“Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι, οἷς κατ’ ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦ Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος; (Γαλ. 3, 1). (: Ἀνόητοι Γαλάται, ποῖος σᾶς ἐβάσκανε διὰ τὰς προόδους σας εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀρετήν, ὥστε τώρα νὰ μὴ πείθεσθε εἰς τὴν ἀλήθειαν σεῖς, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν ὁποίων καθαρὰ καὶ μὲ κάθε ἀκρίβειαν ἐζωγραφήθη διὰ τοῦ κηρύγματος, ποὺ ἐκάμαμεν μεταξύ σας ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρωμένος;)
Τί εἶναι ἡ βασκανία; Εἶναι τὸ μάτιασμα. Εἶναι μιὰ διαβολικὴ ἐνέργεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ κακία ἤ πονηρία φθονερῶν ἀνθρώπων μὲ ἀφορμὴ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀνδρεία ἤ εὐτυχία κάποιου, ἀπὸ ζήλεια ἤ φθόνο, ὅπως ἀναφέρεται στὴν εὐχὴ τῆς Βασκανίας πού ὑπάρχει στὸ εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
- Τί εἶναι ὁ φθόνος; Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος «φθόνου γὰρ πάθος οὐδὲν ὀλεθριώτερον».
Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμ. π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος περιγράφει ἕνα σχετικό, προσωπικὸ γεγονός.
«Τὸ 1955 θεμελιώθηκε στὸ Μέγα Δένδρο τῆς Αἰτωλίας, στὸ χωριὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὁ Ναός του. Ἦταν μιὰ ἀνοιξιάτικη καὶ ἡλιόλουστη ἡμέρα. Ἐπῆγαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν καὶ φυσικὰ τοῦ γειτονικοῦ Θέρμου. Ἐπῆγε καὶ ἡ πρεσβυτέρα, ποὺ δὲν πήγαινε ἄλλοτε πουθενά, γιατὶ εἶχε ἕξι παιδιὰ καὶ δὲν τῆς δινόταν καιρός.
Ξεκίνησε ἀπὸ τὴν πλατεῖα τοῦ Θέρμου μεγάλη πομπή. Προπορευόταν ἕνας Μοναχός, κρατῶντας τὸν Τίμιο Σταυρό, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ π. Κοσμᾶς στὶς περιοδεῖες του. Ἀκολουθοῦσε ὁ κλῆρος, δύο ἀρχιερεῖς, ὑπουργοί, βουλευταὶ καὶ ὁ λαός.
Ὅταν ἐτελείωσε ἡ θεμελίωση, ἐγὼ μὲ τὸν Ἱερέα τοῦ Θέρμου βρισκόμασταν στὸ σπίτι ἑνὸς εὐσεβοῦς ἰατροῦ. Ἔστειλε ὅμως ἡ παπαδιὰ καὶ εἶπε στὸν ἱερέα, νὰ πάη στὸ σπίτι, γιατὶ εἶναι ἄρρωστο τὸ μικρό. Ὁ Ἱερεὺς παρέτεινε τὴν παραμονή του ἐκεῖ. Σὲ λίγο ξανάστειλε ἡ πρεσβυτέρα καὶ τὸν ξαναφώναξε.
– Πήγαινε, μοῦ λέγει, ὁ Ἱερεύς ἐσύ, νὰ δῆς τὶ θέλει. Ἐγὼ θὰ περάσω ἀπὸ κάποιο σπίτι νὰ κάνω μιὰ διάβαση καὶ ἔρχομαι. Πράγματι ἐπῆγα. Τὸ κοριτσάκι ἦταν στὰ κακά του χάλια. Εἶχε ἀνεβῆ τὸ θερμόμετρο καὶ δὲν ἔπαιρνε ἄλλο. Ἐφόρεσα τὸ Πετραχήλι καὶ ἐδιάβασα γιὰ τὴ βασκανία. Ἐν τῷ μεταξὺ ἔφθασε καὶ ὁ Ἱερεύς.
– Τὸ παιδὶ πεθαίνει, τοῦ λέγει ἡ Πρεσβυτέρα μὲ ἀποτομία καὶ σὺ γυρίζεις;
– Μὴ ἀνησυχεῖς, τῆς λέγει ὁ Ἱερεύς. Ἐμεῖς γιατὶ τὰ ἔχομε τὰ Πετραχήλια; καὶ ἄρχισε καὶ αὐτὸς νὰ διαβάζη.
Μόλις τελειώσαμε, ἄρχισε τὸ θερμόμετρο νὰ κατεβαίνη γρήγορα. Σέ λίγο, τὸ κορίτσι ἦταν ἀπύρετο καὶ ἔγινε τελείως καλά.
