«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Μον. π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἕνας ιερεύς καί ένας διάκονος πού ζούσαν στήν Κωνσταντίνούπολι έτρεφαν μεταξύ τους μεγάλη πνευματική άγάπη, άλλά άπό δαιμονική συνεργεία τόσο ψυχράνθηκαν μεταξύ τους, ώστε έμειναν άσυμφιλίωτοι μέχρι πού πέθανε ό ιερεύς.
Ό διάκονος τότε ἐλυπεῖτο άπαρηγόρητα διότι δέν επρόφθασε νά διαλύση τήν έχθρα μέ τόν άδελφό του και έτρεξε νά τό έξομολογηθή σέ διακριτικούς πατέρας. Εκείνοι τοῦ ύπέδειξαν ένα άγιο άσκητή, ὁ όποιος τοῦ είπε τά εξής: «Όποιος ζητεί κάτι μέ πίστι θά τό εύρη καί όποιος κρούει πρόθυμα τήν θύρα θά τοῦ άνοιχθή, κατά τόν άψευδή λόγο τοῦ Κυρίου. Λοιπόν, πήγαινε τώρα στό σπίτι καί τήν νύκτα νά πάς στόν μεγάλο Ναό τής Αγίας Σοφίας. Όποιος έλθει πρώτος ἐκεῖ, χαιρέτησε τον έκ μέρους μου, δός του τό σφραγισμένο αύτό γράμμα μου καί θά λάβης έξάπαντος άπό εκείνον τήν διόρθωσι τοῦ σφάλματος σου».
Επήγε λοιπόν ό διάκονος τά μεσάνυκτα στόν Ναό καί στάθηκε έξω στόν νάρθηκα. Ήλθε λοιπόν ένας άνθρωπος, τόν όποιον χαιρέτισε ὁ διάκονος καί τοῦ έδωσε τό γράμμα τοῦ ἀσκητοῦ. Ἐκεῖνος τό έδιάβασε καί άρχισε νά κλαίη λέγοντας μέ ταπείνωσι: «Ποιός είμαι έγώ ὁ ελάχιστος γιά νά τολμήσω τέτοιο έργο; Όμως έλπίζω στίς εὐχές έκείνου ὁ όποιος σέ έστειλε καί θά τολμήσω αύτό, άν καί είναι άνώτερο άπό τίς δυνάμεις μου».
Καθώς λοιπόν στεκόταν μπροστά στίς κλεισμένες πύλες τοῦ ναοῦ, έκλινε τά γόνατα καί ύψωσε τά χέρια του καί τόν νοῦ του στόν οὐρανό καί προσευχήθηκε σιωπηλά στόν Θεό. Μετά άπό λίγο σηκώθηκε καί είπε: «Άνοιξε σέ ἐμάς τήν θύρα τοῦ ελέους Σου, Κύριε», καί ὦ τού θαύματος, ἄνοιξαν μόνες τους οἱ πύλες καί μπήκαν μέ τόν διάκονο στόν χώρο τοΰ Νάρθηκος. Στεκόμενοι μπροστά στίς ἀργυρές θύρες τοῦ Ναοῦ, έκανε τήν συνήθη προσευχή ὁ θαυμάσιος εκείνος άνθρωπος καί άνοιξαν μόνες τους. Μπήκε ό ίδιος μέσα στόν Ναό, ένώ τόν διάκονο άφησε στό Νάρθηκα, ὁ όποιος, είδε παράδοξο θέαμα. Άπό τήν σκεπή τοῦ Ναού κατέβηκε μία φωτεινή λυχνία στήν κεφαλή αὐτοῦ τοῦ ἀνδρός καί σ' όλο τόν Ναό καί, όπου έκείνος έπήγαινε τόν ἀκολουθοῦσε ἡ φωτεινή αύτή άκτινοβολία. Όταν έφθασε στό Άγιο Βήμα, γονάτισε καί προσευχήθηκε. Μετά βγήκε έξω, όπου ήταν ό διάκονος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκπλαγεῖ βλέποντας τέτοια παράδοξα πράγματα καί δέν τολμούσε νά πλησιάση ένα τέτοιο άνθρωπο πού τό πρόσωπο του έλαμπε ὡς τοῦ ἀγγέλου. Μάλιστα ἀναρωτοῦσε τόν ἑαυτό του: «Μήπως αύτός εἶναι άγγελος καί όχι άνθρωπος»; Αντιληφθείς μέ τό διορατικό του μάτι ὁ ἐπίγειος αύτός άγγελος τήν πάλη τῶν λογισμών του, τοῦ είπε: «Γιατί πολεμείσαι καί ταράζεσαι μέ τούς λογισμούς σου γιά μένα, άνθρωπέ μου»; Πίστεψε με, ότι καί έγώ είμαι θνητός άνθρωπος, άπό σώμα καί ψυχή, όπως όλοι οί άνθρωποι. Τό έπάγγελμά μου είναι γραμματεύς σέ μία πλούσια οικογένεια καί άπ' αύτό λαμβάνω τά άναγκαΐα γιά τήν ζωή μου' άλλά ή θεία Πρόνοια πού κυβερνά τά πάντα τέλεια, συνηθίζει πολλές φορές καί μέ εὐτελεῖς άνθρώπους νά επιτελή μεγάλα καί θαυμάσια πράγματα. Πλήν όμως, άδελφέ, ἄς πάμε γιά τήν ύπόθεσί σου πού ήλθαμε».
