Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

'Ο Γέροντας Παῒσιος 'Ολάρου

  «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΟΛΑΡΟΥ

Περιστατικά μέ τό προορατικό χάρισμα τοῦ Γέροντος Παϊσίου

ὑπό π. Κωνσταντίνου Κόμαν

«῎Αλλα οἱ ἄνθρωποι βούλονται κι ἄλλα ὁ Θεός κελεύει»

(Διήγησις μιᾶς Χριστιανῆς)

             Ἦτο τό καλοκαίρι τοῦ 1983. ῎Ημουν τότε 26 ἐτῶν. 'Επήγαινα γιά πρώτη φορά στό μοναστήρι Βαράτεκ καί ἐπιθυμοῦσα πολύ νά μή ἐπιστρέψω  πλέον πίσω. Μοῦ φαινόταν ὅτι σ' ἐκείνους τούς τόπους εἶχε πέσει ἕνα κομμάτι τοῦ παραδείσου. ῎Εκανα κάθε εἴδους σχέδια πῶς κι ἐγώ θά φύγω ἀπό τήν προσοχή τῆς μητέρας μου καί θά κρυφθῶ στό μοναστήρι.

            'Η καημένη ἡ μητέρα μου πολλά χρόνια παλαιότερα, εἶχε περπατήσει αὐτά τά μονοπάτια τῶν μοναστηριῶν, παρακαλώντας μέ δάκρυα καί προσευχές γιά ν' ἀξιωθῆ κι αὐτή νά παντρευτῆ καί ν' ἀνοίξη τό σπίτι της. Μιά φίλη της, πού εἶχε φθάσει κι αὐτή ἐκεῖ, ἀναζητοῦσε τόν π. Παῒσιο τῆς Σύχλας. 'Η μητέρα μου, χωρίς δισταγμό, τήν ὡδήγησε στόν π. Παῒσιο. 'Εκεῖ ἦτο πλῆθος ἀνθρώπων πού περίμεναν μιά συμβουλή ἤ μιά πνευματική ἐνίσχυσι ἀπό τόν Γέροντα. 'Η γυναῖκα ἐκείνη, πού ἦτο λεπτοκαμωμένη καί κοντόσωμη κατώρθωσε καί πλησίασε τήν βεράντα τοῦ κελλιοῦ τοῦ Γέροντα. 'Η μητέρα μου κι ἐγώ ἐπιστρέψαμε στό Βαράτεκ, ὅπου ἡ ἡγουμένη Εὐπραξία μᾶς φιλοξένησε μέ πολλή καλωσύνη. Τήν δεύτερη ἡμέρα, ὅταν ἐξημέρωσε, ξεκίνησε καί πάλι γιά τήν Σύχλα. 'Εκεῖ καί πάλι τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦτο πολύ μεγάλο καί ἡ γυναῖκα ἐκείνη δέν ἠμποροῦσε νά προχωρήση μέ κανένα τρόπο γιά νά πλησιάση στό κελλί τοῦ Γέροντος. Εἶναι σίγουρο ὅτι νοερά προσευχόταν στήν Κυρία Θεοτόκο νά τήν βοηθήση μήπως καί ἠμπορέση νά συνομιλήση κι αὐτή μέ τόν Γέροντα.

            Σέ μιά δεδομένη στιγμή, ὁ Γέροντας βγῆκε στήν βεράντα πού ἦτο μπροστά στό κελλί του καί παρεκάλεσε τούς ἀνθρώπους νά δείξουν κατανόησι καί ν'ἀφήσουν τήν τάδε γυναῖκα νά προσπεράση, διότι περίμενε ἐδῶ καί μιά ἡμέρα κί ἀκόμη δέν κατώρθωσε νά ἔλθη καί «ἀδειάση» τό φορτίο τῶν προβλημάτων της. 'Η γυναῖκα αὐτή αἰσθανόταν ντροπή νά λέγη στούς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ἐκεῖ ἀπό χθές, ἀλλά καί στόν Γέροντα δέν ἠμποροῦσε νά εἰπῆ τίποτε, διότι ἦτο ἀδύνατον νά πλησιάση στό κελλί του. Συνέχιζε μόνο νά προσεύχεται νοερά. Τότε πρός κατάπληξι τῆς γυναίκας, ὁ Γέροντας γιά δεύτερη φορά παρεκάλεσε τό πλῆθος ν' ἀνοίξη διάδρομο γιά νά ἔλθη κοντά του ἡ τάδε γυναῖκα, τῆς ὁποίας περιέγραψε τό φόρεμα, τό μαντήλι καί τήν ἡλικία της. 'Εκείνη, κλαίγοντας ἀπό χαρά καί συγκίνησι πλησίασε τόν Γέροντα καί γονάτισε μπροστά του ('Εδῶ πρέπει νά εἰποῦμε σ' αὐτούς κυρίως πού δέν ἐγνώριζαν τόν Γέροντα ὅτι ἀπό τότε ἦτο σχεδόν τυφλός καί ἦτο ἀδύνατον νά ἰδῆ ἐκείνη τήν γυναῖκα ἀπό μακριά καί μέ ποία ροῦχα ἦτο ντυμένη).

