(Σχ. ΙΧΘΥΣ: Φοβερή, διδακτική, συγκλονιστική, ανατριχιαστική πραγματική ιστορία!)
Περί
το 1985 μου διηγήθηκε μια κυρία, η οποία καταγόταν από την Άρτα και
κατοικούσε με την μητέρα της στις βόρειες συνοικίες του Βόλου, τα εξής:
«Κοντά στο σπίτι όπου έμενε μια οικογένεια Μαρτύρων του Ιεχωβά. Επειδή εργαζόμουν και απουσίαζα πολλές ώρες από το σπίτι, η μητέρα μου πήγαινε συχνά σ’ αυτή την οικογένεια όπου την κερνούσαν καφέ και περνούσε την ώρα της κουβεντιάζοντας. Εγώ ανησυχούσα γι’ αυτή τη συναναστροφή της. Και μάλιστα της έλεγα:
«Κοντά στο σπίτι όπου έμενε μια οικογένεια Μαρτύρων του Ιεχωβά. Επειδή εργαζόμουν και απουσίαζα πολλές ώρες από το σπίτι, η μητέρα μου πήγαινε συχνά σ’ αυτή την οικογένεια όπου την κερνούσαν καφέ και περνούσε την ώρα της κουβεντιάζοντας. Εγώ ανησυχούσα γι’ αυτή τη συναναστροφή της. Και μάλιστα της έλεγα:
Τι δουλειά έχεις
να πηγαίνεις στο σπίτι των «Γιεχωβάδων»; Πρόσεξε να μην σε κάνουν κι
εσένα «Γιεχωβού». Η μητέρα μου όμως με διαβεβαίωνε ότι δεν έκαναν
θρησκευτικές συζητήσεις. Απλώς έκαναν παρέα. Εγώ όμως έβλεπα ότι η
μητέρα μου, που ήταν πιστή γυναίκα και πήγαινε στην εκκλησία, άρχιζε
σιγά-σιγά να αραιώνει τον εκκλησιασμό της. Φαίνεται ότι είχε επηρεαστεί
από την δήθεν καλοσύνη και ευγένεια των ανθρώπων αυτών. Ενώ
διαμαρτυρόμουν συνέχεια, εκείνη δεν μ’ άκουγε γιατί είχε συνηθίσει την
παρέα τους. Μια μέρα όταν γύρισα από τη δουλειά, είδα την μητέρα μου
αγνώριστη. Έτρεμε από την ταραχή της! Της λέω: Τι συμβαίνει μητέρα, τι
έπαθες; Και με δυσκολία μου απάντησε λέγοντας: Παιδί μου, πόσο δίκιο
είχες που μου έλεγες να μην πηγαίνω σ’ αυτό το σπίτι. Άκου τι έπαθα
σήμερα: Όταν έλειπες και πήγα όπως κάθε μέρα για καφέ, με κέρασαν και
ένα σοκολατάκι. Μετά από αρκετή ώρα με ενόχλησε η κοιλιά μου και ήθελα
να πάω στην τουαλέτα. Επειδή καταλάβαινα ότι δεν προλάβαινα να γυρίσω
στο σπίτι μας και τους παρακάλεσα να πάω στη δική τους τουαλέτα. Αυτοί
με πονηριά μου είπαν ότι κάνουν επισκευή στο μπάνιο τους. Με πήρε από το
χέρι η γυναίκα και με κατέβασε στο υπόγειο του σπιτιού το οποίο ήταν
τελείως σκοτεινό. Δεν έβλεπα τίποτε. Της λέω: -Πού είναι η τουαλέτα; Μου
λέει:
-Γιαγιά
κάνε ό,τι κάνεις εδώ πέρα και εμείς θα το καθαρίσουμε. Με άφησε μόνη
μου και έφυγε. Επειδή η κοιλιά μου με βίαζε πολύ, αποφάσισα να ενεργηθώ
στο πάτωμα. Διαπίστωσα όμως κάτι περίεργο. Στο δάπεδο του υπογείου
υπήρχαν «σανιδάκια» και πατούσα πάνω σ’ αυτά. Σκέφτηκα: Εδώ πάνω θα
ενεργηθώ; Έσκυψα, έπιασα ένα σανίδι και το σήκωσα να δω τι είναι. Επειδή
στο μεταξύ τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, είδα ότι ήταν μια εικόνα
της Παναγίας! Θύμωσα, αγανάκτησα. Ακούς να με βάλουν να ενεργηθώ πάνω
στις εικόνες με τέτοιο πονηρό τρόπο! Πήρα την εικόνα της Παναγίας και
την έστησα όρθια στο πάτωμα ακουμπώντας την στον τοίχο. Εκείνη τη στιγμή
είδα ότι η εικόνα άρχισε σιγά-σιγά να φωτίζεται! Το φως που έβγαινε απ’
αυτή αυξανόταν ώσπου έλαμψε σαν τον ήλιο. Όλο το υπόγειο φωτιζόταν σαν
να ήταν μέρα. Τότε είδα ότι το πάτωμα ήταν στρωμένο με εικόνες. Από την
ταραχή μου σταμάτησε ο πόνος της κοιλιάς μου, άνοιξα την πόρτα και
ανέβηκα στο δωμάτιο όπου με περίμενε η «Γιεχωβού». Με ρώτησε:
-Εντάξει
γιαγιά, τακτοποιήθηκες; Δεν της απάντησα καθόλου. Άνοιξα την πόρτα και
έφυγα. Μόλις μου διηγήθηκε αυτά τα γεγονότα η μητέρα μου έχασε τις
αισθήσεις της και έπαθε βαρύ εγκεφαλικό. Ήρθε το ασθενοφόρο και την
πήγαμε στο Νοσοκομείο όπου οι γιατροί με απογοήτευσαν λέγοντάς μου ότι
θα πεθάνει. Εγώ πήγα στο προσκύνημα της Παναγίας Γορίτσας Βόλου, που
είναι κοντά στο Νοσοκομείο, άναψα ένα κερί στην Παναγία και της είπα:
Παναγία μου, να μην πεθάνει η μάνα μου αξομολόγητη. Μόλις γύρισα στο
Νοσοκομείο προς έκπληξη των γιατρών η μητέρα μου άνοιξε τα μάτια της και
μου είπε: Να πας να μου φέρεις έναν παπά να εξομολογηθώ. Ρώτησα πού
υπάρχει πνευματικός και τον οδήγησα στη μητέρα μου το συντομότερο.
Εξομολογήθηκε, της διάβασε συγχωρητική ευχή και φεύγοντας τον ρώτησα:
Πάτερ μου, μπόρεσε η μητέρα μου και εξομολογήθηκε; Μου απάντησε: Ναι,
παιδί μου, και μάλιστα μου αποκάλυψε κάποια θαυμαστά πράγματα τα οποία
όμως δεν μπορώ να σου τα πω. Τον ευχαρίστησα και μόλις επέστρεψα στη
μητέρα μου, ξαναέπεσε σε κώμα και σε λίγη ώρα τελείωσε». Το θαυμαστό
αυτό γεγονός μου το διηγήθηκε γιατί ήμουν ο οικογενειακός τους γιατρός.