Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΥΠΟ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ.

  «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ἡ προσευχή εἶναι ἡ μητέρα καί ἡ βασίλισσα γιά ὅλα τά καλά ἔργα. Ἀλλά πῶς εἶναι αὐτή ἡ μητέρα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Καί τώρα παραμένουν αὐτές οἱ τρεῖς: Ἡ πίστις, ἡ ἐλπίς καί ἡ ἀγάπη, ἀλλά ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες εἶναι ἡ ἀγάπη». Δέν λέγει ἔτσι;

Ὀπότε ἐδῶ λέγει ὁ Ἀπόστολος ὅτι τό μεγαλύτερο πνευματικό ἔργο δέν εἶναι ἡ προσευχή, ἀλλά ἡ ἀγάπη. Ἀλλά γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶπαν ὅτι ἡ προσευχή εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων; Διότι αὐτή φέρει στήν ψυχή καί τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον δέν ἔρχεται στήν ψυχή μας ἀπό ἄλλη ὁδό, παρά ἀπό τήν ὁδό τῆς προσευχῆς.

Νά εἰπῶ γιά παράδειγμα: Ἐάν ἐστενοχώρησες κάποιον ἤ σέ ἐστενοχώρησε κάποιος καί ἀρχίζεις νά τόν μνημονεύεις στήν προσευχή σου, μετά ἀπό λίγο διάστημα  βλέπεις ὅτι τό μῖσος ἔφυγε ἀπό ἀνάμεσά σας. Μέ τήν προσευχή κόβεται ἡ ἔχθρα καί ἀμέσως κερδίζεις τόν ἄλλον καί ἔρχεται ἡ κατανόησις καί ἡ ἑνότης. Γι᾿ αὐτό λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Ὅταν βλέπεις κάποιον νά σέ μισεῖ ἤ νά σέ ἀδικεῖ εἴτε με δικαιοσύνη εἴτε μέ ἀδικία, ἄρχισε νά τόν μνημονεύεις στήν προσευχή. Ἀλλά νά μή τόν μνημονεύεις σάν νά εἶναι κάτι κακό γιά σένα, διότι τότε θά πέσης ἐσύ. Νά λέγεις ἔτσι: «Κύριε  Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλόν καί τόν (τάδε) ἀδελφόν μου, διότι διά τίς ἁμαρτίες μου μέ ἐλύπησε λιγάκι. Ὁ ἀδελφός μου εἶναι ὅπως ὁ καθρέπτης μου καί βλέπει ὅλες τίς κακίες μου».

Ἔτσι λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Νά μή κατηγορεῖς τόν ἀδελφόν γιά τόν ὁποῖον προσεύχεσαι, οὔτε νά ζητεῖς ἀπό τόν Θεό ἤ τούς ἀνθρώπους τήν τιμωρία του», ὅπως λέγουν μερικοί ἐχθροί πρός τούς ἄλλους στίς προσευχές τους. Δέν εἶναι εὐλογημένον ἀπό τόν Θεό νά γίνεται αὐτό. Ἀκόμη καί νά ἔχεις μερικούς ἐχθρούς, ξέρεις πῶς ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γι᾿ αὐτούς; Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προσεύχεται νά δίνει ὁ Θεός σοφία καί φώτισι στούς ἐχθρούς, νά συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τους, νά τούς ὁδηγεῖ στήν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, νά τούς κάνει πράους καί νά τούς ἐπαναφέρει στόν σωστό δρόμο.

Ἔτσι προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία. Ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν θέλει τό κακό σέ κανέναν. Διότι ὁ Θεός θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι…Ἐνῶ ἐμεῖς ὅταν εἴμεθα σέ στενοχώρια, μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ τάδε μᾶς μισεῖ. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία δέν μισεῖ κανέναν. Αὐτή προσεύχεται ἐξ ἴσου γιά ὅλους, γιά νά γίνουν καλοί.

Γι᾿ αὐτό μιλώντας γιά τήν ἁγία προσευχή, σᾶς εἶπα ὅτι ὀνομάζεται μητέρα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων, διότι αὐτή φέρει στήν ψυχή μας τό μεγαλύτερο πνευματικό ἔργο, πού εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον μας.

Ἄκουσε τί λέγει ἀκόμη ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ κορυφή τῆς θεολογίας καί τό ταμεῖον τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας κατά τόν ἕκτον αἰῶνα, σέ ἕνα βιβλίο του πού εἶναι στήν φιλοκαλία, τό περί ἀγάπης. Στό βιβλίο αὐτό ὁ ἅγιος μπαίνει στήν σκέψι τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, πού ὀνομάζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας «Τό πετεινό τοῦ οὐρανοῦ». Γράφει ὁ ἅγιος  Μάξιμος: «Ὅλα τά καλά ἔργα βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο να ἀποκτήσει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κανένα δέν εἶναι ἀνώτερο ἀπό τήν προσευχή». Γι᾿ αὐτό ἡ προσευχή ὀνομάζεται μητέρα τῶν καλῶν ἔργων καί ἀπ᾿ αὐτή φθάνουμε στήν θεία ἀγάπη.

Ὅλα τά καλά ἔργα πλησιάζουν τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεόν, ἀλλά ἡ προσευχή τά ἑνώνει ὅλα μαζί. Εἶναι, ὅπως κάνεις μία πόρτα ἀπό σανίδες ἤ ἕνα ντουλάπι καί βλέπεις ὅτι οἱ σανίδες εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουν περάσει ἀπό τήν πλάνη τοῦ ξυλουργείου γιά νά εἶναι λεῖες. Ὅμως δέν ἑνώνονται μόνες τους, παρά μόνο ἐάν ἑνωθοῦν μέ καρφιά. Ἕνωσες τά σανίδια μέ τά καρφιά;  Τό ντουλάπι ἤ ἡ πόρτα εἶναι ἕτοιμα. Αὐτή εἶναι ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς!

Ἡ προσευχή ὄχι μόνον πλησιάζει τόν ἄνθρωπο κοντά στόν Θεό, ἀλλά γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἕνα πνεῦμα μέ τόν Θεό. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: Αὐτός πού ἑνώνεται μέ τήν πόρνη γίνεται ἕνα σῶμα μαζί της…καί αὐτός πού ἑνώνεται μέ τόν Θεό, γίνεται ἕνα πνεῦμα μ᾿ Αὐτόν». Ἡ πνευματική αὐτή συγκόλλησις ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό κι αὐτό τό ἔργο ἐπιτυγχάνεται μέ τήν προσευχή.

Ὅταν ἀκοῦμε ἐμεῖς νά διαβάζουν προσευχή, νά μή νομίζουμε ὅτι κάθε προσευχή εἶναι προσευχή. Ἐάν ἐγώ λέγω τήν προσευχή μέ τήν γλῶσσα καί ὁ νοῦς μου εἶναι στό βουνό, ἐγώ ὁ ἴδιος ἐξαπατῶ τόν ἑαυτό μου, ὅταν προσεύχομαι. Ὁ Θεός στήν ὥρα τῆς προσευχῆς δέν ζητεῖ μόνο τά χείλη καί τήν γλῶσσα, ἀλλά τόν νοῦ καί τήν καρδία.

Ἡ προσευχή τήν ὁποίαν κάνουμε μέ τό στόμα καί μέ τά χείλη εἶναι καλή μέχρις σέ ἕνα μέτρο, διότι κι αὐτή ἔχει θεμέλια στήν Ἁγία Γραφή. Ὅταν ἀκοῦς τόν Ἀπόστόλο Παῦλο νά λέγει: «Προσφέρετε στόν Θεό τόν καρπόν τῶν χειλέων σας…», ἐννοεῖ τήν προσευχή τοῦ στόματος, πού τήν διαβάζουμε. Καί ὅταν ἀκοῦς τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν να λέγει: «Μέ τήν φωνή μου πρός τόν Κύριο ἔκραξα μέ τήν φωνή μου στόν Κύριο προσευχήθηκα, ἀναφέρεται στήν προσευχή τῆς γλώσσης καί τῆς φωνῆς. Ὅταν ἀκοῦς τόν Προφήτη νά λέγει: «Ὕψωσα σ᾿ Αὐτόν τήν γλῶσσα μου καί τό στόμα μου λέγει τήν προσευχή». Ἤ: «Ἄκουε Θεέ μου τήν προσευχή μου καί μή περιφρονήσης τήν δέησίν μου». Πάλι ἀναφέρεται στήν προσευχή τοῦ στόματος καί ἐδῶ ἡ Ἁγία Γραφή.

Ἀλλά νά γνωρίζεις ὅτι ἡ προσευχή τοῦ στόματος, κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, μεγάλου φιλοσόφου καί ἀδελφοῦ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἶναι τό πιό ἀπομακρυσμένο σύνορο τῆς προσευχῆς, ἤ νά εἰπῶ καλλίτερα γιά νά καταλάβεις, εἶναι ἡ κατώτερη βαθμίδα τῆς προσευχῆς. Ξέρεις ὅτι, ὅταν ἀναβαίνεις τήν σκάλα, βάζεις τό πόδι σου στό πρῶτο σκαλί. Καί ὅσα σκαλιά ἔχεις μπροστά σου, τά ἀνεβαίνεις ἕνα-ἕνα. Ἐνῶ ἡ σκάλα ἀναβάσεως τῆς προσευχῆς δέν ἔχει τέλος, διότι φθάνει μέχρις ἐκεῖ γιά νά σέ ἑνώσει μέ τόν Θεό. Καί, καθώς ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος στήν ἁγιότητά Του, μέ τό ὕψος τῶν ἰδιοτήτων Του, δέν ἔχει τέλος ἡ καλωσύνη Του καί ἡ ἁγιότης Του, ἔτσι καί ἡ προσευχή, στήν πνευματική της πορεία αὐξανόμενη ἀνεβαίνει σέ ὕψει στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει σύνορο.

Καί ὄχι μόνον ἡ προσευχή δέν ἔχει ὅρια, ἀλλά καί ὅλες οἱ ἀρετές πού γεννῶνται ἀπό τόν Θεό εἶναι ἄπειρες (χωρίς σύνορα). Ἐπειδή προέρχονται ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἄπειρος. Εἴτε ἡ πίστις, εἴτε ἡ ἐλπίς, εἴτε ἡ ἀγάπη εἴτε τό ἔλεος ὅλες εἶναι ἄπειρες ἀρετές, διότι καί ὁ Θεός ἀπό τόν Ὁποῖον προέρχονται, εἶναι ἄπειρος.

Λοιπόν, ὅταν προσευχώμεθα μέ τό στόμα κάνουμε καλό ἔργο, διότι ἀπ᾿ αὐτό ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά μαθαίνει τήν προσευχή. Μέ τό στόμα ἀρχίζουμε νά μαθαίνουμε πρῶτα γιά τίς βασικές προσευχές, ὅπως εἶναι τό «Βασιλεῦ οὐράνιε…», Τό «Ἅγιος ὁ Θεός….», τό «Πάτερ ἡμῶν…», τόν 50ον Ψαλμό.

Καί μιλώντας τώρα γιά τήν προσευχή θά μιλήσουμε γιά τίς βαθμίδες τῆς προσευχῆς, ἔτσι ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.

Ὅταν προσευχώμεθά μέ τό στόμα εἴμεθα στήν πρώτη καί κατώτερη βαθμίδα τῆς προσευχῆς. Καί στήν συνέχεια πρέπει νά περάσουμε ἀπό τό στόμα στόν νοῦ, διότι ἡ ψυχή μας ἀποτελεῖται ἀπό δύο ἡγεμονικά κέντρα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στήν Δογματική του καί στό κεφάλαιο «Νοῦς καί καρδία».

Ὁ νοῦς γεννάει πάντοτε λογισμούς. Τό κεφάλι εἶναι ἐργαλεῖο τῆς λογικῆς, ἐνῶ ἡ καρδιά εἶναι ἐργαλεῖο τῶν πνευματικῶν αἰσθημάτων. Διότι ποῦ αἰσθάνεσαι περισσότερο τήν χαρά, τήν ἀποστροφή γιά κάτι ἤ τόν φόβο; Ὄχι στήν καρδιά; Βλέπεις ὅτι ἡ αἴσθησις τῆς ψυχῆς εὑρίσκεται στήν καρδιά;

Λοιπόν, θέλω νά σᾶς εἰπῶ ἕνα πρᾶγμα. Ὅταν προσευχώμεθα μέ τό στόμα, εὑρισκόμεθα στήν ἀρχή τῆς προσευχῆς μας. Ἐάν ἐγώ λέγω μέ τό στόμα τήν προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλό», ἤ τό «Πάτερ ἡμῶν», ἤ τό «Θεοτόκε Παρθένε», ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη τήν ὁποία καταλαβαίνω μέ τό μυαλό μου, αὐτή ἡ προσευχή πού δέν λέγεται μέ τό στόμα, ἀλλά μέ τόν νοῦ εἶναι ἡ δεύτερη βαθμίδα καί λέγεται βαθμίδα τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ἐάν αὐτή τήν προσευχή πού τήν λέγω μέ τό στόμα καί τήν καταλαβαίνω μέ τόν νοῦ, καί τήν αἰσθάνεται καί ἡ καρδία-διότι καί ἡ καρδιά αἰσθάνεται-γίνεται ἀμέσως προσευχή τῆς καρδίας. Κι αὐτή εἶναι ἄλλη ὑψηλότερη βαθμίδα τῆς προσευχῆς. Λοιπόν, ἄκουσε τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Θέλω καλλίτερα να λέγω πέντε λόγους μέ τόν νοῦ στήν ἐκκλησία, παρά δέκα χιλιάδες λόγια μέ τήν γλῶσσα». Ἀκούσατε πόσο ὑψηλή εἶναι ἡ νοερά προσευχή ἀπό τήν στοματική προσευχή; Διότι καί ὁ Ἀπόστολος προτιμᾶ να λέγει πέντε λόγους μέ τόν νοῦ παρά δέκα χιλιάδες λόγια μέ τό στόμα. Καί ὅπωσδήποτε ἡ προσευχή τοῦ νοῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν προσευχή τοῦ στόματος.

Ἀλλά ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἡ πλέον ἀνωτέρα; Ὄχι! Τήν προσευχή αὐτή τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες προσευχή μέ ἕνα φτερό, ἤ προσευχή μέ ἕνα πόδι, διότι οὔτε αὐτή ἡ προσευχή εἶναι τελεία καί ἀνωτάτη. Τῆς χρειάζεται κάτι ἄλλο. Πρέπει να ὁδηγήσουμε αὐτή τήν προσευχή ἀπό τήν κατανόησι τοῦ νοῦ στήν αἴσθησι τῆς καρδίας.

Ὅταν λέγωμεν τήν προσευχή μέ τήν γλῶσσα καί τήν κατανοοῦμε μέ τόν νοῦ καί τήν αἰσθανόμεθά μέ τήν καρδία μας, αὐτή γίνεται σφαιρική, στρογγυλή κατά τήν κίνησι τῆς ψυχῆς μας. Αὐτή ἡ προσευχή εἶναι πλέον ἀνώτερη καί ὀνομάζεται καρδιακή προσευχή.

Ἀλλά ἴσως μέ ἐρωτήσετε: Ἡ προσευχή τῆς καρδίας εἶναι ἡ πιό ὑψηλή; Ὑπάρχουν κι ἄλλες προσευχές ἀνώτερες ἀπ᾿ αὐτή τήν καρδιακή προσευχή; Λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὅτι στήν καρδιακή προσευχή φθάνει μόλις ἕνας στούς 10.000 ἀνθρώπους. Ἐνῶ στήν προσευχή πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν προσευχή τῆς καρδίας μόλις φθάνει ἕνας ἀπό κάθε ἔθνος.

Καί ποιές εἶναι οἱ ἄλλες βαθμίδες τῆς καρδιακῆς προσευχῆς;

Πρώτη εἶναι ἡ αὐτοκινούμενη προσευχή. Γιατί λέγεται ἔτσι; Ὅταν ἐνισχύεται ἡ προσευχή τῆς καρδίας μέ τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….», ἀπό κάποιο καιρό καί μετά λέγεται μέσα στήν καρδιά ἡ προσευχή μόνη της, χωρίς λόγια. Αὐτή εἶναι πού λέγει τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Ἆσμα Ἀσμάτων» «Ἐγώ κοιμοῦμαι καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». Γνωρίζεις τότε πῶς εἶναι ἡ προσευχή μας; Ὅπως ἕνα ἐκκρεμές ρολόγι πού λειτουργεῖ καί δείχνει τίς ὧρες καί τά λεπτά μόνο του.

Γι᾿ αὐτή τήν βαθμίδα τῆς προσευχῆς ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν παραγγέλει: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». (Α Θες.5,17). Μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά κάτι ἀνώτερο ἀπό τίς δυνάμεις μας. Πῶς μπορῶ νά προσεύχομαι ἀδιάκοπα; Καί, ὅταν κοιμοῦμαι; Καί, ὅταν τρώγω; Καί, ὅταν συνομιλῶ μέ ἀνθρώπους; Ναί, μπορεῖς, ἐάν θέλεις!

Ὁ ἄνθρωπος πού ἔφθασε στήν αὐτοκινούμενη προσευχή, ὁπουδήποτε κι ἄν εἶναι, ἡ καρδιά του προσεύχεται παντοτεινά. Εἴτε εἶσαι στό ἀεροπλάνο, εἴτε εἶσαι στό τραῖνο, στό ἐργοστάσιο, στόν σταθμό, στόν δρόμο. Κι ἀκόμη ἄν κοιμᾶσαι, ἡ καρδιά σου ἀγρυπνεῖ. Ὅταν ἡ προσευχή λέγεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μόνη της, τότε ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία προσευχή. Ὅπου καί νά ἐργάζεται ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς, μπορεῖ καί νά προσεύχεται.

Οἱ Ἀπόστολοι δέν μᾶς διδάσκουν τίποτε ἀνώτερο ἀπό τίς δυνάμεις μας. Ὅποιος συνομιλεῖ πάντοτε μέ τόν Θεό γίνεται, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, τό «στόμα τοῦ Πνεύματος». Αὐτή εἶναι ἡ τετάρτη βαθμίδα τῆς προσευχῆς.

Στήν συνέχεια ὑπάρχει μία ἄλλη ὑψηλότερη βαθμίδα πού λέγεται «Θεωρητική προσευχή». Τί εἶναι αὐτή; Εἶδες τόν ἅγιο Ἀντώνιο τόν Μέγα; Ἐνῶ ἦταν, στό βουνό τῆς Θηβαΐδας, πού εἶναι στήν Αἴγυπτο, ἔβλεπε μέ τόν νοῦ του τόν ἅγιο Ἀμμώνιο, ἕναν ἄλλον μεγάλο ἡσυχαστή. Αὐτοῦ εἶχε ἐξέλθη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα καί μεταφερόταν ἀπό τούς ἀγγέλους στόν οὐρανό. Καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἄρχισε νά προσκυνᾶ. Καί οἱ μαθηταί τους τόν ἐρώτησαν γιατί γονατίζει. Καί ἐκεῖνος τούς ἀπήντησε: «Ὁ ἀδελφός μας Ἀμμώνιος, μεγάλος στῦλος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς τώρα ἀνεβαίνει στούς οὐρανούς καί ἔσκυψα νά τόν προσκυνήσω».

Καί ἦταν μεγάλη ἡ ἀπόστασις ἀπό τόν Μέγα Ἀντώνιο μέχρι τό βουνό πού ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἀμμώνιος. Καί ὅμως ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἔβλεπε τήν ψυχή τοῦ Ἀμμωνίου νά ἀνέρχεται στούς οὐρανούς, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τό σῶμα του, συνοδευόμενη ἀπό ἀγγέλους.

Ὅταν φθάσει ὁ ἄνθρωπος νά θεωρεῖ τόν Θεό, εἶναι στήν βαθμίδα τῆς θεωρίας. Δηλαδή ὁ νοῦς τοῦ προσευχομένου φθάνει τόσο ὑψηλά ὥστε βλέπει τόν τόπο πού εἴμεθα ἐμεῖς ἐδῶ. Βλέπει τούς δαίμονες καί τούς ἀγγέλους, ὅπως βλέπουμε ἐμεῖς καθημερινά τούς ἀνθρώπους. Βλέπει τά πάντα ὁ νοῦς του. Καί τά βλέπει ὅλα αὐτά, διότι καθαρίσθηκε ἡ καρδιά του. Καί βλέπει ἀκόμη τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων. Τόσο πολύ καθαρίζεται ὁ νοῦς του, ὥστε νά σοῦ λέγει τί σκέπτεσαι καί τί σκέπτεται ὁ ἄλλος. Εἶδες τόν Σωτῆρα μας Χριστό; «Γνωρίζοντας τίς σκέψεις τῶν γραμματέων καί φαρισαίων,  τούς εἶπε: «Τί κακούς λογισμούς ἔχετε στίς καρδιές σας; Τί εἶναι εὐκολώτερο νά εἰπῶ; Σήκωσε τό κρεββάτι σου καί περιπάτει; Ἤ νά εἰπῶ; «Συγχωρημένες νά εἶναι οἱ ἁμαρτίες σου;» Βλέπετε ἐδῶ; Ὁ Χριστός, ἐπειδή ἦταν Θεός, ἐγνώριζε τούς λογισμούς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων!

Ἰδού, σέ τί μέτρα μπορεῖ νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος πού ἀνέβηκε στήν πέμπτη αὐτή βαθμίδα τῆς προσευχῆς!

Ἀλλά ὑπάρχει καί ἄλλη ὑψηλότερη βαθμίδα, ἡ ἕκτη. Εἶναι ἡ προσευχή τῆς ἐκστάσεως καί τοῦ θάμβους. Δι᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος ἁρπάζεται μέ τόν νοῦ του στόν οὐρανό. Ἡ μορφή του γίνεται σάν τήν φωτιά καί τά χέρια καί τά δάκτυλά του σάν φλόγες πυρός. Καί δέν εἶναι πλέον μέ τόν νοῦ στήν γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό.

Ὑψηλότερη ἀπό τήν ἐκστατική ἤ θαμβωτική προσευχή εἶναι ἡ πνευματική προσευχή. Αὐτή δέν πρέπει να ὀνομάζεται προσευχή. Κατά τούς ἁγίους Πατέρες καλεῖται πνευματική θεωρία ἤ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Σ᾿ αὐτό τό εἶδος προσευχῆς εἶχε φθάσει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.

Ὁπότε ἡ πνευματική αὐτή προσευχή εἶναι ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς προσευχῆς. Ὁ ἄνθρωπος  γίνεται ἕνα μέ τόν Θεό. Σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι ἦταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔλεγε τά ἑξῆς, καί ἐννοοῦσε τόν ἑαυτό του: «Γνωρίζω κάποιον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό 14 χρόνια, ἁρπάχθηκε μέχρι τοῦ τρίτου οὐρανοῦ καί ἄκουσε ἐκεῖ λόγια, τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά τά καταλάβει ἄνθρωπος. Ἄν ἦταν μέ τό σῶμα ἤ χωρίς τό σῶμα του, δέν γνωρίζω. Ὁ Θεός γνωρίζει».

Αὐτός δέν ἐγνώριζε πῶς ἦταν. Διότι σ᾿ αὐτή τήν πνευματική προσευχή δέν ἐργάζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτό διότι ἁρπάζεται ἀπό τήν δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μεταφέρεται στήν οὐράνια δόξα καί δέν μπορεῖ νά σκεφθῆ τί θέλει. Ἀκόμη ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μεταφέρεται στίς μεγάλες ἀποκαλύψεις τῆς κολάσεως, καί ὅπου θέλει νά μεταφέρει τήν ψυχή το Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐνῶ εἶναι στόν τόπο πού κατοικεῖ, δέν γνωρίζει ἐάν ἐκεῖ ἐπῆγε μέ τό σῶμα ἤ χωρίς τό σῶμα του, ὅπως μᾶς λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Σ᾿ αὐτή τήν προσευχή, λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ὅτι ἕνας ἀπό κάθε ἔθνος εἶναι δυνατόν νά φθάσει σ᾿ αὐτή τήν ἀποκάλυψι. Δηλαδή σέ μία γενεά ἀνθρώπων εἶναι δυνατόν νά εὑρεθῆ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος.

Γιατί σᾶς εἶπα γι᾿ αὐτές τίς βαθμίδες τῆς προσευχῆς;  Γιά νά γνωρίζουμε ὅτι δέν μπορεῖ μόνος του ὁ ἄνθρωπος νά φθάση σ᾿ αὐτές τίς βαθμίδες μέ τίς δικές του δυνάμεις. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προσφέρει μόνο τήν θέλησί του σ᾿ αὐτό τόν ἀγῶνα. Νά θέλει νά προσεύχεται, ὅπως μπορεῖ γιά νά ἀξιωθῆ νά ἀνέβη καί στίς ἄλλες βαθμίδες. Βέβαια εἶναι μία ἐργασία πού ἐξαρτᾶται βασικά ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.

Ὁπότε , σ᾿ αὐτή τήν προσευχή πρέπει νά ἑνωθῆ ὁ νοῦς καί ἡ καρδία. Εἶναι μία προσευχή τοῦ νοῦ στήν καρδιά. Εἶναι προσευχή τῆς καθαρᾶς καρδίας. Ἀλλά νά γνωρίζετε ὅτι ὁ νοῦς κατεβαίνοντας στήν καρδιά περνάει ἀπό δύο τελωνεῖα ἤ ἐμπόδια, μέχρι νά ἑνωθῆ μέ τήν καρδιά. Ποιά εἶναι αὐτά τά τελωνεῖα; Τό πρῶτο εἶναι ἡ φαντασία μέ διάφορες παραστάσεις πού ἔρχονται καί τό δεύτερο εἶναι τό τελωνεῖο τῆς λογικῆς πού στέκεται στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς.

Κατεβαίνοντας ὁ νοῦς στήν καρδιά, συναντᾶ τό πρῶτο τελώνιο, τήν φαντασία, τίς νοερές εἰκόνες καί παραστάσεις. Εἶδες ὅταν στέκεσαι σέ προσευχή καί ἐμφανίζονται στόν νοῦ σου χιλιάδες παραστάσεις, ἀληθινές καί εἰκονικές. Ἡ μία παράστασις σέ στενοχωρεῖ, ἡ ἄλλη σέ σκανδαλίζει γιατί θέλει νά σοῦ προκαλέσει κάποιο πάθος. Καί τότε ὁ νοῦς μας δυσκολεύεται νά πάη στήν καρδιά.

Αὐτό τό πρῶτο ἐμπόδιο. Ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, λέγει στήν Φιλοκαλία: «Μακάριος εἶναι ὁ νοῦς, πού ἔφθασε νά προσεύχεται στόν Χριστό, χωρίς φανταστικές εἰκόνες καί νοερές μορφές». Ὁ νοῦς τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ δέν εἶχε φανταστικές εἰκόνες, λέγουν οἱ ἱεροί θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι Αὐτός ἦταν ὁ νέος Ἀδάμ καί ἦλθε να ἀνακαλέσει, νά ξαναδημιουργήσει πνευματικά τόν παλαιό Ἀδάμ, ὅπως ἦταν στόν παράδεσο, πρίν ἀπό τήν πτῶσι του.

Ἀλλά καί ὁ Ἀδάμ, ὅταν δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό στόν παράδεισο, δέν εἶχε φαντασία, δέν εἶχε νοερές παραστάσεις. Ὁ σατανᾶς ἔπεσε ἐξ αἰτίας τῆς φαντασίας του, διότι ἤθελε νά ὁμοιάσει μέ τόν Θεό, ὅπως λέγει ὁ Ἡσαΐας: «Ἐσύ εἶπες μέ τήν σκέψι σου: Θά ἀνέβω ἐπάνω ἀπό τά σύννεφα, ἐπάνω ἀπό τά βουνά τοῦ βορρᾶ, τά ὁποῖα εἶναι μέχρι τούς οὐρανούς, ἐπάνω ἀπό τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ θά τοποθετήσω τόν θρόνο μου καί θά ὁμοιάσω μέ τόν Ὕψιστον». Καί μόνο πού τά σκέφθηκε αὐτά, ἔριξε ὁ Θεός τόν Ἑωσφόρο ἀπό τόν οὐρανό κάτω. Διότι φαντάστηκε ὅτι θα γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό, μή γνωρίζοντας τί εἶναι ἡ κτίσις. Ὅτι ὁ Θεός τόν ἔπλασε μόνο μέ τήν σκέψι Του καί θά ἠμποροῦσε νά τόν γκρεμίσει σέ μία στιγμούλα.

Ἔτσι καί ὁ Ἀδάμ. Ὅταν ἔπεσε, ἔπεσε μέ τόν λογισμό του. Τί τοῦ εἶπε ὁ σατανᾶς; «Δέν θά ἀποθάνεις, θα εἶσαι σάν τόν Θεό, καί θά γνωρίζεις τό καλό καί τό κακό». Καί, πῶς φαντάσθηκε ὅτι θά γίνει σάν τόν Θεό; Ἔπεσε μέσω τῆς φαντασίας του ἀπό τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί κατόπιν ἐκδιώχθηκε ἀπό τόν παράδεισο. Γι᾿ αὐτό οἱ Θεῖοι Πατέρες ὀνομάζουν τήν φαντασία γέφυρα τῶν δαιμόνων. Δέν περνᾶ οὔτε ἕνα ἁμάρτημα ἀπό τό μυαλό στήν αἴσθησι τῆς καρδιᾶς, ἐάν δέν τό φαντασθῆ πρῶτα ὁ ἄνθρωπος στό μυαλό του.

Λοιπόν, στόν καιρό τῆς προσευχῆς δέν ἔχεις τήν ἄδεια νά φαντάζεσαι τίποτε. Οὔτε ἅγιες παραστάσεις, οὔτε τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ, ἤ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, οὔτε τόν θρόνο τῆς μελλούσης κρίσεως. Τίποτε ἀπολύτως. Διότι ὅλες οἱ παραστάσεις εἶναι ἔξω ἀπό τήν καρδιά καί ἐάν παραμείνουν, θά προσκυνήσεις αὐτές καί ὄχι τόν Χριστόν.

Ὁ νοῦς πρέπει νά κατεβαίνει στήν καρδιά, διότι ἡ καρδιά εἶναι ἡ κατοικία τοῦ νοῦ. Ὅπως λέγει καί ὁ Χριστός: «Ἐσύ, ὅταν προσεύχεσαι, εἴσελθε στήν  κάμαρά σου καί κλείδωσε τήν πόρτα σου καί προσευχήσου στόν Πατέρα σου μυστικά. Καί ὁ Πατέρας σου, ὁ ὁποῖος βλέπει τήν μυστική σου προσευχή, θά σέ πληρώσει ἐν τῶ φανερῶ».

Ἐπίσης ἐδῶ οἱ Θεῖοι Πατέρες ἐννοῦν κάποιο ἄλλο νόημα. Τρεῖς εἶναι οἱ πόρτες τίς ὁποῖες πρέπει νά κλείσει κάποιος γιά νά προσευχηθῆ. Εἶναι ἡ ξύλινη πόρτα τοῦ δωματίου, ἡ πόρτα τῶν χειλέων γιά νά μή ὁμιλεῖ μέ κανέναν παρά μόνο μέ τόν Θεό. Καί τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς γιά τά πνεύματα, γιά νά προσεύχεται μέ τόν νοῦ στήν κάμαρα τῆς καρδιᾶς του. Διότι ἡ καρδιά εἶναι ἡ κατοικία τοῦ νοῦ.

Ἄκουσε ἐδῶ τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἄνθρωπε, κατέβα μέ τόν νοῦ σου στόν οἶκο τῆς καρδιᾶς σου καί τότε ἔφθασες στόν  οὐρανό. Διότι τό ἴδιο εἶναι ἡ κατοικία τῆς καρδιᾶς σου μέ τήν Βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλά ποιός μᾶς εἶπε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἡ καρδιά μας; Ὁ Χριστός. Ἰδού τί μᾶς εἶπε:  «Ἡ Βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ εἶναι μέσα σας». Συνεπῶς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ εἶναι μέσα στήν καρδιά μας. Καί, ὅταν κατεβαίνει ὁ νοῦς στήν καρδιά, τότε ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὁ καλλίτερος νόμος τῆς προσευχῆς εἶναι νά μή φαντάζεσαι τίποτε τήν ὥρα πού προσεύχεσαι. Οἱ εἰκόνες τῆς φαντασίας μας εἶναι τριῶν εἰδῶν: Καλές, κακές καί ἅγιες. Νά μή δέχεσαι κανένα ἀπ᾿ αὐτά τά τρία εἴδη. Καί, ἐάν σταματήσεις νά περιεργάζεσαι τίς εἰκόνες τῆς φαντασίας σου, δέν θά ἠμπορέσεις νά φθάσης μέ τό νοῦ σου στόν οἶκο τῆς καρδιᾶς σου.

Ἐνῶ τό τελώνιο τῆς λογικῆς, τό ὁποῖον φράζει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς, συναντᾶ ἄλλα κακά πνεύματα. Καί θά σᾶς δώσω τώρα ἕνα παράδειγμα νά καταλάβετε.

Στό τελώνιο τῆς λογικῆς συναντοῦν τόν νοῦ μας οἱ θεολόγοι τοῦ σκότους καί οἱ φιλόσοφοι τοῦ Ἄδου, καί δίνουν στόν νοῦ πνευματικές ὀρθολογιστικές σκέψεις. Ὁ νοῦς μας, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, ἔχει τήν ἰδιότητα νά ἐκπηγάζει αἰώνιες σκέψεις, καλές καί κακές. Καί δέν ξέρει κανείς ἀπό ποῦ πηγάζουν ὅλες αὐτές οἱ σκέψεις. Νομίζεις ὅτι εἶναι σάν μύλος πού περιστρέφονται οἱ πέτρες ἐπάνω στό σιτάρι. Ἀλλά ἐμεῖς εἴμεθά πού ἀποφασίζουμε νά ἀπολύουμε αὐτές τίς σκέψεις.

Ἐνίοτε, ὅταν προσεύχεσαι, μπορεῖς νά εἶσαι ὄρθιος ἤ γονατιστός ἤ σέ ἕνα σκαμνί ἤ σέ ἕνα πάγκο, ἀκόμη καί ξαπλωμένος, ὅταν εἶσαι ἀσθενής ἤ ἡλικιωμένος, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ὁ Θεός δέν ζητεῖ εἰδική τοποθεσία γιά τήν προσευχή, ἀλλά ζητεῖ τόν νοῦ νά πάει στήν καρδιά, ὅπου εἶναι ἡ φυσική του κατοικία. Στήν ὥρα τῆς προσευχῆς, βλέπεις ὅτι ἔρχονται στό μυαλό σου ὄχι λόγια κακά, ἀλλά λόγια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως πειράχθηκε καί ὁ Χριστός μας, στό Σαραντάριο ὄρος. Ὁ διάβολος δέν Τόν ἐπείραξε μέ τά λόγια τῆς Γραφῆς; Τοῦ εἶπε: «Νά πέσεις κάτω, διότι εἶναι γραμμένο, ὅτι θά διατάξει τούς Ἀγγέλους Του νά σέ σηκώσουν στά χέρια, γιά νά μή κτυπηθοῦν στίς πέτρες τά πόδια Σου».

Εἶδες ὅτι ὁ σκοπός τους εἶναι νά σέ πειράξουν μέ λόγια τῆς Γραφῆς; Ἔτσι γίνεται καί μέ τόν νοῦ μας, ὅταν θέλει νά κατέβη στήν καρδιά μέ τήν προσευχή. Καί τό δαιμόνιο τῆς λογικῆς ἔρχεται καί στέκεται στήν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς καί σοῦ λέγει μέ λόγια πάλι τῆς Γραφῆς: «Ὑψώθηκες ἀπό τήν θάλασσα θορυβούμενος ἀπό πολλά ὕδατα» ἤ «τά πρόβατα ἔπασχαν ἀπό ἔλλειψι τροφῆς, ἐνῶ δέν θά ὑπάρχουν βόδια στήν φάτνη τους».

Τί εἶναι αὐτά πού λέγει ἡ Γραφή; Ποιά εἶναι τά βόδια; Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Καί ἀμέσως σοῦ φέρει στόν νοῦ τήν ἐξήγησι τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: οἱ λογικοί βόες, ἐπειδή εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τά πρόβατα, εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς. Ποιμαντική Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱεραρχία. Ποιά εἶναι τά πρόβατα; Εἶναι ἡ ὑπακούουσα Ἐκκλησία, πού ἔχει μέσα της τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Πόσες φορές δέν ὠνόμασε ὁ Χριστός τόν λαό του, λογικά πρόβατα;

Τί εἶναι ἡ φάτνη στήν ὁποία τρώγουν τά βόδια καί τά πρόβατα; Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ποιμαντική Ἐκκλησία (ποιμένες) καί ἡ ὑπακούουσα Ἐκκλησία (λαός) τρέφονται ἀπό τά Πανάχραντα Μυστήρια, μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὅλων τῶν δογμάτων καί ἑρμηνειῶν τῶν Εὐαγγελίων. Ἀπό ποῦ εἶναι αὐτά; Εἶναι ἀπό τήν φάτνη, δηλαδή τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά τί λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐδῶ; «τά πρόβατα ἔπασχαν ἀπό ἔλλειψι τροφῆς, ἐνῶ δέν θά ὑπάρχουν βόδια στήν φάτνη τους». Δηλαδή ἀπουσιάζει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι δέν θά εἶναι οἱ ποιμένες στήν Ἐκκλησία. Διότι βόες, μέ μεταφορική ἔννοια, εἶναι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἰδού τί πνευματικές καί ὑψηλές ἔννοιες μᾶς ἔρχονται στήν ὥρα τῆς προσευχῆς! Ἀλλά ὁ ἐχθρός δέν στενοχωριέται ἀπ᾿ αὐτά, ὅταν βλέπει ὅτι ἐσύ χρησιμοποιεῖς τήν λογική σου. Ἀντιθέτως χαίρεται. Διότι θεολογεῖς, ὅταν προσεύχεσαι.

Ἀδελφοί μου, τί ζητοῦν αὐτά τά πράγματα στήν προσευχή; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Σύ, ὅταν προσεύχεσαι, μή θεολογεῖς, διότι θά ἐμπαίζεσαι ἀπό τούς δαίμονες! Ὅταν προσεύχεσαι πρέπει νά ἔχεις τήν καρδιά σου κλειστή καί ταπεινή, καί νά ἔχεις πόνο καρδιακό γιά τίς ἁμαρτίες σου. Τό μυστήριο αὐτό εἶναι ἀπό τόν Θεό, νά πηγάζουν νοερές κινήσεις ἀπό τόν οὐρανό εἴτε ἀπό τήν γῆ.

Ὁπότε, δέν πρέπει νά θεολογεῖς στήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Δηλαδή δέν πρέπει νά φέρεις στόν νοῦ σου χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Νά κατεβάζεις τόν νοῦν σου στήν καρδιά μόνο μέ μία φράσι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλόν». Καί δέν πρέπει νά ἀπασχολοῦμε τόν νοῦ μας μέ ἄλλη νοερά κίνησι ἤ θεολογική σκέψι. Ἄν ὁ νοῦς μας ἀσχολεῖται μέ  παραστάσεις ἤ χωρία τῆς Γραφῆς, στήν ὥρα τῆς προσευχῆς, δέν θά κατέβη ποτέ ὁ νοῦς στήν καρδιά μας.

Ὁ διάβολος σάν θεολόγος τοῦ σκότους καί φιλόσοφος τῆς κολάσεως ἔχει ἕνα σκοπό νά ἀπασχολεῖ τόν νοῦ μας μέ θεολογικές ἔννοιες στήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὁ διάβολος στήν ὥρα τῆς προσευχῆς σοῦ φέρει τήν Ἁγία Γραφή, σάν παλαιός θεολόγος πού εἶναι καί τήν ξέρει τήν Γραφή ἀπέξω. Ἕνα πράγμα θέλει ὁ διάβολος: Νά μή προσεύχεσαι. Ξέρει πολύ καλά ὅτι τόν καίει τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί σοῦ παρουσιάζει κείμενα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τόν Ἀπόστολο, ἀπό τά κηρύγματα πού ἄκουσες στήν ἐκκλησία. Ἐσύ θέλεις νά προσεύχεσαι καί ὁ διάβολος θεολογεῖ μέσα στό μυαλό σου. Καί τότε ἀποκτᾶς μία πνευματική ἀλαζονεία λέγοντας: «Στήν προσευχή μου ἦλθαν πνευματικοί καί ὑψηλοί θεολογικοί λόγοι». Καί ὁ διάβολος γελάει μέ τό στόμα ἀνοικτό μέχρι τά αὐτιά του! Ἐνῶ ἐσύ προσεύχεσαι καί ταυτόχρονα θεολογεῖς. Ἐνῶ μᾶς λέγει ὁ Σωτήρας μας Χριστός: «Δέν θέλω νά προσεύχεσθε πολύ ὅπως οἱ ὑποκριτές, διότι αὐτοί νομίζουν ὅτι μέ τά πολλά λόγια θά τούς ἀκούσει ὁ Θεός».

Ὁ Χριστός μας ζητεῖ τήν μονολογία. Ἕνα μόνο λόγο. Εἶδες τί ἔγινε μέ τήν Χαναναία; Ἐπήγαινε στόν Χριστό καί ἔκραζε μέ τά ἴδια λόγια: «Ἰησοῦ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Υἱέ Δαβίδ ἐλέησόν με». Ἀλλά ἔκραζε ἀπό τήν καρδιά της. Δέν προσευχόταν μέ πολλά λόγια, παρά μόνο μέ ἕνα λόγο καί ἐνίκησε τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος καί τῆς εἶπε: «Ἔε, γυναῖκα, ἡ πίστίς σου εἶναι μεγάλη!»

Ὁ Χριστός εἶναι μέσα στήν καρδιά μας, ἀπό τήν ὥρα τῆς βαπτίσεώς μας. Ἐκεῖ εἶναι ἡ νύμφη καρδιά μας καί ζητεῖ νά ἑνωθῆ μέ τόν Νυμφίο Χριστό.

Ὅταν ὁ νοῦς εἰσέλθη στήν καρδιά συμβαίνει ἕνα φυσικό σημεῖο. Ἀρχίζει σάν μέ ἕνα καρφί νά κεντᾶται ἡ καρδιά καί νά θερμαίνεται ἀπό τό κέντρο πρός τά ἔξω. Μετά θερμαίνεται ὁλόκληρη, κατόπιν τό στῆθος, οἱ ὠμοπλάτες, ἡ σπονδυλική στήλη ὅλο τό σῶμα καί ἀρχίζει νά τρέχει ὁ ἰδρῶτας μέ μεγάλη δύναμι. Καί τά μάτια τρέχουν θερμά δάκρυα μετανοίας μέ μεγάλη πνευματική φλόγα. Αὐτή εἶναι ἡ φλογισμένη προσευχή.

Τί ἀκριβῶς συμβαίνει ἐκεῖ; Συναντήθηκε ὁ Νυμφίος μέ τήν νύμφη. Αὐτή ἡ ἕνωσις κάνει τόν ἄνθρωπο ἕνα πνεῦμα μέ τόν Θεό. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτός πού συγκολλᾶται μέ τήν πόρνη, γίνεται ἕνα σῶμα μαζί της….καί αὐτός πού ἑνώνεται μέ τόν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί Του». Αὐτή ἡ ἕνωσις μέ τόν Θεό στήν καρδιά προκαλεῖ μία μεγάλη πνευματική γλυκύτητα καί μεγάλη θερμότητα.

Θεμέλιο ἐργασίας εἶναι ἡ συντριβή τῆς καρδίας, ἡ μετάνοια, ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς γιά τίς ἁμαρτίες της καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας, τά ὁποῖα χύνονται ἐκείνες τίς στιγμές. Στήν κατάστασι αὐτή ἡ ψυχή ἔχει τόση εὐτυχία καί ἐλαφρότητα, τόση πνευματική θέρμη καί γλυκύτητα, ὥστε, ὅταν περάση αὐτή ἡ ἕνωσις μέ τόν Χριστό, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πῆ οὔτε δύο λέξεις σέ κάποιον.

Καί ὅταν γίνεται συχνά αὐτή ἡ κάθοδος τοῦ νοῦ στήν καρδιά, δέν ἠμπορεῖ κατόπιν νά εἰσχωρήσει στήν καρδιά οὔτε ἕνας λογισμός, μία σκέψις κοσμική! Ὁ οὐρανός τῆς καρδιᾶς του τόσο πολύ καθαρίζεται, ὥστε παραμένει μόνο αἰθέρας στήν καρδιά μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ καρδιά γίνεται μακάρια, διότι ποτίσθηκε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί συνδέθηκε μέ μεγάλη ἀγάπη μέ τόν Χριστό. Ἡ πνευματική ἀγάπη τότε δέν μπορεῖ νά περιγραφῆ μέ ἀνθρώπινη γλῶσσα.

Σ᾿ αὐτό τό εἶδος προσευχῆς εἶναι δυνατόν νά φθάση ἕνας στούς 10.000 ἀνθρώπους.

Ἴσως νά μέ ἐρωτήσετε: Κι ἐμεῖς, πάτερ, τί θά κάνουμε, τό πλήθος τῶν ἀνθρώπων, πού δέν ξέρουμε αὐτή τήν τεχνική καί φιλοσοφία αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς; Θά χαθοῦμε στήν κόλασι;

Ὄχι! Ἐγώ σᾶς ἔδειξα ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή προσευχή. Προσεύχομαι, ἀλλά ἀπό τότε πού ξέρω τόν ἑαυτό μου, δέν ἔχω φθάσει ποτέ σ᾿ αὐτό τό εἶδος τῆς προσευχῆς. Ἀλλά οὔτε αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ξέρω ἔστω κάτι. Διότι ἡ ἄγνοια εἶναι τύφλωσις τῆς ψυχῆς.

Ἀλλά ξέρεις τί λέγει ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφανείας καί ἀναισθησίας, ἐάν ἔχουμε δάκρυα στήν προσευχή; «Προσευχήθηκες θαυμάσια. Λίγο ἀκόμη καί θά φθάσης στήν καθαρά προσευχή. Δέν ἀπέχει πολύ ὁ οὐρανός ἀπό τήν γῆ». Ἀλλά προσοχή. Ἡ προσοχή στήν πορεία της πρός τήν καρδία δέν πρέπει νά συγκολλᾶται μέ ἄλλες παραστάσεις ἤ νοερές σκέψεις.

Ὅταν ἀρχίζουμε νά προσευχόμεθα νά ξέρουμε ὅτι εἴμεθα μακριά ἀπό τήν ἀληθινή προσευχή. Ὅσο ὁ νοῦς μας εἶναι κάτω ἐδῶ στήν γῆ, ἡ προσευχή μας εἶναι ἀκάθαρτη. Ἀλλά δέν πρέπει νά ἀπελπιζώμεθα, διότι ὁ Θεός γνωρίζει τήν ἀδυναμία μας.

Ὅταν ὁ νοῦς εἰσέλθη στήν καρδιά, δέν μπορεῖ νά λέγει ὁλόκληρη τήν εὐχή, παρά μόνο: «Κύριε, ἐλέησόν με». ἤ μόνο: «Ἰησοῦ ἐλέησόν με», ἤ μόνο: «Ἰησοῦ, Ἰησοῦ μου». Διότι ἡ καρδιά τότε κλείνει μέσα της τόν Ἰησοῦ. Καί δέν δέχεται ἄλλο ὄνομα! Δέν ἠμπορεῖ νά λέγει ὅλα τά λόγια τῆς εὐχῆς, διότι θά χάσει τήν νοερά προσοχή της. Διότι ἡ προσοχή εἶναι δύναμις τῆς προσευχῆς ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πάντως ὅταν ἀρχίζουμέ τήν προσευχή νά λέγωμεν ὅπως μποροῦμέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί ὅσο γίνεται συχνότερα. Ἔτσι μᾶς συμβουλεύει καί ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Καί ἀπό τήν συχνή προσευχή μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος καί τήν ἀληθινή προσευχή.

Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέγει: «Ἄραγε θά ἐγκαταλείψουμε τήν προσευχή τῆς ποσότητος; Αὐτήν πού διαβάζουμε στήν ἐκκλησία, ὅπου εἴμεθα μέσα μέ τό σῶμα, καί ὁ νοῦς μας εἶναι ἔξω ἀπό τό κείμενο πού διαβάζουμε;» Ὄχι, δέν θά τήν σταματήσουμε, διότι ἡ ἀρχάρια αὐτή προσευχή εἶναι ἡ αἰτία τῆς δευτέρας. Ἡ ποσότης γεννᾶ τήν ποιότητα. Λέγει καί μία παροιμία: Ἡ ἐξάσκησις ὁδηγεῖ στήν βράβευσι. Ὁπότε, ἄς προσευχώμεθα πάντοτε. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Προσευχόμενοι ἐμεῖς, ὅπως μποροῦμε, παρότι εἴμεθα ἀδύνατοι καί διασκορπισμένοι στό μυαλό, θά θελήσει ὁ Θεός κἄπου -κἄπου νά μᾶς χαρίσει καί στιγμές τῆς καθαρᾶς προσευχῆς.

Καί τότε ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά προσεύχεται μέ δάκρυα, μέ μεγάλη φλόγα. Καί ἡ λίγη χαρά πού θά πάρουμε, ὅταν ὁ νοῦς κατεβαίνει στήν καρδιά, εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅ,τι νά διαβάζουμε ἐπί ἕνα μῆνα τό Ψαλτήριο ἤ τίς Παρακλήσεις τῶν Ἁγίων. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις αὐτῆς τῆς προσευχῆς! Αὐτή ἡ προσευχή πού γίνεται μέ κόπο, δέν ἔρχεται «στό ἀμπέλι μας» ὅταν θέλουμε ἐμεῖς. Ἔρχεται, ὅταν θέλει ὁ Θεός νά ἐλεήσει τήν ψυχή μας!

Ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος:  «Σημεῖον τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ εἶναι τά δάκρυα στήν προσευχή». Μέ αὐτά τά δάκρυα καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τίς ἁμαρτίες του καί φωτίζεται. Ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος λέγει ὅτι:  «ὅσο περισσότερο προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος μέ τά ἴδια πάντα λόγια, ἡ  ἴδια ἡ προσευχή του γίνεται διδάσκαλος γιά τήν ἀνώτερη προσευχή».

Τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», σημαίνουν ὅτι, ὁπουδήποτε εἴμεθα προσευχόμεθα, ὅπως ξέρουμε καί ὅσο μποροῦμε, ἀλλά πάντοτε. Κάθε προσευχή μας εἶναι καλή καί εὐεργετική γιά τήν ψυχή μας, διότι μᾶς φέρει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν προσοχή στόν ἑαυτό μας.

Νά μή ζητοῦμε τίς ἄλλες ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς προσευχῆς, διότι θά γεννηθῆ μέσα μας ἡ ὑπερηφάνεια! Προσευχόμεθα ὅπως μποροῦμε καί ὁ Θεός, βλέποντας ὅτι ἡ ψυχή μας βασανίζεται γιά νά διδαχθῆ τήν ἀληθινή προσευχή, μᾶς χαρίζει μερικές φορές στιγμές τῆς καθαρᾶς προσευχῆς.

Καί τότε ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό μέ βεβαιότητα, ὅτι ὅταν θέλει Ἐκεῖνος καί ὅσο θέλει θά μᾶς δώσει τήν ἀληθινή προσευχή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει ὅτι τήν γλυκύτερη προσευχή τήν κάνεις, ὅταν εἶσαι μόνος σου. Τά ἴδια λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὅτι εὑρίσκεις προσευχή ὅταν φεύγεις μακριά ἀπό τόν ὄχλο, σάν τό ἄγριο γαϊδούρι».

Εἶναι πολύ δύσκολο νά εὑρεθῆ ἄνθρωπος νά προσεύχεται μ᾿ αὐτό τόν τρόπο, νά ἀποφεύγει τόν θόρυβο, τόν πολύ κόσμο καί τά κοσμικά ἀκούσματα. Τήν τέλεια προσευχή λίγοι ἄνθρωποι τήν ἐπιτυγχάνουν.

Χρειάζεται ἡ μοναξιά τῆς καρδιᾶς καί ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν κόσμο. Ἐγώ πηγαίνω στό δάσος, μπαίνω σέ μία σπηλιά, σέ μία καλύβα, κἄπου καί προσεύχομαι. Κι αὐτός ὁ τόπος μέ βοηθεῖ πολύ στήν προσευχή. Ἀλλά, ἐάν δέν ἀγαπᾶς τήν μόνωσι, δέν ἔχεις πρόοδο στήν προσευχή. Μπορεῖς νά εἶσαι στήν σπηλιά καί νά φαντάζεσαι μέ τόν νοῦν σου ὅλες τίς πόλεις τῆς Ρουμανίας καί ὅλο τό Βουκουρέστί καί ὅλες τίς ἀγορές. Ματαίως ἔφυγες σωματικά στήν ἔρημο, διότι δέν ἔφυγε καί ὁ νοῦς σου γιά τήν ἔρημο! Ὁπότε, τί σημαίνει μοναχός; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει: «Αὐτός πού εἶναι μέ τόν νοῦ του μακριά ἀπό τόν κόσμο καί προσεύχεται πάντοτε στόν Θεό, αὐτός εἶναι ὁ μοναχός». Ὁ Χριστός ζητᾶ νά ἐξέλθουμε μέ τόν νοῦ μας ἀπό τόν κόσμο καί ὄχι μόνο μέ τό σῶμα μας.

Θά ἠμποροῦσα νά στέκωμαι ἀνάμεσα στόν κοσμικό θόρυβο, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ κοινοβιάρχης, τόν ὁποῖον ἔβλεπαν νά στέκεται σάν μία στήλη πυρός στό μέσον τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶχε στήν τράπεζα τρεῖς χιλιάδες πτωχούς νά φροντίζει τήν ἡμέρα καί ὁ ἴδιος τούς ὑπηρετοῦσε στήν τράπεζα. Καί τόν ἔβλεπαν νά εἶναι ἀνάμεσα σέ τόσο κόσμο, ὡσάν νά ἦταν στήν βαθύτερη ἔρημο. Αὐτός δέν ἄκουγε καί δέν παρατηροῦσε τίποτε ἀπό τά κοσμικά πράγματα, διότι ἀντίκρυζε μόνο τά ἐπουράνια. Ἀλλά αὐτά εἶναι κατορθώματα τῶν τελείων στήν ἀρετή ἀνθρώπων.

Ἐνῶ ἐμεῖς, πού θέλουμε νά διδαχθοῦμε τήν ἀνώτερη προσευχή, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἀπομάκρυνσι καί μοναξιά. Κλείνεσαι μέσα στούς τέσσαρας τοίχους τοῦ κελλιοῦ σου καί μπορεῖς νά προσεύχεσαι μόνος σου. Ἔκλεισες καί τήν εἴσοδο τῆς οἰκίας τῆς καρδιᾶς σου; Ἔκτοτε μπορεῖς ἐν τῶ κρυπτῶ νά προσεύχεσαι στόν Θεό.

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά κρυφθῆ ποτέ ἀνάμεσα στούς τοίχους τοῦ κελλιοῦ». Μπορεῖς νά πᾶς καί σύ στήν ἔρημο καί ἐπάνω σέ στῦλο, μπορεῖς νά πᾶς ὁπουδήποτε, ἀλλά τόν νοῦ σου δέν μπορεῖς νά τόν κλειδώσεις σέ τέσσαρας τοίχους. Ὁ βαθύτερος τόπος στόν ὁποῖον μπορεῖς καί πρέπει νά κρύψης τόν νοῦ σου εἶναι τό σπίτι τῆς καρδιᾶς σου. Ἐκεῖ εἶναι τό φυσικό του κατοικητήριο, διότι ἐκεῖ θά συνομιλεῖ μέ τόν Ἰησοῦ, τόν Νυμφίο, ὁ Ὁποῖος μπῆκε στήν καρδιά σου ἀπό τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματος.

Ὁ νοῦς σου γιά νά τόν κρύψης στήν καρδιά σου, πρέπει νά μπῆ ἐκεῖ μουγγός, βουβός καί τυφλός. Δηλαδή νά μήν ὁμιλεῖ, νά μήν ἀκούει τίποτε καί νά μή βλέπει τίποτε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Μόνο τόν  Ἰησοῦ νά βλέπει, μ᾿ Αὐτόν νά εἶναι ἑνωμένος ἐν Ἁγίω Πνεύματι.Ἐκεῖ στήν καρδιά κατοικοῦν μαζί ὁ Νυμφίος καί ἡ νύμφη (ψυχή), ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:  «Ἥνωσα τήν νύμφη μέ τόν ἀθάνατο Νυμφίο καί ἔχω πολύ φόβο νά μή πληγωθοῦν οἱ καρδιές σας, ὅπως συνέβη ἀπό τόν σατανᾶ στήν Εὔα». Δέν εἶπε «ὁ νοῦς σας», ἀλλά «οἱ καρδιές σας», διότι ἐγνώριζε ὅτι ἡ ἀληθινή ἕνωσις τῆς ψυχῆς μέ τόν Χριστό γίνεται στήν καρδιά καί ὄχι σέ ἄλλο μέρος τοῦ σώματος.

Λοιπόν, ἐμεῖς νά προσευχώμεθα ὅπως μποροῦμε καί ὅσο γίνεται συχνότερα, διότι ἡ Χάρις εἶναι ἡ κοινή μητέρα μας γιά τό κάθε τι. Εἶδες τί κάνει μία καλή μητέρα μέ τό μικρότερο παιδάκι της; Ὅταν βλέπει ὅτι δέν μπορεῖ νά βαδίσει μέ τά ἀδύναμα ποδαράκια του, τό ἀφήνει λίγο νά περπατήσει καί ἐκεῖνο ἀμέσως πέφτει καί ἀρχίζει νά κλαίει, διότι δέν τό κρατοῦν τά καχεκτικά πόδια του. Κι ἀμέσως ἡ μαμά τό σηκώνει καί τό μαθαίνει πῶς λίγο-λίγο νά περπατᾶ. Τό ἀφήνει καί πάλι τό κρατᾶ στά χέρια της. Ἔτσι, θά μάθη νά περπατᾶ. Ἔτσι, κάνει καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέ ἐμᾶς στόν καιρό τῆς προσευχῆς, ὅταν ἀκόμη δέν ξέρουμε πῶς νά προσευχώμεθα.

Ὅταν ἔρχεται ἡ Χάρις, αἰσθάνεσαι μία γλυκύτητα στήν προσευχή, πού εἶναι νοερά ἤ καρδιακή. Κατόπιν, ὅταν σέ ἀφήνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας καί τῆς ἀκηδίας σου, ἀμέσως πέφτεις. Ὁ νοῦς σου σκέπτεται τόν κόσμο, εἶναι θορυβημένος. Κατόπιν σηκώνεσαι γιά νά μάθης νά βαδίσεις αὐτό τόν δρόμο καί νά σέ κρατοῦν τά πόδια σου. Ἔτσι, βλέποντας ὁ Θεός ὅτι θέλει ἡ ψυχή νά προσεύχεται, τήν ἀνεβάζει σιγά σιγά καί στίς ἄλλες βαθμίδες τῆς προσευχῆς. Καί, ὅταν μάθει κάποιος νά προσεύχεται δέν θέλει ἄλλον νά τόν πάρει ἀπό τό χέρι. Αὐτός πλέον ξέρει νά εὑρίσκει τήν ἀληθινή προσευχή στήν καρδιά του, ἡ ὁποία ἑνώνεται μέ τόν Χριστό.

Συνεπῶς, πρέπει νά προσευχώμεθα, ὅπως μποροῦμε. Ἐνίοτε μέ τό στόμα, ἄλλοτε μέ τόν νοῦ, ἄλλοτε μέ τήν καρδιά καί ἄλλοτε ὑπεράνω ὅλων μέ τήν προσευχή τῆς καρδίας.

Ἡ Χαναναία δέν ἦταν ἑβραία, ἀλλά ἀπό τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος καί ἦταν εἰδωλολάτρις. Ὅταν ἔμαθε ὅτι στά μέρη τῆς Παλαιστίνης κάποιος μεγάλος προφήτης διδάσκει καί θεραπεύει τόν κόσμο, ἦλθε καί ἔκραζε:  «Ἐλέησόν μέ καί μένα, διότι ἡ κόρη μου κακῶς δαιμονίζεται». Καί ὁ Χριστός γιά νά παρουσιάσει καί στούς ἄλλους τήν μεγάλη πίστι της, ἔκανε ὅτι δέν τήν ἄκουγε. Οἱ Μαθηταί Του τοῦ εἶπαν: «Δέν ἀκοῦς, Διδάσκαλε, πῶς κράζει ὀπίσω σου αὐτή ἡ γυναῖκα; Καί ὁ Κύριος τούς εἶπε μέ μία ἐπίπλαστη περιφρόνησι πρός τήν Χανναναία: «Ἐγώ δέν ἐστάλην παρά μόνο στά πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ». Εἶναι σάν νά ἔλεγε στήν Χαναναία: «Ἐσύ εἶσαι ἀπό ἄλλο ἔθνος καί εἰδωλολάτρις καί δέν ἦλθα ἐγώ στόν κόσμο γιά ἐσένα». Τότε ἐκείνη ἔκραζε πιό δυνατά. Καί οἱ Ἀπόστολοι, τήν λυπήθηκαν καί εἶπαν πάλι στόν Διδάσκαλό τους: «Κύριε, ἐλευθέρωσέ της, διότι κράζει συνεχῶς ὀπίσω μας». Τήν ἔβλεπαν νά κράζει καί μέ δάκρυα πού ἔβγαιναν ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της. Καί ὁ Σωτήρ τήν ἐκύτταξε κατάματα καί τῆς εἶπε: «Δέν εἶναι καλό νά δίνω τό ψωμί τῶν παιδιῶν μου στά σκυλιά».

