Παναγιώτης Ν. Γκουρβέλος, Καθηγητής Θεολόγος
«Ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά τάσσεται ὑπέρ κανενός πολιτικοῦ κόμματος, ὅμως ἐμεῖς οἱ χριστιανοί σαφέστατα πρέπει νά ψηφίζουμε πολιτικούς πού ἐμπνέονται καί συγκινοῦνται ἀπό τά τά ἅγια ἰδανικά μας: τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, τήν Πατρίδα, τήν Οἰκογένεια καί φυσικά τήν Κοινωνική Δικαιοσύνη»: τήν ἁπλῆ καί ξεκάθαρη αὐτή θέση ὑποστηρίζω στό μικρό κείμενο πού ἀκολουθεῖ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ρωμαίϊκη (Βυζαντινή) πολιτική ἀρχή τῆς συναλληλίας ἤ συνεργασίας μεταξύ Ἐκκλησιαστικῆς καί Πολιτικῆς ἐξουσίας -ἤ ὀρθότερα διακονίας (=ὑπηρεσίας ὑπέρ τοῦ λαοῦ)- διαχωρίζει καισαρικά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τόσο ἀπό τόν παποκαισαρισμό ἤ θεοκρατία, τήν ὁποία ἐφάρμοζε κατά τόν Μεσαίωνα ἡ Δυτική (Ρωμαιοκαθολική) Ἐκκλησία καί μέχρι καί σήμερα ἐφαρμόζει ὁ Ἰσλαμισμός, ὅσο καί ἀπό τήν πολιτειοκρατία ἤ καισαροπαπισμό, τήν ὁποία υἱοθέτησαν στούς Νεώτερους χρόνους οἱ Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες). Μέ λόγια ἁπλά, θεοκρατία εἶναι τό πολίτευμα ἐκεῖνο κατά τό ὁποῖο ταυτίζονται, ἀσκούμενες ἀπό τὀ ἴδιο πρόσωπο, ἡ ἐκκλησιαστική μέ τήν πολιτική ἐξουσία καἰ ὅπου ἡ Ἠθική τῆς ἐπικρατούσης Θρησκείας ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρεωτικός νόμος ἀπό τήν Πολιτική και ἐν ταὐτῷ Θρησκευτική ἐξουσία. Στόν ἀντίποδα αὐτοῦ, τό Προτεσταντικό μοντέλο τῆς πολιτειοκρατίας ἐνστερνίζεται τόν πλήρη διαχωρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος, πράγμα πού σημαίνει τήν ὁλοκληρωτική ἀδιαφορία τῆς Ἐκκλησίας γιά τά πολιτικά τεκταινόμενα.
Νομίζω πώς γιά τόν ὅποιο καλοπροαίρετο χριστιανό καί ἐν ταὐτῷ Ἕλληνα πολίτη, τά δύο αὐτά πολιτεύματα, θεοκρατίας καί πολιτειοκρατίας εἶναι ἐξ ἴσου ἀπαράδεκτα καί ἀπόβλητα, καθώς καί τά δύο ὑπονομεύουν καί καταλύουν τό Χριστιανικό πολίτευμα τῆς συναλληλίας ἤ συνεργασίας μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ἀπό ἄποψη δηλαδή χριστιανική, ἀπορριπτέα εἶναι καί τά δυό ἄκρα: τόσο τῆς θεοκρατίας, πού ὑποτάσσει τήν Πολιτική ἐξουσία στήν Ἐκκλησιαστική, ὅσο καί τό ἀντίθετό του, τῆς πολιτειοκρατίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑποχείρια τοῦ Κράτους.
Κατά τούς νεώτερους χρόνους, ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ, τό μοντέλο τῆς θεοκρατίας, στήν Χριστιανική Δύση, ἐγκαταλείφθηκε -καί σωστά! Στήν Προτεσταντική ὅμως Βόρεια Εὐρώπη, ἐξακολουθεῖ καί σήμερα νά ὑφίσταται τό πολίτευμα τῆς πολιτειοκρατίας, πού σημαίνει τήν ὁλοκληρωτική ἐπιβολή τῆς Κρατικῆς ἐξουσίας ἐπί τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πιστῶν, κατά τό ἀξίωμα τῶν Διαμαρτυρομένων: «eius regio, eius religio (=ὅποιου ἄρχοντα, ἡγεμόνα εἶναι ἡ περιοχή, τό κράτος, τοῦ ἴδιου εἶναι, δηλ. αὐτός καθορίζει καί τήν θρησκεία)»! Εἶναι ὅμως σωστό αὐτό; Δέν πρέπει ἡ Ἐκκλησία καί οἱ χριστιανοί, ὄχι νά ἀσκεῖ πολιτική ἐξουσία -πρός Θεοῦ!, ἀλλά νά ἔχει λόγο γιά τά πολιτικά μας πράγματα;
Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί ἀσφαλῶς και πρέπει νά ἔχουμε λόγο γιά τά μείζονα πολιτικά ζητήματα. Διότι, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, καταντᾶμε ἰδιῶτες, κατά πώς μέ περιφρόνηση τούς ἀποκαλοῦσαν οἱ ἀρχαῖοί μας πρόγονοι, δηλαδή ἀνόητοι, βλάκες (=idiots), ὅπως λένε οἱ Βρεττανοί!
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἐμεῖς οἱ πιστοί δηλαδή, κλῆρος καί λαός μαζί, ὑπεραμύνεται τῶν ἱερῶν ἰδανικῶν μας: τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης, τῆς Πατρίδας, τῆς Οἰκογένειας καί φυσικά τῆς Κοινωνικῆς Δικαιοσύνης καί, κατ’ ἀντίστοφο λόγο, ἀντιμαχόμαστε ὅ,τι τά ἐπιβουλεύεται: ὑπερασπίζοντας τήν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀντιτασσόμαστε μέ πάθος -ναί μέ πάθος!- στό ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων, τό ὁποῖο δυστυχῶς ἔχει θεσμοθετηθεῖ ἀπό τήν Πολιτεία, μένοντας πιστοί στή διαυγέστατη χριστιανική διδασκαλία περί δημιουργίας ἀπό τόν Θεό δύο φύλων, τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας, ἀντιμαχόμαστε τήν καθιέρωση τοῦ παρά φύσιν καί παρά τό Θεῖο θέλημα μιαροῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων, καθώς καί τήν υἱοθεσία παιδιῶν ἀπό ἀφύσικα ὁμοφυλόφιλα ζευγάρια. Ἀκόμη, ἀπορρίπτοντας μέ βδελυγμία τόν μισάνθρωπο καί αἱμοβόρο καπιταλισμό (κεφαλαιοκρατία), ἀντιστρατευόμαστε τά ἐπιβληθέντα πρός πλήρη ἐξουθένωσή μας -ἐδῶ καί δεκατρία ὁλόκληρα χρόνια!- οἰκονομικά μνημόνια.
Ἀγαπώντας κατά φυσικό λόγο τήν Πατρίδα μας, ἀντιτασσόμαστε μέ παρρησία στήν κατάπτυστη συμφωνία τῶν Πρεσπῶν, πού έκχωρεῖ στούς Βουλγάρους τῶν Σκοπίων τό ἱερό ὄνομα τῆς Μακεδονίας μας, ὅπως ἀντιτασσόμαστε καί στήν πιθανή μελλοντική παράδοση ἐδάφους τῆς Πατρίδας μας στούς Τούρκους ἐχθρούς μας. Τασσόμενοι ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὅπως ἐγκαρδίως δέεται ἡ Ἐκκλησία μας καί κατά συνέπειαν καταδικάζοντας ἀπερίφραστα τήν Ρωσσική στρατιωτική εἰσβολή στήν Οὐκρανία, δέν παύουμε νά ἀγαπᾶμε τούς ὁμόδοξους Ρώσσους ἀδελφούς μας. Ὑπερασπιζόμενοι τήν ἐλευθερία («τό αὐτεξούσιον») τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντος ἱεροῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀντιταχθήκαμε στά τυραννικά καί ἀπάνθρωπα μέτρα πού μᾶς ἐπιβλήθησαν ἐν ὀνόματι τῆς ἐπιδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ.
Τέλος, ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωση πώς διαμέσου τοῦ Ὀρθόδοξου μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, τά παιδιά μας μυοῦνται στήν Πίστη, στή λατρεία καί στό ἦθος τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καταπολεμοῦμε μέ νύχια καί μέ δόντια τήν φασιστική ἐπιβολή τῶν ἀλλοιωμένων καί ἀντορθόδοξων, ἄοσμων καί ἄχρωμων Θρησκευτικῶν, τῶν ἐπιβληθέντων κατά παραγγελίαν τῆς Πανθρησκείας, τοὐτέστιν κατά παραγγελίαν τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καί τῆς Παγκοσμιοποίησης. Συμπερασματικά, ὅλοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὀφείλουμε νά ἀντιστεκόμαστε γενναῖα στά κελεύσματα τῆς φρικτῆς καί ἀντίχριστης Νέας Τάξης Πραγμάτων, πού κάποιοι ἰσχυροί στήν πατρίδα μας ἀλλά καί παγκοσμίως θέλουν στανικά νά μᾶς ἐπιβάλουν.
Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἀναφέρεται ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι συμβούλευσαν καί προέτρεψαν, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τούς χριστιανούς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων νά ἐκλέξουν τούς ἑπτά διακόνους γιά τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, δηλαδή τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τῶν χριστιανῶν, μέ κριτήρια τό νά ἔχουν καλή μαρτυρία ἀπό ὅλους, νά εἶναι ἔμπλεοι ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί νά ἔχουν σοφία (Πραξ. 6,3).
Ἐν ὄψει λοιπόν καί τῶν ἐκλογῶν τῆς 25ης Ἰουνίου, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί (κλῆρος+λαός) ἔχουμε ὑποχρέωση ἱερή νά ψηφίσουμε καί να στείλουμε στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων ἄντρες καί γυναῖκες, πού θά ἐμφοροῦνται ἀπό τά ἅγια ἰδανικά μας καί οἱ ὁποῖοι θά δεσμευτοῦν πώς ἐπ΄οὐδενί λόγῳ δέν θά ψηφίσουν ἀντίχριστους καί ἀνήθικους καί ἄδικους νόμους. Ἀμήν!
Καθηγητής Θεολόγος