+ π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Το θέμα τού διαζυγίου του Ρώσσελ παρουσιάζει ενδιαφέρον για τη βαθύτερη μελέτη της ιστορίας της «θεοκρατίας» του Μπρούκλιν, η οποία θεμελιώνεται στη δοξασία για τον «πιστό και φρόνιμο δούλο», που εγκατέστησε ο «Ιεχωβά» εφ’ όλων των υπαρχόντων του, για να δίδει «τροφή εν καιρώ». Αυτή η θεωρία ήταν επινόημα της γυναίκας του Ρώσσελ και, κατά την άποψη του ιδρυτού της εταιρείας «Σκοπιά», η θεωρία αυτή για τις συζυγικές διαμάχες ήταν ο «κακός σπόρος».
Ο Ρώσσελ συνάντησε για πρώτη φορά την Maria Frances Ackley το 1879 σε μια ομάδα «Σπουδαστών της Γραφής». Όμως ο γάμος τού Καρόλου Ρώσσελ και της Maria Ackley δεν ήταν ο μοναδικός για τις δύο οικογένειες. Ο πατέρας τού Καρόλου, Τζόζεφ Λ. Ρώσσελ παντρεύτηκε την αδελφή της γυναίκας του γιού του!
Η κυρία Ρώσσελ ήταν δημοσιογράφος· έγινε μέλος τού «Συμβουλίου Διευθυντών» της εταιρείας και Γραμματέας-Ταμίας. Το όνομά της εμφανιζόταν στο περιοδικό «Σκοπιά» ως συνεκδότρια. Τα άρθρα της δημοσιεύονταν τακτικά στη «Σκοπιά».
Όμως προέκυψαν δυσκολίες στο γάμο τους και το 1897 χώρισαν. Μετά έξι χρόνια η κυρία Ρώσσελ υπέβαλε αίτηση διαζυγίου, που τελικά κατέληξε σε δικαστική διαδικασία το 1906 με την κατηγορία της «ψυχικής βαρβαρότητας».
Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα εκθέσουμε όλες τις θέσεις, όπως διατυπώθηκαν, ώστε να μπορέσουμε να εμβαθύνουμε στο «μυστήριο» τού διαζυγίου τού «πιστού και φρονίμου δούλου» των τότε «Σπουδαστών της Γραφής» και ιδρυτού της εταιρείας «Σκοπιά».
Η άποψη του Καρόλου Ρώσσελ
Ο Ρώσσελ φρόντισε να δημοσιευθεί στη «Σκοπιά» τού 1907 μια αναλυτική έκθεση των γεγονότων που αφορούσαν το συζυγικό του πρόβλημα (Σκ. 4/1907, σ. 457-63, γερμ. έκδοση).
Σύμφωνα μ’ αυτή την έκθεση, το επίμαχο σημείο ήταν η επιδίωξη της κυρίας Ρώσσελ να αναλάβει τη σύνταξη της «Σκοπιάς» (σ. 49). Ο Ρώσσελ υπογραμμίζει πως ο «κακός σπόρος» που έπιασε ρίζες ήταν η ερμηνεία τού Ματθ. κδ’ 45-47 από μέρους της συζύγου του. «Εκείνη ήταν η πρώτη που πρόσεξε το εδάφιο Ματθ. κδ’ 45-47 και το εφήρμοσε σ’ εμέ — σε μία συνάθροιση στην Allegheny και αργότερα στη Νέα Υόρκη. Απάντησα πως δεν παρατηρώ αυτό το εδάφιο μ’ αυτό τον τρόπο και αρνήθηκα να τού δώσω μια προσωπική εφαρμογή, παρ’ όλο που δεν μπορούσα να αρνηθώ πως αυτό το εδάφιο τονίζει “εκείνο το δούλο”, “συνδούλους” και τον “οίκο” και προφανώς υπογραμμίζει με σαφήνεια και με πρόθεση μια διαφορά μεταξύ αυτών των εκφράσεων» (σ. 51).
«Συμφωνήσαμε σ’ αυτό το ζήτημα πως ο Κύριος είναι τώρα παρών, ότι το 1878 ανέλαβε το αξίωμά του ως βασιλέας και ότι από τότε ο οίκος του ευλογήθηκε πλούσια με τροφή στον κατάλληλο καιρό. Σ’ εμέ φαίνεται πως στη διανομή της τροφής για τον οίκο, ο Κύριος δεν την προσφέρει στον καθένα αυτός προσωπικά. Διάλεξε μεταξύ αυτών ένα αριθμό από δούλους και όλους αυτούς τους δούλους τους προμήθευσε την τροφή στον κατάλληλο καιρό μέσω του ενός ιδιαιτέρου δούλου — “του δούλου εκείνου”» (σ. 51). Αυτή την άποψη κήρυττε όπως είδαμε ο Κάρολος Ρώσσελ˙ ο ίδιος απέκτησε την αυτοσυνειδησία «του δούλου εκείνου».
Όμως η κυρία Ρώσσελ, η οποία, σύμφωνα με την ομολογία τού συζύγου της, ήταν η εμπνεύστρια της δοξασίας περί «τού δούλου εκείνου», «εμβάθυνε» περισσότερο στη δοξασία της. Η έκθεση τού Ρώσσελ αναφέρει:
«Βαθμιαία επέδρασε σ’ αυτήν και η ερμηνεία της αναφορικά με «τον δούλον εκείνον». Κατ’ αρχήν ερμήνευσε, ότι όπως στο ανθρώπινο σώμα υπάρχουν δύο μάτια, δύο αυτιά, δύο χέρια, δύο πόδια κ.ο.κ., έτσι κι αυτό φαίνεται αρκετά ορθό˙ θα μπορούσαν να αποτελούν “οι δύο ένα” — αυτή και εγώ ένας στο γάμο, στο πνεύμα και στον Κύριο» (σ. 52, υπογράμμιση δική μας).
Αλλά η κυρία Ρώσσελ, γράφει ο σύζυγός της, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Υποστήριξε πως οι στίχοι Ματθ. κδ’ 48-51, που αναφέρονται στον «κακό δούλο», δεν αποτελούν προειδοποίηση, αλλά εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο τού συζύγου της και γι’ αυτό πρέπει εκείνη να πάρει τη θέση του ως «δούλος» για την διανομή της «τροφής εν καιρώ». Αυτό συνέβη το έτος 1896. Απαίτησε λοιπόν να γράφεται το όνομά της στα άρθρα που δημοσίευε στη «Σκοπιά» και να παύσει να ονομάζεται «βοηθός συντάκτη».
Στην Έκθεση της «Σκοπιάς» αναφέρονται και άλλες κατηγορίες εναντίον τού Ρώσσελ από μέρους της συζύγου του.
Παραπονέθηκε για μία διαθήκη που συνέταξε ο Ρώσσελ για λογαριασμό τού πατέρα του και δεν άρεσε σ’ αυτήν και στην αδελφή της, δηλαδή τη σύζυγο τού πατέρα τού Ρώσσελ. Τον κατηγόρησε επίσης ότι την υποτίμησε σε μια συνάθροιση. Ο Ρώσσελ υποστηρίζει πως το κείμενο της διαθήκης ήταν επιθυμία τού πατέρα του και ότι συνεβούλευσε τον πατέρα του να ανταποκριθεί στις σχετικές επιθυμίες της γυναίκας του. Για την προσβολή ανέφερε πως κατά την συνάθροιση, στην οποία εκείνη αναφέρθηκε, της παρεχώρησε περισσότερο χρόνο από εκείνον που μίλησε ο ίδιος (σ. 53).
Τελικά συμφιλιώθηκαν και η κυρία Ρώσσελ άρχισε να γράφει και πάλι άρθρα για τη «Σκοπιά». Έγινε όμως θύμα κακών επιρροών και μαζί με άλλες γυναίκες ανέπτυξε το πνεύμα της αντιπολίτευσης. Με αυτή την αιτιολογία ο Ρώσσελ έκανε αυτό το προσωπικό του πρόβλημα υπόθεση της «συναθροίσεως». Θεωρεί την όλη υπόθεση «επίθεση των πονηρών δυνάμεων» με σκοπό να εξουδετερωθεί «το έργο τού Θεού» (σ. 54).
Η όλη επιχειρηματολογία συνοψίζεται στο ότι αυτός είναι εκείνος, στον οποίον ο Θεός έχει εμπιστευθεί αυτό το έργο, δηλαδή «ο δούλος εκείνος».
Σε επιστολή του προς τη γυναίκα του, που δημοσιεύεται στη «Σκοπιά» (1907, σ. 54) αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Σκέψου, αγαπημένη μου ότι ο Θεός σου έδωκε το προνόμιο να στέκεσαι δίπλα μου ως βασίλισσα, να είσαι συμμέτοχη και βοηθός μου, μια θέση που καμμία άλλη γυναίκα στον κόσμο δεν έχει» (σ. 54).
Προκειμένου να πείσει τη γυναίκα του ο Ρώσσελ να αποδεχθεί πως αυτός ήταν συντάκτης της «Σκοπιάς» με βάση το θέλημα τού Θεού, της είπε πως στην αντίθετη περίπτωση ο Θεός θα μπορούσε με ένα δυστύχημα ή με άλλο τρόπο να τον θέσει στο περιθώριο και τότε το όλο έργο θα περνούσε στα δικά της χέρια, γιατί, γράφει, «όπως την είχα διαβεβαιώσει, η εμπιστοσύνη μου σ’ αυτήν ήταν τόσο μεγάλη, ώστε με βάση τη διαθήκη μου, όλα τα είχα εμπιστευθεί στην φροντίδα και στην επίβλεψη της» (σ. 55). Ώστε, σύμφωνα με τη διαθήκη την οποία μνημονεύει εδώ ο Ρώσσελ, η σύζυγος του θα ήταν μετά το θάνατο του «εκείνος ο δούλος», που θα μοίραζε την «τροφή εν καιρώ».
Τα πράγματα φάνηκε πως τακτοποιήθηκαν στη συνέχεια, αλλά όταν ο Ρώσσελ έλειπε σε ταξίδι το 1897, η σύζυγος του επισκέφθηκε τη συνάθροιση στο Chicago και προσπάθησε να αποκτήσει εκεί επιρροή. Όταν επέστρεψε ο Ρώσσελ δεν τη δέχθηκε στο σπίτι. Τότε εκείνη μετακόμισε στην αδελφή της (1898). Ο ισχυρισμός της εταιρείας, ότι η κυρία Ρώσσελ εγκατέλειψε τον άνδρα της το 1897 (Διαγγελείς, σ. 645) δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια.
Μετά ένα χρόνο, λέγει ο Ρώσσελ, έδειξε μετάνοια και εκείνος της παραχώρησε ένα σπίτι με δέκα δωμάτια. Ερχόταν να την επισκεφθεί μία φορά την εβδομάδα, αλλά εκείνη εξέφραζε αντιρρήσεις, επειδή θα το σχολίαζαν οι γείτονες και οι άνθρωποι στους οποίους νοίκιαζε τα δωμάτια.
Όμως συνέχισε τη συκοφαντική δυσφήμηση και τότε ο Ρώσσελ της έκοψε την υποστήριξη. Εκείνη, για να τον εκδικηθεί ζήτησε διαζύγιο (σ. 56-57).
Η Έκθεση αναφέρει ακόμη ότι η κυρία Ρώσσελ πρόβαλλε διάφορες κατηγορίες εναντίον τού συζύγου της, ακόμη και λόγους ηθικής. Προσπάθησε να περάση την άποψη πως ο σύζυγος της έχει τη ροπή να ερωτεύεται, «όμοια με μία μέδουσα, που κολυμπά τριγύρω». «Είπε ότι κάποιος (εγώ) της το είπε αυτό πριν τριάντα χρόνια» (σ. 57). «Η κυρία Ρώσσελ πρόβαλε ως άλλη κατηγορία μία πολύ στενή σχέση μεταξύ τού συζύγου της και μιας ορισμένης αδελφής που ονομαζόταν Rose, η οποία ήταν μέλος της οικογενείας των Ρώσσελ από το έτος 1888… ότι η Rose κάθησε στα γόνατα τού Ρώσσελ και εκείνος τη φίλησε. Η κυρία Ρώσσελ ορκίστηκε επίσης πως μία νύχτα πήγε στο δωμάτιο της Rose και είδε τον κύριο Ρώσσελ να κάθεται στο κρεββάτι της και να της κρατάει το χέρι» (σ. 57).
Ο Ρώσσελ εξήγησε στο δικαστήριο πως η Rose και ο αδελφός της Charles ήταν μέλη τού οίκου και βοηθοί στο γραφείο. «Η Rose ήταν στην εμφάνιση της ακόμη παιδί, φορούσε κοντά φορέματα και στον κύριο Ρώσσελ έκανε την εντύπωση μιας 13χρονης. Δεν γνώριζε την ηλικία της, αλλά κάποιος άλλος που την γνώριζε τόλμησε να υπολογίσει πως ήταν 10 χρονών. Ο αδελφός της ήλθε πρώτα σε μας και κατόπιν ήρθε η Rose, αλλά ο αδελφός της πέθανε ύστερα» (σ. 57).
Μετά από μερικούς μήνες ο κ. Ρώσσελ άκουσε στο γραφείο κλάματα και όταν κοίταξε είδε την Rose δακρυσμένη. Όταν θέλησε να μάθει την αιτία, «η Rose πήγε σ’ αυτόν κλαίγοντας, κάθισε στο γόνατο του και παραπονέθηκε πως η κυρία Ρώσσελ την βάζει να κάνει πάρα πολύ δουλειά… και νοιώθει κουρασμένη και χωρίς φίλο». Ο Ρώσσελ την παρηγόρησε και «τότε σκουπίζοντας ξαφνικά τα δάκρυα της, φίλησε τον κύριο Ρώσσελ» (σ. 57).
Ο Ρώσσελ μίλησε στη συνέχεια με τη γυναίκα του και συμφώνησαν και οι δύο να μεταχειρίζονται την Rose ως υιοθετημένη κόρη. Αυτό ανακοινώθηκε στη Rose, που από τότε εγκαταστάθηκε στο δωμάτιο που εχρησιμοποιείτο για μελέτη. Από τότε, κάθε βράδυ, όταν η Rose πήγαινε για ύπνο η κυρία Ρώσσελ της έδινε ένα φιλί και της έλεγε να το δώσει με τη σειρά της στον κύριο Ρώσσελ (σ. 57).
Η κυρία Ρώσσελ, στην ένορκο κατάθεση της υποστήριξε επίσης πως μια φορά βρήκε τον κύριο Ρώσσελ στο δωμάτιο της υπηρέτριας τους Emilie με κλειδωμένη την πόρτα. Όμως ο κύριος Ρώσσελ διασαφήνισε πως η Emilie ήταν άρρωστη και πήγε να της δώσει το κατάλληλο φάρμακο και επειδή γινόταν έξω θόρυβος, γύρισε το κλειδί της πόρτας, για να ακούσει αυτά που θα τού έλεγε η Emilie (σ. 58).
Όλα αυτά αποτελούν σύνοψη της άποψης τού Ρώσσελ σχετικά με το συζυγικό του πρόβλημα.
Η άποψη της εταιρείας μετά το θάνατο τού Ρώσσελ
Μετά το θάνατο του Ρώσσελ η εταιρεία «Σκοπιά» προσπάθησε να ερμηνεύσει το προσωπικό πρόβλημα τον Ρώσσελ με βάση τις προφητείες της Βίβλου. Η προσπάθεια αυτή έχει τις ρίζες της στην επιχειρηματολογία του ίδιου τού Ρώσσελ, ότι δηλαδή η γυναίκα του έπεσε θύμα σκοτεινών δυνάμεων, πίσω από τις οποίες κρύπτεται ο Σατανάς, που επιθυμούσε να εξουδετερώσει το έργο τού «δούλου»!
Το 1917, με την κυκλοφορία τού Ζ’ τόμου των «Γραφικών Μελετών» η εταιρεία υποστήριξε πως η υπόθεση τού διαζυγίου τού Ρώσσελ προφητεύθηκε από τον προφήτη Ιεζεκιήλ: «Υιε ανθρώπου, ιδού εγώ θέλω αφαιρέσει από σου, δια μιας πληγής, το επιθύμημα των οφθαλμών σου˙ και μη πενθήσης, μηδέ κλαύσης και ας μη ρεύσωσι τα δάκρυα σου» (Ιεζ. κδ’ 16). Ο Ρώσσελ, σχολιάζει η «Σκοπιά», «ως μέλος τού Μεγάλου Αρχιερέως, και ως αντιπρόσωπος τού Χριστού εν τω κόσμω, ο μόνος οικονόμος “της τροφής εν καιρώ”, υπέφερε δια τούτο πάρα πολύ, άλλ’ ουδέποτε έχυσε δάκρυα» (ΓΜ, Ζ, έκδ. 1923, σ. 607).
Εδώ ο Ρώσσελ εμφανίζεται πως αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του και πως το διαζύγιο ήταν «θέλημα Θεού».
Το ότι δεν δάκρυσε για το χωρισμό, αυτό είναι μάλλον σίγουρο. Όμως το προσωπικό του πρόβλημα δεν έχει σχέση με την προφητεία τού Ιεζεκιήλ. Σύμφωνα με νεώτερη ερμηνεία της «Σκοπιάς», το «επιθύμημα των οφθαλμών» για το οποίο κάνει λόγο ο προφήτης, δηλώνει τη σύζυγο τού Ιεζεκιήλ, που ήταν άπιστη προς αυτόν ή προς τον Θεό και συμβολίζει την τάξη τού «πονηρού δούλου» (Διεκδίκησις, τ. Α, 1932, σ. 335-337).
Την εποχή εκείνη η «Σκοπιά» δεν μιλούσε με κολακευτικά λόγια για τη γυναίκα τού Ρώσσελ. Στο βιβλίο «Φως» (τ. Α’ 1930, σ. 33-34) η κυρία Ρώσσελ προεικονίζεται από την Ιεζάβελ τού εδαφίου Αποκ. β’ 20, όπου αναφέρεται ότι αποκαλεί τον εαυτό της προφήτη «και διδάσκει και πλανά τους εμούς δούλους πορνεύσαι και φαγείν ειδωλόθυτα».
Το βιβλίο «Φως» σχολιάζει το εδάφιο αυτό:
«Μεταξύ των αρχικών ιδρυτών της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρείας η “Σκοπιά”, υπήρξε γυνή, η σύζυγος τού προέδρου αυτής, ήτις και επέμενεν όπως εκδίδη την Σκοπιάν και, επειδή εύρεν αντίστασιν, ωδήγησε και αλλάς γυναίκας να λάβουν πορείαν εναντίον τού έργου τού Κυρίου». «Το Γραφικόν αυτό εδάφιον… αναφέρεται εις ανάρμοστόν τινά κατάστασιν υφισταμένην εις την αληθή εκκλησίαν και εξασκηθείσαν υπό γυναικών, και τούτο κακώς, ήτις κατάστασις εξεικονίζεται υπό της Ιεζάβελ».
Αλλά και η άποψη αυτή αναθεωρήθηκε αργότερα. Η Ιεζάβελ δεν συμβολίζει πλέον τη γυναίκα τού Ρώσσελ, αλλά τους αντιπάλους τού Ρόδερφορδ στην εταιρεία κατά το έτος 1918 (Dann ist das Geheimnis Gottes Vollendet, 1970, σ. 173). Όμως αυτή η ερμηνεία είναι η τρίτη κατά σειρά. Το 1917, στο Ζ’ τόμο των «Γραφικών Μελετών» (έκδ. 1923, σ. 47) αναφέρεται πως η Ιεζάβελ συμβολίζει την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία! Αυτές οι αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες από μέρους της «Σκοπιάς» αποδεικνύουν πόσο λίγο μπορεί κανείς να εμπιστευθεί σ’ αυτήν, όταν πρόκειται για τόσο λεπτά θέματα, όπως είναι τα πραγματικά γεγονότα γύρω από το διαζύγιο τού Καρόλου Ρώσσελ.
Η εταιρεία επανέρχεται σ’ αυτό το ζήτημα στο «Βιβλίο Έτους» τού 1983. Υποστηρίζει πως η συζυγική διαμάχη στο ζεύγος Ρώσσελ προέκυψε από την στάση της κυρίας Ρώσσελ, να μη ανέχεται έλεγχο στα άρθρα της, που εδημοσιεύοντο στη «Σκοπιά». Παρασιωπά όμως εντελώς την πληροφορία, ότι εκείνη ουσιαστικά ήταν που ανακάλυψε πρώτη τα περί «πιστού και φρονίμου δούλου». Ειδικότερα η «Σκοπιά» υποστηρίζει:
«Η κυρία Ρώσσελ… ήταν… για ένα διάστημα συνεκδότρια του περιοδικού. Τελικά ζήτησε να ακούγεται η γνώμη της περισσότερο για το τι έπρεπε να δημοσιεύεται στη “Σκοπιά”. Η φιλοδοξία της αυτή μπορούσε να συγκριθεί μ’ εκείνη της αδελφής τον Μωϋσή, της Μαριάμ. που ξεσηκώθηκε εναντίον του αδελφού της» (Βιβλίον Έτους 1983, σ. 66). Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Σκοπιάς» ο Ρώσσελ ανέφερε: «Βαθμιαία φάνηκε να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τίποτα άπ’ όσα γράφονταν στη Σκοπιά δεν ήταν κατάλληλα εκτός από εκείνα που έγραφε η ίδια και μ’ ενοχλούσε διαρκώς με υποδείξεις για αλλαγές στα γραπτά μου» (Βιβλίον Έτους 1983, σ. 67).
Ισχυρίζεται ακόμη πως η κυρία Ρώσσελ εγκατέλειψε το σύζυγο της χωρίς προειδοποίηση κατά το έτος 1897 «μετά δεκαοκτώ χρόνια γάμου»˙ «για επτά περίπου χρόνια ζούσε χωριστά, ο Κ.Τ. Ρώσσελ της παρείχε ένα ξεχωριστό σπίτι και επίσης τη συντηρούσε οικονομικά» (σ. 68).
Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Όχι ανήθικος», το «Βιβλίον Έτους 1983» γράφει:
«Σαν να μην ήταν αρκετή η ένταση από τις συζυγικές στενοχώριες του Ρώσσελ, οι εχθροί του έφτασαν να κάνουν αισχρές κατηγορίες εναντίον του, ότι ήταν ανήθικος. Αυτές οι σκόπιμες ψευτιές συγκεντρώθηκαν γύρω από μια λεγόμενη ιστορία της “μέδουσας”. Στη διάρκεια της δίκης τον Απρίλιο του 1906, η κυρία Ρώσσελ κατέθεσε ότι κάποια δεσποινίς Μπώλ της είπε ότι ο Κ.Τ. Ρώσσελ είχε πει κάποτε: ‘Είμαι σαν τη μέδουσα. Πλέω εδώ κι’ εκεί. Αγγίζω τη μία και την άλλη, και εάν ανταποκρίνεται την παίρνω και εάν όχι πλέω σε άλλες’. Όταν εξετάστηκε δημόσια σαν μάρτυρας, ο Κ. Τ. Ρώσσελ αρνήθηκε κατηγορηματικά την ιστορία της “μέδουσας”, και όλη αυτή η υπόθεση διαγράφτηκε από τα πρακτικά του δικαστηρίου, ο δικαστής είπε στην αγόρευσή του προς τους ένορκους: “Αυτό το μικρό επεισόδιο σχετικά με το κορίτσι που ήταν στην οικογένεια, δεν είναι αιτία για δυσφήμηση και δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση”».
Το κορίτσι αυτό ήταν ορφανό, συνεχίζει το «Βιβλίο Έτους 1983»· πήγε στους Ρώσσελ το 1888, και ήταν περίπου 10 χρόνων. Τη μεταχειρίστηκαν σαν παιδί τους και καληνύχτιζε τον κύριο και την κυρία Ρώσσελ μ’ ένα φιλί κάθε βράδυ όταν πήγαινε να κοιμηθεί (Πρακτικά του Δικαστηρίου, σελίδες 90 και 91). Η κυρία Ρώσσελ κατέθεσε ότι το υποτιθέμενο επεισόδιο συνέβη το 1894, όταν αυτό το κορίτσι δεν μπορεί να ήταν περισσότερο από δεκαπέντε χρόνων (Πρακτικά του Δικαστηρίου, σελίδα 15). Μετά άπ’ αυτό η κυρία Ρώσσελ έζησε με το σύζυγό της για τρία χρόνια και μετά έζησε χωριστά άπ’ αυτόν άλλα επτά χρόνια και κατόπιν υπέβαλε αγωγή διαζυγίου (Βιβλίο Ετους 1983, σ. 70-71).
Εκθέσαμε ήδη την άποψη του Ρώσσελ και την άποψη της εταιρείας, μετά το θάνατο του Ρώσσελ. Ποια όμως ήταν η θέση που πήρε η ίδια η κυρία Ρώσσελ στο συζυγικό της πρόβλημα, που οδήγησε στο διαζύγιο;
Η άποψη της κυρίας Ρώσσελ
Η κυρία Ρώσσελ ανεφέρθη στις σχέσεις της με την εταιρεία και σε οικονομικά θέματα στα πλαίσια της ένορκης καταθέσεως της ενώπιον του Court of Pennsylvania στις 9 Απριλίου 1907. Όπως αναφέραμε, η διαδικασία αυτή έγινε επειδή ο Ρώσσελ αρνήθηκε να καταβάλει τη διατροφή, προβάλλοντας τη δικαιολογία πως δεν είχε καθόλου χρήματα˙ ότι είχε τα παρεχώρησε στην «εταιρεία Σκοπιά» και ο ίδιος ήταν πάμπτωχος. (Court of Common No I, Allegheny County, Pennsylvania, No 459 June Term, 1903, σ. 117-150).
Στην αρχή της καταθέσεώς της η κυρία Ρώσσελ είπε ότι ο γάμος τους έγινε το 1879 και ότι από το Νοέμβριο τού 1897 δεν ζούσαν πλέον μαζί. Όταν παντρεύτηκαν ο Ρώσσελ ήταν στο Gents’ Furnishing Business και ότι είχε ένα μαγαζί στην Federal Street, ένα άλλο στην 5η Λεωφόρο και ένα καπελλάδικο. Όταν παντρεύτηκαν άνοιξε άλλο μαγαζί στη Liberty Street στο Pittsburgh.
