Θά ἀναφερθοῦμε τώρα στὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἀνεύρεσης τῆς ἱερῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ἐλεούσας, ὅπως τήν ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα τοῦ πατρός Ἀθανασίου.
«Σέ ἡλικία ὀκτώ ἐτῶν, στίς 30 Ἀπριλίου τοῦ 1954, ἡμέρα Παρασκευή, ἀνήμερα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, μέ ἄλλα συνομήλικα παιδιά, συμμαθητές μου, ἔπαιζα σέ ἕνα λόφο πάνω ἀπό τό χωριό τά συνηθισμένα παιχνίδια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ξαφνικά, σέ ἀπόσταση εἴκοσι μέ τριάντα μέτρων εἶδα νά στέκεται μιά ψηλή γυναῖκα, πού ἔμοιαζε μέ καλογριά. Νόμισα ὅτι ἦταν κάποια καλογριά ἀπό κάποιο μοναστήρι. Τά ράσα της ὅμως ἔλαμπαν. Τό κεφάλι της φωτιζόταν ἀπό ἕνα λαμπρό φῶς! Αὐθόρμητα ἄρχισα νά φωνάζω τούς συμμαθητές μου μέ τά ὀνόματά τους· «Γιῶργο, Κώστα, Παντελῆ, κοιτάξτε αὐτή τήν καλογριά»! Κανένα ὅμως ἀπό τά παιδιά δέν τήν ἔβλεπε, ἐκτός ἀπό μένα. Μάλιστα, μερικά παιδιά νομίσαν ὅτι ἔχασα τό μυαλό μου, γι’ αὐτό ἔβλεπα πράγματα πού δέν ὑπάρχουν. Βλέπω τότε τήν καλογριά νά χάνεται καί νά ἐμφανίζεται σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο. Πάλι τήν ἔχασα ἀπό τά μάτια μου καί τήν εἶδα γιά τρίτη φορά σέ ἕνα μέρος ὅπου γονάτισε καί προσευχόταν.
«Σέ ἡλικία ὀκτώ ἐτῶν, στίς 30 Ἀπριλίου τοῦ 1954, ἡμέρα Παρασκευή, ἀνήμερα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, μέ ἄλλα συνομήλικα παιδιά, συμμαθητές μου, ἔπαιζα σέ ἕνα λόφο πάνω ἀπό τό χωριό τά συνηθισμένα παιχνίδια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ξαφνικά, σέ ἀπόσταση εἴκοσι μέ τριάντα μέτρων εἶδα νά στέκεται μιά ψηλή γυναῖκα, πού ἔμοιαζε μέ καλογριά. Νόμισα ὅτι ἦταν κάποια καλογριά ἀπό κάποιο μοναστήρι. Τά ράσα της ὅμως ἔλαμπαν. Τό κεφάλι της φωτιζόταν ἀπό ἕνα λαμπρό φῶς! Αὐθόρμητα ἄρχισα νά φωνάζω τούς συμμαθητές μου μέ τά ὀνόματά τους· «Γιῶργο, Κώστα, Παντελῆ, κοιτάξτε αὐτή τήν καλογριά»! Κανένα ὅμως ἀπό τά παιδιά δέν τήν ἔβλεπε, ἐκτός ἀπό μένα. Μάλιστα, μερικά παιδιά νομίσαν ὅτι ἔχασα τό μυαλό μου, γι’ αὐτό ἔβλεπα πράγματα πού δέν ὑπάρχουν. Βλέπω τότε τήν καλογριά νά χάνεται καί νά ἐμφανίζεται σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο. Πάλι τήν ἔχασα ἀπό τά μάτια μου καί τήν εἶδα γιά τρίτη φορά σέ ἕνα μέρος ὅπου γονάτισε καί προσευχόταν.
Τό μέρος ἐκεῖνο ἦταν πετρῶδες καί κατάξερο. Ἐκεῖ, πού γονάτισε, ὁ τόπος μαλάκωσε καί βούλιαξε, ὅπως βουλιάζει τό χιόνι. Τότε ἔλαμψε ὁλόκληρη μέ ἕνα λαμπρότατο φῶς καί γύρω ἐξαπλώθηκε μιά οὐράνια εὐωδία! Τί ἄρωμα ἦταν αὐτό! Μάλιστα καί τά ἄλλα παιδιά αἰσθάνθηκαν τήν οὐράνια εὐωδία. Ἔτρεξαν τότε τά παιδιά στό χωριό καί χτύπησαν τήν καμπάνα. Μαζεύτηκαν οἱ χωριανοί, στούς ὁποίους τά παιδιά διηγήθηκαν τά γεγονότα. Πολλοί ἔτρεξαν καί ἀνεβαίνοντας τόν λόφο ἦρθαν στό σημεῖο ὅπου γονάτισε ἡ Παναγία. Ὀσφράνθηκαν τήν εὐωδία, γιατί ὅλη ἡ περιοχή γύρω εὐωδίαζε, καί εἶδαν μέ θαυμασμό τά ἀποτυπώματα τῶν γονάτων τῆς Παναγίας πάνω στήν ξερή πέτρα. Ὁλόκληρο τό χωριό ἀναστατώθηκε. Ὅλες οἱ συζητήσεις ἦταν γύρω ἀπό αὐτό τό θέμα. Καί ἐμένα συνεχῶς μέ ρωτοῦσαν, ποῦ εἶδα αὐτή τήν καλογριά, πῶς ἦταν, καί ἐγώ ἀκούραστος ἐπαναλάμβανα αὐτό πού εἶδα καί ἔζησα. Μάλιστα τούς ἔλεγα ὅτι εἶδα μιά "γιαγιά", πού ἦταν ἔτσι κι ἔτσι (τά παιδιά ἐκείνης τῆς ἐποχῆς κάθε ἡλικιωμένη γυναῖκα τήν ἀποκαλοῦσαν "γιαγιά"). Μέχρι πού βράδιασε, σέ κάθε ἕναν πού μέ ρωτοῦσε ἔλεγα τά ἴδια καί ὁ καθένας ἔδινε τή δική του ἐξήγηση, ἀνάλογα μέ τήν κατάστασή του καί τήν πίστη του». Ἔτσι, ὁ μικρός Ἀθανάσιος κατέστη “σημεῖον ἀντιλεγόμενον” γιά τό χωριό. Καί συνεχίζει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: «Ἐκεῖνο τό βράδυ στόν ὕπνο μου, σέ ὄνειρο πιά, εἶδα πάλι τήν ἴδια καλογριά καί τή γνώρισα. Βλέποντας τήν ἐμφάνισή της καί τό φῶς πού ἔλαμπε γύρω ἀπό τό κεφάλι της, φοβήθηκα καί τῆς λέω:
- Γιαγιά, τί φῶς εἶναι αὐτό πού βλέπω στό κεφάλι σου; Ἐγώ σέ φοβᾶμαι. Τότε μοῦ λέει:
- Ὅλη τήν ἡμέρα ἔλεγες γιά μένα "γιαγιά" καί "γιαγιά". Ἐγώ δέν εἶμαι γιαγιά, εἶμαι ἡ Παναγία! Αὔριο τό πρωί θά πᾶς νά χτυπήσεις τήν καμπάνα τοῦ χωριοῦ καί νά πεῖς στούς χωριανούς ὅτι, ἐκεῖ πού γονάτισα τήν τρίτη φορά, ἀπό κάτω βρίσκεται ἡ εἰκόνα μου. Νά τούς πεῖς νά πᾶνε νά σκάψουν καί νά τή βγάλουν. Ἐκεῖ θέλω νά κτισθεῖ τό μοναστήρι μου.
»Τό πρωί χαρούμενος ἔτρεξα στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί ἄρχισα νά χτυπάω τήν καμπάνα. Σέ λίγο μαζεύτηκαν πολλοί ἄνθρωποι. Σχεδόν ὅλο τό χωριό καί ὁ πρόεδρος καί ὁ ἀστυνόμος. Ἐκείνη τήν ἐποχή, τό ἔκτακτο χτύπημα τῆς καμπάνας σήμαινε κάτι τό σοβαρό. Ὅταν μέ ρώτησαν, γιατί χτύπησα τήν καμπάνα, τούς διηγήθηκα τό ὅραμα πού εἶδα ξύπνιος καί μετά τήν ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στόν ὕπνο μου καί τήν ἐπιθυμία της νά γίνει ἀνασκαφή καί νά βρεθεῖ ἡ εἰκόνα της. Ὅμως, ὅπως ὅλα τά δάχτυλα τοῦ χεριοῦ δέν εἶναι ἴδια, ἔτσι καί οἱ ἄνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Ἕνα μέρος τῶν ἀνθρώπων ἔλεγε: «Νά πᾶμε νά σκάψουμε. Στά μικρά παιδιά φανερώνεται ἡ Παναγία γιατί εἶναι ἀθῶα». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Νά φανερωθεῖ ἡ Παναγία σέ μᾶς τούς μεγάλους γιά νά πιστέψουμε». Ὁ ἀστυνόμος μίλησε "ὑπηρεσιακά" καί εἶπε: "Ἐγώ χωρίς ἄδεια δέν σᾶς ἐπιτρέπω νά σκάψετε". Ἔτσι, χωρίς καμία ἀπόφαση ἔληξε ἡ "λαϊκή συνέλευση" καί ὁ καθένας γύρισε στίς δουλειές του».
Καί συνεχίζει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: «Στό μέρος πού μοῦ φανερώθηκε ἡ Παναγία, γύρω στά τριάντα χρόνια πρίν γεννηθῶ, νομάδες κτηνοτρόφοι εἶχαν στήσει τίς καλύβες τους μέ τά κοπάδια τους. Τά βράδια ἔβλεπαν ἕνα φῶς σάν φαναράκι, τό ὁποῖο γύριζε γύρω-γύρω σ’ αὐτή τήν περιοχή. Αὐτό ἀνησύχησε κυρίως τίς γυναῖκες τῶν νομάδων κτηνοτρόφων, οἱ ὁποῖες στήν ἀρχή ἀπέδωσαν τό φαινόμενο σέ κάτι τό σατανικό. Γι’ αὐτό σκέφτηκαν νά ρίξουν ἁγιασμό καί θυμίαμα στήν περιοχή, γιά νά φύγουν τά πονηρά πνεύματα, ὅπως νόμιζαν. Ἦταν ἄνθρωποι μέ πολλές δεισιδαιμονίες. Τότε εἶδαν μιά μαυροφόρα γυναῖκα, πού τούς πρόσταξε νά χαλάσουν τίς καλύβες τους, νά πάρουν τά πρόβατά τους καί νά φύγουν ἀπό ἐκεῖ. Ἐπειδή οὔτε κατάλαβαν, οὔτε ρώτησαν τή μαυροφόρα γυναῖκα νά τούς πεῖ ποιά εἶναι, δέν ἀποφάσιζαν νά φύγουν. Τότε ἄρχισαν τά κατσίκια τους νά ψοφοῦν. Τή μιά μέρα ἕνα, τήν ἄλλη μέρα δύο, τήν ἄλλη μέρα τρία. Κάθε πρωί ἔβρισκαν ψόφια ζῶα στά κοπάδια τους. Φοβήθηκαν καί κατάλαβαν ὅτι ἔπρεπε νά φύγουν. Εἶπαν: "Ἐδῶ ὁ τόπος δέν τά σηκώνει". Ὅλα τά ἐξηγοῦσαν μέ τίς δεισιδαιμονίες τους. Ἔτσι χαλάσαν τίς καλύβες τους, φόρτωσαν τά ὑπάρχοντά τους, πῆραν τά κοπάδια τους καί ἔφυγαν. Αὐτά τά γεγονότα, ἀπό στόμα σέ στόμα, ἔγιναν γνωστά σέ ὅλο τό χωριό.
- Γιαγιά, τί φῶς εἶναι αὐτό πού βλέπω στό κεφάλι σου; Ἐγώ σέ φοβᾶμαι. Τότε μοῦ λέει:
- Ὅλη τήν ἡμέρα ἔλεγες γιά μένα "γιαγιά" καί "γιαγιά". Ἐγώ δέν εἶμαι γιαγιά, εἶμαι ἡ Παναγία! Αὔριο τό πρωί θά πᾶς νά χτυπήσεις τήν καμπάνα τοῦ χωριοῦ καί νά πεῖς στούς χωριανούς ὅτι, ἐκεῖ πού γονάτισα τήν τρίτη φορά, ἀπό κάτω βρίσκεται ἡ εἰκόνα μου. Νά τούς πεῖς νά πᾶνε νά σκάψουν καί νά τή βγάλουν. Ἐκεῖ θέλω νά κτισθεῖ τό μοναστήρι μου.
»Τό πρωί χαρούμενος ἔτρεξα στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί ἄρχισα νά χτυπάω τήν καμπάνα. Σέ λίγο μαζεύτηκαν πολλοί ἄνθρωποι. Σχεδόν ὅλο τό χωριό καί ὁ πρόεδρος καί ὁ ἀστυνόμος. Ἐκείνη τήν ἐποχή, τό ἔκτακτο χτύπημα τῆς καμπάνας σήμαινε κάτι τό σοβαρό. Ὅταν μέ ρώτησαν, γιατί χτύπησα τήν καμπάνα, τούς διηγήθηκα τό ὅραμα πού εἶδα ξύπνιος καί μετά τήν ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στόν ὕπνο μου καί τήν ἐπιθυμία της νά γίνει ἀνασκαφή καί νά βρεθεῖ ἡ εἰκόνα της. Ὅμως, ὅπως ὅλα τά δάχτυλα τοῦ χεριοῦ δέν εἶναι ἴδια, ἔτσι καί οἱ ἄνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Ἕνα μέρος τῶν ἀνθρώπων ἔλεγε: «Νά πᾶμε νά σκάψουμε. Στά μικρά παιδιά φανερώνεται ἡ Παναγία γιατί εἶναι ἀθῶα». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Νά φανερωθεῖ ἡ Παναγία σέ μᾶς τούς μεγάλους γιά νά πιστέψουμε». Ὁ ἀστυνόμος μίλησε "ὑπηρεσιακά" καί εἶπε: "Ἐγώ χωρίς ἄδεια δέν σᾶς ἐπιτρέπω νά σκάψετε". Ἔτσι, χωρίς καμία ἀπόφαση ἔληξε ἡ "λαϊκή συνέλευση" καί ὁ καθένας γύρισε στίς δουλειές του».
Καί συνεχίζει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: «Στό μέρος πού μοῦ φανερώθηκε ἡ Παναγία, γύρω στά τριάντα χρόνια πρίν γεννηθῶ, νομάδες κτηνοτρόφοι εἶχαν στήσει τίς καλύβες τους μέ τά κοπάδια τους. Τά βράδια ἔβλεπαν ἕνα φῶς σάν φαναράκι, τό ὁποῖο γύριζε γύρω-γύρω σ’ αὐτή τήν περιοχή. Αὐτό ἀνησύχησε κυρίως τίς γυναῖκες τῶν νομάδων κτηνοτρόφων, οἱ ὁποῖες στήν ἀρχή ἀπέδωσαν τό φαινόμενο σέ κάτι τό σατανικό. Γι’ αὐτό σκέφτηκαν νά ρίξουν ἁγιασμό καί θυμίαμα στήν περιοχή, γιά νά φύγουν τά πονηρά πνεύματα, ὅπως νόμιζαν. Ἦταν ἄνθρωποι μέ πολλές δεισιδαιμονίες. Τότε εἶδαν μιά μαυροφόρα γυναῖκα, πού τούς πρόσταξε νά χαλάσουν τίς καλύβες τους, νά πάρουν τά πρόβατά τους καί νά φύγουν ἀπό ἐκεῖ. Ἐπειδή οὔτε κατάλαβαν, οὔτε ρώτησαν τή μαυροφόρα γυναῖκα νά τούς πεῖ ποιά εἶναι, δέν ἀποφάσιζαν νά φύγουν. Τότε ἄρχισαν τά κατσίκια τους νά ψοφοῦν. Τή μιά μέρα ἕνα, τήν ἄλλη μέρα δύο, τήν ἄλλη μέρα τρία. Κάθε πρωί ἔβρισκαν ψόφια ζῶα στά κοπάδια τους. Φοβήθηκαν καί κατάλαβαν ὅτι ἔπρεπε νά φύγουν. Εἶπαν: "Ἐδῶ ὁ τόπος δέν τά σηκώνει". Ὅλα τά ἐξηγοῦσαν μέ τίς δεισιδαιμονίες τους. Ἔτσι χαλάσαν τίς καλύβες τους, φόρτωσαν τά ὑπάρχοντά τους, πῆραν τά κοπάδια τους καί ἔφυγαν. Αὐτά τά γεγονότα, ἀπό στόμα σέ στόμα, ἔγιναν γνωστά σέ ὅλο τό χωριό.
Ἀκόμα, ὑπῆρχε παράδοση, πρίν τά γεγονότα μέ τούς τσομπάνηδες, ὅτι πολλοί ἔβλεπαν ἕνα φῶς σάν φαναράκι νά περιφέρεται τά βράδια στήν περιοχή καί δέν ἤξεραν τήν αἰτία».
Καὶ συνεχίζει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: «Τό χωριό δέν ἀποφάσισε γιά τήν
ἀνασκαφή, ὅπως τό ζήτησε ἡ Παναγία. Πῆγα τότε καί ἔκτισα μόνος μου ἕνα μικρό προσκυνητάρι στό σημεῖο ὅπου εἶχε γονατίσει ἡ Παναγία καί βρέθηκε μετά ἡ εἰκόνα. Μέσα ἔβαλα μιά εἰκόνα της καί τακτικά πήγαινα καί προσευχόμουν. Κάθε φορά στά ὀχτώ χρόνια πού μεσολάβησαν μέχρι τήν ἀνασκαφή καί τήν εὕρεση τῆς εἰκόνας, ὅταν πήγαινα ἐκεῖ, ἡ εὐωδία τῆς Παναγίας ἦταν συνεχής. Αὐτό μέ παρηγοροῦσε καί αἰσθανόμουν ζωντανή τήν παρουσία της. Ἔβλεπα τακτικά τήν Παναγία στόν ὕπνο μου καί μοῦ ἔλεγε τό παράπονό της, γιατί δέν γίνεται ἡ ἀνασκαφή νά βρεθεῖ ἡ εἰκόνα της. Οἱ χωριανοί μέ ἔβλεπαν πού συνεχῶς βρισκόμουν σ’ ἐκεῖνο τό μέρος, ἀλλά μέ εἶχαν συνηθίσει».
Σ’ ὅλα τά πράγματα, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τό πρόγραμμά τους. Ἔχει ὅμως καί ὁ Θεός τό δικό του. Ἔτσι ἔφτασε ἡ ὥρα νά ἀνατείλει μέσα ἀπό τή γῆ ἡ θαυματουργή εἰκόνα.
Καί συνεχίζει ὁ Γέροντας: «Ἔστειλε ἡ Νομαρχία μιά μπουλντόζα νά
ἀνοίξει τούς δρόμους καί τίς πλατεῖες στά χωριά τῆς περιοχῆς μας. Ἦρθε καί στό δικό μας χωριό. Ὅταν τελείωσαν τά ἔργα, εἶπε ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ στόν χειριστή τοῦ μηχανήματος:
- Ἠλία, δέν θά φύγεις αὔριο. Ἐδῶ στό χωριό μας κάτι συμβαίνει. Ἔχω τύψεις συνειδήσεως καί τά βράδια δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ.
Καί τοῦ διηγήθηκε τά γεγονότα πού ἔγιναν πρίν ὀχτώ χρόνια.
- Ἀπό τότε τό παιδί αὐτό, ὁ Θανασάκης, ποῦ τό χάνεις, ποῦ τό βρίσκεις, πηγαίνει στό μέρος πού τοῦ φανερώθηκε ἡ Παναγία. Τώρα πού εἶσαι ἐδῶ, θά «σαρίσω» (θά σκάψω) ὅλο τό βουνό, νά δῶ ἐπιτέλους τί ὑπάρχει».
Ὁ Ἠλίας ἦταν κοσμικός ἄνθρωπος καί πολύ βλάσφημος. Προσπάθησε νά ἀποφύγει αὐτή τήν ἀγγαρεία, λέγοντας στόν πρόεδρο:
- Ἐσύ, Γιῶργο, πιστεύεις σέ Θεό καί σέ Παναγία. Ἐγώ, πέρα ἀπό τό φαγητό, τίποτε δέν πιστεύω. Ἀλλά ἐπειδή εἶσαι πρόεδρος, δέν θέλω νά σέ στενοχωρήσω.
Ἔτσι λοιπόν, τήν ἄλλη μέρα, Πέμπτη, 21 Ἰουνίου 1962 καί ὥρα 10.30 τό πρωί, ὅλο τό χωριό, μέ τόν πρόεδρο, τόν ἀστυνόμο καί τόν δάσκαλο μέ ὅλους τούς μαθητές, ἀνηφορίσαμε στό συγκεκριμένο σημεῖο καί ἄρχισε τό μηχάνημα νά σκάβει. Στήν ἀρχή χωρίς ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμή ἡ μηχανή ἔσβησε καί ὁ χειριστής, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του, δέν μποροῦσε νά ξαναβάλει μπρός τό μηχάνημα. Ἔξω φρενῶν, ἄρχισε τίς βλαστήμιες. Τότε ὑπῆρχε νόμος ὅτι ἡ βλαστήμια τιμωρεῖται καί ἡ ἀστυνομία «ἔκοβε» πρόστιμο. Ὅταν ὁ ἀστυνόμος ἀγανακτισμένος στάθηκε μπροστά στό σβησμένο μηχάνημα γιά νά ἐπιβάλει τήν προβλεπόμενη ποινή στό χειριστή, εἶδε ἔκπληκτος μπροστά στό «μαχαίρι» τῆς μπουλντόζας νά στέκεται ὄρθια μέσα στά χώματα ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἔτσι δόθηκε ἡ ἐξήγηση γιατί σταμάτησε τό μηχάνημα. Γιά νά μήν τήν καταστρέψει»!
Καί συνεχίζει τήν ἀφήγηση ὁ Γέροντας: «Ὅταν κατέβηκε κατόπιν ἐντολῆς τοῦ ἀστυνόμου ὁ Ἠλίας καί εἶδε τήν εἰκόνα, τόσο πολύ ταράχτηκε, πού ἔτρεμε καί δέν μποροῦσε νά μιλήσει. Πανικόβλητος ἔτρεξε καί ἔφυγε ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο, ἀφήνοντας τό μηχάνημά του ἀκινητοποιημένο. Ὁ ἀστυνόμος, μπροστά σέ ὅλο τό χωριό, μετανόησε λέγοντας: «Ἐγώ φταίω γιά ὅλα, πού δεν ἐπέτρεψα τότε, πρίν ὀχτώ χρόνια, νά γίνει ἡ ἀνασκαφή. Ἦταν δικό μου τό λάθος».
Πῆραν τότε οἱ χωριανοί τήν εἰκόνα καί τήν καθάρισαν πρόχειρα, γιατί ἦταν μαύρη, ὅπως τό ράσο μου, τόσα χρόνια μέσα στό χῶμα. Μέ τόν ἐπιμελέστερο καθαρισμό ἀποκαλύφθηκε ἡ μορφή τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐπιγραφή πάνω στήν εἰκόνα: «Παναγία Ἐλεοῦσα, Μήτηρ Θεοῦ». Ἀμέσως εἰδοποιήθηκε τηλεφωνικά ὁ δεσπότης Φθιώτιδας, πού τότε ἦταν ὁ Δαμασκηνός Παπαχρήστου, ὁ ὁποῖος ἄμεσα μέ τόν πρωτοσύγκελλό του καί ἄλλους παπάδες ἔφτασε στόν τόπο καί προσκύνησε μέ εὐλάβεια τήν θαυματουργή εἰκόνα, πού τήν εἶχαν τοποθετήσει πρόχειρα πάνω σέ ἕνα τραπέζι. Ἔβαλε τό πετραχήλι καί τό ὠμοφόριό του καί ἔψαλλε μαζί μέ τούς ἱερεῖς τήν Παράκληση τῆς Παναγίας. Μετά μίλησε στόν κόσμο γιά τό μεγάλο θαῦμα τῆς φανέρωσης τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας, λέγοντας·
- Πῶς δέν ἔλειωσε τόσα χρόνια μέσα στή γῆ ἡ εἰκόνα;
Ἀκόμη, ὁ δεσπότης ἀναφέρθηκε καί σέ πολλές ἄλλες θαυματουργές εἰκόνες, πού φανερώθηκαν μέ παρόμοιο τρόπο. Τελειώνοντας τήν ὁμιλία του εἶπε·
- Χίλια ἔτη μπροστά στόν Θεό εἶναι σάν μιά ἡμέρα.
Ὁ κόσμος τοῦ εἶπε:
- Καλά μᾶς τά εἶπες, Δέσποτα, ἀλλά δέν πρέπει νά γίνει ἕνα προσκυνητάρι, μιά ἐκκλησία, νά βάλουμε μέσα τήν εἰκόνα;
Τότε ὁ δεσπότης μίλησε προφητικά, λέγοντας:
- Ὅ,τι εἶναι θέλημα τῆς Παναγίας, θά γίνει. Εἶναι μεγάλο ἔργο αὐτό.
Ὅταν ἄκουσε τά σχετικά μέ μένα, μέ ἀναζήτησε. Και ὅταν στάθηκα μπροστά του, ἔβαλε τό χέρι του πάνω στό κεφάλι μου καί εἶπε:
- Σέ σένα, παιδάκι μου, ἔτυχε τό λαχεῖο νά σοῦ φανερωθεῖ ἡ Παναγία. Ὅταν ἔρθεις στήν κατάλληλη ἡλικία, θά σέ χειροτονήσω καί θά γίνεις ὁ πρῶτος ἡγούμενος στό μοναστήρι πού θά χτιστεῖ.
Ἐγώ, ἀκούγοντας τά λόγια του, ἔμεινα ἄφωνος»!
Ρωτήσαμε τόν Γέροντα, πῶς βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας σ’ αὐτό τό κατάξερο καί ἔρημο βουνό. Ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε·
«Ὅταν τό μηχάνημα ἔβγαλε τήν εἰκόνα, φανερώθηκαν στόν τόπο πού ἔγινε ἡ ἀνασκαφή μεγάλες πέτρες λαξευμένες καί τετραγωνισμένες. Ἀπό κάτω φαίνεται ὑπῆρχε μοναστήρι στό ὁποῖο ἀνῆκε ἡ θαυματουργή αὐτή εἰκόνα».
Στήν ἀπορία μας, γιατί δέν συνεχίστηκε ἡ ἀνασκαφή μέ τήν ἐνημέρωση τοῦ δεσπότη καί τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας, ὥστε ἔρθουν στήν ἐπιφάνεια καί ἄλλα εὑρήματα, ὅπως ἔγινε στό προσκύνημα τῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης στήν Μυτιλήνη, ὁ Γέροντας ἀπάντησε· «Ἐγώ ἤμουν μικρό παιδί καί δέν μποροῦσα νά πάρω τέτοια πρωτοβουλία. Δέν βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος νά 'μπεῖ μπροστά. Ἔτσι τό μηχάνημα σκέπασε μέ χώματα τά ἀρχαιολογικά εὑρήματα καί ἰσοπέδωσε τό μέρος. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο καί σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν, ὁ δεσπότης μοῦ διάβασε ρασοευχή καί φόρεσα τό ράσο».
Καὶ συνεχίζει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: «Τό χωριό δέν ἀποφάσισε γιά τήν
ἀνασκαφή, ὅπως τό ζήτησε ἡ Παναγία. Πῆγα τότε καί ἔκτισα μόνος μου ἕνα μικρό προσκυνητάρι στό σημεῖο ὅπου εἶχε γονατίσει ἡ Παναγία καί βρέθηκε μετά ἡ εἰκόνα. Μέσα ἔβαλα μιά εἰκόνα της καί τακτικά πήγαινα καί προσευχόμουν. Κάθε φορά στά ὀχτώ χρόνια πού μεσολάβησαν μέχρι τήν ἀνασκαφή καί τήν εὕρεση τῆς εἰκόνας, ὅταν πήγαινα ἐκεῖ, ἡ εὐωδία τῆς Παναγίας ἦταν συνεχής. Αὐτό μέ παρηγοροῦσε καί αἰσθανόμουν ζωντανή τήν παρουσία της. Ἔβλεπα τακτικά τήν Παναγία στόν ὕπνο μου καί μοῦ ἔλεγε τό παράπονό της, γιατί δέν γίνεται ἡ ἀνασκαφή νά βρεθεῖ ἡ εἰκόνα της. Οἱ χωριανοί μέ ἔβλεπαν πού συνεχῶς βρισκόμουν σ’ ἐκεῖνο τό μέρος, ἀλλά μέ εἶχαν συνηθίσει».
Σ’ ὅλα τά πράγματα, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τό πρόγραμμά τους. Ἔχει ὅμως καί ὁ Θεός τό δικό του. Ἔτσι ἔφτασε ἡ ὥρα νά ἀνατείλει μέσα ἀπό τή γῆ ἡ θαυματουργή εἰκόνα.
Καί συνεχίζει ὁ Γέροντας: «Ἔστειλε ἡ Νομαρχία μιά μπουλντόζα νά
ἀνοίξει τούς δρόμους καί τίς πλατεῖες στά χωριά τῆς περιοχῆς μας. Ἦρθε καί στό δικό μας χωριό. Ὅταν τελείωσαν τά ἔργα, εἶπε ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ στόν χειριστή τοῦ μηχανήματος:
- Ἠλία, δέν θά φύγεις αὔριο. Ἐδῶ στό χωριό μας κάτι συμβαίνει. Ἔχω τύψεις συνειδήσεως καί τά βράδια δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ.
Καί τοῦ διηγήθηκε τά γεγονότα πού ἔγιναν πρίν ὀχτώ χρόνια.
- Ἀπό τότε τό παιδί αὐτό, ὁ Θανασάκης, ποῦ τό χάνεις, ποῦ τό βρίσκεις, πηγαίνει στό μέρος πού τοῦ φανερώθηκε ἡ Παναγία. Τώρα πού εἶσαι ἐδῶ, θά «σαρίσω» (θά σκάψω) ὅλο τό βουνό, νά δῶ ἐπιτέλους τί ὑπάρχει».
Ὁ Ἠλίας ἦταν κοσμικός ἄνθρωπος καί πολύ βλάσφημος. Προσπάθησε νά ἀποφύγει αὐτή τήν ἀγγαρεία, λέγοντας στόν πρόεδρο:
- Ἐσύ, Γιῶργο, πιστεύεις σέ Θεό καί σέ Παναγία. Ἐγώ, πέρα ἀπό τό φαγητό, τίποτε δέν πιστεύω. Ἀλλά ἐπειδή εἶσαι πρόεδρος, δέν θέλω νά σέ στενοχωρήσω.
Ἔτσι λοιπόν, τήν ἄλλη μέρα, Πέμπτη, 21 Ἰουνίου 1962 καί ὥρα 10.30 τό πρωί, ὅλο τό χωριό, μέ τόν πρόεδρο, τόν ἀστυνόμο καί τόν δάσκαλο μέ ὅλους τούς μαθητές, ἀνηφορίσαμε στό συγκεκριμένο σημεῖο καί ἄρχισε τό μηχάνημα νά σκάβει. Στήν ἀρχή χωρίς ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμή ἡ μηχανή ἔσβησε καί ὁ χειριστής, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του, δέν μποροῦσε νά ξαναβάλει μπρός τό μηχάνημα. Ἔξω φρενῶν, ἄρχισε τίς βλαστήμιες. Τότε ὑπῆρχε νόμος ὅτι ἡ βλαστήμια τιμωρεῖται καί ἡ ἀστυνομία «ἔκοβε» πρόστιμο. Ὅταν ὁ ἀστυνόμος ἀγανακτισμένος στάθηκε μπροστά στό σβησμένο μηχάνημα γιά νά ἐπιβάλει τήν προβλεπόμενη ποινή στό χειριστή, εἶδε ἔκπληκτος μπροστά στό «μαχαίρι» τῆς μπουλντόζας νά στέκεται ὄρθια μέσα στά χώματα ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἔτσι δόθηκε ἡ ἐξήγηση γιατί σταμάτησε τό μηχάνημα. Γιά νά μήν τήν καταστρέψει»!
Καί συνεχίζει τήν ἀφήγηση ὁ Γέροντας: «Ὅταν κατέβηκε κατόπιν ἐντολῆς τοῦ ἀστυνόμου ὁ Ἠλίας καί εἶδε τήν εἰκόνα, τόσο πολύ ταράχτηκε, πού ἔτρεμε καί δέν μποροῦσε νά μιλήσει. Πανικόβλητος ἔτρεξε καί ἔφυγε ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο, ἀφήνοντας τό μηχάνημά του ἀκινητοποιημένο. Ὁ ἀστυνόμος, μπροστά σέ ὅλο τό χωριό, μετανόησε λέγοντας: «Ἐγώ φταίω γιά ὅλα, πού δεν ἐπέτρεψα τότε, πρίν ὀχτώ χρόνια, νά γίνει ἡ ἀνασκαφή. Ἦταν δικό μου τό λάθος».
Πῆραν τότε οἱ χωριανοί τήν εἰκόνα καί τήν καθάρισαν πρόχειρα, γιατί ἦταν μαύρη, ὅπως τό ράσο μου, τόσα χρόνια μέσα στό χῶμα. Μέ τόν ἐπιμελέστερο καθαρισμό ἀποκαλύφθηκε ἡ μορφή τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐπιγραφή πάνω στήν εἰκόνα: «Παναγία Ἐλεοῦσα, Μήτηρ Θεοῦ». Ἀμέσως εἰδοποιήθηκε τηλεφωνικά ὁ δεσπότης Φθιώτιδας, πού τότε ἦταν ὁ Δαμασκηνός Παπαχρήστου, ὁ ὁποῖος ἄμεσα μέ τόν πρωτοσύγκελλό του καί ἄλλους παπάδες ἔφτασε στόν τόπο καί προσκύνησε μέ εὐλάβεια τήν θαυματουργή εἰκόνα, πού τήν εἶχαν τοποθετήσει πρόχειρα πάνω σέ ἕνα τραπέζι. Ἔβαλε τό πετραχήλι καί τό ὠμοφόριό του καί ἔψαλλε μαζί μέ τούς ἱερεῖς τήν Παράκληση τῆς Παναγίας. Μετά μίλησε στόν κόσμο γιά τό μεγάλο θαῦμα τῆς φανέρωσης τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας, λέγοντας·
- Πῶς δέν ἔλειωσε τόσα χρόνια μέσα στή γῆ ἡ εἰκόνα;
Ἀκόμη, ὁ δεσπότης ἀναφέρθηκε καί σέ πολλές ἄλλες θαυματουργές εἰκόνες, πού φανερώθηκαν μέ παρόμοιο τρόπο. Τελειώνοντας τήν ὁμιλία του εἶπε·
- Χίλια ἔτη μπροστά στόν Θεό εἶναι σάν μιά ἡμέρα.
Ὁ κόσμος τοῦ εἶπε:
- Καλά μᾶς τά εἶπες, Δέσποτα, ἀλλά δέν πρέπει νά γίνει ἕνα προσκυνητάρι, μιά ἐκκλησία, νά βάλουμε μέσα τήν εἰκόνα;
Τότε ὁ δεσπότης μίλησε προφητικά, λέγοντας:
- Ὅ,τι εἶναι θέλημα τῆς Παναγίας, θά γίνει. Εἶναι μεγάλο ἔργο αὐτό.
Ὅταν ἄκουσε τά σχετικά μέ μένα, μέ ἀναζήτησε. Και ὅταν στάθηκα μπροστά του, ἔβαλε τό χέρι του πάνω στό κεφάλι μου καί εἶπε:
- Σέ σένα, παιδάκι μου, ἔτυχε τό λαχεῖο νά σοῦ φανερωθεῖ ἡ Παναγία. Ὅταν ἔρθεις στήν κατάλληλη ἡλικία, θά σέ χειροτονήσω καί θά γίνεις ὁ πρῶτος ἡγούμενος στό μοναστήρι πού θά χτιστεῖ.
Ἐγώ, ἀκούγοντας τά λόγια του, ἔμεινα ἄφωνος»!
Ρωτήσαμε τόν Γέροντα, πῶς βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας σ’ αὐτό τό κατάξερο καί ἔρημο βουνό. Ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε·
«Ὅταν τό μηχάνημα ἔβγαλε τήν εἰκόνα, φανερώθηκαν στόν τόπο πού ἔγινε ἡ ἀνασκαφή μεγάλες πέτρες λαξευμένες καί τετραγωνισμένες. Ἀπό κάτω φαίνεται ὑπῆρχε μοναστήρι στό ὁποῖο ἀνῆκε ἡ θαυματουργή αὐτή εἰκόνα».
Στήν ἀπορία μας, γιατί δέν συνεχίστηκε ἡ ἀνασκαφή μέ τήν ἐνημέρωση τοῦ δεσπότη καί τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας, ὥστε ἔρθουν στήν ἐπιφάνεια καί ἄλλα εὑρήματα, ὅπως ἔγινε στό προσκύνημα τῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης στήν Μυτιλήνη, ὁ Γέροντας ἀπάντησε· «Ἐγώ ἤμουν μικρό παιδί καί δέν μποροῦσα νά πάρω τέτοια πρωτοβουλία. Δέν βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος νά 'μπεῖ μπροστά. Ἔτσι τό μηχάνημα σκέπασε μέ χώματα τά ἀρχαιολογικά εὑρήματα καί ἰσοπέδωσε τό μέρος. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο καί σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν, ὁ δεσπότης μοῦ διάβασε ρασοευχή καί φόρεσα τό ράσο».
Τοῦ Νικολάου Μπαλδιμτσῆ, Ἰατροῦ, «ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΟΝ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΛΕΟΥΣΑΣ ΞΥΝΙΑΔΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ», Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξυνιάδας, Δομοκὸς Φθιώτιδος 2020