Νέο ἔτος, ἀγαπητοί μου. Πρώτη Ἰανουαρίου, ἑορτὴ τοῦ μεγάλου Βασιλείου!
Ἀλλὰ ποιός εἶνε ὁ μέγας Βασίλειος; Στὸν πολὺ λαό, καὶ ὄχι μόνο στοὺς ἀγράμματους ἀλλὰ καὶ σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἐπιστήμονες, εἶνε δυστυχῶς ἄγνωστος. Καὶ ὅμως ὑπῆρξε ἕνας γίγαντας τοῦ πνεύματος, ἕνας σπλαχνικὸς ποιμενάρχης μὲ πατρικὴ ἀγάπη, ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Μυριὴλ ποὺ περιγράφει ὁ Βίκτωρ Οὑγκὼ στοὺς «Ἀθλίους», ἕνας ἱερὸς πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας φωστήρας τῆς οἰκουμένης.
Ἄγνωστος ὁ μεγάλος αὐτὸς ἅγιος! Γνωστὸς μόνο ἀπὸ τὰ κάλαντα τῆς πρωτοχρονιᾶς ποὺ ψάλλουν τὰ ἀθῷα παιδικὰ χείλη·
«Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται…».
Ἀλλὰ καὶ τὸ τραγούδι αὐτὸ δὲν ἀποδίδει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα
τοῦ μεγάλου Βασιλείου. Εἶνε μᾶλλον, ὅπως τὸ χαρακτηρίζει ὁ ἐθνικός μας
ἱστορικὸς Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, μιὰ «γελοιογραφία τοῦ μεγάλου
ἀνδρός». Γιατὶ τὸν παρουσιάζει σὰν ἕναν ἀσπρομάλλη γέροντα. Ποιόν·
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τοὺς ὑπερβολικοὺς κόπους γιὰ τὴν Ἐκκλησία –ἄυπνος
ἔμενε τὴ νύχτα φροντίζοντας γιὰ τὸ ποίμνιό του– ἔπαθε βλάβη στὴν ὑγεία
του καὶ πέθανε φθισικὸς σὲ ἡλικία μόλις 49 ἐτῶν! Γι᾽ αὐτὸ ἡ βυζαντινὴ
ἁγιογραφία τὸν εἰκονίζει, σωστά, μὲ μαύρη γενειάδα.
Γιὰ νὰ πάρετε μιὰ ἰδέα τῆς σοφίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου
τῆς Ἐκκλησίας, κάθησα κ᾽ ἔκανα μία μετάφρασι, ἢ μᾶλλον ἐλεύθερη
παράφρασι σὲ γλῶσσα ἁπλῆ, ἑνὸς μέρους μιᾶς ὡραίας ὁμιλίας περὶ τῆς
ματαιότητος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ποὺ μελετώντας βρῆκα μέσα στοὺς τόμους
τῶν ἔργων του (βλ. Ἑ.Π. Migne 31,1713-1722). Σήμερα, ποὺ πατοῦμε τὸ
πρῶτο σκαλοπάτι τοῦ νέου ἔτους καὶ ζοῦμε οἱ περισσότεροι μὲ ὄνειρα
ἐφήμερης εὐτυχίας, ἂς ἀκούσουμε τὸν μεγάλο διδάσκαλο καί, σύμφωνα μὲ τὶς
πολύτιμες συμβουλές του, ἂς χαράξουμε ἕνα νέο πρόγραμμα ζωῆς,
χριστιανικῆς ζωῆς, γιὰ τὸ νέο ἔτος. Τότε θὰ εἴμαστε πιὸ ἀσφαλεῖς. Γιατὶ
θὰ δοῦμε καὶ θὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ προσγειωμένη στὴν πραγματικότητα.
Προσέξτε λοιπόν! μᾶς ὁμιλεῖ ὁ μέγας Βασίλειος ὁ «οὐρανοφάντωρ», αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ μᾶς ἐξηγεῖ τὰ οὐράνια μυστήρια (μεγαλυν.)
* * *
Ὁ ἄνθρωπος συλλαμβάνεται καὶ
μένει στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Ὡς ἔμβρυο διαμορφώνεται μέσα στὴ
μήτρα. Ἐκεῖ πλάθεται ὁ νέος ἄνθρωπος· κι ὅταν πιὰ φτάσῃ ἡ ὥρα, ἡ μήτρα
δὲν τὸν κρατάει οὔτε μία μέρα. Ἀρκετὰ δὲν τὸν φιλοξένησε; Ἀνοίγει
λοιπόν, τὸ ἔμβρυο γλιστράει, καὶ ἔρχεται στὸν κόσμο ἡ νέα ὕπαρξις.
Αὐτὸς θὰ εἶνε ὁ «πύκτης (δηλαδὴ πυγμάχος) τῆς θλίψεως» (Ἑ.Π.
Migne 31,1716Β). Τὸν λέω ἔτσι, γιατὶ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ συνοδὸ θά ᾽χῃ τὴ
θλῖψι, μὲ τὴν ὁποία θὰ χτυπιέται· θὰ τρώῃ καὶ θὰ δίνῃ γροθιές, ὅπως
γρονθοκοποῦνται στὰ ρὶγκ τῶν ἀγώνων δύο πυγμάχοι. Θὰ πολεμᾷ τὴ θλῖψι καὶ
θὰ προσπαθῇ νὰ τὴ νικήσῃ. Γι᾽ αὐτὸ τὸν ὠνόμασα «πύκτην τῆς θλίψεως».
Δὲν ἀκοῦς; μόλις ὁ ἄνθρωπος βγαίνῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας
του κι ἀναπνέῃ τὸν ἀέρα τῆς γῆς, ἡ πρώτη φωνὴ ποὺ βγάζει εἶνε τὸ κλάμα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ προμήνυμα τῆς ζωῆς του. Κι ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴ φωνὴ μπορεῖς
νὰ προμαντέψῃς τὸ μέλλον του. Θὰ ζήσῃ μὲ τὴ θλῖψι καὶ θὰ πεθάνῃ μὲ τὴ
θλῖψι. Ἔπεσε στὴ γῆ ὡς βρέφος καὶ δὲν γέλασε· μόλις ἔπεσε, αἰσθάνθηκε
πόνο καὶ κλαίει.
Βρέθηκε στὴ θάλασσα τῶν θλίψεων ναυαγός. Καὶ νά, τὸ βρέφος
κολυμπᾷ στὸ δάκρυ. Ὅταν φτάσῃ ὁ καιρὸς ν᾽ ἀπογαλακτισθῇ, ἡ μάνα τοῦ
κόβει τὸ γάλα, κ᾽ ἐκεῖνο κλαίει ἀπαρηγόρητο· δὲν ἤθελε νὰ χάσῃ τὸ
μαστό. Μεγαλώνει λίγο, καὶ τὸ νήπιο ἀρχίζει νὰ φοβᾶται τοὺς γονεῖς.
Φτάνει σὲ ἡλικία νὰ πάῃ στὸ σχολεῖο, καὶ τότε νέα θλῖψις· ὁ μαθητὴς
φοβᾶται τώρα τὸ δάσκαλο, ὁ φόβος δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἡσυχάσῃ. Δὲν
μελέτησε τὸ μάθημα καὶ τιμωρήθηκε; νέα δάκρυα. Κι ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ
πολλὴ μελέτη καὶ κόπο, ἔμαθε πολλά, προχώρησε στὰ γράμματα, πέτυχε
στὶς ἐξετάσεις κ᾽ ἔγινε φοιτητής, ἐπὶ τέλους ἀξιώνεται νὰ πάρῃ τὸ
πτυχίο του μὲ ἄριστα. Εἶνε πιὰ πολίτης. Ἀλλὰ νά νέα θλῖψις· ἡ κλάσι του
καλεῖται στὸ στρατό. Σὰν στρατιώτης πόσες νέες θλίψεις θὰ δοκιμάσῃ!
Ἀποστρατεύεται, ῥίχνεται στὴ βιοπάλη ὥριμος ἄντρας πιά. Ἀγωνίζεται νὰ
χτίσῃ ἕνα μέλλον. Ἀρχὴ νέων θλίψεων· φοβᾶται τοὺς ἄρχοντες, σὲ κάθε
του βῆμα ὑποπτεύεται ἐχθρό, προσκολλᾶται στὸ χρῆμα, κυνηγᾷ τὸ κέρδος,
λυσσᾷ γιὰ νὰ κερδίσῃ μία δραχμή, ἀδικεῖται καὶ ἀδικεῖ, τρέχει στὰ
δικαστήρια πότε κατηγορούμενος καὶ πότε μηνυτής. Τὴ νύχτα δὲν κοιμᾶται,
τὴν ἡμέρα ζῇ σὰν σκλάβος. Σκλαβώθηκε, γιατὶ μονάχος του δημιούργησε
τόσες περιττὲς ἀνάγκες, ποὺ τοῦ στέρησαν τὴν ἐλευθερία. Δὲν εἶνε
ἐλεύθερος· ἔγινε δοῦλος τῶν ἐπιθυμιῶν του. Ἄλλοτε πάλι ἀφήνει τὸ χρῆμα ἢ
καὶ μαζὶ μὲ τὸ χρῆμα κυνηγᾷ τὴ δόξα. Νέες θλίψεις! Ἀνεβαίνει σὲ
μεγαλύτερα ἀξιώματα, γίνεται στρατηγός, ἄρχοντας, κυβερνήτης,
ἀρχηγὸς λαοῦ. Συσσώρευσε πλοῦτο καὶ δόξα· ἀναπαύθηκε; Ὄχι. Γιατὶ τώρα,
ἀφοῦ ἡ ἡλικία προχώρησε, νά καὶ οἱ πρῶτες ἄσπρες τρίχες στὰ μαλλιά. Λίγα
χρόνια ἀκόμη κ᾽ ἔφτασαν τὰ γεράματα.
Ἔτσι, πρὶν προφτάσῃ ν᾽ ἀπολαύσῃ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα τόσα χρόνια
κοπίασε καὶ τόσο ἱδρῶτα ἔχυσε, τὸν ἁρπάζει μέσ᾽ ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ τὴ
δόξα ὁ θάνατος. Καὶ τότε μπορεῖ κανεὶς νὰ πῇ γι᾽ αὐτόν· «Νά ἕνα πλοῖο
βαρυφορτωμένο μὲ πολύτιμο φορτίο πού, ἀφοῦ πέρασε πελάγη καὶ ὠκεανούς,
τώρα μέσ᾽ στὸ λιμάνι τῆς εὐτυχίας ναυαγεῖ». Τί ματαιότης! Ὁ θάνατος
ξεγελᾷ καὶ περιπαίζει ὅλους ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ μάταιες ἐλπίδες.
Τέτοιος εἶνε ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων· θάλασσα, ποὺ ἄλλοτε ἔχει
γαλήνη κι ἄλλοτε τρικυμία· ἄνεμος, ποὺ φυσᾷ ὄχι ἀπὸ μιὰ μεριὰ ἀλλὰ ἀπ᾽
ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος· ὄνειρο, ποὺ δὲν πραγματοποιεῖται· ῥεῦμα
ποταμοῦ, ποὺ ὅλο τρέχει καὶ πίσω δὲν γυρνᾷ· καπνός, ποὺ διαλύεται καὶ
χάνεται· σκιά, ποὺ τὴν κυνηγᾷς μὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν πιάσῃς.
Πέλαγος ἡ ζωή μας, ποὺ δὲν ἡσυχάζει ἀπὸ ἀφρισμένα ἄγρια
κύματα. Τὸ πλοῖο μας ταξιδεύει. Τὸ ταξίδι εἶνε πολὺ ἐπικίνδυνο, ἡ ζάλη
φοβερή. Οἱ ἐπιβάτες, ἐμεῖς δηλαδή, δὲν προσέχουμε, ἀμελοῦμε·
νομίζουμε πὼς εἴμαστε ἀσφαλεῖς καὶ κοιμόμαστε. Οἱ θλίψεις μοιάζουν μὲ
κύματα ποὺ χτυποῦν μὲ μανία τὰ πλευρὰ τοῦ σκάφους. Ἄνθρωποι πού, ἐνῷ
εἶνε ἐχθροί, ὑποκρίνονται τὸ φίλο, μοιάζουν μὲ ὑφάλους, βράχους δηλαδὴ
κρυμμένους λίγες πιθαμὲς κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, ποὺ ἐπειδὴ
δὲν φαίνονται προκαλοῦν ναυάγια. Οἱ ἅρπαγες –(ἐδῶ ὁ μέγας Βασίλειος,
ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας, ἀντὶ «ἅρπαγες» θά ᾽λεγε «οἱ ἄνθρωποι τῆς
μαύρης ἀγορᾶς, οἱ λῃστές, οἱ γύπες ποὺ ζητοῦν νὰ τραφοῦν μὲ τὶς σάρκες
μας»)–, οἱ ἅρπαγες λοιπὸν μοιάζουν μὲ τοὺς πειρατὲς τῆς θαλάσσης, ποὺ
περιμένουν τὸ πλοῖο γιὰ νὰ τὸ λῃστέψουν. Τὰ γεράματα μοιάζουν μὲ τὴν
κακοκαιρία, καὶ τέλος ὁ θάνατος μοιάζει μὲ τὸ ναυάγιο.
Ἄνθρωπε, πρόσεχε! Εἶσαι πλοίαρχος στὴ ζωή. Βλέπεις τὴ
φουρτούνα, τὰ κύματα, τὴ ζάλη, τοὺς ὑφάλους, τοὺς πειρατές; Πρόσεχε
πῶς ταξιδεύεις. Ὁ φόβος εἶνε, μήπως τὸ πλοῖο σου γεμίσῃ ἀπὸ νερὰ κι ἀπὸ
ἄχρηστο φορτίο. Ἄχρηστο φορτίο εἶνε τὰ πολλὰ χρήματα ἤ –γιὰ νὰ τὸ ποῦμε
πιὸ σωστά– ἡ φιλαργυρία σου, ἡ πλεονεξία σου, τὰ πάθη σου. Αὐτὰ θὰ
φέρουν τὸ ναυάγιο. Ἄδειασε τὸ πλοῖο σου ἀπ᾽ αὐτά. Γέμισέ το μὲ πολύτιμο
φορτίο. Πλοῦτος, θησαυρὸς ποὺ δὲν κλέβεται, δὲν χάνεται, δὲν
ὑποτιμᾶται, εἶνε ἡ εὐσέβεια. Ἄκου τί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος·
«Ἄριστος τρόπος νὰ ἐξασφαλίσουμε τὰ ἀπαραίτητα εἶνε ἡ εὐσέβεια καὶ νά
᾽μαστε συγχρόνως ὀλιγαρκεῖς. Γιατὶ ἀφοῦ τίποτα δὲν φέραμε μαζί μας ὅταν
ἤρθαμε στὸν κόσμο, τίποτα βέβαια δὲν θὰ πάρουμε μαζί μας καὶ
φεύγοντας. Ἂν λοιπὸν ἔχουμε κάτι νὰ φᾶμε καὶ κάτι νὰ ντυθοῦμε, αὐτὰ θὰ
μᾶς εἶνε ἀρκετά» (Α΄ Τιμ. 6, 6-7).
Τὸ πρόγραμμά μας λοιπὸν ποιό θὰ εἶνε; Ν᾽ ἀποφεύγουμε τὰ περιττὰ
ὡς ἄχρηστα, καὶ νὰ περιοριζώμαστε στὰ ἀναγκαῖα. «῾Ρίζα ὅλων τῶν κακῶν
εἶνε ἡ φιλαργυρία» (ἔ.ἀ. 6,10).
* * *
Αὐτὰ λέει ὁ μέγας Βασίλειος. Καὶ ποιός τώρα δὲν θὰ ἐφαρμόσῃ τὶς σοφὲς συμβουλές του;
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Χριστιανικὸν φυλλάδιον «Η ΑΓΑΠΗ» φ. 5/ Κοζάνη, 1-1-1944, ποὺ ἔχει περιληφθῆ στὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Καπλάνογου, ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ – Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη, τ. Α΄, Κοζάνη 2003, σσ. 71-74)