Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ
Μέρος Γ’
Για να διαβάσετε την εισαγωγή πατήστε εδώ
3.1 Προϋποθέσεις κατανόησης της γνωστικής διδασκαλίας
Η αρχική πρόθεση ήταν να παρουσιαστεί σε αυτό το κεφάλαιο το σύνολο της διδασκαλίας των γνωστικών σεκτών αθροιστικά. Κατά την μελέτη, όμως, του αντικειμένου έγινε κατανοητό, ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Δηλαδή, ενώ η πρόθεση είναι να παρουσιασθούν ταξινομημένα και κατά κατηγορία, οι πεποιθήσεις των γνωστικών, αν αυτό γίνει επί του συνόλου τους, τότε ή θα πρέπει κάποιες να παραληφθούν για χάρη κάποιων άλλων, διαφορετικά σε πολλά σημεία θα παρουσιάζονταν αντιφάσεις, η να καταλήξει σε στατιστική έρευνα.
Γι’ αυτό αποφασίστηκε να μετατεθούν οι επιμέρους διδαχές στην οικία θέση, εδώ να παρουσιαστούν μόνο τα κοινά σημεία των γνωστικών πεποιθήσεων, όχι για να μπορέσει να συντεθεί μια ομοιογενής διδασκαλία – κάτι τέτοιο δεν θα ανταποκρίνονταν στην γνωστική πραγματικότητα – αλλά μια παρουσίαση των κεντρικών ιδεών, επί των οποίων αναπτύχθηκαν οι επί μέρους. Έτσι, αν κάποιος ασχοληθεί με την μελέτη των επί μέρους συστημάτων, θα είναι εφοδιασμένος με τα απαραίτητα στοιχεία για την αναγνώριση και την κατανόησή τους.
Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να γίνει και ειδικά με τον τρόπο αυτό. Ο πλουραλισμός των συστημάτων καθιστά πολλές φορές κοπιώδη την μελέτη τους. Παρόμοια συστήματα διαφέρουν μόνο στο ποια σημεία τονίζουν περισσότερο και ποια λιγότερο. Από την άλλη σύγχρονες μελέτες-συμπιλήματα, με τον τρόπο που διαχειρίζονται το υλικό τους δείχνουν να παράγουν καινούργια συστήματα, περιπλέκοντας μια κατάσταση ήδη περίπλοκη. Η σύγκριση στοιχείων ανόμοιων είναι αδιανόητη, πολύ δε περισσότερο η σύνθεσή τους. Και ενώ στη σκέψη των γνωστικών η δημιουργία ενός θεωρητικού κατασκευάσματος απέβλεπε στην απάντηση υπαρξιακών ερωτημάτων, η παρουσίασή τους σήμερα, με τον τρόπο που γίνεται κάποιες φορές, και τα ερωτήματα αυτά αφήνει αναπάντητα, και καινούργια δημιουργεί.
Η έλλειψη ιερών γραφών που να αποδίδονται με μοναδικό τρόπο σε κάθε σέκτα, καθιστά την χάραξη διαχωριστικών γραμμών, οριοθετικών της κάθε διδασκαλίας δυσχερή. Κείμενα υπήρχαν και σήμερα έχουμε αρκετά στην διάθεσή μας. Αλλά αυτά χρησιμοποιούνταν από περισσότερες της μίας σέκτες. Και ενώ εξωτερικά η πρακτική αυτή φαίνεται να διευκολύνει την μελέτη της συνόλου διδασκαλίας, στην πραγματικότητα την περιπλέκει, εξαιτίας του τρόπου, με τον οποίο ερμήνευαν τα κείμενά τους οι ίδιοι οι γνωστικοί.
Η ερμηνεία των κειμένων, κυρίως αυτών που παρουσιάζονταν ως αποκαλυπτικά, γινόταν από τους γνωστικούς με αλληγορικό και τυπολογικό τρόπο. Αυτό έδινε μεγάλη ελευθερία κινήσεων, οπότε το ίδιο κείμενο γεννούσε διαφορετικές αντιλήψεις ανά σέκτα. Δυστυχώς η ίδια τακτική εφαρμόζονταν και σε κείμενα διαφορετικής προέλευσης, όπως η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Η παρερμηνεία τους έδιδε διαφορετικά κάθε φορά αποτελέσματα, και σ’ αυτά προστίθονταν και δικά τους λόγια, οπότε οδηγούσαν τα κείμενα σε αλλοίωση.
Η μελέτη της χρήσης των εξω-γνωστικών κειμένων ενέχει και μια ακόμη δυσκολία σε σχέση με την χρήση των δικών τους κειμένων. Και αυτή αφορά τον εκλεκτικό τρόπο επιλογή αποσπασμάτων. Ενώ δηλαδή ένα αποκαλυπτικό κείμενο έπρεπε να γίνει πλήρως αποδεκτό, στις άλλες περιπτώσεις δεν υπήρχε αυτή η υποχρέωση. Ο κάθε διδάσκαλος, μπορούσε να επιλέγει μόνο τα εδάφια εκείνα που εξυπηρετούσαν ή νόμιζε ότι εξυπηρετούσαν τον σκοπό του. Μπορούσε κάλλιστα να συνδυάσει εδάφια και αποσπάσματα από κείμενα διαφορετικής θεματολογίας ή προέλευσης. Μπορούσε να συνδυάσει θρησκευτικά, φιλοσοφικά ή επιστημονικά κείμενα, ακόμη και μύθους, για να εξάγει το επιδιωκόμενο συμπέρασμα. Μπορούσε να συνδυάσει ανομοιογενή κείμενα, χριστιανικά, βαβυλωνιακά, ειδωλολατρικά με την ίδια ελευθερία και άνεση.