Πηγαίνοντες καί οί δύο στήν αγορά έφθασαν στόν ἐκεῖ Ναό τῆς Θεοτόκου τῶν Βλάχερνών. Προσευχήθηκε καί πάλι, άνοιξαν οί θύρες καί μπήκε μέσα, τόν δέ διάκονο άφησε νά στέκη στίς θύρες τοῦ Ναοῦ, λέγοντάς του νά βλέπη προσεκτικά έκείνους πού μπαίνουν στόν Ναό. Ἐκεῖνος στάθηκε γονατιστός στό μέσον τοῦ Ναοῦ προσευχόμενος μέ περισσότερη θερμότητα. Τότε κοιτάζοντας ὁ διάκονος άπό μακριά, είδε καθαρά ένα διάκονο πού έξήλθε άπό τό Ιερό Βήμα καί θυμιάτιζε τόν Ναό. Μετά άπό λίγο εἶδε μερικούς κληρικούς πού φορούσαν λαμπρές ιερατικές στολές καί μετά άπ' αύτούς ένα άλλο τάγμα ιερέων πού στάθηκαν στούς δύο χορούς καί έψαλλαν ένα γλυκύτατο καί παναρμόνιο μέλος. Άπό τό μέλος αύτό άλλο λόγο δέν μπόρεσε νά καταλάβη ὁ διάκονος παρά μόνο τό «Αλληλούια».
Ἀφοῦ τελείωσε τήν προσευχή του ὁ ἅγιος αύτός άνθρωπος, ήλθε στόν διάκονο καί τοῦ λέγει: «Αδελφέ, έμπα άνεμπόδιστα στόν Ναό καί βλέποντας τούς ιερείς στόν άριστερό χορό, προσπάθησε νά γνωρίσης τόν ιερέα μέ τόν όποιον είσαι άσυμφιλίωτος». Τότε μπαίνοντας μέ φόβο μέσα στόν Ναό ό διάκονος καί βλέποντας στόν άριστερό χορό, όπως προστάχθηκε, ήλθε έξω καί είπε στόν άνθρωπο τοῦ Θεού: «Δέν μπόρεσα νά γνωρίσω ἐκεῖ τόν ιερέα μέ τόν ὁποῖον είχα τήν έχθρα». Τότε τού λέγει ό άγιος άνθρωπος: «Έμπα πάλι στόν Ναό καί βλέπε τώρα στόν δεξιό χορό». Κάνοντας τήν έντολή του ό διάκονος, έγνώρισε τόν ζητούμενο ιερέα. Βγαίνοντας στόν Νάρθηκα τό ανήγγειλε στόν θείο άνδρα, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Έάν τόν έγνώρισες καλά ότι αύτός είναι ὁ ζητούμενος άπό εσένα ιερεύς, πήγαινε νά τοῦ ειπής ότι Νικήτας ὁ Χαρτουλάριος (γραμματεύς) στέκεται εξω καί σέ προσκαλεί». Έμπήκε μέσα λοιπόν ό διάκονος έπήρε άπό τό χέρι τόν ιερέα εκείνον καί τόν έφερε έξω. Τότε ό θαυμάσιος ἐκεῖνος μέ πραεῖα φωνή τοῦ είπε: «Κύριε Πρεσβύτερε, κάνε άγάπη μέ τόν άδελφό, έπειδή δέν πρόφθασες νά συμφιλιωθής μαζί του, όταν ήσουν άκόμη στήν ζωή». Τότε ό ιερεύς καί ό διάκονος έβαλαν ό ένας πρός τόν άλλο μετάνοια, άσπάσθηκαν μεταξύ τους καί έτσι διέλυσαν τήν έχθρα πού τούς έχώριζε. Κατόπιν ὁ μέν ιερεύς μπήκε πάλι στόν Ναό καί στάθηκε στόν τόπο του, ὁ δέ άνθρωπος τοῦ Θεοῦ Νικήτας επήρε τόν διάκονο καί βγήκαν έξω, ένώ οἱ πύλες τῆς εκκλησίας έκλειναν μόνες τους.
Ἀφοῦ περπάτησαν λίγο δρόμο μαζί, είπε ό άγιος στόν διάκονο: «Άδελφέ, άγωνίζου πάντοτε νά σώσης τήν ψυχή σου καί τόν άγιο Γέροντα πού σέ έστειλε σέ μένα τόν εύτελή νά τοῦ εἰπῆς ότι ἡ καθαρότης τών προσευχών του καί ή παρρησία του πρός τόν Θεό κατώρθωσαν νά άναστήσουν καί νεκρό γιά νά γίνη ἡ συνδιαλλαγή μαζί σου. Έγώ τίποτε δέν βοήθησα σ' αύτό τό έργο».
Ἀφοῦ είπε αύτά ό τρισμακάριστος Νικήτας, έγινε άφαντος άπό τά μάτια τοῦ διακόνου, ὁ όποιος προσκύνησε τόν τόπο πού πατοῦσαν τά ιερά του πόδια καί μετέβη στόν άσκητή εκείνο καί τού φανέρωσε όλα αύτά.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου