Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
Του Μητροπολιτου Φλωρίνης Αυγουστινου
«Ἐληλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθη ὁ υιός του ἀνθρώπου» (Ἰω. 12,23)
Ὄμορφη,
ἀγαπητοί μου, πεντάμορφη εἶνε ἡ Ἑλλάδα μας. Τὴν ὀμορφιά της ψάλλει ὁ
ποιητὴς Λορέντζος Μαβίλης, ποὺ ἔπεσε γιὰ τὴν ἐλευθερία στὰ ἠπειρωτικὰ
βουνὰ τὸ 1912· «Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει…». Καὶ
ὄχι μόνο δικοί μας· ξένοι ἀκόμη ἐπισκέπτες, ἀπὸ μέρη ὅπου ὁ οὐρανὸς
εἶνε ὅλο σύννεφα, χαίρονται τὶς ὀμορφιές της, δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ
φύγουν, θέλουν νὰ μείνουν μονίμως ἐδῶ.
Ὄμορφη ὅλη ἡ Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως ὅμως ἡ Μακεδονία εἶνε γεμάτη
χάρες καὶ καλωσύνες. Ἡ Μακεδονία, μὲ τὰ ψηλὰ βουνά, τὶς χιονισμένες
κορφές, τὰ μεγάλα ποτάμια, τὶς λίμνες, τοὺς κάμπους, ἡ Μακεδονία μὲ τὸ
Ἅγιο Ὄρος σὰν στέμμα βασιλικό, ἔχει ἰδιαίτερη χάρι κ᾽ εἶνε εὐλογημένη
ἀπὸ τὸ Θεό.
Ὡραία ἡ Μακεδονία, γεωγραφικῶς ἀλλὰ πολὺ ὡραιότερη ἱστορικῶς.
Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα διακρίθηκε
γιὰ τὴν ἑλληνικότητά της. Οἱ Μακεδόνες, πάντα ἑνωμένοι, ἔδωσαν μαθήματα
ὁμοφροσύνης στοὺς νοτιοελλαδῖτες Ἀθηναίους καὶ Σπαρτιάτες καὶ
Θηβαίους, ποὺ μάχονταν μεταξύ τους. Εἶνε τιμὴ τῆς Μακεδονίας, ὅτι ἕνα
εὐγενὲς τέκνο της, ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ συνέλαβε
τὴν ἰδέα νὰ ἑνώσῃ τοὺς Ἕλληνες· πῆρε τὴν Ἑλλάδα, τὴν ἔκανε μία ἑνιαία
χώρα καὶ ἔφερε τὴ δόξα της μέχρι τὸ Γάγγη ποταμό.
Ἀλλὰ δὲν σᾶς εἶπα ἀκόμη τίποτα.
* * *
Ἡ Μακεδονία, ἀγαπητοί μου, ἔχει
κ᾽ ἕνα ἄλλο μεγαλεῖο. Ὅπως γνωρίζουμε, ἀπὸ τὶς 5 ἠπείρους ἐκείνη ποὺ
ἔχει τὰ σκῆπτρα στὸν πολιτισμό, τὶς τέχνες καὶ τὶς ἐπιστῆμες εἶνε ἡ
Εὐρώπη. Ἡ Εὐρώπη λοιπὸν ἔγινε ἐξ ὁλοκλήρου χριστιανική· ἀπὸ τὴν Κρήτη
μέχρι τὰ Οὐράλια, ἀπὸ τὴ ῾Ρωσία μέχρι τὴν Ἱσπανία, κι ἀπὸ τὸ Γιβραλτὰρ
μέχρι τὴν Σκωτία καὶ τὴν Ἰρλανδία, ὅλος ὁ χῶρος της εἶνε
χριστιανικός· ἀκόμα καὶ στὴ Μόσχα οἱ ῾Ρῶσοι πιστεύουν, καὶ μάλιστα
περισσότερο ἀπὸ μᾶς. Μία μόνο γωνιὰ στὸ χάρτη τῆς Εὐρώπης, ἡ Ἀνατολικὴ
Θρᾴκη, ποὺ ἄλλοτε ἦταν χριστιανική, σήμερα κατοικεῖται ἀπὸ
μουσουλμάνους. Ἂς ὄψεται ἡ διχόνοιά μας· αὐτὴ εἶνε ἡ αἰτία ποὺ τώρα
ἐπάνω στὴν Ἁγια – Σοφιά, ἀντὶ νὰ κυματίζῃ ἡ σημαία τοῦ σταυροῦ, στέκει
τὸ μισοφέγγαρο τῶν σφαγέων τῆς Εὐρώπης.
Σήμερα λοιπὸν ὅλη σχεδὸν ἡ Εὐρώπη θεωρεῖται χριστιανική.
Κάποτε ὅμως δὲν ὑπῆρχε σ᾽ αὐτὴν οὔτε ἕνας Χριστιανός· παντοῦ
ἐπικρατοῦσε εἰδωλολατρία. Κρίμα στοὺς Παρθενῶνες, στοὺς σοφούς, στὰ
μεγάλα πνεύματα τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ κ᾽ ἐδῶ ἡ χώρα μας πνιγόταν στὸ σκοτάδι
τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Δὲν εἴμαστε δὰ τυφλοὶ οἱ Νεοέλληνες, ὥστε
ἄκριτα πᾶν ὅ,τι εἶνε ἑλληνικὸ νὰ τὸ θαυμάζουμε. Ὑπάρχουν ὄντως κορυφὲς
τοῦ παρελθόντος μας ποὺ ἀγγίζουν τὰ ἄστρα, ὑπάρχουν ὅμως καὶ βάθη
σκοτεινὰ ποὺ φτάνουν ὣς τὸν ᾅδη. Μὲ τὶς θεότητές της ἡ ἀρχαία θρησκεία
ἦταν ἴσον πορνεία, μοιχεία, ἀτιμία, αἶσχος· ὁ Ἑρμῆς δάσκαλος τῆς
κλεψιᾶς, ὁ Βάκχος τῆς μέθης, ὁ Ζεὺς τῆς μοιχείας, ἡ Ἀφροδίτη τῆς
πορνείας… Τέτοια ἦταν ἡ θρησκεία ἐκείνη. Καὶ ἦταν ῥιζωμένη αἰῶνες,
δέντρο μὲ ῥίζες βαθειές.
Ποιός τὸ ξερρρίζωσε; Ἡ «βιαία πνοὴ» τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Πράξ.
2,2) ποὺ ἔπνευσε ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Οἱ εὐφυεῖς πρόγονοί μας,
ἀνικανοποίητοι ἀπὸ τὰ ἐπινοήματα μιᾶς νοσηρῆς φαντασίας τοῦ
παρελθόντος, ἔβλεπαν μὲ ἀπαξίωσι τὴν πολυθεΐα καὶ κάποιοι τολμοῦσαν νὰ
ἐκφράζωνται μὲ ἀμφισβήτησι γιὰ τὸ θρησκευτικὸ μόρφωμα τοῦ δωδεκαθέου,
ποὺ μύριζε σάρκα καὶ λάσπη. Δὲν τοὺς γέμιζε πλέον τὴν ψυχή· εἶχαν
ἀρχίσει κιόλας νὰ τὸ ἀηδιάζουν. Βοηθούμενοι δὲ καὶ ἀπὸ μερικὰ ὀξυδερκῆ
πνεύματα σοφῶν καὶ ποιητῶν τους, δὲν δυσκολεύτηκαν, ὅταν «ἦλθε τὸ
πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4,4), νὰ δοῦν τὴ διαφορά. Μὲ ἁπλῆ σύγκρισι ἡ
ὑπεροχὴ τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ ἦταν ἐξόφθαλμη· τὴν ἔβλεπε ὅλος ὁ
κουρασμένος κόσμος καὶ ἑλκυόταν ἀπὸ τὸ σταυρό.
Σύντομα λοιπὸν καὶ οἱ Ἕλληνες, μὲ ἀπόφασι συνειδητὴ καὶ
σταθερή, ἐγκατέλειψαν τὸ θρησκευτικὸ ἐκεῖνο ἐξάμβλωμα· ὑπέγραψαν δὲ
αὐτὴ τὴν ἐπιλογή τους μὲ μεγάλες θυσίες. Χύθηκαν πολλὰ αἵματα, γιὰ νὰ
ξερριζωθῇ μέσα ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀρχαίων προγόνων μας τὸ δέντρο τῆς
εἰδωλολατρίας.
Μετὰ τὴν ἐκρίζωσί του ὅμως ἔμειναν κάποια λείψανα, τὰ ὁποῖα
θαυμάζουν ἀκόμη σήμερα ὡρισμένοι ἀρχαιολάτρες – εἰδωλολάτρες· κάτι
συνήθειες, κάτι ἔθιμα, κάτι προλήψεις, κάτι καρναβάλια, κάτι μαγεῖες,
κάτι δεισιδαιμονίες, κάτι τελετὲς καὶ μυστήρια, κάτι νεκρικὲς
παραδόσεις. Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ σᾶς τὰ δείξω. Σὰν ἕνα δέντρο ποὺ τὸ
ξερριζώνεις καὶ μένουν κάτω στὸ ἔδαφος μερικὲς ῥίζες, ἔτσι ὁ σταυρὸς
ξερρίζωσε μὲν τὸ δέντρο τῆς εἰδωλολατρίας, ἀλλὰ ἔμειναν κάτι
παμπάλαιες δαιμονικὲς ῥίζες· χθόνιες παραδόσεις, ἑορτασμοὶ μὲ φωτιές,
μαγεῖες μὲ πανσέληνο, παραμύθια μὲ νεράιδες, ἀποκριὲς μὲ
μεταμφιέσεις, καμώματα παγανιστικά, ποὺ καταδίκασε ὁ Χριστιανισμός.
Σὰν ὑπολείμματα ἀπὸ ἐξαγωγὴ σάπιου δοντιοῦ, ποὺ ἔκανε ὁ ὀδοντίατρος
καὶ χρειάζονται καθάρισμα, ἔτσι ἔμειναν αὐτὰ ἕως τὴν ἐποχή μας.
Λυπηρὸ εἶνε ὅτι κάποιοι νεοέλληνες, ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ
Χριστό, τὰ ἐκθειάζουν· κάθε φορὰ ποὺ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους λὲς καὶ
στάζει σιρόπι γιὰ τὴν ἀρχαία θρησκεία – τὸ ἀδύνατο σημεῖο τοῦ
παρελθόντος μας, ἀλλὰ φαρμάκι γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ – τὴν ἔνδοξη
συνέχεια καὶ τὸ καύχημά μας. Ἔχουν ὅμως αὐτοὶ ἐξουσία καὶ θέσεις, ἀπὸ
τὶς ὁποῖες ἐπιχειροῦν νὰ συνεχίσουν ἐκεῖνο ποὺ τόλμησε νὰ κάνῃ ὁ
Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης. Ὅπως ἐκεῖνος θέλησε νὰ ζωντανέψῃ τὴ θρησκεία
τῶν ἀρχαίων, ἔτσι κι αὐτοί, νοσταλγοὶ ἑνὸς παρῳχημένου κόσμου, ζητοῦν
νὰ ζωντανέψουν τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Κάνουν διαλέξεις γύρω ἀπὸ τὴν
ἀρχαία θρησκεία καὶ μιλοῦν περὶ ὡραίων ἐθίμων τῆς ἀρχαιότητος. Εἶνε
νέοι Ἰουλιανοί· τὸ τέλος τους δὲν θὰ εἶνε καλό. Ὅπως ὁ Ἰουλιανὸς
τραυματισμένος προτοῦ νὰ ξεψυχήσῃ ἀναγκάστηκε γεμίζοντας τὴ φούχτα του
μὲ αἷμα ἀπ᾽ τὴν πληγή του, νὰ τὸ σκορπίσῃ στὸν ἀέρα καὶ νὰ πῇ
«Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε» – Χριστέ, μὲ νίκησες, ἔτσι καὶ τώρα, ὅποιος κι
ἂν εἶνε αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸ Χριστό, στὸ τέλος θ᾽ ἀναγκαστῇ νὰ
ὁμολογήσῃ τὴν ἧττα του. Δὲν ξαναγυρίζει πιὰ στὴν πατρίδα μας ἡ
εἰδωλολατρία. Ματαίως κοπιάζουν οἱ ἀρχαιολάτρες καὶ νεοειδωλολάτρες
ἐξαίροντας, ἀπὸ ὅλο τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πολιτισμό, αὐτὸ τὸ ἀπαξιωμένο
κομμάτι του, τὴ θρησκεία τῶν προγόνων μας.
* * *
Ὅλη ἡ Εὐρώπη, ἀγαπητοί μου, ὅπως
εἴπαμε, θεωρεῖται χριστιανική. Ἦταν ὅμως κάποτε ἐποχή, ποὺ Χριστιανὸς
στὴν Εὐρώπη δὲν ὑπῆρχε οὔτε γιὰ σπόρο. Ἐὰν τώρα μὲ ῥωτήσετε, «καὶ
ποιός ἦταν ὁ πρῶτος Χριστιανὸς στὴν Εὐρώπη, ὁ πρῶτος Εὐρωπαῖος ποὺ
πίστεψε στὸ Χριστό;», τί ἀπαντᾷ ἡ Ἱστορία;
Ὁ πρῶτος Εὐρωπαῖος ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ δὲν εἶνε οὔτε
Ἀλβανός, οὔτε Σέρβος, οὔτε ῾Ρουμᾶνος, οὔτε Βούλγαρος, οὔτε ῾Ρῶσος,
οὔτε ἄλλης εὐρωπαϊκῆς χώρας κάτοικος. Διότι τὸν καιρὸ ποὺ οἱ Ἕλληνες
χτίζαμε πολιτισμό, οἱ λαοὶ αὐτοὶ ἦταν ἀκόμη μέσα στὰ ἄγρια δάση καὶ
ἔτρωγαν βελανίδια. Ὁ πρῶτος Εὐρωπαῖος ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ δὲν ἦταν
κανένας ἄλλος, ἦταν Ἕλληνας.
Ἐγκαίρως οἱ πρόγονοί μας πληροφορήθηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ
ἐνδιαφέρθηκαν νὰ τὸν γνωρίσουν. Σὲ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ
ἀκοῦμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα (βλ. ὄρθρ. Μ. Τετάρτ.) ἀναφέρεται, ὅτι κάποιοι
Ἕλληνες ποὺ εἶχαν γίνει προσήλυτοι πῆγαν νὰ προσκυνήσουν στὰ
Ἰεροσόλυμα καὶ τότε ἀναζήτησαν τὸν Ἰησοῦ. Παρακάλεσαν τοὺς μαθητάς του
νὰ τοὺς διευκολύνουν νὰ τὸν δοῦν. Καὶ ὅταν τὸ ἀνήγγειλαν στὸν Κύριο
ἐκεῖνος εἶπε· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω.
12,23).
Μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὅταν ἄρχισε ν᾽ ἁπλώνεται σὲ ὅλο τὸν
κόσμο τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, τότε ἦρθε καὶ στὴν πατρίδα μας· καί,
ὅπως εἴπαμε, ὁ πρῶτος Εὐρωπαῖος Χριστιανὸς ἦταν Ἕλληνας. Καὶ ἂν μὲ
ρωτήσετε ἀκόμη, «ἀπὸ ποιό μέρος τῆς Ἑλλάδος ἦταν αὐτὸς ποὺ πρῶτος
πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε στὸ Χριστό;», τὴν ἀπάντησι βρίσκουμε στὴ ζωὴ τοῦ
ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸν ἄλλο κορυφαῖο, τὸν ἀπόστολο
Πέτρο, ἑορτάζουμε σήμερα. Ὁ πρῶτος λοιπὸν ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ἦταν
Μακεδόνας.
Καί, τέλος, ἂν θέλετε νὰ δοῦμε κάτω ἀπὸ ποιές –δραματικές–
συνθῆκες, ἡ Μακεδονία γνώρισε τὸ Χριστό, ἀνοῖξτε τὴν Καινὴ Διαθήκη,
στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, στὸ 16ο κεφάλαιο· ἐκεῖ θὰ δῆτε τὴν
ἐξιστόρησί τους, τὴν ὁποία ὅμως, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, θὰ δοῦμε κάποια ἄλλη
φορά.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ἑσπερινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. μητροπολιτικὸ ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος [παλαιό] Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 2-4-1967. Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις 19-5-2023.