Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την αγάπη. Δηλαδή έχει ανάγκη να τον αγαπούν. Αυτό είναι κάτι γνωστό σε όλους. Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η ανάγκη μας για αγάπη; Είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης; Ή η συνέπεια της αμαρτωλότητας του ανθρώπου, μια εκδήλωση υπερηφάνειας, ματαιοδοξίας και εγωισμού; Ή μήπως απλώς είναι πνευματική αδυναμία, ένδειξη ολιγοψυχίας, ανωριμότητας, ακόμη και παιδικότητας; Αποφασίσαμε να κουβεντιάσουμε αυτά τα περίπλοκα ζητήματα με τον Πρωτοπρεσβύτερο Δημήτριο Σίσκιν, υπεύθυνο του ναού, του αφιερωμένου στην εικόνα της Παναγίας της «των πάντων θλιβομένων η χαρά» στο χωριό Τενίστογιε, στην περιοχή Μπαχτσέσαράι στην Κριμαία. (Μητρόπολη Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
– Δεν υπάρχει άνθρωπος στη γη που δε θα είχε ανάγκη από αγάπη ή δε θα υπέφερε από την έλλειψη αγάπης. Η στέρηση αγάπης αποτελεί πάντοτε μια τραγωδία. Είναι κάτι ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο! Όμως έχω διαβάσει αρκετές φορές και στα κείμενα του ηγούμενου Νίκωνα (Βορομπιόφ), και σε κηρύγματα του αρχιμανδρίτη Ιωάννη Κρεστιάνκιν ότι πρέπει να αγαπάς τον εαυτό σου και να μη σε νοιάζει τόσο αν σε αγαπούν οι άλλοι… Πώς γίνεται να το καταλάβουμε, να το αντιληφθούμε αυτό;
Δε γινόμαστε κοινωνοί της πνευματικής αγάπης όταν αναζητούμε αγάπη από άλλους, αλλά όταν εμείς οι ίδιοι προσπαθούμε να μετάσχουμε σε αυτή την αγάπη
– Μάλλον είναι αδύνατον να μην υποφέρεις από έλλειψη αγάπης, τουλάχιστον επειδή η αληθινή πνευματική αγάπη είναι στοιχείο της ψυχής μας, της ζωής μας. Αυτού του θεϊκού κόσμου στον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε. Όμως, δε γινόμαστε βέβαια κοινωνοί της πνευματικής αγάπης όταν απαιτούμε ή αναζητούμε αγάπη από άλλους, αλλά όταν εμείς οι ίδιοι προσπαθούμε να μετάσχουμε σε αυτή την αγάπη, ώστε να μπορέσουμε όσο γίνεται περισσότερο να αναπτυχθούμε σε αυτή, να την αποκτήσουμε και να την δώσουμε σε άλλους. Γιατί το να δίνεις είναι η βασική ιδιότητα της αγάπης. Θυμηθείτε τα λόγια του Σωτήρα, τα οποία δεν υπάρχουν στο Ευαγγέλιο, αλλά τα λέει ο απόστολος Παύλος στην ομιλία του προς τους πρεσβύτερους της Εκκλησίας των χριστιανών: «…καλύτερα να δίνεις παρά να παίρνεις» (Πραξ.20:35).
Και αν το καταλάβει αυτό ο άνθρωπος, αν κατανοήσει αυτά τα λόγια του Χριστού, τότε με τη χάρη του Θεού θα γίνει μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση. Δεν αναζητά πλέον «καλό απ’ το καλό», δεν αναζητά κατανόηση και συμπόνοια και σε γενικές γραμμές δεν αναζητά αγάπη για αντάλλαγμα, αλλά προσπαθεί μόνο να δώσει στον εαυτό του αυτό που του έδωσε ο Χριστός. Και σε αυτό ακριβώς το «μοίρασμα» βρίσκει τη χαρά της μετοχής στη Θεία ζωή, εκτελώντας δύο βασικές εντολές: την αγάπη προς τον Θεό και την αγάπη προς τον άνθρωπο.
– Η επιθυμία να μας αγαπούν οι γύρω μας (επιθυμία όχι για πνευματική αγάπη, αλλά για την πιο συνηθισμένη), η αναζήτηση της αγάπης, η λαχτάρα για αγάπη, η συνεχής έλλειψη αγάπης, η απόρριψη από τους ανθρώπους… Μπορεί να είναι συνέπεια της αμαρτίας; Ή μήπως είναι δείγμα αδυναμίας, που σημαίνει, πάλι, ότι πρόκειται για συνέπεια της αμαρτίας;
– Θα επαναλάβω ότι η ανάγκη για αγάπη είναι η πρώτη και σημαντικότερη ανάγκη του ανθρώπου. Όμως εδώ πρέπει να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνουμε και δεν αισθανόμαστε, δυστυχώς, ότι όλοι μας έχουμε ήδη την αγάπη του Θεού. Και επειδή οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουμε αυτό, μας γεννιέται αυτό το κενό και η πείνα και σαν αποτέλεσμα, επιθυμούμε την αγάπη των ανθρώπων, τη στήριξη, τη συμπόνοια, τη συμμετοχή των άλλων στη ζωή μας. Και όταν δεν τα παίρνουμε αυτά από τους ανθρώπους, γεννιέται το αίσθημα της θλίψης, δημιουργείται αποξένωση, δυσαρέσκεια, συνειδητοποίηση της αδικίας του κόσμου αυτού. Ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του, στις στεναχώριες του, στην έλλειψη ενσυναίσθησης… Όλο αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε με μία έννοια: φιλαυτία, και αυτό βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή αγάπη, αλλά είναι ένα από τα πολλά υποκατάστατα που εμείς οι ίδιοι επινοούμε και οι δαίμονες μας προσφέρουν σε ένα ευρύ φάσμα.
Για να μη δεχτούμε το υποκατάστατο της αλήθειας και να μη συνηθίσουμε το ψέμα ως αλήθεια, είναι απαραίτητο, όπως γράφει ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «να μην πιστεύουμε κάθε πνεύμα, αλλά να αντιμετωπίζουμε τα πνεύματα είτε προέρχονται από τον Θεό είτε όχι» (βλ: 1 Ι. 4:1). Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να συγκρίνουμε συνεχώς τον εαυτό μας με αυτό την ανώτερη κατάσταση, με εκείνη τη θεϊκή αγιότητα, στην οποία καλούμαστε όλοι. Σε καμία περίπτωση μη ντρεπόμαστε, βλέποντας τι πραγματικά είμαστε, αλλά να πηγαίνουμε με τη βοήθεια του Θεού στον καθορισμένο στόχο: «σε μια κληρονομιά άφθαρτη, αγνή, που είναι φυλαγμένη για εμάς στον ουρανό» (βλ. 1 Πετρ. 1:4). Tότε ο ίδιος ο Θεός θα μας βοηθάει, θα μας φωτίζει και θα μας καθοδηγεί. Πρέπει μόνο να θυμάστε: Aπαραίτητη προϋπόθεση για αυτή την άνοδο, είναι η εμπιστοσύνη μας στον Θεό. Κάτι που πολύ συχνά απουσιάζει. Επειδή η πίστη στον Θεό και η εμπιστοσύνη σε Εκείνον είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Μπορεί να πιστεύεις πράγματι στον Θεό, αλλά να μην Τον εμπιστεύεσαι στ’ αλήθεια και σε όλη σου τη ζωή να μαραζώνεις με τις σκέψεις σου, τις απόψεις σου, τις εικασίες, τις υποψίες, τις στεναχώριες και τις παραλείψεις σου…
Είθε να κάνεις πράξεις αγάπης «στεγνές», περισσότερο με το μυαλό παρά με την καρδιά, αυτή θα είναι ήδη η αρχή της ένωσης με τον Χριστό
Έτσι, το να περιμένουμε αγάπη, συμπόνοια και κατανόηση από τους δικούς μας ανθρώπους είναι ίδιον της φύσης μας. Ωστόσο για εμάς υπάρχει κάτι που είναι ανώτερο από τη φύση, την ξεπεσμένη και κατεστραμμένη από την αμαρτία: αυτό μαζί με τον Χριστό, έχοντας απομακρυνθεί από το «εγώ», να προσπαθείς να κάνεις για τον εαυτό, αυτό που μπορείς να κάνεις για τους άλλους. Καλό θα είναι να το κάνεις αυτό περισσότερο με το μυαλό παρά με την καρδιά σου, όμως αν η επιθυμία σου να εκπληρώσεις αυτή την εντολή για την αγάπη είναι πιο ειλικρινής, τότε αυτή είναι ήδη η αρχή της κοινωνίας σου με τον Χριστό. Και ακριβώς γι’ αυτό το πράγμα έχουν μιλήσει πολλοί άγιοι, συμπεριλαμβανομένου του ευλογημένου γέροντα Αμβρόσιου της Όπτινα: «Αν δεν έχεις αγάπη στη ζωή σου, τότε κάνε πράξεις αγάπης και η αγάπη θα έρθει».
– Ωστόσο ο άνθρωπος πράγματι θέλει από την οικογενειακή ζωή να εισπράττει αγάπη, πνευματική, σαρκική…και είναι απίθανο κάτι τέτοιο να είναι δυνατόν στην οικογένεια. Το ένα «μισό» δηλαδή, να δίνει μόνο χωρίς να περιμένει να λάβει. Και γενικά, είναι δυνατόν να υπάρχει αγάπη χωρίς έστω ελπίδα για ανταπόκριση, για κάποιο είδος ανταμοιβής; Δεν εννοώ μόνο στις σχέσεις ανδρών και γυναικών.
– Στις αληθινές σχέσεις, στην οικογενειακή ζωή αυτή η πνευματική ανάγκη του ανθρώπου για αγάπη, συμπεριλαμβανομένης της σαρκικής, δεν είναι μόνο δικαιολογημένη αλλά φαίνεται ότι είναι αναπόφευκτη στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Επειδή όπως έλεγε ο ήρωας Ιβάν Γκοντσαρόφ «δεν είμαστε ούτε πνεύματα ούτε θηρία». Και η αγάπη η πνευματική καθώς και η σαρκική, εντάσσεται στον κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Είναι ακόμα και ευλογημένη, αρκεί να γίνεται με συγκατάβαση, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες. Εκείνοι μας υπενθυμίζουν ότι υπάρχει το ανώτερο πνευματικά κομμάτι της παρθενίας και της αληθινής αγάπης, αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα της πνευματικής και σαρκικής ζωής. Δεν είναι όλα σε αυτή τη ζωή κόντρα στο θέλημα του Θεού, απλώς υπάρχει, αν μπορώ να το πω έτσι, μια «ιεραρχική αξία», όλα είναι σχετικά. Η επιθυμία για πνευματική (ακόμα και σαρκική) αγάπη, για αμοιβαιότητα, για πνευματική και καθημερινή ευτυχία, όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στον κύκλο της χριστιανικής ζωής, και όλα αυτά μπορούν να είναι ευλογημένα, αρκεί να είναι σύμφωνα με την αλήθεια και τον νόμο του Θεού.
Το να δίνεις αγάπη χωρίς ελπίδα για αμοιβαιότητα, πονάει πολύ, αλλά είναι ακριβώς αυτός ο πόνος που «καθαρίζει θαυμάσια την ψυχή.
Αν μιλήσουμε συγκεκριμένα για τη δυνατότητα (ή την αδυναμία) να δίνει κάποιος αγάπη χωρίς να ελπίζει στην αμοιβαιότητα, τότε αναμφίβολα μια τέτοια αγάπη είναι δυνατόν να υπάρχει, και στη ρώσικη λογοτεχνία υπάρχουν πολλά τέτοια φωτεινά παραδείγματα: η Τατιάνα Λάρινα, ο Αλιόσα Καραμαζώφ, ο οποίος αγάπησε (δεν είναι σαφές για τι) τα αδέρφια και τον πατέρα του, ο πρίγκιπας Μίσκιν, η πριγκίπισσα Μαρία από το «Πόλεμος και Ειρήνη»… Βέβαια, μια τέτοια αγάπη είναι βάσανο, αλλά είναι ακριβώς αυτό το βάσανο που, όπως είπε ο άγιος Λουκάς της Κριμαίας: «καθαρίζει θαυμάσια την ψυχή». Ωστόσο, αυτό σχετίζεται με την κοσμική, τη γήινη αγάπη. Αν μιλήσουμε για την πνευματική αγάπη (σχηματικά μιλώντας: μια αδερφή του ελέους στο Μέτωπο), τότε εκεί φυσικά, δεν τίθεται θέμα προσδοκίας για αμοιβαιότητα. Αυτή είναι αγνή, θυσιαστική αγάπη, η οποία πλησιάζει το ιδεατό της αγιότητας.