Εδώ υπάρχει μια μεγάλη παγίδα για τον μελετητή του φαινομένου. Δίνεται η εντύπωση, ότι αν καταφέρει να εντοπίσει, να αναγνωρίσει και να αποδώσει τα επιμέρους συστατικά στις κοιτίδες δανεισμού τους, θα έχει καταφέρει να εξιχνιάσει τις πηγές και συνεπώς την προέλευση του γνωστικισμού. Αυτή είναι μια απόλυτα αιτιοκρατική αντίληψη και είναι πιθανόν οι ίδιοι οι αιρεσιάρχες να μην την είχαν κατά νου. Κανείς δεν αμφιβάλλει βέβαια, ότι και αυτοί ως άνθρωποι ήταν υποκείμενοι στις επιρροές του περιβάλλοντός τους, αλλά και κανείς δεν μπορεί ν’ αποδείξει ότι οι επιρροές αυτές είναι μονοσήμαντες, οι ότι ημιμάθεια των αιρεσιαρχών τους έδινε την απαιτούμενη επίγνωση στην χρήση των πηγών τους.
Θα πρέπει λοιπόν, να συνεκτιμάται η γέννηση και η εξέλιξη της γνωστικής διδασκαλίας τελεολογικά, ώστε να μπορεί ο μελετητής να αντιλαμβάνεται τον τρόπο σκέψης του κάθε αιρεσιάρχη. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις μια σέκτα να δημιουργείται χωρίς να αναφέρεται αρχηγός, και αυτό συμβαίνει κυρίως σε περιπτώσεις διάσπασης. Έχοντας λοιπόν, προ οφθαλμών την προσωπικότητα του αρχηγού, αφ’ ενός, και έχοντας κατανοήσει τις επιδιώξεις του αφετέρου, λίγα είναι τα σκοτεινά σημεία που απομένουν ανερμήνευτα. Και γι’ αυτά υπάρχει πάντα η χριστιανική θεώρηση περί της δαιμονικής επιρροής, ως διαδραστικό παράγοντα ισχυρότερου του περιβάλλοντος. Αυτήν την μέθοδο ακολουθούσαν όλοι οι αντιαιρετικοί συγγραφείς.
Από την άλλη το κύριο στοιχείο, το οποίο βοηθά στην παρουσίαση μια συστηματοποιημένης κατά το δυνατόν γνωστικής διδασκαλίας είναι ο γνωστικός μύθος. Η πατρότητα της δημιουργίας αφενός ανάγεται πάντα στον ιδρυτή του συστήματος, ακόμη και όταν περιέχει μεταγενέστερα στοιχεία, αφετέρου παρουσιάζει την διδασκαλία με ενοποιημένο τρόπο καθ’ όλη την ιστορική πορεία της σέκτας. Αυτό, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν είναι αλήθεια, και αυτές είναι οι περισσότερες, έχει τα πλεονεκτήματά του. Απαλλάσσει τον μελετητή από πολύωρη εξέταση των μεταβολών της διδασκαλίας, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι αδιόρατες, διότι δεν συνέβαιναν «κοσμογονικές» μεταβολές των πεποιθήσεων εντός της σέκτας, ενέργεια που εκτός από κοπιώδης θα ήταν ενδεχομένως και άσκοπη, πέραν των ιστορικών λόγων.
Επίσης ο γνωστικός μύθος γίνεται το απαραίτητο εργαλείο για την παρατήρηση της εξάπλωσης μιας διδασκαλίας, καθότι εντάσσει τα δανεικά στοιχεία σε ένα σύνολο χωρίς να τα αλλοιώνει, επειδή τα παρερμηνεύει. Έτσι προς μεν το εξωτερικό περιβάλλον ο μύθος διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία που του επιτρέπουν να παρασιτεί, προς μεν το εσωτερικό του επιτρέπει να διατηρεί τα ξένα στοιχεία, υπό συνοχή και έλεγχο. Ο γνωστικός μύθος είναι πολύπλοκος και συνήθως δύσμορφος.
Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορεί να τ’ αποφύγει. Ο δημιουργός μιας διδασκαλίας προσπαθεί να συνδυάσει την απάντηση των υπαρξιακών ερωτημάτων με το προσωπικό του όφελος. Καταπιάνεται με θέματα, τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ τις προσωπικές του ικανότητες, αλλά δεν αποθαρρύνουν τις επιδιώξεις του. Αναγκαστικά συρράπτει στοιχεία ξένα μεταξύ τους, τα οποία θα πρέπει να είναι κατανοητά ή και οικεία στον πολύ λαό. Ταυτόχρονα θα πρέπει να του προκαλούν και δέος, ώστε να του δίνουν την εντύπωση ότι έχουν θεϊκή προέλευση, οπότε μια δόση ασυναρτησίας είναι αναγκαία, επειδή οι δύσκολες έννοιες θα δυσκόλευαν και τον ίδιο τον αιρεσιάρχη. Η επιτυχία βρίσκεται στο νόστιμο μαγείρεμα και το εντυπωσιακό σερβίρισμα. Η λογική ασυνάφεια και η αισθητική απαξία αντικαθίστανται από την αποκάλυψη.
Η χριστιανική διδασκαλία για τους γνωστικούς, είναι μεν αποκαλυπτική, οπότε μπορούν να δανείζονται από αυτήν, πολύ περισσότερο λόγο της κοινά αποδεκτής αυθεντίας της από πλήθος λαών. Είναι, όμως, υπερβολικά απλή, μέσα σε έναν κόσμο που έχει συνηθίσει να θαυμάζει τους ακαταλαβίστικους φιλοσόφους. Θέλοντας λοιπόν, να επαίρονται και να παρουσιάζονται ως διάνοιες, περιπλέκουν την διδασκαλία για να δώσουν περισσότερη αξία στην θεολογία τους. Αλλά ελλείψει των απαραίτητων ικανοτήτων για την επεξεργασία λεπτών νοημάτων καταλήγουν στην δημιουργία ατελείωτων ιεραρχιών τονίζοντας το μυθολογικό στοιχείο.
