Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Τετάρτη (Δ΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Θέλω νὰ στρέψω τὴν προσοχή σας στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας (βλ. Μᾶρκ. 9,17-31), διότι ἔχει μεγάλη παιδαγωγικὴ σπουδαιότητα· εἶνε ἡ ἱστορία ἑνὸς πατέρα, καὶ συγχρόνως ἡ ἱστορία ὅλων τῶν οἰκογενειαρχῶν κάθε ἐποχῆς, καὶ ἰδίως τῆς δικῆς μας.
–Μὰ δὲν ἤξερε ὁ Χριστός, θὰ πῆτε, καὶ ῥωτάει; Θεὸς
παντογνώστης εἶνε, μᾶς ξέρει προτοῦ νὰ γεννηθοῦμε, ξέρει ὅλη τὴ ζωή
μας· εἶχε λοιπὸν ἀνάγκη νὰ ῥωτήσῃ;…
Ὄχι βέβαια. ῾Ρωτάει ἐπίτηδες, ὅπως κάνει ὁ δάσκαλος γιὰ νὰ
ὁδηγήσῃ στὴ γνῶσι τὸ μαθητή. ῾Ρωτάει, γιατὶ μὲ τὴν ἐρώτησί του καὶ τὴν
ἀπάντησι τοῦ πατέρα θέλει νὰ διδάξῃ κάτι σημαντικό. Τί·
ὅτι οἱ γονεῖς πρέπει νὰ
ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὰ παιδιά τους νωρίς· ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννιέται τὸ
βρέφος κι ἀκούγεται τὸ πρῶτο κλάμα, ὅταν τὸ βάζουν στὴν κούνια, ὅταν ἡ
μάνα ἀρχίζει τὸν θηλασμὸ κι αὐτὸ λέει τὴν πρώτη λέξι. Αὐτὰ περιλαμβάνει
τὸ «παιδιόθεν».
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἐπεισόδιο ἔχει μεγάλη παιδαγωγικὴ σημασία· γιὰ
ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἰδίως γιὰ τοὺς γονεῖς στὴν ἐποχή μας. Ἄν, ὅσοι
πρόκειται νὰ παντρευτῆτε, σκεπτόσασταν τί θὰ γίνουν τὰ παιδιά σας, δὲν
ξέρω ἂν θὰ παντρευόσασταν. Τὰ πιὸ πικρὰ φαρμάκια ὁ ἄνθρωπος τὰ πίνει ἀπ᾽
τὰ παιδιά του. Νὰ μεγαλώνῃς παιδί, νὰ γίνεσαι θυσία γι᾽ αὐτό, καὶ μετά,
σὲ μιὰ ὥρα δαιμονική, νὰ τὸ χάνῃς; Τὰ ἁγνὰ παιδάκια σας, τ᾽ ἀγγελούδια
ποὺ καμαρώνετε, συχνὰ σήμερα γίνονται «μεζεδάκια» τοῦ διαβόλου· διότι
ὑπάρχουν δαιμόνια μέσα στὴν κοινωνία, ἡ γενεά μας εἶνε «ἄπιστος» (ἔ.ἀ.
9,19), «ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17. Λουκ. 9,41).
Τότε ἦταν ἕνα τὸ δαιμονισμένο παιδί, σήμερα βλέπω πολλά,
χιλιάδες παιδιὰ δαιμονισμένα. Καὶ ποιός εἶνε ἡ αἰτία; Ὑπεύθυνοι εἶνε ἡ
πολιτεία, τὸ κράτος, ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία, ἡ κοινωνία… Ἀλλὰ σὲ τελευταία
ἀνάλυσι φταῖνε ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα· οἱ γονεῖς ἔχουν μεγάλο μερίδιο,
μεγάλο ποσοστό, εὐθύνης γιὰ τὴν κατάστασι τῶν δαιμονισμένων παιδιῶν.
* * *
Ἐξετάζοντας τὴν διαγωγὴ τῶν γονέων διακρίνω τέσσερις κατηγορίες· ἄλφα, βῆτα, γάμμα, δέλτα. Σᾶς τὶς παρουσιάζω λοιπόν.
⃝ Ἡ πρώτη κατηγορία εἶνε οἱ ἀδιάφοροι. «Πέρα
βρέχει». Παντρεύονται, γιὰ νὰ κάνουν τὰ κέφια τους. Νομίζουν, ὅτι ὁ
γάμος εἶνε γιὰ τ᾽ ἁμαρτωλὰ κέφια. Κατὰ λάθος οἱ γυναῖκες αὐτὲς κάνουν
παιδιά· καὶ μετὰ τὴ γέννησι δὲν φροντίζουν τὸ παιδί. Τὸ νοῦ τους τὸν
ἔχουν ἔξω, στὴ διασκέδασι, στὸ χαρτοπαίγνιο, στὸ πιοτό, στὴ μόδα, στὰ
ταξίδια… Ἔτσι περνᾶνε τὴ ζωή τους.
Ἔγραψαν οἱ ἐφημερίδες, ὅτι δυὸ ἀδελφάκια 4 – 5 ἐτῶν τά ᾽κλεισαν
οἱ γονεῖς στὸ πολυτελὲς διαμέρισμα, τοὺς ἔδωσαν ὑπνωτικὸ νὰ
κοιμηθοῦν, κι αὐτοὶ πῆγαν στὰ κέντρα τῆς Γλυφάδας νὰ διασκεδάσουν. Τὰ
μικρὰ ξύπνησαν στὸ σκοτάδι, ζητοῦσαν τοὺς γονεῖς, ἔβαλαν φωνὲς κι
ἀναστάτωσαν τὴν πολυκατοικία. Οἱ ἄλλοι ἔνοικοι εἰδοποιοῦν τὸ «ἑκατό»,
ἔρχονται οἱ ἀστυνομικοί, μπαίνουν μέσα καὶ τὰ βρίσκουν ὁλομόναχα. Κατὰ
τὶς 5 τὸ πρωὶ ἦρθαν οἱ προκομμένοι γονεῖς… Αὐτοὶ κοιτάζουν τὸ γλέντι
τους, τὸ πάρτυ, τὸ χορό, τὰ λοῦσσα, τὰ βαμμένα νύχια κ.τλ.. Γιὰ τὰ
παιδιά; Τίποτα!
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε στὴ μητρόπολι ἀπὸ ἕνα χωριὸ μιὰ
γυναίκα μὲ 5 παιδάκια. Εἶμαι δυστυχισμένη, λέει· ὁ ἄντρας μου μ᾽ ἄφησε
μὲ τὰ παιδιά, πῆγε τάχα νὰ δουλέψῃ στὴ Γερμανία, κ᾽ ἔχει τώρα ἕνα χρόνο
ποὺ δὲν ἔχει στείλει οὔτε μάρκο· τὰ τρώει ἐκεῖ μὲ διεφθαρμένα γύναια.
Γράψε, σὲ παρακαλῶ, ἕνα γράμμα… Στέλλουμε ἔγγραφο στὸν πρόξενο, ἀλλὰ
ποῦ νὰ τὸν βρῇ στὴν ἀχανῆ χώρα!
Αὐτοί, οἱ ἀδιάφοροι γονεῖς, Χριστιανοὶ δὲν εἶνε, ἄνθρωποι δὲν
εἶνε, οὔτε ζῷα δὲν εἶνε! Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ ἄκουγα μιὰ ἀγελάδα ποὺ
μούγκριζε – ἔκλαιγε ὅλη νύχτα. –Τί ἔπαθε; ρωτῶ. –Τῆς πήραμε τὸ
μοσχαράκι. Τὸ ἴδιο ἡ προβατίνα μὲ τὸ ἀρνάκι της. Δὲν πᾷς νὰ πάρῃς ἀπὸ
τὴ λιονταρίνα τὸν σκύμνο της; θὰ σὲ φάῃ. Δὲν πᾷς καὶ στὴ φωλιὰ τοῦ ἀετοῦ
νὰ πειράξῃς τὸν ἀετιδέα του; θὰ σοῦ σχίσῃ τὸ κεφάλι. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν
εἶπα ὅτι οὔτε ζῷα εἶνε.