            Μέ πολλή δυσκολία ἐκείνη ἡ γυναῖκα ἐξωμολογήθηκε τά προβλήματά της. 'Ο Γέροντας τήν παρηγόρησε καί τῆς εἶπε νά ἐπανέλθη πάλι μέ μένα.

            ῞Ολο αὐτό τό γεγονός μοῦ τό διηγήθηκε ἐκείνη ἡ γυναῖκα καί πολύ μ' ἐντυπωσίασε. Περισσότερο μ' ἐξέπληξε τό γεγονός ὅτι γνωρίζω ἕνα Γέροντα ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατόν μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ νά γνωρίζη ἐκ τῶν προτέρων ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία, ὁποιαδήποτε ἐσωτερική ὑπόθεσι ἑνός ἀνθρώπου.

            ῞Οταν ἐπλησίασα τήν βεράντα στήν ὁποία μᾶς περίμενε ὁ Πατήρ χαμογελαστός, τά γόνατά μου ἔτρεμαν πάρα πολύ, ἐνῶ ἡ φωνή μου εἶχε χαθῆ τελείως.

            'Ο Γέροντας μᾶς παρηγόρησε καί μᾶς ἔφερε ἕνα πιατάκι μέλι καί νερό κρῦο. 'Αμέσως ἐκεῖνος ὁ φόβος πού μέ εἶχε κυριεύσει, ἐξαφανίσθηκε χαρίζοντας στήν θέσι του  μιά κατάστασι εἰρήνης, εὐχαριστίας καί θείας ἐμπειρίας, τήν ὁποίαν δέν ξέρω, ἄν ἠμπορέσω πάλι νά τήν ζήσω ἄλλη φορά.

            Μέ μιά σπάνια μειλιχιότητα, ὁ Γέροντας μέ συμβούλευσε καί μέ προέτρεψε νά πάω στόν π. Κλεόπα στήν Συχαστρία καί, ὅπως μέ διδάξει ἐκεῖνος, αὐτά νά κάνω.

            'Επῆρα τήν εὐλογία του καί ξεκίνησα γιά τήν Συχαστρία. Μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ π. Κλεόπας μᾶς περίμενε. Δέν ἤθελε νά συζητήση μέ τήν γυναῖκα. Μέ κάλεσε ἀμέσως στό κελλί του. Δοκίμασα νά τοῦ εἰπῶ ὅτι ἀπεφάσισα νά παραμείνω στό Βαράτεκ καί νά γίνω μοναχή. 'Ο π. Κλεόπας ὕψωσε αὐστηρά τήν φωνή του σέ μένα κι ἐγώ ἔμεινα ἄφωνη. Μοῦ εἶπε κατηγορηματικά ὅτι θά ἐπιστρέψω στό Βουκουρέστι, θά κάνω 40 ἡμέρες τόν κανόνα πού θά μοῦ δώση καί στό τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου, θά μοῦ εἰπῆ ποιόν θέλει νά δώση σύζυγο γιά μένα ὁ Θεός καί ὄχι αὐτόν πού θέλω ἐγώ, οὔτε αὐτόν πού ἤθελε ἡ μητέρα μου. 'Ο Γέροντας ἐσκλήρυνε τήν φωνή του ἀκόμη περισσότερο. Κατόπιν μέ μάλωσε, διότι ἐγώ δέν γονάτισα ποτέ καί δέν παρεκάλεσα τόν Θεό γιά τήν παντρειά μου. Χωρίς νά μέ ρωτήση ἀπό ποῦ γνωρίζει αὐτή τήν ἀλήθεια, ἄκουσα ξαφνικά καί ἀπροσδόκητα ἀπό τό στόμα του νά λέγη ὅτι θά ἔλθω πάλι στήν Πανοσιότητά του μέ τόν σύζυγο καί τά παιδιά μου.

            Μέ τήν συμπλήρωσι 40 ἡμερῶν, ἐγνώρισα αὐτόν πού κατόπιν μέ παντρεύθηκε.