Πόση εἶναι ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας! Ὑπάρχει βασκανία, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει εὐχές, ἀλλὰ νὰ καταφεύγωμε στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἔχει τὴν δύναμη. Ἐνῶ οἱ ξορκίστρες καὶ οἱ ἄλλοι, πρὸς στιγμήν, μπορεῖ νὰ κάνουν καλά, ἀλλὰ σὲ λίγο θὰ γίνουν χειρότερα. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ χάνουν καὶ τὴν ψυχή τους».
- Ὁ Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ἀφηγεῖται ἕνα συγκλονιστικὸ περιστατικὸ περὶ Βασκανίας.
«Ὅ,τι σᾶς λέγω εἶναι ἀληθινό. Ἀκοῦστε. Κάποτε κάποια κυρία ἐπισκέφθηκε ἕνα ἀπόγευμα μία φίλη της. Στὸ σαλόνι διέκρινε ἕνα ὡραῖο βάζο γιαπωνέζικο, ἀξίας, γεμᾶτο λουλούδια.
-Τί ὡραῖο βάζο! Πότε τὸ ἀγόρασες;
-Μοῦ τὸ ἔφερε ὁ ἄνδρας μου, εἶπε ἐκείνη.
Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ πρωὶ στὶς ὀκτώ, ἡ κυρία ποὺ εἶχε κάνει τὴν ἐπίσκεψη, ἐνῷ ἔπινε καφὲ μὲ τὸν ἄνδρα της, θυμήθηκε τὸ βάζο. Τῆς εἶχε κάνει πολλὴ ἐντύπωση. Λέει, λοιπόν, στὸν ἄνδρα της μὲ θαυμασμό:
-Τί νὰ σοῦ πῶ γιὰ τὴν φίλη μου! Τῆς ἔφερε ὁ ἄνδρας της ἕνα πολὺ ὡραῖο βάζο γιαπωνέζικο, πολύχρωμο, μὲ ὡραῖες παραστάσεις καὶ στόλιζε ὅλο τὸ σαλόνι.
Τὴν ἴδια μέρα ξαναπῆγε στὴν φίλη της γιὰ κάποια δουλειά. Κοιτάζει, τὸ βάζο ἔλειπε. Τῆς λέει:
-Τί τὸ ἔκανες τὸ βάζο;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, τῆς ἀπάντησε. Σήμερα πρωὶ-πρωί, στὶς ὀκτὼ ἡ ὥρα, ὅπως ἤμουνα στὸ δωμάτιο ἥσυχα, ἀκούω ἕνα δυνατὸ «κράκ»! Καὶ τὸ ἀνθοδοχεῖο ἔγινε κομμάτια.
Ἔτσι μόνο του, χωρὶς νὰ τὸ πειράξη κανείς, χωρὶς νὰ φυσήξη ἀέρας, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ κουνήση!
Ἐκείνη δὲν μίλησε καθόλου στὴν ἀρχή. Μετὰ τῆς λέει:
-Τί νὰ σοῦ πῶ… Στὶς ὀκτὼ πίναμε μὲ τὸν ἄνδρα μου καφὲ καὶ μὲ θαυμασμὸ καὶ χαρὰ τοῦ περιέγραψα τὸ βάζο σου. Μὲ πολλὴ λαχτάρα ἔκανα τὴν περιγραφή. Τί νὰ πῶ, λὲς καμιὰ κακὴ δύναμη νὰ ἐνήργησε; Αὐτὸ θὰ συνέβαινε, μόνο ἂν δὲν σ’ ἀγαποῦσα.
Κι ὅμως, αὐτὸ ἤτανε. Δὲν κατάλαβε ὅτι μέσα της εἶχε κακία. Αὐτὸ ἦταν φθόνος, ζήλεια, βασκανία. Ἡ κακὴ δύναμη μεταδίδεται, ὅσο μακριὰ κι ἂν βρισκόμαστε. Αὐτὸ εἶναι μυστήριο.
Δὲν ὑπάρχει ἀπόσταση. Γι’ αὐτὸ ἔσπασε τὸ ἀνθοδοχεῖο».
- «Τὸ Μάρτιο τοῦ 2003 οἱ μαθητές μου (ΣΤ΄ τάξη) μοῦ ζήτησαν νὰ ρωτήσω τὸν π. Ἰωάννη Καλαΐδη, τί πρέπει νὰ κάνουν γιὰ νὰ μὴ κινδυνεύουν ἀπὸ τὴ βασκανία (μάτιασμα). Μοῦ εἶπε, λοιπόν, ὅτι πρέπει νὰ φοροῦν σταυρό, νὰ μὴ βγαίνουν ἔξω τὴ νύκτα, νὰ λένε τὸ πρωΐ τρεῖς φορὲς τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ βράδυ τρεῖς φορὲς τὸ «Πιστεύω», ν’ ἀκοῦν τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴ λένε ψέματα. Ἐπίσης, ὅτι πρέπει νὰ ἐξομολογοῦνται.