Τήν ὠνόμασε σκυλί, ὁ Χριστός, τό καταλαβαίνετε αὐτό; Ἀλλά αὐτή δέν ἀγρίεψε, οὔτε ἔφυγε. Καί τί τοῦ ἀπήντησε: Κύριε, ναί, σκυλί εἶμαι ἐγώ, διότι δέν εἶμαι ἀπό τό γένος τό δικό σας. Ναί, εἶμαι εἰδωλολάτρισσα, ἀλλά καί τά σκυλιά τρώγουν ἀπό τά ψίχουλα πού πέφτουν κάτω ἀπό τά τραπέζια τῶν ἀφεντικῶν τους». Δηλαδή, καί σκυλί ἀκόμη νά εἶμαι, δόστε ἔστω ἕνα ψίχουλο, διότι ἐγώ δέν ἀγγίζω τό χέρι μου νά πάρω κάτι ἀπό τά δικά σας τραπέζια. Καί τότε ὁ Σωτήρ εἶπε ἐνώπιον ὅλων: «Ὦ, γυναῖκα, εἶναι μεγάλη ἡ πίστίς σου. Νά γίνει, ὅπως ἐσύ θέλεις!» Καί ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης θεραπεύθηκε ἡ κορούλα της ἀπό τό δαιμόνιο.

Εἴδατε θαυμαστή πίστι ἀπό μία εἰδωλολάτρισσα; Δέν εἶπε πολλά λόγια. Εἶπε λίγα καί μέ δάκρυα μέσα ἀπό τήν καρδιά της.

Ἀλλά καί ὁ ληστής ἐπί τοῦ σταυροῦ! Εἶδες τί λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος στόν λόγον του στήν Μεγάλη Παρασκευή; Πρῶτα καί οἱ δύο ληστές ἐβλασφημοῦσαν τόν Χριστό καί τοῦ ἔλεγαν: «Ἐάν εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπό τόν Σταυρό καί λύτρωσαι καί ἐμᾶς». Κατόπιν εἶδαν ὅτι ὁ Σωτήρ, ὅταν τοῦ ἔμπηγαν τά καρφιά στά χέρια καί στά πόδια καί τόν ἐνέπαιζαν, προσευχόταν γι᾿ αὐτούς χωρίς κακία, λέγοντας στόν Θεό Πατέρα: «Πάτερ, συγχώρεσέ τους, διότι δέν ξέρουν τί κάνουν».

Τότε ὁ ληστής ὁ ἐκ δεξιῶν, ἐξεπλάγη ἀπό τήν πραότητα τοῦ Ἰησοῦ καί εἶπε: «Κυττᾶξτε τον!  Ἐμεῖς βλασφημοῦμε καί δικάζουμε αὐτούς πού μᾶς ἐσταύρωσαν, ἐνῶ Αὐτός λέγει: «Πάτερ, συγχώρεσέ τους, διότι δέν ξέρουν τί κάνουν».

Τότε ἐπίστευσε μέ τήν καρδιά του ὁ ληστής πού ἦταν δεξιά του ὅτι Αὐτός ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας προφήτης, ἀλλά ὁ Θεός! Τόν ἐπίστευσε διότι εἶδε τήν πραότητά Του καί ἐκύτταζε πρός τόν οὐρανό προσευχόμενος. Καί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦταν στό μέσον καί ὑψηλότερος ἀπό τούς ἄλλους δύο. Καί σκεπτόταν ἐκεῖνος ὁ ληστής: «Τί κακό ἔκανε αὐτός ὁ Ἄνθρωπος; Νεκρούς ἀνέστησε, ἀσθενεῖς ἐθεράπευσε, ἀνθρώπους ἐχόρτασε, ἐδίδαξε στούς ἄλλους τήν πραότητα καί τήν ἀγάπη. Δέν ἦταν ἁμαρτωλός, δέν ἐπείραξε κανέναν…Πράγματι Αὐτός εἶναι Θεός!

Αὐτά λέγει καί ὁ Ἀπόστολος: «Μέ τήν καρδιά φθάνει στήν δικαιοσύνη καί μέ τό στόμα ὁμολογεῖ τήν σωτηρία». Δέν τοῦ ἦταν ἀρκετό νά πιστεύσει μέ τήν καρδιά του τόν Θεό, ἀλλά ἤθελε νά Τόν ὁμολογήσει καί μέ τό στόμα του. Ἔτσι, μέ τήν ψυχή του ἐπίστευσε ὅτι εἶναι Θεός. Καί τόν ὡμολόγησε μέ ὅλη τήν ὕπαρξί του καί μέ τήν καρδιά του καί μέ τά λόγια του. Διότι ἔτσι μᾶς λέγει καί ὁ Χριστός μας: «Ὅποιος θά μέ ἀρνηθῆ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, θά τόν ἀρνηθῶ καί ἐγώ ἐνώπιον τοῦ οὐρανίου Πατρός Μου».

Ὁ ληστής πού τόν ἐπίστευσε μέ ὅλη τήν καρδιά του ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς Θεός, τί σκέφθηκε; Ἄραγε θά μέ συγχωρήσει καί μένα ὁ Θεός, διότι πρό ὀλίγου τόν βρασφημοῦσα κι ἐγώ, ὅπως ὁ ἄλλος ὁ ἐξ ἀριστερῶν; Καί ἀκόμη σκέφθηκε: «Αὐτός ὁ Ἰησοῦς πού προσεύχεται γιά τούς σταυρωτάς Του καί δέν τούς μισεῖ, πόσο θά ἤθελα νά συγχωρήσει καί μένα, πού ἔκαμα τόσες ἀκολασίες καί φόνους καί καταδίκες καί μέθες καί λεηλασίες!

Καί ἐνθυμήθηκε τήν ζωή του ὁ ληστής καί ἔλεγε πάλιν: «Ἄραγε τί μετάνοια νά κάνω ἐγώ τώρα; Κι ἄν ἤθελα νά κάνω μετάνοιες, τά πόδια μου εἶναι δεμένα στό ξύλο. Ἐάν εἶχα τά χέρια μου ἐλεύθερα, θά ἔδινε δύο καρπαζιές στόν ἄλλο συναδελφό μου ληστή καί νά τόν ἐρωτήσω: «Γιατί βλασφημεῖς τόν πράον Ἰησοῦν; Κι ἀκόμη σκεπτόταν: «Τί μετάνοια νά κάνω ἐγώ, ἀφοῦ εἶμαι καρφωμένος στόν σταυρό μου; Τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν ἐφώτισε καί ὁ ληστής σκέφθηκε: «Ἔχω τήν γλῶσσα μου ἐλεύθερη. Ἡ γλῶσσα μου δέν εἶναι σταυρωμένη. Καί θά κράξω μέσα ἀπό τήν καρδιά μου: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῆ Βασιλείᾳ Σου».

Βλέπεις; Πρῶτα μέ τήν γλῶσσα του στράφηκε στόν ἐξ ἀριστερῶν ληστή καί τόν ἐμάλωσε διότι ὠνείδισε τόν Ἰησοῦ λέγοντάς του: «Οὔτε ἐσύ δέν φοβᾶσαι τόν Θεό, διότι ἐμεῖς εἴμεθα ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμωρίας, διότι ἐκάναμε πολλά ἐγκλήματα. Ἀλλά Αὐτός ὁ Ἰησοῦς δέν ἔκανε τίποτε». Καί μετά στράφηκε στόν Ἰησοῦ καί ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, τοῦ εἶπε νά τόν ἐνθυμηθῆ στήν Βασσιλεία Του. Καί ὁ Χριστός ἀμέσως τοῦ ἀπήντησε: «Ἀλήθεια σοῦ λέγω, ὅτι ἀπό σήμερα, θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο».

Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος σχολιάζει αὐτό τόν μεγάλο λόγο τοῦ ληστοῦ: «Εἶδες τήν προσευχή τοῦ ληστοῦ; Εἶδες τόν ληστή μέ τό σοφό μυαλό;  Ἤξερε στήν ζωή του νά κλέβει. Ἀλλά ἔχοντας πίστι στήν καρδιά του γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἔκλεψε μόνο μέ τήν γλῶσσα τῆς μετανοίας τόν παράδεισο. Ἔε σοφέ ληστή! Ἔκλεψες, κατέστρεψες, ἐσκότωσες, ὅλες τίς κακίες τοῦ κόσμου ἔκανες. Καί τώρα μέ τήν γλῶσσα σου κέρδισες τόν αἰώνιο παράδεισο. Καί ἔγινες ὁ ληστής τοῦ παραδείσου. Ἐλήστεψες στό τέλος καί τόν παράδεισο! Ὦ ληστή, ἄνθος τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ! Σέ σένα ἀνήκει κάθε δόξα καί τιμή!

Δηλαδή τό πρῶτο ἄνθος πού ἀνέτειλε στόν παράδεισο ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ψυχή τοῦ ληστοῦ.

Ἐπίσης ἐπῆγε ἀπό τούς πρώτους μέ τόν Χριστό στόν παράδεισο, τόν Ὁποῖον  ὡμολόγησε ἐπί τοῦ Σταυροῦ, καί ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος μαζί μέ ἄλλους πολλούς πού ἐπίστευσαν κατόπιν.

Ἰδού τί σημαίνει προσευχή σέ ὥρα ἀνάγκης! Ὅταν λοιπόν, εἴμεθα στενοχωρημένοι, νά κράζουμε μέ ὅλη τήν καρδιά μας, διότι ὁ Χριστός ζητεῖ πάντοτε νά κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά μας.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου