Γράφει ὁ Ἀριστείδης Δασκαλάκης
«εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. θ΄, 17-31)
«Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11,1)
Πλησιάζεις ἄνθρωπε αἰσίως στὴ βραδιὰ τῆς Ἀνάστασης. Πιστεύεις πὼς ἔχεις μερτικὸ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Πὼς χρήζεις σωτηρίας. Μιλᾷς γιὰ δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις. Γιὰ φαρισαϊσμοὺς καὶ ἀντιμισθίες.
«Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11,1)
Πλησιάζεις ἄνθρωπε αἰσίως στὴ βραδιὰ τῆς Ἀνάστασης. Πιστεύεις πὼς ἔχεις μερτικὸ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Πὼς χρήζεις σωτηρίας. Μιλᾷς γιὰ δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις. Γιὰ φαρισαϊσμοὺς καὶ ἀντιμισθίες.
Τί
κατάφερες ἕως τώρα; Τί πρόσφερες ἐσὺ ὡς θυσία στὸ Θεό; Πόσες ἀγρυπνίες
καὶ κομποσχοίνια ἔκανες; Δεῖξε μου τὰ γόνατά σου νὰ καταλάβω.
Ψέματα στὴ δουλειά. Ψέματα στὸ σπίτι. Ψέματα στὴν προσευχή σου ἄνθρωπε. Τὰ ὀνόμασες κατὰ συνθήκη ψεύδη.
Ἀποστράφηκες
τὸν φτωχὸ κι ἀναγκεμένο. Εἶπες αὔριο. Ὅταν θὰ ἔχεις περισσότερα. Μὰ
βαθιὰ μέσα σου γνωρίζεις πὼς ποτὲ δὲν θὰ ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ ἐλεήσεις.
Καὶ τὸ αὔριο ἔγινε χρόνος. Δεκαετίες. Μιὰ ὁλόκληρη ζωή.
Πόσες
φορὲς ἔσκυψες τὸ κεφάλι σου κι ἔφραξες τὸ στόμα σου, ὅταν ἡ λάβα τοῦ
θυμοῦ ἑτοιμαζόταν νὰ ξεχυθεῖ καὶ νὰ κατακάψει ψυχὲς καὶ συνειδήσεις;
Πόσες
φορὲς ἄφησες τοὺς λογιστικοὺς ὑπολογισμούς, ὅταν τὰ πράγματα δὲν
"ἔβγαιναν" ὅπως τὰ ὑπολόγιζες καὶ στάθηκες μπροστὰ σὲ μιὰ εἰκόνα, τοῦ
Ἁγίου σου ἢ τῆς Ἁγίας σου, τῆς Παναγίας ἢ τοῦ Χριστοῦ;
Πόσες φορές, σφράγισες τὴ γλῶσσα καὶ μίλησες μὲ τὴν ψυχή; Σὲ μιὰ συχνότητα ποὺ μόνο οἱ οὐρανοὶ ἀκοῦνε;
Πόσες φορὲς θυσίασες τὴν πλεονεξία, στὸ βωμὸ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης;
Πότε ἔβαλες βαθιὰ τὸ χέρι στὴν τσέπη τῆς ψυχῆς σου, νὰ βγάλεις καὶ νὰ δώσεις;
Τί ταμεῖο κάνεις; Πόσα χρωστᾷς; Πόσα σοῦ ὀφείλουν; Τί ἀποφαίνεται ὁ μέγας Ταμειοῦχος τῆς Ζωῆς; Ὁ Κύριος;
Μὴν ἀπελπίζεσαι ἄνθρωπε. Ὑπάρχει χρόνος.
Ἐκεῖ
στὴ σκιὰ τοῦ Γολγοθᾶ πάνω στὸ μεσαῖο Σταυρὸ γίνεται μιὰ συναλλαγή. Μιὰ
οἰκονομικὴ συναλλαγή. Κάποιος πληρώνει χρέη στὸ δανειστή. Κάποιος
ἀναλαμβάνει καὶ τὸ δικό σου χρέος. Στὸ διαγράφει. Καὶ τὸ χρεόγραφο
καρφώνεται πάνω στὸ Τίμιο Ξύλο. Γράφει ὀνόματα πολλά. Εἶναι τὰ ὀνόματα
τῶν ἀνθρώπων ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Εἶναι
καὶ τὸ δικό σου ἄνθρωπε. Καὶ τὸ χρεόγραφο ἔχει βγεῖ σὲ πολλὰ ἀντίτυπα.
Δὲν ἔχεις παρὰ νὰ πλησιάσεις καὶ νὰ πάρεις ἕνα. Μὰ θέλει κόπο νὰ
ἀνέβεις ἐκεῖ ψηλά. Μὰ ἀξίζει τὸν κόπο ἄνθρωπε.
Μὴν
ρωτᾷς πῶς καὶ γιατί. Εἶναι ἀνεξήγητο. Δὲν θὰ καταλάβεις καὶ νὰ σοῦ πῶ.
Μὰ δὲν μπορῶ καὶ νὰ σοῦ ἐξηγήσω. Ἁπλῶς συμβαίνει. Εἶναι γεγονός. Μὴν τὴν
ἀποστραφεῖς αὐτὴ τὴν κληρονομιά. Προχώρα.
Ἄσε
τὸν σταυρό σου ἄνθρωπε. Μὴν ἀσχολεῖσαι μαζί του. Ἐξάλλου πάντα τὸν
ἔβρισκες βαρὺ κι ἀσήκωτο. Πιάσε το σταυρὸ τοῦ ἀδελφοῦ σου. Πάντα τὸν
ζήλευες. Πάρτον καὶ κουβάλησέ τον.
Σῦρε
τον μιὰ ζωή, χωρὶς βαρυγκομιὲς καὶ παράπονα. Καὶ μὴν τὸν ἀφήσεις ποτέ,
ἐλπίζοντας πὼς τὸν δικό σου σταυρὸ θὰ τὸν πάρει ἄλλος. Προχώρα μπρὸς
καὶ μὴν κοιτᾷς πίσω.
Κι
ἔτσι ὅπως τὸν κουβαλᾷς, κάτω ἀπ᾿ τὴ σκιὰ τοῦ Γολγοθᾶ, θὰ ἀκούσεις τὸν
μεταλλικὸ ξηρὸ κι ἐκκωφαντικὸ ἦχο τῶν καρφιῶν τοῦ Χριστοῦ. Θὰ νιώσεις τὰ
ἀγκάθια νὰ σοῦ τρυποῦν τὸ κρανίο. Θὰ φτάνουν μέχρι τὴν ψυχή. Θὰ
μυρίσεις τὸ ξύδι καὶ τὸν ἱδρῶτα. Θὰ ἀφουγκραστεῖς τὴν βαριὰ ἀνάσα τοῦ
Θεανθρώπου κάτω ἀπ᾿ τὸ μεσημβρινὸ λιοπύρι. Μὰ ἐσὺ προχώρα. Δὲν ὑπάρχει
χρόνος. Σὲ λίγο θὰ πεῖ τὸ "τετέλεσται".
Πίσω
μὴν κοιτᾷς. Μόνο ἕνα μέλημα ἔχεις. Νὰ γίνεις κλέφτης. Μὲ τὴν μόνη
εὐλογημένη κλεψιὰ στὸ μυαλὸ καὶ στὴν ψυχή σου. Νὰ κλέψεις τὸν Παράδεισο
μὲ ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Κι
ἐκεῖ ποὺ σέρνεις τὸν βαρύτιμο σταυρό, τὸν σταυρὸ τοῦ ἀδελφοῦ σου,
βλέπεις ὅτι κουβαλᾷς καὶ τὸν δικό σου Σταυρό. Βλέπεις ὅτι σηκώνεις καὶ
τὸν Σταυρὸ τοῦ κόσμου. Καὶ ξαφνικὰ τὸ φορτίο εἶναι ἐλαφρύ. Δὲν ζυγίζει
οὔτε ἕνα δράμι.
Κι ἀκοῦς στὴν ψυχή σου τὴν ὑπόσχεσή Του «Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρὸν ἐστίν» .
Καὶ
χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις, ἔφτασες ἐκεῖ μπροστὰ στὸν Σταυρωμένο Σωτῆρα.
Τοῦ ἀγκαλιάζεις τὰ πόδια, τοῦ σκουπίζεις τὸν ἱδρῶτα, τὸν πλένεις μὲ τὰ
δάκρυά σου.
Καὶ ξαφνικὰ σταυρὸς δικός σου δὲν ὑπάρχει. Τὸν σηκώνει γιὰ σένα ὁ δωρεοδότης Κύριος. Μὴν ἀνησυχεῖς ἄλλο ἄνθρωπε.
Αὐτὸς σοῦ ἔσβησε τὸ χρέος. Αὐτὸς ἀνέλαβε καὶ τὸ φορτίο σου.
Ἐσὺ
τὸ μόνο ποὺ χρειαζόταν ἦταν νὰ ἀνέβεις τὴν πλαγιὰ τοῦ Γολγοθᾶ. Νὰ τὴν
ἀνέβεις χωρὶς γογγυσμό, κάτω ἀπ᾿ τὴ σκιὰ τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ.
Καλὴ Ἀνάσταση!
"Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν"
(Α΄ Κορ. 15-14)
(Α΄ Κορ. 15-14)
______________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»