Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ TOY «ΠΙΣΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ» (Καρόλου Ρώσσελ)

 

 + π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

      Το θέμα τού διαζυγίου του Ρώσσελ παρουσιάζει ενδια­φέρον για τη βαθύτερη μελέτη της ιστορίας της «θεοκρα­τίας» του Μπρούκλιν, η οποία θεμελιώνεται στη δοξασία για τον «πιστό και φρόνιμο δούλο», που εγκατέστησε ο «Ιεχωβά» εφ’ όλων των υπαρχόντων του, για να δίδει «τροφή εν καιρώ». Αυτή η θεωρία ήταν επινόημα της γυ­ναίκας του Ρώσσελ και, κατά την άποψη του ιδρυτού της εταιρείας «Σκοπιά», η θεωρία αυτή για τις συζυγικές δια­μάχες ήταν ο «κακός σπόρος».

 Ο Ρώσσελ συνάντησε για πρώτη φορά την Maria Frances Ackley το 1879 σε μια ομάδα «Σπουδαστών της Γραφής». Όμως ο γάμος τού Καρόλου Ρώσσελ και της Maria Ackley δεν ήταν ο μοναδικός για τις δύο οικογέ­νειες. Ο πατέρας τού Καρόλου, Τζόζεφ Λ. Ρώσσελ παν­τρεύτηκε την αδελφή της γυναίκας του γιού του!

Η κυρία Ρώσσελ ήταν δημοσιογράφος· έγινε μέλος τού «Συμβουλίου Διευθυντών» της εταιρείας και Γραμματέας-Ταμίας. Το όνομά της εμφανιζόταν στο περιοδικό «Σκοπιά» ως συνεκδότρια. Τα άρθρα της δημοσιεύονταν τακτικά στη «Σκοπιά».

Όμως προέκυψαν δυσκολίες στο γάμο τους και το 1897 χώρισαν. Μετά έξι χρόνια η κυρία Ρώσσελ υπέβαλε αίτηση διαζυγίου, που τελικά κατέληξε σε δικαστική δια­δικασία το 1906 με την κατηγορία της «ψυχικής βαρβα­ρότητας».

Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα εκθέσουμε όλες τις θέσεις, ό­πως διατυπώθηκαν, ώστε να μπορέσουμε να εμβαθύνουμε στο «μυστήριο» τού διαζυγίου τού «πιστού και φρονίμου δούλου» των τότε «Σπουδαστών της Γραφής» και ιδρυτού της εταιρείας «Σκοπιά».

Η άποψη του Καρόλου Ρώσσελ

 Ο Ρώσσελ φρόντισε να δημοσιευθεί στη «Σκοπιά» τού 1907 μια αναλυτική έκθεση των γεγονότων που αφο­ρούσαν το συζυγικό του πρόβλημα (Σκ. 4/1907, σ. 457-63, γερμ. έκδοση).

Σύμφωνα μ’ αυτή την έκθεση, το επίμαχο σημείο ήταν η επιδίωξη της κυρίας Ρώσσελ να αναλάβει τη σύνταξη της «Σκοπιάς» (σ. 49). Ο Ρώσσελ υπογραμμίζει πως ο «κακός σπόρος» που έπιασε ρίζες ήταν η ερμηνεία τού Ματθ. κδ’ 45-47 από μέρους της συζύγου του. «Εκείνη ήταν η πρώτη που πρόσεξε το εδάφιο Ματθ. κδ’ 45-47 και το εφήρμοσε σ’ εμέ — σε μία συνάθροιση στην Allegheny και αργότερα στη Νέα Υόρκη. Απάντησα πως δεν πα­ρατηρώ αυτό το εδάφιο μ’ αυτό τον τρόπο και αρνήθηκα να τού δώσω μια προσωπική εφαρμογή, παρ όλο που δεν μπορούσα να αρνηθώ πως αυτό το εδάφιο τονίζει “εκείνο το δούλο”, “συνδούλους” και τον “οίκο” και προφανώς υπογραμμίζει με σαφήνεια και με πρόθεση μια διαφορά μεταξύ αυτών των εκφράσεων» (σ. 51).

«Συμφωνήσαμε σ’ αυτό το ζήτημα πως ο Κύριος είναι τώρα παρών, ότι το 1878 ανέλαβε το αξίωμά του ως βασι­λέας και ότι από τότε ο οίκος του ευλογήθηκε πλούσια με τροφή στον κατάλληλο καιρό. Σ’ εμέ φαίνεται πως στη διανομή της τροφής για τον οίκο, ο Κύριος δεν την προσφέρει στον καθένα αυτός προσωπικά. Διάλεξε μεταξύ αυ­τών ένα αριθμό από δούλους και όλους αυτούς τους δού­λους τους προμήθευσε την τροφή στον κατάλληλο καιρό μέσω του ενός ιδιαιτέρου δούλου — “του δούλου εκεί­νου”» (σ. 51). Αυτή την άποψη κήρυττε όπως είδαμε ο Κάρολος Ρώσσελ˙ ο ίδιος απέκτησε την αυτοσυνειδησία «του δούλου εκείνου».

Όμως η κυρία Ρώσσελ, η οποία, σύμφωνα με την ο­μολογία τού συζύγου της, ήταν η εμπνεύστρια της δοξα­σίας περί «τού δούλου εκείνου», «εμβάθυνε» περισσότερο στη δοξασία της. Η έκθεση τού Ρώσσελ αναφέρει:

 «Βαθμιαία επέδρασε σ’ αυτήν και η ερμηνεία της ανα­φορικά με «τον δούλον εκείνον». Κατ’ αρχήν ερμήνευσε, ότι όπως στο ανθρώπινο σώμα υπάρχουν δύο μάτια, δύο αυτιά, δύο χέρια, δύο πόδια κ.ο.κ., έτσι κι αυτό φαίνεται αρκετά ορθό˙ θα μπορούσαν να αποτελούν “οι δύο ένα” — αυτή και εγώ ένας στο γάμο, στο πνεύμα και στον Κύριο» (σ. 52, υπογράμμιση δική μας).

Αλλά η κυρία Ρώσσελ, γράφει ο σύζυγός της, προ­χώρησε ακόμη περισσότερο. Υποστήριξε πως οι στίχοι Ματθ. κδ’ 48-51, που αναφέρονται στον «κακό δούλο», δεν αποτελούν προειδοποίηση, αλλά εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο τού συζύγου της και γι’ αυτό πρέπει εκείνη να πάρει τη θέση του ως «δούλος» για την διανομή της «τρο­φής εν καιρώ». Αυτό συνέβη το έτος 1896. Απαίτησε λοιπόν να γράφεται το όνομά της στα άρθρα που δημο­σίευε στη «Σκοπιά» και να παύσει να ονομάζεται «βοηθός συντάκτη».

 Στην Έκθεση της «Σκοπιάς» αναφέρονται και άλλες κατηγορίες εναντίον τού Ρώσσελ από μέρους της συζύ­γου του.

Παραπονέθηκε για μία διαθήκη που συνέταξε ο Ρώσ­σελ για λογαριασμό τού πατέρα του και δεν άρεσε σ’ αυ­τήν και στην αδελφή της, δηλαδή τη σύζυγο τού πατέρα τού Ρώσσελ. Τον κατηγόρησε επίσης ότι την υποτίμησε σε μια συνάθροιση. Ο Ρώσσελ υποστηρίζει πως το κεί­μενο της διαθήκης ήταν επιθυμία τού πατέρα του και ότι συνεβούλευσε τον πατέρα του να ανταποκριθεί στις σχε­τικές επιθυμίες της γυναίκας του. Για την προσβολή ανέ­φερε πως κατά την συνάθροιση, στην οποία εκείνη ανα­φέρθηκε, της παρεχώρησε περισσότερο χρόνο από εκεί­νον που μίλησε ο ίδιος (σ. 53).

Τελικά συμφιλιώθηκαν και η κυρία Ρώσσελ άρχισε να γράφει και πάλι άρθρα για τη «Σκοπιά». Έγινε όμως θύμα κακών επιρροών και μαζί με άλλες γυναίκες ανέπτυ­ξε το πνεύμα της αντιπολίτευσης. Με αυτή την αιτιολο­γία ο Ρώσσελ έκανε αυτό το προσωπικό του πρόβλημα υ­πόθεση της «συναθροίσεως». Θεωρεί την όλη υπόθεση «επίθεση των πονηρών δυνάμεων» με σκοπό να εξουδετε­ρωθεί «το έργο τού Θεού» (σ. 54).

Η όλη επιχειρηματολογία συνοψίζεται στο ότι αυτός είναι εκείνος, στον οποίον ο Θεός έχει εμπιστευθεί αυτό το έργο, δηλαδή «ο δούλος εκείνος».

 Σε επιστολή του προς τη γυναίκα του, που δημοσιεύεται στη «Σκοπιά» (1907, σ. 54) αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Σκέψου, αγαπημένη μου ότι ο Θεός σου έδωκε το προνόμιο να στέκεσαι δίπλα μου ως βασίλισσα, να είσαι συμμέτοχη και βοηθός μου, μια θέση που καμμία άλλη γυναίκα στον κόσμο δεν έχει» (σ. 54).

Προκειμένου να πείσει τη γυναίκα του ο Ρώσσελ να αποδεχθεί πως αυτός ήταν συντάκτης της «Σκοπιάς» με βάση το θέλημα τού Θεού, της είπε πως στην αντίθετη πε­ρίπτωση ο Θεός θα μπορούσε με ένα δυστύχημα ή με άλ­λο τρόπο να τον θέσει στο περιθώριο και τότε το όλο έργο θα περνούσε στα δικά της χέρια, γιατί, γράφει, «όπως την είχα διαβεβαιώσει, η εμπιστοσύνη μου σ’ αυτήν ήταν τό­σο μεγάλη, ώστε με βάση τη διαθήκη μου, όλα τα είχα εμ­πιστευθεί στην φροντίδα και στην επίβλεψη της» (σ. 55). Ώστε, σύμφωνα με τη διαθήκη την οποία μνημονεύει εδώ ο Ρώσσελ, η σύζυγος του θα ήταν μετά το θάνατο του «εκείνος ο δούλος», που θα μοίραζε την «τροφή εν και­ρώ». 

Τα πράγματα φάνηκε πως τακτοποιήθηκαν στη συνέ­χεια, αλλά όταν ο Ρώσσελ έλειπε σε ταξίδι το 1897, η σύ­ζυγος του επισκέφθηκε τη συνάθροιση στο Chicago και προσπάθησε να αποκτήσει εκεί επιρροή. Όταν επέστρε­ψε ο Ρώσσελ δεν τη δέχθηκε στο σπίτι. Τότε εκείνη μετα­κόμισε στην αδελφή της (1898). Ο ισχυρισμός της εται­ρείας, ότι η κυρία Ρώσσελ εγκατέλειψε τον άνδρα της το 1897 (Διαγγελείς, σ. 645) δεν ανταποκρίνεται στην ιστο­ρική αλήθεια.

Μετά ένα χρόνο, λέγει ο Ρώσσελ, έδειξε μετάνοια και εκείνος της παραχώρησε ένα σπίτι με δέκα δωμάτια. Ερ­χόταν να την επισκεφθεί μία φορά την εβδομάδα, αλλά εκείνη εξέφραζε αντιρρήσεις, επειδή θα το σχολίαζαν οι γείτονες και οι άνθρωποι στους οποίους νοίκιαζε τα δω­μάτια.

Όμως συνέχισε τη συκοφαντική δυσφήμηση και τότε ο Ρώσσελ της έκοψε την υποστήριξη. Εκείνη, για να τον εκδικηθεί ζήτησε διαζύγιο (σ. 56-57).

 Η Έκθεση αναφέρει ακόμη ότι η κυρία Ρώσσελ πρόβαλλε διάφορες κατηγορίες εναντίον τού συζύγου της, ακόμη και λόγους ηθικής. Προσπάθησε να περάση την άποψη πως ο σύζυγος της έχει τη ροπή να ερωτεύε­ται, «όμοια με μία μέδουσα, που κολυμπά τριγύρω». «Είπε ότι κάποιος (εγώ) της το είπε αυτό πριν τριάντα χρόνια» (σ. 57). «Η κυρία Ρώσσελ πρόβαλε ως άλλη κατηγορία μία πολύ στενή σχέση μεταξύ τού συζύγου της και μιας ορισμένης αδελφής που ονομαζόταν Rose, η οποία ήταν μέλος της οικογενείας των Ρώσσελ από το έτος 1888… ότι η Rose κάθησε στα γόνατα τού Ρώσσελ και εκείνος τη φίλησε. Η κυρία Ρώσσελ ορκίστηκε επίσης πως μία νύ­χτα πήγε στο δωμάτιο της Rose και είδε τον κύριο Ρώσ­σελ να κάθεται στο κρεββάτι της και να της κρατάει το χέρι» (σ. 57).

Ο Ρώσσελ εξήγησε στο δικαστήριο πως η Rose και ο αδελφός της Charles ήταν μέλη τού οίκου και βοηθοί στο γραφείο. «Η Rose ήταν στην εμφάνιση της ακόμη παιδί, φορούσε κοντά φορέματα και στον κύριο Ρώσσελ έκανε την εντύπωση μιας 13χρονης. Δεν γνώριζε την ηλικία της, αλλά κάποιος άλλος που την γνώριζε τόλμησε να υ­πολογίσει πως ήταν 10 χρονών. Ο αδελφός της ήλθε πρώτα σε μας και κατόπιν ήρθε η Rose, αλλά ο αδελφός της πέθανε ύστερα» (σ. 57).

Μετά από μερικούς μήνες ο κ. Ρώσσελ άκουσε στο γραφείο κλάματα και όταν κοίταξε είδε την Rose δακρυ­σμένη. Όταν θέλησε να μάθει την αιτία, «η Rose πήγε σ’ αυτόν κλαίγοντας, κάθισε στο γόνατο του και παραπονέ­θηκε πως η κυρία Ρώσσελ την βάζει να κάνει πάρα πολύ δουλειά… και νοιώθει κουρασμένη και χωρίς φίλο». Ο Ρώσσελ την παρηγόρησε και «τότε σκουπίζοντας ξαφνι­κά τα δάκρυα της, φίλησε τον κύριο Ρώσσελ» (σ. 57).

Ο Ρώσσελ μίλησε στη συνέχεια με τη γυναίκα του και συμφώνησαν και οι δύο να μεταχειρίζονται την Rose ως υιοθετημένη κόρη. Αυτό ανακοινώθηκε στη Rose, που από τότε εγκαταστάθηκε στο δωμάτιο που εχρησιμοποιείτο για μελέτη. Από τότε, κάθε βράδυ, όταν η Rose πή­γαινε για ύπνο η κυρία Ρώσσελ της έδινε ένα φιλί και της έλεγε να το δώσει με τη σειρά της στον κύριο Ρώσσελ (σ. 57).

Η κυρία Ρώσσελ, στην ένορκο κατάθεση της υπο­στήριξε επίσης πως μια φορά βρήκε τον κύριο Ρώσσελ στο δωμάτιο της υπηρέτριας τους Emilie με κλειδωμένη την πόρτα. Όμως ο κύριος Ρώσσελ διασαφήνισε πως η Emilie ήταν άρρωστη και πήγε να της δώσει το κατάλλη­λο φάρμακο και επειδή γινόταν έξω θόρυβος, γύρισε το κλειδί της πόρτας, για να ακούσει αυτά που θα τού έλεγε η Emilie (σ. 58).

Όλα αυτά αποτελούν σύνοψη της άποψης τού Ρώσ­σελ σχετικά με το συζυγικό του πρόβλημα.

 Η άποψη της εταιρείας μετά το θάνατο τού Ρώσσελ

 Μετά το θάνατο του Ρώσσελ η εταιρεία «Σκοπιά» προσπάθησε να ερμηνεύσει το προσωπικό πρόβλημα τον Ρώσσελ με βάση τις προφητείες της Βίβλου. Η προσπά­θεια αυτή έχει τις ρίζες της στην επιχειρηματολογία του ίδιου τού Ρώσσελ, ότι δηλαδή η γυναίκα του έπεσε θύμα σκοτεινών δυνάμεων, πίσω από τις οποίες κρύπτεται ο Σατανάς, που επιθυμούσε να εξουδετερώσει το έργο τού «δούλου»!

Το 1917, με την κυκλοφορία τού Ζ’ τόμου των «Γρα­φικών Μελετών» η εταιρεία υποστήριξε πως η υπόθεση τού διαζυγίου τού Ρώσσελ προφητεύθηκε από τον προ­φήτη Ιεζεκιήλ: «Υιε ανθρώπου, ιδού εγώ θέλω αφαιρέ­σει από σου, δια μιας πληγής, το επιθύμημα των οφθαλ­μών σου˙ και μη πενθήσης, μηδέ κλαύσης και ας μη ρεύσωσι τα δάκρυα σου» (Ιεζ. κδ’ 16). Ο Ρώσσελ, σχολιά­ζει η «Σκοπιά», «ως μέλος τού Μεγάλου Αρχιερέως, και ως αντιπρόσωπος τού Χριστού εν τω κόσμω, ο μόνος οι­κονόμος “της τροφής εν καιρώ”, υπέφερε δια τούτο πάρα πολύ, άλλ’ ουδέποτε έχυσε δάκρυα» (ΓΜ, Ζ, έκδ. 1923, σ. 607).

 Εδώ ο Ρώσσελ εμφανίζεται πως αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του και πως το διαζύγιο ήταν «θέλημα Θεού».

Το ότι δεν δάκρυσε για το χωρισμό, αυτό είναι μάλ­λον σίγουρο. Όμως το προσωπικό του πρόβλημα δεν έ­χει σχέση με την προφητεία τού Ιεζεκιήλ. Σύμφωνα με νεώτερη ερμηνεία της «Σκοπιάς», το «επιθύμημα των ο­φθαλμών» για το οποίο κάνει λόγο ο προφήτης, δηλώνει τη σύζυγο τού Ιεζεκιήλ, που ήταν άπιστη προς αυτόν ή προς τον Θεό και συμβολίζει την τάξη τού «πονηρού δούλου» (Διεκδίκησις, τ. Α, 1932, σ. 335-337).

Την εποχή εκείνη η «Σκοπιά» δεν μιλούσε με κολα­κευτικά λόγια για τη γυναίκα τού Ρώσσελ. Στο βιβλίο «Φως» (τ. Α’ 1930, σ. 33-34) η κυρία Ρώσσελ προεικονίζεται από την Ιεζάβελ τού εδαφίου Αποκ. β’ 20, όπου ανα­φέρεται ότι αποκαλεί τον εαυτό της προφήτη «και διδά­σκει και πλανά τους εμούς δούλους πορνεύσαι και φαγείν ειδωλόθυτα».

Το βιβλίο «Φως» σχολιάζει το εδάφιο αυτό:

«Μεταξύ των αρχικών ιδρυτών της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρείας η “Σκοπιά”, υπήρξε γυνή, η σύζυγος τού προέδρου αυτής, ήτις και επέμενεν όπως εκδίδη την Σκοπιάν και, επειδή εύρεν αντίστασιν, ωδήγησε και αλ­λάς γυναίκας να λάβουν πορείαν εναντίον τού έργου τού Κυρίου». «Το Γραφικόν αυτό εδάφιον… αναφέρεται εις ανάρμοστόν τινά κατάστασιν υφισταμένην εις την αληθή εκκλησίαν και εξασκηθείσαν υπό γυναικών, και τούτο κακώς, ήτις κατάστασις εξεικονίζεται υπό της Ιεζάβελ».

 Αλλά και η άποψη αυτή αναθεωρήθηκε αργότερα. Η Ιεζάβελ δεν συμβολίζει πλέον τη γυναίκα τού Ρώσσελ, αλλά τους αντιπάλους τού Ρόδερφορδ στην εταιρεία κατά το έτος 1918 (Dann ist das Geheimnis Gottes Vollendet, 1970, σ. 173). Όμως αυτή η ερμηνεία είναι η τρίτη κατά σειρά. Το 1917, στο Ζ’ τόμο των «Γραφικών Μελετών» (έκδ. 1923, σ. 47) αναφέρεται πως η Ιεζάβελ συμβολίζει την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία! Αυτές οι αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες από μέ­ρους της «Σκοπιάς» αποδεικνύουν πόσο λίγο μπορεί κα­νείς να εμπιστευθεί σ’ αυτήν, όταν πρόκειται για τόσο λε­πτά θέματα, όπως είναι τα πραγματικά γεγονότα γύρω από το διαζύγιο τού Καρόλου Ρώσσελ.

 Η εταιρεία επανέρχεται σ’ αυτό το ζήτημα στο «Βι­βλίο Έτους» τού 1983. Υποστηρίζει πως η συζυγική δια­μάχη στο ζεύγος Ρώσσελ προέκυψε από την στάση της κυρίας Ρώσσελ, να μη ανέχεται έλεγχο στα άρθρα της, που εδημοσιεύοντο στη «Σκοπιά». Παρασιωπά όμως εν­τελώς την πληροφορία, ότι εκείνη ουσιαστικά ήταν που ανακάλυψε πρώτη τα περί «πιστού και φρονίμου δού­λου». Ειδικότερα η «Σκοπιά» υποστηρίζει:

 «Η κυρία Ρώσσελ… ήταν… για ένα διάστημα συνεκδότρια του περιοδικού. Τελικά ζήτησε να ακούγεται η γνώμη της περισσότερο για το τι έπρεπε να δημοσιεύεται στη “Σκοπιά”. Η φιλοδοξία της αυτή μπορούσε να συγ­κριθεί μ’ εκείνη της αδελφής τον Μωϋσή, της Μαριάμ. που ξεσηκώθηκε εναντίον του αδελφού της» (Βιβλίον Έτους 1983, σ. 66). Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Σκοπιάς» ο Ρώσσελ ανέφερε: «Βαθμιαία φάνηκε να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τίποτα άπ’ όσα γράφονταν στη Σκοπιά δεν ήταν κατάλληλα εκτός από εκείνα που έγραφε η ίδια και μ’ ενοχλούσε διαρκώς με υποδείξεις για αλλαγές στα γραπτά μου» (Βιβλίον Έτους 1983, σ. 67).

 Ισχυρίζεται ακόμη πως η κυρία Ρώσσελ εγκατέλειψε το σύζυγο της χωρίς προειδοποίηση κατά το έτος 1897 «μετά δεκαοκτώ χρόνια γάμου»˙ «για επτά περίπου χρό­νια ζούσε χωριστά, ο Κ.Τ. Ρώσσελ της παρείχε ένα ξεχω­ριστό σπίτι και επίσης τη συντηρούσε οικονομικά» (σ. 68).

 Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Όχι ανήθικος», το «Βιβλίον Έτους 1983» γράφει:

«Σαν να μην ήταν αρκετή η ένταση από τις συζυγικές στενοχώριες του Ρώσσελ, οι εχθροί του έφτασαν να κά­νουν αισχρές κατηγορίες εναντίον του, ότι ήταν ανήθι­κος. Αυτές οι σκόπιμες ψευτιές συγκεντρώθηκαν γύρω από μια λεγόμενη ιστορία της “μέδουσας”. Στη διάρκεια της δίκης τον Απρίλιο του 1906, η κυρία Ρώσσελ κατέθε­σε ότι κάποια δεσποινίς Μπώλ της είπε ότι ο Κ.Τ. Ρώσ­σελ είχε πει κάποτε: ‘Είμαι σαν τη μέδουσα. Πλέω εδώ κι’ εκεί. Αγγίζω τη μία και την άλλη, και εάν ανταπο­κρίνεται την παίρνω και εάν όχι πλέω σε άλλες’. Όταν εξετάστηκε δημόσια σαν μάρτυρας, ο Κ. Τ. Ρώσσελ αρ­νήθηκε κατηγορηματικά την ιστορία της “μέδουσας”, και όλη αυτή η υπόθεση διαγράφτηκε από τα πρακτικά του δικαστηρίου, ο δικαστής είπε στην αγόρευσή του προς τους ένορκους: “Αυτό το μικρό επεισόδιο σχετικά με το κορίτσι που ήταν στην οικογένεια, δεν είναι αιτία για δυσφήμηση και δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθε­ση”».

 Το κορίτσι αυτό ήταν ορφανό, συνεχίζει το «Βιβλίο Έτους 1983»· πήγε στους Ρώσσελ το 1888, και ήταν πε­ρίπου 10 χρόνων. Τη μεταχειρίστηκαν σαν παιδί τους και καληνύχτιζε τον κύριο και την κυρία Ρώσσελ μ’ ένα φιλί κάθε βράδυ όταν πήγαινε να κοιμηθεί (Πρακτικά του Δι­καστηρίου, σελίδες 90 και 91). Η κυρία Ρώσσελ κατέθε­σε ότι το υποτιθέμενο επεισόδιο συνέβη το 1894, όταν αυτό το κορίτσι δεν μπορεί να ήταν περισσότερο από δε­καπέντε χρόνων (Πρακτικά του Δικαστηρίου, σελίδα 15). Μετά άπ’ αυτό η κυρία Ρώσσελ έζησε με το σύζυγό της για τρία χρόνια και μετά έζησε χωριστά άπ’ αυτόν άλλα επτά χρόνια και κατόπιν υπέβαλε αγωγή διαζυγίου (Βι­βλίο Ετους 1983, σ. 70-71).

Εκθέσαμε ήδη την άποψη του Ρώσσελ και την άποψη της εταιρείας, μετά το θάνατο του Ρώσσελ. Ποια όμως ή­ταν η θέση που πήρε η ίδια η κυρία Ρώσσελ στο συζυγικό της πρόβλημα, που οδήγησε στο διαζύγιο;

Η άποψη της κυρίας Ρώσσελ

 Η κυρία Ρώσσελ ανεφέρθη στις σχέσεις της με την εταιρεία και σε οικονομικά θέματα στα πλαίσια της ένορ­κης καταθέσεως της ενώπιον του Court of Pennsylvania στις 9 Απριλίου 1907. Όπως αναφέραμε, η διαδικασία αυτή έγινε επειδή ο Ρώσσελ αρνήθηκε να καταβάλει τη διατροφή, προβάλλοντας τη δικαιολογία πως δεν είχε κα­θόλου χρήματα˙ ότι είχε τα παρεχώρησε στην «εταιρεία Σκοπιά» και ο ίδιος ήταν πάμπτωχος. (Court of Common No I, Allegheny County, Pennsylvania, No 459 June Term, 1903, σ. 117-150).

Στην αρχή της καταθέσεώς της η κυρία Ρώσσελ είπε ότι ο γάμος τους έγινε το 1879 και ότι από το Νοέμβριο τού 1897 δεν ζούσαν πλέον μαζί. Όταν παντρεύτηκαν ο Ρώσσελ ήταν στο Gents’ Furnishing Business και ότι είχε ένα μαγαζί στην Federal Street, ένα άλλο στην 5η Λεω­φόρο και ένα καπελλάδικο. Όταν παντρεύτηκαν άνοιξε άλλο μαγαζί στη Liberty Street στο Pittsburgh.

Για το περιοδικό «Σκοπιά» ανέφερε πως εκδότης ήταν ο ίδιος ο Ρώσσελ και ότι αυτή εργαζόταν εκεί: «Για αρκε­τό χρονικό διάστημα είχα την διεύθυνση της αλληλογρα­φίας που μας ερχόταν και πάντα έγραφα για το περιοδικό, από τον καιρό που άρχισε η έκδοση του. Ο κ. Ρώσσελ και εγώ είμαστε οι μόνοι που γράφαμε γι’ αυτό, εκτός ορι­σμένων που έγραφαν περιοδικώς· δεν υπήρξαν ποτέ πλη­ρωμένες συμμετοχές και υπήρξαν ελάχιστα άρθρα άλλων, εκτός από τα δικά του και τα δικά μου, που εγίνοντο απο­δεκτά στο περιοδικό. Οτιδήποτε έμπαινε στο περιοδικό το έδιναν σ’ εμένα για κριτική». Σε σχετική ερώτηση τού κ. Porter, η κυρία Ρώσσελ ανέφερε πως το όνομά της εδημοσιεύετο στο περιοδικό, στην εισαγωγή κάθε τόμου. Ο Ρώσσελ, πρόσθεσε, αναφερόμενη στις εκδόσεις της εται­ρείας, «ονόμαζε τον εαυτό του συγγραφέα και εμένα βοη­θό του».

Σχετικά με την οικονομική διαχείριση της εταιρείας, η κυρία Ρώσσελ ανέφερε πως παρ’ όλον ότι και αύτη, ό­πως και 5 άλλα άτομα, ορίσθησαν «Διευθυντές», τα πάντα τα διηύθυνε ο ίδιος ο Ρώσσελ «μόνος του». Για τον εαυτό της πρόσθεσε:

«Ήμουν γραμματέας και ταμίας κατά τη διάρκεια αυ­τών των χρόνων, αλλά ποτέ δεν είδα τα βιβλία της εται­ρείας και ποτέ δεν έκανα την εργασία που ανήκει σε μια γραμματέα η σε έναν ταμία. Τελικά εναντιώθηκα στο να ονομάζομαι γραμματέας και ταμίας».

Μετά το χωρισμό τού ζεύγους η κυρία Ρώσσελ πήγε να ζήσει μαζί με την αδελφή της, δηλαδή με τη σύζυγο τού πατέρα τού συζύγου της. Έμεινε μαζί μ’ αυτή ενάμιση χρόνο. Το 1899 πήγε να κατοικήσει σ’ ένα σπίτι που άνηκε στον Ρώσσελ και ήταν δίπλα από το σπίτι της α­δελφής της, μόλις έφυγε ο ενοικιαστής που κατοικούσε εκεί.

 Σε ερώτηση τού κ. Porter για τη διάρκεια της διαμο­νής της σ’ αυτό το σπίτι, η κυρία Ρώσσελ είπε ότι έμεινε εκεί 4 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων ο κ. Ρώσσελ δεν συνεισέφερε τίποτε στη συντήρησή της. Για να ζήσει αναγκαζόταν να νοικιάζει επιπλωμένα δωμάτια. Όμως στις 16 Απριλίου 1903 ο κ. Ρώσσελ και οι άνθρω­ποί του «ήρθαν στο σπίτι μου, μαζί και με άλλους από το γραφείο, άτομα που σχετίζονταν με την εταιρεία Σκοπιά και με την Investment Company και έκαναν κατάληψη τού σπιτιού και με πέταξαν έξω. Κράτησε την επίπλωση και ακόμη κράτησε το πορτοφόλι μου, το οποίο είχε τα χρήματα που έπαιρνα από τα νοικιασμένα δωμάτια».

 Σχετικά με το είδος της εργασίας και της επιχειρή­σεως της εταιρείας «Σκοπιά», σε σχετική ερώτηση, η κυ­ρία Ρώσσελ απάντησε ότι «η μόνη δουλειά που γίνεται είναι η διαφήμιση και η πώληση των βιβλίων που εκδί­δονται. Μερικοί άνδρες κηρύττουν, οι πλανόδιοι που πά­νε έξω για να κηρύξουν, και άλλοι πουλάνε τα βιβλία. Δεν γίνεται καμμία άλλη εργασία σε σχέση με την εται­ρεία˙ δεν γίνεται καμμιά ελεημοσύνη κανενός τύπου».

Στο ερώτημα αν υπάρχει κάποια αγαθοεργία ή ιεραπο­στολή η κυρία Ρώσσελ απάντησε: «Την λένε ιεραποστο­λή, την λένε τοπική και εξωτερική ιεραποστολή. Αλλά η ιεραποστολική αυτή εργασία είναι η έκδοση και η πώ­ληση αυτής της φιλολογίας εδώ και σε ξένες χώρες. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να πεις ότι είναι εξωτερική ιεραποστολική εργασία, ούτε εσωτερική ιεραποστολή. Δεν υπάρχει τίποτε απ’ αυτό το είδος. Δεν υπάρχει βοή­θεια προς τους φτωχούς, δεν υπάρχουν άσυλα, δεν υπάρ­χουν ιδρύματα, ούτε ναοί ή σχολεία, ούτε νοσοκομεία ή ο,τιδήποτε άλλο θεωρείται αγαθοεργία. Η όλη εργασία της εταιρείας είναι η έκδοση και διάδοση αυτής της φι­λολογίας».

Η κυρία Ρώσσελ ανέφερε στη συνέχεια ότι δούλευε ευχαρίστως στην εταιρεία. Σε ερώτηση όμως, κατά πόσο γνώριζε ότι τα χρήματα που κέρδιζε η εταιρεία από ο­ποιαδήποτε πηγή δεν άνηκαν στα άτομα που συγκροτού­σαν αυτή την εταιρεία, απάντησε:

«Όχι, δεν το γνωρίζω αυτό». Στη συνέχεια το κείμενο της ένορκης κατάθεσης αναφέρει τον ακόλουθο διάλογο:

«ΕΡ.: Εννοείτε ότι δεν το αντιλαμβάνεσθε έτσι;

ΑΠ.: Δεν το αντιλαμβάνομαι έτσι.

ΕΡ.: Θέλετε να πείτε ότι γνωρίζετε πως ο κ. Ρώσσελ και άλλοι αποκτούν ιδιαίτερα κέρδη ή αποδοχές από την εργασία της εταιρείας;

ΑΠ.: Δεν λέω “και άλλοι”.

ΕΡ.: Δηλαδή, κυρία Ρώσσελ;

ΑΠ.: Αν ρωτήσετε τον κύριο Ρώσσελ, θα πρέπει να σας πει ότι κερδίζει προσωπικά από την εταιρεία.

ΕΡ.: Αυτή είναι η εντύπωσή σας;

ΑΠ.: Αυτή είναι η εντύπωσή μου, βασισμένη όμως στις ουσιαστικές αποδείξεις».

 Σ’ όλο αυτό το κείμενο προξενεί εντύπωση ότι δεν γί­νεται πουθενά λόγος για διενέξεις, αναφορικά με κάποιες δήθεν απαράδεκτες απαιτήσεις της κυρίας Ρώσσελ σχετι­κά με τις δημοσιεύσεις της «Σκοπιάς». Αντίθετα μας πληροφορεί πως ο,τιδήποτε ερχόταν στο περιοδικό προς δημοσίευση έπρεπε εκείνη να το κρίνει. Δεν αναφέρει πως αυτό δημιουργούσε πρόβλημα, ούτε και της τίθενται κάποιες ερωτήσεις σχετικά μ’ ένα τέτοιο ζήτημα. Αυτό αποδεικνύει πως τέτοιο πρόβλημα δεν υπήρχε. Αυτό φαίνεται και από άλλη κατάθεση της κυρίας Ρώσσελ, για την οποία μιλούμε στη συνέχεια.

Αμφισβήτηση της ηθικής υποστάσεως τού Ρώσσελ

Στην ηθική υπόσταση του κυρίου Ρώσσελ η σύζυγός του αναφέρθηκε κατά την ένορκο κατάθεσή της ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Πενσυλβανίας (Superior Court of Pennsylvania, Appellant No 202, April Term. Appearances, σ. 10-17). Αυτό το απόσπασμα, στο οποίο η κυρία Ρώσσελ απαντά σε ερωτήσεις του δικηγόρου της, το παραθέτουμε σε ελληνική μετάφραση:

 «ΕΡ.: Πότε είχατε την πρώτη σημαντική διαφωνία με τον σύζυγό σας;

ΑΠ.: Ο πρώτος σοβαρός καυγάς με τον σύζυγο μου ήταν, αυτό που είπατε σήμερα το πρωί, η πρώτη προσβο­λή με αυτή την γυναίκα, η οποία ήταν και στο γραφείο και στο σπίτι μας.

Παρέμβαση από τον κ. Porter (δικηγόρο της κυρίας Russell): Δεν σημαίνει αυτό ότι υποβάλλουμε μήνυση.

ΕΡ.: Δεν εννοείτε με αυτό, ότι ο σύζυγός σας ήταν έ­νοχος μοιχείας;

ΑΠ.: Όχι.

ΕΡ.: Πως έλεγαν το κορίτσι;

ΑΠ.: Rose Ball.

ΕΡ.: Είναι το κορίτσι, για το οποίο μιλούσατε πριν από λίγο;

ΑΠ.: Ναι, κύριε.

ΕΡ.: Πόσο καιρό ήταν αυτή μαζί σας, πριν ξεσπάσει ο καυγάς;

ΑΠ.: Ήλθε σ’ εμάς γύρω στα 1884…

ΕΡ.: Ζούσε μαζί σας;

ΑΠ.: Ναι, κύριε.

ΕΡ.: Πόσο καιρό έζησε μαζί σας;

ΑΠ.: Ήταν μαζί μας 10 ή 11 χρόνια – α ήταν μαζί μας γύρω στα 12 χρόνια.

ΕΡ.: Πείτε μας τι παρατηρήσατε στην συμπεριφορά τού συζύγου σας με την κοπέλα, όταν ήσασταν παρούσα στο σπίτι σας.

ΑΠ.: Πριν από αυτό ο σύζυγος μου μου είχε προτείνει την ιδέα τού χωρισμού και είπε, ότι εάν συμφωνούσα με έναν χωρισμό, θα μου έδινε το σπίτι στο οποίο ζούσαμε. Είπε ότι δεν ταιριάζαμε.

ΕΡ.: Πότε συνέβη αυτό;

ΑΠ.: Αυτό συνέβη λίγο πριν εκδηλωθεί αυτή η αντί­δραση, γύρω στο 1893. Ακόμη ζούσαμε στη λεωφόρο Clifton.

ΕΡ.: Τι προκάλεσε την πρόταση του συζύγου σας;

ΑΠ.: Πολλές διαφωνίες και μεταξύ άλλων το εξής: Υπήρχαν γράμματα που είχε γράψει ο σύζυγός μου σε αποδέκτες για τους οποίους είχα να προβάλω πολύ σοβα­ρές αντιρρήσεις. Ένα από αυτά περιήλθε στην κατοχή μου ως έξης: Ο κύριος Russell είχε ορισμένα γράμματα, ορισμένα φάκελλα, που ήταν μαρκαρισμένα προσωπικά η λέξη “Προσωπικά” ήταν τυπωμένη σ’ αυτά, και έστελ­νε αρκετά από αυτά τα φάκελλα σε πρόσωπα, τα οποία ή­θελε να αλληλογραφούν μαζί του κατ’ ιδίαν.

-Ένσταση ότι αυτό δεν υπάγεται στην (επί της υποθέ­σεως) αρμοδιότητα τού Δικαστηρίου.

-Από το Δικαστήριο: Δεν νομίζω ότι αυτό τείνει να καταδείξει κάποιες προσωπικές προσβολές, εκτός αν αυ­τή (η κυρία Russell) οδηγεί εις κάτι (αξιόλογο).

-Από τον κύριο Porter:

Πείτε απλώς, πολύ συνοπτικά, τι προκάλεσε αυτή την πρόταση τού κυρίου Russell δηλαδή, ότι έπρεπε να χωρί­σετε, ότι δεν ταιριάζατε.

-Ένσταση ότι αυτό είναι θέμα άσχετο και εκτός της αρμοδιότητας τού Δικαστηρίου.

-Από το Δικαστήριο: Αυτό είναι θέμα κρίσιμο για την παρούσα δίκη αν προκλήθηκε από κάποιες προσβολές σε βάρος της συζύγου. Όπως παρουσιάζεται τώρα, δεν είναι κρίσιμο. Μπορείτε να εκθέσετε το ιστορικό της υποθέσεως και των σχέσεων των μερών. Ας την αφήσουμε να αρχίσει με τις πρώτες προσβολές που παρατήρησε να της κάνει αυτός, και με το τι ήσαν αυτές οι προσβολές. Από τον κύριο Porter:

ΕΡ.: θέλω να μας πείτε τι έκανε ο σύζυγος σας με την παρέα αυτής της γυναίκας της Rose, παρουσία σας και σπίτι σας.

ΑΠ.: Πρώτα απ’ όλα, το θεωρούσα…

 -Ένσταση!

ΕΡ.: Πες μας τι είδες, και τι είπε αυτός και τι έγινε.

ΑΠ.: Ένα βράδυ, ήμουν στο κάτω πάτωμα και η βι­βλιοθήκη μας και το υπνοδωμάτιό μας ήταν το ένα δίπλα στο άλλο στο πάνω πάτωμα στον δεύτερο όροφο˙ και εγώ ήμουν το βράδυ στο κάτω πάτωμα και διάβαζα, και ανέ­βηκα στο πάνω πάτωμα, γύρω στις 10 η ώρα, στο δωμάτιό μου, και υπέθεσα ότι αυτός θα ήταν ή στην βιβλιοθήκη ή ότι θα είχε πάει για ύπνο, και όταν ανέβηκα εκεί αυτός δεν ήταν πουθενά, και βγήκα προς το χωλ, και είδα ότι αυτός ήταν με την βραδυνή του ρόμπα, και καθόταν δίπλα στο κρεββάτι της δίδος Ball, και αυτή ήταν στο κρεββάτι. Και άλλες φορές τον είδα να πηγαίνει εκεί και αυτήν να τον καλεί μέσα λέγοντας ότι δεν ένοιωθε καλά και ότι τον ήθελε μέσα και εγώ προέβαλα αντιρρήσεις σ’ αυτό, και είπα ότι ήταν πολύ άπρεπο, και είπα “υπάρχουν άνθρωποι στο σπίτι, και τι όνομα θα μας κολλήσουν, εάν εσύ κάνεις τέτοια πράγματα;” και αυτός θύμωσε.

Ερ.: Λέτε ότι τον βρήκατε να κάνει αυτό και άλλες φορές. Πόσο συχνά μετά από αυτό;

ΑΠ.: Τον συνέλαβα πολλές φορές, δεν θυμάμαι πόσο συχνά.

Ερ.: Στο δωμάτιο της;

ΑΠ.: Ναι, κύριε. Και τον βρήκα στο δωμάτιο της υ­πηρέτριας επίσης και τον βρήκα κλειδωμένο μέσα στο δωμάτιο της υπηρέτριας.

Ερ.: Σας έδωσε καμιά εξήγηση, γιατί ήταν στο δωμάτιο της υπηρέτριας;

ΑΠ.: Όχι, δεν μου έδωσε, μόνο θύμωσε.

ΕΡ.: Τι τού είπατε γι’ αυτή την συμπεριφορά και τι είπε αυτός;

ΑΠ.: Τού είπα: “Έχουμε μεγάλη δουλειά στα χέρια μας” και είπα, “σ’ αυτή τη δουλειά εσύ και εγώ πρέπει να περπατήσουμε πολύ προσεκτικά μπροστά στον κόσμο, και εάν πρόκειται να κάνεις πράγματα σαν αυτά, τι θα γί­νει; “Ας υποθέσουμε ότι είσαι εντάξει, δεν νομίζεις ότι ο κόσμος θα μιλάει για πράγματα σαν αυτά;” και είπα: “Δεν είμαι ευχαριστημένη με αυτό”· και αυτός είπε ότι δεν θα τον εξουσιάζω εγώ. Και εγώ αισθάνθηκα πολύ δυσάρεστα γι’ αυτό.

ΕΡ.: Τι έκανε η Rose στο Watch Tower;

ΑΠ.: Φρόντιζε για την αλληλογραφία.

ΕΡ.: Που ήταν το γραφείο της σε σχέση με το γρα­φείο τού κυρίου Russell στην εταιρεία Σκοπιά;

ΑΠ.: Δεν ήταν πλησίον τα γραφεία τους. Το γραφείο της ήταν σε άλλη αίθουσα.

ΕΡ.: Τι ώρα πήγαινε αυτός τα πρωινά στον Πύργο της Σκοπιάς;

ΑΠ.: Δεν θυμάμαι. Αυτός συνήθως κατέβαινε μόνος.

ΕΡ.: Ποιος επέστρεφε μαζί του;

ΑΠ.: Αυτή ερχόταν μαζί του τα βράδυα και έφθαναν στο σπίτι γύρω στις 11 η ώρα, οι δε νεαροί που ήσαν στο γραφείο — αυτή ήταν η μοναδική κοπέλα — και οι νεαροί θα επέστρεφαν σπίτι, και δεν επέτρεπε σ’ αυτήν να επι­στρέφει μαζί τους, και αυτή έπρεπε να περιμένει και πάν­τοτε επέστρεφε μαζί του.

 -Ένσταση!

ΕΡ.: Θέλω απλά και μόνο το γεγονός. Η Rose επέ­στρεφε σπίτι με τον σύζυγο σας;

 ΑΠ.: Ναι, κύριε.

ΕΡ.: Και οι νεαροί επέστρεφαν σπίτι μπροστά άπ’ αυτούς;

ΑΠ.: Ναι, Κύριε.

ΕΡ.: Λέγετε στο Δικαστήριο και στους ενόρκους τη συζήτηση, εάν είχατε, με αυτή, την κοπέλα την Rose, σχετικά με τις σχέσεις της με τον σύζυγο σας, την οποία αναφέρατε στο σύζυγο σας.

-Ένσταση!

-Από το Δικαστήριο: Η ένσταση γίνεται δεχτή, εκτός εάν πείτε τι προτίθεσθε να αποδείξετε.

-Από τον κύριο Porter: Έχουμε την πρόθεση να απο­δείξουμε με την μάρτυρα επί τού βήματος, ότι η ενάγου­σα, αφού παρατήρησε την συμπεριφορά, όπως την ανέ­φερε η ίδια, τού συζύγου της με την Rose Ball, αυτή πήγε στην κοπέλα και εξασφάλισε από αυτήν την δήλωση ότι ο κ. Russell αρκετές φορές την αγκάλιαζε και την φιλούσε, ότι την αποκαλούσε μικρή του σύζυγο και μέδουσα και της έλεγε ότι η καρδιά τον άνδρα είναι τόσο μεγάλη, ώστε αυτός μπορεί να αγαπά μια ντουζίνα γυναίκες, αλλά η καρδιά της γυναίκας είναι τόσο μικρή που μπορεί να α­γαπήσει σωστά μόνο έναν άνδρα. Αφού έλαβε αυτή τη δήλωση από την Rose Ball, η ενάγουσα την είπε στον άν­δρα της, και αυτός παραδέχθηκε ότι ήταν αλήθεια.

 -Ένσταση ότι το θέμα είναι άσχετο και εκτός της αρ­μοδιότητας τού Δικαστηρίου, ιδίως επειδή αποδίδεται μία συνομιλία η οποία, εάν υπήρξε, δεν θα έτεινε καθό­λου να αποδείξει προσβολές τού προσώπου της κυρίας Russell.

-Η Ένσταση απορρίπτεται και το επί της ενστάσεως πρακτικό σφραγίζεται για τον εναγόμενο.

-Από το Δικαστήριο: Δεν θα σας επιτρέψουμε να ανα­φερθείτε στο τι η Rose Ball της είπε. Θα σάς επιτρέψουμε να δείξετε ότι αυτή πήγε στον σύζυγο της και τού είπε, ότι η Rose Ball της είχε πει ότι αυτός την κρατούσε και της έλεγε ότι αυτή ήταν η αγαπημένη μικρή του γυναίκα, και ότι αυτός είπε ότι αυτό ήταν αλήθεια.

-Από τον κύριο Porter:

ΕΡ.: Καταλάβατε την ρύθμιση του Δικαστηρίου; Πρέπει να πείτε τι είπατε στον σύζυγο σας, ότι η Rose είχε πει και την απάντησή του σε σας.

ΑΠ.: Του είπα ότι είχα μάθει κάτι, το οποίο ήταν πο­λύ σοβαρό, και δεν του το είπα αμέσως. Άφησα να πε­ράσει μία ημέρα, έως ότου αισθάνθηκα ότι είχα αυτοέλεγ­χο και θα μπορούσα να μιλήσω και τότε του είπα ότι είχα κάτι πολύ σοβαρό να του πω, γι’ αυτό το θέμα, και αυτός είπε, “Τι συμβαίνει;” και εγώ είπα, “Η Rose μου είπε ότι ήσουν πολύ εξοικειωμένος μαζί της, ότι έχεις αποκτήσει την συνήθεια να την αγκαλιάζεις και να την φιλάς και να την έχεις να κάθεται στα γόνατά σου, και να αγκαλιάζεσθε ο ένας με τον άλλο, και μου είπε ότι την πρόσταξες, με τίποτε να μην μου το πει, αλλά αυτή δεν μπορούσε να το κρατήσει άλλο. Είπε ότι, επειδή ήμουν στεναχωρημέ­νη γι’ αυτό, αυτή ένοιωθε την ανάγκη να έλθει και να ο­μολογήσει σε μένα, και έτσι έκαμε“.

-Από το Δικαστήριο: ΕΡ.: Τι είπε αυτός;

ΑΠ.: Προσπάθησε να αποδώσει μικρή σημασία σ’ αυτό, στην αρχή και του είπα, “Σύζυγε, δεν μπορείς να το κάμεις αυτό. Τα ξέρω όλα. Μου τα είπε ευθέως και γνω­ρίζω ότι είναι αλήθεια”. Λοιπόν, είπε ότι λυπάται. Ότι ήταν αλήθεια, αλλά λυπάται. Είπε ότι δεν ήθελε να βλά­ψει κανένα. —–Είπα, “Δεν κατανοώ πως μπορείς να κάνεις μια πράξη σαν αυτή, χωρίς να θέλεις να βλάψεις κανέ­ναν”.

ΕΡ.: Ποια χρονιά συνέβη αυτό; ΑΠ.: Το φθινόπωρο τον 1894.- Από τον κύριο Porter:

ΕΡ.: Στον σύζυγο σας, κατ’ αυτήν τη συνάντηση, α­ναφερθήκατε σε τίποτα γλυκόλογα; ΑΠ.: Ναι κύριε. ΕΡ.: Ποια ήταν αυτά;

ΑΠ.: Είπα… “Αυτή μου είπε ότι αυτά συνέβαιναν κά­τω, στο γραφείο, όταν αυτή έμενε κάτω μαζί του τα βράδυα, αφού έφευγαν οι υπόλοιποι, και στο σπίτι οποιαδή­ποτε ώρα, όταν δεν ήμουν παρούσα”.

ΕΡ.: Τώρα, για τα γλυκόλογα.

ΑΠ.: Αυτή είπε, ένα βράδυ όταν ήλθε μαζί του, μόλις μπήκε στο Χωλ, ήταν αργά το βράδυ, γύρω στις 11 η ώρα, αυτός έβαλε τα χέρια του γύρω της και την φίλησε. Αυτό έγινε στον προθάλαμο προτού να μπουν στο Χωλ, και αυ­τός την αποκαλούσε μικρή του σύζυγο, αλλά αυτή είπε, “Δεν είμαι σύζυγός σου”, και αυτός είπε, “Θα σε λέω κό­ρη μου, και μια κόρη έχει σχεδόν όλα τα προνόμια μιας συζύγου”.

ΕΡ.: Και τι άλλοι όροι χρησιμοποιήθηκαν;

ΑΠ.: Τότε αυτός είπε. “Είμαι σαν μέδουσα. Πλέω πό­τε δω, πότε εκεί. Αγγίζω αυτήν κι αγγίζω εκείνην, και όποια ανταποκριθεί, την παίρνω σε μένα, και αν όχι, πλέω για άλλες”, και αυτή το κατέγραψε επακριβώς, (και μου το είπε), ώστε μπορούσα να το θυμάμαι καλά, όταν θα τού μιλούσα γι’ αυτό. Και αυτός ομολόγησε ότι τα είχε πει αυτά.

Ο νομικός σύμβουλος τού εναγομένου καλεί το Δικα­στήριο να αποκλείσει την κατάθεση της μάρτυρος που αναφέρεται στην υποτιθέμενη κακή συμπεριφορά τού κυ­ρίου Russell και της κοπέλας αυτής, της Rose Ball, την οποία συμπεριφορά η μάρτυς λέει ότι την ανακάλυψε το 1894, διότι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ειδικά προσδιορίζει ότι οι προσβολές για τις οποίες παραπονεί­ται η ενάγουσα άρχισαν το 1897.

 -Από το Δικαστήριο:

Δεν τα είχατε αναφέρει αυτά στο δικόγραφο της αγω­γής σας (μηνύσεως σας). Θα δεχθώ το αίτημα και θα απο­κλείσω αυτή την μαρτυρία…

Το πρακτικό των ενστάσεων σφραγίζεται για την ε­νάγουσα.

-Από τον κύριο Porter:

ΕΡ.: Αυτή η αγωγή κατετέθη από σας τον Απρίλιο 1903, και θα υποχρεωθούμε να περιορίσουμε την κατάθε­ση, σ’ ο,τι συνέβη μετά τον Απρίλιο τού 1896, λίγες μέ­ρες πριν ή μετά δεν έχει σημασία.

-Από το Δικαστήριο: Θα σας επιτρέψουμε ένα περι­θώριο ενός έτους (πριν), εάν θέλετε.

-Από τον κύριο Porter:

ΕΡ.: Αρχίστε από τον Ιανουάριο τού 1896. Ο κ. Russell και εσείς συζητήσατε ξανά το θέμα Rose Ball με­τά ας πούμε από την 1η Ιανουαρίου 1896, δηλαδή ανέκυ­ψε έκτοτε τέτοιο θέμα συζητήσεως;

ΑΠ.: Ναι κύριε.

ΕΡ.: Τι ελέχθη από σας ή από τον σύζυγο σας σχετι­κά με αυτή την κοπέλα, την Rose Ball, μετά την 1η Ια­νουαρίου 1896 και που;

-Ένσταση ότι το θέμα είναι άσχετο και έκτος αρμοδιότητας τού Δικαστηρίου αφού δεν είναι παρά μια προσ­πάθεια να ξαναεισαχθεί η μαρτυρία, η οποία ήδη έχει α­ποκλεισθεί.

-Δεκτή η ένσταση και το πρακτικό σφραγίζεται για την ενάγουσα.