Για το περιοδικό «Σκοπιά» ανέφερε πως εκδότης ήταν ο ίδιος ο Ρώσσελ και ότι αυτή εργαζόταν εκεί: «Για αρκετό χρονικό διάστημα είχα την διεύθυνση της αλληλογραφίας που μας ερχόταν και πάντα έγραφα για το περιοδικό, από τον καιρό που άρχισε η έκδοση του. Ο κ. Ρώσσελ και εγώ είμαστε οι μόνοι που γράφαμε γι’ αυτό, εκτός ορισμένων που έγραφαν περιοδικώς· δεν υπήρξαν ποτέ πληρωμένες συμμετοχές και υπήρξαν ελάχιστα άρθρα άλλων, εκτός από τα δικά του και τα δικά μου, που εγίνοντο αποδεκτά στο περιοδικό. Οτιδήποτε έμπαινε στο περιοδικό το έδιναν σ’ εμένα για κριτική». Σε σχετική ερώτηση τού κ. Porter, η κυρία Ρώσσελ ανέφερε πως το όνομά της εδημοσιεύετο στο περιοδικό, στην εισαγωγή κάθε τόμου. Ο Ρώσσελ, πρόσθεσε, αναφερόμενη στις εκδόσεις της εταιρείας, «ονόμαζε τον εαυτό του συγγραφέα και εμένα βοηθό του».
Σχετικά με την οικονομική διαχείριση της εταιρείας, η κυρία Ρώσσελ ανέφερε πως παρ’ όλον ότι και αύτη, όπως και 5 άλλα άτομα, ορίσθησαν «Διευθυντές», τα πάντα τα διηύθυνε ο ίδιος ο Ρώσσελ «μόνος του». Για τον εαυτό της πρόσθεσε:
«Ήμουν γραμματέας και ταμίας κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, αλλά ποτέ δεν είδα τα βιβλία της εταιρείας και ποτέ δεν έκανα την εργασία που ανήκει σε μια γραμματέα η σε έναν ταμία. Τελικά εναντιώθηκα στο να ονομάζομαι γραμματέας και ταμίας».
Μετά το χωρισμό τού ζεύγους η κυρία Ρώσσελ πήγε να ζήσει μαζί με την αδελφή της, δηλαδή με τη σύζυγο τού πατέρα τού συζύγου της. Έμεινε μαζί μ’ αυτή ενάμιση χρόνο. Το 1899 πήγε να κατοικήσει σ’ ένα σπίτι που άνηκε στον Ρώσσελ και ήταν δίπλα από το σπίτι της αδελφής της, μόλις έφυγε ο ενοικιαστής που κατοικούσε εκεί.
Σε ερώτηση τού κ. Porter για τη διάρκεια της διαμονής της σ’ αυτό το σπίτι, η κυρία Ρώσσελ είπε ότι έμεινε εκεί 4 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων ο κ. Ρώσσελ δεν συνεισέφερε τίποτε στη συντήρησή της. Για να ζήσει αναγκαζόταν να νοικιάζει επιπλωμένα δωμάτια. Όμως στις 16 Απριλίου 1903 ο κ. Ρώσσελ και οι άνθρωποί του «ήρθαν στο σπίτι μου, μαζί και με άλλους από το γραφείο, άτομα που σχετίζονταν με την εταιρεία Σκοπιά και με την Investment Company και έκαναν κατάληψη τού σπιτιού και με πέταξαν έξω. Κράτησε την επίπλωση και ακόμη κράτησε το πορτοφόλι μου, το οποίο είχε τα χρήματα που έπαιρνα από τα νοικιασμένα δωμάτια».
Σχετικά με το είδος της εργασίας και της επιχειρήσεως της εταιρείας «Σκοπιά», σε σχετική ερώτηση, η κυρία Ρώσσελ απάντησε ότι «η μόνη δουλειά που γίνεται είναι η διαφήμιση και η πώληση των βιβλίων που εκδίδονται. Μερικοί άνδρες κηρύττουν, οι πλανόδιοι που πάνε έξω για να κηρύξουν, και άλλοι πουλάνε τα βιβλία. Δεν γίνεται καμμία άλλη εργασία σε σχέση με την εταιρεία˙ δεν γίνεται καμμιά ελεημοσύνη κανενός τύπου».
Στο ερώτημα αν υπάρχει κάποια αγαθοεργία ή ιεραποστολή η κυρία Ρώσσελ απάντησε: «Την λένε ιεραποστολή, την λένε τοπική και εξωτερική ιεραποστολή. Αλλά η ιεραποστολική αυτή εργασία είναι η έκδοση και η πώληση αυτής της φιλολογίας εδώ και σε ξένες χώρες. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να πεις ότι είναι εξωτερική ιεραποστολική εργασία, ούτε εσωτερική ιεραποστολή. Δεν υπάρχει τίποτε απ’ αυτό το είδος. Δεν υπάρχει βοήθεια προς τους φτωχούς, δεν υπάρχουν άσυλα, δεν υπάρχουν ιδρύματα, ούτε ναοί ή σχολεία, ούτε νοσοκομεία ή ο,τιδήποτε άλλο θεωρείται αγαθοεργία. Η όλη εργασία της εταιρείας είναι η έκδοση και διάδοση αυτής της φιλολογίας».
Η κυρία Ρώσσελ ανέφερε στη συνέχεια ότι δούλευε ευχαρίστως στην εταιρεία. Σε ερώτηση όμως, κατά πόσο γνώριζε ότι τα χρήματα που κέρδιζε η εταιρεία από οποιαδήποτε πηγή δεν άνηκαν στα άτομα που συγκροτούσαν αυτή την εταιρεία, απάντησε:
«Όχι, δεν το γνωρίζω αυτό». Στη συνέχεια το κείμενο της ένορκης κατάθεσης αναφέρει τον ακόλουθο διάλογο:
«ΕΡ.: Εννοείτε ότι δεν το αντιλαμβάνεσθε έτσι;
ΑΠ.: Δεν το αντιλαμβάνομαι έτσι.
ΕΡ.: Θέλετε να πείτε ότι γνωρίζετε πως ο κ. Ρώσσελ και άλλοι αποκτούν ιδιαίτερα κέρδη ή αποδοχές από την εργασία της εταιρείας;
ΑΠ.: Δεν λέω “και άλλοι”.
ΕΡ.: Δηλαδή, κυρία Ρώσσελ;
ΑΠ.: Αν ρωτήσετε τον κύριο Ρώσσελ, θα πρέπει να σας πει ότι κερδίζει προσωπικά από την εταιρεία.
ΕΡ.: Αυτή είναι η εντύπωσή σας;
ΑΠ.: Αυτή είναι η εντύπωσή μου, βασισμένη όμως στις ουσιαστικές αποδείξεις».
Σ’ όλο αυτό το κείμενο προξενεί εντύπωση ότι δεν γίνεται πουθενά λόγος για διενέξεις, αναφορικά με κάποιες δήθεν απαράδεκτες απαιτήσεις της κυρίας Ρώσσελ σχετικά με τις δημοσιεύσεις της «Σκοπιάς». Αντίθετα μας πληροφορεί πως ο,τιδήποτε ερχόταν στο περιοδικό προς δημοσίευση έπρεπε εκείνη να το κρίνει. Δεν αναφέρει πως αυτό δημιουργούσε πρόβλημα, ούτε και της τίθενται κάποιες ερωτήσεις σχετικά μ’ ένα τέτοιο ζήτημα. Αυτό αποδεικνύει πως τέτοιο πρόβλημα δεν υπήρχε. Αυτό φαίνεται και από άλλη κατάθεση της κυρίας Ρώσσελ, για την οποία μιλούμε στη συνέχεια.
Αμφισβήτηση της ηθικής υποστάσεως τού Ρώσσελ
Στην ηθική υπόσταση του κυρίου Ρώσσελ η σύζυγός του αναφέρθηκε κατά την ένορκο κατάθεσή της ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Πενσυλβανίας (Superior Court of Pennsylvania, Appellant No 202, April Term. Appearances, σ. 10-17). Αυτό το απόσπασμα, στο οποίο η κυρία Ρώσσελ απαντά σε ερωτήσεις του δικηγόρου της, το παραθέτουμε σε ελληνική μετάφραση:
«ΕΡ.: Πότε είχατε την πρώτη σημαντική διαφωνία με τον σύζυγό σας;
ΑΠ.: Ο πρώτος σοβαρός καυγάς με τον σύζυγο μου ήταν, αυτό που είπατε σήμερα το πρωί, η πρώτη προσβολή με αυτή την γυναίκα, η οποία ήταν και στο γραφείο και στο σπίτι μας.
Παρέμβαση από τον κ. Porter (δικηγόρο της κυρίας Russell): Δεν σημαίνει αυτό ότι υποβάλλουμε μήνυση.
ΕΡ.: Δεν εννοείτε με αυτό, ότι ο σύζυγός σας ήταν ένοχος μοιχείας;
ΑΠ.: Όχι.
ΕΡ.: Πως έλεγαν το κορίτσι;
ΑΠ.: Rose Ball.
ΕΡ.: Είναι το κορίτσι, για το οποίο μιλούσατε πριν από λίγο;
ΑΠ.: Ναι, κύριε.
ΕΡ.: Πόσο καιρό ήταν αυτή μαζί σας, πριν ξεσπάσει ο καυγάς;
ΑΠ.: Ήλθε σ’ εμάς γύρω στα 1884…
ΕΡ.: Ζούσε μαζί σας;
ΑΠ.: Ναι, κύριε.
ΕΡ.: Πόσο καιρό έζησε μαζί σας;
ΑΠ.: Ήταν μαζί μας 10 ή 11 χρόνια – α ήταν μαζί μας γύρω στα 12 χρόνια.
ΕΡ.: Πείτε μας τι παρατηρήσατε στην συμπεριφορά τού συζύγου σας με την κοπέλα, όταν ήσασταν παρούσα στο σπίτι σας.
ΑΠ.: Πριν από αυτό ο σύζυγος μου μου είχε προτείνει την ιδέα τού χωρισμού και είπε, ότι εάν συμφωνούσα με έναν χωρισμό, θα μου έδινε το σπίτι στο οποίο ζούσαμε. Είπε ότι δεν ταιριάζαμε.
ΕΡ.: Πότε συνέβη αυτό;
ΑΠ.: Αυτό συνέβη λίγο πριν εκδηλωθεί αυτή η αντίδραση, γύρω στο 1893. Ακόμη ζούσαμε στη λεωφόρο Clifton.
ΕΡ.: Τι προκάλεσε την πρόταση του συζύγου σας;
ΑΠ.: Πολλές διαφωνίες και μεταξύ άλλων το εξής: Υπήρχαν γράμματα που είχε γράψει ο σύζυγός μου σε αποδέκτες για τους οποίους είχα να προβάλω πολύ σοβαρές αντιρρήσεις. Ένα από αυτά περιήλθε στην κατοχή μου ως έξης: Ο κύριος Russell είχε ορισμένα γράμματα, ορισμένα φάκελλα, που ήταν μαρκαρισμένα προσωπικά η λέξη “Προσωπικά” ήταν τυπωμένη σ’ αυτά, και έστελνε αρκετά από αυτά τα φάκελλα σε πρόσωπα, τα οποία ήθελε να αλληλογραφούν μαζί του κατ’ ιδίαν.
-Ένσταση ότι αυτό δεν υπάγεται στην (επί της υποθέσεως) αρμοδιότητα τού Δικαστηρίου.
-Από το Δικαστήριο: Δεν νομίζω ότι αυτό τείνει να καταδείξει κάποιες προσωπικές προσβολές, εκτός αν αυτή (η κυρία Russell) οδηγεί εις κάτι (αξιόλογο).
-Από τον κύριο Porter:
Πείτε απλώς, πολύ συνοπτικά, τι προκάλεσε αυτή την πρόταση τού κυρίου Russell δηλαδή, ότι έπρεπε να χωρίσετε, ότι δεν ταιριάζατε.
-Ένσταση ότι αυτό είναι θέμα άσχετο και εκτός της αρμοδιότητας τού Δικαστηρίου.
-Από το Δικαστήριο: Αυτό είναι θέμα κρίσιμο για την παρούσα δίκη αν προκλήθηκε από κάποιες προσβολές σε βάρος της συζύγου. Όπως παρουσιάζεται τώρα, δεν είναι κρίσιμο. Μπορείτε να εκθέσετε το ιστορικό της υποθέσεως και των σχέσεων των μερών. Ας την αφήσουμε να αρχίσει με τις πρώτες προσβολές που παρατήρησε να της κάνει αυτός, και με το τι ήσαν αυτές οι προσβολές. Από τον κύριο Porter:
ΕΡ.: θέλω να μας πείτε τι έκανε ο σύζυγος σας με την παρέα αυτής της γυναίκας της Rose, παρουσία σας και σπίτι σας.
ΑΠ.: Πρώτα απ’ όλα, το θεωρούσα…
-Ένσταση!
ΕΡ.: Πες μας τι είδες, και τι είπε αυτός και τι έγινε.
ΑΠ.: Ένα βράδυ, ήμουν στο κάτω πάτωμα και η βιβλιοθήκη μας και το υπνοδωμάτιό μας ήταν το ένα δίπλα στο άλλο στο πάνω πάτωμα στον δεύτερο όροφο˙ και εγώ ήμουν το βράδυ στο κάτω πάτωμα και διάβαζα, και ανέβηκα στο πάνω πάτωμα, γύρω στις 10 η ώρα, στο δωμάτιό μου, και υπέθεσα ότι αυτός θα ήταν ή στην βιβλιοθήκη ή ότι θα είχε πάει για ύπνο, και όταν ανέβηκα εκεί αυτός δεν ήταν πουθενά, και βγήκα προς το χωλ, και είδα ότι αυτός ήταν με την βραδυνή του ρόμπα, και καθόταν δίπλα στο κρεββάτι της δίδος Ball, και αυτή ήταν στο κρεββάτι. Και άλλες φορές τον είδα να πηγαίνει εκεί και αυτήν να τον καλεί μέσα λέγοντας ότι δεν ένοιωθε καλά και ότι τον ήθελε μέσα και εγώ προέβαλα αντιρρήσεις σ’ αυτό, και είπα ότι ήταν πολύ άπρεπο, και είπα “υπάρχουν άνθρωποι στο σπίτι, και τι όνομα θα μας κολλήσουν, εάν εσύ κάνεις τέτοια πράγματα;” και αυτός θύμωσε.
Ερ.: Λέτε ότι τον βρήκατε να κάνει αυτό και άλλες φορές. Πόσο συχνά μετά από αυτό;
ΑΠ.: Τον συνέλαβα πολλές φορές, δεν θυμάμαι πόσο συχνά.
Ερ.: Στο δωμάτιο της;
ΑΠ.: Ναι, κύριε. Και τον βρήκα στο δωμάτιο της υπηρέτριας επίσης και τον βρήκα κλειδωμένο μέσα στο δωμάτιο της υπηρέτριας.
Ερ.: Σας έδωσε καμιά εξήγηση, γιατί ήταν στο δωμάτιο της υπηρέτριας;
ΑΠ.: Όχι, δεν μου έδωσε, μόνο θύμωσε.
ΕΡ.: Τι τού είπατε γι’ αυτή την συμπεριφορά και τι είπε αυτός;
ΑΠ.: Τού είπα: “Έχουμε μεγάλη δουλειά στα χέρια μας” και είπα, “σ’ αυτή τη δουλειά εσύ και εγώ πρέπει να περπατήσουμε πολύ προσεκτικά μπροστά στον κόσμο, και εάν πρόκειται να κάνεις πράγματα σαν αυτά, τι θα γίνει; “Ας υποθέσουμε ότι είσαι εντάξει, δεν νομίζεις ότι ο κόσμος θα μιλάει για πράγματα σαν αυτά;” και είπα: “Δεν είμαι ευχαριστημένη με αυτό”· και αυτός είπε ότι δεν θα τον εξουσιάζω εγώ. Και εγώ αισθάνθηκα πολύ δυσάρεστα γι’ αυτό.
ΕΡ.: Τι έκανε η Rose στο Watch Tower;
ΑΠ.: Φρόντιζε για την αλληλογραφία.
ΕΡ.: Που ήταν το γραφείο της σε σχέση με το γραφείο τού κυρίου Russell στην εταιρεία Σκοπιά;
ΑΠ.: Δεν ήταν πλησίον τα γραφεία τους. Το γραφείο της ήταν σε άλλη αίθουσα.
ΕΡ.: Τι ώρα πήγαινε αυτός τα πρωινά στον Πύργο της Σκοπιάς;
ΑΠ.: Δεν θυμάμαι. Αυτός συνήθως κατέβαινε μόνος.
ΕΡ.: Ποιος επέστρεφε μαζί του;
ΑΠ.: Αυτή ερχόταν μαζί του τα βράδυα και έφθαναν στο σπίτι γύρω στις 11 η ώρα, οι δε νεαροί που ήσαν στο γραφείο — αυτή ήταν η μοναδική κοπέλα — και οι νεαροί θα επέστρεφαν σπίτι, και δεν επέτρεπε σ’ αυτήν να επιστρέφει μαζί τους, και αυτή έπρεπε να περιμένει και πάντοτε επέστρεφε μαζί του.
-Ένσταση!
ΕΡ.: Θέλω απλά και μόνο το γεγονός. Η Rose επέστρεφε σπίτι με τον σύζυγο σας;
ΑΠ.: Ναι, κύριε.
ΕΡ.: Και οι νεαροί επέστρεφαν σπίτι μπροστά άπ’ αυτούς;
ΑΠ.: Ναι, Κύριε.
ΕΡ.: Λέγετε στο Δικαστήριο και στους ενόρκους τη συζήτηση, εάν είχατε, με αυτή, την κοπέλα την Rose, σχετικά με τις σχέσεις της με τον σύζυγο σας, την οποία αναφέρατε στο σύζυγο σας.
-Ένσταση!
-Από το Δικαστήριο: Η ένσταση γίνεται δεχτή, εκτός εάν πείτε τι προτίθεσθε να αποδείξετε.
-Από τον κύριο Porter: Έχουμε την πρόθεση να αποδείξουμε με την μάρτυρα επί τού βήματος, ότι η ενάγουσα, αφού παρατήρησε την συμπεριφορά, όπως την ανέφερε η ίδια, τού συζύγου της με την Rose Ball, αυτή πήγε στην κοπέλα και εξασφάλισε από αυτήν την δήλωση ότι ο κ. Russell αρκετές φορές την αγκάλιαζε και την φιλούσε, ότι την αποκαλούσε μικρή του σύζυγο και μέδουσα και της έλεγε ότι η καρδιά τον άνδρα είναι τόσο μεγάλη, ώστε αυτός μπορεί να αγαπά μια ντουζίνα γυναίκες, αλλά η καρδιά της γυναίκας είναι τόσο μικρή που μπορεί να αγαπήσει σωστά μόνο έναν άνδρα. Αφού έλαβε αυτή τη δήλωση από την Rose Ball, η ενάγουσα την είπε στον άνδρα της, και αυτός παραδέχθηκε ότι ήταν αλήθεια.
-Ένσταση ότι το θέμα είναι άσχετο και εκτός της αρμοδιότητας τού Δικαστηρίου, ιδίως επειδή αποδίδεται μία συνομιλία η οποία, εάν υπήρξε, δεν θα έτεινε καθόλου να αποδείξει προσβολές τού προσώπου της κυρίας Russell.
-Η Ένσταση απορρίπτεται και το επί της ενστάσεως πρακτικό σφραγίζεται για τον εναγόμενο.
-Από το Δικαστήριο: Δεν θα σας επιτρέψουμε να αναφερθείτε στο τι η Rose Ball της είπε. Θα σάς επιτρέψουμε να δείξετε ότι αυτή πήγε στον σύζυγο της και τού είπε, ότι η Rose Ball της είχε πει ότι αυτός την κρατούσε και της έλεγε ότι αυτή ήταν η αγαπημένη μικρή του γυναίκα, και ότι αυτός είπε ότι αυτό ήταν αλήθεια.
-Από τον κύριο Porter:
ΕΡ.: Καταλάβατε την ρύθμιση του Δικαστηρίου; Πρέπει να πείτε τι είπατε στον σύζυγο σας, ότι η Rose είχε πει και την απάντησή του σε σας.
ΑΠ.: Του είπα ότι είχα μάθει κάτι, το οποίο ήταν πολύ σοβαρό, και δεν του το είπα αμέσως. Άφησα να περάσει μία ημέρα, έως ότου αισθάνθηκα ότι είχα αυτοέλεγχο και θα μπορούσα να μιλήσω και τότε του είπα ότι είχα κάτι πολύ σοβαρό να του πω, γι’ αυτό το θέμα, και αυτός είπε, “Τι συμβαίνει;” και εγώ είπα, “Η Rose μου είπε ότι ήσουν πολύ εξοικειωμένος μαζί της, ότι έχεις αποκτήσει την συνήθεια να την αγκαλιάζεις και να την φιλάς και να την έχεις να κάθεται στα γόνατά σου, και να αγκαλιάζεσθε ο ένας με τον άλλο, και μου είπε ότι την πρόσταξες, με τίποτε να μην μου το πει, αλλά αυτή δεν μπορούσε να το κρατήσει άλλο. Είπε ότι, επειδή ήμουν στεναχωρημένη γι’ αυτό, αυτή ένοιωθε την ανάγκη να έλθει και να ομολογήσει σε μένα, και έτσι έκαμε“.
-Από το Δικαστήριο: ΕΡ.: Τι είπε αυτός;
ΑΠ.: Προσπάθησε να αποδώσει μικρή σημασία σ’ αυτό, στην αρχή και του είπα, “Σύζυγε, δεν μπορείς να το κάμεις αυτό. Τα ξέρω όλα. Μου τα είπε ευθέως και γνωρίζω ότι είναι αλήθεια”. Λοιπόν, είπε ότι λυπάται. Ότι ήταν αλήθεια, αλλά λυπάται. Είπε ότι δεν ήθελε να βλάψει κανένα. —–Είπα, “Δεν κατανοώ πως μπορείς να κάνεις μια πράξη σαν αυτή, χωρίς να θέλεις να βλάψεις κανέναν”.
ΕΡ.: Ποια χρονιά συνέβη αυτό; ΑΠ.: Το φθινόπωρο τον 1894.- Από τον κύριο Porter:
ΕΡ.: Στον σύζυγο σας, κατ’ αυτήν τη συνάντηση, αναφερθήκατε σε τίποτα γλυκόλογα; ΑΠ.: Ναι κύριε. ΕΡ.: Ποια ήταν αυτά;
ΑΠ.: Είπα… “Αυτή μου είπε ότι αυτά συνέβαιναν κάτω, στο γραφείο, όταν αυτή έμενε κάτω μαζί του τα βράδυα, αφού έφευγαν οι υπόλοιποι, και στο σπίτι οποιαδήποτε ώρα, όταν δεν ήμουν παρούσα”.
ΕΡ.: Τώρα, για τα γλυκόλογα.
ΑΠ.: Αυτή είπε, ένα βράδυ όταν ήλθε μαζί του, μόλις μπήκε στο Χωλ, ήταν αργά το βράδυ, γύρω στις 11 η ώρα, αυτός έβαλε τα χέρια του γύρω της και την φίλησε. Αυτό έγινε στον προθάλαμο προτού να μπουν στο Χωλ, και αυτός την αποκαλούσε μικρή του σύζυγο, αλλά αυτή είπε, “Δεν είμαι σύζυγός σου”, και αυτός είπε, “Θα σε λέω κόρη μου, και μια κόρη έχει σχεδόν όλα τα προνόμια μιας συζύγου”.
ΕΡ.: Και τι άλλοι όροι χρησιμοποιήθηκαν;
ΑΠ.: Τότε αυτός είπε. “Είμαι σαν μέδουσα. Πλέω πότε δω, πότε εκεί. Αγγίζω αυτήν κι αγγίζω εκείνην, και όποια ανταποκριθεί, την παίρνω σε μένα, και αν όχι, πλέω για άλλες”, και αυτή το κατέγραψε επακριβώς, (και μου το είπε), ώστε μπορούσα να το θυμάμαι καλά, όταν θα τού μιλούσα γι’ αυτό. Και αυτός ομολόγησε ότι τα είχε πει αυτά.
Ο νομικός σύμβουλος τού εναγομένου καλεί το Δικαστήριο να αποκλείσει την κατάθεση της μάρτυρος που αναφέρεται στην υποτιθέμενη κακή συμπεριφορά τού κυρίου Russell και της κοπέλας αυτής, της Rose Ball, την οποία συμπεριφορά η μάρτυς λέει ότι την ανακάλυψε το 1894, διότι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ειδικά προσδιορίζει ότι οι προσβολές για τις οποίες παραπονείται η ενάγουσα άρχισαν το 1897.
-Από το Δικαστήριο:
Δεν τα είχατε αναφέρει αυτά στο δικόγραφο της αγωγής σας (μηνύσεως σας). Θα δεχθώ το αίτημα και θα αποκλείσω αυτή την μαρτυρία…
Το πρακτικό των ενστάσεων σφραγίζεται για την ενάγουσα.
-Από τον κύριο Porter:
ΕΡ.: Αυτή η αγωγή κατετέθη από σας τον Απρίλιο 1903, και θα υποχρεωθούμε να περιορίσουμε την κατάθεση, σ’ ο,τι συνέβη μετά τον Απρίλιο τού 1896, λίγες μέρες πριν ή μετά δεν έχει σημασία.
-Από το Δικαστήριο: Θα σας επιτρέψουμε ένα περιθώριο ενός έτους (πριν), εάν θέλετε.
-Από τον κύριο Porter:
ΕΡ.: Αρχίστε από τον Ιανουάριο τού 1896. Ο κ. Russell και εσείς συζητήσατε ξανά το θέμα Rose Ball μετά ας πούμε από την 1η Ιανουαρίου 1896, δηλαδή ανέκυψε έκτοτε τέτοιο θέμα συζητήσεως;
ΑΠ.: Ναι κύριε.
ΕΡ.: Τι ελέχθη από σας ή από τον σύζυγο σας σχετικά με αυτή την κοπέλα, την Rose Ball, μετά την 1η Ιανουαρίου 1896 και που;
-Ένσταση ότι το θέμα είναι άσχετο και έκτος αρμοδιότητας τού Δικαστηρίου αφού δεν είναι παρά μια προσπάθεια να ξαναεισαχθεί η μαρτυρία, η οποία ήδη έχει αποκλεισθεί.
-Δεκτή η ένσταση και το πρακτικό σφραγίζεται για την ενάγουσα.
