Οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ἁγιωτάτης ᾿Ορθοδοξίας, ἐμφανίζονται ὡς ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶνε ἡ κορυφαία ἀρετὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἡ σύνοψις καὶ ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι θέλουμε νὰ μᾶς ἀγαποῦν, προπάντων νὰ μᾶς ἀγαποῦν, καὶ ὅλοι ἀναγνωρίζουμε τὴν ὑπεροχὴ καὶ τὸ ἀνυπέρβλητο μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ οἰκουμενισταί, πρὸς ὑποστήριξι τῶν οἰκουμενιστικῶν σκοπῶν καὶ ἀντιλήψεών τους, ἐπικαλοῦνται τὴν ἀγάπη, καὶ κατὰ κόρον ὁμιλοῦν περὶ ἀγάπης. Λιγώτερο μίλησε περὶ ἀγάπης ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, ὁ ᾿Απόστολος Ἰωάννης, καὶ ὁ συνθέτης τοῦ ὕμνου τῆς ἀγάπης, ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, καὶ περισσότερο ὁμιλοῦν περὶ ἀγάπης οἱ οἰκουμενισταί. Παπᾶς τοῦ ᾿Εξωτερικοῦ, πειθήνιο ὄργανο ἀρχιοικουμενιστοῦ ἐπισκόπου του, ἔφθασε μέχρι τοῦ σημείου νὰ κηρύξῃ στὸ ἐκκλησίασμα τοῦτο τὸ ἀπίστευτο:
Λένε, ὅτι ὁ ᾿Απόστολος Ἰωάννης εἶνε ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης. Λάθος! ᾿Εμεῖς εἴμαστε οἱ μαθηταὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ ἀγκαλιάζουμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὄχι ἐκεῖνος, ποὺ ἔγραψε νὰ μὴ δεχώμεθα τοὺς ἑτεροδόξους στὸ σπίτι μας, καὶ νὰ μὴ τοὺς λέμε, Χαίρετε... Ὁ ἀχρεῖος αὐτὸς παπᾶς ἔκανε τὸν ἑαυτό του ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Ἰωάννη, ἐπειδὴ ὁ ᾿Απόστολος συνέστησεν αὐστηρὴ στάσι ἀπέναντι τῶν αἱρετικῶν διδασκάλων (Β΄ Ἰωάν. 10-11). Καὶ συνέστησεν αὐστηρὴ στάσι ὄχι βεβαίως ἀπὸ μῖσος πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλ᾽ ἀπὸ μῖσος πρὸς τὴν αἵρεσι, ἀγάπη δὲ πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς πιστούς. Πρὸς μὲν τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ μὲ τὴν αὐστηρὴ στάσι νὰ συναισθανθοῦν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ μετανοήσουν, πρὸς δὲ τοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ τοὺς προφυλάξῃ ἀπὸ τὴν αἵρεσι καὶ τὴ συνενοχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς.
***
Εἶνε πραγματικῶς ὁ Οἰκουμενισμὸς κίνημα ἀγάπης; Εἶνε πραγματικῶς οἱ οἰκουμενισταὶ ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης; Ὄχι βεβαίως. Δὲν ἔχουν οἱ οἰκουμενισταὶ ἀγάπη, ἀλλ᾽ ἐπίφασι ἀγάπης. Ἡ ᾿Αγία Γραφὴ ὁμιλεῖ γιὰ ἀγάπη ἀνυπόκριτη. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὑπάρχει καὶ ἀγάπη ὑποκριτική. Οἱ ᾿Απόστολοι ἀποδείκνυαν σωστοὺς τοὺς ἑαυτούς των «ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ», μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη (Β΄ Κορ. 6:6). ΟἱΑπόστολοι ἐπίσης συνιστοῦσαν: «Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος». Ἡ ἀγάπη νὰ εἶνε ἀνυπόκριτη (Ρωμ.12:9). Οἱ οἰκουμενισταὶ ἔχουν ὑποκριτικὴ ἀγάπη. Ὁ κατὰ κόρον λόγος τους περὶ ἀγάπης εἶνε ἁπλῶς ἀγαπολογία, φλυαρία περὶ ἀγάπης.