».

 

Συμπεράσματα

Αν ξεκινήσουμε από την άποψη τού Ρώσσελ, ότι η αιτία της συζυγικής διαμάχης ήταν η απαίτηση της συ­ζύγου του να κυριαρχήσει στο χώρο τού περιοδικού και να προσδιορίσει εκείνη το περιεχόμενό του, η όλη υπόθε­ση πρέπει να εξετασθεί στο φως της ερμηνείας τού Ματθ. κδ’45-47.

Ο ίδιος ο Ρώσσελ παρατηρεί πως το εδάφιο αυτό και η ερμηνεία που τού εδίδετο επέδρασε βαθμιαία στη στά­ση της συζύγου του. Εκείνη ήταν που πριν από όλους πρόσεξε αυτό το εδάφιο και το συσχέτισε με το έργο τού Ρώσσελ και με το πρόσωπο του. Αυτός ήταν ένας «κακός σπόρος» που φύτρωσε και έκανε ρίζες, λέγει.

Ο ίδιος αντιτάχθηκε κατ’ αρχήν σε μια τέτοια ερμη­νεία, αλλά μετά δέχθηκε αυτό το ρόλο τού «δούλου εκεί­νου». Σ’ αυτόν το «δούλο» ο Θεός έδιδε την «τροφή εν καιρώ» και εκείνος την διένειμε στους «συνδούλους» και σε όλο τον «οίκο της πίστεως».

Εκτός από αυτό, η κυρία Ρώσσελ ήταν από την αρχή «συνεκδότης» τού περιοδικού και τα άρθρα της, μαζί με εκείνα τού συζύγου της, ήταν σχεδόν η μόνη ύλη τού περιοδικού. Αν στέλλονταν άλλα κείμενα, τότε παραδίδον­ταν σ’ αυτήν και εκείνη έκρινε αν πρέπει να δημοσιευ­θούν ή όχι.

Η ίδια, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της «Σκο­πιάς» (4/1907, σ. 52), κρατούσε σημειώσεις από τα κηρύγματα του Ρώσσελ και στη συνέχεια έγραφε εκείνη τα άρ­θρα. Αυτή η συμβολή της δεν αμφισβητήθηκε. Μάλιστα η ίδια ανέφερε πως την ευχαριστούσε η απασχόλησή της και αυτό που την ενόχλησε δεν ανεφέρετο στα άρθρα που εδημοσιεύοντο, αλλά στο ότι η ίδια εφέρετο ως γραμμα­τέας και ταμίας και ότι, παρ’ όλα αυτά, δεν είχε ποτέ πιά­σει στα χέρια της τα βιβλία του ταμείου και ουδέποτε έ­κανε την εργασία της γραμματέως.

Η κυρία Ρώσσελ, ως δημοσιογράφος, είχε ασφαλώς ειδικά προσόντα και πιθανώς τα κείμενά της ήταν πιο α­ξιόλογα από εκείνα που έγραφε ο Ρώσσελ. Γι’ αυτό και δεν αποκλείεται να επενέβαινε με σκοπό να βελτιωθούν τα κείμενα του συζύγου της.

 Από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό πως ο Χριστός α­νέλαβε βασιλική εξουσία το 1878 και έπρεπε κάποιον «δούλο» να εξουσιοδοτήσει για τη διανομή της «τροφής εν καιρώ», όταν συμφώνησαν πως ο Ρώσσελ ήταν αυτός ο δούλος, τότε η κυρία Ρώσσελ προχώρησε σε μεγαλύτε­ρη «εμβάθυνση» στην ερμηνεία του εδαφίου και δήλωσε (πάντοτε κατά τις πληροφορίες που μας δίνει ο Ρώσσελ), ότι ο «δούλος» αποτελείται και από τους δύο, γιατί αυτοί οι δύο στο γάμο είναι «ένας»! Αν κρίνουμε από τους εναντιούμενους στο Ρώσσελ, μεταξύ των οποίων ήσαν και εξέχοντες «αδελφοί», διαπιστώνουμε πως ο Ρώσσελ δεν ανεγνωρίζετο από τους στενούς συνεργάτες του ως «ο δούλος εκείνος».

 Αλλά και ο ίδιος στη διαθήκη που είχε τότε συντά­ξει, όριζε τη σύζυγο του υπεύθυνο και συνεχιστή του έρ­γου του με το περιοδικό και την εταιρεία «Σκοπιά». Ε­κείνη θα ήταν μετά από αυτόν ο «δούλος», που θα διένειμε την «τροφή εν καιρώ». Εκτιμώντας λοιπόν την όλη κα­τάσταση η κυρία Ρώσσελ μπορεί να διαπίστωσε αδυνα­μίες στην ποιότητα της εργασίας του Ρώσσελ και να προ­χώρησε ακόμη πιο πέρα στην ερμηνεία του Ματθ. κδ’ 45-47, περιλαμβάνοντας και τους επόμενους στίχους, για να βγάλει το συμπέρασμα πως ο «δούλος», με βάση τη Γρα­φή θα απεδεικνύετο «κακός δούλος» και επομένως αυτή θα πρέπει να συνεχίσει το έργο του «δούλου».

Όλα αυτά φανερώνουν πως οι ιστορικές καταβολές του «πιστού και φρονίμου δούλου» της εταιρείας «Σκο­πιά» δεν είναι τόσο σταθερές, ώστε να μπορούν να κρα­τήσουν όρθιο το «πνευματικό δέντρο» της.

 Εντύπωση κάνει το γεγονός ότι η κυρία Ρώσσελ, στις καταθέσεις της, δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτά τα ζη­τήματα, ώστε να δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο έπαιξαν ένα ρόλο στη συζυγική διαμάχη. Σύμφωνα με την κατάθεση της κυρίας Ρώσσελ, η απαίτη­ση του συζύγου της να μην εξουσιάζεται από αυτήν δεν ανεφέρετο στο τι πρέπει να δημοσιεύεται στη «Σκοπιά», αλλά σε ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα πάν­τοτε με την ίδια κατάθεση, ο Ρώσσελ δεν ανεχόταν κριτι­κή από μέρους της συζύγου του για την ανάρμοστη για ένα έγγαμο άνδρα διαγωγή απέναντι σε μια ξένη νεαρή γυναίκα.

 Πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι ο Ρώσσελ είχε κά­θε λόγο να μεταβάλει το προσωπικό του ζήτημα σε υπό­θεση της κινήσεως και να δηλώσει πως πίσω από αυτή την υπόθεση είναι ο Σατανάς, που θέλει να πολεμήσει το έργο του Θεού.

Αν θεωρήσουμε αληθινή την είδηση, πως η κυρία Ρώσσελ ήθελε να γράφεται το όνομά  της στα άρθρα που δημοσίευε και δεν της αρκούσε το ότι ανεφέρετο στον κάθε τόμο πως ήταν συνεκδότρια και βοηθός συντάκτου, τότε αυτό μπορεί να έχει και άλλη εξήγηση, διαφορετική από εκείνη που δίνει ο Ρώσσελ. Μπορεί ίσως να μη ήθελε να ιδιοποιείται ο σύζυγος της τη δική της προσφορά ή α­κόμη δεν ήθελε να συνδέεται το όνομά της με τα άλλα άρ­θρα, τα οποία ίσως θεωρούσε κατωτέρας ποιότητος ή και «τροφή του κακού δούλου».

 Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τόσο ο Ρώσσελ όσο και η γυναίκα του ήσαν άνθρωποι με αυξημένη αυτοπεποίθηση και ισχυρή θέληση. Ο ίδιος ο Ρώσσελ, σε επιστολή του προς τη σύζυγό του, με ημερομηνία 8.7.1896 γράφει μετα­ξύ άλλων:

«Είμαι πεπεισμένος πως οι δυσκολίες μας είναι γενι­κώς αυξανόμενες και ότι αποτελεί μεγάλο λάθος αν άν­δρες με ισχυρή θέληση και γυναίκες με ισχυρή θέληση παντρεύονται. Αν θέλουν να παντρευτούν, είναι πολύ κα­λύτερο, αν οι ισχυράς θελήσεως παντρευτούν συντρό­φους που δεν είναι τόσο πλούσιοι σε πνεύμα και σε ενερ­γητικότητα, γιατί σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων, ποτέ δεν μπορεί, με τις σημερινές συνθήκες, να υπάρξει ειρήνη, όπου και οι δύο είναι ίδιοι» (Σκ. 4/1907, σ. 59).

Κατά την άποψη της κυρίας Ρώσσελ οι μεγάλες δια­φορές δεν ήσαν σε πνευματικό επίπεδο, αλλά σε βασικά αρνητικά στοιχεία στον τρόπο ζωής τού συζύγου της.

Ο ίδιος θίγει το ζήτημα της διαθήκης τού πατέρα του. Προφανώς, με τη διαθήκη αυτή προσπάθησε να αποκληρώσει τη γυναίκα τού πατέρα του, που ήταν ταυτόχρονα και αδελφή της κυρίας Ρώσσελ. Από τη διαδικασία της ενόρκου καταθέσεώς του, αναφορικά με τη διατροφή, διαφαίνεται η ιδιαίτερη ευαισθησία του σε οικονομικά θέματα. Ενώ είχε πολλές επιχειρήσεις, υποστήριξε πως όλα τα έδωσε στην εταιρεία «Σκοπιά» και είναι πάμπτω­χος. Το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του αυτό και τον υποχρέωσε να καταβάλει τη διατροφή. Α­κόμη κι αν παραδεχθούμε πως τα έδωσε όλα στην εται­ρεία «Σκοπιά», αυτό δεν σημαίνει πως ήταν και φτωχός, αφού η εταιρεία αυτή άνηκε σ’ αυτόν κατά το 57,3% και ήταν ο μόνος που κέρδιζε προσωπικά χρήματα από την εταιρεία, όπως βεβαιώνει στην κατάθεση της η κυρία Ρώσσελ.

Βέβαια ο ίδιος υποστήριξε πως ενίσχυσε τη σύζυγο του και την εξασφάλισε οικονομικά. Όμως εκείνη δήλω­σε ενόρκως πως ο σύζυγος της και οι άνθρωποι του έκαναν κατάληψη στο σπίτι που έμενε και της κράτησαν και το πορτοφόλι με τα χρήματα που είχε εισπράξει από ε­νοίκια και της ήταν απολύτως απαραίτητα για τη συντή­ρησή της. Ο Ρώσσελ ισχυρίζετο πως αγαπούσε τη γυ­ναίκα του και ήθελε να επιστρέψει κοντά του. Όμως κα­τά την ένορκη κατάθεση της κυρίας Ρώσσελ, ο άνδρας της, σε ανύποπτο χρόνο της είχε προτείνει να χωρίσουν και θα της έδιδε το σπίτι που κατοικούσαν.

 Καθώς φαίνεται ο «πιστός και φρόνιμος δούλος» δεν είχε μεγάλο πρόβλημα να χωρίσει από τη γυναίκα του. Όμως μετά το χωρισμό πολλοί οπαδοί σκανδαλίσθηκαν και θεώρησαν την ιδιότητα τού διαζευγμένου ασυμβίβα­στη με την ιδιότητα τού δούλου τού Θεού και γι’ αυτό απομακρύνθηκαν από την κίνηση. Ο Herbert Η. Stroup, στο επιστημονικό του σύγγραμμά για τους «μάρτυρες τού Ιεχωβά» αναφέρει πως χιλιάδες οπαδοί, μετά το διαζύγιο τού Ρώσσελ έφυγαν από την οργάνωση γι’ αυτό το λόγο (Η.Η. Stroup, σ. 10).

 Τι ακριβώς συνέβη με την Rose Ball δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί. Είναι όμως γεγονός ότι το δικαστήριο για δικονομικούς λόγους δεν προχώρησε στην σε βάθος εξέταση αυτού τού θέματος. Στο δικόγραφο με το οποίο υπεβλήθη η αγωγή της κυρίας Ρώσσελ εναντίον τού συ­ζύγου της κατά το έτος 1903, ανεφέρετο σε ό,τι συνέβη από το έτος 1897 και όχι σε γεγονότα πριν από τη χρονο­λογία αυτή.

Η κυρία Ρώσσελ δεν είχε πρόβλημα να δηλώσει πως τα γεγονότα συνέβησαν πριν από αυτή τη χρονολογία, το 1894 ή και πριν από το έτος αυτό. Τούτο σημαίνει πως η κατάθεσή της δεν ήταν προσχεδιασμένη σε συνεργασία μάλιστα με το δικηγόρο της και δεν ήλθε να καταθέσει με τη διάθεση να πει ψέμματα. Γιατί στην περίπτωση αυτή δεν θα ανέφερε πως τα γεγονότα συνέβησαν το 1894 αλλά μετά το 1897, για να είναι η κατάθεση σύμφωνη με το δι­κόγραφο της αγωγής. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ευκολότερα πως θα έλεγε ψέμματα αν χρονολογούσε τα γεγονότα μετά το 1897 και όχι πριν από το έτος αυτό. Τό­τε θα μπορούσε κανείς να εξετάσει την περίπτωση μήπως η κατάθεση ήταν προσχεδιασμένη από αυτήν και από το δικηγόρο της. Μιλάει όμως για γεγονότα τού 1894 και δεν διστάζει να το ομολογήσει με σαφήνεια, όταν ο δικη­γόρος της την ρωτάει πότε έγιναν όλα αυτά.

Το δικαστήριο λοιπόν δεν λαμβάνει υπόψη του τη μαρτυρία αυτή για δικονομικούς και όχι για ουσιαστι­κούς λόγους. Αυτό επρότεινε και η υπεράσπιση τού Ρώσ­σελ.

 Ένα άλλο ζήτημα δημιουργείται με την προσωπικό­τητα της Rose Ball. Στο καταστατικό της εταιρείας, που εκδόθηκε το 1894 σε ειδικό τεύχος της Zion’s Watch To­wer and Herald of Christ’s Presence από την εταιρεία τού Ρώσσελ Tower Publishing Co μόνο για τη χρήση των με­τόχων, στον κατάλογο τού Συμβουλίου Διευθυντών, υπάρ­χει το όνομα της Rose Ball (Σκ. 25.4.1894, σ. 56).

Το «Βιβλίον Έτους 1983» (σ. 70) γράφει πως το κορί­τσι αυτό ήταν ορφανό και πήγε στους Ρώσσελ το 1888 σε ηλικία 10 ετών. Ο ίδιος ο Ρώσσελ ισχυρίζεται πως δεν εγνώριζε την ηλικία τού κοριτσιού και υπελόγιζε πως το 1888 ήταν ίσως 13 ετών (Σκ. 4/1907, σ. 57).

Αν η Rose ήταν το 1888 10 ετών, τότε το 1884 ήταν 6 ετών. Αν πάλι το 1888 ήταν 13 ετών, τότε το 1884 ήταν 9 ετών. Πως όμως το όνομά της περιλαμβάνεται στον κα­τάλογο των «Διευθυντών» της Εταιρείας, δηλαδή τού σημερινού «κυβερνώντος σώματος» των «μαρτύρων τού Ιεχωβά»; Μπορεί ένα κοριτσάκι 6 ή 9 ετών να έχει την ικανότητα προς δικαιοπραξία και επιτρέπεται από το νό­μο να είναι στο συμβούλιο μιας εταιρείας; Γιατί ο Κάρο­λος Ρώσσελ απέκρυψε αυτό το όνομα από τους αναγνώ­στες της «Σκοπιάς» και εξέδωσε το καταστατικό σε εσω­τερικό τεύχος, μόνο για τους μετόχους; Γιατί, λόγου χά­ρη, στο καταστατικό που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1885 και ήταν ευρύτερα προσιτό, ο κατάλογος του Συμβουλίου Διευθυντών περιλαμβάνει μόνο 6 και όχι ε­πτά ονόματα, είναι δηλαδή ελλιπής, γιατί λείπει το όνομα της Rose Ball;

 Αν η Rose Ball ήταν ένα ορφανό, φτωχό κορίτσι, που βρήκε τις μετοχές και προ παντός πως μπήκε στο «Συμβούλιο Διευθυντών»; Αυτό ασφαλώς ήταν θέλημα του Καρόλου Ρώσσελ, που διέθετε την πλειοψηφία στην εταιρεία και μπορούσε να προσδιορίσει τα μέλη του «Συμβουλίου Διευθυντών». Σίγουρο όμως είναι ένα: Ότι η εταιρεία ψεύδεται αναφορικά με την ηλικία της Rose Ball. Αυτή που δεν έχει λόγο να ψεύδεται είναι η κυρία Ρώσσελ. Εκείνη δεν μιλάει για μικρό δεκάχρονο, ορφα­νό κορίτσι, αλλά για «εκείνη τη γυναίκα, η οποία ήταν και στο γραφείο και στο σπίτι μας». Η κυρία Ρώσσελ δεν μίλησε για φιλί της «καληνύχτας», αλλά για άλλα πράγματα που γίνονταν, όταν εκείνη ή κάποιος άλλος δεν ήταν παρών. Ισχυρίστηκε μάλιστα ενόρκως πως αυτά τα πράγματα, ύστερα από τη δήλωση της Rose Ball, τα πα­ραδέχθηκε και ο ίδιος ο σύζυγος της.

 Από όσα αναφέραμε αποδεικνύεται ότι έχουμε μπρο­στά μας μια πολύ σκοτεινή υπόθεση. Πάντως το διαζύγιο ήταν εις βάρος του «πιστού και φρόνιμου δούλου». Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται:

«Η συμπεριφορά του απέναντι στη γυναίκα του δεί­χνει ένα τέτοιο ισχυρό εγωισμό και τόσο έξαλλο αυτοέ­παινο, ώστε οι ένορκοι επείσθησαν πως η συμπεριφορά του απέναντι της εμφορείτο συνεχώς από μανία κυριαρ­χίας, κατά τρόπο που η ζωή κάθε χριστιανής γυναίκας θα εγίνετο βάρος και η κατάσταση της θα ήταν ανυπόφορη».

 

 

 

 Από το βιβλίο: Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΙΑΣ Α’