Εκεί που επιτυγχάνει είναι στην διάδοση της ιδέας του λυτρωτικού χαρακτήρα της γνώσης. Αυτή είναι και η πρώτη κοινή προϋπόθεση του Γνωστικισμού. Τη εξέφρασαν άριστα οι Οφίτες, όταν έλεγαν ότι αρχή της τελείωσης είναι η γνώση του ανθρώπου, τέλος αυτής η γνώση του θεού. Η ιδέα της γνώσης είναι κοινή σε κάθε γνωστικό σύστημα. Τα χαρακτηριστικά της είναι α) το θρησκευτικό περιεχόμενό της β) η αποκαλυπτική προέλευση και η εκλεκτική παράδοση γ) ο λυτρωτικός της χαρακτήρας.
Το αντικείμενο της γνώσης είναι η θεϊκή φύση. Μ’ αυτήν ο γνωστικός προσπαθεί να βρει κάποια συγγένεια και προς αυτήν να κατευθυνθεί διά της λυτρωτικής γνώσης. Το υποκείμενο, ο πιστός έχει μόνο μία υποχρέωση απέναντί της. Να την κατέχει.
Αντίπαλοι της γνώσης είναι η αγνωσία και η πίστη. Οι γνωστικοί αντιλαμβάνονται εαυτούς με τρόπο ελιτίστικο. Οι ίδιοι είναι πνευματικοί ως κατέχοντες την γνώση και θέσει σεσωσμένοι. Αμέσως μετά είναι οι ψυχικοί, αυτοί που θρησκεύουν δια της πίστεως, συνηθέστερα οι Χριστιανοί. Μεγάλο μέρος του έργου του Κλήμεντα Αλεξανδρέα είναι απολογητικό υπέρ της πίστεως, έναντι της γνώσεως. Τελευταίοι στην θρησκευτική κατάσταση των ανθρώπων είναι οι σαρκικοί, όσοι δεν έχουν ιδέα περί θεού, είτε ως έχοντες την γνώση, είτε ως έχοντες την πίστη. Αυτοί έχουν αγνωσία.
Αναφέρθηκε παραπάνω ότι μία από τις επιδιώξεις του γνωστικισμού είναι η απάντηση των υπαρξιακών προβληματισμών. Στο θέμα αυτό οι γνωστικοί έχουν πολύ συγκεκριμένη θεώρηση, η οποία ξεκινά από την προκατάληψή τους έναντι του κόσμου. Προκατάληψη που είναι άμεσα εξαρτώμενη από την επιδίωξή τους. Οι γνωστικοί αναγνωρίζουν την δυστυχία στον κόσμο και την αποδίδουν στο κακό. Το κακό το αποδίδουν στην ύλη, πλατωνική θεώρηση από την οποία δεν ξέφυγε καμιά σέκτα.
Η επιδίωξη των γνωστικών δεν μένει μόνο στον καθορισμό της δυστυχίας, αλλά επιβάλλεται να δοθεί λύση κι έτσι να μπορέσει ν’ απαλλαγεί από αυτήν τουλάχιστον ο αρχηγός. Εδώ έγκειται όλη η δυσκολία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από την ύλη, οπότε δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από το κακό. Η επίτευξη λοιπόν, της μακαριότητας – θέμα που απασχόλησε και το μεγάλο φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, τον εκλεκτισμό – μετατίθεται στην επόμενη ζωή. Τι μένει, λοιπόν, για την παρούσα ζωή; Αναγκαστικά, μόνο η επαγγελία και η παραίτηση από τον αγώνα και την επιδίωξη.
Για να δώσουν κάτι πιο χειροπιαστό οι αιρεσιάρχες στους πιστούς τους απαλλάσσουν από τις ηθικές υποχρεώσεις. Παρατηρείται έτσι το εξής παράξενο, ενώ πιστεύουν ότι το σώμα είναι φυλακή, ταυτόχρονα το υπηρετούν. Πολλές φορές ενδύουν τον λιμπερτινισμό τους με θεωρητική δικαίωση, κι εκεί που υιοθετούν την πλατωνική άποψη περί κακού, απομακρύνονται από την απορρέουσα συνέπεια ως προς τον τρόπο ζωής. Όλα τα γνωστικά συστήματα σε αυτό το θέμα είναι αντινομικά.
Εφόσον ο νόμος είναι καταγεγραμμένος στην Παλαιά Διαθήκη αυτή έπρεπε να εξουδετερωθεί. Αναγκαστικά ο νομοθέτης διαφοροποιείται από τον ύψιστο θεό, ώστε ο νόμος του να μην έχει το απαιτούμενο κύρος. Οπότε αμέσως προκύπτει μια δυαρχία ικανή να ανταποκριθεί στην αναλογία καλού-κακού, ψυχής-ύλης. Η δυαρχία Ύψιστου Θεού-Δημιουργού είναι μεν υστερογενής, αλλά αυτό συμφωνεί και με την απλή παρατήρηση ότι τα γνωστικά συστήματα είναι στην κορυφή της θεϊκής ιεραρχίας αυστηρά μονιστικά. Ο Ύψιστος Θεός είναι ο πρώτος, ο καλός, ο δυνατός, ο φωτεινός, υπόσχεται την λύτρωση κτλ, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να θέλει κάποιος να είναι με τον δημιουργό.
Έπειτα, από μόνη της η επαγγελία για την μετά θάνατον μακαριότητα ίσως να μην δίνει την ικανοποίηση του αισθήματος του δικαίου. Προς ικανοποίηση αυτού τίθεται η απειλή της μετενσάρκωσης. Η προέλευσή της ίσως είναι πλατωνική, ίσως είναι ανατολικότερη, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι με την απειλή της επανάληψης της δυστυχίας, όσες φορές χρειάζεται για να γίνει κάποιος γνωστικός, επιτυγχάνει εκεί που μόνη η επαγγελία της μετά θάνατον μακαριότητας ν’ αποτύγχανε. Αν, λοιπόν, κάποιος είχε να διαλέξει μεταξύ του εκλεκτισμού, που υπόσχεται μεν ψυχική μακαριότητα μέσα από μια σειρά φιλοσοφικών ασκήσεων, και του γνωστικισμού, που υπόσχεται μακαριότητα χωρίς άσκηση και απειλεί την αποτυχία με την μετενσάρκωση, είναι φανερό ότι θα επέλεγε το δεύτερο, ακόμη και αν το πρώτο υπόσχεται την μακαριότητα σ’ αυτήν την ζωή. Εξάλλου, η αδυναμία του εκλεκτισμού να επιδείξει παραδείγματα μακάρων σε αυτή την ζωή απέβη εις βάρος του, την στιγμή, που ενώ και ο γνωστικισμός δεν είχε επίσης αποτελέσματα, αυτό δεν θεωρούνταν αδυναμία, αλλά επόμενο της επαγγελίας. Η αποτυχία του γνωστικισμού δεν μπορούσε να αποδειχθεί.
Η δυιστική θεώρηση του κόσμου καθορίζει-αποφασίζει και για τα άλλα επιμέρους θέματα της διδασκαλίας του (κοσμογονία, ανθρωπολογία κτλ.). Εκεί που χρειάζεται γίνεται μονισμός. Αυτό είναι απαραίτητο για να μπορεί να ενταχθεί ο λυτρωτικός χαρακτήρας της γνώσης στο σύστημα. Ταυτόχρονα διατηρείται η απλότητα του χαρακτήρα της λύτρωσης. Ο σπινθήρας που ανεβοκατεβαίνει στον ουρανό πρέπει να έχει μόνο ένα τέρμα, διαφορετικά η κατάσταση περιπλέκεται. Σε αυτό το ζήτημα το μόνο έντιμο δυιστικό σύστημα ήταν ο Μανιχαϊσμός. Έπρεπε όμως να περάσουν πάνω από δύο αιώνες για να μπορέσει ο γνωστικισμός να παρουσιάσει έναν αμιγή δυισμό, στον οποίο να εμφανίζονται δύο ισοδύναμες οντότητες, και συνάμα να κρατά ανοικτό ένα εύκολα προσπελάσιμο λυτρωτικό μονοπάτι μέσα από την πεπλεγμένη αυτή κατάσταση. Αυτό είναι ενδεικτικό περί των νοητικών ικανοτήτων των γνωστικών αιρεσιάρχων.
3.2 Θεογονία
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω γίνονται κατανοητές οι προϋποθέσεις, οι οποίες ανάγκασαν τους γνωστικούς να διασπάσουν το θείο σε τουλάχιστον δύο οντότητες. Από τη μια ο Ύψιστος θεός, αγαθός και αναίτιος του κακού στον κόσμο. Από την άλλη ο δημιουργός του κακού είναι αναγκαστικά και δημιουργός του κόσμου.
Για να υπάρχει ελπίδα στον κόσμο πρέπει ο δημιουργός να είναι υποδεέστερος του υψίστου, αλλά και στην περίπτωση που είναι ισοδύναμος (π.χ μανιχαϊσμός), δεν μπορεί να είναι παντοδύναμος. Η δεύτερη περίπτωση είναι αρκετά πιο περίπλοκη, διότι πρέπει να εισαχθούν και άλλες δυνάμεις προς διατήρηση της ισσοροπίας. Υπάρχει πάντα η λύση της ειμαρμένης, αλλά αφαιρεί από την αρμοδιότητα της γνώσης και γι’ αυτό αποφεύγεται όπου αυτό είναι δυνατόν. Ειδάλλως το σύστημα χάνει την ισσοροπία του.
Γεννάται φυσικά το ερώτημα, γιατί ο ύψιστος ανέχεται τον κακό δημιουργό, ενώ ο ίδιος είναι αγαθός; Μόνο μια πειστική απάντηση υπάρχει. Δεν ενδιαφέρεται. Τότε παρουσιάζεται δεύτερο ερώτημα. Πως είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρεται και ταυτόχρονα να μένει αγαθός; Η απάντηση πρέπει να είναι ακόμη πιο πειστική. Αυτόικανοποιείται στην μακαριότητά του και μένει εκτός της δημιουργίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένας γνωστικός δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ο θεός του είναι ο θεός της αγάπης.
Στο σημείο αυτό γίνεται φανερή η ανωτερότητα του Χριστιανισμού. Καλείται ν’ απαντήσει τα ίδια ερωτήματα και δίνει απλές απαντήσεις. Ο Θεός είναι αναίτιος κακών. Δημιουργεί από αγάπη και προνοεί από αγάπη. Το κακό είναι διαστροφή από το κατά φύση στο παρά φύση και οντολογικά ανύπαρκτο.
Μεταξύ του γνωστικού υψίστου θεού και της ύλης η απόσταση είναι τεράστια. Αφήνει, λοιπόν, αρκετό χώρο για να γεμίσει με πλήθος ουράνια όντα, θεϊκά, ημίθεα, ορατά, αόρατα, αγαθά ή μη. Το κενό πληρούται με τους αιώνες. Κανένα από αυτά τα όντα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ύψιστο. Άλλα όντα εγγίζουν τον κόσμο, είτε ως άγγελοι, είτε ως δαίμονες. Η εγγύτητά τους προς τον κόσμο καθορίζει την σημασία τους για το γνωστικό σύστημα. Η εγγύτητά τους προς την ύλη καθορίζει την φύση τους αγαθή ή κακή.
Ο τρόπος γέννησης των θείων όντων διαφέρει κατά συστήματα. Όλες οι περιπτώσεις μπορούν να ενταχθούν στις επόμενες δύο επιλογές. Οι αιώνες είτε γεννούνται από τον ύψιστο, κάτι που συνεπάγεται την συγκατάβασή του, είτε απορρέουν από αυτόν, οπότε αυτό γίνεται ακούσια κι έτσι δεν ταράζεται η μακαριότητά του. Τυπικότερος τρόπος είναι ο της απορροής, στον οποίο έχουμε εκδίπλωση της μονάδος, κατά πυθαγορικό τρόπο (Σίμων, Βαλεντίνος, Βασιλείδης). Και στις δύο περιπτώσεις ο ύψιστος γίνεται άμεσα ή έμμεσα δημιουργός, αλλά αυτό που ενδιαφέρει τους γνωστικούς είναι να αποφύγουν να τον παρουσιάσουν ως δημιουργό της ύλης και κατά συνέπεια του κακού.
Ένα γνωστικό σύστημα με δύο θεούς δεν θα ήταν αρκούντως εντυπωσιακό. Γι’ αυτό και οι αιρεσιάρχες φρόντιζαν να αναπτύσσουν πολυπλοκότερες ιεραρχίες, ώστε να δικαιολογείται εκ της πολυπλοκότητας η ενέργεια της αποκάλυψης. Συν τω χρόνω έπρεπε να προστίθονται και νέες θεότητες, ώστε κανένα καινούργιο σύστημα να μην ταυτίζεται με τα προηγούμενα. Η καινοτομία ήταν υποχρεωτική. Έτσι αναπτύχθηκαν ολόκληρες γνωστικές μυθολογίες. Από τα ονόματα και τις ιδιότητες των θεοτήτων βγαίνουν τα συμπεράσματα για τον χώρο προέλευσης και τον χώρο ανάπτυξης του κάθε συστήματος. Τυπικό παράδειγμα ο μανιχαϊσμός.
Σε άλλες ομάδες επικρατούν τα αστρολογικά στοιχεία. Οι Αιώνες είναι οι επτά πλανήτες, τα 12 ζώδια, οι 365 κόσμοι κτλ. Σε άλλες επικρατούν ιουδαϊκά ονόματα ή προσωπικότητες. Οι γνωστικοί δανείζονται από τις ιστορικές προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, κατά προτίμηση πριν τον Μωυσή, οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος να δώσουν κύρος στον Νόμο. Αλλού οι Αιώνες φέρουν ονόματα φιλοσοφικών εννοιών, π.χ. Νους, Λόγος, Σοφία κτλ. Αυτό είναι αναπόφευκτο αν σκεφτεί κανείς την θεμελιώδη επίδραση της πλατωνικής φιλοσοφίας επί του γνωστικισμού. Επόμενο είναι να εμφανίζεται και η έννοια του Πρώτου Ανθρώπου ως το αρχέτυπο του ανθρώπου.
Όπως προαναφέραμε, πολλοί από τους Αιώνες είναι εγγύτερα του κόσμου και δεδομένου του περιορισμένου ρόλου του υψίστου, αναλαμβάνουν αυτοί να ενεργήσουν για χάρη του ανθρώπου. Έτσι δικαιολογούνται με απόλυτο τρόπο η μαγεία και ο αποκρυφισμός των ομάδων αυτών.
3.3 Δημιουργία
Η γνωστική αντίληψη περί δημιουργίας είναι σχετικά απλή. Υπάρχει πάντα ένας δημιουργός, διάφορος του υψίστου θεού και αυτός είναι ο αίτιος του κόσμου. Ο δημιουργός αυτός μορφοποιεί προϋπάρχον υλικό, κατά πλατωνική αντίληψη. Δεν παράγει εκ του μηδενός, οπότε η μελέτη της δημιουργίας στα γνωστικά συστήματα περιλαμβάνει δύο σκέλη. Πρώτον την δημιουργία της ύλης και δεύτερον την δημιουργία του κόσμου από προϋπάρχον υλικό.
Στην δημιουργία της ύλης παρατηρείται εξελικτική διαδικασία. Απορρέουσα ουσία εκ του υψίστου θεού φθίνει σε κατώτερες καταστάσεις. Στην αρχή της διαδικασίας η μονάς ξεδιπλώνεται δημιουργώντας τους αιώνες. Στην συνέχεια διασπάται ακόμη περισσότερο και την βαθμιαία εκδίπλωση συνοδεύει εκφυλισμός, οπότε παράγεται η ύλη. Τα πρότυπα είναι πυθαγόρεια.
Εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η κακότητα της ύλης. Για την αιτιολόγηση δύο λύσεις προτείνονται από τους ίδιους τους γνωστικούς. Στην πρώτη, ο εκφυλισμός του φωτός οδηγεί σε σταδιακή απομάκρυνση από την πηγή, δηλαδή τον ύψιστο. Η δημιουργική δύναμη παρουσιάζεται ως αναγκαστική εξελικτική φορά. Η απουσία της βούλησης για την δημιουργία συνεπάγεται αδυναμία ανακοπής της πορείας αυτής, οπότε η όλη εξέλιξη οδηγεί στην ατέλεια. Ακόμη και οι Αιώνες ως υποδεέστεροι απομακρύνονται της πηγής αδυνατούντες να επιστρέψουν. Την αμαρτία της ύλης δεν την δημιουργεί κάποια ηθική επιλογή, αλλά η μεταβολή της κατάστασης. Κι επειδή η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη, η αμαρτία γίνεται αναπόφευκτη ιδιότητα της ύλης. Σε αυτή την περίπτωση η ύλη είναι κακή, επειδή είναι ατελής και ως εκ τούτου μπαρασύρει στην ατέλεια ό,τι προέρχεται από αυτήν.