Ὑπάρχουν γονεῖς ἀδιάφοροι γιὰ τὰ παιδιά τους σωματικῶς·
ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλοι ποὺ εἶνε ἀδιάφοροι ψυχικῶς· ἄλλη ὑπο-κατηγορία
ἀποτελοῦν αὐτοί. Αὐτοί, δηλαδή, φροντίζουν νὰ ἔχουν τὰ παιδιά τους
παπούτσια, ῥοῦχα, σάκκες, βιβλία, φαῒ καλό, δὲν τὰ νηστεύουν Τετάρτη καὶ
Παρασκευή… Πέρα ἀπ᾽ αὐτὰ ὅμως τίποτε ἄλλο, λὲς καὶ τὸ παιδάκι εἶνε
γουρουνόπουλο ποὺ πρέπει νά ᾽νε θρεμμένο μὲ γάλα, βούτυρο, μαρμελάδα,
βιταμίνες κ.λπ.. Νομίζουν, ὅτι ἡ ὑποχρέωσί τους τελειώνει ἐκεῖ· ἀλλὰ γιὰ
τὴν ψυχή του δὲν ἐνδιαφέρονται. Τὸ ἀποτέλεσμα· τὰ παιδιὰ αὐτὰ
στεροῦνται ἀνατροφῆς καὶ γίνονται ἀνάγωγα καὶ διεφθαρμένα.
⃝ Δευτέρα κατηγορία· οἱ μοντέρνοι. Αὐτοὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ
παιδιὰ – πῶς· νὰ ἐξελιχθοῦν κοσμικά, κατὰ τὸ ῥεῦμα τῆς ἐποχῆς. Τὸ
κορίτσι καὶ τὸ ἀγόρι τους νὰ ντύνωνται μὲ τὴν τελευταία μόδα, νὰ εἶνε
μέσα στὰ σύγχρονα ῥεύματα (ἰδέες, ἀπαιτήσεις, ταξίδια, γεύσεις, οὐσίες,
μουσική, χορός, λεξιλόγιο, συνήθειες, νοοτροπία, ἐμφάνισι, γλῶσσες,
τρόποι εὐγενείας)· νὰ γίνουν παιδιὰ εὐρωπαϊκά, ἀμερικάνικα, ὄχι
χωριάτες· νὰ μιλοῦν «μὲ τὸ “σεῖς” καὶ μὲ τὸ “σᾶς”». Δηλαδή, καὶ οἱ
μοντέρνοι ἐπίσης, ἐνδιαφέρονται μέν, ἀλλὰ μὲ λάθος στόχο· διότι
ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν πνευματικὴ διαπαιδαγώγησι καὶ στεροῦν στὰ παιδιά τους
τὴν πολύτιμη χριστιανικὴ ἀνατροφή.
Ἕνα παιδάκι σταμάτησε νὰ πηγαίνῃ στὰ μαθήματα τοῦ κατηχητικοῦ.
–Γιατί, ῥώτησα, δὲν πηγαίνεις ν᾽ ἀκούσῃς τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ; –Δὲν μ᾽
ἀφήνει ὁ πατέρας μου· μοῦ εἶπε νὰ πάω νὰ μάθω ἀγγλικά… Τὰ ἀγγλικὰ γι᾽
αὐτὸν ἦταν πιὸ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὰ θεϊκά!… Δὲν ξέρει ὁ πατέρας αὐτὸς ὅτι τὸ
παιδί του, καὶ ἂν μάθῃ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου ἢ καὶ τῶν ἀγγέλων,
δὲν γίνῃ ὅμως ἄνθρωπος ἀγάπης, ἐκεῖνα εἶνε μάταια (βλ. Α΄ Κορ. 13,1). Ἂν
δὲν μάθουμε τὴ γλῶσσα τῆς ἀγάπης, δὲν θὰ συνεννοηθοῦμε, θὰ φαγωθοῦμε
μεταξύ μας.
⃝ Τρίτη κατηγορία γονέων εἶνε οἱ ἄθεοι, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν
πιστεύουν στὸ Χριστό. Αὐτοὶ εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφοροι ἀλλὰ καὶ ἐχθρικοὶ
στὴν πνευματικὴ διαπαιδαγώγησι τῶν παιδιῶν τους· πᾶνε κόντρα καὶ θέλουν
νὰ ξερριζώσουν ἀπὸ μέσα τους τὸ εὐγενέστερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ συναισθήματα τῆς
ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα. Θέλουν καὶ τὰ παιδιά
τους νὰ γίνουν ἄθεα.
Θυμᾶμαι –τό ᾽χω ξαναπεῖ– ὅτι, περιοδεύοντας ὡς ἱεροκήρυκας,
ἄκουσα στὴν εἴσοδο ἑνὸς χωριοῦ μιὰ τρομερὴ βλαστήμια. Πλησιάζω καὶ τί
νὰ δῶ· κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο ἕνας πατέρας κρατοῦσε τὸ μικρὸ παιδάκι του
καὶ τὸ μάθαινε νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεό! Ἦταν ἄθεος.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Πτολεμαΐδος ἦταν ἕνας ἀριστοῦχος μαθητής. Στὸ
τέλος τοῦ σχολείου λέει στοὺς γονεῖς του· Θέλω νὰ σπουδάσω, νὰ γίνω
ἱεροκήρυκας καὶ ἀργότερα νὰ πάω στὴν Οὐγκάντα ἱεραπόστολος. Ὁ πατέρας
σήκωσε καρέκλα νὰ τὸν σκοτώσῃ. Ἔκανε συμβούλιο οἰκογενειακὸ μὲ ὅλους
τοὺς συγγενεῖς, ἔπεσαν πάνω στὸ παιδὶ πιέζοντάς το ν᾽ ἀλλάξῃ ἀπόφασι, νὰ
σπουδάσῃ γιατρός, μηχανικός, δικηγόρος. Πῆγαν νὰ τὸ πνίξουν. Τοῦ ἔκαναν
τέτοιο πόλεμο νεύρων, ὥστε τώρα τὸ παιδὶ εἶνε στὸ ψυχιατρεῖο.
Τέτοιοι ἄνθρωποι ἔχουν κατόπιν τὸ θράσος, παίζοντας τάβλι στὸ
καφφενεῖο, νὰ εἰρωνεύωνται· Σήμερα ὁ παπᾶς ἔκανε λάθη, δὲν διάβασε
καλὰ τὸ εὐαγγέλιο…
⃝ Μετὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς κατηγορίες ὑπάρχει μία ἀκόμη, στὴν
ὁποία φοβᾶμαι ὅτι ἀνήκετε ἐσεῖς. Σ᾽ αὐτὴν δὲν εἶνε οὔτε ἀδιάφοροι, οὔτε
μοντέρνοι, οὔτε ἄθεοι, ἀλλὰ τί εἶνε· εἰδωλολάτρες, γονεῖς
εἰδωλολάτρες!
–Μπᾶ, θὰ πῆτε, ἐμεῖς εἴμαστε Χριστιανοί, πῶς λοιπὸν μᾶς κατατάσσεις ἐκεῖ;
Εἶσαι εἰδωλολάτρης, γιατὶ τὸ μικρὸ παιδάκι, ποὺ ἔχεις, σοῦ τό
᾽δωσε ὁ Θεός, δὲν τό ᾽φτειαξες ἐσύ. Ἄλλοι κάνουν παιδιά, ἄλλοι δὲν
κάνουν· αὐτὰ εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἄνθρωπος δὲν
μπορεῖ νὰ φτειάξῃ ὄχι παιδὶ ἀλλὰ οὔτε ἕνα σπόρο μηλιᾶς· ἀπὸ τὸ Θεὸ
ἔρχονται αὐτά. Αὐτοὶ λοιπὸν εἶνε εἰδωλολάτρες, γιατὶ τὸ παιδί τους τό
᾽χουν κάνει εἴδωλο, τὸ λατρεύουν σὰν θεό. Μὴ λέτε λοιπόν, ὅτι ἀγαπᾶτε τὸ
Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία· παραπάνω ἔχετε τὸ παιδάκι, τὴ μπεμπέκα, τὸ
ἀγγελούδι, ὅπως τὰ λέτε.
Δὲν ξεχνῶ ὅτι, ὅταν ἤμουν νέος, σ᾽ ἕνα νησάκι τοῦ Αἰγαίου ἦταν
ἕνας πλούσιος ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο· παντρεύτηκε καὶ ἀπέκτησε
ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι, ποὺ τὸ ὠνόμασε Δημήτρη. Αὐτὸς λοιπόν, μιὰ μέρα
ποὺ πιάσαμε κουβέντα, τί μοῦ εἶπε· –Γιὰ Χριστὸ καὶ Παναγιὰ καὶ Θεὸ μοῦ
κουβεντιάζεις; Ὅσο ἔχω ἐγὼ τὸ νυχάκι τοῦ Δημητράκη μου, δὲν ἔχω τὸ
Χριστό!… Ἀκοῦτε; Καὶ αὐτὸς μὲν τόλμησε καὶ τό ᾽πε, ἀλλὰ κ᾽ ἐσεῖς τὸ
ἴδιο φρόνημα ἔχετε μέσα σας.
Τὸ παιδάκι μας, τὰ παιδάκια μας! (ἕνα, δύο, ὄχι παραπάνω). Τὸ
παιδάκι μας δὲν κάνει λάθη, δὲν κάνει ἀταξίες, εἶνε ἄγγελος!… Ἐμᾶς μᾶς
τσάκιζε στὸ ξύλο ὁ δάσκαλος καὶ οἱ γονεῖς ἦταν σύμφωνοι· σήμερα, ἂν
τολμήσῃ ὁ καημένος ὁ δάσκαλος νὰ τραβήξῃ τὸ αὐτάκι ἐκείνου τοῦ ζιζάνιου,
θὰ τὸν πᾶνε στὸν ἐπιθεωρητή, θὰ τὸν μηνύσουν στὸν εἰσαγγελέα. Ξέρετε
πῶς μοιάζουν αὐτοὶ οἱ γονεῖς;
◊ Ὁ γέρο – Αἴσωπος λέει τὸ ἑξῆς. Κάποτε βγῆκε ἕνας κυνηγὸς νὰ
σκοτώσῃ πουλιά. Τοῦ λέει ἡ κάργια· –Σὲ παρακαλῶ, τὸ δικό μου πουλὶ μὴν
τὸ σκοτώσῃς. –Μεῖνε ἥσυχη, τῆς ἀπαντᾷ, θὰ τὸ φυλάξω· ἀλλὰ πῶς θὰ τὸ
γνωρίσω; –Εἶνε τὸ πιὸ ὡραῖο ἀπ᾽ ὅλα καὶ κελαϊδάει πιὸ ὄμορφα ἀπ᾽ ὅλα,
εἶπε ἡ μάνα ἡ κάργια. Πάει παραπέρα ὁ κυνηγός, μπάμ! σκοτώνει τὸ πουλάκι
της. Τρέχει αὐτή· –Μὰ δὲν κάναμε συμφωνία νὰ μὴ μοῦ τὸ σκοτώσῃς; –Ἐσὺ
μοῦ εἶπες, ὅτι τὸ δικό σου εἶνε τὸ ὡραιότερο καὶ κελαϊδάει πιὸ ὄμορφα·
αὐτὸ ποὺ χτύπησα ἦταν τὸ πιὸ ἄσχημο καὶ στὴν ὄψι καὶ στὴ φωνή… Φαντάσου,
ἡ κάργια θεωροῦσε τὸ παιδί της τὸ πιὸ ὡραῖο καὶ μελῳδικὸ πουλί. Ἔτσι
καὶ μερικὲς γυναῖκες. Τὸ παιδί τους ἐνοχλεῖ, σπάει τζάμια, δὲν ἀφήνει
ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάσῃ, πετάει πέτρες, λέει αἰσχρόλογα. Οἱ γειτόνισσες
διαμαρτύρονται, μὰ αὐτὴ ἐπιμένει· –Ὄχι, τὸ παιδάκι μου εἶνε ἀγγελούδι!…
Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ θεωρεῖς ἀγγελούδι, εἶσαι ἢ δὲν εἶσαι εἰδωλολάτρις;
◊ Ἢ μοιάζουν ἀκόμη οἱ εἰδωλολάτρες γονεῖς μὲ τὴ μαϊμοῦ πού, ἀπὸ
τὴν πολλὴ ἀγάπη της γιὰ τὸ μαϊμουδάκι, τὸ σφίγγει στὴν ἀγκαλιὰ τόσο
δυνατὰ ὥστε τὸ πνίγει. Ἔτσι κάνουν κι αὐτοί. Ἀπὸ τὴ λατρεία ποὺ δείχνουν
καταστρέφουν τὰ παιδιά τους. Ἂς εἶνε εὐλογημένοι οἱ γονεῖς καὶ οἱ
παπποῦδες τοῦ περασμένου καιροῦ, ποὺ μὲ βέργες καὶ φρύγανα καὶ πιπέρια
μᾶς παιδαγωγοῦσαν νὰ μᾶς κάνουν ἀνθρώπους. Τώρα; Ἔννοια σου τί θὰ
βγοῦνε. Τὸ χαϊδεύεις αὐτὸ τὸ λιονταράκι; ἂμ θὰ σὲ φάῃ, θὰ τὸ πληρώσῃς
μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο.
Αὐτοί, λοιπόν, εἶνε οἱ εἰδωλολάτρες γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κάνουν κακό. βλάπτουν τὰ παιδιά τους.
Γενικά, καὶ οἱ τέσσερις κατηγορίες γονέων κακουργοῦν εἰς βάρος τῶν παιδιῶν τους.
* * *
Συνοψίζω τὸ μάθημα. Εἴπαμε, ὅτι στὸν κόσμο ὑπάρχουν πλῆθος
δαιμονισμένα παιδιά. Γι᾽ αὐτὰ εὐθύνονται διάφοροι παράγοντες, καὶ
κυρίως οἱ γονεῖς. Διακρίναμε δὲ τέσσερις κατηγορίες γονέων· στὴν 1η εἶνε
οἱ ἀδιάφοροι, στὴν 2α οἱ μοντέρνοι, στὴν 3η οἱ ἄθεοι, καὶ στὴν 4η οἱ
εἰδωλολάτρες. Ἐξετάστε τώρα ἐσεῖς, μὲ ὁδηγὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ δῆτε σὲ
ποιά κατηγορία ἐμπίπτετε.
⃝ Ὑπάρχει τέλος, ἀγαπητοί μου, μία ἀκόμη κατηγορία, ἡ τελευταία, στὴν ὁποία κατατάσσονται οἱ Χριστιανοὶ γονεῖς.
Ὦ Θεέ μου –ἐδῶ μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω–, δῶσε μας μανάδες σὰν τὴν
Παναγία, σὰν τὴν Ἄννα, σὰν τὴ Σολομονή, σὰν τὴν Ἐλισάβετ, σὰν τὴ Σαλώμη,
σὰν τὶς μητέρες τῶν Τριῶν Ἰεραρχῶν…· δῶσε μας πατέρες σὰν τὸ Νῶε, σὰν
τὸν Ἀβραάμ, σὰν τὸν Ἰώβ, σὰν τὸν Ἐλκανά, σὰν τὸν Ζαχαρία, σὰν τὸν
Ζεβεδαῖο…. Ποῦ νὰ τοὺς ζητήσουμε; στὰ βουνά, στὰ χωριά, στὰ λαγκάδια,
στὶς μεγάλες πολιτεῖες; Δῶσε μας Χριστιανοὺς γονεῖς· γονεῖς ποὺ ν᾽
ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ «Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ᾽ρθοῦν
σ᾽ ἐμένα, καὶ μὴν τὰ ἐμποδίζετε» (Ματθ. 19,14. Μᾶρκ. 10,14. Λουκ.
18,16)· γονεῖς ποὺ ν᾽ ἀκοῦνε τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέει «Ἐκτρέφετε (τὰ
τέκνα ὑμῶν) ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφ. 6,4)· γονεῖς ποὺ
κάνουν τὸ πᾶν γιὰ νὰ διαπαιδαγωγήσουν τὰ παιδιά τους Χριστιανικά· γονεῖς
ποὺ διδάσκουν τὰ παιδιά τους μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα τοὺς δίνουν τὸ καλὸ
παράδειγμα. Ὑπάρχουν τέτοιοι γονεῖς στὸν αἰῶνα μας;
Ὑπάρχουν. Γι᾽ αὐτὸ τώρα θέλω νὰ τονίσω σὲ ὅλους, πόση ἀξία ἔχει
ἡ χριστιανικὴ ἀγωγή! τί ἀξίζει τὸ νὰ λάβῃ τὸ παιδὶ χριστιανικὴ ἀγωγὴ
μέσα στὸ σπίτι.
Ἕνα παράδειγμα. Ἀπὸ ἕνα φτωχὸ χωριὸ τῆς Εὐρυτανίας ἔφυγαν δύο
παιδιὰ σὲ ἡλικία 12 – 13 χρονῶν, φτωχά, ξυπόλητα· εἶχαν κάποια συγγένεια
μεταξύ τους. Ἔφυγαν καὶ ποῦ πῆγαν; Ὁ Ἕλληνας πάει παντοῦ· αὐτὰ πῆγαν
μέσα στὸ Λονδῖνο. Ἐκεῖ δούλεψαν σὲ ῥεστοράν. Καὶ μιὰ μέρα, αὐτὰ τὰ φτωχὰ
παιδιά, ἔφτειαξαν καταστήματα στὸ Λονδῖνο. Λίρα μὲ οὐρά! Ἀλλὰ ἡ ζωὴ
εἶνε ῥόδα· ἔρχεται οἰκονομικὴ κρίσις καί, αὐτοὶ ποὺ κοιμήθηκαν
ἑκατομμυριοῦχοι, τὴν ἄλλη μέρα ξύπνησαν πάμπτωχοι, ὅπως ὅταν εἶχαν
ἔρθει στὸ Λονδῖνο ξυπόλητοι. Πῶς ἀντιμετώπισαν τὴν κατάστασι; Ὁ ἕνας
ἀπὸ τοὺς δύο ἀπογοητεύθηκε. Δὲν ἔχω λεφτὰ πλέον, σκέφτηκε, δὲν ἔχω
κατάστημα, δὲν ἔχω τίποτα· τί τὴ θέλω τὴ ζωή; Μπλοὺμ ἀπὸ ἕνα γεφύρι τοῦ
Τάμεση μέσ᾽ στὸ ποτάμι· αὐτοκτόνησε. Ὁ ἄλλος γονάτισε μπροστὰ στὴν
εἰκόνα, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε· Θεέ μου, διὰ πρεσβειῶν τῆς
Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας, βοήθησέ με… Καὶ ἄρχισε πάλι νὰ δουλεύῃ σὰν
γκαρσόνι. Δουλεύοντας συνεχῶς, στὰ πενήντα του χρόνια, νάτος πάλι κ᾽
ἔκανε κατάστημα. Πάει κάποιος δημοσιογράφος καὶ τοῦ λέει· –Καὶ οἱ δυὸ
ἤρθατε ἀπὸ τὰ μέρη αὐτὰ φτωχοί, γίνατε ἔπειτα πλούσιοι· χάσατε κατόπιν
τὰ λεφτά, χάσατε τὰ διαμερίσματα, χάσατε τὰ πάντα, χάσατε τὶς λίρες σας,
χάσατε τὶς μετοχές σας. Ὁ ἄλλος πῆγε καὶ αὐτοκτόνησε· ἐσὺ πῶς
σκέφτηκες; –Ὅ,τι εἶμαι, λέει, ἐγὼ τὸ χρωστῶ στὴ μάνα μου. –Πῶς τὸ
χρωστᾷς στὴ μάνα σου; ἡ μάνα σου εἶνε μακριά. –Προτοῦ νὰ φύγω ἀπ᾽ τὸ
χωριό, μὲ πῆρε ἡ μάνα μου, μὲ πῆγε στὸ εἰκόνισμα, γονάτισα καὶ μοῦ ᾽πε·
«Παιδί μου, πολλὰ βάσανα θὰ τραβήξῃς στὸν κόσμο, ἀλλὰ ὅσα καὶ νὰ ἔρθουν,
ποτέ μὴν ἀπελπιστῇς· ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός!».
Καταλαβαίνετε; Τὸ πιὸ σπουδαῖο στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν εἶνε τὰ
ἀγγλικά σας καὶ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ διαμερίσματα. Αὐτὰ χάνονται. Φυτέψτε
μέσα στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν σας τὴν πίστι στὸ Θεό. Τὰ παιδιά σας θὰ
περάσουν πολλὰ βάσανα, καὶ τότε ἄλλα μὲν θ᾽ αὐτοκτονήσουν, ἄλλα ὄμως δὲν
θ᾽ αὐτοκτονοῦν. Ὅσα παιδιὰ πιστεύουν στὸ Θεό, δὲν θ᾽ αὐτοκτονήσουν·
γιατὶ καὶ ἂν δὲν μείνῃ τίποτα μέσ᾽ στὸν κόσμο, θὰ μείνῃ ὁ Θεός. Τὸ Θεὸ
φυτέψτε μέσα στὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν σας, καὶ θὰ τοὺς προσφέρετε τὴν πιὸ
μεγάλη βοήθεια· κι ὅταν πεθάνετε καὶ σᾶς θάψουν στὰ μνήματα, θά ᾽ρθουν
τὰ παιδιὰ νὰ ποῦν σ᾽ ἐσᾶς· Πατέρες μας, λεφτὰ δὲν μᾶς ἀφήσατε, μᾶς
ἀφήσατε ὅμως ἕνα μεγάλο πρᾶγμα, τὴν πίστι στὸ Θεό.
Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, νὰ τὰ ἐφαρμόζετε ὡς λόγια Θεοῦ. Καὶ τὰ λόγια
αὐτὰ νὰ τὰ λέτε παντοῦ. Μὴν τὰ κρύψετε. Σᾶς τὰ παραδίδω νὰ τὰ διαδώσετε
παντοῦ πρὸς δόξαν τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς ὠφέλειαν τῆς κοινωνίας καὶ πρὸς
σωτηρίαν τοῦ ἔθνους μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὸ Σάββατο 23-3-1974 ἑσπέρας. Καταγραφή, μεγάλη σύντμησις καὶ νέος τίτλος 14-2-2022.