Μετά ἀπό δύο χρόνια, ἡ μητέρα μου, δυσαρεστημένη γιά τόν ἄνδρα πού πῆρα, ἐζήτησε πάλι νά μιλήση  μέ τόν Γέροντα Παῒσιο. ῞Οταν τήν εἶδε ὁ π. Παῒσιος, τήν ἐρώτησε ἀναφέροντας καί τό ὄνομα μου. Δέν περίμενε τήν ἀπάντησί της καί μόνος του συνέχισε καί εἶπε: «῎Α, ναί, ἡ Μαρούλα, παρέμεινε μέ τά παιδιά στό σπίτι». Μετά, χωρίς νά τήν ἀκούση, τήν ἔστειλε στόν π. Κλεόπα, στήν Συχαστρία.

            'Ο π. Κλεόπας τήν μάλωσε τήν μητέρα μου καί τήν ἔστειλε πάλι στό Βουκουρέστι μέ τήν ἐντολή νά μοῦ μεγαλώση τά παιδιά, ὅσα θά μοῦ δώση ὁ Θεός.

            'Επέστρεψε ἡ γυναῖκα στό σπίτι, ἔκλαψε πολύ καί μοῦ διηγήθηκε ὅλα, ὅσα τῆς συνέβησαν.

            'Εκεῖνο τόν καιρό, εἴχαμε γνωρίσει τόν π. Βοϊτσέσκου, ὁ ὁποῖος εἶχε κερδίσει τήν συμπάθεια τοῦ συζύγου μου, πού μᾶς ἔλεγε ὅτι εἶναι ἄθεος. ῎Ημουν σέ ἄδεια καί ὁ π. Βοϊτσέσκου μοῦ πρότεινε νά πάρω τά μεγάλα παιδιά καί τόν σύζυγό μου καί νά πᾶμε μαζί του στό μοναστήρι Βαράτεκ. Πρός μεγάλη μου χαρά δέχθηκε νά ἔλθη καί ὁ ἄνδρας μου.

            Πρώτη ἐκδρομή μέ τόν π. Βοϊτσέσκου ἦτο στήν μονή Συχαστρία, πρός ἐπίσκεψι τοῦ π. Κλεόπα. 'Ο Γέροντας κύτταξε τόν ἄνδρα μου κἄπως διερευνητικά καί τόν ρώτησε ἔτσι: «Μικρέ χριστιανέ μου, γιατί ἀμφιβάλλεις;»

            Μετά τήν ἀναχώρησι ἀπό τήν βεράντα τοῦ π. Κλεόπα, εἶδα ὅτι ὁ σύζυγός μου ἦτο ἄλλος ἄνθρωπος. 'Ο π. Κλεόπας ἦτο ὁ πρῶτος Γέροντας ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ σύζυγός μου ἔκλινε τό κεφάλι καί τοῦ φίλησε τό χέρι.

            Κοντά στήν εἴσοδο τῆς μονῆς Συχαστρία, σ' ἕνα κελλί ἔμενε τώρα καί ὁ Γέροντας π. Παῒσιος, ὁ ὁποῖος δέν ἠμποροῦσε νά δεχθῆ ἐπισκέπτες, λόγῳ τῶν γηρατειῶν καί ἀσθενειῶν του. Στήν παράκλησι τοῦ π. Βοϊτσέσκου, μᾶς δέχθηκε, μᾶς διάβασε μιά προσευχή καί μᾶς εὐλόγησε. 'Ο σύζυγός μου, στόν ὁποῖον δέν τολμοῦσα ποτέ νά τοῦ διηγηθῶ γι' αὐτούς τούς ἐπίγειους ἁγίους, αἰσθάνθηκε μόνος του τήν ἀνάγκη νά γονατίση δίπλα στό κρεββάτι τοῦ πόνου τοῦ π. Παϊσίου καί σάν νά μήν ἤθελε νά σηκωθῆ ἀπ' ἐκεῖ. 'Εγώ τόν ἔβλεπα γιά πρώτη φορά γονατιστόν.

            Μετά ἀπ' ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὅλη ἡ ὁμίχλη ἀπό τήν ψυχή του διαλύθηκε.῎Αρχισε ν'ἀσπάζεται τό χέρι τοῦ π. Βοϊτσέσκου, κατόπιν δέχθηκε νά ἐξομολογηθῆ καί νά κοινωνήση.

            Σήμερα καί οἱ τρεῖς αὐτοί Πατέρες, πού ἄλλαξαν τήν ζωή καί τήν ψυχή τοῦ συζύγου μου, μετετέθησαν στά οὐράνια, ἐνῶ ὁ σύζυγός μου ἐπιθυμεῖ νά σπουδάση τήν ὀρθόδοξη θεολογία.

            'Εγώ ἡ ἁμαρτωλή δέν εἶμαι ἄξια νά εὐχαριστήσω τόν Θεό, ὁ 'Οποῖος μ' ἀξίωσε νά γνωρίσω ἁγίους πατέρες. 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου