Ἔρχονται στιγμές, φίλοι, ποὺ πεσμένοι κάτω, θέλουμε ἕνα χέρι βοήθειας, γιὰ νὰ σηκωθοῦμε… Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ἀγκυλωμένοι ἀπὸ κάτι μὲ τίποτα δὲν μποροῦμε ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτό, ὁπότε κι εἶναι ἀδύνατο νὰ προχωρήσουμε… Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ καθηλωμένοι ἀπὸ ἀνείπωτες ὀδύνες δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε οὔτε τὸ παραμικρὸ βῆμα… Ἔ λοιπόν, σ’ αὐτὲς τὶς στιγμές, τὶς τόσο δύσκολες, τότε ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει οὐσιαστικὰ (γονεῖς, ἀδέλφια, φίλοι, κ.λπ.) τότε ἀκριβῶς ἔρχεται ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς πεῖ τοῦτο τὸν ἀνυπέρβλητο λόγο: «Ἔγειρε»! Δόξα σοι Κύριε…
Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς συμβαίνει; Ἂς τὸ δοῦμε μέσα ἀπὸ κάποια πολὺ συγκεκριμένα περιστατικά…
* * *
Στὴν δεξαμενὴ τῆς Βηθεσδᾶ, ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν ἕνα πλῆθος ἀπὸ ἀσθενεῖς (τυφλούς, κουτσούς, παράλυτους) καὶ περίμεναν τὴν κίνηση τοῦ νεροῦ ἀπ’ τὴν θαυματουργικὴ παρέμβαση τοῦ Ἀγγέλου, πηγαίνει ὁ Χριστός, ἐντοπίζει τὸν γιὰ 38 ὁλόκληρα χρόνια παράλυτο, καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα σύντομο διάλογο μαζί του, τοῦ ἀπευθύνει τοῦτο τὸν ὑπέροχο λόγο: «Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει»! Σήκω ἐπάνω, πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα. Τί θαῦμα![1]
Σ’ ἕναν ἄλλο παράλυτο, ποὺ οἱ φίλοι του, ἀφοῦ χάλασαν τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ, στὸ ὁποῖο μιλοῦσε ὁ Χριστός, τὸν παρουσίασαν ἀκριβῶς μπροστά Του, γιατί ἦταν ἀδύνατο λόγῳ τοῦ μεγάλου συνωστισμοῦ νὰ Τὸν πλησιάσουν, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες, τοῦ εἶπε: «Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου». Σὲ σένα ἀπευθύνομαι: Σήκω καὶ πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου. Ἐκεῖνος, σηκώθηκε ἀμέσως κι ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε, ὥστε ὅλοι νὰ μείνουν κατάπληκτοι καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ λέγοντας: «Ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα»! [2]
Ὅταν πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Πέτρου, βρῆκε τὴν πεθερὰ του κατάκοιτη μὲ πυρετό. Κι Ἐκεῖνος ἀφοῦ τὴν πλησίασε «ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς», δηλαδὴ τὴν σήκωσε ἀφοῦ τὴν κράτησε ἀπὸ τὸ χέρι, ὁπότε καὶ τὴν ἄφησε ὁ πυρετὸς κι ἄρχισε ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη νὰ τοὺς διακονεῖ (νὰ τοὺς φροντίζει). Νάτη κι ἐδῶ ἡ ἀπόδειξη τῆς θεραπείας της![3]
Ὅταν κάποτε πάλι πήγαινε μὲ τοὺς μαθητές του καὶ πλῆθος πολὺ στὴν πόλη Ναΐν, τότε πού γινόταν ἡ ἐκφορὰ ἑνὸς νεκροῦ νέου, μονογενοῦς γιοῦ μίας χήρας γυναίκας, τί κάνει; Στὴν μὲν μητέρα του λέει «μὴ κλαῖς», στὸ δὲ νεκρὸ παιδί, ἀπευθύνει τοῦτο τὸ λόγο: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι!». Νεαρέ, σὲ σένα ἀπευθύνομαι, σήκω ἐπάνω! Καὶ ἀνασηκώθηκε ὁ νεκρὸς κι ἄρχισε νὰ μιλάει καὶ τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. Καὶ τότε δέος κυρίευσε ὅλους, οἱ ὁποῖοι δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας: Μεγάλος προφήτης ἐμφανίσθηκε σ’ ἐμᾶς![4]
Καὶ πάλι ὅταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος Τὸν παρακάλεσε νὰ πάει σπίτι του καὶ νὰ θεραπεύσει τὴν 12χρονη κόρη του, ἡ ὁποία στὸ μεταξὺ πέθανε, ὅταν βρέθηκε δίπλα της τί ἔκανε; Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τῆς εἶπε: «Ἡ παῖς ἐγείρου!». Κόρη, σήκω ἐπάνω! Κι ἐκείνη ἀμέσως σηκώθηκε, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ γονεῖς της νὰ μείνουν ἐκστατικοί!
Λοιπὸν τί διαπιστώνει κανεὶς ἐδῶ;
Πώς ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὕστατη καταφυγὴ ὅλων μας… Τότε ποὺ κανένας πλέον δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει! Ἀλλὰ γιατί νὰ εἶναι ἡ ὕστατη, δηλαδὴ ἡ τελευταία, καὶ νὰ μὴν εἶναι ἡ πρώτη, πάντοτε ἡ πρώτη καὶ ἡ πλέον μεγάλη;
Πάντοτε θαυματουργεῖ… Οἱ ἐπεμβάσεις Του εἶναι μοναδικές, ἀνεπανάληπτες, ἀνυπέρβλητες! Μᾶς σηκώνουν ἀπ’ τὴν ἀρρώστια, ἀκόμη δὲ καὶ τὴν χρόνια, ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο, ὥς κι ἀπ’ αὐτὴ τὴ νέκρα τῆς ἁμαρτίας.
Ἔρχεται ἀκόμη καὶ χωρὶς νὰ Τοῦ τὸ ζητήσουμε, ὅπως στὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδᾶ, γιὰ νὰ βραβεύσει τὴν καρτερικότητα καὶ τὴν ὑπομονή του καὶ στὴν τόσο πονεμένη χήρα τῆς Ναΐν. Ἐξ ἄλλου καὶ οἱ δυό τους δὲν Τὸν γνώριζαν, γιὰ νὰ Τὸν ἐπικαλεσθοῦν.
Ἔρχεται καὶ ἱκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα ἐκείνων ποὺ Τὸν γνωρίζουν, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν φίλων τοῦ ἄλλου παραλυτικοῦ καὶ τοῦ Ἰαείρου, γιατί πιστεύουν πὼς μονάχα Αὐτὸς θὰ δώσει λύσει στὰ προβλήματά τους…
Βρίσκεται πάντοτε δίπλα μας, εἴτε Τὸν ἐπικαλούμασθε εἴτε ὄχι… Ἀλλὰ πόσο λάθος κάνουμε, ἐμεῖς ποὺ Τὸν γνωρίζουμε, ἢ ἔστω κάτι ἔχουμε ἀκούσει γι’ Αὐτόν, νὰ τρέχουμε στὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλον γιὰ βοήθεια, νὰ ἀναλωνόμαστε γιὰ νὰ βροῦμε κάπου μία λύση στὸ πρόβλημά μας, ὅταν Αὐτὸς εἶναι πάντοτε κοντά μας καὶ μᾶς δίνει τὸ χέρι τῆς Θείας Του βοήθειας!
Τί φοβερό, νὰ θέλουμε πρῶτα νὰ ζήσουμε τὴν ἀπογοήτευση τῆς τόσο σχετικῆς βοήθειας φίλων καὶ εἰδικῶν, τὴν ὁποία μάλιστα κάποτε καὶ ἀπολυτοποιοῦμε, θεωρώντας πὼς μονάχα αὐτὴ ἀξίζει!
Μὴν ξεχνοῦμε τοῦτο τὸν λόγο Του: «Ὅπως ὁ Πατέρας ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς ἐκείνους ποὺ θέλει ζωοποιεῖ» (Ἰω. ε, 21). Σαφῶς, λοιπόν, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὴ ζωή, τὴν σωματική, τὴν ψυχικὴ καὶ τὴν πνευματική. Γιατί σαφῶς Αὐτὸς εἶναι ἡ Ζ Ω Η!
* * *
Ἀλλὰ κάνουν ἐντύπωση καὶ τοῦτα ἀκόμη τὰ περιστατικά…
Ὁ Φίλιππος βρίσκει τὸν φίλο του τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει: «Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψαν ὁ Μωυσῆς στὸ νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». Καὶ ὁ Ναθαναὴλ τότε τοῦ εἶπε: «Εἶναι δυνατὸ νὰ προέλθει τίποτε καλὸ ἀπ’ τὴ Ναζαρέτ;» Κι ὁ Φίλιππος τοῦ ἀπαντᾶ μὲ ἐκεῖνο τὸ ὑπέροχο: «Ἔλα νὰ δεῖς»! Καὶ μὲ τὸν τρόπο του τὸν σήκωσε ἐπάνω καὶ τὸν πῆγε στὸν Χριστό. Ἀπὸ τότε ἔγινε κι αὐτὸς μαθητὴς καὶ ἀπόστολός Του![5]
Νὰ ἕνας ὑπέροχος ρόλος τῆς φιλίας καὶ τῆς ἐν γένει ἀγάπης μας πρὸς τὸν ἄλλο. Νὰ «σηκώνουμε» αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ τοὺς ὁδηγοῦμε στὸν Ζωοδότη! Ὢ τί προσφορὰ στὸν φίλο μας, τί χέρι βοηθείας!
Νὰ καὶ τὸ ἄλλο περιστατικό. Ὅταν κάποτε ἦταν σὲ πλοῖο μὲ τοὺς μαθητές Του, ἔγινε πολὺ μεγάλη τρικυμία, ἐνῷ Αὐτὸς κοιμόταν. Τόσο μεγάλη ἦταν αὐτὴ ἡ τρικυμία, ποὺ τὰ κύματα σκέπαζαν τὸ πλοῖο κι αὐτὸ ἄρχισε νὰ βυθίζεται. Τότε τὸν πλησίασαν οἱ μαθητές, τὸν ξύπνησαν καὶ Τοῦ εἶπαν: «Κύριε, σῶσε μας, χανόμαστε»! Ἐκεῖνος τότε, ἀφοῦ ἐπέπληξε τοὺς ἀνέμους καὶ τὴ θάλασσα, ἔφερε τὴ γαλήνη! [6]
Δηλαδὴ τί βλέπουμε ἐδῶ; Πὼς οἱ μαθητὲς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ «ἤγειραν», δηλαδὴ σήκωσαν τὸν Χριστό, ὄχι γιατί Αὐτὸς ἦταν ἀνήμπορος, ἀλλ’ ἀπεναντίας ἐπειδὴ εἶναι μοναδικὰ δυνατός. Ἤθελαν νὰ «σηκωθεῖ» καὶ νὰ τοὺς σώσει!
Ναί, οὕτως ἢ ἄλλως, ὁ Χριστὸς δίπλα μας εἶναι. Κι ἀφοῦ εἶναι δίπλα μας, καὶ μάλιστα ἀφοῦ τὸ γνωρίζουμε αὐτό, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ βλέπουμε καὶ τὸ αἰσθανόμασθε, τί μένει; Μὰ τοῦτο ἀκριβῶς ποὺ Ἐκεῖνος περιμένει ἀπό μᾶς: Νὰ Τὸν «σηκώσουμε» πρὸς βοήθειά μας, νὰ Τὸν ἐπικαλεσθοῦμε, ἢ μὲ ἁπλὰ λόγια νὰ Τοῦ τὸ ζητήσουμε… Κάτι ποὺ κάνουμε ἄλλωστε στὶς δύσκολες στιγμές μας σὲ ὅσους μᾶς ἀγαπᾶνε, στοὺς φίλους μας καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ πιστεύουμε ὅτι μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν.
* * *
Λοιπόν, νὰ ἡ ὑπέρτατη καὶ ἡ μοναδικὴ καταφυγή μας. Ὁ Ζωοδότης! Γιά μᾶς καὶ τοὺς ἄλλους. Τώρα καὶ πάντοτε. Ἀκόμη καὶ τότε ποὺ οἱ στιγμὲς εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολες…
Σημειώσεις:
[1] Βλ. Ἰω. ε΄, 1-15. [2] Βλ. Μᾶρκ.β΄, 1-12. [3] Βλ. Μᾶρκ. α΄, 29-31. [4] Λουκ. ζ΄, 1-17. [5] Βλ. Ἰω. α΄, 44-52. [6] Βλ. Ματθ. η΄, 23-27 καὶ Μᾶρκ. δ΄, 35-41