«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ἐάν κάποιοι ἀναφερθοῦν λέγοντες κάτι γιά τήν ζωή τοῦ ἄλλου, φοβοῦνται ὅτι ἔπεσαν σέ κατάκρισι. Ὁσάκις, γιά διαφόρους λόγους, σχολιάζουμε, χωρίς ἐμπάθεια τόν συνάνθρωπο, δέν τόν κατακρίνουμε. Δέν ἔχουμε κακία μέσα μας γιά τό πρόσωπό του, οὔτε γιά τίς πράξεις του. Ἠμποροῦμε νά σχολιάζουμε τίς πράξεις του, καί μάλιστα ἀνωνύμως, ὅταν πρόκειται νά διδάξουμε ἄλλους περί ἀποφυγῆς αὐτῶν τῶν λαθῶν, στά ὁποῖα ἐκεῖνος ὑπέπεσε.
Δέν ἐπιτρέπεται νά δημοσιεύουμε ἐπωνύμως τίς πράξεις του, διότι λίαν προσεχῶς θά παραχωρήσει ὁ Θεός νά πέσουμε στά ἴδια καί χειρότερα παραπτώματα.
Ἐάν μέσα μας ὑπάρχει, ἔστω καί λίγη πνευματική ἀγάπη καί ταπείνωσις, στεκόμεθα ἀπέναντι τῶν ἄλλων μέ συγκατάβασι στίς ἀδυναμίες τους, σκεπτόμενοι ὅτι κι ἐμεῖς εἴμεθα ἀμαρτωλοί, ἐπιρρεπεῖς καί ἄξιοι κατακρίσεως ἀπό τούς ἄλλους καί ἰδιαίτερα ἀπό τόν Δικαιοκρίτη Θεό. Ἀλλά καί ποιός διαθέτει τόση μεγάλη ἀλαζονεία, ὅταν γνωρίζει ὅτι καί ὁ ἴδιος εἶναι ἁμαρτωλός καί γεννημένος ἀπό τήν ἴδια γενεά τῶν πρωτοπλάστων, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἦλθε ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος στόν κόσμο;
Αὐτός πού κατακρίνει μέ ἐμπάθεια τόν πλησίον του, γυμνώνεται ἀπό τήν Θεία Χάρι. Ὅταν κάποτε ἐρώτησα τόν Γέροντα Παΐσιο γιά τήν κατάκρισι, αὐτό μοῦ εἶπε ὅτι «εἶναι ἀπογύμνωσις ἀπό τήν Θεία Χάρι». Ὅποιος λοιπόν μισεῖ τόν ἀδελφό του, τόν κατακρίνει, τόν ἀποστρέφεται, τόν θεωρεῖ ὑπαίτιο γιά τά δικά του λάθη καί ἐκδιώκει ἀπό ἐπάνω του καθημερινά τήν Θεία Χάρι.
Ὁ κατακρίνων τόν ἀδελφό του, δέν βλέπει κανένα λάθος στόν ἑαυτό του. Δικαιολογεῖ τίς πράξεις του καί τίς σμικρύνει στά μάτια τῶν ἄλλων. Ἐμφορεῖται ἀπό δυνατό πνεῦμα ἀλαζονείας καί ὑπερηφανείας. Ζητεῖ τήν καταδίκη τοῦ πλησίον του. Τόν καταδικάζει γιά ὅ,τι κάνει καί ζητεῖ τρόπους νά τόν ἐκδικηθῆ.
Στήν Μονή μας ἔζησε παλαιότερα ὁ Γέροντας Ἐ. ὁ ὁποῖος μοῦ ἔλεγε τί τοῦ συνέβη κάποια ἡμέρα. Ἐσκάλιζε σάν κηπουρός σ᾿ ἕνα πεζούλι τοῦ κήπου, καί ξαφνικά λογισμοί κατακρίσεως τόν ἐκυρίευσαν ἐναντίον κάποιου Ἀδελφοῦ. Δέν τούς ἐπολέμησε ἐγκαίρως καί ὑπεχώρησε στό κῦμα αὐτῶν τῶν λογισμῶν. Καί ἔξαφνα εὑρέθηκε κάτω ἀπό τό πεζούλι, ἐκεῖ πού εἶναι τά μνήματα τῶν κοιμηθέντων πατέρων, μέ τό πρόσωπο ξεσκισμένο. Ἀλλά τοῦ ἔκανε καλό αὐτό τό μάθημα. Ἦταν πιό προσεκτικός πλέον στήν μετέπειτα ζωή του, ἀλλά καί διδακτικός πρός τούς ἄλλους.
Ἡ κατάκρισις ὅμως εἶναι ὀλέθριο πάθος, διότι καταφέρεται μέ ἐμπάθεια στό πρόσωπο, στήν ζωή καί στά ἔργα τοῦ πλησίον του. Κατακρίνει πράγματι αὐτός πού δέν ἠμπορεῖ νά ἐκ-χωρήσει στήν καρδιά του τόν κάθε συνάνθρωπό του. Δέν ἠμπορεῖ νά τόν συγχωρήσει. Δέν ἠμπορεῖ νά ταπεινωθῆ ἐνώπιόν του καί πολλῶ μᾶλλον δέν ἠμπορεῖ νά τοῦ ζητήσει καί συγγνώμη.
Ὁ κρίνων τόν ἀδελφόν του, κρίνει τόν Θεόν. Ἐάν ὁ ἀδελφός μας εἶναι δημιούργημα καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε κατακρίνοντας τόν ἄνθρωπον στρεφόμεθα κατά τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔπλασε τόν ἄνθρωπον. Ἀπαγορεύεται τόσο αὐστηρά ἀπό τόν Χριστό, ὥστε θά κατακριθοῦμε κι ἐμεῖς μέ τόν ἴδιο μέτρο πού κατακρίνουμε τόν ἀδελφό μας.
Σ᾿ ἕνα μεγάλο κοινόβιο παλαιότερα ἔζησε ἕνας γενικά ἀμελής μοναχός. Δέν κατέβαινε συχνά στήν ἐκκλησία, δέν ἐπιτελοῦσε τόν μοναχικό του κανόνα, οὔτε καί στό διακόνημά του δέν ἦτο ἐπιμελής. Ἦλθε ἡ ὥρα νά ἀποθάνει. Τόν ἐπλησίασε ὁ Γέροντάς του καί τοῦ εἶπε πῶς θά ἀντικρύσει τόν Δικαιοκρίτη Θεό, διότι ὅλοι ἤξεραν ὅτι ἦτο ἀμελής μοναχός. Καί ἐκεῖνος εἶπε ἐνώπιον πάντων: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἤμουν ἀμελής στά μοναχικά μου καθήκοντα, ἀλλά οὐδέποτε κατέκρινα κάποιον. Ἔτσι ἐλπίζω στόν Χριστό ὅτι δέν θά μέ κρίνει, σύμφωνα μέ τόν λόγο πού ὁ Ἴδιος εἶπε: «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε».
Ἀλλοίμονό μας, ἐάν δέν συγχωρήσωμεν τόν ὅποιονδήποτε Ἀδελφόν μας, μέ τόν ὁποῖον ἤλθαμε κάποτε σέ κάποια προστριβή καί πληγώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας. Δέν πρόκειται ὁ Χριστός στήν ἄλλη ζωή νά μᾶς συγχωρήσει καί νά μᾶς σώσει. Δέν μᾶς σώζουν οὔτε οἱ ἐλεημοσύνες τῶν ζώντων συγγενῶν μας, οὔτε οἱ χρηματικές δωρεές στήν ἐκκλησία, οὔτε τά πρόσφορα, οἱ λειτουργίες καί τά κομβοσχοίνια μας. Διατί; Διότι μέ τήν καταδίκη τοῦ Ἀδελφοῦ μας, καταδικάζουμε καί ὑβρίζουμε τόν Ἴδιον τόν Χριστό μας.
Ἔλεγαν οἱ παλαιοί Πατέρες: «Εἶδες τόν Ἀδελφό σου; Εἶδες τόν Θεόν σου». Καί ὅτι «ἡ σωτηρία μας κρέμεται ἀπό τήν σχέσι μας μέ τόν συνάνθρωπό μας».
Στήν σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, μετά τά Κατουνάκια ἔζησε πρό ἐτῶν ἕνας γνωστός μου ἱερομόναχός, ὁ π. Φώτιος. Μία ἡμέρα ἔλαβε μήνυμα ἀπό τόν κόσμον ὅτι ὁ ἀδελφός του στό χωριό τους ἀπέθανε. Ἔτέλεσε 40 Λειτουργίες καί ἐπῆρε πληροφορία ὅτι κολάσθηκε. Τήν ἄλλη ἡμέρα μέ τό καΐκι στήν Δάφνη καί ἀμέσως ἔξω. Ἐπῆγε στό χωριό του, στόν νομό Εὐρυτανίας. Συνωμίλησε μέ τούς συγχωριανούς. Οἱ πάντες τοῦ εἶπαν:
-Ὁ ἀδελφός σου πάτερ, ἦτο καλός ἄνθρωπος, εὐλαβής χριστιανός, κάθε Κυριακή στήν ἐκκλησία καί ψάλτης. Ἀλλά…..
-Τί ἀλλά… πέστε μου. Τοῦ συνέβη κάτι;
-Εἶχαν λογομαχίες καί γκρίνιες μέ κάποιον συμπατριώτη μας γιά τά σύνορα στά χωράφια τους. Ἦλθε ὁ φταίχτης καί τοῦ εἶπε:
-Κύριε Κώστα, συγχώρεσέ με, γιά τό λάθος μου. Σοῦ ἐπιστρέφω πίσω τήν λωρίδα τοῦ χωραφιοῦ πού ἐπῆρα. Καί ὁ ἀδελφός σου τοῦ ἔλεγε κάθε φορά:
-Νά τό εὕρης ἀπό τόν Θεό, αὐτό πού μοῦ ἔκανες.
Τελικά τόν παράδεισο τόν ἔχασε αὐτός πού καταριόταν τόν ἀδελφό του καί δέν ἠμποροῦσε νά τόν συγχωρήσει οὔτε πρό τοῦ θανάτου του! Καί ἄς ἦταν καί πρωτοψάλτης!
Ἡ σωτηρία μας λοιπόν, ὅπως μᾶς ἔλεγαν οἱ Γεροντάδες μας, περνάει μέσα ἀπό τόν Ἀδελφό μας.
Μέσα ἀπό τά παλαιά μαρτυλόγια διαβάζουμε γιά τόν ἐκπεσόντα ἱερέα Σαπρίκιο. Λόγῳ τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας ἐκείνη τήν ἐποχή, συνελήφθη καί ὁ ἱερεύς Σαπρίκιος, ὡς ποιμήν τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐνορίας του γιά νά ἀρνηθῆ τόν Χριστόν. Ὑπέστη πολλά βασανιστήρια καί ὡμολογοῦσε μέ ἀνδρεία τήν πίστι του στόν Χριστό.
Πρίν δοθῆ ἡ τελική ἐντολή τοῦ τυράννου γιά νά τοῦ κόψουν τό κεφάλι, τόν πλησίασε ἕνας νέος χριστιανός του καί τόν παρεκάλεσε νά τόν συγχωρήσει γιά κάποιο παράπτωμά του. Ἀλλά ὁ Σαπρίκιος ἀρνήθηκε νά τόν συγχωρήσει. Τό ἀποτέλεσμα ἦλθε ἄμμεσα. Ἔχασε τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐρώτησε τόν δήμιο:
-Γιά ποιόν σκοπόν θέλετε νά μέ σκοτώσετε;
-Διότι δέν δέχεσαι νά ἀρνηθῆς τόν Χριστό καί νά θυσιάσεις στά εἴδωλα.
-Γι’αὐτό τό μικρό πρᾶγμα νά χάσω τήν ζωή μου; Ἔτσι εἶπε καί ἀμέσως ἐζήτησε νά θυσιάσει στά εἴδωλα καί νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό.
Τότε ὁ νέος, πού ἔβλεπε ὅλα αὐτά ἔτρεξε καί εἶπε: «Εἶμαι ἐγώ Χριστιανός. Κόψτε τό δικό μου κεφάλι».
Ἔτσι τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου τό ἐπῆρε ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, ὁ ἅγιος μάρτυς Νικηφόρος, ἐνῶ ὁ Σαπρίκιος ἔχασε ἀδόξως τήν ἄλλη καί αἰώνια ζωή γιά νά κερδίσει γιά ὀλίγα χρόνια τήν ἐφήμερη καί παροδική, ἀλλά χωρίς Χριστό!
Καί τί θά κερδίσουμε μέ τήν κακία; Ἀφοῦ καί ὁ ἰδικός μας κόσμος εἶναι ἀναστατωμένος καί πνιγμένος ἀπό τά πάθη. Μισοῦμε τόν συνάνθρωπο; Χάνουμε ἀμέσως τήν προσευχή. Στεκόμεθα στήν ἐκκλησία, σάν τά ξεραμένα δένδρα, πού δέν ἔχουν οὔτε φύλλωμα, οὔτε ἄνθη καί καρπούς. Ὅπου πηγαίνουμε κατακρίνουμε τό πρόσωπο πού τό μισοῦμε. Πάντοτε δικαιολογοῦμε τίς πράξεις μας καί ἐνοχοποιοῦμε τόν ἐχθρό μας. Καί πῶς θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿αὐτό τό θανάσιμο πάθος;
Ἐρώτησα παλαιότερα τόν Ὅσιο καί φωτισμένο Γέροντα Αὐξέντιο τῆς Μονῆς μας, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε τό ἄκτιστο φῶς κάθε βράδυ ἐπί 23 χρόνια, μέχρι τοῦ θανάτου του. Καί μοῦ εἶπε: «Ὅταν κατακρίνεις κάποιον νά τοῦ κάνεις κάθε βράδυ ἕνα κοσμοσχοίνι τῶν 100 κόμπων καί μέ σταυρό, λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον τόν δοῦλον (τάδε). Καί μετά ἀπό λίγο καιρό θά μεταστραφῆ ἡ κακία σου σέ συμπάθεια καί ἀγάπη πρός τόν Ἀδελφόν αὐτόν».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι κι αὐτός πού νομίζει ὅτι στέκεται καλά, ἄς εἶναι ἄγρυπνος, διότι εἶναι εὔκολο νά πέσει. Καί τό βάραθρο τῆς πτώσεως εἶναι ἡ κατάκρισις. Μετά, κατά παραχώρησι Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος πίπτει σέ σαρκικά πάθη, ὅπου καί γίνεται ἕνα μέ τόν διάβολο. Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔχει εἴπει, ὅτι ὁσάκις οἱ ἄνθρωποι διαπράττουν πορνεία ἤ μοιχεία ἤ ἄλλα ἀκατανόμαστα αἴσχη, ἐν μέςῳ αὐτῶν εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος χαίρεται γιά αὐτές τίς νίκες του! Χαίρεται, διότι ἔχει ψυχές ἕτοιμες γιά τήν κόλασι.
Ἐπίσης ὅταν πᾶμε στήν ἐξομολόγησι πρέπει μέ εἰλικρίνεια νά ἐκθέτουμε τά λάθη μας καί νά μή αὐτοαποδεικνυώμεθα «ἀθῶες περιστερές». Ἄλλωστε λέγει καί ἡ παροιμία «ὅτι μονός καυγᾶς δέν γίνεται». Κἄπου φταῖμε καί ἐμεῖς. Καί ἐάν πράγματι δέν πταίομεν σέ τίποτε, εἴμεθα πάλι ἔνοχοι διότι δέν θέλουμε νά συγχωρήσουμε τό παράπτωμα τοῦ Ἀδελφοῦ μας. Ἀφοῦ καί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: «Νά συγχωρῆτε τά παραπτώματα τῶν ἄλλων διά νά συγχωρήσει καί ὁ Θεός τά ἰδικά σας παραπτώματα».
Κάποιος Πνευματικός προκειμένου νά βοηθήσει δύο ἀντιμαχομένους νά συμφιλιωθοῦν ἐπῆγε στόν ἕνα καί τοῦ εἶπε: «Ὁ ἄλλος Ἀδελφός, θέλει νά συγχωρεθῆτε, ἀλλά φοβᾶται μήπως ἐσύ τόν ὑβρίσεις καί τόν ἐκδιώξεις μέ κακία καί βαναυσότητα». Τά ἴδια ἀκριβῶς εἶπε καί τόν ἄλλον Αδελφόν, τόν ἀντίπαλον. Καί οἱ δυό τους δέχθηκαν νά συναντηθοῦν, ἀλλά ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ τους. Ἔτσι συγχωρήθηκαν, ἀγκαλιάσθηκαν καί ἔγιναν φίλοι, ὅπως ἦσαν πρίν. Ἐνῶ ὁ διάβολος σκορπίσθηκε σάν καπνός ἀπό κοντά τους, διότι τόν ἐνίκησαν ἡ ταπείνωσις καί ἡ ἀγάπη πού ἔδειξαν μεταξύ τους.
Σήμερα τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τόν ἅγιον ἱερέα Μαρκιανόν, ὁ ὁποῖος ἔζησε στήν Κωνσταντινούπολι τό 450 μ.Χ. Ὑπηρέτησε σάν Οἰκονόμος στήν Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας. Μία Κυριακή, πρίν ἀκόμη ἱεροφορέσει γιά νά λειτουργήσει, ἦλθε κάποιος πτωχός καί τοῦ ἐζήτησε βοήθεια. Ὁ Ἅγιος δέν εἶχε μαζί του χρήματα νά τοῦ δώσει, ἀλλά οὔτε καί ἤθελε νά τόν ἀφήσει νά φύγη μέ ἀδειανά τά χέρια. Ἐπῆγε σέ μία γωνία τοῦ Ἱ. Βήματος ἔβγαλε τό ζωστικό του καί τοῦ τό ἔδωσε. Μετά ἐφόρεσε τά ἱερατικά του ἄμφια γιά νά λειτουργήσει μέ τόν πατριάρχη καί ἄλλους ἱερεῖς. Οἱ πάντες ἐξίσταντο, διότι ἔβλεπαν νά φορεῖ ἀπό μέσα ὁ π. Μαρκιανός μία χρυσοΰφαντη καί ὁλοφώτεινη στολή. Τόν ἐρωτοῦσαν ποῦ τήν ἔραψε. Καί ἐκεῖνος ἦταν γυμνός ἀπό μέσα καί ἔκρυβε τήν γύμνια του μέ τό φαιλόνιό του! Ἰδού, πῶς ὁ Θεός ἀπεκάλυψε τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης του καί τόν ἐδόξασε ἐνώπιον τοῦ Κλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεδείχθη μέγας ὅσιος καί θαυματουργός. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης. 10-1-2019
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου