WILL DURANT
Η ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ
Σήμερα είμεθα τόσου αβέβαιοι και διαφορετικοί εις τις γνώμες μας ως προς την γένεση και του προορισμό του κόσμου και του ανθρώπου ώστε παύσαμε, εις πολλές χώρας, να τιμωρούμε ανθρώπους διότι διαφέρουν από εμάς κατά τις θρησκευτικές των δοξασίες. Η σημερινή μας αδιαλλαξία στρέφεται εναντίον εκείνων οι οποίοι αμφισβητούν τα οικονομικά ή πολιτικά μας δόγματα και εξηγούμε τον τρομοκρατημένου δογματισμό μας με την δικαιολογία ότι οιαδήποτε αμφιβολία ριπτομένη επί των προσφιλών αυτών δοξασιών μας θα διακινδύνευε την εθνική μας αλληλεγγύη και επιβίωση. Μέχρι των μεσών του δεκάτου εβδόμου αιώνος χριστιανοί, εβραίοι και μωαμεθανοί, ασχολούνταν πολύ εντονότερα με την θρησκεία απ’ ότι εμείς σήμερα. Οι θεολογίες των ήταν τα πολυτιμότερα και εμπιστευτικότερα αγαθά των και έβλεπαν εκείνους, οι όποιοι απέρριπταν την πίστη των ως προσβάλλοντες τα θεμέλια της κοινωνικής τάξεως και αυτήν ταύτη την έννοια της ανθρώπινης ζωής. Κάθε ομάδα σκλήραινε από την βιαιότητα και γινόταν αδιάλλακτη και κατηγορούσε τις άλλες ως απίστους.
Η Ιερά Εξέταση ανεπτύχθηκε ευκολότερα εν μέσω εκείνων των οποίων οι θρησκευτικές των δοξασίες υπέστησαν την μικρότερη επιρροή από την μόρφωση και τα ταξίδια και των οποίων η λογική υποτασσόταν περισσότερο εις τα έθιμα και την φαντασία. Όλοι σχεδόν οι μεσαιωνικοί χριστιανοί ένεκα της διδασκαλίας των από της παιδικής ηλικίας και του περιβάλλοντος, πίστευαν ότι η Βίβλος είχε υπαγορευθεί λέξη προς λέξη υπό του Θεού και ότι ο Υιός του Θεού είχε απ’ ευθείας Ιδρύσει την Εκκλησία. Εκ της ανωτέρω βάσεως, φαίνετε ως συνέπεια, ότι ο Θεός επιθυμεί να γίνουν όλοι οι εθνικοί χριστιανοί και ότι η ύπαρξη μη χριστιανικών – πολύ περισσότερο αντιχριστιανικών – θρησκειών, πρέπει να είναι βαρεία ύβρις προς τον Θεό. Επί πλέον, επειδή οιαδήποτε ουσιώδης αίρεση πρέπει να τύχη αιώνιας τιμωρίας, οι διώκτες της μπορούσαν να πιστεύουν (και πολλοί φαίνεται ότι ειλικρινά το πίστευαν), ότι εξολοθρεύοντας ένα αιρετικό, έσωζαν τους πιθανούς προσήλυτους του, ίσως δε και τον ίδιον από την αιώνια κόλαση.
Πιθανόν η Ισαβέλλα, η οποία ζούσε μέσα εις την ατμόσφαιρα των θεολόγων, να συμφωνούσε με αυτές τις απόψεις. Ο Φερδινάνδος, ο οποίος ήταν άνθρωπος του κόσμου, πιθανόν να αμφέβαλλε δια μερικές εξ αυτών. Αλλά ήταν προφανώς πεπεισμένος, ότι η ομοιομορφία της Θρησκευτικής πίστεως Θα συνέβαλλε ώστε η Ισπανία να διοικείται ευκολότερα και θα ήταν ισχυρότερα εις την αντιμετώπιση των έχθρων της.
Κατόπιν αιτήσεώς του και της Ισαβέλλας, ο πάπας Σίξτος Δ’ εξέδωσε μία βούλα (1η Νοεμβρίου 1478) δια της οποίας τους επέτρεπε να ονομάσουν έξι
ιερείς, έχοντες δίπλωμα θεολογίας και κανονικού δικαίου, δια να
αποτελέσουν ένα ιεροεξεταστικό σώμα προς Εξέταση και τιμωρία των
αιρέσεων.
Το αξιοπαρατήρητο χαρακτηριστικό
αυτής της βούλας ήταν η εξουσιοδότηση των Ισπανών ηγεμόνων να ονομάζουν
το ιεροεξεταστικό προσωπικού, το οποίον κατά τις παλαιοτέρας μορφές της
Ιεράς Εξετάσεως εξελέγετο από τους επαρχιακούς αρχηγούς των ταγμάτων
των Δομινικανών και των Φραγκισκανών. Εδώ, επί τρεις γενεάς, όπως εις
την προτεσταντική Γερμανία και Αγγλία κατά τον επόμενο αιώνα, η θρησκεία υποτάχτηκε στο κράτος.
Εν τούτοις, οι ιεροεξεταστές ονομάζονταν μόνον από τους ηγεμόνας και
κατόπιν διορίζονταν υπό του πάπα. Η εξουσία των Ιεροεξεταστών απέρρεε
από την παπική αυτήν επικύρωση. Η Ιερά Εξέταση παρέμεινε εκκλησιαστικός
θεσμός, όργανον της Εκκλησίας, η οποία ήταν όργανο του κράτους.
Η κυβέρνηση θα πλήρωνε τις δαπάνες και θα εισέπραττε το καθαρό έσοδο της Ιεράς Εξετάσεως. Οι ηγεμόνες παρακολουθούσαν λεπτομερώς τις ενεργείας της και ήταν δυνατό να γίνει έφεση κατά των αποφάσεων της.
Από όλα τα κυβερνητικά όργανα του Φερδινάνδου, αυτή υπήρξε το πλέον προτιμώμενο. Τα κίνητρα του δεν ήσαν κατά πρώτον λόγο οικονομικά· ωφέλεια είχε από τις δημευμένες περιουσίες των καταδικαζομένων, άλλ’ ηρνείτο δελεαστικές δωροδοκίες από πλούσια θύματα δια να ακυρώσει τις αποφάσεις των ιεροεξεταστών. Ο σκοπός ήταν να ενοποιήσει την Ισπανία.
Οι ιεροεξεταστές είχαν την έγκριση να χρησιμοποιούν εκκλησιαστικούς και κοσμικούς βοηθούς ως ανακριτές και ως εκτελεστικά όργανα. Μετά τα 1483, ολόκληρη η οργάνωση ετέθη υπό μία κυβερνητική υπηρεσία, το Consejo de la Suprema y General Inquisicion, συνήθως ονομαζόμενη La Suprema.
Η δικαιοδοσία της Ιεράς Εξετάσεως εξετείνετο εφ’ όλων των χριστιανών της Ισπανίας· δεν έθιγε τους μη εκχριστιανισθέντες Εβραίους ή Μαυριτανούς. Οι τρομοκρατίες της κατευθύνονταν κατά των προσήλυτων εκείνων οι οποίοι ήσαν ύποπτοι ότι επανήλθαν εις τον ιουδαϊσμό ή τον μωαμεθανισμό και κατά χριστιανών κατηγορουμένων για’ αίρεση. Μέχρι του 1492 ο αβάπτιστος Εβραίος ήταν ασφαλέστερος από τον βαπτισμένο.
Οι Ιερείς και οι μοναχοί ζήτησαν να απαλλαγούν από την δικαιοδοσία της Ιεράς Εξετάσεως αλλ’ η αίτησίς των απερρίφθη. Οι Ιησουΐτες αντιστάθηκαν επί μισόν αιώνα κατά της δικαιοδοσίας των αλλά και αυτοί επίσης υποτάχθηκαν. Ο μόνος περιορισμός εις την εξουσία της Σουπρέμα ήταν η εξουσία των βασιλέων. Σε μετέπειτα αιώνες και αυτή ακόμη αγνοήθηκε. Η Ιερά Εξέταση ζητούσε και συνήθως πετύχαινε συνεργασία εκ μέρους όλων των κοσμικών αξιωματούχων.
Η Ιερά Εξέταση συνέταξε η ίδια τους νόμους της και τον δικονομικό της κώδικα. Πριν εγκαταστήσει το δικαστήριο της σε μία πόλη, εξέδιδε προς τον λαό, από τον άμβωνα των ενοριακών εκκλησιών, ένα «Διάταγμα Πίστεως» το όποιον απαιτούσε από όλους εκείνους οι οποίοι γνώριζαν κάτι περί οιασδήποτε αιρέσεως να το αποκαλύψουν εις τους Ιεροεξεταστές. Ο καθείς ενθαρρυνόταν να γίνει καταδότης, να δώσει πληροφορίας για τους γείτονές του, τους φίλους του, τους συγγενείς του. (Εν τούτοις κατά τον δέκατο έκτο αιώνα δεν επιτρέπεται η κατηγορία εκ μέρους στενών συγγενών). Οι πληροφοριοδότες είχαν την υπόσχεση ότι θα τους εξασφαλισθεί πλήρης μυστικότης και προστασία. Επίσημο ανάθεμα – δηλ. αφορισμός και κατάρα – απευθυνόταν προς όλους όσοι γνώριζαν και απέκρυπταν τους αιρετικούς.
Εάν ένας βαπτισμένος Εβραίος εξακολουθεί να τρέφει ελπίδες περί της ελεύσεως ενός Μεσσία· εάν τηρεί τους κανόνες περί τροφής του Μωσαϊκού Νόμου· εάν τηρεί το Σάββατο ως ημέρα λατρείας και αναπαύσεως ή αλλάζει τα εσώρουχά του κατά την ημέρα εκείνη εάν εορτάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο κάποια εβραϊκή εορτή εάν έκανε περιτομή στα τέκνα του ή έδινε εις κάποιο από αυτά εβραϊκό όνομα ή τα ευλογεί χωρίς να κάνει προηγουμένως το σημείο του σταυρού· εάν προσεύχεται με κινήσεις της κεφαλής ή αν έλεγε βιβλικό ψαλμό χωρίς να προσθέσει δοξολογία εάν έστρεφε το πρόσωπου του προς τον τοίχο όταν απέθνησκε : όλα αυτά και άλλα παρόμοια χαρακτηρίζονταν από τους ιεροεξεταστές ως σημεία κρυφής αιρέσεως, τα οποία έπρεπε αμέσως να αναφέρονται στο δικαστήριο. Εντός μιας «προθεσμίας χάριτος» οποιοσδήποτε αισθάνεται τον εαυτό του ένοχο αιρέσεως, μπορούσε να προσέλθει και να εξομολογηθεί τούτο. Τότε του επεβάλλετο πρόστιμο ή θρησκευτική ποινή αλλ’ μπορούσε να συγχωρηθεί, υπό τον όρο να αποκαλύψει, ό,τι γνώριζε περί άλλων αιρετικών.
Φαίνεται ότι οι Ιεροεξεταστές εξέταζαν προσεκτικά τις μαρτυρίες, οι οποίες συνελέγοντο μέσω καταδοτών και ανακριτών. Όταν το δικαστήριο αποφάσιζε παμψηφεί περί της ενοχής ενός προσώπου, εξέδιδε ένταλμα συλλήψεως του.
Ο κατηγορούμενος κρατείτο σε απομόνωση. Ουδείς άλλος, έκτος των οργάνων της Ιεράς Εξετάσεως, επιτρεπόταν να του μιλήσει· κανείς συγγενής του επιτρεπόταν να τον επισκεφθεί. Συνήθως κρατείτο σιδηροδέσμιος. Υποχρεωνόταν να φέρει κλίνη και στρώμα και να πληρώσει όλα τα έξοδα της φυλακίσεως και της διατροφής του. Εάν δεν διέθετε επαρκή χρήματα γι’ αυτόν το σκοπό, πωλούσε μέρος της περιουσίας του σε δημοπρασία προς λήψη των εξόδων. Το υπόλοιπο των υπαρχόντων του υφίστατο κατάσχεση εκ μέρους της Ιεράς Εξετάσεως δια να μην αποκρυφτεί η διαφύγει την δήμευση. Σε πολλές περιπτώσεις μέρος τούτων πωλείτο για να συντηρηθούν τα μέλη εκείνα της οικογενείας του θύματος, τα οποία δεν μπορούσαν να εργασθούν.
Όταν το συλλαμβανόμενο πρόσωπο προσήγετο ενώπιον του δικαστηρίου δια να δικαστεί, το δικαστήριο, επειδή το είχε ήδη κρίνει ένοχο, του ανέθετε να αποδείξει την αθωότητα του. Η δίκη ήταν μυστική και ο κατηγορούμενος υποχρεωνόταν να ορκισθεί ότι ουδέποτε θα απεκάλυπτε ό,τιδήποτε σχετικό με αυτήν εις περίπτωση, κατά την οποίαν θα αθωωνόταν. Κανείς μάρτυς δεν παρουσιαζόταν να καταθέσει εναντίον του. Οι ιεροεξεταστές δικαιολογούσαν την μέθοδο αυτήν ως αναγκαία δια την προστασία των πληροφοριοδοτών των.
Κατ’ αρχάς δεν ανακοινωνόταν στον εναγόμενο οι κατηγορίες οι οποίες στρέφονταν εναντίον του· απλώς εκαλείτο να ομολογήσει τις εκτροπές του από την ορθή πίστη και λατρεία και να αποκαλύψει όλους εκείνους τους οποίους υποπτευόταν ως αιρετικούς. Εάν η ομολογία του ικανοποιούσε το δικαστήριο, ήταν δυνατόν να υποστεί οιανδήποτε ποινή εκτός του θανάτου. Εάν αρνιόταν να ομολογήσει, του επιτρεπόταν να εκλέξει συνηγόρους δια να τον υπερασπίσουν. Εν τω μεταξύ κρατιόταν σε απομόνωση. Σε πολλές περιπτώσεις υποβαλλόταν σε βασανιστήρια δια να του αποσπαστεί μία ομολογία. Συνήθως άφηναν μίαν υπόθεση να αναβάλλεται επί μήνες και η απομόνωση ήταν συχνά αρκετή δια να εξασφαλίσει οιανδήποτε επιθυμητή ομολογία.
Βασανιστήρια εφαρμόζονταν μόνον όταν η πλειοψηφία του δικαστηρίου ψήφιζε υπέρ αυτών με την δικαιολογία ότι η ενοχή φαινόταν ως πιθανή, όχι όμως και βεβαία, δια των μαρτυρικών καταθέσεων. Συχνά τα κατ’ αυτόν τον τρόπον ψηφιζόμενα βασανιστήρια αναβάλλονταν με την ελπίδα ότι ο φόβος των θα οδηγήσει σε ομολογία. Φαίνεται ότι οι ιεροεξεταστές πίστευαν ειλικρινά ότι τα βασανιστήρια ήταν μία εύνοια προς τον κατηγορούμενο ο οποίος ήδη θεωρήθηκε ένοχος, διότι ηδύναντο να επιτύχουν χάριν αυτού, δια της ομολογίας, ελαφρότερη ποινή παρά με άλλον τρόπον. Και όταν ακόμη θα καταδικαζόταν εις θάνατο μετά την ομολογία, θα είχε το πλεονέκτημα της συγχωρήσεως υπό του ιερέως και θα σωζόταν από την κόλαση.
Εν τούτοις, η ομολογία της ενοχής δεν ήταν αρκετή. Ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν βασανιστήρια για να εξαναγκασθεί ένας κατηγορούμενος να ονομάσει τους συντρόφους του στην αίρεση ή το έγκλημα. Αντιφάσκοντας μάρτυρες ήταν δυνατόν να υποβληθούν σε βασανιστήρια για να βρεθεί ποιος έλεγε την αλήθεια. Δούλοι μπορούσαν να βασανιστούν για να καταθέσουν εναντίον των κυρίων των. Κανένα όριο ηλικίας δεν μπορούσε να σώσει τα θύματα· νεανίδες δεκατριών ετών και γριές ογδοντάχρονες υποβάλλονταν σε βασανιστήρια. Οι νόμοι όμως της ισπανικής Ιεράς Εξετάσεως απαγόρευαν συνήθως τον βασανισμού θηλαζουσών γυναικών ή ατόμων με ασθενή καρδιά, ή των κατηγορουμένων για δευτερεύουσες αιρέσεις, ως π.χ. η παραδοχή της ευρέως διαδεδομένης γνώμης ότι η συνουσία ήταν συγχωρητέο αμάρτημα.
Το βασανιστηρίου έπρεπε να εκτείνεται τόσον ώστε να μη καθιστά το θύμα ανάπηρο και θα έπρεπε να σταματά ευθύς ως ο παριστάμενος γιατρός διέταζε τούτο. Έπρεπε να εκτελείται μόνον ενώπιον των επιφορτισμένων με την υπόθεση ιεροεξεταστών και ενός συμβολαιογράφου, ενός γραμματέως τηρούντος τα πρακτικά και ενός αντιπροσώπου του τοπικού επισκόπου.
Οι μέθοδοι ποίκιλαν κατά τόπον και χρόνο. Ήταν δυνατόν να δένονται τα χέρια του θύματος πίσω από την πλάτη του και να κρεμάται εξ αυτών ή να δένεται για να ακινητοποιηθεί και κατόπιν το πότιζαν με νερό σχεδόν μέχρι ασφυξίας· του έδεναν με σχοινιά χέρια και πόδια και κατόπιν τα έσφιγγαν μέχρις ότου του κατέκοπταν τις σάρκες μέχρι των οστών. Λέγεται ότι τα υπό της Ισπανικής Ιεράς Εξετάσεως χρησιμοποιούμενα βασανιστήρια ήσαν ηπιότερα από τα επιβαλλόμενα υπό της προγενέστερης παπικής Ιεράς Εξετάσεως ή υπό των κοσμικών δικαστηρίων της εποχής. Το κυριότερο βασανιστήριο ήταν η παρατεταμένη φυλάκιση.
Το δικαστήριο της Ιεράς Εξετάσεως δεν ήταν μόνον κατήγορος, δικαστής και ένορκοι. Εξέδιδε επίσης αποφάσεις επί ζητημάτων πίστεως και ηθικής και καθόριζε μία διαβάθμιση των ποινών. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν επιεικές, απάλλασσαν μέρους της ποινής ένεκα της μεγάλης ηλικίας του κατηγορουμένου, της αμαθείας, της φτώχιας, της μέθης ή της εν γένει καλής του φήμης. Η ελαφρότερη ποινή ήταν μία επίπληξη.
Δυσμενεστέρα ήταν η επιβολή στον κατηγορούμενο να προβεί σε δημοσία απάρνηση της αιρέσεώς του, η οποία άφηνε ακόμη και τον αθώο, στιγματισμένο για την υπόλοιπη ζωή του. Συνήθως ο μετανοών κατάδικος ήταν υποχρεωμένος να παρίσταται συχνά εις την Θεία λειτουργία, φέρων το «Sunbenito», ένα ένδυμα με ένα φλεγόμενο σταυρό. Επίσης περιφερόταν στους δρόμους γυμνός έως την μέση και φέρων τα σημεία του εγκλήματος του. Ήταν δυνατό ο ίδιος και οι απόγονοί του να στερηθούν δια παντός του δικαιώματος να καταλάβουν δημόσιο αξίωμα. Ηδύνατο να εξοριστεί από την πόλη, σπανίως από την Ισπανία. Ηδύνατο να μαστιγωθεί με ένα έως διακόσια κτυπήματα, «μέχρι του ορίου της ασφαλείας». Αυτό ίσχυε για τις γυναίκες όπως και για τους άνδρες. Ηδύνατο να φυλακιστεί ή να αποσταλεί στις γαλέρες, πράγμα το οποίο ο Φερδινάνδος συνιστά ως ωφελιμότερο για το κράτος. Ηδύνατο να πληρώσει μέγα πρόστιμο ή να υποστεί δήμευση της περιουσίας του. Σε πολλές περιπτώσεις, αποθανόντες ήδη άνθρωποι κατηγορούνταν για αίρεση, δικάζονταν post mortem και καταδικάζονταν σε δήμευση, οπότε οι κληρονόμοι έχαναν τα κληροδοτηθέντα εις αυτούς. Εις τους καταδότες των νεκρών αιρετικών δίδονταν τα 30 έως 50% εκ των εισπραττόμενων. Πολλές οικογένειες, φοβούμενοι αυτές τις αναδρομικές καταδίκες πλήρωναν μεριάς φορές «συνθέσεις» εις τους Ιεροεξεταστές ως ασφάλεια κατά της δημεύσεως των κληροδοτημάτων των.
Ο πλούτος κατέστη κίνδυνος δια τον έχοντα αυτόν και πειρασμός δια τους καταδότες, τους Ιεροεξεταστές και την κυβέρνηση. Εφ’ όσον το χρήμα έρεε στα κιβώτια της Ιεράς Εξετάσεως, οι αξιωματούχοι της έδειχναν λιγότερο ζήλο για την διατήρηση της ορθής πίστεως παρά για την απόκτηση χρυσού και η διαφθορά άνθησε ευλαβώς. |
Η εσχάτη των ποινών ήταν η καύση επί της πυρράς. Αυτή επιβαλλόταν σε πρόσωπα, τα οποία κριθέντα ένοχα ουσιώδους αιρέσεως, δεν ομολογούσαν προ της εκδόσεως της αποφάσεως, καθώς και εις εκείνους οι οποίοι αφού ομολόγησαν εγκαίρως και είχαν «συμφιλιωθεί» ή συγχωρηθεί, είχαν εκ νέου περιπέσει σε αίρεση. Η Ιερά Εξέταση ισχυριζόταν ότι αυτή η ίδια ουδέποτε θανάτωνε, άλλ’ απλώς παρέδιδε τον καταδικασθέντα στις κοσμικές αρχές– εν τούτοις γνώριζε ότι ο ποινικός νόμος όριζε υποχρεωτική την ποινή της καύσεως εις την πυρά για μεγάλη ή αμετανόητο αίρεση. Η επίσημη παρουσία εκκλησιαστικών εις τις «auto – da – fe» κατεδείκνυε σαφώς την ευθύνη της Εκκλησίας. Η «πράξη πίστεως» δεν ήταν απλώς η καύση, ήταν ολόκληρη η εντυπωσιακή και τρομερή τελετή της καταδίκης και της εκτελέσεως. Σκοπός της ήταν όχι μόνον να τρομοκράτηση τους πιθανούς παραβάτες άλλα και να στηρίξει τον λαό με ένα είδος προβολής της Έσχατης Κρίσεως.
Κατ’ αρχάς η διαδικασία ήταν απλή : οι κατάδικοι εις θάνατον οδηγούνται εις την δημοσία πλατεία, προσδένονταν επί ενός πασσάλου στην πυρά, οι Ιεροεξεταστές κάθονταν επισήμως σε μία εξέδρα απέναντι αυτής, γινόταν μία τελευταία έκκληση προς ομολογία, ανεγιγνώσκετο η καταδικαστική απόφαση, άναβαν το πυρ και η αγωνία συμπληρωνόταν. Άλλα εφ’ όσον οι καύσεις έγιναν συχνότεροι και υπέστησαν κάποια μείωση της ψυχολογικής των επιδράσεως, η τελετή έγινε πλέον πολύπλοκος και φρικαλέα και σκηνοθετημένη με όλη την επιμέλεια και την δαπάνη μιας μεγάλης θεατρικής παραστάσεως. Κατά το δυνατόν συγχρονιζόταν με τον εορτασμό της αναρρήσεως, του γάμου ή της επισκέψεως ενός Ισπανού βασιλέως ή βασιλίσσας ή πρίγκιπος. Δημοτικοί και κρατικοί αξιωματούχοι, το προσωπικό της Ιεράς Εξετάσεως, εντόπιοι Ιερείς και μοναχοί, καλούνταν – στην πραγματικότητα διατάσσονταν – να παραστούν.
Κατά την εσπέρα της παραμονής της εκτελέσεως, όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι λάμβαναν μέρος σε μίαν πομπή δια των κυριωτέρων οδών της πόλεως δια να καταθέσουν τον πράσινο σταυρόν της Ιεράς Εξετάσεως εις το θυσιαστήριο της μητροπόλεως ή της σπουδαιότερης εκκλησίας. Γινόταν μία τελευταία προσπάθεια δια να αποσπασθούν ομολογίες εκ μέρους του καταδίκου· πολλοί υποχωρούσαν τότε και οι καταδίκες των μετατρέπονταν σε φυλάκιση μερικών ετών ή δια βίου.
Το πρωί της επομένης, οι κατάδικοι οδηγιόντουσαν δια μέσου πυκνού πλήθους εις μίαν εκ των πλατειών της πόλεως :απατεώνες, βλάσφημοι, δίγαμοι, αιρετικοί, μεταμεληθέντες προσήλυτοι, αργότερα και προτεστάντες. Κάποτε η πομπή περιελάμβανε ομοιώματα απόντων καταδίκων ή κιβώτια περιέχοντα τα οστά προσώπων καταδικασθέντων μετά θάνατον. Στην πλατεία, επί μιας ή περισσοτέρων εξέδρων, κάθονταν οι ιεροεξεταστές, ο μοναχικός και ο εφημεριακός κλήρος και οι αξιωματούχοι της πόλεως και του κράτους. Κατά καιρούς, προήδρευε και αυτός ο βασιλεύς.
Απευθυνόταν ένα κήρυγμα και κατόπιν καλούνταν όλοι οι παριστάμενοι να δώσουν όρκο εις τον ιερόν θεσμό της Ιεράς Εξετάσεως και να υποσχεθούν, ότι θα καταδώσουν και θα καταδιώξουν τις αιρέσεις υπό οιανδήποτε μορφή και οπουδήποτε παρουσιάζονταν. Κατόπιν, οι κατάδικοι παρουσιάζονταν ενώπιον του δικαστηρίου και αναγίγνωσκαν οι καταδικαστικοί των αποφάσεις. Δεν πρέπει να φανταζόμαστε, ότι υπήρχαν γενναίες προκλήσεις· προφανώς, κατ’ αυτό το στάδιο, όλοι οι κατάδικοι θα πλησίαζαν την πλήρη πνευματική εξάντληση και σωματική κατάρρευση. Άλλα και τώρα ακόμη θα δύνατο κανείς εξ αυτών να σώσει τη ζωή του δι’ ομολογίας. Εις τις περιπτώσεις αυτές, η Ιερά Εξέταση περιωρίζετο εις τα να τον μαστιγώσει, να δημεύσει την περιουσία του και να τον φυλακίσει δια βίου. Εάν η ομολογία γινόταν μετά την απαγγελία της καταδικαστικής αποφάσεως, ο κατάδικος κέρδιζε το προνόμιο να στραγγαλιστεί πριν καεί. Και επειδή οι ομολογίες αυτές της τελευταίας στιγμής ήταν συχνές, η καύση ζώντων ήταν σχετικώς σπανία. Όσοι είχαν κριθή ένοχοι μεγάλης αιρέσεως, αλλά την αρνούνταν μέχρι τέλους, στερούνταν των τελευταίων μυστηρίων της Εκκλησίας (μέχρι του 1725) και εγκαταλείπονταν υπό της Ιεράς Εξετάσεως εις την αιώνια κόλαση.
Οι «συμφιλιούμενοι» μεταφέρονταν τώρα πάλι στις φυλακές. ΟΙ αμετανόητοι παραδίδονταν στα χέρια της κοσμικής εξουσίας με την ευλαβή σύσταση να μη χυθεί αίμα. Ούτοι οδηγιόνταν εκτός της πόλεως, εν μέσω του πλήθους το οποίο είχε συρρεύσει εκ μεγάλων αποστάσεων για το εορταστικό αυτά θέαμα. Όταν έφταναν εις τον τόπον της εκτελέσεως, οι ομολογήσαντες στραγγαλίζονταν και κατόπιν καίγονταν· οι Ατίθασοι καίγονταν ζώντες. Οι φωτιές συντηρούνταν μέχρις ότου δεν απέμενε τίποτε από τους νεκρούς παρά μόνον στάχτη, η οποία σκορπιζόταν στους τέσσερις ανέμους. Οι ιερείς και οι θεατές επανέρχονταν εις τις εκκλησίας και τους οίκους των, πεπεισμένοι, ότι είχε γίνει μία εξιλεωτική προσφορά προς τον Θεό, ο οποίος είχε προσβληθεί από την αίρεση. Οι ανθρωποθυσίες είχαν επαναφερθεί.
Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ: 1480- 1516
Οι πρώτοι ιεροεξεταστές διορίσθηκαν υπό του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας τον Σεπτέμβριο του 1480 για την περιοχή της Σεβίλλης. Πολλοί προσήλυτοι εκ Σεβίλλης κατέφυγαν στην ύπαιθρο και ζήτησαν άσυλο από τους φεουδαρχικούς άρχοντας. Αυτοί είχαν την διάθεση να τους προστατεύσουν αλλά οι ιεροεξεταστές απείλησαν τους βαρώνους με αφορισμό και κατάσχεση της περιουσίας των και οι πρόσφυγες παρεδόθησαν. Εντός της πόλεως, μερικοί προσήλυτοι σχεδίασαν ένοπλο αντίσταση. Η συνωμοσία προδόθηκε· οι μετέχοντες εις αυτήν συνελήφθησαν εντός ολίγου όλες οι φυλακές ήταν πλήρεις. Επηκολούθησαν δίκες με οργίλη σπουδή και η πρώτη «auto – da – fe» της ισπανικής Ιεράς Εξετάσεως εορτάστηκε την 6η Φεβρουαρίου 1481 με την καύση έξι ανδρών και γυναικών. Μέχρι της 4ης Νοεμβρίου του ιδίου έτους είχαν καεί 298 και είχαν φυλακιστεί δια βίου 79.
Το 1483, κατόπιν ονομασίας και αιτήσεως του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, ο πάπας Σίξτος Δ’ διόρισε ένα Δομινικανό μονάχο, του Θωμά ντε Τορκουεμάδα, γενικό ιεροεξεταστή δι’ ολόκληρη την Ισπανία.
Αυτός ήταν ένας ειλικρινής και αδέκαστος φανατικός, περιφρονών την πολυτέλεια, εργαζόμενος πυρετωδώς, χαίρων δια την ευκαιρία η οποία του εδίδετο να υπηρετήσει τον Χριστό καταδιώκων τις αιρέσεις. Επέπληξε τους ιεροεξεταστές δια την επιείκειάν των, ακύρωσε πολλές αθωώσεις και απαίτησε όπως οι ραβίνοι του Τολέδου, επί ποινή Θανάτου, παράσχουν πληροφορίας δι’ όλους τους ιουδαίζοντες προσηλύτους.
Ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ ο οποίος κατ’ αρχάς είχε επαινέσει την αφοσίωση του εις τα καθήκοντα του, ανησύχησε από την αυστηρότητα του και τον διέταξε (1494) να διαμοιράσει τις εξουσίας του με δύο άλλους «γενικούς ιεροεξεταστές». Ο Τορκουεμάδα παραμέρισε τους συναδέλφους του αυτούς, διατήρησε την απόλυτη ηγεσία και κατέστησε την Ιερά Εξέταση κράτος εν κρατεί, ανταγωνιζόμενο την εξουσία των ηγεμόνων.
Υπό την πίεσή του, η Ιερά Εξέταση εις την Θιουδάδ Ρεάλ έκαψε εντός δύο ετών (1483-84) πενήντα δύο πρόσωπα, δήμευσε τις περιουσίας 220 φυγάδων και τιμώρησε 183 μετανοήσαντες. Οι ιεροεξεταστές μετέφεραν την έδρα των εις το Τολέδο, συνέλαβαν εντός ενός έτους 750 βαπτισθέντες Εβραίους, δήμευσαν το εν πέμπτον των περιουσιών των και τους καταδίκασαν να βαδίσουν σε πομπές μετανοίας επί έξι Παρασκευές, αυτομαστιγούμενοι με σχοινιά από κάνναβη. Δύο ακόμη «auto – da – fe» κατά το έτος αυτό (1486) στο Τολέδο, πειθάρχησαν 1650 μετανοούντες. Παρόμοια έργα έγιναν εις το Βαλλαδολίδ, την Γουαδαλούπη και άλλες πόλεις της Καστίλλης. |
Η Αραγώνα αντιστάθηκε εις την Ιερά Εξέταση με απεγνωσμένο θάρρος. Εις την Τερουέλ, οι άρχοντες έκλεισαν τις πύλες της πόλης κατά πρόσωπον των ιεροεξεταστών. Αυτοί έθεσαν την πόλη υπό απαγόρευση. Ο Φερδινάνδος κατήργησε τους δημοτικούς μισθούς και απέστειλε ένα στράτευμα δια να επιβάλει την υπακοή. Οι χωρικοί των περιχώρων, διακείμενοι πάντοτε εχθρικά προς την πόλη, έσπευσαν σε υποστήριξη της Ιεράς Εξετάσεως, η οποία τους υποσχέθηκε να τους απαλλάξει από όλα τα χρέη και τα ενοίκια τα οποία όφειλαν εις όσους θα καταδικάζονταν ως αιρετικοί. Η Τερουέλ υπεχώρησε και ο Φερδινάνδος εξουσιοδότησε τους ιεροεξεταστές να εξορίσουν οιονδήποτε υποπτεύονταν ότι βοήθησε την αντίδραση. Στην Σαραγόσα, πολλοί «παλαιοί χριστιανοί» ενώθηκαν με τους «νέους χριστιανούς» σε διαμαρτυρία κατά της εισόδου της Ιεράς Εξετάσεως στην πόλη των. Όταν, παρ’ όλα ταύτα, εγκατέστησε εκεί το δικαστήριό της, μερικοί προσήλυτοι δολοφόνησαν ένα ιεροεξεταστή (1485). Τούτο υπήρξε θανάσιμο σφάλμα διότι οι σκανδαλισθέντες -πολίτες συνέρευσαν στους δρόμους κραυγάζοντας «καύσατε τους προσηλύτους». Ο αρχιεπίσκοπος ηρέμησε τα πλήθη με υπόσχεση ταχείας αποδόσεως δικαιοσύνης. Όλοι σχεδόν οι συνωμότες συνελήφθησαν και εξετελέσθησαν, ένας εξ αυτών ερρίφθη εκ του πύργου, όπου κρατείτο, και φονεύθη. Άλλος έθραυσε ένα γυάλινο λύχνο, κατάπιε τα θραύσματα και ευρέθη νεκρός εντός του κελιού του. Στην Βαλένθια, οι κόρτες αρνήθηκαν να επιτρέψουν εις τους ιεροεξεταστές να δράσουν. Ο Φερδινάνδος διέταξε τα όργανα του να συλλάβουν όλους όσοι παρείχαν εμπόδια· η Βαλένθια υπεχώρησε. Προς υποστήριξη της Ιεράς Εξετάσεως, ο βασιλεύς παραβίασε όλες τις πατροπαράδοτες ελευθερίες της Αραγώνος. Ο συνδυασμός της Εκκλησίας και της μοναρχίας, των αφορισμών και των βασιλικών στρατευμάτων, απεδείχθη πολύ ισχυρός, ώστε να μη δύναται να αντισταθεί ουδεμία μεμονωμένη πόλη ή επαρχία. Το 1488 έγιναν 983 καταδίκες γι’ αίρεση μόνον εις την Βαλένθια και εξ αυτών κάηκαν εκατό.
Πώς έβλεπαν οι Πάπες την χρησιμοποίηση αυτήν της Ιεράς Εξετάσεως ως οργάνου του κράτους; Αναμφιβόλως αγανακτούσαν κατά του κοσμικού ελέγχου, κινούμενοι προφανώς από ανθρωπιστικά αισθήματα και ουδόλως αναίσθητοι προς τα μεγάλα ποσά τα όποια πληρώνονταν γι’ απαλλαγές από τις καταδικαστικός αποφάσεις της Ιεράς Εξετάσεως, πολλοί Πάπες επεχείρησαν να περιορίσουν τις υπερβολές της και παρέσχον κατά διαφόρους περιστάσεις προστασία στα θύματα της. Το 1482 ο Σίξτος Δ’ εξέδωσε μίαν βούλα, η οποία αν εφαρμόζονταν, θα μπορούσε να θέση τέρμα στην Ιερά Εξέταση εις την Αραγώνα.
Διεμαρτύρετο ότι οι ιεροεξεταστές δείκνυαν περισσότερη επιθυμία δια τον χρυσό παρά ζήλο δια την θρησκεία, ότι είχαν φυλακίσει, βασανίσει και κάψει πιστούς χριστιανούς βάσει της αμφιβόλου μαρτυρίας εχθρών των ή δούλων.
Διέταξε όπως εις το μέλλον ουδείς Ιεροεξεταστής προβαίνει εις κάποια ενέργεια άνευ της παρουσίας και της συνδρομής αντιπροσώπου του τοπικού επισκόπου, ότι τα ονόματα και οι ισχυρισμοί των κατηγόρων έπρεπε να γνωστοποιούνται εις τον κατηγορούμενο ότι οι κρατούμενοι της Ιεράς Εξετάσεως έπρεπε να φυλακίζονται μόνον εις τις επισκοπικές φυλακές· ότι όσοι παραπονούνταν δι’ αδικία έπρεπε να έχουν την άδεια να προσφεύγουν εις την Αγία Έδρα και ότι πάσα περαιτέρω ενέργειες επί της υποθέσεως έπρεπε να αναστέλλεται μέχρις εκδικάσεως της προσφυγής· ότι όλοι όσοι καταδικάζονταν για αίρεση έπρεπε να λαμβάνουν συγχώρηση εάν εξομολογούνταν και μετανοούσαν και εις το μέλλον έπρεπε να απαλλάσσονται από πάσα δίωξη η ενόχληση ένεκα αυτής της κατηγορίας. Όλες οι προηγούμενες ενέργειες, όσες ήσαν αντίθετες προς τα δια της βούλας καθοριζόμενα, κηρύσσονταν άκυροι και πάσα εις το μέλλον παράβαση τούτων θα επέσυρε τον αφορισμό του παραβάτη.
Ήταν ένα φωτισμένου διάταγμα και η πληρότης του κατεδείκνυε την ειλικρίνειά του. Εν τούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι περιωρίζετο εις την Αραγώνα, της οποίας οι προσήλυτοι είχαν πληρώσει ακριβά δι’ αυτό. Όταν ο Φερδινάνδος το παρέβλεψε, συνέλαβε τον πράκτορα ο οποίος το είχε προκαλέσει και έδωσε εντολή εις τους Ιεροεξεταστές να συνεχίσουν όπως και προηγουμένως, ο Σίξτος δεν έλαβε κανένα μέτρο επί της υποθέσεως, εκτός του ότι μετά πέντε μήνες ανέστειλε την ισχύ της βούλας.
Οι απελπισμένοι προσήλυτοι σκόρπιζαν χρήματα στην Ρώμη, ζητούντες απαλλαγές και συγχωρήσεις από τις κλήσεις ή τις αποφάσεις της Ιεράς Εξετάσεως. Τα χρήματα γίνονταν δεκτά, οι απαλλαγές δίδονταν, οι Ισπανοί ιεροεξεταστές, προστατευόμενοι από τον Φερδινάνδου, τις αγνοούσαν, οι δε Πάπες, έχοντες ανάγκη της φιλίας του Φερδινάνδου και των εισοδημάτων της Ισπανίας, δεν επέμεναν. Κατέβαλλαν τα χρήματα για συγχωρήσεις, οι οποίες εξεδίδονταν και κατόπιν ανακαλούνταν. Εις μερικές περιπτώσεις, οι Πάπες ασκούσαν την εξουσία των, καλούντες ιεροεξεταστές εις την Ρώμη δια να απολογηθούν δια κατηγορίας καταχρήσεως εξουσίας. Ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ’ επεχείρησε να περιορίσει την αυστηρότητα του δικαστηρίου. Ο Ιούλιος Β’ διέταξε την δίκη του ιεροεξεταστή Λουθέρο δια κακουργία και αφόρισε τους ιεροεξεταστές του Τολέδου. Ο ευγενής και λόγιος Λέων κατήγγειλε εν τούτοις, ως αξιοκατάκριτη αίρεση την γνώμη, ότι ένας αιρετικός δεν έπρεπε να καίεται.
Κατά ποιον τρόπον ο λαός της Ισπανίας αντέδρασε εις την Ιερά Εξέταση ; Οι ανώτερες τάξεις και η μορφωμένη μειονότητα αντιτάχθηκαν πολύ χαλαρά κατ’ αυτής· ο χριστιανικός όχλος συνήθως συμφωνούσε με αυτήν. Τα πλήθη, τα οποία συγκεντρωνόντουσαν στις auto – da – fe έδειχναν πολύ λίγη συμπάθεια, συχνά ενεργή εχθρότητα, προς τα θύματα, εις μερικά μέρη επιχείρησαν να τα φονεύσουν από φόβο μήπως η ομολογία θα τους επέτρεπε να διαφύγουν την πυρά. Οι χριστιανοί συνέρεαν στις δημοπρασίες δια να αγοράσουν τα δημευθέντα αγαθά των καταδικασθέντων.
Σε ποιον αριθμό ανήλθαν τα θύματα; ο Λιορέντε υπολόγισε από το 1480 έως το 1488, 8.800 πυρπολημένους, 96.494 τιμωρηθέντες· από το 1480 έως τα 1808, 31.912 πυρπολημένους, 291.450 τιμωρηθέντες με βαρείες ποινές. Οι αριθμοί αυτοί είναι κατά τα πλείστον υποθετικοί και τώρα έχουν γενικώς απορριφθεί από προτεστάντες ιστορικούς ως υπερβολές.
Ένας καθολικός Ιστορικός υπολογίζει 2.000 τις καύσεις μεταξύ 1480 και 1504 και 2.000 ακόμη μέχρι το 1758. Ο γραμματέας της Ισαβέλλας Ερνάνδο ντε Πουλγκάρ, υπολόγισε εις 2.000 τις καύσεις προ του 1490. Ο Χουρίτα, γραμματεύς της Ιεράς Εξετάσεως, καυχήθηκε, ότι μόνον εις την Σεβίλλη κάηκαν 4.000. Υπήρχαν θύματα, φυσικά, εις τις πλείστες των Ισπανικών πόλεων, ακόμη και εις τις ισπανικές κτήσεις, όπως σι Βαλεαρίδες, η Σαρδηνία, η Σικελία, οι Κάτω Χώρες, η Αμερική.
Ο αριθμός των καύσεων μειώθηκε μετά τα 1500. Αλλά καμιά στατιστική δεν μπορεί να αναπαραστήσει την τρομοκρατία, εις την οποίαν ζούσε το Ισπανικού πνεύμα κατά τις ημέρες και τις νύκτες εκείνες. Άνδρες και γυναίκες, ακόμη και εντός της οικογενείας των, έπρεπε να προσέχουν κάθε λέξη την οποίαν έλεγαν, μήπως καμιά διαφεύγουσα επίκριση. τους έστελνε στις φυλακές της Ιεράς Εξετάσεως. Υπήρξε μία πνευματική κατάθλιψη, μη έχουσα το όμοιό της στην ιστορία.
Πέτυχε η Ιερά Εξέταση ; Ναι,
πέτυχε τον δηλωθέντα σκοπό της, να απαλλάξει την Ισπανία από την φανερή
αίρεση. Η Ιδέα, ότι η καταδίωξη των δοξασιών είναι πάντοτε άνευ
αποτελέσματος, είναι πλάνη. Σύντριψε τους Αλβιγηνούς και τους
Ουγενότους στην Γαλλία, τους καθολικούς στην ελισαβετιανής Αγγλία, τους
χριστιανούς εις την Ιαπωνία. Εξαφάνισε κατά τον δέκατο έκτο αιώνα τις
μικρές ομάδας, οι οποίες ευνοούσαν τον προτεσταντισμό εις την Ισπανία.
Αντιθέτως, πιθανόν να ενίσχυσε τον προτεσταντισμό στην Γερμανία, την
Σκανδιναβία και την Αγγλία, αναπτύσσοντας στους λαούς των ένα ζωηρό φόβο
περί του τι μπορούσε να συμβεί εις αυτούς αν επανερχόταν ο
ρωμαιοκαθολικισμός.
Είναι
δύσκολο να πει κανείς ποια συμμετοχή είχε η Ιερά Εξέταση στον
τερματισμό της λαμπρής περιόδου της Ισπανικής ιστορίας από του Κολόμβου
μέχρι του Βελάσκεθ (1492-1660). Το κορύφωμα της εποχής αυτής συμπίπτει
με τον Θερβάντες (1547-1616) και τον Λόπε ντε Βέγκα (1562-1635), αφού η
Ιερά Εξέταση είχε ήδη ανθήσει εις την Ισπανία επί εκατό έτη. Η Ιερά
Εξέταση υπήρξε αποτέλεσμα όπως και αιτία, του εντόνου αποκλειστικού
καθολικισμού του ισπανικού λάου και αυτή η θρησκευτική διάθεση είχε
αναπτυχθεί κατά την διάρκεια αιώνων πάλης εναντίον των «απίστων»
Μαυριτανών.
Η εξάντληση της Ισπανίας από τους πολέμους του Καρόλου Ε’ και του Φιλίππου Β’ και η εξασθένιση της Ισπανικής οικονομίας από τις βρετανικός νίκες κατά θάλασσαν και από την εμπορική πολιτική της ισπανικής κυβερνήσεως, πιθανόν να έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο στην παρακμή της Ισπανίας παρά η τρομοκρατία της Ιεράς Εξετάσεως.
Οι θανατικές εκτελέσεις για μαγεία στην Βόρεια Ευρώπη και την Νέα Αγγλία κατέδειξαν την ύπαρξη εις τους προτεσταντικούς λαούς ενός πνεύματος παραπλήσιου προς εκείνο της ισπανικής Ιεράς Εξετάσεως, το οποίον, παραδόξως, μεταχειρίσθηκε λογικώς την μαγεία ως μία πλάνη, την οποίαν έπρεπε κανείς να οικτίρει παρά να τιμωρήσει. Η Ιερά Εξέταση και η καύση των μαγισσών ήσαν εκφράσεις μιας εποχής εμποτισμένης από ανθρωπόκτονα βεβαιότητα στην θεολογία, όπως οι πατριωτικές σφαγές της εποχής μας πιθανόν να οφείλονται στην ανθρωποκτόνο βεβαιότητα στην εθνική ή την πολιτική θεωρία.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τα κινήματα αυτά με το πνεύμα της εποχής των, αλλά μας φαίνονται σήμερα ως τα πλέον ασυγχώρητα Ιστορικά εγκλήματα. Μία υπέρτατη και μη δυναμένη να αντικρουστεί πίστη είναι θανάσιμος εχθρός του ανθρωπίνου πνεύματος.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ: THE STORY OF CIVILIZATION – WILL DURANT – NEW YORK 1959
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