Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας Κεφαλληνιάδης, διδάσκαλος
Ἄλλη μία συκοφαντία ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ καὶ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι περιφρονεῖ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴν ψυχή. Οἱ ἀρνητὲς φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ κατηγορήσουν τὸν Χριστιανισμὸ ὅτι διδάσκει τὴν ντροπὴ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα! Ἄλλοτε πάλι οἱ κατήγοροι τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζουν τὴ θρησκεία μας ὡς …ἀρνητὴ τοῦ σωματικοῦ κάλλους! Ἀλλὰ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀντιτίθεται στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματα ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ νὰ γίνουν, ἐνῷ γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπινου σώματος συμμετέχει ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Τριάδα. (Γέν. Α΄ 26). Σὲ αὐτὸ ποὺ ἀντιτίθεται ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ δημόσια ἔκθεση τοῦ γυμνοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἡ ποικίλη διαφθορὰ καὶ ἀκολασία, ποὺ στὸ κάτω κάτω ἔρχονται σὲ ἀντίθεση καὶ μὲ τὸ ἔμφυτο αἴσθημα τῆς αἰδοῦς. Ἐπιπλέον ἡ ἠθικὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀρνεῖται κάθε μορφὴ ἐμπορικῆς ἐκμετάλλευσης τοῦ ἀνθρώπινου σώματος.
Ἡ χριστιανικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς ὄχι μόνο δὲν περιφρονεῖ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀλλὰ τὸ θεωρεῖ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. στ΄ 19.1) Ὁ Χριστιανὸς καλεῖται σὲ ἀγῶνα πνευματικό, προκειμένου νὰ νικήσει τὰ πάθη ποὺ τὸν ὑποδουλώνουν καὶ ὄχι τὸ σῶμα του. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀγώνας του ἀποκαλεῖται παθοκτόνος κι ὄχι σωματοκτόνος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ἂν καὶ Θεός, δὲν δίστασε νὰ προσλάβει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δοξάζοντάς το, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ σῶμα βρίσκεται αἰωνίως στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του ὁ Κύριός μας πραγματοποίησε πάμπολλες σωματικὲς ἰάσεις, ὅπως θεραπεῖες λεπρῶν, τυφλῶν καὶ ἀνάπηρων. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων, ἀπέδειξε ὅτι δὲν ἐνδιαφερόταν μόνο νὰ δώσει πνευματικὴ τροφὴ στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ ὑλική. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, ὑπάρχει αἴτημα γιὰ τὴν παροχὴ τοῦ ἄρτου, δηλ. τῆς τροφῆς, τὸ ὁποῖο μάλιστα προηγεῖται τοῦ αἰτήματος τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν! Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ Κύριος μᾶς δείχνει ὁλοφάνερα ὅτι καταφάσκει πλήρως στὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ σώματος καὶ δὲν τὶς περιφρονεῖ. Στὴν πρώτη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων μετὰ τὴν κυριακάτικη εὐχαριστιακὴ σύναξη, ἀκολουθοῦσε παροχὴ τράπεζας τροφῶν (οἱ γνωστὲς ἀγάπες), δείχνοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐνδιαφερόταν νὰ ἱκανοποιήσει μονάχα τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ σώματος. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας τιμᾶ ἀκόμα καὶ τὸ ἄψυχο ἀνθρώπινο σῶμα, παραδίδοντάς το διὰ τῆς ταφῆς στὴ φυσιολογικὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ ἀντιτίθεται στὴ βίαιη διαδικασία τῆς καύσης, τὴν ὁποία θεωρεῖ βάρβαρη καὶ ἀσεβῆ πράξη ἀπέναντι στὸ σῶμα τοῦ κεκοιμημένου. Ἀκόμα καὶ ἡ ἀφθαρσία τῶν λειψάνων ὡς ἰδιαίτερο χάρισμα ὁρισμένων ἁγίων, τί ἄλλο ἀποδεικνύει ἀπὸ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ ἀποδίδει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ ἀνθρώπινο σῶμα; Ὁ Χριστιανισμὸς ἐπίσης διδάσκει ὅτι κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἀνθρώπων θὰ ἀναστηθοῦν, θὰ ἀνακαινισθοῦν καὶ θὰ ἀφθαρτοποιηθοῦν. Μὲ ἁπλὰ λόγια δὲν σῴζεται μόνο τὸ ἄυλο μέρος τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου (ἡ ψυχὴ), ἀλλὰ ὁ ὅλος ἄνθρωπος ὡς ἑνιαία ψυχοσωματικὴ ὀντότητα.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε ἀκόμα καλύτερα τὸ πόσο ὁ Χριστιανισμὸς τιμᾶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε τὸ πόσο χαμηλὰ εἶχε ρίξει ὁ προχριστιανικὸς κόσμος τὴν ἀξία του. Εἶναι λίγο πολὺ γνωστὸ ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες ἔκαναν κατάχρηση τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἀνηθικότητα νὰ ἔχει καταλάβει τόσο τὰ ἀνώτερα ὅσο καὶ τὰ κοινωνικὰ κατώτερα στρώματα τῆς κοινωνίας. Ἡ ἀποχαλίνωση σὲ θέματα ἠθικῆς εἶχε φτάσει στὸ πιὸ ἀκραῖο σημεῖο της μὲ πρωταγωνιστὲς τοὺς ἴδιους τοὺς Ρωμαίους αὐτοκράτορες! Ὄχι μονάχα οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ θεοὶ ἦταν γεμᾶτοι ἀπὸ σαρκικὰ πάθη. Ἡ διαφθορὰ τῶν ἠθῶν, ἡ γενικευμένη κοινωνικὴ σήψη ἀποτελοῦσε τὸ γενικὸ κανόνα. Θὰ κοκκίνιζε καὶ τὸ ἴδιο τὸ χαρτὶ ἀπὸ ντροπή, ἂν ἀναφερόμασθαν λεπτομερῶς στὰ ἀπίστευτα ἐκεῖνα αἴσχη. Ἡ μόνη ἀνάσχεση στὸν ἐξευτελισμὸ τοῦ σώματος καὶ τὴν ἠθικὴ κατρακύλα ἀποτέλεσε ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ζωή. Ἀντὶ γιὰ τὸν ἀχαλίνωτο ἐρωτισμὸ καὶ τὴν κατάλυση κάθε ἠθικοῦ φραγμοῦ, πηγαίνοντας κόντρα στὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ προτάσσει τὶς ἀρετὲς τῆς ἐγκράτειας, τῆς ἁγνότητας, τῆς παρθενίας, καὶ τῆς μονογαμίας. Καὶ ἡ τελευταία πάντοτε μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας. Παράλληλα ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀσέλγεια, ἡ ὁμοφυλοφιλία καὶ κάθε ἄλλο σαρκικὸ ἁμάρτημα καὶ διαστροφὴ κρίνονται ὡς ἐντελῶς ἀθέμιτα καὶ ἀπαράδεκτα γιὰ τὴ ζωὴ ἑνὸς συνειδητοῦ Χριστιανοῦ. Ἔτσι, ἐνῷ ἡ σαρκικὴ ἁμαρτία καταρρακώνει καὶ ἐξευτελίζει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ὁ Χριστιανισμὸς ἐξυψώνει τὸ σῶμα καὶ ἀναδεικνύει τὴν ἱερότητά του, τοποθετώντας το ἐκεῖ ποὺ πραγματικὰ τοῦ ἀξίζει. Τί ἄλλες ἀποδείξεις χρειάζεται κάποιος, γιὰ νὰ καταλάβει ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ διδασκαλία, ὄχι μόνο δὲν περιφρονεῖ, ἀλλὰ τιμᾶ, σέβεται καὶ ἐξαγιάζει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα;
Σημείωσις:
1. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Χριστιανισμό, ὁ Πλάτωνας ἔχει κατώτερη ἰδέα γιὰ τὸ σῶμα, θεωρώντας το ὡς «τάφο τῆς ψυχῆς». Γιὰ τὸν Πλάτωνα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος, ἡ ψυχὴ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἢ ἐπιστρέφει στὸν κόσμο τῶν Ἰδεῶν ἢ ξαναμπαίνει σὲ νέο σῶμα ἀνθρώπου ἢ ζῴου (μετεμψύχωση).