Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Περί ασκήσεως καί πνευματικοῦ πολέμου τών μοναχών καί χριστιανών.

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος Κλεόπα.

 «Έλέησόν με ό Θεός... ότι πολλοί οι πολεμοῦντες με άπό ὕψους» (Ψαλμ. 55, 23)

Πατέρες καί αδελφοί,

Γνωρίζουμε όλοι άπό τήν Αγία Γραφή ότι ό βίος τοῦ άνθρωπου επί τής γής εἶναι μία συνεχής μάχη καί δοκιμα­σία (Ίώβ 7,1). Γι' αύτό καί ό Απόστολος Παύλος έχον­τας ύπ' όψιν του αύτή τήν άλήθεια, προτρέπει τόν μαθητή του Τιμόθεο μέ αυτά τά λόγια: «Άγωνίζου τόν καλόν άγώνα τής πίστεως, έπιλαβοῦ τής αιωνίου ζωής, εις ήν καί έκλήθης καί ώμολόγησας...» (Α' Τιμ. 6,12), ένώ σέ άλλο μέρος ένισχύοντάς τον στόν πνευματικό του άγώνα τοῦ λέγει: «σύ οὖν κακοπάθησον ώς καλός στρατιώτης 'Ιησού Χριστού. Ούδείς στρατευόμενος έμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τω στρατολογήσαντι άρέση» (Β' Τιμ. 2,3). Κατόπιν θέλοντας νά τοῦ δείξη ότι δέν είναι κα­λός οποιοσδήποτε πνευματικός άγών καί άσκησις, άλλά μόνο αύτός πού γίνεται σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τοῦ λέγει: «Έάν δέ καί άθλή τις ου στεφανοῦται, έάν μή νομίμως άθλήση» (Β' Τιμ. 2,5).

Ό πνευματικός μας άγών δέν γίνεται πρός αίμα καί σάρκα, κατά τόν Απόστολο Παϋλο, άλλά πρός τίς άρχές καί τίς εξουσίες τοϋ σκότους τοϋ παρόντος αιώνος, γι' αύτό μάς συμβουλεύει ό ίδιος Απόστολος νά ἐνδυθοῦμε τά πνευματικά όπλα πού είναι ό θώραξ τής δικαιοσύ­νης (Έφεσ. 6,14). Ό άγιος Έφραίμ ό Σύρος λέγει κοντά στήν δικαιοσύνη νά ένδυθούμε ώς πανοπλία καί τήν τε­λεία αγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, ή όποία μάς βοηθεῖ νά μή σκοντάπτουμε. Επειδή «ή άγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ού ζηλοῖ, ού περπερεύεται, ἡ άγάπη ου­δέποτε έκπίπτει» (Α' Κορ. 13, 48).

"Αλλο πνευματικό όπλο στόν πόλεμο έναντίον τών σκοτεινών δυνάμεων είναι νά ετοιμάσουμε τούς πόδες μας νά βαδίσουν «έν ετοιμασία τοῦ Εύαγγελίου τῆς ειρή­νης» ('Εφεσ. 6,15). Αυτή τήν πνευματική ένδυμασία ό ά­γιος Έφραίμ ό Σύρος τήν εξηγεί ότι είναι ἡ ταπείνωσις, φέροντας ώς παράδειγμα τόν Προφήτη Δαβίδ, ό όποιος έλεγε: «Έγώ εἶμι σκώληξ καί ούκ άνθρωπος» (Ψαλμ. 21,6). Καί ό Κύριος, ώς γνωστόν, στούς ταπεινούς επιβλέ­πει περισσότερο: «Ό έν ὑψηλοῖς κατοικών καί τά ταπει­νά έφορών έν τῷ ούρανώ καί έν τή γή» (Ψαλμ. 112,5).

Άλλά καί ό προφήτης Ησαΐας όμιλώντας έξ ονόμα­τος τοῦ Θεοῦ λέγει: «Έπί τίνα επιβλέψω, άλλ' ή επί τόν ταπεινόν καί ήσύχιον καί τρέμοντα τούς λόγους μου;» (Ήσ. 66,2). Ένώ ό Σωτήρ ημών στόν πρώτο Του μακαρισμό, μακαρίζει τούς ταπεινούς τω πνεύματι, διότι αύτών θά είναι ἡ Βασιλεία τών Ούρανών (Ματθ. 5,3).

Ἄλλο πνευματικό όπλο άπαραίτητο γιά τόν στρα­τιώτη τοῦ Χριστού είναι ό θυρεός τής πίστεως, όπως μάς προτρέπει ό Απόστολος Παύλος: «έπί πάσιν άναλαβόντες τόν θυρεόν τής πίστεως, ἐνῶ δυνήσεσθε πάντα τά βέ­λη τοῦ πονηροῦ τά πεπυρωμένα σβέσαι» (Έφεσ. 6,16). ΟΙ παλαιοί στρατιώται φορούσαν σάν ύποκάμισο τόν θώρα­κα πού ήταν άπό μέταλλο, τίς περικνημίδες στά πόδια καί μέ τήν άσπίδα στό άριστερό χέρι άντιμετώπιζαν τόν εχθρό στούς δύσκολους πολέμους, ένώ οί πνευματικοί στρατιώται πρέπει νά είναι ένδεδυμένοι έχοντας ώς θώ­ρακα τήν πίστι ένεργουμένη, δηλαδή πού εκφράζεται μέ τά έργα, διότι ή πίστις χωρίς τά έργα είναι νεκρά (Ιακώβ. 2,27). Ἡ πίστις χωρίς έργα δέν διαφέρει καθόλου άπό τήν πίστι τών δαιμόνων, οί όποιοι φοβοῦνται καί τρέμουν τόν Θεό, άλλά δέν θέλουν νά κάνουν τά άγαθά έργα. (Ιακώβ. 2,19 Ματθ. 8,29). Επίσης πρέπει νά είναι ορθή, άνυπόκριτος (Β' Τιμ. 1,5), ειλικρινής καί θερμή καί όχι χλιαρά ή ψυχρή (Άποκ. 3, 16).

Επίσης ό στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ένδυθή καί τήν περικεφαλαία τοϋ σωτηρίου καί τήν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, ἡ όποία εἷναι ό λόγος τοῦ Θεοῦ (Έφεσ. 6,17). Ό άγιος Έφραίμ ό Σύρος εξηγεί ότι περικεφαλαία είναι ή έλπίς τών αιωνίων άγαθών, ή όποία προξενεί μεγάλη πα­ρηγοριά στίς περιόδους καί δοκιμασίες τοῦ βίου. Κατόπιν ό ίδιος άγιος λέγει ότι ό στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά περιφράξη τόν εαυτό του μέ τόν άγιο Σταυρό, σφραγί­ζοντας όλα τά μέλη καί τήν καρδιά του. 'Αντί γιά τόξο οί άγωνισταί τοΰ Χριστού πρέπει νά έχουν τά χέρια τους τε­ταμένα στήν προσευχή, όπως είναι γραμμένο: «Διδά­σκων χείρας μου εις πόλεμον καί έθου τόξον χαλκοῦν τούς βραχίονάς μου» (Ψαλμ. 17,35). Έάν στόν καιρό τής προσευχής ἡ σκέψις μας διασκορπίζεται, τότε όμοιάζου με μέ τόν τυφλό ἤ άνειδίκευτο τοξότη, ό όποιος έκτείνει τό τόξο του, άλλά λόγω βλάβης τών ματιών του καί άπειρίας του, οι σαίτες του δέν μποροῦν νά έπιτύχουν τόν στόχο τους ἤ τό θηρίο πού θέλει νά φονεύση. Όπότε έχει καθήκον ό μοναχός ἤ ό χριστιανός νά γνωρίζη τήν τέχνη τοῦ σατανά, ό όποιος στόν καιρό τής προσευχής του ζητά νά τοῦ διασκορπίση τούς λογισμούς στά μάταια καί κενόδοξα έργα αύτοῦ τοῦ αιώνος καί νά μή τόν άφήση νά προσεύχεται μέ αἴσθησι καί μέ τήν καρδιά του στόν Θεό. 'Αντί γιά σπάθη ό άγωνιστής μοναχός ή χριστιανός πρέ­πει νά έχη τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ό όποιος ώς δίκοπο μαχαί­ρι κόπτει τήν κακή επιθυμία. 'Αντί γιά σάλπιγγα πρέπει νά έχη τίς Θειες Γραφές. "Οπως ή σάλπιγξ, όταν σαλπίζη, συγκεντρώνει τούς στρατιώτας, έτσι καί οι Θείες Γραφές συγκεντρώνουν τούς λογισμούς μας πρός τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, διότι οί λογισμοί είναι πού κάνουν τόν άγώνα κατά τών αοράτων εχθρών. Επίσης, όπως ή σάλπιγξ στόν καιρό του πολέμου διεγείρει τό ηθικό τών πολεμι­στών γιά τήν μάχη κατά τών έχθρών, έτσι καί οι θειες Γραφές ξυπνούν τούς πνευματικούς άγωνιστάς γιά τόν καλόν αγώνα μέ τήν άσκησι καί άπόκτησι τών αρετών καί τήν γενναιότητα κατά τών παθών. Γι' αύτό ἐμεῖς οι μοναχοί πρέπει νά έπαγρυπνούμε στίς έντολές τών Θείων Γραφών, οί όποιες μάς διδάσκουν πώς νά λυτρωνόμεθα άπό τά πάθη καί τίς παγίδες τών άοράτων έχθρών. Ό ά­γιος Ισαάκ ό Σύρος μάς λέγει: «"Οταν ό νούς σου δια­σκορπίζεται, νά άσχολήσαι περισσότερο μέ τήν άνάγνωσι παρά μέ τήν προσευχή»., καί σ' άλλο μέρος λέγει: «Τίμα τήν άνάγνωσι περισσότερο άπό τήν άγρυπνία, διότι αύτή σου γίνεται πηγή τής καθαράς προσευχής», σύμφωνα μέ τό ψαλμικό: «Σχολάσατε καί γνώτε ότι Έγώ είμι ό Θεός» (Ψαλμ. 45,10).

Πατέρες καί άδελφοί μου, εκτός άπό τά πνευματικά όπλα πού μέχρι εδώ άναφέραμε, έχουμε άνάγκη καί άπό άλλα τέσσερα όπλα μέ τά όποια θά εντείνουμε τόν άγώνα μας κατά τοῦ νοητού ἐχθροῦ μας. Αύτά είναι:

1. Ποτέ νά μήν έχωμε εμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας. Ή 'Αγία Γραφή μάς λέγει: «Έπικατάρατος ό άνθρωπος, ός τήν ελπίδα έχει έπ' άνθρωπον καί στηρίζει σάρκα βραχίονος αύτού έπ' αύτόν καί άπό Κυρίου άποστή ή καρδία αύτοῦ» (Ίερεμ. 17,5). Ό Προφήτης Ήσαΐας λέγει: «Ούαί οί συνετοί έν έαυτοῖς καί ενώπιον αυτών επιστήμονες» (5,21) καί ό Απόστολος Παῦλος μάς διδάσκει τά ἴδια' «Μή γίνεσθε φρόνιμοι παρ' έαυτοις» (Ρωμ. 12,16), ένώ ό Σολομών λέγει: «Μή ἴσθι φρόνιμος παρά σεαυτώ, φοβοῦ δέ τόν Θεόν καί έκλινε άπό παντός κακού» (Παροιμ. 3,7). Όπότε λοιπόν, τό πρώτο έργο στόν πνευματικό μας άγώνα είναι νά γνωρίσουμε τήν άδυναμία μας καί τήν μηδαμινότητά μας. Αύτός πού θεωρεί τόν εαυτό του ώς τό ούδέν, λέγει ό Ιερός Χρυσόστομος, γνωρίζει τόν εαυτό του καλλίτερα άπό κάθε τι άλλο, ένώ ό άγιος Πέτρος ό Δαμασκηνός λέγει ότι «τίποτε δέν είναι άνώτερο άπό τό νά γνωρίση ό άνθρωπος τήν άδυναμία καί τήν άγνωσία του».

Νά έχουμε ελπίδα καί εμπιστοσύνη μόνο στό Θεό. Έν συνδιασμώ μέ τήν τελεία άπιστία καί άπελπισία του έαυτοῦ μας νά έχουμε τελεία έμπιστοσύνη μόνο στόν Θεό πρός τόν όποιον νά κράζουμε: «Μή έγκαταλίπης με, Κύ­ριε" ό Θεός μου, μή άποστής άπ' εμού, πρόσχες εις τήν βοήθειάν μου, Κύριε τής σωτηρίας μου» (Ψαλμ. 37,22). Αύτή ἡ τελεία εμπιστοσύνη μας στόν Θεό βασίζεται σέ τέσσερεις λόγους καί συγκεκριμένα:

α) Έμπιστευόμεθα στόν Θεό, διότι είναι Παντοκρά­τωρ, μάς προσφέρει ό,τι είναι ώφέλιμο γιά τήν σωτηρία μας καί μάς βοηθεῖ οπουδήποτε καί όποτεδήποτε.

β) Έμπιστευόμεθα στόν Θεό διότι είναι Παντογνώ­στης καί γνωρίζει τά όσα συμβαίνουν καί όσα θά συμβούν στήν ζωή μας.

γ) Έμπιστευόμεθα στόν Θεό τόν εαυτό μας διότι εί­ναι Πανάγαθος καί μάς άγαπά μέ μία δυσπερίγραπτη ά­γάπη, έτοιμος πάντα νά μάς βοηθήση.

δ) "Οποιος ελπίζει στόν Θεό δέν καταισχύνεται (Ρωμ. 5,5) διότι «λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αύ­τοῦ καί ού μή πλημμελήσουσι πάντες οί έλπίζοντες έπ' αύτόν» (Ψαλμ. 33,23).

Τό τρίτο όπλο είναι ἡ άδιάστατη υπομονή. "Εχουμε μεγάλη άνάγκη άπ' αύτή τήν άρετή σ' όλο τό διάστημα τής ζωής μας, όπως λέγη ή Θεία Γραφή: «Υπομονής γάρ έχετε χρείαν, ίνα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίση σθε τήν έπαγγελίαν» (Έβρ. 10,36).

Τό τέταρτο καί τελευταίο όπλο εἶναι ή ακατάπαυ­στη προσευχή: «Πάντοτε χαίρετε, άδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Ά Θεσ. 5,17).

Επειδή ό πόλεμος πού διεξάγουμε γίνεται έναντίον τοῦ ιδίου τοῦ σώματος μας, έναντίον τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου καί σφοδρότερος εἶναι ό άόρατος κακές σκέ­ψεις καί έπιθυμίαι παρά ό ορατός, είναι ανάγκη νά μά­θουμε ποιές αρετές πρέπει νά έχουμε προχείρως γιά τήν περιφυλακή τής ψυχής μας.

Ό νηπτικός πατήρ Ησύχιος Ιεροσολύμων μάς λέ­γει: «Αύτός πού διεξάγει εσωτερικό πόλεμο, πρέπει νά έ­χη άνά πάσαν στιγμή τέσσερα όπλα: τήν ταπείνωσι, τήν έγρήγορσι ή προσοχή, τήν άντίρρησι καί τήν προσευχή. Μέ τήν πρώτη άρετή νικάται ό ύπερήφανος διάβολος, πού μισεί τήν ταπείνωσι στήν όποία βοηθός είναι ό Χρι­στός πού μισεί τούς ύπερηφάνους. Μέ τήν προσοχή απα­γορεύει νά είσέλθη στήν καρδιά όποιοσδήποτε λογισμός, ακόμη καί καλός νά είναι. Μέ τήν άντίρρησι άποβάλλει έγκαίρως τόν κακό λογισμό άπό τήν προσπάθειά του νά είσέλθη στήν καρδιά δεδομένου ότι μέ τήν οξυδέρκεια πού διαθέτει ό άγωνιστής γνωρίζει έκ τών προτέρων τόν λογισμό πού έρχεται. Μέ τήν προσευχή κράζει σέ βοήθεια τόν Κύριο καί τότε θά ίδή ό άγωνιστής νά διασκορπίζεται ώς άνεμος ό νοητός έχθρός στό άκουσμα τοῦ προσκυνη τοῦ Όνόματος τοῦ Χριστού». Σέ άλλο μέρος λέγει ό ίδιος Πατήρ: «Αύτός πού δέν έχει καθαρά άπό λογισμούς προσευχή, δέν έχει όπλο δυνατό γιά νά πολεμήση. Καί προσευχή ονομάζω τήν έργασία πού γίνεται άκατάπαυστα στά βάθη τής καρδιάς του μέ τήν έπίκλησι τοῦ Θείου 'Ονόματος τού Χριστού, λόγω τοῦ όποιου ό έχθρός πολεμούμενος μυστικά, νικάται καί καίγεται».

Αδελφοί μου, έν κατακλείδι αύτοῦ τοῦ λόγου μου, παρακαλώ ταπεινά όλους σας νά μήν ξεχνάτε καί έμένα τόν άμαρτωλό καί άρχάριο στόν άόρατο πόλεμο τοῦ νοῦ στίς άγιες προσευχές σας νά ξυπνήσω κάποτε καί έγώ ά­πό τόν ύπνο τής άναισθησίας μου,νά άκολουθήσω τά ίχνη σας πού επιτελείτε τόν καλόν άγώνα γιά νά πάρετε τό στεφάνι τής αιωνίου ζωής μέ τό έλεος τοΰ Σωτήρος ημών Χριστοῦ καί τίς πρεσβείες τής Μητρός Του καί 'Αειπαρθένου Μαρίας καί Προστασίας ημών. 'Αμήν.

Μετάφρασις π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου