Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Ἡ σχετικὴ μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρία πατερικὴ γραμματεία εἶναι ἐκτενὴς καὶ πολὺ ἐνδιαφέρουσα. Κατὰ τὸ μέγιστο μέρος της ἢ σχεδὸν στὸ σύνολό της προέρχεται ἀπὸ τὴν γραφίδα κορυφαίων διδασκάλων καὶ θεολόγων, αὐτῶν ποὺ κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰώνας ἔθεσαν τὶς βάσεις τῆς θεολογίας καὶ διεμόρφωσαν τὴν ἁπλοϊκὴ πίστη τῶν Χριστιανῶν, «τὸ ἁπλοῦν σέβας», σὲ δόγματα, σὲ διδασκαλία, ἄριστα διαρθρωμένη καὶ συγκροτημένη, μὲ τὸν Ἕλληνα λόγο, ὥστε νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ ὅλους, ἐγγραμμάτους καὶ ἀγράμματους, ὑψηλὴ καὶ ἀπρόσβλητη ἀπὸ παρερμηνεῖες καὶ καταδολιεύσεις τῶν ἀντιπάλων της. Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ὥστε κατὰ τὴν πρώτη αὐτὴ περίοδο τῆς διαδόσεως καὶ θαυμαστῆς αὐξήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τὴν σκληρὴ περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετὰ ταῦτα πρώτη περίοδο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀνέσεως, νὰ ἐμφανισθοῦν ἄνδρες κάτοχοι καὶ τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν μὲ ἐπιτυχὶα τὸ ἔργο τῆς ὑποστηρίξεως καὶ ὑπερασπίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μπροστὰ στὶς κακόβουλες καὶ ἐμπαθεῖς συκοφαντίες καὶ ἐπιθέσεις τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν λογίων τῆς παλαιᾶς θρησκείας τῶν εἰδώλων, τοῦ συνεχιζομένου μίσους τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διαβρώσεως ἀπὸ ποικίλες αἱρέσεις, ἰουδαΐζουσες ἢ ἑλληνίζουσες.
Ἀναφερθήκαμε περιοριστικὰ στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, ὄχι διότι σ’ αὐτοὺς περιορίζεται ἡ ἐμφάνιση Πατέρων, ἀφοῦ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πατρολογικὴ θέση Πατέρες καὶ Ἁγίους ἀναδεικνύουν ὅλες οἱ ἐποχές, ἀλλὰ διότι τὸ θέμα τῶν εἰδώλων, ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων, ἔπαυσε μετὰ ταῦτα στοὺς ἐπομένους δεκαπέντε αἰῶνες νὰ ἀπασχολεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία, λόγω τῆς παντελοῦς ἐπικρατήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἐθνισμοῦ νὰ ἐπιβιώσει, ἔστω καὶ παραδειγματικὰ σὲ κάποιες περιοχές, σὲ κάποιες κοινότητες, ἐπαληθευθέντος πλήρως τοῦ χρησμοῦ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν:
Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην,
οὐ μάντιδα Δάφνην
οὐ παγὰν λαλέουσαν.
ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ1.
Ἠμποροῦμε κάλλιστα τὴν ὕπαρξη τῆς εἰδωλολατρίας γενικῶς νὰ τὴν περιορίσουμε μέχρι τοῦ τέλους τοῦ τετάρτου αἰῶνος, ἀφοῦ τὸ ἀπονενοημένο καὶ οὐτοπικὸ διάβημα τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ τὴν ἐπαναφέρει, μᾶλλον ἐπέσπευσε τὸ τέλος της, λόγω τῆς τυραννίας καὶ τῆς φυγαδεύσεως τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία εἶχε βρεῖ τὴν ἐσωτερική της ἑνότητα καὶ εὐστάθεια κάτω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ ἰδιόρρυθμος χαρακτήρας τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ὁ θολωμένος ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ μισαλλοδοξία νοῦς του δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν οὔτε στοιχειώδη πολιτικὴ εὐθυκρισία, ἀφοῦ ἐστράφη μὲ σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως τώρα δὲν ἦσαν μειονότητα, ὅπως κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ πλειονότητα μέσα σὲ ἕνα ἐκχριστιανισμένο ἀκόμη καὶ στοὺς θεσμοὺς καὶ στὴν ὀργάνωση κράτος. Τὶς ἀρνητικὲς αὐτὲς προϋποθέσεις τοῦ ἐγχειρήματος ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ ὁποῖος στοὺς δύο στηλιτευτικούς του λόγους μᾶς διαζωγραφεῖ ἄριστα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰουλιανοῦ, τὸν ὁποῖο προσωπικὰ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ἀθήνα αὐτὸς καὶ ὁ Μ. Βασίλειος κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν τους. Εἶχε διαβλέψει τὴν κακὴ πορεία του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἀνώμαλη, ἄτακτη καὶ νευρωτικὴ συμπεριφορά του, καὶ εἶχε πεῖ φωναχτὰ «οἷον κακὸν ἡ Ρωμαίων τρέφει»2, πόσο μεγάλο κακὸ τρέφει τὸ κράτος τῶν Ρωμαίων. Θὰ ἦταν καλύτερα, γράφει, νὰ μὴν ἐπαληθευθεῖ ἡ πρόβλεψή του παρὰ νὰ ἐμφανισθεῖ τέτοιο τέρας, ποὺ δὲν ἐμφανίσθηκε ποτὲ προηγουμένως, καὶ νὰ γεμίσει μὲ συμφορὲς τὴν οἰκουμένη. Ἦταν ὁ πρῶτος Χριστιανὸς ποὺ διενοήθη νὰ επαναστατήσει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ἐγχείρημα πάντως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀπέβη εὐεργετικὸ τελικὰ γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Οἱ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἐπέσυραν τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους καὶ τὴν κατακραυγή· πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς διῶκτες ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ κατεκρήμνισαν τὰ εἴδωλα τῶν θεῶν, τῶν ὁποίων ἀντελήφθησαν τὴν ἀπάτη. «καὶ ὁ χθὲς προσκυνητὴς σήμερον ὑβριστής»3. Αὐτὸ ἀνάμεσα σὲ μερικὰ ἄλλα εξηγεῖ καὶ τὶς καταστροφὲς τῶν μνημείων ποὺ ἀποδίδουν μόνον στοὺς Χριστιανοὺς οἱ νεοπαγανιστές. Ὅταν πέσει μία τυραννία, οἱ λεηλασίες καὶ οἱ καταστροφὲς γίνονται καὶ ἀπὸ τοὺς πρώην προσκυνητές. Αὐτὲς μάλιστα ταιριάζουν περισσότερο στοὺς εἰδωλολάτρες, γιατὶ αὐτὸ τὸ ἦθος διδάσκονται ἀπὸ τοὺς πολεμοχαρεῖς καὶ ὀργίλους θεούς τους, ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ κατηγοροῦνται ἀπὸ τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν πραότητα καὶ φιλανθρωπία τους, ὁ δὲ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μοναδικὸ καὶ ὕψιστο σημεῖο ἀγάπης, ἀνοχῆς καὶ ἀνεκτικότητας, θεωρεῖται στοιχεῖο αδυναμίας καὶ προκαλεῖ τὸν χλευασμό τους.
Σὲ μερικὰ βέβαια μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ὅπου ὑπῆρχαν φιλοσοφικὲς σχολές, ὅπως ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Ἀθήνα, ἐξακολούθησε νὰ προβάλλεται καὶ νὰ ἐνισχύεται καὶ κατὰ τὸν πέμπτο αἰώνα, χωρὶς πάντως ἐπίδραση στὸν λαό, ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Οἱ ἴδιοι ἄλλωστε οἱ φιλόσοφοι ἔπαιρναν ἀποστάσεις, ὑποκαθιστώντας τὴν εἰδωλολατρία μὲ τὸ φιλοσοφικὸ σύστημα τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ποὺ εἶχε καὶ θρησκευτικὸ χαρακτήρα. Ἤδη ὁ Θεοδώρητος στὸ ἔργο του«Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων», ποὺ γράφτηκε τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ πέμπτου αἰῶνος (πρὸ τοῦ 423) διαπιστώνει ὅτι ἔχουν απομείνει πολὺ ὁλίγοι εἰδωλολάτρες· μοιάζουν σὰν τὸ κατακάθι ποὺ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὶς τρύπες τοῦ διυλιστῆρος λόγω παχύτητος, πρέπει ὅμως καὶ αὐτοὶ νἀ τύχουν τῆς ποιμαντικῆς φροντῖδος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ διαλυθεῖ ἡ θολούρα, ἡ ὁμίχλη ποὺ τοὺς περιβάλλει, γιὰ νὰ δοῦν τὴν λαμπρότητα τοῦ θεϊκοῦ φωτός: «Εἰ γὰρ καὶ ὁλίγοι λίαν εἰσὶν οἱ τῷ πάθει δεδουλωμένοι,
καὶ ἐοίκασιν ὑποστάθμη τινὶ παχεία, τῶν τοῦ διυλιστῆρος οὐ διικνουμένη πόρων διὰ παχύτητα,
ἀλλ‘ οὖν οὐκ ἀμελητέον αὐτῶν, οὐδὲ παροπτέον φθειρομένους
ὑπὸ τοῦ πάθους, ἀλλὰ πάντα
πόρον ἐξευρητέον, ὥστε τὴν ἐπικειμένην αὐτοῖς ὁμίχλην ἀποσκεδᾶσαι καὶ τοῦ νοεροῦ φωτὸς
ἐπιδεῖξαι τὴν αἴγλην»4.
Καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ πέμπτου αἰῶνος οἱ φιλοσοφικὲς σχολές, συνδεδεμένες μὲ τὴν ἀρχαία θρησκεία, φυτοζωοῦν καὶ παρακμάζουν. Ἤδη ἀπὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δευτέρου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ἀπορροφήσει εὔκολα καὶ γρήγορα τὰ περισσότερα στελέχη τῆς Στοᾶς, τοῦ Νεοπυθαγορισμοῦ, τοῦ Περιπάτου, τῆς Ἀκαδημίας. Τὸν τέταρτο αἰώνα ὑπῆρχαν ἀκόμη ἐπαγγελματίες ἐκλεκτικοὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχαν πλέον μέλη τῶν ὥς ἄνω σχολῶν. Ἐπέζησε ἐπὶ δύο ἀκόμη αἰῶνες ὁ Νεοπλατωνισμός, ποὺ ἐνδιαφερόταν νὰ συγκρατήσει ὄχι τόσο τὴν ἑλληνικὴ σκέψη ὅσο τὴν καταρρέουσα εἰδωλολατρία. Μετὰ ταῦτα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ἐμελετῶντο καὶ στὶς χριστιανικὲς σχολὲς ὄχι ὡς ζωντανὸς λόγος, ἀλλὰ ἀπὸ ἱστορικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὡς ἀντικείμενο σπουδῆς. Τὸ κλείσιμο τῆς φιλοσοφικῆς νεοπλατωνικῆς σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὸ 529 ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό, ποὺ κρίνεται συχνὰ ὡς ἐχθρικὴ ἐνέργεια τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον τοῦ Ἑλληνισμοῦ, δὲν ἔχει τὴν σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδεται. ἤδη, ὅπως ἐλέχθη, οἱ σχολὲς αὐτοῦ τοῦ εἶδους εἶχαν ἀρχίσει νὰ φυτοζωοῦν καὶ θὰ ἔκλειναν μόνες τους, χωρὶς ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση. Ἡ φιλοσοφία ἐξακολούθησε νὰ διδάσκεται στὸ Βυζάντιο, ἀποκομμένη ἁπλῶς ἀπὸ τὸν παγανιστικὸ ἱστό της. Ἔχει λεχθῆ προσφυῶς ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς δὲν ὑπέγραψε τὴν θανατικὴ καταδίκη τῆς σχολῆς, ἀλλὰ τὴν ληξιαρχικὴ πράξη τοῦ φυσιολογικοῦ της θανάτου5.
Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὅτι ἡ πατερικὴ γραμματεία ποὺ ἀναφέρεται στὰ εἴδωλα περιορίζεται στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, γιατὶ μετὰ ταῦτα ἔπαυσε καὶ στοιχειωδῶς νὰ ὑπάρχει ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων, ἡ ὁποία, ὅπως ἀποδείχθηκε, δὲν ἀντέχει σὲ δύσκολες
ἱστορικὲς συνθῆκες, εἶναι ξένα πρὸς τὴ φύση της ὁ σταυρὸς καὶ τὸ μαρτύριο. Ἀκμάζει συνδεδεμένη μὲ τὴν δύναμη τῆς ἐξουσίας,
μὲ τὴν ἄνεση, τὰ συμπόσια,
τὰ πανηγύρια, ὅπως εἶναι καὶ τὸ ἦθος τῶν θεῶν της. Ἡ γραμματεία αὐτὴ τῶν Πατέρων δὲν εἶναι ἐπιθετική, ἀλλὰ ἀμυντική· τὴν προκάλεσαν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ ἀστήρικτες καὶ συκοφαντικὲς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ευαγγελίου εἰδωλολατρῶν λογίων, ὅπως ὁ Κέλσος, ὁ Ἱεροκλῆς καὶ ὁ Πορφύριος. Ὁ τελευταῖος μάλιστα, μαθητὴς τοῦ Πλωτίνου, ἀσκητικὸς ὅπως ὁ διδάσκαλός του, ἀλλὰ λιγώτερο ἀνεκτικὸς καὶ οἰκουμενικός, εἰσήγαγε στὸ νεοπλατωνικὸ σύστημα τοὺς ἀποθνήσκοντες θεοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος· μετέβαλε τὸν Νεοπλατωνισμὸ σὲ θρησκεία καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ ἀνακόψει τὴν θριαμβευτικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπεχείρησε μισὸ αἰώνα ἀργότερα μὲ δυναμικὰ μέσα ὁ Ἰουλιανός. Ἔχει ἐκφρασθῆ ἡ γνώμη ὅτι ἴσως ὁ Πορφύριος νὰ μὴν εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἔκρηξη τοῦ τελευταίου τρομεροῦ ἀντιχριστιανικοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ τὸ 3036.
Μπορεῖ ἔτσι κανεὶς εὔκολα νὰ διακρίνει τὴν γραμματεία αὐτὴ σὲ δύο περιόδους· στὴν γραμματεία τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν, ὅπου βασικῶς ἐντάσσονται τὰ μαρτυρολόγια, οἱ ἀπολογηταὶ συγγραφεῖς τοῦ δευτέρου αἰῶνος καὶ οἱ ἀλεξανδρινοὶ συγγραφεῖς Κλήμης καὶ Ὠριγένης. Στὴν δεύτερη μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν περίοδο, τοὺς ὁποίους ἀνανέωσε γιὰ λίγα χρόνια ὁ Ἰουλιανός, ἐντάσσονται σχετικὰ συγγράμματα μεγάλων Πατέρων καὶ διδασκάλων, ὅπως τοῦ Μ. Αθανασίου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, ὡς καὶ ἡ ἔξοχη πραγματεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ποὺ μνημονεύσαμε. Οἱ μεγάλοι Γαζαῖοι φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι τοῦ ἕκτου αἰῶνος Αἰνείας ὁ Σοφιστής, Ζαχαρίας Σχολαστικὸς καὶ Προκόπιος Σοφιστής, τὰ ἀποδιδόμενα στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη συγγράμματα, ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς, ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἀπολογηταί, ἀσχολοῦνται μὲ τὸν φιλοσοφικὸ προβληματισμὸ ποὺ προκάλεσε ὁ Νεοπλατωνισμὸς καὶ ὄχι μὲ τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων. Μικρὸ κεφάλαιο, ὅπου συμπυκνωμένα ἀπορρίπτεται ἡ πολυθεΐα, ἔχει περιλάβει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸ γνωστὸ δογματικό του ἔργο «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» μὲ τίτλο «Ἀπόδειξις, ὅτι εἰς ἔστι Θεὸς καὶ οὐ πολλοί»7. Δέέκα αίῶνες μετὰ τὸν Ἰουλιανὸ τὸ οὐτοπικό του ὅραμα γιὰ τὴν ἀναβίωση τοῦ δωδεκαθέου ἐπανέλαβε ὁ γνωστὸς φιλόσοφος τοῦ Μυστρᾶ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν διέθετε κρατικὴ ἐξουσία γιὰ νὰ ἐπιβάλει μὲ διωγμοὺς τὴν ἀρχαία θρησκεία, πράγμα ποὺ θὰ ἔπραττε, ἀφοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του «Νόμων συγγραφή», προέβλεπε τὴν θανατικὴ ποινὴ γιὰ ὅσους θὰ ἠρνοῦντο νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Δὲν προκάλεσε πάντως μεγάλη γραμματειακὴ κίνηση καὶ ἀντιπαράθεση, ἐκτὸς τῶν σχετικῶν ἔργων τοῦ πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου8. Γιὰ τὸν Πλήθωνα Γεμιστὸ ὑπάρχει εἰδικὴ εἰσήγηση, ὅπως ἐπίσης ὑπάρχουν εἰδικὲς εἰσηγήσεις γιὰ ὁρισμένα συγγράμματα τῆς παλαιᾶς γραμματείας τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, ὅπως γιὰ τὰ μαρτυρολόγια, γιὰ τοὺς ἀπολογητὰς καὶ γιὰ τοὺς ἁγίους Γρηγόριο Θεολόγο καὶ Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.
Στὰ μαρτυρολόγια ποὺ ἔχουν διασωθῆ, ὅπου κατὰ κάποιο τρόπο διασώζονται τὰ πρακτικὰ τῆς δίκης τῶν μαρτύρων ἢ σχετικὲς διηγήήσεις καὶ περιγραφές, διατυπώνεται ἔξοχη ἐπιχειρηματολογία ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους μάρτυρες ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ προβάλλεται ἡ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Οἱ ἀπολογηταὶ τοῦ β’ αἰῶνος, εἰδωλολάτρες φιλόσοφοι προηγουμένως, γνωρίζουν πολὺ καλὰ τὴν ἀρχαία γραμματεία, τὰ θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου. Ὑποχρεωμένοι νὰ ἀμυνθοῦν γιὰ ἀσύστατες κατηγορίες ἀναιροῦν ὅσα ἀποδίδονται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ συγχρόνως προβάλλουν τὰ αρνητικὰ στοιχεῖα ἰδιαίτερα τῆς ἀρχαίας μυθολογίας καὶ εἰδωλολατρίας. Ἡ αὐστηρότητά τους ἔναντι τοῦ ἀρχαίου κόσμου ποικίλλει. εἶναι ὅμως κοινὴ καὶ ἀστασίαστη ἡ ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὴν εἰδωλολατρία, τὴν ὁποία ἄλλωστε ἀπέρριψαν σχεδὸν ὅλοι οἱ
ἀρχαῖοι σοφοί, τῶν ὁποίων
παραθέτουν τὶς μαρτυρίες. Συνέβαλαν πάντως πολὺ στὴν ἐνίσχυση τῶν δεσμῶν Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸ κῦρος τῶν ὡς φιλοσόφων καὶ μὲ τὸν ἐντοπισμὸ θετικῶν στοιχείων στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Τοῦ ἀπολογητοῦ Ἀριστείδη τοῦ Ἀθηναίου σώζεται ἡ «Ἀπολογία»9 ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ μὲ ἐνδιαφέρουσες ἐκτιμήσεις γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ τοὺς διακρίνει σὲ τρεῖς ὁμάδες, στοὺς Χαλδαίους, στοὺς Ἕλληνες καὶ στοὺς Αἰγυπτίους. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς στὶς δύο «Ἀπολογίες» του10, ποὺ τὶς ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Ἀντωνῖνο τὸν Εὐσεβῆ καὶ Μάρκο Αὐρήλιο, ἀναφέρεται σὺν τοῖς ἄλλοις στὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῆς εἰδωλολατρίας. Μὲ τὴν θεωρία του γιὰ τὸν σπερματικὸ λόγο καὶ τὴν θετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ὅπως τοῦ Πλάτωνος, ἐνίσχυσε τὴν προσέγγιση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπάρχουν καὶ ἀπολεσθέντα συγγράμματά του ἀπευθυνόμενα «Πρὸς Ἕλληνας». Ἐνδιαφέροντα εἶναι καὶ ἀρκετὰ ψευδοϊουστίνια κείμενα τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν ὁλίγα χρόνια μετὰ τὸν Ἰουστῖνο ἢ ἀργότερα ἀπὸ ἀπολογητὰς ποὺ ἐκράτησαν τὴν ἀνωνυμία τους μὲ χαρακτηριστικοὺς τίτλους: «Λόγος πρὸς Ἕλληνας»11, «Λόγος παραινετικὸς πρὸς
Ἕλληνας»12, «Ἐρωτήσεις χριστιανικαὶ πρὸς Ἕλληνας»13, «Ἐρωτήσεις ἑλληνικαὶ πρὸς Χριστιανοὺς»14 κ.ά. Ὁ Ἀθηναγόρας στὸ ἔργο του «Πρεσβεία περί Χριστιανῶν»15, ποὺ τὸ ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Μάρκο Αὐρήλιο καὶ Κόμμοδο, ἀναιρεῖ τὶς τρεῖς βασικὲς κατηγορίες ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν γιὰ ἀθεότητα, ἀνηθικότητα καὶ ἀνθρωποφαγία, τὶς ὁποῖες ἐπιστρέφει ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας στὸ ἔργο του «Πρὸς Αὐτόλυκον»16 παρουσιάζει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὴν μόνη ἀσφαλὴ ὁδὸ πρὸς τὴν θεογνωσία, παραβάλλει τοὺς ψευδεῖς θεοὺς τῶν εἰδώλων μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὑπερασπίζεται τὸ ὄνομα Χριστιανός, τὸ ὁποῖο ἐχλεύαζαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ Τατιανὸς στὸ ἔργο του «Λόγος πρὸς Ἕλληνας»17 εἶναι αὐστηρὸς ἀπέναντι τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικῶς. συγκρίνει τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως μὲ τὶς δοξασὶες καὶ τὸν βίο τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ προβάλλει τὴν ἀρχαιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῶν φιλοσοφικῶν διδαγμάτων, θεωρώντας τὴν Π. Διαθήκη ὡς χριστιανικὴ βίβλο, ὅπως πράγματι εἶναι. Ἡ «Πρὸς Διόγνητον»18 ἐπιστολὴ ἔχει ἐλάχιστα στοιχεῖα γιὰ τὰ εἴδωλα. Τὸ σκληρότερο καὶ αὐστηρότερο κείμενο γιὰ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ γιὰ τὴν εἰδωλολατρία εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἑρμεία μὲ τίτλο «Διασυρμὸς τῶν ἔξω φιλοσόφων»19. Τοῦ ἀπολογητοῦ Κοδράτου20 τὸ σχετικὸ ἔργο μνημονεύεται, ἀλλὰ δὲν σώζεται.
Οἱ δύο μεγάλοι Ἀλεξανδρινοὶ Θεολόγοι Κλήμης καὶ Ὠριγένης ἐνισχύουν τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ἀκολουθώντας τοὺς ἀπολογητὰς Ἰουστῖνο καὶ Ἀθηναγόρα καὶ προοδοποιώντας τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν θεολόγων καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἶναι ὅμως αὐστηροὶ καὶ ἀπόλυτοι στὴν ἀπόρριψη τῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων. Τὸ σχετικὸ ὑλικὸ ὁ Κλήμης τὸ ἔχει συγκεντρώσει στὸ ἔργο του «Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας»21, ὅπου ἐλέγχει τὴν ἀσέβεια καὶ τὸν βίο τῶν Ἐθνικῶν προβάλλοντας ἀντίστοιχα τὴν θεοσέβεια καὶ τὸ ἦθος τῶν Χριστιανῶν, μὲ ἐντυπωσιακὸ πλοῦτο παραθέσεων ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία. Σχετικὸ ὑλικὸ ὑπάρχει καὶ στὸ ἔργο του «Στρωματεῖς»22. Στὸν Κλήμεντα ὀφείλουμε τὴν βασικὴ θέση γιὰ τὴν ἑνιαία πορεία, σὲ διαφορετικοὺς δρόμους, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν Χριστό. ἡ φιλοσοφία παιδαγωγοῦσε τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸν Χριστό, ὅπως ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν πολυποίκιλων συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη σώζεται καὶ τὸ ἔργο «Κατὰ Κέλσου»23. Σ’ αυτὸ ἀναιρεῖ ὁ μεγάλος θεολόγος τὸ πολεμικὸ ἔργο ποὺ ἔγραψε ὁ εἰδωλολάτρης λόγιος Κέλσος μὲ τίτλο «Ἀληθὴς Λόγος» ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, στὸ ὁποῖο θέλει νὰ ἀποκρούσει τὴν ἄποψη τοῦ Ἰουστίνου καὶ τῶν ἀπολογητῶνπερὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς θείου Λόγου καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἀληθὴς λόγος εἶναι ὁ ἰδικός του, ὁ φιλοσοφικός. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναίρεση τῶν θέσεων τοῦ Κέλσου τὸ ἔργο θεωρεῖται σημαντικό, γιατὶ μᾶς διέσωσε τὸ κείμενο τοῦ «Λόγου Ἀληθοῦς», τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ κατὰ πόδας.διαφορετικὰ δὲν θὰ τὸ γνωρίζαμε, ἀφοῦ δὲν σώθηκε σὲ ἄλλες ἐκδόσεις. Ὁ «Λόγος Ἀληθὴς» τοῦ Κέλσου εἶναι τὸ πρῶτο συστηματικὸ ἀντιχριστιανικὸ ἔργο ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἐθνισμοῦ, γι’ αυτὸ καὶ ὁ Ὠριγένης αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναιρέσει, χαρίζοντας στὸν Χριστιανισμὸ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἀπολογητικὰ ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
Τὴν μετὰ τοὺς διωγμοὺς δεύτερη περίοδο τῆς ἀντιειδωλολατρικῆς γραμματείας ἐγκαινιάζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος μὲ τὸ ἔργο του «Κατὰ Ἑλλήνων» ἢ «Κατὰ εἰδώλων»24 σύμφωνα μὲ ἄλλη γραφή. Ξαναδιαβάσαμε τὸ ἔργο αὐτὸ αὐτὲς τὶς ἡμέρες καὶ ἐντυπωσιασθήκαμε ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς σκέψης, τὴν συστηματικότητα τῆς ἀνάπτυξης, τὴν δύύναμη τῶν ἐπιχειρημάτων, τὴν θεολογικὴ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τοῦ νεαροῦ θεολόγου καὶ συγγραφέως, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸ ἔγραφε πρὸ τῆς ἀρειανικῆς ἔριδος (πρὸ τοῦ 318), βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν. Ἀνήκει στὰ καλύτερα ἢ ἴσως εἶναι τὸ καλύτερο σχετικὸ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχαιότητος, ἀφοῦ τὰ ἐπίσης ἄριστα ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ἔχουν διαφορετικὴ δομὴ καὶ σύνθεση, πολύτιμα πάντως καὶ αὐτά, ἐφάμιλλα καὶ ἰσάξια. Περιγράφει κατ’ ἀρχὴν πῶς ἔφθασε τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν εἰδωλολατρία, ποὺ θεωρεῖται προϊὸν καὶ συνήγορος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐλέγχει κατόπιν τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τῶν θεῶν ποὺ ἐπηρεάζουν καὶ τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, στηριζόμενος σὲ ὅσα οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ λογογράφοι παραδίδουν. Εἶναι αὐστηρὸς ἀλλά ἀληθινὸς ὁ ἰσχυρισμός του κατὰ τὸν ὁποῖο,«εἰ γὰρ τις τῶν παρ‘ αυτοῖς λεγομένων θεῶν λάβοι τὰς πράξεις, εὑρήσει μὴ μόνον οὐκ εἶναι αὐτοὺς
θεούς, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς αἰσχίστους γεγονότας»25 Στὴ συνέχεια δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς «ἀνελών τὴν τῶν ἐθνῶν ἢ εἰδώλων ἀθεότητα»26 μὲ τὴν πολλαχοῦ τῆς Π. Διαθήκης ἀπόρριψη καὶ καταδίκη της, δὲν ἄφησε τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ φέρεται ἄμοιρο τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Σ’ αὐτὴν ὁδηγοῦν μὲ ἀσφάλεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἔχει μέσα της καὶ ὄχι ἔξω ἢ μακρυὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ,ἀλλὰ καὶ ὁ θαυμαστὸς κόσμος τῆς δημιουργίας, ἡ παναρμόνια κτίση, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει καμμία πρόφαση καὶ δικαιολογία γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες, διότι καὶ γι’ αὐτοὺς ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή τους καὶ ἔξω στὸν κόσμο τῆς δημιουργίας ὁ δρόμος τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Πρὶν ἀναφερθοῦμε στοὺς τρεῖς Καππαδόκες θεολόγους, ποὺ συνεχίζουν τὴν παράδοση τῶν Ἀλεξανδρινῶν, πρέπει νὰ μνημονεύσουμε τὸν πολυμαθὴ ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας, στενὸ φίλο καὶ σύμβουλο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, στὸν ὁποῖο (Μ. Κωνσταντῖνο) ὀφείλεται ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ σταυροῦ ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Τὸ θείας ὄντως ἐμπνεύσεως καὶ παρακινήσεως ἀποστολικὸ ἔργο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἄλλαξε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἐδημιούργησε τὴν ἀληθινή, τὴν χριστιανικὴ Νέα Ἐποχή, τὴν χριστιανικὴ οἰκουμένη, τὴν ὁποία τώρα προσπαθοῦν νὰ παραμερίσουν ἄλλες δυνάμεις μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦ Ἀντίχριστου, στὴν ὁποία ὑπάγονται καὶ οἱ θορυβώδεις σύλλογοι καὶ κινήσεις τῶν πάσης φύσεως νεοειδωλολατρῶν. Ἔτσι δικαιολογεῖται τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀπέχθειά τους ἐναντίον τοῦ μεγάλου ἁγίου βασιλέως καὶ ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς βασιλεῖς ὑπέταξε τὴν βασιλικὴ ἀλουργίδα, τὸ κράτος, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκανε πραγματικότητα τὴν ἐπὶ γῆς βασιλεία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν βυζαντινὴ χιλιετία. Μία σοβαρὴ παράλειψη τοῦ συνεδρίου μας είναι ὅτι ἀπουσιάζει μία σχετικὴ εἰσήγηση γιὰ τὸ κοσμοϊστορικὸ ἔργο τῶν ἁγίων θεοστέπτων καὶ ἰσαποστόλων βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας λοιπὸν ἑτοίμασε περὶ τὸ 303 ὀγκῶδες σύγγραμμα «Κατὰ Πορφυρίου», ἀποτελούμενο ἀπό 25 βιβλία, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες τοῦ ἐθνικοῦ λογίου. Δυστυχῶς τὸ ἔργο χάθηκε, ὅπως χάθηκε καὶ τὸ ἔργο τοῦ Πορφυρίου, καὶ ἐλάχιστα μόνο παραθέματα σώζονται στὰ κείμενα τοῦ Ἱερωνύμου. Μὲ ἄλλο ἔργο τοῦ ἀπάντησε ἐπίσης στὸν Ἱεροκλῆ, ἔπαρχο τῆς Βιθυνίας κατὰ τὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ 303, ὁ ὁποῖος μιμούμενος τὸν «Λόγο Ἀληθὴ» τοῦ Κέλσου συνέταξε ἔργο μὲ τίτλο «Λόγος Φιλαλήθης», ὅπου προέβαλλε κυρίως τὸν Ἀπολλώνιο Τυανέα στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Εὐσέβιος ἀπήντησε μὲ τὸ μικρὸ δοκίμιό του «Πρὸς τὰ τοῦ Ἱεροκλέους εἰς Ἀπολλώνιον τὸν Τυανέα»27. Σὲ ἀπολεσθὲν ἐπίσης ἔργο του μὲ τίτλο «Ἔλεγχος καὶ Ἀπολογία», ποὺ ὑπενθυμίζει παλαιότερο ἔργο τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, ἀνεσκεύαζε κατηγορίες ἐθνικῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἀπολογητικὸ ἔργο του εἶναι ἡ διλογία θὰ λέγαμε ποὺ φέρει τοὺς τίτλους «Εὐαγγελικὴ Προπαρασκευὴ»28 καὶ «Εὐαγγελικὴ
Ἀπόδειξις»29. Στὸ πρῶτο ἐξετάζονται ὅλα τὰ τῆς πολυθεΐας τῶν Ἑλλήνων καὶ προβάλλεται ἡ ἀρχαιότης καὶ ἡ ἀνωτερότης τῆς θρησκείας τῆς Π. Διαθήκης, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὀρθῶς οἱ Ἕλληνες ἐγκατέλειψαν τὴν πολυθεΐα καὶ ἀποδέχθηκαν τὸν Χριστιανισμό. Ἀπάντηση στὶς κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ κατηγορίες δίνει ὁ Εὐσέβιος χρησιμοποιώντας τοὺς ἴδιους τοὺς φιλοσόφους τῆς ἕλληνικῆς ἀρχαιότητος. Τὸ δεύτερο βιβλίο, ἡ «Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις», ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἔχει ὅμως σχέση καὶ μὲ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τὴν ἀπαντώμενη σ’ αὐτοὺς ὑποτίμηση τῆς Π. Διαθήκης, ἡ ὁποία καὶ σήμερα ἔντονα ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς νεοειδωλολάτρες. Ὁ Εὐσέβιος ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐντάσσονται στὸν Ἰουδαϊσμό, ἀλλὰ στὴν θρησκεία τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν προφητῶν, ὅπου φωτίζεται καὶ προαναγγέλλεται τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Τοῦ Μ. Βασιλείου τὸ πιὸ γνωστὸ ἔργο εἶναι ὁ «Λόγος πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο
λόγων»30, ὅπου συνιστᾶ ἐπιλεκτικὴ χρήση τῆς ἀρχαίας γραμματείας καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀπόρριψη τῶν ὅσων παρουσιάζει περὶ τῶν θεῶν. Σημαντικὲς ἀναφορὲς στὰ εἴδωλα ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλα του ἔργα. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου ὑπάρχουν οἱ δύο «Στηλιτευτικοὶ λόγοι κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως»31, στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ὁ «Λόγος Κατηχητικὸς Μέγας»32 συχνὰ ἀναφέρεται μὲ ἀπολογητικὴ τάση στὶς δοξασίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων. Τὸ μικρὸ ἔργο του ἐπίσης «Πρὸς Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν»33 ἀποσκοπεῖ νὰ δείξει ὅτι ἡ περὶ Ἁγίας Τριάδος χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν καταλήγει σὲ πολυθεΐα, ποὺ εἶναι ἀσέβεια. Καὶ εἰς ἄλλα ἔργα τοῦ ὑπάρχουν σχετικὲς ἀναφορές. Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου σχετικὲς εἶναι οἱ ἀπολογητικὲς πραγματεῖες «Κατὰ Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων»34 καὶ«Εἰς Βαβύλαν
κατὰ Ἰουλιανοῦ καὶ Ἑλλήνων»35,
ἐνῶ σχετικὲς ἀναφορὲς ὑπάρχουν καὶ εἰς ἄλλα ἔργα. Τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ὑπάρχει τὸ ἔργο «Ὑπὲρ τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐαγοῦς θρησκείας πρὸς τὰ τοῦ ἐν ἀθέοις Ἰουλιανοῦ»36, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκουσθεῖ εἰδικὴ εἰσήγηση. Ὁ Θεοδώρητος τέλος, ὅπως ἤδη μνημονεύσαμε, συνέγραψε τὸ ἔργο «Ἑλληνικῶν παθημάτων θεραπευτική»37, ποὺ θεωρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ ἴσως τὸ καλύτερο ἀπολογητικὸ ἔργο τῆς ἀρχαιότητος, μολονότι ἐμεῖς θεωροῦμε τὴν ἐκτίμηση αὐτὴ ὅτι ταιριάζει περισσότερο στὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου «Κατὰ Ἑλλήνων» ἢ «Κατὰ εἰδώλων». μακάρι νὰ μὴν εἶχε ἐπιβληθῆ ἡ συνταγματική του ἀλλαγή, ὥστε οἱ μὲν Χριστιανοὶ νὰ ἦσαν ἀπηλλαγμένοι τῶν ἐνοχλήσεων, τὸ δὲ κράτος ἀπηλλαγμένο τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ νὰ ζῆ μέσα στὴν παλαιὰ εὐδαιμονία καὶ ἑνότητα.
Επίλογος
Σ’ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔργο ἐκτιμᾶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ἡ θεοσέβεια καὶ ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζεται τόσο πολὺ τὴν διδασκαλία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἀποκτᾶται μόνη της. Τὴν εὑρίσκει κανεὶς καὶ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, μὲ τὰ ὁποῖα καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι οὔτε εὐτελὴς οὔτε παράλογη, ὅπως χλευαστικὰ ἰσχυρίζονται οἱ εἰδωλολάτρες, στρεφόμενοι ἰδιαίτερα μὲ μεγάλη πώρωση καὶ ἀναισθησία ἐναντίον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Δυστυχῶς ἡ χλεύη αὐτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀπὸ τοὺς ποικίλους κύκλους τῶν νεοειδωλολατρῶν. Στὰ σχετικὰ συγγράμματά τους οἱ Πατέρες ἐλέγχουν τὴν ἀμάθεια καὶ τὴν προκατάληψή τους, ὥστε νὰ μὴ κλονισθεῖ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ὅσοι ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων ἢ νὰ ἐπιστρέψουν ὅσοι καὶ στὶς ἡμέρες μας παρασύρονται ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τὴν μόδα τῆς πολυθεΐας καὶ πολυπολιτισμικότητας. Ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ἀνοησία καὶ παραφροσύνη, γιατὶ ἀντὶ τοῦ κτίστη θεοποιεῖ τὰ κτίσματα, καὶ ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν καὶ σὲ πάθη ἀτιμίας, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεόπνευστα διεκήρυξε στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς «Πρὸς Ρωμαίους» ἐπιστολῆς. Ὁ Ἀντίχριστος ἐπιχειρεῖ, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀκυρώσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
- 1. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, ΡG 121, 580Β.
- 2. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικὸς δεύτερος 24, ΡG 35, 693Α. ΒΕΠΕΣ 58, 344. ΕΠΕ 3, 216.
- 3. Αὐτόθι, 37, ΡG 35, 713Α. ΒΕΠΕΣ 58, 352. ΕΠΕ 3, 242.
- 4. Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων, ἦτοι εὐαγγελικῆς ἀληθείας ἐξ ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐπίγνωσις, ΡG 83,789D-792Α.
- 5. Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Ε’, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 61.
- 6. Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 65.
- 7. Ἰωάννου Δαμάσκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. Ε’, Ἀπόδειξις ὅτι εἵς ἐστι θεὸς καὶ οὐ πολλοί, ΡG 94, 800-801. ΕΠΕ 1, 70-72.
- 8. Γεννάδιου Σχολάριου, Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ‘ Ἀριστοτέλει, καὶ κατὰ Ἑλλήνων, ἦτοι πολυθέων, Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου ἄπαντα τἀ εὐρισκόμενα, ἐκδ. L. Petit, τόμ. 4, σσ. 1-116. Περὶ τοῦ ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ ἡμῶν καὶ πάντων τῶν ὄντων δημιουργοῦ, καὶ κατὰ ἀθέων ἦτοι
- αὐτοματιστῶν καὶ κατὰ πολυθέων, L. Ρetit, τόμ. 4, σσ. 172-189. Στὰ πλαίσια τῆς πολεμικῆς τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου κατὰ τοῦ Πλήθωνος εἶναι ἐκδεδομένες καὶ οἱ κάτωθι ἐπιστολές: 1. Τῷ Ἐφέσου Γεώργιος, L. Petit, τόμ. 4, σσ. 116-118. 2. Πρὸς Πλήθωνα ἐπὶ τῇ πρὸς τὸ ὑπέρ Λατίνων βιβλίον αὐτοῦ ἀπαντήσει ἢ κατὰ Ἑλλήνων, L. Petit, τόμ. 4, σσ. 118-151. 3. Τῇ βασιλίσσηῃ περὶ τοῦ βιβλίου τοῦ Γεμιστοῦ, L. Petit, τόμ. 4, σσ. 151-155. 4. Περὶ τοῦ βιβλίου τοῦ Γεμιστοῦ, καὶ κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς πολυθεΐας, L. Petit, τόμ. 4, σσ. 155-172. Σχετικῶς βλ. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β‘ Σχολάριος. Βίος – Συγγράμματα – Διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 221 ε., 298 ε.
- 9. Ἀριστείδου, Ἀπολογία, ΒΕΠΕΣ 3, 133-153.
- 10. Ἰουστίνου, Ἀπολογία πρώτη ὑπὲρ χριστιανῶν πρὸς Ἀντωνῖνον τὸν εὐσεβή, ΡG 6,328-440. ΒΕΠΕΣ 3, 162-199. ΕΠΕ 1, 74-197. Ἀπολογία δευτέρα ὑπὲρ χριστιανῶν πρὸς τὴν Ρωμαίων Σύγκλητον, ΡG 6,441-469. ΒΕΠΕΣ 3, 200-208. ΕΠΕ 1,200-229.
- 11. Λόγος πρὸς Ἕλληνας, ΡG 6,229-240. ΒΕΠΕΣ 4, 11-13.
- 12. Λόγος παραινετικὸς πρὸς Ἕλληνας, ΡG 6,241-312. ΒΕΠΕΣ 4,14-43.
- 13. Ἐρωτήσεις χριστιανικαὶ πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ΡG 6, 1401-1464. ΒΕΠΕΣ 4, 146-175.
- 14. Ἐρωτήσεις ἑλληνικαὶ πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ΡG 6, 1464-1489. ΒΕΠΕΣ 4, 176-188.
- 15. Ἀθηναγόρου, Πρεσβεία περὶ Χριστιανῶν, ΡG 6,889-972. ΒΕΠΕΣ 4,282-310. ΕΠΕ 2, 124-227.
- 16. Θεόφιλου Ἀντιόχειας, Πρὸς Αὐτόλυκον, ΡG 6,1024-1168. ΒΕΠΕΣ 5,13-68. ΕΠΕ 2, 324-515.
- 17. Τατιανοῦ, Λόγος πρὸς Ἕλληνας, ΡG 6,804-888. ΒΕΠΕΣ 4,242-267. ΕΠΕ 2, 28-103.
- 18. Πρὸς Διόγνητον, ΡG 2, 1168-1185. ΒΕΠΕΣ 2, 251-257. ΕΠΕ 2, 530-557.
- 19. Ἑρμείου, Διασυρμὸς τῶν ἔξω φιλοσόφων, ΡG 6,1169-1180. ΒΕΠΕΣ 5,73-77.
- 20. Κοδράτου, Περικοπαὶ τῆς ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν Ἀπολογίας, ΡG 5,1265.
- 21. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, ΡG 8, 49-245. ΒΕΠΕΣ 7, 17-79.
- 22. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς, ΡG 8,685-1381 και ΡG 9,9-601. ΒΕΠΕΣ 7, 234-361 και ΒΕΠΕΣ 8, 11-316.
- 23. Ὠριγένους, Κατὰ Κέλσου, ΡG 11,641-1632. ΒΕΠΕΣ 9,68-305 και ΒΕΠΕΣ 10, 11-231.
- 24. Ἀθανασίου Μεγάλου, Κατὰ Ἑλλήνων ἢ Κατὰ εἰδώλων, ΡG 25, 4-96. ΒΕΠΕΣ 30, 31-73. ΕΠΕ 1, 72-225.
- 25. Αὐτόθι, ΡG 25.25Α. ΒΕΠΕΣ 30, 41. ΕΠΕ 1, 110-112.
- 26. Αὐτόθι, ΡG 25,92Α. ΒΕΠΕΣ 30, 71. ΕΠΕ 1, 218.
- 27.Εὐσεβίου Καισαρείας, Πρὸς τὰ τοῦ Φιλοστράτου εἰς Ἀπολλώνιον τὸν Τυανέα διὰ τὴν Ἱεροκλεῖ παραληφθείσαν αὐτοῦ τε
- καὶ τοῦ Χριστοῦ σύγκρισιν, ΡG 22,796-868. ΒΕΠΕΣ 28, 109-133.
- 28. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εὐαγγελικὴ Προπαρασκευή, ΡG 21,21-1408. ΒΕΠΕΣ 25, 11-397 και ΒΕΠΕΣ 26, 11-281.
- 29. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις, ΡG 22,13-789. ΒΕΠΕΣ 27, 11-356 και ΒΕΠΕΣ 28, 11-92.
- 30. Βασίλειου Μεγάλου, Λόγος πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ΡG 31, 564-589. ΒΕΠΕΣ 54, 199-211. ΕΠΕ 7, 316-359.
- 31. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικὸς πρῶτος, ΡG 35, 532-664. ΒΕΠΕΣ 58, 288-334. ΕΠΕ 3, 18-181. Κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικὸς δεύτερος, ΡG 35,664-720. ΒΕΠΕΣ 58, 335-354. ΕΠΕ 3, 182-249.
- 32. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ Μέγας, ΡG 45,9-105. ΕΠΕ 1, 386-543.
- 33. Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, ΡG 45, 175-185.
- 34.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρὸς τὲ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας ἀπόδειξις, ὅτι ἔστι Θεὸς ὁ Χριστός, ἐκ τῶν παρὰ τοῖς προφήταις
- πολλαχοῦ περὶ αὐτοῦ εἰρημένων, ΡG 48, 813-838. ΕΠΕ 34, 12-95.
- 35. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν καὶ κατὰ Ἰουλιανοῦ, καί πρός Ἕλληνας, ΡG 50, 533-572. ΕΠΕ 34, 416-541.
- 36. Κυρίλλου Ἀλεξάνδρειας, Ὑπὲρ τῆς τῶν χριστιανῶν εὐαγοὺς θρησκείας πρὸς τὰ τοῦ ἐν ἀθέοις Ἰουλιανοῦ ΡG 76, 1057-1064.
- 37. Θεοδώρητου Κύρου, Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων, ἦτοι εὐαγγελικῆς ἀληθείας ἐξ ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐπίγνωσις, ΡG 83,784-1152.
ΠΗΓΗ: Περιοδικὸν Θεοδρομία
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2004