Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΣ ΚΑΙΡΟΥΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ

Ὁ μόνος κανονικὸς Προκαθήμενος τῆς Οὐκρανίας Κιέβου Ὀνούφριος τελεῖ ὑπαιθρίως τὴν Θ. Λειτουργίαν μετὰ τὴν ἐκδίωξιν ἀπὸ τὴν Λαύραν μὲ συμμετοχὴν χιλιάδων πιστῶν (9.4.2023).

Ποῖος ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας διὰ κάθε ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος πεθαίνει ἐγκαταλελειμμένος καὶ ἀπηλπισμένος;

ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΣ
ΚΑΙΡΟΥΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ

Κορωνοϊός: ἀπέθανον ἀπομονωμένοι
χωρὶς τὰς εὐχὰς τῆς Ἐκκλησίας.
Οὐκρανικόν: θυσιάζουν ἀνθρώπους
ὄχι διὰ τὴν πατρίδα, ἀλλὰ διὰ τὸ ΝΑΤΟ.
Τέμπη: ἔχουν χρήματα διὰ ἐμβόλια
καὶ ἅρματα, ἀλλὰ ὄχι διὰ νοσοκομεῖα καὶ μέσα μεταφορᾶς.

Τοῦ κ. Γεωργίου Καραλῆ Πυρηνικοῦ ἰατροῦ, Διδάκτορος Πανεπιστημίου τῆς Γένοβα, Πολυκλινικὴ τοῦ Πανεπιστήμιου Ρώμης Tor Vergata. Τμῆμα Πυρηνικῆς ἰατρικῆς.

Ἡ τρέχουσα περίοδος ποὺ διανύουμε ἐμπερικλείει πολλοὺς κινδύνους καὶ ἤδη μᾶς ἔχει ὁδηγήσει σὲ πολλὰ δεινά. Ὅσα ἔχουν συμβεῖ ἕως τώρα, ὄχι μόνον δὲν καλυτέρεψαν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πλέον ἀναμένονται τὰ χειρότερα… Ἡ εὐρωπαϊκὴ κοινωνία σταθερὰ ἀπομακρύνεται (ἀκόμα πιὸ) μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐξαναγκάζεται σὲ ἐσφαλμένες ἐπιλογὲς καὶ νέα πλάνα, ὅσα ἡ Νέα  Τάξη   Πρα­γμάτων ἔχει ἤδη ἀποφασίσει γι’ αὐτήν. Ἂς μᾶς ἐπιτρέψει λοιπὸν ὁ ἀναγνώστης μία σύντομη ἀναδρομὴ στὴν μνήμη (ἐνάντια στὶς ὀργανωμένες προσπάθειες νὰ ξεχάσουμε) τῶν ὅσων ζήσαμε μέχρι τώρα, πραγμάτων ποὺ ἐνέτειναν τὴν ἄθεη καὶ βλάσφημη μετανεωτερικότητα. Μία μετανεωτερικότητα ποὺ διακηρύσσει μία ψευδαίσθηση ἐλευθερίας, αὐτῆς τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, τὸ ὁποῖο κινεῖται μονόδρομα στὸν ὁρίζοντα μίας “ἐλευθερίας” νὰ βλασφημᾶ κανεὶς κατὰ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν τέλει κατὰ τοῦ ὁμοτίμου, ἐν τριάδι, ἑνὸς Θεοῦ.

Ἡ ἀρχὴ τῆς κρίσεως:
ἡ περίοδος τοῦ κορωνοϊοῦ

Κατὰ τὴν ἐν λόγῳ περίοδο, οἱ πολιτικοὶ ἰθύνοντες βασίστηκαν σὲ μία “ἐπιστήμη”, ἡ ὁποία ὁμολογουμένως δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, αὐτὴ ἡ “ἐπιστήμη” διεκδικοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό της δογματικὰ καὶ ἄνευ συζητήσεως, τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια, καθὼς καὶ τοὺς τρόπους ἀντιμετώπισης τῆς “πανδημίας” ποὺ πρόβαλλε, ὡς τὴν μόνη ἐλπίδα σωτηρίας. Οἱ πολιτικοὶ παρέδωσαν στὰ χέρια μίας τοιαύτης “ἐπιστήμης” τὰ πάντα: τὰ συνταγματικὰ δικαιώματα, τὶς θρησκευτικὲς ἐλευθερίες, τὴν ἴδια τὴν πίστη στὸν Χριστὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τελειοποιήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν κάνει θεό. Ἐγκαταλείφθηκε σύνολη ἡ συζήτηση περὶ τῶν ἐγειρομένων ἐνστάσεων ἐπὶ πολιτικῶν, ἠθικῶν καὶ θρησκευτικῶν ζητημάτων, καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ μία συντονισμένη προσπάθεια νὰ σωθεῖ μόνον ἡ ἀναφορὰ στὸ ἀνθρώπινο “πρόσωπο”. Ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῶν, εἴχαμε τὸ πέσιμο τῆς αὐλαίας τῆς ἀνθρώπινης κοινωνικότητας, ἐγκλείστηκε ὁ ἄνθρωπος ἐντὸς τῶν τεσσάρων τοίχων τοῦ σπιτιοῦ του, σὲ ἕνα εἶδος χειμερίας νάρκης, ἐνῷ δίπλα του ἄλλοι ἄνθρωποι χάνονταν καὶ κηδεύονταν τυλιγμένοι σὲ σελοφὰν ὑπὸ τὸν παράλογο φόβο μήπως μεταδώσουν τὰ πτώματα(!) κανένα μικρόβιο. Λὲς καὶ τὰ πτώματα εἶχαν ποτὲ τὴν δυνατότητα νὰ ἀναπνεύσουν… Μία γενικευμένη τρομοκρατία ἐπιβλήθηκε παντοῦ, σὲ σημεῖο νὰ μὴν ἀποδοθοῦν κἄν οἱ στοιχειώδεις τιμὲς στὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ κάθε συνανθρώπου: τοῦ συγγενῆ ἢ τοῦ φίλου.

Πολλοὶ (καθ)ὁδηγήθηκαν ἀπὸ μία ψευδώνυμη θεολογικὴ διδασκαλία, τὴν ὁποία ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία διὰ τῶν θεσμικῶν ὀργάνων της (Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος κ.λπ.) ἔτρεξε νὰ ἐπιβεβαιώσει, κατὰ τὴν ὁποία μόνον τὸ “πρόσωπο” καὶ ἡ συνδεδεμένη πρὸς αὐτὸ “ὑποστατικὴ ἀρχὴ” ἔχουν ἀξία, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ δὲν ἔχει καμιά, λὲς καὶ ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἕνα ἀδιευκρίνιστο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλὰ ὄχι σῶμα μὲ σάρκα καὶ αἷμα. Κανεὶς λοιπὸν δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι ἄνευ κρατικῆς ἀδείας. Ἀπαγορεύθηκαν τὰ πάντα. Δαιμονοποιήθηκε ἕως καὶ αὐτὴ ἡ προσέλευση στὸν Ἱερὸ Ναό, καθὼς θεωρήθηκε ἡ θεία λατρεία, μὰ καὶ αὐτὴ ἡ θεία κοινωνία, ὅτι μπορεῖ νὰ μεταδώσει μικρόβια! Καὶ διατάχθηκε τὸ κλείσιμο τῶν Ναῶν, καταδεικνύοντας ὅτι ἡ πίστη στὸν Θεὸν εἶχε πλέον ἐκλείψει, καὶ ἀντικατασταθεῖ ἀπ’ αὐτὴν τῆς “ἐπιστήμης”. Ταυτόχρονα, ἡ θεσμικὴ ἐκκλησία, ἀκολουθώντας ὄχι τὴν πίστη της, μὰ τὴν “ἐπιστήμη”, ἔφτασε νὰ φοβᾶται τὰ νεκρὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, μὴν τυχὸν καὶ μεταδώσουν κάποια σταγονίδια σιέλου(!), ἐνῷ ὁ ἄρρωστος συνάνθρωπος ἀφέθη μόνος σὰν τ’ ἀγρίμια νὰ πεθάνει ἀπομονωμένος, χωρὶς κάποιος νὰ τοῦ κρατήσει τὸ χέρι καὶ νὰ δώσει παρηγοριὰ τὴν ἐσχάτη ἐκείνη στιγμή, δίχως τὴν παρουσία τοῦ ἱερέα στὶς τελευταῖες του στιγμές. Τὰ σῶμα ἔγινε πλέον ἀντικείμενο πειραμάτων ἀπὸ μία “ἐπιστήμη” ποὺ κάθε τρεῖς μῆνες ὑποχρέωνε νὰ ἐμβολιασθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ σώσει –δῆθεν– τὴν “ζωή”… Ἦταν καλύτερο οἱ ἄνθρωποι νὰ παραμείνουν ἐμβολιασμένοι καὶ κλεισμένοι στὰ σπίτι, ἀπὸ τὸ νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἑορτάσουν τὸ Πάσχα ἢ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σὲ αὐτὴν τὴν οἰκτρὴ κατάσταση, μὲ τὴν (ψευδὸ)ἐλπίδα ὅτι ἡ “ἐπιστήμη” θὰ νικήσει τὸν θάνατο καὶ τὴν “πανδημία”, φτάσαμε στὸ ἑπόμενο μεγάλο δεινό, ποὺ ἁπλὰ ἐξωτερίκευσε ὅ,τι ἡ περίοδος τῆς “πανδημίας” διατηροῦσε κρυμμένο…

Ἡ ἐξάπλωσις τῆς κρίσεως: Οὐκρανία

Τελείως ξαφνικά, ἡ λεγόμενη “πανδημία” περνᾶ σὲ δεύτερο πλάνο, δίνεται ἐντολὴ νὰ καταργηθεῖ ὡς πρῶτο θέμα στὶς εἰδήσεις τῶν μεγάλων συστημικῶν ΜΜΕ, καὶ πιὰ νὰ προβληθεῖ ὁ πόλεμος στὴν Οὐκρανία. Ἕνας πόλεμος στὸν ὁποῖο (ξανὰ) συγκρούονται τὰ μεγάλα οἰκονομικὰ συμφέροντα, ποὺ ὁ ἰσχυρὸς θέλει νὰ ἐπιβληθεῖ διὰ τῆς βίας στὸν λιγότερο ἰσχυρό.

Ἔτσι, ἐκεῖνο ποὺ μετράει πιὰ στὴν Δύση εἶναι νὰ περάσει ἀπὸ τὰ συστημικὰ ΜΜΕ ἡ εἰκόνα ὅτι τὸ ἀρχέτυπο κακὸ βρίσκεται στὴν Ρωσία καὶ στὸν Πούτιν, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιπες “δημοκρατικές” χῶρες ἁπλὰ ὑπερασπίζονται τὸ δικαίωμα ἑνὸς “δημοκρατικοῦ” καθεστῶτος (ποὺ συγκροτήθηκε ἀπὸ ἕνα πραξικόπημα τὸ 2014, σὲ ἀγαστὴ συνεργασία μὲ νεοναζὶ) νὰ μπορεῖ νὰ φέρει τὴν χώρα ποὺ καταδυναστεύει, στὴν πολιτικο–οικονομικὴ ἐξάρτηση τῆς ὑπερατλαντικῆς συμμαχίας τοῦ ΝΑΤΟ καὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (δίχως νὰ ὑπολογίζει τὴν βούληση τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ἄμοιρης αὐτῆς χώρας, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσε μία τέτοια πορεία). Τὸ Οὐκρανικὸ πολιτικὸ καθεστὼς θέλει λοιπὸν νὰ σύρει –ἀνεξαρτήτως θυσιῶν– τὴν χώρα στὴν Δύση, ἡ ὁποία βέβαια χωρὶς τὴν παραμικρὴ σκέψη καταργεῖ κατὰ βούλησιν τὰ συντάγματα καὶ τὶς ἐλευθερίες τῶν κρατῶν ποὺ στοχοποιεῖ, καὶ ἡ Ἑλλάδα τῶν μνημονίων εἶναι τὸ πιὸ κοντινό μας παράδειγμα…

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, καὶ ἡ ἴδια ἡ Ρωσία ἀναζητᾶ τρόπους νὰ ἐπιλύσει ἐσωτερικὲς ἀντιφάσεις καὶ ἀδιέξοδα ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὴν προηγούμενη ξέφρενη φιλοδυτικὴ πορεία ποὺ ἀκολουθοῦσε, ἡ ὁποία κατάντησε τὴν χώρα οἰκονομικὰ καὶ πνευματικὰ κατεστραμμένη, μὲ μία ὀλιγαρχία, ἡ ὁποία προκλητικὰ ὀργίαζε ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ρωσίας, ἐνῷ τὸν πλοῦτο της τὸν ἔκρυβε στὰ θησαυροφυλάκια τῆς Δύσης. Αὐτῆς τῆς Δύσης, ποὺ πιὰ τῆς τὸν στέρησε μέσῳ τῶν κατασχέσεων λόγῳ τῶν οἰκονομικῶν μέτρων κατὰ τῆς Ρωσίας. Μίας Ρωσίας ποὺ ἔφθασε νὰ διεξάγει ἕνα πόλεμο ποὺ τῆς ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὴν συλλογικὴ Δύση, καὶ μπρὸς στὸ φάσμα τῆς ἥττας, ἡ πνευματική της ἡγεσία νὰ παίρνει πρωτόγνωρες ἀποφάσεις (“ὅσοι πέσουν στὸ πεδίο τῆς μάχης θὰ εἶναι μάρτυρες”), οἱ ὁποῖες εὐτυχῶς –λόγῳ τῶν ἐσωτερικῶν ὅσο καὶ ἐξωτερικῶν ἀντιδράσεων– δὲν δείχνουν νὰ βρίσκουν συνέχεια…

Κανεὶς βέβαια δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶ τὶς βαριὲς εὐθύνες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν ἐμπλοκή του στὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα, τοῦ κατεξοχὴν ἐκκλησιαστικοῦ κέντρου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκπορεύονται καὶ ἐπιβάλλονται θεολογικὰ τόσο ἡ “ὑποστατικὴ ἀρχὴ τοῦ Προσώπου”, ὅσο καὶ ἡ ἐκκλησιολογική της συνέπεια, ἡ “θεολογία τοῦ Πρωτείου”. Οἱ εὐθύνες αὐτὲς δὲν ἐξαντλοῦνται στὴν ἀντικανονικὴ εἰσπήδηση σὲ ξένη ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση καὶ τὴν ἀπονομὴ “ἐκκλησιαστικότητας” σὲ ἀχειροτόνητες, ὅσο κι ἀντορθόδοξες (οὐνιτικὲς ἢ φιλο–ουνιτικὲς) ὁμάδες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὁλόθυμη περαιτέρω στήριξη τοῦ δυτικοῦ “ἀφηγήματος” στὸ ζήτημα τοῦ πολέμου, ἄνευ τήρησης ἔστω καὶ τῶν ἐλαχίστων προσχημάτων…

Οὐσιαστικὰ τὸ “ἀφήγημα” τοῦ Φαναρίου λειτουργεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον κάνοντας χρήση τοῦ “πρωτείου”, μὲ τὸ ὁποῖο ἔχει αὐτοπεριβληθεῖ. Ἡ θεολογικὴ διάσταση τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ “πρώτου” τώρα πιὰ παίρνουν τὴν πλέον εἰδεχθῆ τους μορφή: αὐτὴ τοῦ προπαγανδιστῆ ἑνὸς “δίκαιου” πολέμου ποὺ διεξάγει ἡ “καλὴ” δύση, ἔναντι ἑνὸς “κακοῦ”, πλὴν ὁμόδοξου, κάτι ποὺ τὸ Φανάρι μετ’ ἐμμονῆς προσποιεῖται ὅτι ξεχνᾶ…

Ἆραγε ἔστω καὶ τώρα θὰ μπορέσει νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ θεολογικὴ βάση τοῦ πρωτείου, δηλαδὴ ἡ ὑποστατικὴ ἀρχὴ τοῦ προσώπου, ὅπως ἐκφράσθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ θεολογία τοῦ γ. Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ (ποὺ τεχνηέντως διαδίδεται στὰ μοναστικὰ καὶ συναφῆ περιβάλλοντα), ὅσο καὶ ἡ ἐρειδομένη σὲ αὐτήν, “εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία” τοῦ ἀποθανόντος πιὰ Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, ποὺ μὲ τὴν σειρά της τὸν ὁδήγησε στὴν διατύπωση τῆς “θεολογίας τοῦ Πρωτείου” (ποὺ κυριαρχεῖ στὰ θεολογικὰ ἀκαδημαϊκὰ περιβάλλοντα), ἀποτελοῦν τοὺς ἀκρογωνιαίους (θεολογικοὺς) λίθους τῆς ἐκτροπῆς ποὺ βιώνουμε;

Μίας ἐκτροπῆς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνάγκη ὕπαρξης ἑνὸς παγκοσμίου Πρώτου ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, καθὼς κατὰ τὸν Ζηζιούλα αὐτὸς ὁ Πρῶτος εἰκονίζει –δῆθεν– τὴν ἕνεκα τῆς “ἀγαπητικῆς” προσωπικῆς (καὶ ὄχι κατὰ φύσιν) κοινωνίας τῶν Προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, θέση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὡς Πρώτου(!). Κατὰ τὴν Ζηζιούλειο διδασκαλία, ἐπὶ τῆς τριαδολογικῆς βάσεως ἐξηγεῖται τὸ διατὶ στὸν Πρῶτο ἀνήκει ὅλη ἡ Ἐκκλησία… Ἐπίσης, βάσει αὐτῆς τῆς θεώρησης γίνεται κατανοητό, τὸ γιατί ἄνευ Πρώτου (στὰ πλαίσια τῆς συναφοῦς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας) δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἀληθινὴ ἐπίτευξη μίας κοινωνίας προσώπων, τὰ ὁποῖα –δῆθεν– μέσα στὸ “ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς τῆς Εὐχαριστίας” (ἀγαπημένη ἔκφραση τῶν μετανεωτερικῶν περσοναλιστῶν θεολόγων) ἐξελίσσονται ἀπὸ “ἄτομα σὲ πρόσωπα”…

Ἡ ἔκφρασις τῆς κρίσεως
εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον

Μέσα σὲ ὅλα αὐτά, ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς βίωσε τὴν φρικτὴ ἐμπειρία τοῦ θανάτου τόσων ἀνθρώπων, κυρίως νέων παιδιῶν ποὺ ἐπέστρεφαν στὸν τόπο σπουδῶν τους, λόγῳ τῆς σύγκρουσης τῶν δύο τρένων στὰ Τέμπη. Οἱ εὐθύνες ἐντοπίζονται παντοῦ. Ὄχι μόνον στὸν σταθμάρχη τοῦ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ, ἀλλὰ πρωτίστως, στὸ ἴδιο τὸ κράτος, τὸ ὁποῖο προτιμᾶ νὰ δίνει χρήματα γιὰ ἐξοπλισμοὺς ποὺ καταλήγουν τελικὰ στὴν Οὐκρανία, παρὰ νὰ φροντίσει γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν σιδηροδρομικῶν καὶ ὁδικῶν δικτύων ποὺ ἔχουν ἀφεθεῖ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἢ νὰ φτιάξει νοσοκομεῖα, νέες θέσεις ἐργασίας, καὶ ἐν γένει νὰ βοηθήσει τὸν πτωχὸ κόσμο ποὺ δὲν ἔχει ἕνα κομμάτι ψωμὶ νὰ φάει…

Πιὸ πρίν, ἄλλες μανάδες θρήνησαν θύματα, σὰν καὶ αὐτὲς τοῦ καταστροφικοῦ σεισμοῦ ποὺ ἔπληξε τὴν Τουρκία καὶ τὴν Συρία. Ὁ πόνος σὲ ὅποια γωνιὰ τῆς γῆς κι ἂν ἀναφύεται, εἶναι τὸ ἴδιος φρικτὸς καὶ ἀπαίσιος, καὶ τὰ ἐρωτήματα πάντα τὰ ἴδια: γιατί τόσες ζωὲς νὰ χαθοῦν, γιατί νὰ θρηνοῦν χωρὶς καμία ἐλπίδα οἱ μανάδες, γιατί ὅλο αὐτὸ τὸ κακό; Τὰ ἀποτεφρωμένα καὶ διαμελισμένα πτώματα τῶν Τεμπῶν, δὲν ἐπέτρεψαν στοὺς ὀλοφυρόμενους συγγενεῖς οὔτε κἄν τὴν παρηγοριὰ νὰ στολίσουν καὶ νὰ τιμήσουν δεόντως τὰ σώματα τῶν νεκρῶν τους. Τώρα, σὲ αὐτοὺς τοὺς χαροκαμένους ἀνθρώπους τί εἴδους θεολογικὸ παρηγορητικὸ λόγο θὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἀρθρώσει ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία;

Μήπως ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν θεολογία –τὴν εὐρέως ἀποδεκτὴ στὰ κυρίαρχα θεολογικὰ περιβάλλοντα– τῶν Ζηζιούλα καὶ Σωφρονίου, ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ἀξία στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ “ὑποστατικὴ ἀρχὴ τοῦ προσώπου”, κατὰ τὴν ὁποία, ἀπὸ ἄτομο πρέπει νὰ γίνει κανεὶς πρόσωπο, ὥστε νὰ βρεθεῖ σ’ ἕνα δίκτυο σχέσεων ποὺ τὸ “ἐγὼ καὶ ἐσὺ” ἀγαπιοῦνται, καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἐπειδὴ εἰκονίζει(!) τὸν Παναγία Τριάδα, νικάει καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο;

Τὴν ἴδια δηλαδὴ θεολογία ποὺ ἐφαρμόσθηκε ἰσοπεδωτικὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ κορωνοϊοῦ; Δὲν ἔχει παρὰ νὰ θυμηθεῖ κανεὶς τὶς ἐγκυκλίους ποὺ ἀπαιτοῦσαν ἀπροϋπόθετη, ἀδιάκριτη καὶ ἄνευ ὁρίων “ὑπακοή”, τόσο στὸν τοπικὸ Ἐπίσκοπο, ὅσο καὶ στὸν “πρῶτο” (Ἀρχιεπίσκοπο ἢ Πατριάρχη), ἐνάντια στὴν παράδοση, τὴν λατρεία, τὴν πίστη. Σὲ αὐτὲς εἴδαμε νὰ ὀνομάζονται τὰ νέα ἐμβόλια ὡς “δῶρα τοῦ θεοῦ”, παρότι ἀποδείχθηκε ὅτι ἦσαν ἀδοκίμαστα στοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ ὡς πρὸς τὴ μέθοδο παρασκευῆς τους, ἔκπληκτοι διαβάσαμε ὅτι χρησιμοποιήθηκε, ἡ “θεραπευτικὴ διακοπὴ κύησης”! Πάντως αὐτὸ ποὺ ἀποτελοῦσε μόνιμη ἐπῳδὸ ἦταν ἡ ἀνάγκη ἀπόλυτης ὑπακοῆς στὴν “ἐπιστήμη” τῶν –ἄπληστα κερδοσκοπικῶν– πολυεθνικῶν φαρμακευτικῶν ἑταιρειῶν.

Ἐπιτέλους, δὲν πάει ἄλλο! Ἂς σταματήσουν πιὰ αὐτὲς οἱ “ὑποστατικὲς ἀρχές” καὶ οἱ πολιτικῶς ὀρθὲς (ἐκ τῆς Δύσεως προερχόμενες) “κοινωνίες προσώπων”, οἱ ὁποῖες ἐπιβάλλουν τὴν ἀνάγκη ἑνὸς “πρώτου”, καὶ ἂς ἐπαναφέρουμε τὴν πατερικὴ θεολογία, καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ αὐτὴ διδάσκει, στηριζόμενη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ ταπείνωσε ἑαυτὸν καὶ ἔλαβε δούλου μορφή, ποὺ ἔπαθε, ὑπέφερε, καὶ ἐτάφη γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πάντων. Μέσα στὴν Ἁγία Τεσσαρακοστὴ πενθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἔχοντας ὅμως τὴν ἐλπίδα τῆς πασχάλιας Ἀναστάσεως, ποὺ εἶναι χαρμόσυνος ἑορτή, γιατί εἶναι ἡ νίκη τῆς ζωῆς ἔναντι τοῦ θανάτου.

Ὁ Χριστὸς ἔπαθε στὸν Σταυρὸ καὶ ἀνεστήθη, καὶ ἡ ἀνάστασή του, εἶναι ἀνάσταση ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γιατί ὁ Χριστὸς προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἀνάστησε, τὴν θέωσε καὶ τὴν ὁδήγησε στὴν ἄκτιστο βασιλεία τῆς Παναγίας Τριάδος. Τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ θὰ πρέπει νὰ τὸ τιμήσουμε, νὰ τὸ κλάψουμε ὅπως τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ κατέβη ἐκ τοῦ σταυροῦ, ἀποτελώντας τὴν πληρέστερη θυσία αἵματος. «Ὢ γλυκύ μου ἔαρ γλυκύτατόν μου τέκνον ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος», φώναζε ἡ Παναγία ἀπελπισμένα. Καὶ τότε φαινόταν κάθε ἐλπίδα νὰ σβήνει, γιατί αὐτὸς ποὺ ἔφερνε τὴν ἐλπίδα σὲ ἄλλους, ἐτάφη, καὶ μία μεγάλη πέτρα ἔκλεινε πίσω της αὐτὸν ποὺ ἔδινε σὲ ἄλλους τὴν ζωή… Ἐκεῖ λοιπὸν λίαν Πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων[1] οἱ μυροφόρες γυναῖκες πῆγαν ν’ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸν ἐνταφιασμένο Χριστό. Κι ἐκεῖ ποὺ ἀνησυχοῦσαν πῶς θὰ μετακινήσουν τὴν πέτρα ποὺ σκεπάζει τὴν ὄντως ζωή, σκεπτόμενες ἀκόμη μὲ τὴν λογικὴ τοῦ κόσμου τούτου, βλέπουν τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον καὶ τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα[2]. Καὶ μπαίνοντας μέσα στὸ μνημεῖο εἶδαν ἕναν νεανίσκον ποὺ καθόταν δεξιά, ντυμένος μὲ λευκὴ στολὴ καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Αὐτὸς λοιπὸν τοὺς ἀπαντᾶ. Μὴ ἐκθαμβεῖστε. Ζητεῖτε τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἠγέρθη. Νὰ ὁ τόπος ποὺ τὸν ἔβαλαν[3]. Καὶ λέγοντας ἀνάσταση ἐννοοῦμε τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ὄχι μίας ὑπαρξιστικὰ νοούμενης “ὑποστατικῆς ἀρχῆς”.

Γιατί ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ δεύτερη σύσταση αὐτοῦ ποὺ ἔπεσε. Ἄλλωστε οἱ ψυχὲς καθὼς εἶναι ἀθάνατες, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναστηθοῦν; Βέβαια, ἂς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς κατὰ τοὺς περσοναλιστές, πχ τὸν Ζηζιούλα, ἀποτελεῖ ὡς διδασκαλία “κατάλοιπο τοῦ πλατωνισμοῦ”! Γιατί καθὼς ἡ Ἁγία Γραφὴ ὁρίζει τὸν θάνατο ὡς τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὁπωσδήποτε ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ ἐκ νέου συνάφεια τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ ἀναστημένου σώματος, καὶ ἀποτελεῖ τὴν δεύτερη σύσταση τοῦ (λογικοῦ) ζῴου ποὺ κάποτε διαλύθηκε, δηλαδὴ πέθανε. Τὸ ἴδιο λοιπὸν τὸ σῶμα ποὺ φθείρεται καὶ διαλύεται, τὸ ἴδιο καὶ θὰ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο. Γιατί δὲν ἀδυνατεῖ αὐτὸς ποὺ ἀρχικὰ ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς τὸ συγκρότησε ξανὰ νὰ τὸ ἀναστήσει, μετὰ τὴν διάλυση καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ληφθεῖ, κατὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Δημιουργοῦ.[4]

Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ, τὸ πῶς ἐκθέτει διεξοδικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς –καὶ ἐν γένει ἡ τόσο μισητὴ γιὰ τοὺς περσοναλιστὲς “θεολόγους” πατερικὴ θεολογία– τὴ σημασία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ καθολικὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο καθορίζει τὴν πίστη καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἄρρηκτη ἐξάρτηση τῆς (ὀρθοδόξου) ἀνθρωπολογίας ἐκ τῆς χριστολογίας:

Μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση ὁ Χριστὸς ἀπέβαλε ὅλα τὰ πάθη, τὴν φθορά, τὴν πεῖνα τὴν δίψα τὸν ὕπνο, τὸν κόπο καὶ τὰ παρόμοια. Βέβαια ἔφαγε μετὰ τὴν ἀνάσταση, ἐν τούτοις ὄχι κατὰ τὸν νόμο τῆς φύσεως, ἐπειδὴ ἐπείνασε, ἀλλὰ κατ’ οἰκονομία βεβαιώνοντας τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως. Ὅτι δηλαδὴ ἡ ἴδια εἶναι ἡ σάρκα ποὺ ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε. Κανένα ἀπὸ τὰ μέρη τῆς φύσεως δὲν ἀπέβαλε, οὔτε τὸ σῶμα, οὔτε τὴν ψυχή, λογικὴ καὶ νοερή, θελητικὴ καὶ ἐνεργητική, καὶ ἔτσι ἀνεχώρησε στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔτσι κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, θέλοντας καὶ ἐνεργώντας θεϊκὰ καὶ ἀνθρώπινα τὴν σωτηρία μας. Θεϊκὰ ἐνεργώντας τὴν πρόνοια ὅλων καὶ τὴν συντήρηση καὶ τὴν κυβέρνηση, ἀνθρώπινα φέροντας στὴν μνήμη τὴ διαμονὴ πάνω στὴν γῆ, βλέποντας καὶ γνωρίζοντας ὅτι προσκυνεῖται ἀπ’ ὅλη τὴ λογικὴ κτίση. Γιατί γνωρίζει ἡ ἁγία του ψυχὴ ὅτι εἶναι ἑνωμένη καθ’ ὑπόσταση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο καὶ προσκυνεῖται μαζὶ μ’ Αὐτὸν ὡς ψυχὴ Θεοῦ καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς ψυχή. Καὶ ἡ ἀνάσταση ἀπὸ τὴν γῆ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἡ κατάβαση εἶναι πάλι ἐνέργειες σώματος ποὺ περιγράφεται. Γιατί ὅπως λέει ἡ Γραφή, πάλι ἔτσι θὰ ἔρθει σέ μᾶς, ὅπως τὸν εἴδατε νὰ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς.[5]

Καὶ συνεχίζει νὰ μᾶς ἐξηγεῖ, ὁ μέγας Δαμασκηνός:

Καταργήθηκε λοιπὸν ἡ θρησκεία τῶν διαμόνων (ποὺ μᾶς κυβερνοῦν καὶ ὁδηγοῦν στὸν θάνατο). Ἡ κτίση ἁγιάστηκε μὲ τὸ θεῖο αἷμα, βωμοὶ καὶ ναοὶ εἰδώλων γκρεμίστηκαν, θεογνωσία φυτεύθηκε. Τριάδα λατρεύομεν ὁμοούσια καὶ ἄκτιστη, ἕνας Θεὸς δημιουργὸς τῶν ὅλων καὶ Κύριος. Ἀρετὲς πολιτεύονται, ἐλπίδα ἀναστάσεως δωρήθηκε μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, οἱ δαίμονες τρομάζουν μπροστὰ στοὺς ἄλλοτε ὑποχείριους ἀνθρώπους, καὶ τὸ θαυμαστὸ βέβαια ὅτι τὰ πάντα κατορθώθηκαν μὲ τὸν σταυρό, τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατο. Σὲ ὅλη τὴ γῆ ἔχει κηρυχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς θεογνωσίας, κατατροπώνοντας τοὺς ἀντιπάλους ὄχι μὲ πόλεμο, μὲ ὅπλα καὶ μὲ στρατόπεδα, ἀλλὰ λίγοι πτωχοί, ἄσημοι, διωκόμενοι, ποὺ κακοποιοῦνταν καὶ θανατώνονταν, κηρύσσοντας τὸν Χριστό, ποὺ σταυρώθηκε καὶ θανατώθηκε κατὰ τὴν σάρκα, νίκησαν τοὺς σοφοὺς καὶ δυνατούς. Γιατί τοὺς ἀκολουθοῦσε ἡ παντοδύναμη δύναμη τοῦ σταυρωμένου Χριστοῦ. Ὁ Θάνατος ὁ παλιότερα πιὸ φοβερὸς ἐχθρὸς νικήθηκε καὶ τώρα ἤδη ὁ ἄλλοτε μιαρὸς καὶ μισητὸς διάβολος καταδικάζεται ἀπὸ τὴν ζωή. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, αὐτὰ τὰ γνωρίσματα τῆς δυνάμεώς Του. Γιατί δὲν διέσωσε, ὅπως διὰ μέσου τοῦ Μωυσῆ, ἕνα λαὸ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν δουλεία τοῦ Φαραώ, σχίζοντας τὴν θάλασσα, ἀλλὰ μᾶλλον γλύτωσε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν φθορὰ τοῦ θανάτου καὶ τὸν πικρὸ τύραννο τῆς ἁμαρτίας, ὁδηγώντας πρὸς τὴν ἀρετή, ὄχι μὲ τὴν βία, οὔτε προστάζοντας νὰ παραχώνουν στὴν γῆ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ τοὺς καῖ­νε καὶ λιθοβολοῦν, ἀλλὰ πείθοντας μὲ πραότητα καὶ μακροθυμία νὰ προτιμοῦν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀρετὴ καὶ γιὰ χάρη της νὰ ὑποβάλλονται στοὺς πόνους καὶ νὰ βρίσκουν σ’ αὐτοὺς τὴν εὐχαρίστηση. Ἄλλοτε ὅσοι ἁμάρταναν κακοποιοῦνταν καὶ ἐντούτοις ἐπέμεναν στὴν ἁμαρτία καὶ αὐτὴ λογιζόταν σ’ αὐτοὺς ὡς θεός. Τώρα ὅμως γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀρετὴ προτιμοῦν τὶς κακώσεις καὶ τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν θάνατο.[6]

Αὐτὴ τοῦ εἴδους ἡ διδασκαλία ὄφειλε νὰ εἶναι ἡ σιγουριὰ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, καὶ ὄχι βέβαια ἡ ἐμμονικὴ συζήτηση περὶ πρωτείου, ποὺ ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ προβάλλεται ὡς μία ἐκ τῶν πλέον οὐσιωδῶν διδασκαλιῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ κυριολεκτικὰ νὰ δομεῖ μία νέα θεολογία, ποὺ μὲ τὴν σειρά της ὁδηγεῖ σὲ μία νέα πνευματικότητα, τῆς ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων ὑποταγῆς σὲ αὐτὸν τὸν “πρῶτο”. Μία νέα πίστη λοιπὸν γεννιέται μπροστὰ στὰ μάτια μας ποὺ ἀντικαθιστᾶ αὐτὴν στὸ λυτρωτὴ Χριστό, μὲ συνέπεια αὐτὴ ἡ ἀπώθηση τοῦ Σωτήρα νὰ καταργεῖ τὴν ἐλπίδα στὴν ἀνάστασή Του. Ὅμως ἐμεῖς ἐμμένουμε στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ κρατοῦμε τὴν ἐλπίδα μας ζωντανή, ὄχι σὲ κάποιο ἄνθρωπο θνητό, ἔστω καὶ “Πρῶτο”, ἀλλὰ στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.

Ἑπομένως, ὅπως ἔκαναν οἱ παλαιοὶ Χριστιανοί, ἔτσι κι ἐμεῖς, ἂς ἀνακράξουμε ἀδελφοὶ τὴν εὐχὴ «καλὸ παράδεισο», σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πεθαίνει ἔχοντας τὴν αἴσθηση τῆς ἐγκατάλειψης καὶ τῆς ἀπελπισίας. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας –ὄχι βεβαίως τῶν πρωτειομανῶν– εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι μόνος καὶ τυχαῖα ἐρριμμένος σὲ αὐτὸν τὸν Κόσμο, ἀλλὰ πιστεύει στὴν μέλλουσα Βασιλεία, σὲ “καινὴ γῆ καὶ καινὸ οὐρανό”, ἡ ὁποία θὰ ἐγκαινιασθεῖ ἀπὸ τὴν παγκόσμια καὶ καθολικὴ Ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπίνου φύσεως.

Ἀναφωνοῦμε λοιπὸν δοξολογικὰ ὅτι σὲ ἐσένα ἀνήκει ἡ δόξα Χριστέ, Λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ σοφία καὶ δύναμη καὶ Θεὲ παντοκράτορα. Σὲ ἐσένα, ποὺ μὲ τὴν παρουσία Σου, τὸν σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάσταση, κατήργησες τὴν λογικὴ τοῦ αἰῶνος τούτου, μᾶς ἀπήλλαξες ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, γιατί ἡ ἐκ τῶν νεκρῶν ἀνάστασή Σου, ἔδωσε σὲ ὅλους μας τὴν καινὴ ζωή. Χριστὸς Ἀνέστη, ἀδελφοί.

Σημειώσεις:

[1] Κατὰ Μᾶρκον 16,2

[2] Βλ. κατὰ Ἰωάννην 20,5

[3] Κατὰ Μᾶρκον 16,5-6

[4] Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 27, 100, “Περὶ ἀναστάσεως”, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη σελίδα 444.

[5] Ὅ.π. 1,74, “Περὶ τῶν μετὰ τὴν ἀνάστασιν”, σελίδα 328

[6] Ὅ.π. 4,77 σελίδα 334