τό ἱερό Βῆμα, πού σκαλίσθηκε μέ τόσους ἀγῶνες! Κατόπιν, μέ πολλή καλωσύνη μᾶς ἔβαλε μέσα γιά νά μᾶς προσφέρη κάτι. Ἐπειδή ἦτο βράδυ καί ἐμεῖς εἴμασταν βιαστικοί γιά νά ἠμπορέσουμε νά φθάσουμε ἡμέρα στήν Βορόνα, ἑτοιμασθήκαμε ν᾿ ἀναχωρήσουμε, ἀλλά ὁ Πατήρ δέν μᾶς ἄφησε. «Δέν γίνεται, πρέπει νά σᾶς προσφέρω κάτι, νά σᾶς δώσω κάτι...». Καί χωρίς νά σκεφθῆ πολύ, μᾶς προσέφερε μέ πολλή χαρά ἕνα καλάθι μέ μαῦρα μανιτάρια, τά ὁποῖα μόλις εἶχε συλλέξει ἀπό τό δάσος. «Νά τά μαγειρέψετε, ὅταν φθάσετε στήν Βορόνα», προσέθεσε. Δέν μᾶς ἔκανε καρδιά νά ἀναχωρήσουμε καί δεχθήκαμε τό δῶρο τῆς ἀγάπης τῆς ὁσιότητός του.
Ἀναχωρήσαμε συγκινημένοι ἀπό τούς ἀσκητικούς κόπους γιά τό ἔργο τοῦ Κυρίου, ἀπό τήν αὐταπάρνησι καί ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ π. Ἰωακείμ ἀπό τήν Σκήτη Πέστερα. Ἡ φωτεινή του μορφή καί ἡ καλωσύνη του μᾶς ἀκολούθησαν καί μετά τήν ἀναχώρησί μας ἀπό κοντά του. Τόν ἐνοιώθαμε μπροστά μας, γαλήνιο καί φωτεινό, χαρίσματα τά ὁποῖα μόνο ὁ Χριστός ἠμπορεῖ νά δίνη στούς ἀνθρώπους Του.
Ὁ ἀρχιδιάκονος π. Γεννάδιος
Καταγόταν ἀπό τά μέρη τοῦ Δοροχόϊ. Εἰσῆλθε ἀπό νέος στό μοναστήρι Ρίσκα, ἀπ᾿ ὅπου σέ λίγο χρόνο ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε πολύ καιρό καί ἔκανε ἀληθινή πνευματική μοναχική μαθητεία. Ἐπιστρέφοντας κάποτε στήν Ρουμανία, χειροτονήθηκε διάκονος καί ὑπηρετοῦσε στήν ἐπισκοπή Χούς καί μετά τόν βλέπουμε, στήν συνέχεια καθηγητή καί διευθυντή τῆς σχολῆς ἱεροψαλτῶν στό μοναστήρι Νεάμτς. Κατόπιν ὑπηρέτησε ὡς διάκονος καί δάσκαλος μουσικῆς στήν μονή Σουτσεβίτσα καί τοῦ Ἀγάθωνος καί τέλος, συνταξιοῦχος στήν μονή Συχαστρία, ἀπ᾿ ὅπου μετέβη πρός τόν Κύριο στίς 22 Ἰανουαρίου 1972, σέ ἡλικία 76 ἐτῶν.
Ἡ ζωή του στό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ στρατιωτική του θητεία (τήν ἔκανε στό ἱππικό σάν ἐπιλοχίας) τοῦ ἄφησαν κατά ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο ἴχνη στήν πνευματική του πορεία. Σοβαρότης, ἁπλότης, πειθαρχία, αὐστηρή στρατιωτική τάξις, τόν χαρακτήριζαν σ᾿ ὅλη του τήν ζωή. Ντυμένος πάντοτε μέ καθαρά καί περιποιημένα ροῦχα, χωρίς πολυτέλειες, μέ μία ἁπλότητα καί καλαισθησία εἶχε μία εὐγένεια στούς τρόπους καί στό περπάτημά του. Σεβαστός ἀπό ὅλους, διότι ἡ σεμνή μορφή του ἀντανακλοῦσε τήν ἐκτίμησι καί τό σέβας ἀπ᾿ αὐτούς πού τόν πλησίαζαν.
Ἡ εὐλάβεια καί ἡ ἀγάπη του γιά τίς ἱερές Ἀκολουθίες ἦσαν κάτι φυσικό γι᾿ αὐτόν. Στήν ἐκκλησία ἦτο τακτικώτατος, πάντοτε πρῶτος καί μέχρι τήν ἀπόλυσι. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον προσκυνοῦσε στήν ἐκκλησία σοῦ τραβοῦσε τήν προσοχή: Τρεῖς μεγάλες μετάνοιες στό μέσον τῆς ἐκκλησίας, κατόπιν προσκύνησι στίς ἅγιες εἰκόνες. Οἱ μετάνοιες καί τά προσκυνήματά του ἔδειχναν τήν πολλή του ταπείνωσι καί εὐλάβεια.
Ὅμως καί σάν λειτουργός καί σάν ἱεροψάλτης ἔβλεπε κανείς κάτι τό ἰδιαίτερο στήν ζωή του. Ἐπειδή εἶχε ὡραία φωνή, ἐδίδασκε τέλεια τήν τέχνη τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καί ἦτο πολύ καιρό δάσκαλος τῶν ψαλτῶν, συνθέτοντας ὁ ἴδιος καί μουσικά μέλη γιά τίς ἱερές ἀκολουθίες. Στό ἀναλόγιο δέν ἀπουσίαζε ποτέ: Ψάλτης καί τυπικάρης τέλειος. Ἔψαλλε τακτικά, κτυπώντας διακριτικά μέ τόν δάκτυλό του καί τόν χρόνο τῆς μουσικῆς, κατά τήν συνήθεια τῶν μεγάλων ψαλτῶν, ἐνῶ τίς λεπτομέρειες τοῦ τυπικοῦ τίς ἔλυνε μέ μία πλήρη ἐπιστημονική χάρι καί ἐμπειρία. Ἐδιάβαζε μέ αἴσθησι καί αἰσθανόσουν ὅτι τρέφεσαι ἀπό τίς ἀναγνώσεις του. Σάν λειτουργός ἦτο ἀξεπέραστος. Τό πῶς διάβαζε τόν Ἀπόστολο καί τό Εὐαγγέλιο δέν μποροῦσε νά τόν μιμηθῆ κανείς! Στίς ἑορταστικές ἡμέρες, αὐτός ἦτο τό στόλισμα τῶν ἀκολουθιῶν. Καί παρέμεινε διάκονος σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή του!
Στήν Συχαστρία ἠμπόρεσα νά τόν γνωρίσω ἀπό πιό κοντά. Ἡ διάκρισις καί ἡ εὐλάβεια ἦσαν ἀπό τίς πιό βαθειά χαρακτηριστικά τῆς ψυχῆς του. Δέν τοῦ ἄρεσε ἡ πολυλογία. Συχνά τόν ἔβλεπες μόνον νά κάθεται ἤ νά περπατᾶ γύρω ἀπό τό μοναστήρι. Τοῦ ἄρεσαν πολύ τά λουλούδια. Ὅταν ἄνθιζαν τά τριαντάφυλλα, σταματοῦσε ἀρκετή ὥρα μπροστά τους, τά ἐθαύμαζε, ἀνέπνεε τίς μυρωδιές τους καί τά χάϊδευε μέ τό χέρι του, λές, καί ἦσαν οἱ πιό ἀγαπητές του ὑπάρξεις. Σιωπηλός, ἀλλά ὄχι ἰδιότροπος· φωτεινός καί ἀνοικτόκαρδος στόν λόγο καί στήν ἀγάπη. Τόν ἐνδιέφεραν οἱ ἐπιτεύξεις τῆς ἐπιστήμης καί συχνά ἐρωτοῦσε: «Τί καινούργιο εὑρῆκαν τώρα;», καί ἐξεπλήττετο γιά ὅ,τι νεώτερο ἐφευρίσκετο. Ἐνίοτε ἔλεγε μέ λύπη: «Πολλά ἔργα καί πράγματα γνωρίζουν οἱ ἀδελφοί μας σήμερα, ἀλλά δέν διδάχθηκαν εὐλάβεια καί ταπείνωσι». Καί εἶχε ἀπόλυτα δίκαιο.
Τά γεράματά του τά ἐπέρασε μέ ἀρκετά βάσανα: Πόνους στά πόδια, βρογχικό ἆσθμα, τοῦ ἔπεσαν τά δόντια του.
-Πάτερ Γεννάδιε, τοῦ ἐλέγαμε, νά πᾶς σ᾿ ἕνα ὀδοντίατρο.
-Αὐτοί, ἔλεγε γελῶντας, τώρα δέν ἔχουν τόπο νά δεχθοῦν ἕνα γέροντα σάν καί μένα. Καί ἔδειχνε μέ τό χέρι του κοιμητήριο. Παρ᾿ ὅλες τίς ἀρρώστειες του, δέν ἀπουσίαζε ποτέ ἀπό τίς ἀκολουθίες. Τήν τελευταία ἑβδομάδα τήν ἐπέρασε στό κελλί του, ὅπου τοῦ προσέφερε φαγητό ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Παρθένιος.
-Ἀλλοίμονο, πανοσιώτατε, τοῦ ἔλεγε μέ συστολή, ἐσεῖς ἄνθρωπος γραμματισμένος, ἀρχιμανδρίτης καί ἔρχεσαι νά φέρνης φαγητό σέ μένα; Αὐτό εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, διότι ἐμάθατε τήν ταπείνωσι.
Τό Σάββατο, στίς 22 Ἰανουαρίου, τό μεσημέρι ἀνεχώρησε εἰρηνικός γιά νά χαρῆ τίς παραδεισένειες ἀπολαύσεις καί τίς ἀγγελικές ψαλμωδίες, τίς ὁποῖες τόσο πολύ ἠγάπησε στήν ζωή του.
Ὁ Πνευματικός π. Βικέντιος
Ἡ καταγωγή του ἦτο ἀπό τά μέρη τῆς πόλεως Ρόμαν, ἀπό γονεῖς πτωχούς χωρικούς. Κάποια στιγμή ἀνεχώρησαν ὅλοι γιά τά μοναστήρια: ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἕνα ἀγόρι καί δύο κόρες. Ἡ μητέρα μέ τίς κόρες της ἐπῆγαν στήν μονή Βαράτεκ, ἐνῶ ὁ πατέρας καί τό ἀγόρι στήν Μονή Σέκου.
Μετά ἀπό ἕνα διάστημα καλογερικῆς μαθητείας, πατέρας καί γυιός ἐπῆγαν στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμειναν ἑπτά χρόνια καί κατόπιν ἐπέστρεψαν στό Σέκου, ὅπου ἐκάρησαν μοναχοί. Ὁ Δομετιανός (πατέρας) καί ὁ Βικέντιος (γυιός) ἦσαν τώρα πνευματικοί ἀδελφοί. Ὁ Βικέντιος ξεπέρασε ὅλους στήν ὑπακοή, στήν ταπείνωσι, στήν προσευχή καί στήν ἀγάπη. Τό ἔτος 1915 χειροτονήθηκε διάκονος καί μετά ἀπό ἕνα ἔτος ἱερεύς. Ἐπί 12 συνεχῆ χρόνια ἦτο στό Σέκου λειτουργός, ἐκκλησιαστικός καί ἡγούμενος· κατόπιν ἄλλα 12 χρόνια Πνευματικός στήν γυναικεία μονή Ἀγάπια καί ἀπό τό 1940, ἐπί 4 χρόνια, μέχρι δηλαδή τόν θάνατό του, Πνευματικός στό μοναστήρι τοῦ Προφήτου Ἠλία στό Μπάνατ (Δυτική Ρουμανία).
Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: «Ἰατρέ θεράπευσον ἑαυτόν», ὁ π. Βικέντιος τόν εἶχε ἐφαρμόσει στόν ἑαυτό του διά τῆς φλογερᾶς ἐσωτερικῆς του ζωῆς, διά τῆς μυστικῆς στό κελλί του προσευχῆς, τῆς σκληρᾶς ἀσκήσεως, τῶν ἀγώνων καί ἀγρυπνιῶν, τήν ἀνάγνωσι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ἰδιαίτερα τοῦ Ψαλτηρίου. Σάν λειτουργός στό Ἅγιο Βῆμα, σ᾿ ὅλη τήν ζωή του ἐξεπλήρωσε τήν προτροπή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς: «Νά μή κοινωνῆς ποτέ, χωρίς δάκρυα». Λειτουργοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια, ταπείνωσι καί δάκρυα.
Ἰδιαίτερα διακρίθηκε ὁ π. Βικέντιος καί ὡς ἔμπειρος Πνευματικός. Δεχόταν τούς πάντες μέ πολλή ἀγάπη καί ὅλοι τοῦ ἄνοιγαν τίς καρδιές τους μέ πολλή ἐμπιστοσύνη καί ἀναχωροῦσαν πάντοτε ψυχικά ὠφελημένοι. Ἡ ἐλεημοσύνη ἦτο τό πιό διακριτικό στοιχεῖο τῆς ἀγάπης του, τήν ὁποία ἐξεδήλωνε πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Κάθε τι πού τοῦ ἔφερναν οἱ Χριστιανοί τήν προηγούμενη ἡμέρα τό ἐχάριζε στούς ἄλλους τήν ἑπομένη. «Κάθε τι πού θέλεις νά προσφέρης, ἀδελφέ, νά τό προσφέρης σήμερα· γιά τήν αὐριανή ἡμέρα ἔχει φροντίδα ὁ Κύριος». Ἦσαν τά λόγια του. Ὅταν δέν εἶχε νά δώση κάτι στούς πτωχούς, ἐπήγαινε στίς μοναχές, πού εἶχαν κάτι περισσότερο ἀπό τίς ἄλλες καί τίς παρακαλοῦσε: «Μητέρα, ἦλθε ὁ Χριστός σέ μένα καί δέν ἔχω τί νά τοῦ δώσω! Δάνεισέ με σέ παρακαλῶ, ἔστω 100 λέϊ καί θά σοῦ τά ἐπιστρέψω ἄλλη φορά. Ἀλλά δέν εἶχε ποτέ χρήματα καί ἀπό ποῦ θά τούς τά ἔδινε; Ἔτσι, μέ τήν μέθοδο αὐτή, ἐδίδασκε καί τούς ἄλλους στήν ἐλεημοσύνη. Γι᾿ αὐτό ὁ κόσμος τόν ἀποκαλοῦσε: «ὁ πατήρ τῶν πτωχῶν».
Τούς μοναχούς τούς προέτρεπε στήν ὑπομονή, ὑπομονή καί πάλι ὑπομονή, μέχρι τί κατώφλιο τοῦ θανάτου, διότι μόνο «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται». Χαιρόταν σάν μικρό παιδί, ὅταν ἐδιηγεῖτο τίς πνευματικές ὀμορφιές τοῦ παραδείσου, τίς ὁποῖες σφοδρά ἐπιθυμοῦσε καί ἀξιώθηκε ἀπό τόν Κύριο νά τίς λάβη.
Ἐκοιμήθη στήν ἡλικία μόνο τῶν 58 ἐτῶν καί μεταφέρθηκε στόν τάφο ἀπό χιλιάδες Χριστιανῶν. Τό 1954 ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του καί τά λείψανά του μεταφέρθηκαν στό μοναστήρι τοῦ Σέκου. Τά χέρια του τά ὁποῖα εἶχαν λύσει τίς ἁμαρτίες τόσων ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν δεσμό τους μέ τόν σατανᾶ καί μέ τά ὁποῖα εἶχαν διαμοιράσει στόν λαό τοῦ Θεοῦ τόσες ἐλεημοσύνες παρέμειναν ἀκέραια καί εὐωδιάζοντα, σάν ἕνας ἀρραβῶνας τῆς ἀναστάσεως καί τῆς κληρονομίας τῆς ἀφθάρτου καί αἰωνίου ζωῆς.
Ὁ Πνευματικός π. Μάξιμος
Ἀπό νεαρᾶς του ἡλικίας ἦτο μαθητής τοῦ ἐπισκόπου Γερασίμου Σαφιρίμι, τῆς ἐπισκοπῆς Ρόμαν, ἀπό τόν ὁποῖον ἔμαθε πολλά πνευματικά ἀγωνίσματα. Κατόπιν, ἦτο δόκιμος καί μοναχός στό ἄβατο γιά γυναῖκες μοναστήρι Φρασινέϊ, μετά Πνευματικός στό μοναστήρι Ἀγάπια καί τό 1950 στήν Συχαστρία, ὅπου ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός καί ἔζησε ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Ἀγαποῦσε ὑπερβολικά τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες. Καλός ψάλτης, ἐκλεκτός λειτουργός, ἄφθαστος τυπικάρης· δέν ἄφηνε οὔτε ἕνα γιῶτα στήν ἀνάγνωσι καί στήν ψαλμωδία στόν χορό. Ἄξιος διακονητής, καλόκαρδος καί εἰρηνοποιός. «Ἀδελφοί, δέν εἶναι καλό νά διαπληκτίζεσθε, ἔλεγε, ὅταν ἔβλεπε κάποια διαφωνία μεταξύ τῶν Ἀδελφῶν-, διότι γελᾶ ὁ νοητός ἐχθρός μας. Κι ὅταν ἀκόμη σφάλλουμε, σάν ἄνθρωποι πού εἴμεθα, νά συμφιλιωνώμεθα χριστιανικά. Γιά τόν μοναχό ἰσχύει πάντοτε τό: «Εὐλογεῖτε καί συγχωρέστε με». Πηγαίνετε στήν Παναγία, κάνετε τρεῖς μετάνοιες καί ζητεῖστε συγχώρησι, ἐνῶ ἀκόμη εἶσθε παροργισμένοι, πρίν δύση ὁ ἥλιος, διότι αὐτό δέν εἶναι καλό».
Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στόν ἅγιο Καλλίνικο Τσερνίκας, ὁ ὁποῖος τόν ἐλύτρωσε ἀπό ἕνα μεγάλο κίνδυνο. Στά γεράματά του ἐδιάβαζε ὅλο τό Ψαλτήριο μιά φορά τήν ἡμέρα. Ὁσιακή μορφή, μέ ἄσπρη γενειάδα, μέ φωτεινό πρόσωπο καί ματιά διεισδυτική, προκαλοῦσε τόν σεβασμό σέ ὅποιον τόν ἔβλεπε.
Ἐκοιμήθη τόν Νόεμβριο τοῦ 1962, στήν ἡλικία τῶν 80 ἐτῶν, χωρίς νά ὑποφέρη ἀπό κάποια ἀρρώστεια, ἔτσι ὅπως τό ἐπιθυμοῦσε καί ὁ ἴδιος. «Παρακαλῶ πάντοτε τήν Κυρία Θεοτόκο, ἔλεγε, νά μέ πάρη, χωρίς νά κουράσω κάποιον μέ τίς σωματικές ἀδυναμίες μου, διότι εἶναι πολύ δύσκολο νά γίνεσαι βάρος στούς ἄλλους». Οἱ Πατέρες τόν εὑρῆκαν νά ἔχη πάρη τόν ὕπνο τοῦ δικαίου, τόν ὕπνο τῆς αἰωνιότητος, καθήμενον στό σκαμνί του, τήν ὥρα πού ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο καί εἶχε φθάσει στόν 72ον ψαλμό.
Κύριε, πόσο σέ ἐπερίμενα!
Ποιός δέν γνωρίζει τόν π. Νικόδημο Μαντίτσα;
Μία ὁλόκληρη ζωή ἐκοπίασε νά γράφη, κατά τίς δυνάμεις πού εἶχε, ἕνα πλῆθος ψυχωφελῶν καί διδακτικῶνβιβλίων γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Δεκάδες οἱ τίτλοι, ἑκατοντάδες καί χιλιάδες τά παραδείγματα ἀπό τά βιβλία του πού ἐγέμισαν τήν Χώρα μας καί πολύς κόσμος ὠφελήθηκε καί σώθηκε μέ τήν βοήθειά του.
Ἀλλά ὁ π. Νικόδημος ἦτο καί μεγάλος Πνευματικός καί ἔμπειρος ὁδηγός. Ὁλόκληρα χωριά μέ χιλιάδες Χριστιανούς ἦσαν πνευματικά του παιδιά, τά ὁποῖα ζοῦσαν μία ἐνάρετη ζωή σύμφωνα μέ τήν πατροπαράδοτη ὀρθόδοξη πίστι μας.
Μετά τόν Δεύτερο παγκόσμιο Πόλεμο, ἀπεσύρθηκε στήν Μονή Ἀγάπια, ὅπου ὑπηρέτησε ὡς Πνευματικός ζῶντας μέ ἡσυχία καί βαθειά ἐσωτερική ταπείνωσι. Σ᾿ ὅλη τήν ζωή του προετοιμαζόταν γιά τό κοινό τέλος, ἰδιαίτερα, ὅταν πλησίαζε ὁ καιρός του. Ἦτο ἀσθενής, ἀλλά ὁ νοῦς του παρέμενε καθαρός καί προσευχόταν συνεχῶς.
Κάποια νύκτα, εἶπε στίς δύο μοναχές, πού τόν διακονοῦσαν: «Ἀδελφές, ἀγρυπνεῖστε αὐτή τήν νύκτα μαζί μου, διότι τό πρωΐ, ὥρα τρεῖς ἀναχωρῶ· καί ἔχω μεγάλη ἀνάγκη τῶν προσευχῶν σας». Οἱ Ἀδελφές ἐδιάβαζαν ἀκατάπαυστα προσευχές, Χαιρετισμούς, Παρακλήσεις, Ψαλμούς γιά νά μή κοιμηθοῦν, ἀλλά καί ὁ π. Νικόδημος προσευχόταν συνεχῶς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...», καί κἄπου-κἄπου ἐρωτοῦσε τί ὥρα εἶναι; «Ἑτοίμασα τό κερί καί τό σπίρτο, ἐδιηγεῖτο μία μοναχή, γιά νά τά ἔχω ἕτοιμα. Ὁ καιρός περνοῦσε ἀσυναίσθητα 12,..1..2...'Επλησίαζε ἡ ὥρα 3 καί ἐμεῖς εἴμασταν σέ μία ὑπερέντασι νά ἰδοῦμε τί θά γίνη...Ξαφνικά, τό κελλί γέμισε ἀπό ἕνα δυνατό ὑπερκόσμιο φῶς καί ἐβλέπαμε δίπλα στόν Γέροντα ἕνα Ἐπίσκοπο ντυμένον τά ἀρχιερατικά του ἄμφια, κρατῶντας στά χέρια του καί δύο ἀναμμένα κηροπήγια, τό ἕνα μέ τρία καί τό ἄλλο μέ δύο κεριά. Ἐμεῖς ἐπέσαμε κάτω ἀπό τόν φόβο μας καί ἀκούσαμε τόν ἀρχιερέα νά λέγη: «Πάτερ, ἀπό τώρα ἔλα μαζί μας!» καί ὁ Γέροντας εἶπε: «Κύριε, πόσο σέ ἐπερίμενα!
Ἐξαφανίσθηκε καί ὁ ἀρχιερεύς καί τό φῶς. Ὅταν ἐμεῖς σηκωθήκαμε, ὁ πατήρ εἶχε κοιμηθῆ. Τό πρόσωπό του ἦτο εἰρηνικό καί φωτεινό σάν νά ἐκοιμᾶτο...Ἀνάψαμε ἀμέσως τίς λαμπάδες μας, διότι ἀπό τόν φόβο μας εἴχαμε ξεχάσει νά τίς ἀνάψουμε ἀπό ἐνωρίτερα. Ἀλλά δέν ὑπῆρχε ὅμως κάποια ἀνάγκη...».
Ὁ π. Ἰλαρίων Ἰονίκα
Οἰκονόμος τῆς μονῆς Συχαστρία
Ἦτο παντρεμμένος, μέ γυναῖκα καί παιδιά, ἀλλά ἀπό κάποιο θαυμαστό γεγονός ἦλθε στό μοναστήρι γιά μοναχός. Κάποια χειμωνιάτικη νύκτα ἐπιστρέφοντας στό σπίτι του, βγῆκαν μπροστά του μία ὁμάδα ἀπό λύκους. Μονομάχησε μ᾿ αὐτούς ἀπελπισμένα, ἀλλά ἦτο ἕτοιμος νά γίνη ἡ τροφή τους. «Κύριε, προσευχήθηκε τότε, ἐάν σωθῶ, θά γίνω ἀμέσως καλόγερος!»
Ἀπο μακριά ἀκούσθηκαν φωνές ἀνθρώπων καί ἕνα ἕλκυθρο μέ καμπανάκια. Οἱ λύκοι ἔφυγαν, ἐνῶ αὐτός λυτρωμένος πιά ἔφθασε στήν οἰκγένειά του. Δέν ἐξέχασε τήν ὑπόσχεσί του.
Στό μοναστήρι διωρίσθηκε οἰκονόμος, διακόνημα τό ὁποῖον ὑπηρέτησε πολλά χρόνια, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἦτο κοντός στό ἀνάστημα, μέ μία πραεῖα μορφή καί καλή συμπεριφορά μπροστά σέ ὅλους. Ἦτο πρῶτος στήν ὑπακοή, σκληρός στήν ἄσκησι, νηστευτής καί φλογερός ζηλωτής στήν τάξι τῆς Μονῆς καί στόν κανόνα τῆς προσευχῆς του, τήν ὁποία δέν ἄφησε ποτέ. Τό βράδυ πού τελείωναν τά διακονήματα, αὐτός ζητοῦσε συγχώρησι ἀπ᾿ ὅλους: «Συγχωρέστε με, πατέρες, ἐάν σᾶς στενοχώρησα ἤ σᾶς λύπησα σέ κάτι».
Στά γεράματά του εἶχε μία δοκιμασία. Ἦτο 86 ἐτῶν καί ἐπήγαινε στό διακόνημά του. Κάποια ἡμέρα, πηγαίνοντας μέ τά βόδια στό δάσος, μία μεγάλη πέτρα ἐκύλισε καί τόν τραυμάτισε στό πόδι. Τόν μετέφεραν στό κελλί του, τόν περιποιήθηκαν, ἀλλά ἡ πληγή δέν θεραπευόταν καί ὅλοι ἐπίστευαν ὅτι ἦλθε τό τέλος του. «Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, ἔτσι τήν ἀποκαλοῦσε πάντοτε, ἐλέησόν με! Θεοτόκε Μαρία, βοήθησέ με». Μιά νύκτα, ὅταν τήν παρακαλοῦσε στό κελλί του, μπῆκε μέσα μία Κυρία, ἡ ὁποία στάθηκε μπροστά του. Φαινόταν σάν μία γιατρίνα γνωστή του ἀπό τήν κωμόπολι Τίργκου Νεάμτς.
-Γιατί κλαῖς, πάτερ Ἰωάννη; Τόν ἐρώτησε ἐκείνη.
-Κλαίω, κυρία γιατρίνα, διότι τραυματίσθηκα ἄσχημα στό πόδι μου καί δέν ὑπάρχει θεραπεία καί ἰδού πεθαίνω ἀπροετοίμαστος.
-Μή κλαῖς ἄλλο, τοῦ εἶπε ἡ «Γιατρίνα». Ἀπό τώρα θά γίνης καλά. ὅσο γιά τόν θάνατό σου, δέν θά πεθάνης ἀκόμη, ἀλλά θά ζήσης ἀκόμη ἕνα χρόνο...
Ἡ Γιατρίνα ἀνεχώρησε· δέν ἦτο ἄλλη ἀπό τήν Ἰατρό ὅλων τῶν ἀσθενῶν, τήν Κυρία Θεοτόκο, ἐνῶ ὁ π. Ἱλαρίων αἰσθάνθηκε καλλίτερα ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη μέχρις ὅτου θεραπεύθηκε τελείως. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἀκριβῶς, τήν Κυριακή τῆς συγχωρήσεως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ 1934 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, ἔχοντας ἡλικία 87 ἐτῶν.
Ὁ ἱερομόναχος π. Νεῖλος ὁ Ἀθωνίτης
Εἶχε ἔλθει πρό ἐτῶν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Ἕνα διάστημα ἐργάσθηκε σέ ἐνορία σάν ἱερεύς, κατόπιν ἀνεχώρησε γιά τήν μονή Συχαστρία, ὅπου ἔκαμε μία ἡσυχαστική ζωή, συμμετέχοντας ἀνελλειπῶς σ᾿ ὅλες τίς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου.
Ἦτο τό μεσοδιάστημα τοῦ μηνός Νεομβρίου. Ἐξωμολογήθηκε, συγχωρέθηκε μέ τούς πατέρες καί ἀδελφούς καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔλεγε ὁ ἱερεύς ἐφημέριος ὅτι, ἀφ᾿ ὅτου ἔλαβε ὁ π. Νεῖλος τήν Θεία Κοινωνία, ἔλεγε ψιθυριστά μέσα του: «Γιά τελευταία φορά, γιά τελευταία φορά...».
Στήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, μετά τήν Θεία Λειτουργία, ἐπῆγε στήν τράπεζα, ἀλλά πρίν ἀπό τό φαγητό δέν αἰσθανόταν καλά. Μερικοί ἀδελφοί τόν βοήθησαν νά πάη στό κελλί του, ξάπλωσε στό κρεββάτι καί ἐκοιμήθη τόν αἰώνιο ὕπνο· τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στῆς ὁποίας τό Περιβόλι ἔζησε 40 ὁλόκληρα χρόνια.
Μέσα στά λίγα πράγματά του, εὑρέθηκε καί μία ἐπιστολή-διαθήκη, πού ἀπευθυνόταν πρός τόν ἡγούμενο: «Παρακαλῶ συγχωρέστε με! Ἀνεχωρῶ γιά τό ἀνεπίστροφο ταξίδι μου. Νά μοῦ ἑτοιμάσετε τό μνῆμα μου κατά τήν καλογερική τάξι καί νά μέ μνημονεύετε, διότι καί ἐγώ εἶμαι τέκνον τῆς ἀδελφότητος. Ἐάν θά εὕρω ἔλεος ἀπό τόν Θεό, θά σᾶς μνημονεύω κι ἐγώ».
Ἕνας πατήρ τῆς ἀδελφότητος, τόν ἐρώτησε κάποτε:
-Πάτερ Νεῖλε, μετά ἀπό τόσα χρόνια μοναχικῆς ζωῆς, ἔχεις ἐλπίδα ἡ ὁσιότης σου νά σωθῆς;
-Τί λόγος εἶναι αὐτός; Ἀπήντησε ὁ Γέροντας. Μέ ἀξίωσε ὁ Κύριος νά μείνω τόσα χρόνια στόν Ἄθωνα, νά πάω τέσσερεις φορές στά Ἰεροσόλυμα καί νά λειτουργήσω στόν Πανάγιο Τάφο καί μετά ἀπό τόσες εὐλογίες νά ἀμφιβάλλω γιά τό ἔλεός Του; Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι εἶμαι κι ἐγώ ἀδύνατος καί μέ ἁμαρτωλά ἔργα στήν ζωή μου, ἀλλά γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν εἶχα ποτέ μου τήν παραμικρή ἀμφιβολία.
Ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ μοναχοῦ Γεροντίου Προδρομίτου
Ὁ μεγαλόσχημος μοναχός π. Γερόντιος ἀνῆκε στούς τελευταίους γέροντες ἀδελφούς τῆς Σκήτης μας τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους. Κοντός στό ἀνάστημα, λίγο κυρτωμένος, περίπου 84 ἐτῶν ἦτο σβέλτος καί ἕτοιμος γιά τήν ὁποιαδήποτε ὑπακοή. Μοῦ ἔμεινε στήν μνήμη μου σάν μία εἰκόνα τελείου ὑποτακτικοῦ, ταπεινοῦ καί ζηλωτοῦ σ᾿ ὅλες τίς μοναστηριακές ἀσχολίες. Εἶχε 50 χρόνια μοναχός στήν Σκήτη μας, ἀπ᾿ ὅπου τά τελευταῖα 20 χρόνια δέν βγῆκε νά πάη πουθενά. Εἶχε περάσει ἀπ᾿ ὅλα τά διακονήματα: Στά μουλάρια, στό μαγειρεῖο, στόν φοῦρνο, στόν κῆπο. Ὅταν τοῦ ἔμενε ὀλίγος ἐλεύθερος χρόνος, ἔτρεχε στό κελλί του καί ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο, τό ὁποῖον εἶχε πάντοτε ἀνοικτό στό ἀναλόγιο τοῦ κελλιοῦ του. Ἡ ἁπλότης καί ἡ πτωχεία του δέν περιγράφονται. Ὅταν δεχόταν ἀπό κἄπου χρήματα, ὅλα τά ἔδινε στό ταμεῖο τῆς Σκήτης μας: «Πᾶρτε αὐτά τά χρήματα, ἔλεγε, γιά νά μή μέ πιάση ἡ νύκτα μέ χρήματα στά χέρια».
Παρέμεινε ζωντανή στήν μνήμη μου ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του:
Ἐκεῖνο τό πρωϊνό εἶχε περάσει ἀπό τό μαγειρεῖο νά βοηθήση στό πλύσιμο τῶν χορταρικῶν, κατόπιν, βλέποντας στήν αὐλή τό τρακτέρ μέ τήν ρυμούλκα ἕτοιμο γιά νά φορτώση ἄμμο γιά νά μεταφερθῆ κἄπου ἀλλοῦ γιά ἐπισκευές, ἐπῆγε ἐκεῖ, ἐπῆρε τό φτυάρι καί πετοῦσε τήν ἄμμο στήν ρυμούλκα.
-Γιατί, πάτερ Γερόντιε, δέν ἄφήνεις κάποιον νέον νά κάνη αὐτή τήν δύσκολη δουλειά; Τόν ἐρώτησα ἐγώ.
-Ἄφησε, γιατί οἱ ἄλλοι πατέρες ἔχουν ἀρκετές δουλειές νά κάνουν...
Τήν ἴδια ἡμέρα ὁ φούρναρης ἔψηνε τό ψωμί τῆς ἀδελφότητος. Ὁ π. Γερόντιος ἐπῆγε ἐκεῖ νά κοσκινίση τό ἀλεύρι. Ἀφοῦ ἐτελείωσε τήν δουλειά αὐτή, τόν ἐρώτησε ὁ φούρναρης:
-Πάτερ Γερόντιε, νά ἔλθης μετά ἀπό μισή ὥρα νά μέ βοηθήσης στό ψήσιμο;
-Πηγαίνω τώρα στό κελλί μου, ἀπήντησε ἐκεῖνος, καί νά μέ εἰδοποιήσης.
Μετά ἀπό μισή ὥρα ἐπῆγε ὁ φούρναρης στό κελλί του:
-Πάτερ Γερόντιε, μπορεῖς νά ἔλθης τώρα νά μέ βοηθήσης;
Ἀλλά, ἐπειδή δέν ἔπαιρνε ἀπάντησι, ἄνοιξε τήν πόρτα καί μπῆκε μέσα καί τί βλέπει; Ὁ π. Γερόντιος ἦτο ξαπλωμένος στό κρεββάτι του ἔχοντας δίπλα του τό Ψαλτήριο ἀνοικτό. Ἐνόμισε ὁ φούρναρης ὅτι ἐκοιμᾶτο. Τόν ἐφώναξε πάλι μέ τ᾿ ὄνομά του:
-Πάτερ Γερόντιε, ἔλα νά μέ βοηθήσης...
Ὅμως αὐτή τήν φορά ὁ φλογερός ὑποτακτικός δέν ὑπήκουσε στό κάλεσμα τοῦ ἀδελφοῦ. Εἶχε ἀναχωρήσει γιά νά λάβη τόν μισθό τῆς ὑπακοῆς τῶν 50 χρόνων μοναχικῆς ζωῆς. Μετέβη στήν αἰωνιότητα στήν χαρά τοῦ Κυρίου του, τόν Ὁποῖον ὑπηρέτησε σ᾿ ὅλη του τήν ζωή μέ πολλή ἀγάπη, ταπείνωσι καί ζῆλο.
Ἡ μοναχή Φιλοθέη ἀπό τήν μονή Τσιγκανέστ
Εἶναι 91 ἐτῶν, αἰσθάνεται καλά καί δέν ὑποφέρει ἀπό τίποτε.
-Ἄρα γε γιατί δέν πεθαίνω; Ἐρωτοῦσε κάποια ἡμέρα. Μοῦ εἶπε κάποιος ὅτι εἶμαι πολύ ἁμαρτωλή καί γι᾿ αὐτό δέν μπορῶ νά πεθάνω. Ἐδῶ καί μερικά χρόνια ἤμουν πολύ ἀδύνατη καί ἄρρωστη. Οἱ μοναχές Ξένια καί Θεοδοσία μοῦ εἶχαν ἑτοιμάσει τά πάντα γιά τόν ἐνταφιασμό μου καί μέ παρακολουθοῦσαν μήπως καί φύγω ἀπό τήν ζωή καί δέν προλάβουν αὐτές ν᾿ἀνάψουν τά κεριά στήν ὥρα τοῦ θανάτου μου. Καί αὐτές ἀνεχώρησαν, ἐνῶ ἐγώ παρέμεινα! Ναί, εἶμαι πολύ ἁμαρτωλή καί γι᾿ αὐτό δέν πεθαίνω! Ἀλλά δέν ξέρω μέ ποιό ἁμαρτημά μου ὁ Θεός εἶναι πολύ ὀργισμένος μαζί μου.
Μετά ἀπ᾿ αὐτά ἐπῆγε ἡ γερόντισσα στό κελλί της γιά νά ἐπιστρέψη πάλι γρήγορα καί νά μοῦ εἰπῆ:
-Ἀλλοίμονό μου, τί μεγάλο ἁμάρτημα ἔχω κάνει! Πῶς νά ἐρωτήσω γιά νά μάθω μέ ποιό ἁμάρτημά μου ὠργίσθηκε τόσο πολύ ὁ Θεός; Σ᾿ ὅλη μου τήν ζωή ἁμαρτίες ἔκανα, ἄρα γε μόνο μ᾿ ἕνα ἁμάρτημά μου εἶναι ὀργισμένος;
Οἱ μαθήτριές της, μοῦ ἔλεγαν, ὅτι ὅλη τήν νύκτα ἡ Γερόντισσα ἐδιάβαζε τούς λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως τήν Κλίμακα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, τούς λόγους τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου κλπ., ἐνῶ τά μεσάνυκτα ἐδιάβαζε τό Μεσονυκτικό, τούς ψαλμούς τοῦ ὄρθρου καί τά Καθίσματα τοῦ Ψαλτηρίου. Καί τό πρωΐ, κατά τήν τάξι ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία γιά τήν Θεία Λειτουργία.
-Πῶς νά σταθῶ στό κελλί, ὅταν γίνεται ἀκολουθία στήν ἐκκλησία; Δέν ἔχω τί νά κάνω τήν νύκτα, διότι εἶμαι ἡλικιωμένη καί περνάω δύσκολα, ἀλλά τήν ἡμέρα; Ὅταν μπαίνω στήν ἐκκλησία, μοῦ ἔρχεται στόν νοῦ ὁ λόγος τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά σου, Κύριε! Ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου...».
Καί τά λόγια αὐτά τοῦ Ψαλμωδοῦ τά ἀπαγγέλλει μέ τόση ψυχική θερμότητα καί μέ τόσο πόθο, ὥστε αἰσθάνεται σάν νά εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Μακάρια ἡ ψυχή πού περιμένει μέ τόση λαχτάρα τήν μεγάλη καί ἀνέκφραστη συνάντησί της μέ τόν Νυμφίο Χριστό!.
Ὁ Δόκιμος μοναχός Γαβριήλ
Κάθε Σάββατο, πρίν νά σημάνη γιά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ, ὁ ἀδελφός Γαβριήλ περνοῦσε ἀπό τά κελλιά τῶν πατέρων καί ἀδελφῶν λέγοντας: «Εὐλογεῖτε καί συγχωρέστε με τόν ἁμαρτωλό»! Τόν ἐρώτησα γιατί τό κάνει αὐτό καί ἰδού τί μοῦ διηγήθηκε: «Ἐδιάβασα σ᾿ ἕνα παλαιό βιβλίο ὅτι κάθε Σάββατο, μετά τόν ἑσπερινό, στούς οὐρανούς γίνεται τό ἑξῆς θαυμαστό ἔργο: Μπροστά ἀπό τόν θεϊκό Θρόνο στέκονται ὅλες οἱ ἀγγελικές χοροστασίες γιά νά εἶναι παροῦσες στήν ἐξομολόγησι τῶν ἀγγέλων φυλάκων τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Οἱ φύλακες αὐτοί ἄγγελοι ἔρχονται μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα καί τοῦ λέγουν τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων, πού διατάχθηκαν νά τούς φυλάττουν. Καί φαίνεται ὅτι ἔρχονται ἄγγελοι πολύ χαρούμενοι γιά νά εἰποῦν τά καλά ἔργα καί ἄγγελοι λυπημένοι γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Καί ὁ Οὐράνιος Πατήρ τούς ἐρωτᾶ:
-Ἄρα γε ὠλιγόστευσαν οἱ ἁμαρτωλοί ἐπί τῆς γῆς;
-Ὄχι, Κύριε, ἀπαντοῦν οἱ ἄγγελοι, εἶναι γεμᾶτος ὁ κόσμος ἀπό ἁμαρτωλούς καί ἀπ᾿ αὐτούς πού δέν φροντίζουν νά ἐφαρμόζουν τίς ἐντολές Σου.
Ἀπό τά δεξιά καί ἀπό τ᾿ ἀριστερά τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ στέκονται οἱ χοροί τῶν ἀγγέλων: Ὁ ἕνας χορός εἶναι φωτεινόμορφος καί πλήρης δόξης καί ὁ ἄλλος φοβερός καί τρομερός. Καί τότε στέλλει ὁ Θεός τούς φωτεινόμορφους ἀγγέλοιυς νά πληρώσουν τούς καλούς ἀνθρώπους, ἐνῶ τούς φοβερούς στήν ὄψι ἀγγέλους τούς στέλλει νά παιδεύσουν τούς ἁμαρτωλούς.
Γι᾿ αὐτό κι ἐγώ ζητῶ συγχώρησι ἀπό ὅλους, εἶπε ὁ ἀδελφός Γαβριήλ, γιά νά πάη ὁ φύλαξ ἄγγελός μου μέ χαρά νά μαρτυρήση στόν Οὐράνιο Πατέρα γιά τήν κατάστασι τῆς ψυχῆς μου καί ἔτσι ἐλπίζω νά λυτρωθῶ ἀπό τά βάσανα πού θά μοῦ προκαλέσουν οἱ φοβεροί ἄγγελοι.
Ὁ Δόκιμος Μοναχός Γεώργιος
Ἦτο κοντός στό ἀνάστημα καί καχεκτικός στό σῶμα, σιωπηλός ἐκ φύσεως καί πολύ φλογερός στό διακόνημα καί στήν τάξι τῶν Ἀκολουθιῶν.
Πηγαίνοντας κάποτε στό κελλί του, ἐκάθισα στό κρεββάτι του τό ὁποῖον εἶχε μόνο μία σανίδα καί μία βελέντζα. Ἀλλά αἰσθάνθηκα κάτι νά μέ πληγώνη δυνατά.
-Τί ἔχεις ἐδῶ στό κρεββάτι, ἀδελφέ Γεώργιε;
-Δέν εἶναι τίποτε, πάτερ ἡγούμενε, ἀπήντησε ἐκεῖνος. Ἐπειδή εἶμαι τεμπέλης καί δύσκολα σηκώνομαι τό πρωΐ γιά τήν ἀκολουθία, ἔβαλα κάτι ἀπό κάτω ἀπό τήν βελέντζα γιά νά σηκώνομαι γρήγορα, χωρίς καθυστέρησι. Ἔβαλα ἐπάνω στήν σανίδα ἕνα στρῶμα ἀπό χαλίκια...
Κάποια ἄλλη ἡμέρα συναντήθηκε ὁ ἀδελφός Γεώργιος μέ κάποιον ἱερέα τῆς ἀδελφότητος καί βλέποντάς τον ἀπογοητευμένον, τόν ἐρώτησε:
-Γιατί εἶσαι, πάτερ λυπημένος; Δέν λέγει στούς χαιρετισμούς ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ γλυκύτης τῶν ἱερέων;
Ὁ Γέρο-Στέφανος ἀπό τό Μπουζέου
Μοῦ διηγήθηκαν γιά κάποια οἰκογένεια Χριστιανῶν ἀπό τό Βουκουρέστι, τήν οἰκογένεια Ἠλία Νικήτα.
Ἦτο ἕνας πτωχός ἄνθρωπος, ἀλλά εἶχε μία μορφή τόσο φωτεινή καί πραεῖα, πού μόνο ἡ συνάντησις μαζί του, σοῦ σκόρπιζε κάθε στενοχώρια, πού τυχόν νά εἶχες. Αἰσθανόσουν ἀμέσως εἰρήνη καί χαρά στήν ψυχή μόνο βλέποντάς τον.
Κάποια ἡμέρα ἤμουν πολύ στενοχωρημένος, ἔλεγε ἡ κυρία Νικήτα· ἤμουν ἀσθενής μέ ἕλκος στομάχου καί ἔπρεπε νά γίνη ἐγχείρησις. Ἀκριβῶς τότε ἦλθε ὁ Γέρο-Στέφανος στό σπίτι μας. Τοῦ εἶπα κλαίγοντας τήν στενοχώρια μου, ἔκλαυσε κι αὐτός μαζί μου καί μέ προέτρεψε νά μήν πάω γιά ἐγχείρησι, καί θά μέ κάνη ἐκεῖνος καλλίτερα. Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα αἰσθανόμουν καλλίτερα καί δέν χρειάσθηκε πλέον νά πάω σέ ἰατρό.
Ὁ θάνατός του ἦτο θαυμαστός. Ἐκάλεσε στό σπίτι του ὅλα τά παιδιά του, τά ὁποῖα ἦσαν παντρεμμένα σέ διάφορα μέρη, τά συνεβούλευσε πατρικά καί χριστιανικά, ὅπως τό ἔκαμε καί ἄλλοτε καί πρός ἔκπληξιν ὅλων, ἐζήτησε νά στρώσουν ἕνα στρῶμα στό μέσον τοῦ δωματίου. Ἔστρωσαν κι αὐτός ἐξάπλωσε ἐπάνω. Κατόπιν ἐζήτησε νά τόν σκεπάσουν μ᾿ ἕνα σεντόνι καί ἀφοῦ τόν ἐσκέπασαν, ἐζήτησε νά ἀνάψουν κεριά. Ἐπῆρε κι αὐτός ἕνα στό χέρι, ἐζήτησε συγχώρησι ἀπ᾿ ὅλους, ἀνέπνευσε βαθειά καί....ἐκοιμήθη.
Μᾶς ἔμεινε σάν μιά εἰκόνα πραότητος καί ταπεινώσεως, αὐτή ἡ οὐράνια φωτεινή μορφή του...
Ρουμᾶνοι Ἁγιορεῖτες Μοναχοί
Ἡ Ρουμανική Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου κτίσθηκε τό 1853 στήν περιοχής τῆς Βίγλας, πού ἀπέχει ἀπό τήν κυρίαρχη Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας μία ὥρα. Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος ἡ Σκήτη μας παρουσίασε μεγάλη πνευματική ἀνάπτυξι. Ἀνέδειξε σπουδαίους μοναχούς πού διέπρεψαν στήν ἀρετή, στήν ἄσκησι, στήν καλλιγραφία, στήν βιβλιοδεσία, στήν ζωγραφική καί στήν ψαλτική τέχνη. Εἶναι γνωστός σ᾿ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος ὁ ρουμᾶνος πρωτοψάλτης μοναχός Νεκτάριος Βλάχος.
Στήν βιβλιοθήκη τῆς Σκήτης ὑπάρχει ἕνα εἰκοσάτομο ἔργο τοῦ μοναχοῦ Εἰρηνάρχου. Κάθε τόμος, καλαίσθητος καί χειρόγραφος μέ ἄφθονες μινιατοῦρες, σχέδια καί σκηνές ἀπό τό Ἅγιον ὄρος, περιγράφει ὅλα τά ἱστορικά καί λοιπά στοιχεῖα γιά κάθε ἁγιορείτικη Μονή. Τό ἔργο αὐτό εἶναι πολυτιμώτατο, διότι ἠμποροῦμε νά μάθουμε τήν ἱστορία καί τήν τότε κατάστασι ἑκάστης Μονῆς ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος καί ἑξῆς.
Στόν τόμο γιά τήν Ρουμανική Σκήτη εὑρήκαμε τά ἑξῆς συναξάρια γιά ρουμάνους ἁγιορείτες πατέρες, τά ὁποῖα καταχωροῦμε ἐδῶ:
Μοναχός Λεόντιος Προδρομίτης
Ὁ ὅσιος Γέροντας Λεόντιος Θεοδωρέσκου, ἱερεύς καί μεγαλόσχημος μοναχός, καταγόταν ἀπό τήν κοινότητα Νεγκρέστ τοῦ νομοῦ Νεάμτς. Οἱ γονεῖς του ὠνομάζοντο Θεόδωρος, ἐνῶ ἡ μητέρα του ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Γλυκερία. Τό ἔτος 1838 ἐπῆγε νά μονάση στό μοναστήρι Χωραΐτσα τῆς Μολδαβίας. Τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ ὀνομαστός π. Εἰρήναρχος Ροσέτς. Ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Εἰρήναρχος καί χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τό 1852 ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκε στήν τότε ἱδρυθεῖσα Σκήτη τοῦ Τ. Προδρόμου. Ἐκεῖ ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός μέ τό ὄνομα Λεόντιος. Ἡγούμενος τότε ἦτο ὁ κτίτωρ τῆς Σκήτης ἱερομόναχος π. Νήφων. Προεῖδε τόν θάνατό του, ὅτι θά φύγη πρίν ἀπό τό Πάσχα τοῦ 1901 καί ἔλαβε τήν πληροφορία ὅτι θά εἰσέλθη στήν αἰώνια ζωή. Ἐκοιμήθη σέ ἡλικία 85 ἐτῶν ἀπό τά ὁποῖα τά 49 ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπί 9 χρόνια ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος στόν ναό τῆς Θεοτόκου στήν Γεθσημανῆ τῆς Παλαιστίνης (1882-1891).
Ὡς πρός τόν χαρακτῆρα του ἦτο πολύ πρᾶος, εὐπρόσιτος, εὐλαβής καί ἁπλοῦς. Οὐδέποτε ἐθύμωνε ὅ,τι καί νά τοῦ ἔκανε κάποιος. Δέν σκανδαλιζόταν γιά ὅ,τι ἄσχημο ἔβλεπε ἤ ἄκουε. Ἔκοβε τό θέλημά του πρός ὅλους, βοηθῶντας ὅλους στά διακονήματά τους. Εἶχε βαθειά εἰρήνη καί ἀπέφευγε τούς πειρασμούς. Ἦτο ὁ πιό ἐνάρετος καί ἁγιασμένος μοναχός καί πάντοτε εὔθυμος.
Μία φορά τόν ἐρώτησα: «Τίμιε πάτερ, πῶς συμβαίνει νά μή σκανδαλίζεσαι ποτέ γιά ὅ,τι κακό βλέπεις καί ἀκοῦς; Ἀλλά δυστυχῶς δέν μοῦ ἀπήντησε καί αὐτό πολύ μέ λύπησε.
Ἦτο ἀγαπητός, ὄχι μόνο στούς μοναχούς, ἀλλά καί στούς ἐπισκόπους πρός τούς ὁποίους ἔτρεφε πολύ σεβασμό καί εὐλάβεια.
Ἐνῶ ἦτο 78 ἐτῶν (δηλαδή τό 1894) τό πρόσωπό του ἦτο ροδοκόκκινο σάν τριαντάφυλλο καί λευκό σάν τό λινό ὕφασμα. Εἶχε δυνατή καί μελωδική φωνή καί ἔψαλλε ὡραῖα στήν ἐκκλησία. Τήν νύκτα πρῶτος κατέβαινε στήν Ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου καί ἔφευγε τελευταῖος. Ὁ ἴδιος κάθε νύκτα θά περνοῦσε νά κτυπήση τίς πόρτες τῶν κελλιῶν τῶν μοναχῶν γιά νά κατέβουν στήν Ἀκολουθία.
Κάθε βράδυ φορῶντας τό ἐπιτραχήλιό του καί μ᾿ ἕνα ἀναμμένο κερί ἐπήγαινε στό Κοιμητήριο ῆς Σκήτης καί ἐδιάβαζε ἐπιμνημόσυνο δέησι γιά τούς κοιμηθέντας ἀδελφούς. Μοῦ διηγήθηκαν ἄλλοι πατέρες ὅτι ὁ παπᾶ Λεόντιος ἐδιάβασε μεγαλόσχημους πολλούς ἡλικιωμένους πατέρες, οἱ ὁποῖοι μετά τήν κουρά τους, ἀναχωροῦσαν γιά τίς αἰώνιες μονές.
Ἀγάπησε τήν σιωπή, ἀλλά μέ διάκρισι, διότι μία σοφή παροιμία λέγει: «Ἄλλοι ἁμαρτάνουν ὅλη τήν ἡμέρα καί δέν σφάλλουν, ἐνῶ ἄλλοι ὁμιλοῦν καί ἁμαρτάνουν». Ἀπ᾿ αὐτά τά λόγια καταλαβαίνουμε ὅτι δέν ἔχουν ἀξία τά λόγια ἤ ἡ σιωπή καθ᾿ ἑαυτά, ἀλλά ἡ καρδία καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατά πόσον ἐργάζονται τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἤ κυριεύονται ἀπό τά πάθη.
Μοναχός Ἡσαΐας ὁ Προδρομίτης
Ὁ μεγαλόχημος μοναχός Ἡσαΐας Ντραγκιτσέσκου γεννήθηκε στήν κοινότητα Ἀνινοάσα τοῦ νομοῦ Μουσκέλ Ρουμανίας τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ ἔτους 1807. Στό βάπτισμά του ἐπῆρε τό ὄνομα Ἰωάννης. Κατ᾿ ἀρχήν ἐμόνασε στήν μονή Χωραΐτσα καί τό 1845 ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκε στό Κελλί «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου» τῆς Ἁγίας Ἄννης. Τό 1857 ἦλθε στήν Ρουμανική Σκήτη Τ. Προδρόμου καί ἔμεινε μέχρι τόν θάνατό του, πού συνέβη στίς 23 Σεπτεμβρίου 1902. Ἐκοιμήθη σέ ἡλικία 95 ἐτῶν ἀπό τά ὁποῖα τά 57 ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ π. Ἡσαΐας ἦτο ἕνας σοφός διδάσκαλος καί πνευματικός ὁδηγός, παρότι δέν σπούδασε σέ σχολεῖα τοῦ κόσμου, ἀλλά στό πανεπιστήμιο τῆς Ἐρήμου. Μέ τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις καί τόν εὐπροσήγορο τρόπο του ἐστήριζε πνευματικά πολλούς ἀνθρώπους, ἐσυμβούλευε κυρίως τούς νέους μοναχούς καί εἶχε τό χάρισμα νά μαλακώνη καί τήν πιό σκληρή καρδιά. Ὅσα χρόνια ἔζησε στήν Σκήτη μέ τό χάρισμα τοῦ λόγου πολλούς λάϊκούς Χριστιανούς ἐπέστρεψε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐνῶ ἄλλους ἐβοήθησε νά ἀφιερωθοῦν στήν μοναχική ζωή.
Πέρασε μέ μεγάλη πτωχεία τήν ζωή του, κοπιάζοντας νά ἐφαρμόση πλήρως τήν ἀρετή τῆς ἀκτημοσύνης. Μέχρι τά γεράματά του διατηροῦσε τό ἀγωνιστικό του φρόνημα καί ἀπέφευγε τήν σπατάλη γιά ὅ,τι δήποτε πρᾶγμα.
Μαζί του ἐμόνασε καί ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του Μαρῖνος, ὁ ὁποῖος στήν κουρά του ἔλαβε τό ὄνομα Μᾶρκος μοναχός καί ἐκοιμήθη 15 ἡμέρες μετά τόν ἀδελφό του.
Ὅταν ζοῦσε μᾶς εἶχε διηγηθῆ ἀπό παλαιοτέρους μοναχούς μέ ποιό τρόπο βρέθηκε τό νερό τοῦ κήπου τῆς Σκήτης μας. Σ᾿ ἐκεῖνο τό μέρος ὑπῆρχε, πρίν ἱδρυθῆ ἡ Σκήτη, τό Κελλίον πρός τιμήν τῆς Ἀποτομῆς τοῦ Προδρόμου, στό ὁποῖον ἐμόναζαν συνήθως ρουμᾶνοι μοναχοί. Τό 1720 ἕνας μοναχός, μετά ἀπό πολλές προσευχές γιά τήν ἀνεύρεσι νεροῦ, ἀξιώθηκε νά δεχθῆ τήν ἐπίσκεψι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖι τοῦ εἶπαν τά ἑξῆς: «Σκάψε κοντά στίς ἐλιές τοῦ κήπου καί θά εὑρεθῆ τό νερό». Πράγματι τό νερό βρέθηκε στά 4 μέτρα καί ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Εἰς ἀνάμνησιν καί εὐχαριστίαν πρός τούς Τρεῖς ἱεράρχες οἱ ἁγιογράφοι Πατέρες ζωγράφισαν τότε μία εἰκόνα τῶν Ἁγίων νά ὑποδεικνύουν στόν μοναχό τό σημεῖο ἀνευρέσεως τοῦ νεροῦ. Αὐτή ἡ εἰκόνα σήμερα ὑπάρχει στό παρεκκλήσιο τῆς Ἀποτομῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Στήν ἴδια εἰκόνα ἔχουν ζωγραφισθῆ καί ἄλλα θαύματα πού ἔγιναν κατά καιρούς στήν Ρουμανική Σκήτη παλαιότερα.
Ὁ ἐρημίτης μοναχός Σάββας Μπάνκο
Ὁ π. Σάββας γεννήθηκε στήν πόλι Ἀλεξάνδρεια τῆς Ρουμανίας στίς 29 Αὐγούστου 1837. Στό βάπτισμά του ἐπῆρε τό ὄνομα Στέφανος. Οἱ γονεῖς του Χρῆστος καί Νόννα ἦσαν βούλγαροι καί κατοικοῦσαν στό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας. Λόγῳ τοῦ ἐπισυμβάντος πολέμου μεταξύ Τουρκίας καί τοῦ τότε σκλαβωμένου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, αὐτοί γιά περισσότερη ἀσφάλεια ἀνεχώρησαν γιά τήν Ρουμανία.
Στήν Ρουμανική Σκήτη ἦλθε τό 1859 σέ ἡλικία 22 ἐτῶν. Μεγαλόσχημος ἔγινε τό 1863 καί τό 1867 ἐξῆλθε στό ἡσυχαστικό στάδιο ἀγωνιζόμενος μέχρι θανάτου, πού συνέβη στίς 20 Σεπτεμβρίου 1902. Διακρίθηκε γιά τήν φιλοξενία καί τήν ταπείνωσί του. Τό κελλί στό ὁποῖον ἀγωνίσθηκε μέ ἄκρα αὐταπάρνησι καί ὑπομονή εἶναι πλησίον τοῦ Ἁγιάσματος τοῦ Ἁγίου Ἀθανάσίου τοῦ Ἀθωνίτου καί ὀνομάζεται «Τουρλωτή». Ὅταν τόν ἐπεσκέπτοντο Ἀδελφοί στό κελλί του, προσφερόταν ὁλοκληρωτικά σ᾿ αὐτούς ἀφήνοντας ὅλα τά ἰδικά του καθήκοντα. Μετά τήν ἀναχώρησί τους ἐνήστευε ἐπί διήμερον ἐπιτελῶντας ταυτόχρονα καί τά καθήκοντα τῆς προσευχῆς πού παρέλειψε, λόγῳ τῆς φιλοξενίας τῶν προσκυνητῶν.
Κάποτε, θέλοντας νά τόν πειράξω, τόν πλησίασα ἐκεῖ πού καθόταν, κάτω ἀπό τήν κληματαριά καί τοῦ εἶπα:
-Πάτερ Σάββα, στήν ἐκκλησία κἄπου-κἄπου μοῦ ἔρχεται λίγη κατάνυξις, ἀλλά, ὅταν κάνω στό κελλί μου τόν κανόνα τῆς προσευχῆς μου, ὁ νοῦς μου σκορπίζεται ἐδῶ καί ἐκεῖ.
-Πίστεψέ με, πάτερ Εἰρήναρχε, μοῦ εἶπε πολλές φορές καί χωρίς τήν θέλησί μου, μοῦ ἔρχεται πένθος καί δάκρυα. Ἔτσι καθαρίζει ὁ νοῦς μου καί ἡ καρδιά μου ἀπό τά πονηρά νοήματα καί αἰσθήματα καί μπορῶ νά προσεύχωμαι πλέον ἀπερίσπαστα, χωρίς νοερό διασκορπισμό.
Τότε ἐγώ κατάλαβα ὅτι αὐτός ἔχει ὑψηλή πολιτεία καί πολλά χαρίσματα. Γι᾿ αὐτό ἦτο γνωστός καί ξακουστός ὄχι μόνο μέσα στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Ἐλλάδα, ἀλλά καί ἔξω ἀπ᾿ αὐτήν, λόγῳ τῆς ἀγάπης καί φιλοξενίας πού πρόσφερε στούς διαφόρους προσκυνητές.
Ποτέ δέν τόν ἔβλεπες σκυθρωπό, ἀλλά πάντποτε χαρούμενο καί μέ βλέμμα ταπεινό. Ἡ ὁμιλία του ἦτο γλυκειά καί ἑλκυστική σάν τόν μαγνήτη. Φοροῦσε ἁπλᾶ ἐνδύματα καί πάντοτε περπατοῦσε ἔχοντας τό κομποσχοίνι στό χέρι του.
Εὐλαβεῖτο πολύ τήν ὑπεραγία Θεοτόκο καί συχνά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς της, καθώς καί τήν προσευχή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Κύριε Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ ἐνδοξαζόμενος Ποιητής πάσηςε κτίσεως ὁρατῆς τε καί νοερᾶς...»
Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Ἡ μητέρα μου
Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.
Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια. Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της. Στά μνημόσυνα τῶ νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατο πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε. Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπήγαιναμε στήν ἐκκλησία. Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες
Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.
Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.
Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της...
Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».
Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».
Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».
Σάν γερόντισσα στήν ἡλικία, παρότι ἔπασχε ἀπό ἀσθένειες, οὐδέποτε ἀπουσίασε ἀπό τήν ἐκκλησία. Διατηροῦσαν μία συνήθεια οἱ νοικοκυρές νά ἀσπάζωνται τό χέρι τῶν γερόντων καί τῶν χηρῶν καί νά τούς βάζουν στό χέρι χρήματα. Κάποτε μ᾿ἐρώτησε, ἄν εἶναι καλό αὐτό πού κάνει. Μοῦ ἔλεγε: «Ποτέ δέν ἐξοδεύω αὐτά χρήματα γιά μένα, ἀλλά ἀγοράζω μέ αὐτά κεριά καί τά ἀνάβω μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο· καί στό σπίτι μου γιά κάθε φράγκο κάνω καί ἀπό δέκα μετάνοιες, γιά τήν ὑγεία πού μοῦ ἔδωσε.
Ἄλλη φορά ἤθελα νά μάθω τί ξέρει ἡ μητέρα μου ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μοῦ ἔλεγε τότε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό Ὄνειρο τῆς Παναγίας, τήν Ἐπιστολή, τά ὁποῖα ἀπήγγειλλε ἀπό στήθους. Ἐπίσης ὁλόκληρα κείμενα ἀπό τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τούς Ψαλμούς. Μοῦ ἔλεγε τόν Ψαλμό 49. Ἐγνώριζε ἀπό στήθους πολλές προσευχές, τροπάρια, στιχηρά τῶν ἑορτῶν, τά ὁποῖα ἐμάθαινε στήν ἐκκλησία. Ἐθαύμασα γιά ὅλα αὐτά διότι δέν μοῦ εἶχε δώσει κάποια αἴσθησι ὅτι τά ἐγνώριζε καί τά κρατοῦσε μέσα της μέ πολλή ἀφοσίωσι.
Πάντοτε στήν προσευχή. Πρίν νά βγοῦμε ἀπό τό σπίτι, τήν ἐβλέπαμε ἀμέσως καί ἐπήγαινε στά εἰκονίσματα. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἔκανε μερικές μετάνοιες καί μετά ἄρχιζε τίς δουλειές της. Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου τά ἔλεγε μέ πολλή ψυχική θερμότητα, μέ ἐμπιστοσύνη καί ἀκλόνητη ἐλπίδα στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Γιά τόν θάνατό της ἦτο προετοιμασμένη, πρίν ἀπό πολύ καιρό. Τό φόρεμά της γιά τόν τάφο της, τό σεντόνι γιά τό φέρετρό της καί ἕνα μάτσο κεριά τά εἶχε ἑτοιμάσει καί τά κρατοῦσε στό σεντοῦκι της. Μερικές ἑβδομάδες πρίν ἀπό τόν θάνατό της, πηγαίνοντας νά τήν ἰδῶ ἀκόμη μιά φορά, τῆς ἔδωσα μία δεσμίδα κερί καθαρό, πού μοῦ τό χάρισε ὁ π. Μακάριος. Τῆς ἔδωσα μεγάλη χαρά γι᾿ αὐτά. Τά ἔβαλε στό σεντοῦκι της καί μ᾿ αὐτή τήν εὐκαιρία εἶδα τί εἶχε μέσα.
Ἐπέρασε στήν αἰωνιότητα στίς 4 Ἰουλίου 1967, μετά ἀπό κάποια ὀλιγόμηνη ἀσθένεια.
Ἀκόμη, πρίν ἀπό τήν νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων-τήν χρονιά αὐτή διαρκοῦσε μόνο τρεῖς ἡμέρες-ἐκάλεσε τήν ἀδελφή μου Γλυκερία: «Νά καλέσης τόν πάτερ Ἰονίκα νά μέ ἐξομολογήση καί νά μέ κοινωνήση».
Ἐνήστευσε τρεῖς ἡμέρες, ἐξωμολογήθηκε καί κοινώνησε. Τό Σάββατο 1η Ἰουλίου πλύθηκε, ἄλλαξε, κατά τήν συνήθειά της, χτενίσθηκε καί εἶπε στήν Γλυκερία:
-Πάρε τό σεντόνι καί σκέπασέ με, διότι νά, βλέπεις, ἔρχονται στόν δρόμο τρεῖς γυναῖκες στά λευκά ντυμένες.
-Ποῦ εἶναι μαμά; Τήν ἐρώτησε ἡ Γλυκερία κυττάζοντας πρός τό παράθυρο χωρίς νά ἰδῆ κάποιον..
-Ἄφησε. Αὐτές ἔχουν δουλειά μέ μένα καί ὄχι μέ σένα...
Κάποια νύκτα ἀπό τίς τελευταῖες της εἶδε στό ὄνειρό της τόν Δημήτριο, τόν μικρότερο γυιό της πού πέθανε πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους μας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἦτο πάντοτε ἀπαρηγόρητη...Ἦτο τό παιδί μέ λευκό ὑποκάμισο, μέ τό κεφάλι ἄσκεπο, μέσα σ᾿ ἕνα μεγάλο λιβάδι καί συνέλλεγε λουλούδια.
-Τί κάνεις ἐδῶ; Τόν ἐρώτησε ἐκείνη.
-Μαζεύω λουλούδια, τῆς ἀπήντησε ὁ γυιός της.
-Καί γιατί εἶσαι ἀσκέπαστος στό κεφάλι; Ἐγώ σοῦ φόρεσα καπελλάκι.
-'Εδῶ δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, τῆς ἀπήντησε χαρούμενος ὁ γυιός της....
Μετά τήν Θεία Κοινωνία τό πρόσωπό της ἀλλοιώθηκε. Δέν ἔφαγε πλέον πάλι τίποτε, ἀλλά ζητοῦσε μόνο κρῦο νερό γιά νά δροσίζεται, ἐπειδή καιγόταν στόν πυρεττό. Κατόπιν εἶχε μεγάλη εὐθυμία, τήν ὁποία οὐδέποτε εἶχε δείξει καί ἄρχισε νά ψάλλη ἀπό τά τροπάρια πού εἶχε μάθει στήν ἐκκλησία: «Χριστός ἀνέστη...», «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...», «"Η Γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...», τό τροπάριο τῆς Πεντηκοστῆς καί ἄλλα. Ἀκόμη προσευχόταν ἀκατάπαυστα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τήν ἁμαρτωλή. Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, ἐλέησόν με τήν ἁμαρτωλή». «Κύριε μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με», τόν 50ον Ψαλμό καί ἐπανελάμβανε πάντοτε: «Δέξου Κύριε αὐτούς πού ἔρχονται σέ Σένα καί μετά δέξου καί μένα...».
Τήν τελευταία ἡμέρα, μῆνα καί νύκτα πρός τήν ἡμέρα Τρίτη, δέν κοιμήθηκε καθόλου, ἀλλά προσευχόταν συνεχῶς ψιθυριστά. Κατόπιν εἶπε στήν Γλυκερία: «Νά μοῦ κάνης ὡραῖο μνημόσυνο μέ κόλυβα, μέ πρόσφορο, μέ λουλούδια καί....νά δώσης στόν πάτερ (Πετρώνιο) λευκή τήν λύσι τῶν ἁμαρτιῶν μου νά τήν ἔχη σάν ἐνθύμιο ἀπό τήν μάννα του...».
Τήν τρίτη τό πρωΐ, 4η Ἰουλίου, ὅταν ἤρχοντο οἱ πρῶτες ἀκτῖνες στό παράθυρο τοῦ δωματίου της, ἐζήτησε ἀπό τήν Γλυκερία τό κερί, ἄνοιξε τά μάτια της καί ἐψιθύρισε: «Συγχώρεσέ με...!», κατόπιν ἐστράφη πρός τό ἄλλο μέρος καί ἐκοιμήθη ὁριστικά...Ἡ ψυχή της ἐπέταξε ἀπό τό χωμάτινο σκεῦος τοῦ σώματός της, πού τόσο πολύ βασανίσθηκε καί ταλαιπωρήθηκε. Τό πρόσωπό της ἦτο εἰρηνικό καί ἕνα χαμόγελο κρεμόταν ἀπό τά χείλη της...
Ἔζησε περίπου 87 χρόνια, ἀπό τά ὁποῖα 39 μέ τόν ἄνδρα της καί τά ὑπόλοιπα 25 σάν χήρα. Γεννήθηκε στίς 8 Σεπτεμβρίου 1880, παντρεύθηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1903, ἀπέθανε στίς 4 Ἰουλίου 1967.
Ὁ πατέρας μου γεννήθηκε τό 1873 καί ἀπέθανε τήν 1ην Αὐγούστου 1942.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
2003
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου