Τὸ
αἰσθανόμεθα αὐτὸ εἰς τὸν χῶρον τῆς προσευχῆς, ἰδιαιτέρως εἶναι ἀκόμη
πιὸ ζωηρὰ ἡ αἴσθησις τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἐντὸς τοῦ σώματός μας.
Εἶναι ἀκόμη πιὸ τρανὴ αἴσθησις. Εἶναι ἡ ἀνωτάτη αἴσθησις.
Ὅταν λέγῃ ὁ ἀπόστολος Παῦλος; «Ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός, ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ», ποιὸς ζῇ, δηλαδὴ εἰς τὴν θέσιν
του; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Ζῇ ἐν ἐμοὶ ὁ Χριστός».
Καὶ πῶς ἔγινε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Τὸν κυοφορεῖ; Μὲ ποίαν ἔννοιαν;
Ναί, περιπολεύει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ· δηλαδὴ τὸ σῶμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου διάγει ὅπως τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ μακάριοι Απόστολοι καὶ οἱ μακάριοι Πατέρες μας ἔζησαν κατ᾿ αὐτὸν τὸν
τρόπον καὶ ἐπανελήφθη ἀκόμη μία φορὰ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ πρόσωπά
των. Ἐβίωσαν τὴν πολιτείαν τοῦ Χριστοῦ, δι᾿ αὐτὸ καὶ ἡγίασαν καὶ ἐν ζωῇ
καὶ μετὰ θάνατον. Καὶ ὅλοι αὐτοί, βέβαια, τὸ ἐπέτυχαν μὲ ὅλας τὰς ἀρετάς, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν προσευχήν.
Δι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ ὠνομάσθηκε ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς μας· εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία, συνεχῶς, διὰ τοῦ νοός, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Χριστόν.
Εἶναι ἀνοικτὸ τηλέφωνο. Εχομε ἕνα τηλέφωνο πάντοτε ἀνοικτό. Πάντοτε θὰ ὁμιλοῦμε καὶ πάντοτε θὰ μᾶς ὁμιλῇ ὁ Χριστός. Ἀρκεῖ τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς νὰ εἶναι πάντοτε ἀνεῳγμένα καὶ φωτισμένα, νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀντιληφθοῦν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν σωστὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι νὰ τὴν παρερμηνεύσουν. Διότι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυσκολία ἑρμηνείας καὶ ὁ κίνδυνος παρερμηνείας.
Καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔδωσαν ἔμφασιν εἰς αὐτὴν τὴν ἕνωσιν, διότι ἑνώνει ἡ προσευχὴ καὶ ὅλοι προσεπάθησαν νὰ ἑνωθοῦν. Εἰς τὴν ἀρχὴν ἡ ἕνωσις λέγεται μία ἁπλῆ γνωριμία.
Λέγομε,
ἐπὶ παραδείγματι, ὅτι γνωρίζομε πὼς ὑπάρχει ἡ Αθήνα. Τὸ πιστεύω ὅτι
ὑπάρχει ἡ Ἀθήνα. Βλέπομε τὸν χάρτη, ἐδῶ εἶναι ἡ Αθήνα. Παίρνομε μία
φωτογραφία: ἡ ᾿Αθήνα, ἐποπτικὴ εἰκόνα ἀπὸ τὸν δορυφόρο.
῞Ενα πιὸ μεγάλο κομμάτι, ἕνα πιὸ μεγάλο κομμάτι, ὁ Παρθενώνας κ.ἄ.
Πηγαίνομε εἰς τὰ ἐπιμέρους. Αν θὰ ἴδωμεν καὶ ἕνα βίντεο τῆς πόλεως, εἴμεθα πιό κοντά. Θὰ ἴδωμεν καὶ ἀνθρώπους μέσα εἰς τὸ βίντεο καὶ εἴμεθα ἀκόμη πιό κοντά. Αν θὰ βλέπωμε ἀπὸ τὸ ἀεροπλάνο τὴν Ἀθήνα, τὴν προσεγγίζομε περισσότερον. Αν τὴν βαδίσωμε μάλιστα, ἂν θὰ ζήσωμε ἐπίσης, βρισκόμεθα ἐγγυτέρω. Δὲν ὑπάρχει ἀνωτάτη ἐμπειρία τῆς πόλεως ἀπὸ τὸ νὰ διάγῃ κανεὶς
ἐντὸς αὐτῆς. Ὁμιλοῦμε διὰ τὴν Ἀθήνα καὶ εἴμεθα ἐντὸς τῆς ᾿Αθήνας. Δὲν
ὑπάρχει ἀνωτέρα ἐπικοινωνία. Ἀλλὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ ὅλη ἡ Ἀθήνα
μέσα μας, ὅπως ὅλη ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ ἠμπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ μέσα σὲ ἕναν ἄνθρωπο.
Ὑπάρχουν,
ἑπομένως, στάδια γνωριμίας καὶ ἐμπειρίας, διὰ τῆς προσευχῆς. Καὶ οἱ
Ἅγιοι Πατέρες ἠδολέσχησαν ἐπάνω εἰς τὸ θέμα αὐτὸ ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν αὐτογνωσία των, μὲ τὴν αἴσθησι τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τὴν αἴσθησι τῆς ἁπανταχοῦ παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτὴ καθηλώνει τὸ σῶμα. Ὁ θεῖος φόβος καθηλώνει, νεκρώνει, καταπραΰνει τὸ σῶμα, μαραίνοντας τὶς ὁρμές.
«Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου Σου τὰς σάρκας μου»· αὐτὸ θέλει νὰ εἰπῇ ὁ Δαυίδ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του, ὅταν κάμνῃ αὐτὴν τὴν προσευχήν. Εἶναι ἕνας θεῖος φόβος, ποὺ δὲν δημιουργεῖ φόβο μὲ τὴν γνωστή μας ἔννοιαν, ἀλλὰ ἁγνότητα καὶ καθαρότητα. Ὁ θεῖος φόβος δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὸν ἀνθρώπινον φόβον, νὰ φοβᾶται κανεὶς καὶ νὰ τρέμῃ. Διότι καὶ οἱ ἄγγελοι φοβοῦνται τὸν Θεόν, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν, ὅμως, ὅτι Τὸν σέβονται καὶ Τὸν τιμοῦν καὶ ἐφαρμόζουν ὅλες τὶς ἐντολές Του. Αὐτὴ ἡ λέξις, μονολεκτικά, ὀνομάζεται θεῖος φόβος.