Ο Επίσκοπος Αντώνιος ήταν τόσο ταπεινός που όχι μόνο άλλος Δεσπότης, αλλά ούτε κληρικός είναι εύκολο να βρεθή σαν αυτόν. Μετά την πανήγυρη της αγίας Μαρίνης στο Τσοτύλι πήγαιναν στο Επισκοπείο για κέρασμα. Ο Δεσπότης έβαζε τον π. Χρυσόστομο Ζαφειρόπουλο να καθήση στο γραφείο του και αυτός καθόταν σε μία καρέκλα.
Τα απογεύματα πήγαινε συνήθως στο Δρυόβουνο χωρίς να ειδοποιήση. Καθόταν μόνος του στο Αρχονταρίκι και, αν δεν τον έπαιρναν είδηση, μπορεί να έμενε και μία ώρα μόνος του. Έτρωγε με τους μοναχούς στην τράπεζα το συνηθισμένο φαγητό, χωρίς να του ετοιμάσουν τίποτε ιδιαίτερο.
Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε εγκόλπιο ούτε μπαστούνι Δεσποτικό. Είχε μόνο ένα απλό ξύλινο, αλλά χωρίς ασημένια λαβή. Μανδύα πήρε δανεικό για την ενθρόνισή του. Ποτέ του άλλη φορά δεν φόρεσε μανδύα στην Μητρόπολή του. Κάποτε ήταν καλεσμένος στο Άγιον Όρος, στην πανήγυρη της Φιλοθέου. Του φόρεσαν τον μανδύα και τον ανέβασαν στον θρόνο. Πήγαιναν οι Πατέρες να πάρουν ευχή και ο Δεσπότης εστέκετο αλύγιστος με το κεφάλι ψηλά, ούτε τους κοίταζε. Τον είδε ο παπα-Στέφανος (Ρήνος) και διερωτήθηκε: «Τόσο πολύ καμαρώνει ο Δεσπότης που του φόρεσαν μανδύα; Αποκλείεται, κάτι συμβαίνει». Τον ρώτησε αν είναι καλά και απάντησε:
– Στέφανέ μου, πνίγομαι, πνίγομαι. Αυτό το σαμάρι που με φόρεσαν δεν μπορώ να το σηκώσω, είναι βαρύ.
– Σεβασμιώτατε, μήπως το πατάτε;
– Δεν ξέρω.
Πράγματι το πατούσε και όταν τακτοποιήθηκε, πήρε την συνηθισμένη του ταπεινή στάση με το κεφάλι σκυφτό.
“Ιματισμόν και χρυσίον” δεν επεθύμησε ποτέ του. Φορούσε φανέλλες που είχε από στρατιώτης, και παντελόνια έγχρωμα τριμμένα. Τα πουκάμισά του ξεφτισμένα. Τρυπούσαν τα ρούχα του, τα μπάλωναν και τα φορούσε. Του έδιναν καινούργια ρούχα, ράσα, υφάσματα, αλλά τα χάριζε σε άλλους και αυτός έμενε με τα παλαιά πάντα.
Είχε και μία τσαντούλα από ιεροκήρυκας. Ήταν ξύλινη, κόπηκε το χερούλι της και χάλασε η κλειδαριά της. Την έκλεινε με μία παραμάνα και την κουβαλούσε στην μασχάλη του. Του αγόραζαν καινούργιες, τις έπαιρνε, τους ευχαριστούσε και τις έδινε σε φτωχούς. Έτσι έμενε ο ίδιος απλός, ταπεινός, φτωχός Επίσκοπος, μη αλλοιούμενος από τις τιμές και ανώτερος χρημάτων και κτημάτων.
Όταν λειτουργούσε στα χωριά φορούσε μία στολή παπαδική, την μοναδική που είχε όλα τα χρόνια της Ιερωσύνης του. Του έκαναν στην Ορμύλια ωραία παπαδική στολή, αλλά δεν την φόρεσε ποτέ.
Είχε μία μίτρα, την πιο φθηνή που υπήρχε και την φορούσε μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Τα άμφιά του ήταν κυρίως «ευλογίες» από κοιμηθέντες ιεράρχες. Η αρχιερατική του στολή δεν ήταν ενιαία, αλλά άλλου χρώματος το κάθε μέρος της στολής. «Τι να τα κάνω τα πολυτελή άμφια; Να μαλώνουν ποιος θα τα πάρη όταν πεθάνω;», είπε σε γνωστό του. Παρ’ όλα αυτά όμως η ιεροπρέπειά του, η ευλάβειά του, η ταπεινοφροσύνη του και η καθαρότητά του τον έκαναν να λάμπη από θεία Χάρι και ας φορούσε παλαιά και ταπεινά άμφια. Στην θεία Λειτουργία το πρόσωπό του είχε μία ιδιάζουσα φωτεινότητα.
Δεν άφηνε να του ψάλλουν την φήμη του στην Λειτουργία. Προλάβαινε, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και έλεγε: «Τον Απόστολο, τον Απόστολο». Ήταν Επίσκοπος χωρίς «φήμη», αλλά φημισμένος για την αρετή του, χωρίς αυτοκίνητο και χωρίς τα διακριτικά του αξιώματός του αλλά διακεκριμένος για την αρετή του.
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Β’, Άγιον Όρος 2012, σελ. 319.