Στην δεύτερη περίπτωση η ύλη είναι κακή επειδή εξ αυτής ο δημιουργός ικανοποιεί την εκδικητικότητά του. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στην διδασκαλία των Βασιλειδιανών και των Μαρκιωνιτών. Σε αυτές τις διδασκαλίες ο δημιουργός ταυτίζεται με τον ιουδαϊκό θεό και παρουσιάζεται αυστηρός και τυραννικός. Στον Μανιχαϊσμό και άλλα συστήματα χρησιμοποιεί την ύλη για να παγιδέψει το θείο φως. Εκείνο που μένει αναπάντητο είναι η αιτία της κακότητας του δημιουργού. Υπάρχει η καθολική τάση να εμφανίζεται ως κακός ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης αναίτια.
4.4 Ανθρωπολογία
Ο δυισμός της θεογονίας γίνεται διπολισμός στην ανθρωπολογία των γνωστικών. Ο άνθρωπος δημιουργείται από την κακή ύλη και την αγαθή θεία ουσία-φως. Σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπινου σώματος είναι να φυλακιστεί εντός αυτού η θεία ουσία. Αυτό το καταφέρνει ο κακός δημιουργός είτε αυτόματα, χρησιμοποιώντας προϋπάρχουσα ψυχή, δημιουργημένη σε κάποιο στάδιο της φθίνουσας πορείας, είτε με τέχνασμα. Για τους Οφίτες ο δημιουργός πλάθει το υλικό σώμα, αλλά δεν καταφέρνει να το δραστηριοποιήσει. Καταφεύγει στον ύψιστο και ο τελευταίος από λύπηση για το πλάσμα που σέρνεται προσφέρει την φωτεινή ψυχή. Το ίδιο και για τον Σατορνείλο και τους οπαδούς του.
Εφόσον οι γνωστικοί παραδέχονταν την ύπαρξη δύο πραγματικοτήτων, διέκριναν δύο τάξεις ανθρώπων, τους πνευματικούς και τους σαρκικούς. Πνευματικοί είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι κυριαρχούνται από το πνευματικό στοιχείο. Αυτό το έχουν κοινό με τον θεό γι’ αυτό και καλούνται ομοούσιοι με τον θεό. Σαρκικοί είναι όσοι κυριαρχούνται από το υλικό στοιχείο, δηλαδή το σώμα. Αυτό το ονομάζουν δερμάτινο χιτώνα και φυλακή του πνεύματος.
Αργότερα προστίθεται και μια τρίτη κατηγορία οι ψυχικοί. Ψυχικοί καλούνται όσοι κυριαρχούνται από το συναίσθημα και την πίστη και σ’ όλες τις περιπτώσεις ταυτίζονται με τους Χριστιανούς. Είναι φανερό ότι η ορολογία είναι δανεισμένη από τον Απόστολο Παύλο.
Για τους τρεις τύπους ανθρώπων υπάρχουν αντίστοιχα και οι εκπρόσωποί τους. Τύπος του σαρκικού ανθρώπου είναι ο Άβελ (υπηρέτης του δημιουργού). Τύπος του ψυχικού ο Σηθ και τύπος του πνευματικού ο Κάιν, διότι εναντιώθηκε στην εντολή του δημιουργού. Γίνεται φανερή η προσπάθεια προβολής της αντινομικής συμπεριφοράς μέσα από γνωστά και κατανοητά πρότυπα και η εξιδανίκευσή της.
Η διάκριση των κατηγοριών δείχνει την ελιτίστικη νοοτροπία των γνωστικών, ειδικά όταν λαμβάνεται υπόψη ότι οι ίδιοι κατατάσσουν τους εαυτούς τους στους πνευματικούς. Προχωρώντας ακόμη παραπέρα, θεωρούν εαυτούς ως τους μόνους πνευματικούς μονοπωλώντας την κατηγορία. Όλοι οι άλλοι πλην των γνωστικών είναι υποδεέστεροι. Η τακτική αυτή είναι απόλυτα σύμφωνη με την σεχταριστική νοοτροπία, χαρακτηριστική κάθε καταστροφικής λατρείας.
Σε κάποιες περιπτώσεις ο ελιτισμός οδηγεί σε αριστοκρατικές πεποιθήσεις. Οι γνωστικοί παρουσιάζονται ως απόγονοι των ανθρώπων στους οποίους εναποτέθηκε το πνευματικό στοιχείο, εξασφαλίζοντας κληρονομική ευγενική καταγωγή.
Το ίδιο προκύπτει και με την εμφάνισή τους ως κατόχων της γνώσης, του λυτρωτικού μυστικού, το οποίο εμπιστεύθηκαν τα ανώτερα όντα με αποκάλυψη, ή ο γνωστικός λυτρωτής με την φαινομενική ενσάρκωση στον αρχηγό της αίρεσης. Ο ίδιος στην συνέχεια γίνεται ο διανομέας του μυστικού σε λίγους οι περισσότερους και τους αναβαθμίζει έτσι σε εκλεκτούς.
Για τις σχέσεις με τον έξωεκκλησιαστικό τους περίγυρο ισχύει η ευγενική τους καταγωγή. Για τις σχέσεις με τους αδελφούς της σέκτας, ο ελιτισμός εκδηλώνεται με την εγγύτητα προς τον αρχηγό, όπως αυτή αποτυπώνεται στους βαθμούς μύησης ή στα ιεραρχικά αξιώματα που ο ίδιος μοιράζει.
Το σημαντικότερο σημείο της γνωστικής ανθρωπολογίας συνδέει όλα τα παραπάνω αρχιτεκτονήματα, τον εντός του ανθρώπου θείο σπινθήρα, την έννοια του πνευματικού ανθρώπου, την αριστοκρατική καταγωγή και την ελιτίστικη αντίληψη. Αφορά τον εντοπισμό της πραγματικής θέσης του ανθρώπου στον πνευματικό κόσμο και όχι στην δημιουργία. Ενώ στην αντίληψη περί θεογονίας των γνωστικών δεν αντιπροσωπεύεται η θεωρία των ιδεών, στην ανθρωπογονία έχει την τιμητική της. Ο άνθρωπος εμφανίζεται για πρώτη φορά ως θεός. Αντίτυπα του ανθρώπου-θεού είναι οι άνθρωποι στην γη.
Έτσι σε κάθε γνωστικό σύστημα υπάρχει ένας πρωτάνθρωπος, μόλις υποδεέστερος του υψίστου και πάντως ανώτερος του δημιουργού. Άλλες φορές ως «υιός του ανθρώπου» εμφανίζεται να παρέχει το καλούπι της κατασκευής του γήινου ανθρώπου, άλλες φορές είναι ο ίδιος που φυλακίζεται στο σώμα. Μέσω αυτού επιβεβαιώνεται η συγγένεια του ανθρωπίνου γένους με τον ύψιστο. Αυτός εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα συστήματα ως Αδάμ. Επίσης εμφανίζεται ως ερμαφρόδιτος και δίνει το πρότυπο της ηθικής συμπεριφοράς στους οπαδούς των σεκτών που επιδιώκουν να του μοιάσουν.
Συνδεδεμένος με την ιδέα της θεότητας του ανθρώπου είναι και ο όφης. Αυτός προσφέρει στον άνθρωπο την γνώση της αληθινής φύσης του, την οποία έχει ξεχάσει. Υπό αυτή την έννοια η διακήρυξη των Οφιτών «ότι αρχή της τελείωσης είναι η γνώση του ανθρώπου, τέλος αυτής η γνώση του θεού» βρίσκει την εσωτερική ερμηνεία της. Αρχή της τελείωσης είναι η υπενθύμιση στον άνθρωπο ότι είναι θεός. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο ότι πολλοί αιρεσιάρχες, όπως ο Σίμων Μάγος ο Μένανδρος και άλλοι, απολάμβαναν τιμές θεών.
Από το σημείο αυτό ξεκινά και η ταυτοποίηση της δαιμονικής προέλευσης της διδασκαλίας. Το αρχαίο ψέμα του όφη που πλάνησε τους πρωτόπλαστους, τέθηκε και πάλι σε εφαρμογή. Μετά την σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου ο διάβολος αλυσοδέθηκε, η λατρεία του ως θεού δεν είχε αντίκρισμα, η ανθρώπινη φύση ενωμένη με την θεία στο πρόσωπο του Θεανθρώπου ελευθερώθηκε από τα δεσμά του φόβου και του θανάτου, αποκαταστάθηκε η δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό, όπως συνέβαινε στον παράδεισο. Όλα αυτά εντός της Εκκλησίας. Η προσπάθεια των αντίθετων πνευματικών δυνάμεων επικεντρώνεται στην έξωση του ανθρώπου από την Εκκλησία. Μέσω του γνωστικισμού διαδίδεται ξανά το αρχαίο ψέμα του ανθρώπου-θεού. Έχει παρατηρηθεί ότι η διαφορά του γνωστικισμού σε σχέση με τις θρησκείες της εποχής είναι αυτή ακριβώς. Και ενώ από τους μελετητές θεωρείται καινοτομία, από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς θεωρείται επανεμφάνιση της διδασκαλίας του όφεος. Γι’ αυτό θεωρήθηκε αίρεση, εφόσον στόχευε τα μέλη της Εκκλησίας, και πολεμήθηκε ως τέτοια. Αυτή η διδασκαλία προβάλλεται έντονα και στις μέρες μας, κατά την αναβίωση του γνωστικισμού στις σέκτες της Νέας Εποχής.
4.5 Σωτηριολογία
Η ολοκλήρωση της γνωστικής διδασκαλίας του ανθρώπου-θεού γίνεται στον τομέα της σωτηριολογίας. Τελική επιδίωξη είναι να καταστεί συνειδητή η θεότητα του συσκοτισμένου ανθρώπου. Αυτή είναι η γνώση, η οποία υποτίθεται ότι θα σώσει τον άνθρωπο. Αυτή είναι η λύτρωση του θεϊκού σπινθήρα, του φυλακισμένου στην ύλη. Αυτή είναι η απελευθέρωση από την τυραννία του δημιουργού Ιαχβέ, την οποία επαγγέλλονται οι γνωστικοί.
Σε όλες τις σέκτες διατηρείται η προσωπικότητα του σωτήρα. Ως τέτοιον θεωρούν κάποιον από τους αιώνες και τον ταυτίζουν με τον Χριστό. Η σχέση Χριστού-Ιησού ποικίλει στα διάφορα γνωστικά συστήματα, αλλά σε όλα υπάρχει η ιδέα του δοκητισμού. Η ενσάρκωση ή ενανθρώπηση του σωτήρα εκλαμβάνεται υπό την έννοια της εγκατοίκισης της θείας δύναμης στον Ιησού. Η επιλογή του γίνεται συνήθως λόγω της καθαρότητας της ψυχής του. Λίγο πριν την σταύρωση τον εγκαταλείπει.
Ο δοκητισμός των γνωστικών είναι σύμφωνος με την άποψή τους για την κακότητα της ύλης. Εξαιτίας της δεν μπορεί να ενωθεί η θεία δύναμη με την σάρκα πραγματικά, μόνο φαινομενικά. Δεν τονίζεται κάποιος ιδιαίτερος ρόλος στην ιστορικότητα της σαρκώσεως. Για τους γνωστικούς ο Χριστός έρχεται μόνο για ν’ αποκαλύψει την γνώση. Διαφωτίζει την ανθρωπότητα για την ύπαρξη του ύψιστου θεού και μόνο. Η σταύρωση του δεν σώζει κανέναν. Γι’ αυτό και η δραπέτευση της θείας δυνάμεως πριν την σταύρωση δεν έχει κανένα αντίκτυπο. Και να παρέμενε εντός του Ιησού δεν θ’ άλλαζε κάτι, δεν θα προσφέρονταν κάτι παραπάνω. Η λύτρωση έτσι κι αλλιώς βρίσκεται στην γνώση.
Ως φορέας αποκάλυψης σωτηριολογικό χαρακτήρα αποκτά και ο όφης. Σε μεταγενέστερο χρόνο προβάλλονται και άλλες προσωπικότητες με παρόμοιο ρόλο, είτε ιστορικές είτε μυθολογικές. Από τις ιστορικές προσωπικότητες ιδιαίτερη προτίμηση έχουν οι γνωστικοί στα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, κυρίως όσα αντιστρατεύτηκαν στο θέλημα του Θεού. Τελευταίος ο Μάνης εισάγει και τους αιρεσιάρχες, όπως τον εαυτό του ή τους ιδρυτές των άλλων θρησκειών, όπως ο Βούδας και ο Ζωροάστρης. Ακόμη και μυθολογικά πρόσωπα με ξεχωριστό ρόλο, όπως ο Άττης ή ο Μίθρας μπορούν να παραλληλιστούν με τον Χριστό των γνωστικών, διότι δεν προσφέρουν σωτηρία, αλλά εσωτερική γνώση.
Δημιουργείται η εντύπωση ότι η σωτηρία ήταν μια εύκολη ή αυτόματη υπόθεση για τους γνωστικούς. Αποδέχονταν απλώς την γνώση και σώζονταν. Ο γνωστικός μύθος του μαργαριταριού δείχνει ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Η απελευθέρωση του θείου σπινθήρα δεν σημαίνει μόνο την σωτηρία του ανθρώπου, αλλά και την σωτηρία του θεού. Γι’ αυτό χρειάζεται μία προκαταρτική αφύπνιση, η οποία προκαλείται από την φωνή, την οποία πρέπει ν’ ακούσει κάποιος μέσα του, όπως ο ηγεμονίδης της ωδής του μαργαριταριού, ως αντήχηση της σωτηριώδους διαφωτίσεως. Είναι το ακριβές αντίστοιχο της χαρισματικής αναγέννησης των πεντηκοστιανών, αναγκαία συνθήκη και ενδεικτικό σημάδι της οποίας είναι η γλωσσολαλία.
Εκτός τούτου δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο. Η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα αγώνος, ούτε υπάρχει φόβος έκπτωσης. Συνέπεια αυτών είναι η έλλειψη άσκησης και η ηθική ουδετερότητα. Η διαγωγή τους καθορίζεται μόνο από την αντίληψή τους για τα αρχέτυπα. Όπως ειπώθηκε και στην ανθρωπολογία, στο Πλήρωμα υπάρχει το θείο αρχέτυπο του ανθρώπου, στο οποίο θέλουν να μοιάσουν. Επειδή αυτό είναι ερμαφρόδιτο, επιδίωξη των γνωστικών καθίσταται η ενοφυλία (το γνωστό σήμερα κίνημα unisex). Ένας δρόμος οδηγεί στην επίτευξη του στόχου και αυτός είναι της κατάχρησης του φύλου. Η ασκητική, οσάκις προβάλλεται αφορά μόνο την αποφυγή της τεκνογονίας, και όχι των αφροδισίων. Ως ιδεώδες ενδέχεται να υπήρχε στην σκέψη κάποιων αιρεσιάρχων, αλλά εγκαταλείπονταν τάχιστα από τους οπαδούς.
Το παραπάνω σχέδιο φέρει αναγκαστικά στο προσκήνιο την εσχατολογία των γνωστικών. Η ενοφυλία εξεικονίζει, ως αντίτυπο ουράνιων αρχετύπων, την ένωση των ψυχών των πνευματικών με τους αγγέλους τους στον ουράνιο νυμφώνα. Γι’ αυτό και πολλές σέκτες είχαν τελετές νυμφώνος στο τυπικό τους, ενώ οι υπόλοιπες επιδίδονταν σε όργια.
Εσχατολογικά, αναμένονταν η καταστροφή της κακής ύλης, δηλαδή καταστροφή του κόσμου. Πρωταγωνιστές τις εσχατολογίας ήταν οι ίδιοι οι γνωστικοί, διότι αυτοί καθόριζαν το πότε θα έρθει το τέλος, με τις προσπάθειες απελευθέρωσης του θεϊκού στοιχείου. Το τέλος θα γίνονταν είτε με εκπύρωση είτε με διάλυση. Εκτός πληρώματος θα έμενα οι ψυχικοί την στιγμή που οι σαρκικοί άνθρωποι θα καταστρέφονταν μαζί με την σάρκα.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι κεντρικές ιδέες της γνωστικής διδασκαλίας. Γύρω από αυτές τις αρχές αναπτύσσονται και εκτυλίσσονται οι επιμέρους πεποιθήσεις των σεκτών. Γίνεται φανερό, ότι οι θεμελιώδεις αρχές του γνωστικισμού καθορίζονται από την ελληνική φιλοσοφία και τον Χριστιανισμό. Τα υπόλοιπα στοιχεία, όσα θεωρούνται δανεισμένα από διαφορετικές πηγές, δεν εμφανίζουν καθολικό χαρακτήρα. Αυτό επιτρέπει να βγουν συγκεκριμένα συμπεράσματα για την προέλευση και την εξάπλωση του γνωστικισμού.
© 2011 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου
κατόπιν αδείας του διαχειριστή του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μή
εμπορικούς σκοπούς, με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: http://www.impantokratoros.gr/gnostikoi.el.aspx