Μήπως μὲ τὴν κρίσι, ποὺ ἐκφέρουμε, ἀδικοῦμε τοὺς οἰκουμενιστάς; Ἡ ἀδικία κατὰ τὴν ᾿Αγία Γραφὴ εἶνε μεγάλο κακό, ἀποκλείει τοὺς ἀδίκους ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι», λέγει ὁ ᾿Απόστολος (Α΄ Κορ. 6:9). Δὲν ἀδικοῦμε τοὺς οἰκουμενιστάς, ὅταν σ᾽ αὐτοὺς ἀποδίδωμε ψεύτικη ἀγάπη. Τὴν κρίσι μας γι αὐτοὺς στηρίζουμε σὲ ἀποδείξεις.
Κατ᾽ ἀρχὰς πρέπει νὰ εἰποῦμε, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶνε μὲν ἡ κορυφαία τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ τῆς ἀγάπης καὶ κάθε ἀρετῆς λογικῶς προηγεῖται ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεως. Τονίζουν συχνὰ οἱ οἰκουμενισταὶ τὸ Γραφικό, ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ ᾿Ιωάν. 4:8,16). ᾿Αλλὰ γιατί δὲν τονίζουν καὶ τὰ Γραφικά, ὅτι ὁ Χριστός, ὁ σαρκωμένος Θεός, εἶνε «ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. 14:6), καὶ τὸ Πνεῦμα εἶνε ἐπίσης «ἡ ἀλήθεια»; (Α΄ ᾿Ιωάν. 5:6). ᾿Αλήθεια καὶ ἀγάπη εἶνε δύο πράγματα συνεζευγμένα. Κατὰ τὸν ᾿Απόστολο ᾿Ιωάννη ἀγαποῦν «ἐν ἀληθείᾳ», ἀληθινά, «οἱ ἐγνωκότες τὴν ἀλήθειαν», ὅσοι ἔχουν γνωρίσει τὴν ἀλήθεια (Β΄ ᾿Ιωάν. 1).Ἔτσι ὁ ᾿Ιωάννης ἐξαρτᾷ τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὁ δὲ Παῦλος, διὰ τῆς φράσεως «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4:15), στὴν ἀλήθεια συναρτᾷ τὴν ἀγάπη. Ἂν ἡ ἀγάπη διαζευχθῇ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἐκφυλίζεται. Αἱρετικοὶ ἔφθασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ θεωροῦν καὶ τὰ ὁμοφυλοφιλικὰ αἴσχη ἀγάπη, ἀσπασμοὺς ἀγγέλων! Χωρὶς τὴν ἀλήθεια ἡ ἀγάπη καταντᾷ ἀπάτη.
Ἡ Γραφὴ ἀπαιτεῖ ν᾿ ἀγαποῦμε τὴν ἀλήθεια. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι «τὴν ἀγάπην τῆς ἀληθείας οὐκ ἐδέξαντο εἰς τὸ σωθῆναι», δὲν δέχθηκαν δηλαδὴ ν᾿ ἀγαπήσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ σωθοῦν, αὐτοὶ βαίνουν πρὸς τὴν ἀπώλεια, αὐτοὶ θὰ κολασθοῦν (Β΄ Θεσ. 2:10-11). Οἱ οἰκουμενισταὶ δὲν ἔχουν ἀληθινὴ ἀγάπη, διότι δὲν ἀγαποῦν τὴν ἀλήθεια, ὑποτιμοῦν καὶ καταφρονοῦν τὰ δόγματα τῆς Πίστεως.
