Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

Ο καλός οικογενειάρχης μπαρμπα-Βάσος

Ο κύριος Βασίλης, που οι δικοί του άνθρωποι τον αποκαλούσαν μπαρμπα-Βάσο, ήταν πρότυπο “καλού κ' αγαθού” άνθρωπος.

Πολύ νέος έφυγε από την Τσαγκαράδα του Πηλίου που γεννήθηκε και πήγε στην Αίγυπτο, όπου με την εργατικότητα και την τιμιότητα που τον διέκρινε απέκτησε μια σημαντική περιουσία. Γύρισε στην Ελλάδα λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο, προκειμένου να δημουργήσει οικογένεια. Παντρεύτηκε μια φτωχή αλλά σοβαρή και χαριτωμένη κοπέλλα από την Κρήτη, τη Μαρίκα, και έζησαν μαζί αγαπημένοι για πάνω από πενήντα χρόνια.

Παιδιά δεν απέκτησαν, όμως ο μπαρμπα-Βάσος υιοθέτησε κατά κάποιο τρόπο την οικογένεια της συζύγου του. Η Μαρίκα είχε άλλη μια μικρότερη αδελφή, την Ελένη, και τρεις αδελφούς, τον Κωνσταντίνο, το Μιχάλη και το Νικόλαο, που από την αρχή τους θεώρησε και δικά του αδέλφια. Κι αυτό όχι μόνο με λόγια, αλλά έμπρακτα. Αγόρασε ένα μεγάλο οικόπεδο σ' έναν όμορφο δρόμο της Κηφισιάς, την οδό Δημοσθένους, που ενώ ήταν σχεδόν στο κέντρο της πόλης, είχε ησυχία, τη σκίαζαν μεγάλα δέντρα και στο πλάι περνούσε η αμπολή που έφερνε το νερό από τις πηγές του Κοκκιναρά και το χρησιμοποιούσαν για πότισμα οι καλλιεργητές της Κάτω Κηφισιάς που τα χρόνια εκείνα ήταν καθαρά αγροτική περιοχή.

Στο οικόπεδο αυτό έκτισε ένα ευρύχωρο ωραίο σπίτι. Στο ισόγειο υπήρχαν οι χώροι υποδοχής, μια μεγάλη τραπεζαρία, κουζίνα, βιβλιοθήκη με γραφείο και μπάνιο. Στο επάνω πάτωμα φρόντισε να υπάρχουν κρεββατοκάμαρες για όλα τ' αδέλφια της Μαρίκας για να μένουν μαζί τους όσον καιρό το επιθυμούσαν. 'Οταν μάλιστα παντρεύτηκε και η αδελφή της η Ελένη που ήταν δασκάλα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο σπίτι της Κηφισιάς μαζί με το δικηγόρο συζυγό της.

Ο καλός χαρακτήρας του μπαρμπα-Βάσου εξασφάλιζε την ειρηνική συμβίωση μεταξύ των μελών της οικογένειας. 'Εδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για όλους και όχι μόνο με τη φιλοξενία. Βοήθησε τους δυο μικρότερους αδελφούς της συζύγου του, το Μιχάλη και το Νικόλαο, να σπουδάσουν κι έτσι ο Μιχάλης πήρε το πτυχίο της νομικής και εξάσκησε τη δικηγορία, ενώ ο Νικόλαος έγινε γιατρός με ειδικότητα στομαχολόγου. Ο μεγαλύτερος, ο Κώστας, πήρε δικό του δρόμο και ασχολήθηκε με το εμπόριο.

Ο μπαρμπα-Βάσος αγαπούσε τη Μαρίκα, χαιρόταν με το ρόλο του αρχηγού αυτής της πολυμελούς οικογένειας και το σπίτι του ήταν σαν μιά ανοιχτή αγκαλιά γιά τον καθένα τους. 'Ηταν ευλογία Θεού να τους βλέπεις αγαπημένους στο τραπέζι την ώρα του φαγητού και ο μπαρμπα-Βάσος να λέει πάντα την προσευχή πριν καθίσουν και πριν σηκωθούν αφού τελείωναν. 'Η να ακούς τις πολιτισμένες συζητήσεις τους τα χειμωνιάτικα βράδια στο σαλόνι και τα καλοκαιρινά απογεύματα καθισμένους στην άνετη βεράντα.

Η συμπεριφορά του αυτή δεν ήταν τυχαία. 'Ηταν πιστός Χριστιανός. Εκκλησιαζόταν με ευλάβεια και μελετούσε καθημερινά το λόγο του Θεού, προσπαθώντας να τον εφαρμόζει στη ζωή του.

'Ηταν ακούραστος και καλός νοικοκύρης. Δημιούργησε έναν πανέμορφο κήπο με διάφορα λουλούδια και καλλωπιστικούς θάμνους στο μπροστινό μέρος, ενώ στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχαν πολλών ειδών οπωροφόρα δέντρα που εφοδίαζαν όλα τα μέλη με εκλεκτούς καρπούς. Επίσης στην άκρη του πίσω οικοπέδου είχαν μια κατσικούλα που αποδείχθηκε πολύτιμη τα χρόνια της κατοχής.

'Οταν οι αδελφοί δημιούργησαν δικές τους οικογένειες, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα. 'Ομως το σπίτι ήταν πάντα ανοιχτό για τους ίδιους, τις συζύγους και τα παιδιά τους που, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, απολάμβαναν το ωραίο φυσικό περιβάλλον και την ησυχία της Κηφισιώτικης κατοικίας. Επίσης στο σπίτι φιλοξενήθηκε για πολλά χρόνια η νεαρή Μαριάννα που είχε έλθει από την Κρήτη, ανηψιά του Γιώργου, συζύγου της Ελένης που κι αυτοί δεν είχαν παιδιά, μέχρις ότου παντρεύτηκε και απέκτησε δική της οικογένεια, της οποίας τα μέλη ήταν πάντα ευπρόσδεκτα και καλοδεχούμενα.

Τις μαύρες μέρες της Γερμανικής κατοχής, ο μπαρμπα-Βάσος εξάντλησε κάθε δυνατότητα για να εξασφαλίσει τη διατροφή όλων τους. Πουλούσε ότι πολύτιμο του είχε απομείνει στη “μαύρη αγορά”, για να προμηθεύεται τ' απαραίτητα τρόφιμα: λάδι, αλεύρι, όσπρια. Πούλησε ακόμα και τα χρυσά του δόντια. 'Ολοι θυμόντουσαν αργότερα τη χαρά του όταν κατάφερνε να προμηθευτεί ο,τιδήποτε μπορούσε ν' αποτελέσει μέρος της διατροφής τους, όπως αλεύρι από καλαμπόκι για την παρασκευή “μπομπότας”, ή υποκατάστατο καφέ από αλεσμένο και καβουρντισμένο ρεβύθι. Γελούσαν στην ανάμνηση του περιστατικού όταν θριαμβευτικά τους ανακοίνωσε ότι μπόρεσε να βρει κρέας, το οποίο όμως, παρά το πολύωρο βράσιμο, δεν μαλάκωνε και η έντονη μυρωδιά του τους έκανε να καταλάβουν ότι επρόκειτο για κρέας σκύλου.

Επίσης διηγούνταν ότι με το άκουσμα της σειρήνας, τους έπαιρνε όλους στο υπόγειο, όπου παρέμεναν κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, και μάλιστα τους ανάγκαζε να βάζουν από μια κατσαρόλα στο κεφάλι τους εν είδει κράνους.

Με το πέρασμα των χρόνων οι δυνάμεις του άρχισαν να εξασθενούν. Περιορίστηκε τώρα στην πολυθρόνα του στο σαλόνι. Αυτό όμως που τον στενοχωρούσε ήταν το πρόβλημα των ματιών του. Το γλαύκωμα που του είχε παρουσιαστεί είχε ως αποτέλεσμα να μείνει τελείως τυφλός το τελευταίο διάστημα της ζωής του. Τώρα παρακαλούσε τα παιδιά που έρχονταν στο σπίτι και ιδιαίτερα την κόρη και το γιό της Μαριάννας να του διαβάζουν αποσπάσματα από την Καινή Διαθήκη ή άρθρα από τα αγαπημένα του ορθόδοξα περιοδικά. Κι εκείνος, που η καρδιά του υπαγόρευε να ενδιαφέρεται πάντα ώστε να δίνει χαρά στους γύρω του, ζητούσε από τη Μαρίκα και την αδελφή της να προμηθεύονται έγκαιρα παιχνίδια για να τα προσφέρει στα παιδιά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.

Δεν γκρίνιαζε για την κατάστασή του και την αντιμετώπιζε με υπομονή. Μόνο που τώρα πια περνούσε περισσότερες ώρες στο κρεββάτι, καθώς και η καρδιά του παρουσίαζε προβλήματα και στο δωμάτιό του υπήρχε μόνιμα συσκευή οξυγόνου.

Αναχώρησε γαλήνια για την αιώνια ζωή, έχοντας εκπληρώσει την θεία εντολή της αγάπης προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους που συγκέντρωσε γύρω του. 'Επεσε ο κεντρικός στύλος που στήριζε το οικοδόμημα. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν τον ακολούθησε και η Μαρίκα, το σπίτι πουλήθηκε και στη θέση του κτίστηκαν σύγχρονες μαιζονέτες.

Τα επιζώντα μέλη της οικογένειας, όταν περνούν από το Β' Κοιμητήριο Αθηνών που βρίσκεται ο οικογενειακός τάφος, δεν θα πρέπει να ξεχνούν τον αγωνιστή που συνέβαλε τόσο στην πρόοδο και την ευημερία τους.