Els Nannen
Ιδιαίτερα, μάλιστα, ύστερα από το αποκρυφιστικό όνειρο για τον Φαλλό, όπως έχουμε αναφέρει στα προηγούμενα, ο Γιούνγκ είχε μια έντονη αποστροφή απέναντι στο πρόσωπο του Χριστού ήδη από τα παιδικά του χρόνια (συγκρ. Ε,1). Διηγείται ο ίδιος: «Ο Πατέρας μου με δίδασκε προσωπικά το μάθημα της Κατήχησης, (5) που μου ήταν υπέρμετρα βαρετό. Κάποτε ξεφύλλιζα την Κατήχηση, για να βρω κάτι άλλο, παρά αυτές, που με χτυπούσαν συναισθηματικά, και εξάλλου ακατανόητες και μη ενδιαφέρουσες εξηγήσεις για τον “κυρ Ιησού”… (μια προφορά – στη Γερμανική γλώσσα- που προσφέρεται με τη μύτη και περιέχει ειρωνεία). Η ιστορία με τον «κυρ Ιησού» μου φαινόταν πάντοτε ύποπτη, και δεν την είχα ποτέ πραγματικά πιστέψει» (σελίδες 58 και 67).
Αντίθετα, το υπ’ αριθμόν 2 (πρόσωπο μου) ένιωθε να είναι σε ουράνια συμφωνία με τον Μεσαίωνα, που ήταν προσωποποιημένο στον Φάουστ… από τον οποίο προφανώς ο Γκαίτε είχε επηρεαστεί με τον δυνατότερο τρόπο. Γι’ αυτό, επίσης, κι αυτός – αυτό ήταν η μεγάλη μου παρηγοριά – ήταν μια Νο 2 πραγματικότητα. Ο Φάουστ – το ένιωθα με κάποιον τρόπο – σήμαινε για μένα περισσότερο από το αγαπητό σε μένα “Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο”. Σ’ αυτόν ζούσε κάτι, που και εγώ μπορούσα άμεσα να νιώσω. Ο Χριστός τού “Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου” μου ήταν ξένος, αλλά ακόμα πιο ξένος ήταν ο Σωτήρας των άλλων τριών Συνοπτικών Ευαγγελίων. Ο Φάουστ, αντίθετα, ήταν ένα ζωντανό ισότιμο του Νο. 2, που με έπειθε για τούτο, ότι αυτός ήταν η απάντηση, που είχε δώσει ο Γκαίτε στο ερώτημα της εποχής του» (σελίδα 92).
Στην επόμενη αναφορά του, ο Γιούνγκ περιγράφει τη στάση του απέναντι στον Χριστό, την εποχή που ήταν φοιτητής, που, εύλογα επιδεινώθηκε ανάλογα, λόγω της απομάκρυνσης του από τον Θεό και από την επικοινωνία Του με παιδιά τού Θεού, καθώς και λόγω μιας έντονης απασχόλησης του με τον Φάουστ, όπως και με άλλα αποκρυφιστικά βιβλία: «Επίσης, και οι φοιτητές της Θεολογίας, με τους οποίους συζητούσα στον Σύλλογο Τσόφινγκερ, όλοι φαίνονταν να είναι ικανοποιημένοι με την ιδέα μιας ιστορικής επιρροής, που προερχόταν από τη ζωή τού Ιησού. Αυτή η αντίληψη μου φαινόταν όχι μονάχα παρανοϊκή, αλλ’ επίσης νεκρή. Δεν μπορούσα ακόμα να συμφιλιωθώ με τη θέση, που ο Χριστός έθετε ως βασική, και που έκανε αυτόν ως τη μοναδική μορφή στο δράμα ανάμεσα Θεού και ανθρώπων… Ο “κυρ Ιησούς” ήταν για μένα αδιαμφισβήτητα ένας άνθρωπος και γι’ αυτό αμφισβητήσιμος σε σχέση με ένα απλό φερέφωνο του Αγίου Πνεύματος» (σελίδα 105).
Ύστερα από 40 χρόνια και πλέον, καθώς ο Γιούνγκ ήταν 64 χρόνων, του εμφανίστηκε ο σατανάς ως άγγελος φωτός, σε μορφή ενός αποκρυφιστικού ψευδο-Χριστού. Βέβαια, αυτό ο Γιούνγκ δεν το καταλαβαίνει.
Έπειτα απ’ αυτό, μπορούσε να γράψει: «Το έτος 1939 είχα υπό την επίβλεψη μου ένα Σεμινάριο πάνω στο θέμα “Exercitia Spiritualia” του Ιγνάτιου της Λογιόλα. Ταυτόχρονα… βρισκόμουν απασχολημένος με τις μελέτες: «Ψυχολογία και Αλχημεία».
Μια νύχτα ξύπνησα και είδα ένα δυνατό φως να έχει διαποτισμένο τον Εσταυρωμένο στο τέλος τού κρεβατιού (…) είδα, το σώμα του να είναι από χρυσάφι πράσινου χρώματος… Οράματα ως τέτοια μού ήσαν, εξάλλου, όχι κάτι το ασυνήθιστο, επειδή βλέπω τακτικά πλαστικές, υπναγωγικές μορφές… Όταν κατάλαβα ότι η εικόνα υποδείκνυε τα κεντρικά αλχημιστικά σύμβολα (πράσινο και χρυσαφένιο), ότι δηλαδή επρόκειτο για μια όραση αλχημιστικού Χριστού, παρηγορήθηκα…» (σελίδα 214).
Πιο κάτω, ο Γιούνγκ μιλάει λεπτομερώς για το έργο του «Αιών»: «Μέσα στο “Αιών” (1951) ασχολήθηκα και πάλι με το πρόβλημα Χριστός. Εδώ με ενδιέφερε (…) μια σύγκρουση της μορφής του με την Ψυχολογία… Ήταν για μένα επίσης σημαντικό, πώς μπορούσε κανείς να προβλέψει τον Χριστό αστρολογικά, και πώς από το πνεύμα της εποχής του και μετά την παρέλευση των 2.000 χρόνων της Χριστιανικής χρονολογίας μπορούσε να κατανοηθεί… Κατά τη διάρκεια της εργασίας προέκυψε και το ερώτημα για την ιστορική μορφή τού ανθρώπου Ιησού. Αυτό (το ερώτημα) είναι στο θέμα τούτο βαρυσήμαντο, επειδή η συλλογική νοοτροπία της εποχής του (…) επικεντρώθηκε επάνω σ’ αυτόν, σε έναν σχεδόν άγνωστο Ιουδαίο προφήτη. Η ιδέα – άνθρωπος της αρχαιότητας – της οποίας οι ρίζες βρίσκονται από τη μια μεριά στην Ιουδαϊκή παράδοση και από την άλλη στον Αιγυπτιακό μύθο του Ώρου (αρχαίου Αιγυπτιακού θεού τού ήλιου), είχε καταλάβει τους ανθρώπους της Χριστιανικής εποχής· επειδή, αντιστοιχούσε στο πνεύμα της εποχής. Πρέπει να υπήρξε μια προσωπικότητα προικισμένης έκτασης, που ήταν σε θέση, τη γενική, αν και ασυνείδητη, προσδοκία της εποχής της, τόσο τέλεια να εκφράσει και να παρουσιάσει. Κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να είναι ο φορέας ενός τέτοιου μηνύματος, παρά ακριβώς αυτός ο άνθρωπος Ιησούς» (σελίδα 215).
Ο Γιούνγκ κι η Θεία Ευχαριστία
Από τη σχέση τού Γιούνγκ προς τον Ιησού Χριστό, τον οποίο ποτέ δεν είχε αναγνωρίσει ως τον Υιό τού Θεού και τον μοναδικό Λυτρωτή (!), για τη Θεία Ευχαριστία δεν είχε επίσης τίποτε καταλάβει. Η πρώτη, και ταυτόχρονα η τελευταία, Θεία Ευχαριστία, στην οποία ο Γιούνγκ είχε λάβει μέρος, ήταν η συμμετοχή του στο κλείσιμο του μαθήματος της Κατήχησης, όταν ο Γιούνγκ ήταν 15 χρόνων. Τον ακούμε να το διηγείται ο ίδιος: «Δεν είχα παρατηρήσει τίποτε από μια Θεία Ευχαριστία (communio), τίποτε από μια ένωση ή κάποιο “γίγνεσθαι έν“. Γίγνεσθαι έν, με ποιον; Με τον Ιησού; Μα, ήταν μονάχα ένας άνθρωπος…, ο οποίος είχε πεθάνει πριν από 1860 χρόνια. (6) Για ποιον λόγο να γίνει κανείς ένα μαζί του; Ονομάζεται “Υιός Θεού”· ήταν, λοιπόν, όπως φαίνεται ένας ημίθεος, όπως οι Έλληνες ήρωες – πώς μπορεί, όμως, ένας συνηθισμένος άνθρωπος να γίνει ένα μαζί του; Μιλάνε για τη «Χριστιανική Θρησκεία»· μα, όμως, αυτό όλο με τον Θεό, όπως εγώ τον πειραματίστηκα, δεν έχει καμιά σχέση… Μου έγινε σιγά-σιγά σαφές ότι, η Θεία Ευχαριστία υπήρξε για μένα μια ολέθρια εμπειρία.
Ήταν χωρίς αποτέλεσμα, περισσότερο απ’ αυτό μάλιστα: Ήταν μια απώλεια. Γνώριζα, ότι σ’ αυτή την τελετή δεν θα μπορούσα να λάβω μέρος πλέον ποτέ. Για μένα δεν ήταν αυτή (η Χριστιανική Θρησκεία) μια Θρησκεία, αλλά μια απουσία τού Θεού… Η ενότητα μου με την Εκκλησία και με τον ανθρώπινο περίγυρο, όπως τα γνώριζα, με συνέτριψε.
Είχα υποστεί, όπως μου φάνηκε, τη μεγαλύτερη ήττα της ζωής μου… δεν μπορούσα πλέον να έχω μέρος στη γενική πίστη, αλλά βρέθηκα αναμεμιγμένος σε κάτι που δεν εκφραζόταν με λόγια, μέσα “στο μυστικό μου”, το οποίο δεν μπορούσα να μοιραστώ με κανέναν. Ήταν τρομερό, και – τούτο ήταν το χειρότερο απ’ όλα – χυδαίο και γελοίο, ένα ασταμάτητο διαβολικό γέλιο… η άρνηση συμμετοχής στη Θεία Ευχαριστία; Ήταν από μένα αυτή η άρνηση συμμετοχής; Είχα προετοιμαστεί με κάθε σοβαρότητα και περίμενα ελπιδοφόρα για ένα βίωμα χάρης και φωτισμού, αλλά δεν έλαβε χώρα τίποτε. Ο Θεός ήταν απών. Για όνομα του Θεού, βρέθηκα αποχωρισμένος από την Εκκλησία και την Πίστη τού πατέρα μου, και όλων των άλλων, στον βαθμό που αυτοί αντιπροσώπευαν τη Χριστιανική Θρησκεία. Είχα εκπέσει από την Εκκλησία…» (σελίδες 60-62).