Οἱ οἰκουμενισταί, μὴ ἀγαπώντας τὴν ἀλήθεια, ἀλλ᾽ ὑποτιμώντας καὶ καταφρονώντας τὴν ἀλήθεια, δὲν ἀγαποῦν τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶνε ἡ ἀλήθεια, καὶ ἀφοῦ ἀπαιτεῖ νὰ σεβώμεθα τὴν ἀλήθεια μέχρι τὴν ἐλαχίστη διδασκαλία.
Οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς ᾿Εκκλησίας, καίτοι κόπτονται περὶ ἀγάπης, δὲν ἀγαποῦν ἐκείνους, ποὺ πρώτους ἔπρεπε μετὰ τὸ Θεὸ νὰ ἀγαποῦν, δὲν ἀγαποῦν τὰ πιστὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τέκνα, τοὺς ᾿Ορθοδόξους. Οἱ πιστοί, οἱ ἀληθῶς ᾿Ορθόδοξοι, ἀγαποῦν καὶ τοὺς ἐχθρούς τους, καὶ προσεύχονται γί αὐτούς, καὶ σὲ ἀνάγκη τοὺς βοηθοῦν. Οἱ οἰκουμενισταὶ ἀγαποῦν τοὺς κακοδόξους καὶ μισοῦν τοὺς ᾿Ορθοδόξους. Ὅταν συναντῶνται μὲ Παπικούς, Προτεστάντες καὶ Μονοφυσῖτες, μάλιστα ἀξιωματούχους, καὶ ἰδίως μὲ καρδιναλίους καὶ μὲ τὸν πάπα, ἀνοίγει ἡ καρδούλα τους καὶ λάμπουν
τὰ πρόσωπά τους. ᾿Εναγκαλίζονται, ἀσπάζονται ἀλλήλους, συντρώγουν, συμπίνουν, συζητοῦν ἐπιχαρίτως, ἐγκωμιάζουν ἀλλήλους, ἀνταλλάσσουν δῶρα, προχωροῦν σὲ συμπροσευχὲς ἐκτὸς καὶ ἐντὸς ναῶν, σὲ ἐγκάρδιες προσφωνήσεις καὶ ἀντιφωνήσεις, σὲ συνεορτασμούς, σὲ αἱρετικὲς δηλώσεις, ἀκόμη καὶ σὲ συλλείτουργα! Ἡ Γραφὴ καὶ οἱ Κανόνες, ποὺ ἀπαγορεύουν τοὺς συγχρωτισμοὺς μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστάς. Οἱ οἰκουμενισταὶ προχωροῦν σὲ θρησκευτικοὺς συγχρωτισμοὺς καὶ μὲ ἀλλοθρήσκους!
Καὶ ἐνῷ ἔτσι φέρονται οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους, ὅταν δοῦν συνειδητὸ ᾿Ορθόδοξο, ζωντανὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διαμαρτύρεται γιὰ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ ἐνέργειες, δὲν ἀνοίγει ἡ καρδούλα τους, ἀλλὰ κλείνει, καὶ αἰσθάνονται ἀλλεργία, καὶ ἐπιθυμοῦν τὸ συντομώτερο ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν παρουσία του. Οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς ᾿Εκκλησίας τοὺς ἐπικριτάς των ἐξ αἰτίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ πολεμίους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἰδίως τοῦ Παπισμοῦ, καὶ ὑπερασπιστὰς τῶν ᾿Ορθοδόξων παραδόσεων θέτουν ὑπὸ δυσμένειαν. Τοὺς χαρακτηρίζουν ἀκραίους, φανατικούς, φονταμενταλιστάς, ταλιμπάν! Τοὺς παύουν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὲς θέσεις. Τοὺς ἀποκλείουν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ μέσα δημοσιότητος, τοὺς διώκουν ποικιλοτρόπως. ᾿Αντιοικουμενισταὶ κληρικοί, πρόμαχοι τῆς Ορθοδοξίας, κεφάλαια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀπειλήθηκαν καὶ μὲ καθαίρεσι! Καὶ ὁ ὑποφαινόμενος, ἐπειδὴ ἤλεγξα αἱρεσιάρχη καὶ ἀρχιοικουμενιστὴ ἀρχιεπίσκοπο, καί, γενικώτερα, ἐπειδὴ πολεμῶ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀφωρίσθηκα!