».
Συμπεράσματα
Αν ξεκινήσουμε από την άποψη τού Ρώσσελ, ότι η αιτία της συζυγικής διαμάχης ήταν η απαίτηση της συζύγου του να κυριαρχήσει στο χώρο τού περιοδικού και να προσδιορίσει εκείνη το περιεχόμενό του, η όλη υπόθεση πρέπει να εξετασθεί στο φως της ερμηνείας τού Ματθ. κδ’45-47.
Ο ίδιος ο Ρώσσελ παρατηρεί πως το εδάφιο αυτό και η ερμηνεία που τού εδίδετο επέδρασε βαθμιαία στη στάση της συζύγου του. Εκείνη ήταν που πριν από όλους πρόσεξε αυτό το εδάφιο και το συσχέτισε με το έργο τού Ρώσσελ και με το πρόσωπο του. Αυτός ήταν ένας «κακός σπόρος» που φύτρωσε και έκανε ρίζες, λέγει.
Ο ίδιος αντιτάχθηκε κατ’ αρχήν σε μια τέτοια ερμηνεία, αλλά μετά δέχθηκε αυτό το ρόλο τού «δούλου εκείνου». Σ’ αυτόν το «δούλο» ο Θεός έδιδε την «τροφή εν καιρώ» και εκείνος την διένειμε στους «συνδούλους» και σε όλο τον «οίκο της πίστεως».
Εκτός από αυτό, η κυρία Ρώσσελ ήταν από την αρχή «συνεκδότης» τού περιοδικού και τα άρθρα της, μαζί με εκείνα τού συζύγου της, ήταν σχεδόν η μόνη ύλη τού περιοδικού. Αν στέλλονταν άλλα κείμενα, τότε παραδίδονταν σ’ αυτήν και εκείνη έκρινε αν πρέπει να δημοσιευθούν ή όχι.
Η ίδια, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της «Σκοπιάς» (4/1907, σ. 52), κρατούσε σημειώσεις από τα κηρύγματα του Ρώσσελ και στη συνέχεια έγραφε εκείνη τα άρθρα. Αυτή η συμβολή της δεν αμφισβητήθηκε. Μάλιστα η ίδια ανέφερε πως την ευχαριστούσε η απασχόλησή της και αυτό που την ενόχλησε δεν ανεφέρετο στα άρθρα που εδημοσιεύοντο, αλλά στο ότι η ίδια εφέρετο ως γραμματέας και ταμίας και ότι, παρ’ όλα αυτά, δεν είχε ποτέ πιάσει στα χέρια της τα βιβλία του ταμείου και ουδέποτε έκανε την εργασία της γραμματέως.
Η κυρία Ρώσσελ, ως δημοσιογράφος, είχε ασφαλώς ειδικά προσόντα και πιθανώς τα κείμενά της ήταν πιο αξιόλογα από εκείνα που έγραφε ο Ρώσσελ. Γι’ αυτό και δεν αποκλείεται να επενέβαινε με σκοπό να βελτιωθούν τα κείμενα του συζύγου της.
Από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό πως ο Χριστός ανέλαβε βασιλική εξουσία το 1878 και έπρεπε κάποιον «δούλο» να εξουσιοδοτήσει για τη διανομή της «τροφής εν καιρώ», όταν συμφώνησαν πως ο Ρώσσελ ήταν αυτός ο δούλος, τότε η κυρία Ρώσσελ προχώρησε σε μεγαλύτερη «εμβάθυνση» στην ερμηνεία του εδαφίου και δήλωσε (πάντοτε κατά τις πληροφορίες που μας δίνει ο Ρώσσελ), ότι ο «δούλος» αποτελείται και από τους δύο, γιατί αυτοί οι δύο στο γάμο είναι «ένας»! Αν κρίνουμε από τους εναντιούμενους στο Ρώσσελ, μεταξύ των οποίων ήσαν και εξέχοντες «αδελφοί», διαπιστώνουμε πως ο Ρώσσελ δεν ανεγνωρίζετο από τους στενούς συνεργάτες του ως «ο δούλος εκείνος».
Αλλά και ο ίδιος στη διαθήκη που είχε τότε συντάξει, όριζε τη σύζυγο του υπεύθυνο και συνεχιστή του έργου του με το περιοδικό και την εταιρεία «Σκοπιά». Εκείνη θα ήταν μετά από αυτόν ο «δούλος», που θα διένειμε την «τροφή εν καιρώ». Εκτιμώντας λοιπόν την όλη κατάσταση η κυρία Ρώσσελ μπορεί να διαπίστωσε αδυναμίες στην ποιότητα της εργασίας του Ρώσσελ και να προχώρησε ακόμη πιο πέρα στην ερμηνεία του Ματθ. κδ’ 45-47, περιλαμβάνοντας και τους επόμενους στίχους, για να βγάλει το συμπέρασμα πως ο «δούλος», με βάση τη Γραφή θα απεδεικνύετο «κακός δούλος» και επομένως αυτή θα πρέπει να συνεχίσει το έργο του «δούλου».
Όλα αυτά φανερώνουν πως οι ιστορικές καταβολές του «πιστού και φρονίμου δούλου» της εταιρείας «Σκοπιά» δεν είναι τόσο σταθερές, ώστε να μπορούν να κρατήσουν όρθιο το «πνευματικό δέντρο» της.
Εντύπωση κάνει το γεγονός ότι η κυρία Ρώσσελ, στις καταθέσεις της, δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτά τα ζητήματα, ώστε να δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο έπαιξαν ένα ρόλο στη συζυγική διαμάχη. Σύμφωνα με την κατάθεση της κυρίας Ρώσσελ, η απαίτηση του συζύγου της να μην εξουσιάζεται από αυτήν δεν ανεφέρετο στο τι πρέπει να δημοσιεύεται στη «Σκοπιά», αλλά σε ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα πάντοτε με την ίδια κατάθεση, ο Ρώσσελ δεν ανεχόταν κριτική από μέρους της συζύγου του για την ανάρμοστη για ένα έγγαμο άνδρα διαγωγή απέναντι σε μια ξένη νεαρή γυναίκα.
Πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι ο Ρώσσελ είχε κάθε λόγο να μεταβάλει το προσωπικό του ζήτημα σε υπόθεση της κινήσεως και να δηλώσει πως πίσω από αυτή την υπόθεση είναι ο Σατανάς, που θέλει να πολεμήσει το έργο του Θεού.
Αν θεωρήσουμε αληθινή την είδηση, πως η κυρία Ρώσσελ ήθελε να γράφεται το όνομά της στα άρθρα που δημοσίευε και δεν της αρκούσε το ότι ανεφέρετο στον κάθε τόμο πως ήταν συνεκδότρια και βοηθός συντάκτου, τότε αυτό μπορεί να έχει και άλλη εξήγηση, διαφορετική από εκείνη που δίνει ο Ρώσσελ. Μπορεί ίσως να μη ήθελε να ιδιοποιείται ο σύζυγος της τη δική της προσφορά ή ακόμη δεν ήθελε να συνδέεται το όνομά της με τα άλλα άρθρα, τα οποία ίσως θεωρούσε κατωτέρας ποιότητος ή και «τροφή του κακού δούλου».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τόσο ο Ρώσσελ όσο και η γυναίκα του ήσαν άνθρωποι με αυξημένη αυτοπεποίθηση και ισχυρή θέληση. Ο ίδιος ο Ρώσσελ, σε επιστολή του προς τη σύζυγό του, με ημερομηνία 8.7.1896 γράφει μεταξύ άλλων:
«Είμαι πεπεισμένος πως οι δυσκολίες μας είναι γενικώς αυξανόμενες και ότι αποτελεί μεγάλο λάθος αν άνδρες με ισχυρή θέληση και γυναίκες με ισχυρή θέληση παντρεύονται. Αν θέλουν να παντρευτούν, είναι πολύ καλύτερο, αν οι ισχυράς θελήσεως παντρευτούν συντρόφους που δεν είναι τόσο πλούσιοι σε πνεύμα και σε ενεργητικότητα, γιατί σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων, ποτέ δεν μπορεί, με τις σημερινές συνθήκες, να υπάρξει ειρήνη, όπου και οι δύο είναι ίδιοι» (Σκ. 4/1907, σ. 59).
Κατά την άποψη της κυρίας Ρώσσελ οι μεγάλες διαφορές δεν ήσαν σε πνευματικό επίπεδο, αλλά σε βασικά αρνητικά στοιχεία στον τρόπο ζωής τού συζύγου της.
Ο ίδιος θίγει το ζήτημα της διαθήκης τού πατέρα του. Προφανώς, με τη διαθήκη αυτή προσπάθησε να αποκληρώσει τη γυναίκα τού πατέρα του, που ήταν ταυτόχρονα και αδελφή της κυρίας Ρώσσελ. Από τη διαδικασία της ενόρκου καταθέσεώς του, αναφορικά με τη διατροφή, διαφαίνεται η ιδιαίτερη ευαισθησία του σε οικονομικά θέματα. Ενώ είχε πολλές επιχειρήσεις, υποστήριξε πως όλα τα έδωσε στην εταιρεία «Σκοπιά» και είναι πάμπτωχος. Το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του αυτό και τον υποχρέωσε να καταβάλει τη διατροφή. Ακόμη κι αν παραδεχθούμε πως τα έδωσε όλα στην εταιρεία «Σκοπιά», αυτό δεν σημαίνει πως ήταν και φτωχός, αφού η εταιρεία αυτή άνηκε σ’ αυτόν κατά το 57,3% και ήταν ο μόνος που κέρδιζε προσωπικά χρήματα από την εταιρεία, όπως βεβαιώνει στην κατάθεση της η κυρία Ρώσσελ.
Βέβαια ο ίδιος υποστήριξε πως ενίσχυσε τη σύζυγο του και την εξασφάλισε οικονομικά. Όμως εκείνη δήλωσε ενόρκως πως ο σύζυγος της και οι άνθρωποι του έκαναν κατάληψη στο σπίτι που έμενε και της κράτησαν και το πορτοφόλι με τα χρήματα που είχε εισπράξει από ενοίκια και της ήταν απολύτως απαραίτητα για τη συντήρησή της. Ο Ρώσσελ ισχυρίζετο πως αγαπούσε τη γυναίκα του και ήθελε να επιστρέψει κοντά του. Όμως κατά την ένορκη κατάθεση της κυρίας Ρώσσελ, ο άνδρας της, σε ανύποπτο χρόνο της είχε προτείνει να χωρίσουν και θα της έδιδε το σπίτι που κατοικούσαν.
Καθώς φαίνεται ο «πιστός και φρόνιμος δούλος» δεν είχε μεγάλο πρόβλημα να χωρίσει από τη γυναίκα του. Όμως μετά το χωρισμό πολλοί οπαδοί σκανδαλίσθηκαν και θεώρησαν την ιδιότητα τού διαζευγμένου ασυμβίβαστη με την ιδιότητα τού δούλου τού Θεού και γι’ αυτό απομακρύνθηκαν από την κίνηση. Ο Herbert Η. Stroup, στο επιστημονικό του σύγγραμμά για τους «μάρτυρες τού Ιεχωβά» αναφέρει πως χιλιάδες οπαδοί, μετά το διαζύγιο τού Ρώσσελ έφυγαν από την οργάνωση γι’ αυτό το λόγο (Η.Η. Stroup, σ. 10).
Τι ακριβώς συνέβη με την Rose Ball δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί. Είναι όμως γεγονός ότι το δικαστήριο για δικονομικούς λόγους δεν προχώρησε στην σε βάθος εξέταση αυτού τού θέματος. Στο δικόγραφο με το οποίο υπεβλήθη η αγωγή της κυρίας Ρώσσελ εναντίον τού συζύγου της κατά το έτος 1903, ανεφέρετο σε ό,τι συνέβη από το έτος 1897 και όχι σε γεγονότα πριν από τη χρονολογία αυτή.
Η κυρία Ρώσσελ δεν είχε πρόβλημα να δηλώσει πως τα γεγονότα συνέβησαν πριν από αυτή τη χρονολογία, το 1894 ή και πριν από το έτος αυτό. Τούτο σημαίνει πως η κατάθεσή της δεν ήταν προσχεδιασμένη σε συνεργασία μάλιστα με το δικηγόρο της και δεν ήλθε να καταθέσει με τη διάθεση να πει ψέμματα. Γιατί στην περίπτωση αυτή δεν θα ανέφερε πως τα γεγονότα συνέβησαν το 1894 αλλά μετά το 1897, για να είναι η κατάθεση σύμφωνη με το δικόγραφο της αγωγής. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ευκολότερα πως θα έλεγε ψέμματα αν χρονολογούσε τα γεγονότα μετά το 1897 και όχι πριν από το έτος αυτό. Τότε θα μπορούσε κανείς να εξετάσει την περίπτωση μήπως η κατάθεση ήταν προσχεδιασμένη από αυτήν και από το δικηγόρο της. Μιλάει όμως για γεγονότα τού 1894 και δεν διστάζει να το ομολογήσει με σαφήνεια, όταν ο δικηγόρος της την ρωτάει πότε έγιναν όλα αυτά.
Το δικαστήριο λοιπόν δεν λαμβάνει υπόψη του τη μαρτυρία αυτή για δικονομικούς και όχι για ουσιαστικούς λόγους. Αυτό επρότεινε και η υπεράσπιση τού Ρώσσελ.
Ένα άλλο ζήτημα δημιουργείται με την προσωπικότητα της Rose Ball. Στο καταστατικό της εταιρείας, που εκδόθηκε το 1894 σε ειδικό τεύχος της Zion’s Watch Tower and Herald of Christ’s Presence από την εταιρεία τού Ρώσσελ Tower Publishing Co μόνο για τη χρήση των μετόχων, στον κατάλογο τού Συμβουλίου Διευθυντών, υπάρχει το όνομα της Rose Ball (Σκ. 25.4.1894, σ. 56).
Το «Βιβλίον Έτους 1983» (σ. 70) γράφει πως το κορίτσι αυτό ήταν ορφανό και πήγε στους Ρώσσελ το 1888 σε ηλικία 10 ετών. Ο ίδιος ο Ρώσσελ ισχυρίζεται πως δεν εγνώριζε την ηλικία τού κοριτσιού και υπελόγιζε πως το 1888 ήταν ίσως 13 ετών (Σκ. 4/1907, σ. 57).
Αν η Rose ήταν το 1888 10 ετών, τότε το 1884 ήταν 6 ετών. Αν πάλι το 1888 ήταν 13 ετών, τότε το 1884 ήταν 9 ετών. Πως όμως το όνομά της περιλαμβάνεται στον κατάλογο των «Διευθυντών» της Εταιρείας, δηλαδή τού σημερινού «κυβερνώντος σώματος» των «μαρτύρων τού Ιεχωβά»; Μπορεί ένα κοριτσάκι 6 ή 9 ετών να έχει την ικανότητα προς δικαιοπραξία και επιτρέπεται από το νόμο να είναι στο συμβούλιο μιας εταιρείας; Γιατί ο Κάρολος Ρώσσελ απέκρυψε αυτό το όνομα από τους αναγνώστες της «Σκοπιάς» και εξέδωσε το καταστατικό σε εσωτερικό τεύχος, μόνο για τους μετόχους; Γιατί, λόγου χάρη, στο καταστατικό που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1885 και ήταν ευρύτερα προσιτό, ο κατάλογος του Συμβουλίου Διευθυντών περιλαμβάνει μόνο 6 και όχι επτά ονόματα, είναι δηλαδή ελλιπής, γιατί λείπει το όνομα της Rose Ball;
Αν η Rose Ball ήταν ένα ορφανό, φτωχό κορίτσι, που βρήκε τις μετοχές και προ παντός πως μπήκε στο «Συμβούλιο Διευθυντών»; Αυτό ασφαλώς ήταν θέλημα του Καρόλου Ρώσσελ, που διέθετε την πλειοψηφία στην εταιρεία και μπορούσε να προσδιορίσει τα μέλη του «Συμβουλίου Διευθυντών». Σίγουρο όμως είναι ένα: Ότι η εταιρεία ψεύδεται αναφορικά με την ηλικία της Rose Ball. Αυτή που δεν έχει λόγο να ψεύδεται είναι η κυρία Ρώσσελ. Εκείνη δεν μιλάει για μικρό δεκάχρονο, ορφανό κορίτσι, αλλά για «εκείνη τη γυναίκα, η οποία ήταν και στο γραφείο και στο σπίτι μας». Η κυρία Ρώσσελ δεν μίλησε για φιλί της «καληνύχτας», αλλά για άλλα πράγματα που γίνονταν, όταν εκείνη ή κάποιος άλλος δεν ήταν παρών. Ισχυρίστηκε μάλιστα ενόρκως πως αυτά τα πράγματα, ύστερα από τη δήλωση της Rose Ball, τα παραδέχθηκε και ο ίδιος ο σύζυγος της.
Από όσα αναφέραμε αποδεικνύεται ότι έχουμε μπροστά μας μια πολύ σκοτεινή υπόθεση. Πάντως το διαζύγιο ήταν εις βάρος του «πιστού και φρόνιμου δούλου». Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται:
«Η συμπεριφορά του απέναντι στη γυναίκα του δείχνει ένα τέτοιο ισχυρό εγωισμό και τόσο έξαλλο αυτοέπαινο, ώστε οι ένορκοι επείσθησαν πως η συμπεριφορά του απέναντι της εμφορείτο συνεχώς από μανία κυριαρχίας, κατά τρόπο που η ζωή κάθε χριστιανής γυναίκας θα εγίνετο βάρος και η κατάσταση της θα ήταν ανυπόφορη».
Από το βιβλίο: Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΙΑΣ Α’