Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Πάντοτε νά ἔχουμε καλούς λογισμούς γιά τούς ἄλλους, Βίος καί λόγοι Ἁγ. Πορφυρίου, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

«Βασκανία γάρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τα καλά»[1], λέγει στή Σοφία Σολομῶντος. «Ὁ ἄνθρωπος», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἔχει τέτοιες δυνάμεις, ὥστε μπορεῖ νά μεταδώσει τό καλό ἤ τό κακό στό περιβάλλον του». Ἔτσι μία τέτοια κακή δύναμις ἡ ὁποία βγαίνει ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπορεῖ νά βλάψει τόν ἄλλον ἄνθρωπο ἄν δέν εἶναι ἐξομολογημένος καί μετανοημένος καί προσευχόμενος εἶναι ἡ βασκανία. Εἶναι ἡ πονηρή ἐνέργεια τοῦ φθόνου, ἡ ὁποία βγαίνει ἀπό τήν καρδία τοῦ φθονεροῦ ἀνθρώπου, μέσα ἀπό τά μάτια του. Ὁ ἄνθρωπος ἄν δέν προσέχει, μπορεῖ ἔτσι νά βλάψει τούς ἄλλους. «Αὐτά τά θέματα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρέπει νά βλέπουμε τό καθετί μέ ἀγαθό τρόπο. Τίποτα τό κακό νά μήν σκεπτόμαστε γιά τούς ἄλλους. Κι ἕνα βλέμμα καί ἕνας στεναγμός ἐπιδρᾶ στούς συνανθρώπους μας. Καί ἡ ἐλάχιστη ἀγανάκτηση κάνει κακό. Νά ἔχουμε μέσα στήν ψυχή μας ἀγαθότητα κι ἀγάπη∙ αὐτά νά μεταδίδομε[2].

Ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «θά πρέπει νά ἔχουμε μέσα μας καλούς λογισμούς. Ἄν ὁ ἄνθρωπος -ἔλεγε- δέν ἔχει καλό λογισμό καί δέν βγάζει τόν ἑαυτό του ἀπό τίς ἐνέργειές του, ἄν ἐνεργεῖ δηλαδή μέ ἰδιοτέλεια» καί σκέφτεται πῶς ὁ ἴδιος ἔχει νά ὠφεληθεῖ, «δέν βοηθιέται οὔτε κι ἀπό ἕναν Ἅγιο. Ὄχι ἅγιο γέροντα ἤ ἁγία γερόντισσα νά ἔχει, ὄχι τόν Ἅγιο Ἀντώνιο νά εἶχε γέροντα, ἀλλά καί ὅλους τούς ἁγίους, δέν μπορεῖ νά βοηθηθεῖ. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά βοηθήσει ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, ἄν καί τό θέλει πολύ. Ὅταν κανείς ἀγαπάει τόν ἑαυτό του, ἔχει δηλαδή φιλαυτία, ὅλα τά ἑρμηνεύει ὅπως τά ἀγαπάει ὁ ἑαυτός του. Καί βλέπεις ἄλλοι τά ἑρμηνεύουν ἁμαρτωλά, ἄλλοι ὅπως τούς ἀναπαύει, καί σιγά-σιγά γίνονται φυσιολογικές αὐτές οἱ παράλογες ἑρμηνεῖες τους». Δηλαδή ἐκεῖνοι τίς θεωροῦν φυσιολογικές. «Ὅπως καί ἄν φερθείς σκανδαλίζονται. Ὁ βλαμμένος ἄνθρωπος, βλαμμένα σκέφτεται», ἔλεγε πάλι. «Ὅλα τά παίρνει ἀριστερά. Ὅλα τά βλέπει ἀνάποδα. Ἐνῶ ὅποιος ἔχει καλούς λογισμούς, ὅ,τι καί νά δεῖ, ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, θά βάλει καλό λογισμό.

Μιά μέρα ἕνα παιδί δευτέρας γυμνασίου ἦρθε στό καλύβι. - Τί εἶναι παλικάρι; τοῦ λέω. - Αὐτό εἶναι τό καλύβι τοῦ πατρός Παϊσίου; μέ ρωτάει. Θέλω τόν πατέρα Παΐσιο. - Αὐτό εἶναι, ἀλλά αὐτός δέν εἶναι ἐδῶ. Πῆγε νά ἀγοράσει τσιγάρα, τοῦ λέω. - Φαίνεται κάποιον πῆγε νά ἐξυπηρετήσει, μοῦ λέει μέ καλό λογισμό. - Γιά τόν ἑαυτό του πῆγε νά τά ἀγοράσει, τοῦ λέω, τοῦ εἶχαν τελειώσει καί ἔκανε σάν τρελός γιά τά τσιγάρα! Ἐμένα μέ ἄφησε ἐδῶ μόνο μου καί οὔτε ξέρω πότε θά γυρίσει. Ἄν δῶ ὅτι ἀργεῖ, θά σηκωθῶ νά φύγω. Βούρκωσαν τά μάτια του καί μέ καλό πάλι λογισμό εἶπε: - Τόν κουράζουμε τόν Γέροντα. - Τί τόν θέλεις;, τόν ρωτάω. - Τήν εὐχή του θέλω νά πάρω, μοῦ λέει. - Τί εὐχή νά πάρεις, μωρέ! Αὐτός εἶναι πλανεμένος. Δέν ἔχει χαΐρι. Ἐγώ τόν ξέρω καλά. Μήν περιμένεις ἄδικα, γιατί, κι ὅταν γυρίσει, θά εἶναι νευριασμένος∙ ἴσως εἶναι καί μεθυσμένος, ἐπειδή πίνει κιόλας». Ἀλλά ἐκεῖνο ἔβαζε συνέχεια καλό λογισμό. - Τέλος πάντων, τοῦ λέω, ἐγώ θά περιμένω λίγο ἀκόμα, τί θέλεις νά τοῦ πῶ;. - Ἔχω ἕνα γράμμα νά τοῦ δώσω, μοῦ λέει, ἀλλά θά περιμένω νά πάρω καί τήν εὐχή του. Εἴδατε; Ὅ,τι τοῦ ἔλεγα, τό ἔπαιρνε μέ καλό λογισμό. Ἄλλοι τόσα διαβάζουν, κι ἐκεῖνο, παιδάκι δευτέρας γυμνασίου, καί νά ἔχει τόσο καλούς λογισμούς! Νά τοῦ χαλᾶς τόν λογισμό καί αὐτό νά φτιάχνει καλύτερο λογισμό καί νά βγάζει πιό καλό συμπέρασμα. Τό θαύμασα! Πρώτη φορά εἶδα τέτοιο πράγμα!»[3].

«Νά προσέχουμε», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά μήν ἀγανακτοῦμε γιά τούς ἀνθρώπους πού μᾶς βλάπτουν. Μόνο νά προσευχόμαστε γιά αὐτούς μέ ἀγάπη. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ὁ συνάνθρωπός μας, ποτέ νά μήν σκεφτόμαστε κακό γι' αὐτόν. Πάντοτε νά εὐχόμαστε ἀγαπητικά. Πάντοτε νά σκεπτόμαστε τό καλό. Βλέπετε τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο. Εὐχόταν, «Κύριε, μή στήσης αὐτοῖς τήν ἁμαρτία ταύτην»[4]. Τό ἴδιο πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Δέν πρέπει ποτέ νά σκεπτόμαστε γιά τόν ἄλλο ὅτι θά τοῦ δώσει ὁ Θεός κάποιο κακό ἤ ὅτι θά τόν τιμωρήσει γιά τό ἁμάρτημά του. Αὐτός, ὁ λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς ἐμεῖς νά τό ἀντιλαμβανόμαστε. Πολλές φορές ἀγανακτοῦμε καί λέμε στόν ἄλλον: «Δέν φοβᾶσαι τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, δέν φοβᾶσαι μή σέ τιμωρήσει;». Ἄλλη φορά πάλι λέμε: «Ὁ Θεός, δέν μπορεῖ, θά σέ τιμωρήσει γι' αὐτό πού ἔκανες» ἤ «Θεέ μου, μήν κάνεις κακό σ' αὐτόν τόν ἄνθρωπο γι' αὐτό πού μοῦ ἔκανε» ἤ «Νά μήν πάθει αὐτό τό πράγμα ὁ τάδε». Σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις, ἔχομε βαθιά μέσα μας τήν ἐπιθυμία νά τιμωρηθεῖ ὁ ἄλλος. Ἀντί, ὅμως, νά ὁμολογήσουμε τόν θυμό μας γιά τό σφάλμα του, παρουσιάζομε μέ ἄλλο τρόπο τήν ἀγανάκτησή μας καί δῆθεν παρακαλοῦμε τόν Θεό γι' αὐτόν. Ἔτσι, ὅμως, στήν πραγματικότητα καταριόμαστε τόν ἀδελφό.

Κι ἄν, ἀντί νά προσευχόμαστε, λέμε, «νά τόν βρεῖς ἀπ' τό Θεό, νά σε πληρώσει ὁ Θεός γιά τό κακό πού μοῦ ἔκανες» καί τότε πάλι εὐχόμαστε νά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός. Ἀκόμα καί ὅταν λέμε, «ἄς εἶναι, βλέπει ὁ Θεός», ἡ διάθεση τῆς ψυχῆς μας ἐνεργεῖ κατά ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐπηρεάζει τήν ψυχή τοῦ συνανθρώπου μας καί αὐτός παθαίνει κακό»[5], βεβαίως, ὅταν εἶναι ἀτείχιστος, ἀμετανόητος, ανεξὁμολόγητος, ἄνθρωπος πού δέν συμμετέχει στά ἅγια μυστήρια.

«Ὅταν κακομελετᾶμε», πάλι ἔλεγε ὁ Ὅσιος, «κάποια κακή δύναμη βγαίνει ἀπό μέσα μας καί μεταδίδεται στόν ἄλλο, ὅπως μεταφέρεται ἡ φωνή μέ τά ἠχητικά κύματα, καί ὄντως ὁ ἄλλος παθαίνει κακό. Γίνεται κάτι σάν βασκανία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει γιά τούς ἄλλους κακούς λογισμούς. Αὐτό γίνεται ἀπ' τή δική μας ἀγανάκτηση. Ἐμεῖς μεταδίδουμε «μυστικῷ τῷ τρόπῳ» τήν κακία μας. Δέν προκαλεῖ ὁ Θεός τό κακό, ἀλλά ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Δέν τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλά ἡ δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στήν ψυχή τοῦ ἄλλου μυστηριωδῶς καί κάνει τό κακό. Ὁ Χριστός ποτέ δέν θέλει τό κακό, ἀντίθετα παραγγέλλει: «Εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς...»[6]». Δέν πρέπει ποτέ νά ἀνταποδίδουμε κακό στό κακό. «Ἡ βασκανία εἶναι πολύ ἄσχημο πράγμα», λέγει ὁ Ὅσιος. «Εἶναι ἡ κακή ἐπίδραση πού γίνεται, ὅταν κανείς ζηλέψει κι ὀρεχτεῖ κάτι ἤ κάποιον. Θέλει μεγάλη προσοχή. Ἡ ζήλεια κάνει πολύ κακό στόν ἄλλον. Αὐτός πού βασκαίνει, δέν τό βάζει κἄν στό νοῦ του ὅτι κάνει κακό». Αὐτό πού λέει ὁ λαός ματιάζει. «Εἴδατε τί λέει καί ἡ Παλαιά Διαθήκη; «Βασκανία γάρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τά καλά»[7]. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄλλος εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ἐξομολογεῖται καί μεταλαμβάνει καί ἔχει πάνω του τόν Σταυρό, δέν τόν πιάνει τίποτε. Ὅλοι οἱ δαίμονες νά πέσουν πάνω του, δέν καταφέρνουν τίποτα»[8].

Δέν θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποδίδει κακό στό κακό, ἀλλά οὔτε καί νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό του. Γιατί πολλές φορές ἀλλά νομίζουμε ὅτι βλέπουμε καί νομίζουμε ὅτι συμβαίνουν, κι ἄλλα στήν πραγματικότητα συμβαίνουν. «Ἡ ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «μᾶς δημιουργεῖ ψυχολογικά προβλήματα. Ἄν κάποιος, λόγου χάριν, ἔχει τόν λογισμό ὅτι ὅλοι ἀσχολοῦνται μέ αὐτόν, ὁ λογισμός αὐτός εἶναι τοῦ πειρασμοῦ πού πάει νά τόν ἀρρωστήσει. Νά ἀδιαφορήσει, νά μήν πιστεύει καθόλου σέ αὐτόν τόν λογισμό. Ἕνας λόγου χάρη πού ἔχει καχυποψία, ἄν δεῖ ἕναν γνωστό του νά μιλάει σιγά σέ ἕναν ἄλλο, σκέφτεται «γιά μένα λέει». Ἐνῶ ἐκεῖνοι γιά ἄλλο θέμα συζητοῦν. Καί ἄν δέν προσέξει, ἐξελίσσεται σιγά-σιγά καί ποῦ φθάνει! Νομίζει ὅτι τόν παρακολουθοῦν, τόν καταδιώκουν. Ἀκόμα κι ἄν ἔχει συγκεκριμένα στοιχεῖα ὅτι οἱ ἄλλοι ἀσχολοῦνται μέ αὐτόν, νά ξέρει ὅτι καί αὐτά ὁ ἴδιος ὁ ἐχθρός τά ἔχει ταιριάξει ἔτσι γιά νά τόν πείσει. Καί πῶς τά συνδυάζει ὁ διάβολος!

Γνωρίζω ἕναν νέο, πού ἐνῶ εἶναι ἐξυπνότατος, πιστεύει στόν λογισμό του πού τοῦ λέει ὅτι δέν εἶναι ἰσορροπημένος. Μέ τό νά δέχεται τούς λογισμούς πού τοῦ φέρνει τό ταγκαλάκι, τοῦ ἔχουν δημιουργηθεῖ ἕνα σωρό κόμπλεξ. Ἔκανε ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, ἔχει λιώσει τούς γονεῖς του. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε δυνάμεις καί χαρίσματα, ἀλλά ὅλα τοῦ τά ἀχρηστεύει ὁ ἐχθρός. Κι ἔτσι βασανίζεται κι αὐτός καί οἱ ἄλλοι. Δέν μπορῶ νά καταλάβω γιατί τούς δέχονται αὐτούς τούς ταγκαλακίστικους λογισμούς καί κάνουν τήν ζωή τους βασανισμένη. Τά βάζουν καί μέ τόν Θεό, πού τόσο πολύ μᾶς εὐεργετεῖ καί μᾶς ἀγαπάει. Ὅσα κι ἄν πεῖς σέ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπον δέν ὠφελεῖ. Ἄν δέν πάψει νά πιστεύει τούς λογισμούς πού τοῦ φέρνει ὁ ἐχθρός, μόνο πού θά κουράζεται»[9].

Καί διηγεῖται ἕνα διδακτικό περιστατικό ὁ Ἅγιος. «Μιά φορά εἶχε ἔρθει κάποιος πού εἶχε ἄρρωστο παιδί. Τόν πῆρα μέσα στό ἐκκλησάκι. Ὅταν ἄκουσα τό πρόβλημά του, τοῦ εἶπα γιά νά τόν βοηθήσω: Κάτι πρέπει νά κάνεις κι ἐσύ, γιά νά βοηθηθεῖ τό παιδί σου. Μετάνοιες δέν κάνεις, νηστεία δέν κάνεις, χρήματα δέν ἔχεις γιά νά κάνεις ἐλεημοσύνες, πές στόν Θεό: «Θεέ μου, δέν ἔχω κανένα καλό νά θυσιάσω γιά τήν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ μου, θά προσπαθήσω τουλάχιστον νά κόψω τό τσιγάρο». Ὁ καημένος συγκινήθηκε καί μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τό κάνει. Πῆγα νά τοῦ ἀνοίξω τήν πόρτα γιά νά φύγει κι ἐκεῖνος ἄφησε τό τσακμάκι του καί τά τσιγάρα μέσα στό ἐκκλησάκι, κάτω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἐγώ δέν τά πρόσεξα.

Μετά ἀπό αὐτόν μπῆκε ἕνας νεαρός στό ἐκκλησάκι, κάτι ἤθελε νά μοῦ πεῖ, καί ὕστερα βγῆκε ἔξω καί κάπνιζε. Τοῦ λέω: - Παλληκάρι, δέν κάνει νά καπνίζεις ἐδῶ. Πήγαινε λίγο πιό πέρα. - Μέσα στήν ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νά καπνίζεις;, μοῦ λέει. Αὐτός εἶχε δεῖ τό πακέτο μέ τό τσακμάκι πού εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ καί ἔβαλε λογισμό ὅτι καπνίζω. Τόν ἄφησα νά φύγει μέ τόν λογισμό του. Καλά, καί ἄν κάπνιζα, καί μέσα στήν ἐκκλησία θά κάπνιζα;

Βλέπετε τί εἶναι ό λογισμός; Γι' αὐτό στόν λογισμό σας νά βάζετε ἕνα ἐρωτηματικό, δέν ξέρεις τί μπορεῖ νά συμβαίνει. Ἄν εἶχες πνευματική ὑγεία», ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος, «θά ἔβλεπες τά ἀκάθαρτα καθαρά. Ὅπως θά ἔβλεπες τά φροῦτα, ἔτσι θά ἔβλεπες καί τήν κοπριά. Γιατί ἡ κοπριά βοήθησε νά γίνουν τά φροῦτα. Ὅποιος ἔχει καλούς λογισμούς, ἔχει πνευματική ὑγεία καί τό κακό τό μετατρέπει σέ καλό.

Ἔτσι, ἄν κάποιος ἔχει καλούς λογισμούς καί τόν χτυπήσεις ἄδικα, θά πεῖ τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός γιά νά ξοφλήσω, παλιά μου σφάλματα. Δόξα τῷ Θεῷ!» Δέν θά βάλει κακό λογισμό γιά νά προσπαθήσει νά πλήξει τόν ἄλλον. «Ἐνῶ ἕνας ἄλλος πού δέν ἔχει καλούς λογισμούς καί πᾶς νά τόν χαϊδέψεις, θά νομίζει πώς πᾶς νά τόν χτυπήσεις. Ὅποιος ἔχει καλούς λογισμούς, ὅλα καλά τά βλέπει. Οἱ ἄνθρωποι ὅλα μπορεῖ νά τά ἔχουν, ἐκτός ἀπό καλούς λογισμούς. Ταλαιπωροῦνται, γιατί δέν ἀντιμετωπίζουν τά πράγματα πνευματικά. Π.χ. ξεκινάει νά πάει κανείς κάπου, παθαίνει βλάβη ἡ μηχανή τοῦ αὐτοκινήτου του καί καθυστερεῖ λίγο νά φτάσει στόν προορισμό του. Ἄν ἔχει καλό λογισμό θά πεῖ: «Φαίνεται ὁ καλός Θεός ἔφερε αὐτό τό ἐμπόδιο, γιατί ἴσως θά πάθαινα κάποιο ἀτύχημα, ἄν δέν εἶχα αὐτή τήν καθυστέρηση. Πῶς νά Σέ εὐχαριστήσω, Θεέ μου, γι' αὐτό; Καί δοξάζει τόν Θεό. Ἐνῶ ἄν δέν ἔχει καλό λογισμό, δέν θά ἀντιμετωπίσει πνευματικά τήν κατάσταση, θά τά βάλει μέ τόν Θεό καί θά βρίζει, «νά, θά πήγαινα νωρίτερα, ἄργησα, τί ἀναποδιά! Κι αὐτός ὁ Θεός!». Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέχεται ὅ,τι τοῦ συμβαίνει μέ δεξιό λογισμό, βοηθιέται, ἐνῶ ὅταν δουλεύει ἀριστερά βασανίζεται, λιώνει, παλαβώνει.

Στήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ ἄνθρωπος διώχνει τούς κακούς λογισμούς μέ τήν πνευματική μελέτη, τήν προσευχή καί τόν φιλότιμο ἀγῶνα. Μετά ἔρχονται πιά ὅλο καλοί λογισμοί. Ἀργότερα σταματᾶνε καί οἱ καλοί λογισμοί, κι ἔρχεται ὁ θεῖος φωτισμός. Ἀπό τήν ποιότητα τῶν λογισμῶν ἑνός ἀνθρώπου φαίνεται ἡ πνευματική του κατάσταση»[10].

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Σοφ.Σολ. 4, 12.

[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[3] Πνευματικός Ἀγώνας, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ’, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, 2011 (στό ἑξῆς: Πνευματικός Ἀγώνας, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου).

[4] Πράξ. 7, 60.

[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[6] Ματθ. 5, 44.

[7] Σοφ.Σολ. 4, 12.

[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[9] Πνευματικός Ἀγώνας, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[10] Ὅ.π.