Ναί, οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς ᾿Εκκλησίας ἀντιπαθοῦν τοὺς ᾿Ορθοδόξους καὶ ἀγαποῦν τοὺς κακοδόξους. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη τους πρὸς τοὺς κακοδόξους δὲν εἶνε ἀληθινή. Ἂν ἦταν ἀληθινή, θὰ ἤλεγχαν τοὺς κακοδόξους γιὰ τὶς κακοδοξίες τους καὶ θ᾽ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ᾿Εκκλησία, τὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀγάπη τῶν οἰκουμενιστῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους δὲν εἶνε σωστή, διότι δὲν ἀποβλέπει στὴ σωτηρία τους. Ἂν ἀπέβλεπε στὴ σωτηρία τους, οἱ οἰκουμενισταὶ θὰ κήρυτταν καὶ θὰ διακήρυτταν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους ὅ,τι κήρυτταν καὶ διακήρυτταν οἱ ᾿Απόστολοι, ὅτι ὁ μόνος Σωτὴρ εἶνε ὁ Χριστός, ἡ δὲ ᾿Εκκλησία του εἶνε ὁ χῶρος, ὅπου περιέχεται καὶ ἀπ᾽ ὅπου παρέχεται ἡ ἁγιαστικὴ καὶ σωστικὴ χάρις τοῦ Χριστοῦ.
Μήπως μὲ τὴν κρίσι, ποὺ ἐκφέρουμε, ἀδικοῦμε τοὺς οἰκουμενιστάς; Ἡ ἀδικία κατὰ τὴν ᾿Αγία Γραφὴ εἶνε μεγάλο κακό, ἀποκλείει τοὺς ἀδίκους ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι», λέγει ὁ ᾿Απόστολος (Α΄ Κορ. 6:9). Δὲν ἀδικοῦμε τοὺς οἰκουμενιστάς, ὅταν σ᾽ αὐτοὺς ἀποδίδωμε ψεύτικη ἀγάπη. Τὴν κρίσι μας γι αὐτοὺς στηρίζουμε σὲ ἀποδείξεις.
Κατ᾽ ἀρχὰς πρέπει νὰ εἰποῦμε, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶνε μὲν ἡ κορυφαία τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ τῆς ἀγάπης καὶ κάθε ἀρετῆς λογικῶς προηγεῖται ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεως. Τονίζουν συχνὰ οἱ οἰκουμενισταὶ τὸ Γραφικό, ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ ᾿Ιωάν. 4:8,16). ᾿Αλλὰ γιατί δὲν τονίζουν καὶ τὰ Γραφικά, ὅτι ὁ Χριστός, ὁ σαρκωμένος Θεός, εἶνε «ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. 14:6), καὶ τὸ Πνεῦμα εἶνε ἐπίσης «ἡ ἀλήθεια»; (Α΄ ᾿Ιωάν. 5:6). ᾿Αλήθεια καὶ ἀγάπη εἶνε δύο πράγματα συνεζευγμένα. Κατὰ τὸν ᾿Απόστολο ᾿Ιωάννη ἀγαποῦν «ἐν ἀληθείᾳ», ἀληθινά, «οἱ ἐγνωκότες τὴν ἀλήθειαν», ὅσοι ἔχουν γνωρίσει τὴν ἀλήθεια (Β΄ ᾿Ιωάν. 1).Ἔτσι ὁ ᾿Ιωάννης ἐξαρτᾷ τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὁ δὲ Παῦλος, διὰ τῆς φράσεως «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4:15), στὴν ἀλήθεια συναρτᾷ τὴν ἀγάπη. Ἂν ἡ ἀγάπη διαζευχθῇ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἐκφυλίζεται. Αἱρετικοὶ ἔφθασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ θεωροῦν καὶ τὰ ὁμοφυλοφιλικὰ αἴσχη ἀγάπη, ἀσπασμοὺς ἀγγέλων! Χωρὶς τὴν ἀλήθεια ἡ ἀγάπη καταντᾷ ἀπάτη.
Ἡ Γραφὴ ἀπαιτεῖ ν᾿ ἀγαποῦμε τὴν ἀλήθεια. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι «τὴν ἀγάπην τῆς ἀληθείας οὐκ ἐδέξαντο εἰς τὸ σωθῆναι», δὲν δέχθηκαν δηλαδὴ ν᾿ ἀγαπήσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ σωθοῦν, αὐτοὶ βαίνουν πρὸς τὴν ἀπώλεια, αὐτοὶ θὰ κολασθοῦν (Β΄ Θεσ. 2:10-11). Οἱ οἰκουμενισταὶ δὲν ἔχουν ἀληθινὴ ἀγάπη, διότι δὲν ἀγαποῦν τὴν ἀλήθεια, ὑποτιμοῦν καὶ καταφρονοῦν τὰ δόγματα τῆς Πίστεως.
Οἱ οἰκουμενισταί, μὴ ἀγαπώντας τὴν ἀλήθεια, ἀλλ᾽ ὑποτιμώντας καὶ καταφρονώντας τὴν ἀλήθεια, δὲν ἀγαποῦν τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶνε ἡ ἀλήθεια, καὶ ἀφοῦ ἀπαιτεῖ νὰ σεβώμεθα τὴν ἀλήθεια μέχρι τὴν ἐλαχίστη διδασκαλία.
Οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς ᾿Εκκλησίας, καίτοι κόπτονται περὶ ἀγάπης, δὲν ἀγαποῦν ἐκείνους, ποὺ πρώτους ἔπρεπε μετὰ τὸ Θεὸ νὰ ἀγαποῦν, δὲν ἀγαποῦν τὰ πιστὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τέκνα, τοὺς ᾿Ορθοδόξους. Οἱ πιστοί, οἱ ἀληθῶς ᾿Ορθόδοξοι, ἀγαποῦν καὶ τοὺς ἐχθρούς τους, καὶ προσεύχονται γί αὐτούς, καὶ σὲ ἀνάγκη τοὺς βοηθοῦν. Οἱ οἰκουμενισταὶ ἀγαποῦν τοὺς κακοδόξους καὶ μισοῦν τοὺς ᾿Ορθοδόξους. Ὅταν συναντῶνται μὲ Παπικούς, Προτεστάντες καὶ Μονοφυσῖτες, μάλιστα ἀξιωματούχους, καὶ ἰδίως μὲ καρδιναλίους καὶ μὲ τὸν πάπα, ἀνοίγει ἡ καρδούλα τους καὶ λάμπουν
τὰ πρόσωπά τους. ᾿Εναγκαλίζονται, ἀσπάζονται ἀλλήλους, συντρώγουν, συμπίνουν, συζητοῦν ἐπιχαρίτως, ἐγκωμιάζουν ἀλλήλους, ἀνταλλάσσουν δῶρα, προχωροῦν σὲ συμπροσευχὲς ἐκτὸς καὶ ἐντὸς ναῶν, σὲ ἐγκάρδιες προσφωνήσεις καὶ ἀντιφωνήσεις, σὲ συνεορτασμούς, σὲ αἱρετικὲς δηλώσεις, ἀκόμη καὶ σὲ συλλείτουργα! Ἡ Γραφὴ καὶ οἱ Κανόνες, ποὺ ἀπαγορεύουν τοὺς συγχρωτισμοὺς μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστάς. Οἱ οἰκουμενισταὶ προχωροῦν σὲ θρησκευτικοὺς συγχρωτισμοὺς καὶ μὲ ἀλλοθρήσκους!
Καὶ ἐνῷ ἔτσι φέρονται οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους, ὅταν δοῦν συνειδητὸ ᾿Ορθόδοξο, ζωντανὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διαμαρτύρεται γιὰ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ ἐνέργειες, δὲν ἀνοίγει ἡ καρδούλα τους, ἀλλὰ κλείνει, καὶ αἰσθάνονται ἀλλεργία, καὶ ἐπιθυμοῦν τὸ συντομώτερο ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν παρουσία του. Οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς ᾿Εκκλησίας τοὺς ἐπικριτάς των ἐξ αἰτίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ πολεμίους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἰδίως τοῦ Παπισμοῦ, καὶ ὑπερασπιστὰς τῶν ᾿Ορθοδόξων παραδόσεων θέτουν ὑπὸ δυσμένειαν. Τοὺς χαρακτηρίζουν ἀκραίους, φανατικούς, φονταμενταλιστάς, ταλιμπάν! Τοὺς παύουν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὲς θέσεις. Τοὺς ἀποκλείουν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ μέσα δημοσιότητος, τοὺς διώκουν ποικιλοτρόπως. ᾿Αντιοικουμενισταὶ κληρικοί, πρόμαχοι τῆς Ορθοδοξίας, κεφάλαια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀπειλήθηκαν καὶ μὲ καθαίρεσι! Καὶ ὁ ὑποφαινόμενος, ἐπειδὴ ἤλεγξα αἱρεσιάρχη καὶ ἀρχιοικουμενιστὴ ἀρχιεπίσκοπο, καί, γενικώτερα, ἐπειδὴ πολεμῶ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀφωρίσθηκα!
Ναί, οἱ οἰκουμενισταὶ ἡγέτες τῆς ᾿Εκκλησίας ἀντιπαθοῦν τοὺς ᾿Ορθοδόξους καὶ ἀγαποῦν τοὺς κακοδόξους. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη τους πρὸς τοὺς κακοδόξους δὲν εἶνε ἀληθινή. Ἂν ἦταν ἀληθινή, θὰ ἤλεγχαν τοὺς κακοδόξους γιὰ τὶς κακοδοξίες τους καὶ θ᾽ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ᾿Εκκλησία, τὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀγάπη τῶν οἰκουμενιστῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους δὲν εἶνε σωστή, διότι δὲν ἀποβλέπει στὴ σωτηρία τους. Ἂν ἀπέβλεπε στὴ σωτηρία τους, οἱ οἰκουμενισταὶ θὰ κήρυτταν καὶ θὰ διακήρυτταν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους ὅ,τι κήρυτταν καὶ διακήρυτταν οἱ ᾿Απόστολοι, ὅτι ὁ μόνος Σωτὴρ εἶνε ὁ Χριστός, ἡ δὲ ᾿Εκκλησία του εἶνε ὁ χῶρος, ὅπου περιέχεται καὶ ἀπ᾽ ὅπου παρέχεται ἡ ἁγιαστικὴ καὶ σωστικὴ χάρις τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ οἰκουμενισταί, ἐπειδὴ παρουσιάζονται ὡς ἄνθρωποι ἀγάπης, ἀλλὰ πραγματικῶς δὲν ἔχουν ἀγάπη, εἶνε ὑποκριταὶ καὶ χαλκοὶ ἠχοῦντες καὶ κύμβαλα ἀλαλάζοντα κατὰ τὸν συνθέτη τοῦ ὕμνου τῆς ἀγάπης, τὸν οὐρανοβάμονα Παῦλο.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ι. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Θεολόγου - Φιλολόγου «ἈΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΑ», ΕΚΔΟΣΙΣ Β΄, Ἔκδοσις ᾿Ορθοδόξου Ἱεραποστολικῆς ᾿Αδελφότητος «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», ΑΘΗΝΑΙ 2005