π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
(ΕΕΕ)
Διδασκαλία
Η κίνηση κηρύττει την ελευθερία των επί μέρους κοινοτήτων από κάθε εξάρτηση, τόσο από την πολιτεία, όσο και από υπερκοινοτικές δομές δεν δέχεται καμία υπερκοινοτική ιεραρχία. Η ΕΕΕ ισχυρίζεται πώς «δεν επιβάλλει κανένα τύπο οργάνωσης και λειτουργίας της εκκλησιαστικής τάξης», δεν δέχεται εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας του πρεσβυτερίου και κηρύττει την αυτονομία της κοινότητας (Η Κοινωνία, 19). Απορρίπτεται «παν καταστατικό εκκλησιαστικής τάξεως και πορείας, ‘Σύμβολον Πίστεως’, θεσπίσματα ή κανόνες των Συνόδων, ‘Δόγματα’ εκκλησιαστικών ‘πατέρων’ και Δασκάλων ανθρώπων» (Κατσάρκα, Η Εκκλησία, 115).
Όλα αυτά, λέγει, εισήχθησαν στην Εκκλησία μετά το θάνατο των αποστόλων και την οδήγησαν σε αποστασία, μετέβαλαν την Εκκλησία του
Χριστού σε «κατ’ όνομα εκκλησία». Έτσι η Εκκλησία ζει «επί χίλια και
πλέον έτη» σε «πυκνό πνευματικό σκότος» (Κατσάρκα, Η Εκκλησία 5-6).
Η
Ορθόδοξη Εκκλησία έχει «εξωβιβλικές προσθήκες», πού «συσκοτίζουν» και
«υποβαθμίζουν» σε τέτοιο βαθμό το πρόσωπο και το έργο του Χριστού, ώστε
«να υπάρξει πλήρης σύγχυση και αλλοτρίωση στο σπουδαιότερο θέμα του
τρόπου σωτηρίας του ανθρώπου» (Σύντομη ομολογία πίστης, 5). Ακόμη και το
κίνημα των διαμαρτυρομένων κατέληξε να γίνει κλάδος της Xριστιανικής
θρησκείας, παρ’ όλο πού ο Λούθηρος θεωρείται «όργανο του Θεού» (ΕΠ 104/1986,5).
Οι διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν πλήρως την ευαγγελική αλήθεια (Κατσάρκα, Η Εκκλησία, 132). Αυτή η «αποκατάσταση της αληθείας» έγινε τον περασμένο αιώνα. Εδώ υπάρχει διάσταση με την άπoψη του Κ. Μεταλληνού πού διακήρυττε πώς το κήρυγμά του «είχε τις ρίζες του στο κήρυγμα της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων»(Ζερβόπουλου, Έπεσε 194) και επομένως πίστευε πώς η «απoστασία» άρχισε μετά τον Γ αιώνα και όχι μετά τον θάνατο των απoστόλων.
Κατά την διδασκαλία της ΕΕΕ η αληθινή Εκκλησία είναι αόρατη, «δεν περιορίζεται σε … ονόματα δογμάτων», αποτελεί «μία παγκόσμια κοινωνία πιστών», είναι η εκκλησία των «αναγεννημένων» (Ζερβόπουλου, Έπεσε, 141.177). Η οικοδομή της «μιας αόρατης Εκκλησίας» είναι πράγμα «ανέφικτον» (Κοτσάρκα, Η Εκκλησία, 118). Γι’ αυτό η κίνηση δέχεται σε ευχαριστιακή κοινωνία όλους τούς «αναγεννημένους», ανεξάρτητα σε ποια ομολογία ανήκουν, αρκεί να έχουν αγία ζωή και να μη ακολουθούν «διδασκαλία πεπλανημένη» (Κατσάρκα, Η Εκκλησία, 118).
Η αγία Γραφή είναι ο «μοναδικός γνώμονας πίστης και ζωής», «η μόνη πηγή πνευματικής πληροφόρησης». Εδώ δεν γίνεται λόγος για «κατά λέξη θεoπνευστία», όμως χρησιμοποιείται ο όρος «πλήρης θεoπνευστία» ή και «ολοκληρωτική θεoπνευστία» (Σύντομη Ομολογία 7.15. Η κοινωνία 13).
Η κίνηση πρεσβεύει πώς ο άνθρωπος μετά την πτώση έγινε «πνευματικά νεκρός και ανίκανος να πραγματοποιήσει μόνος, χωρίς τη χάρη, τη σωτηρία του» (Η κοινωνία 10).
Ενώ βρίσκεται δουλωμένος στην αμαρτία, δεν μπορεί «να κάμει οποιοδήποτε έργο αρεστό στο Θεό» (Σύντομη Ομολογία 11).
Ο
Κ. Μεταλληνός δίδασκε πώς ο υιός του Θεού «εκένωσεν Εαυτόν από την
θείαν μορφήν Του, δηλαδή από τας ιδιότητας της θείας φύσεώς Του». Με τη
θέλησή Του δηλαδή «στερήθηκε από τις θείες Του ιδιότητες και τελειότητες»
(παντοδυναμία, παντογνωσία, πανταχού παρουσία), τις όποιες απέκτησε και
πάλι μετά την ανάσταση (Ζερβόπουλου, Έπεσε 99.101.187).
Οι κοινότητες των Χανίων και της Θεσσαλονίκης απέρριψαν τη διδαχή αυτή. Mάλιστα η κοινότητα των Χανίων αποσπάσθηκε, ενώ άλλες κοινότητες συμφώνησαν να μη κάνουν λόγο για το χριστoλoγικό αυτό ζήτημα.
Όμως ο Γ. Ζερβόπουλος, στο βιβλίο του «Ο λόγος έγινε σάρκα», επανέρχεται σ’ αυτή τη διδαχή και απορρίπτει το δόγμα των δύο φύσεων του Xριστoύ (δόγμα Χαλκηδόνος). Υπογραμμίζει πώς ο Κύριος, χωρίς να χάσει την ταυτότητά του, έγινε με την ενσάρκωσή του μόνο άνθρωπος, για να ξαναλάβει και πάλι μετά την ανάσταση τη θεία Φύση, «εξεντύθηκε τη φύση του τελείου Θεού και εντύθηκε τη φύση του τελείου και αναμάρτητου ανθρώπου» (Ζερβόπουλου, Ο Λόγος 61).
Άλλο βασικό σημείο, πού έγινε «πέτρα σκανδάλου» ήταν η σχέση μεταξύ της παντογνωσίας του Θεού και της ελευθερίας του ανθρώπου. Ο Κ. Μεταλληνός περιόριζε την παντογνωσία του Θεού. Ο Θεός, έλεγε, περίμενε τρόπον τινά εναγωνίως την έκβαση της μάχης μεταξύ του Σατανά και του Αδάμ. Τη διδαχή αυτή, την ασπάζονται μέχρι σήμερα οι οπαδοί του Κ. Μεταλληνού. Άλλες κοινότητες (Χανίων, Θεσσαλονίκης, Πατρών) κηρύττουν πώς η ελευθερία του ανθρώπου δεν ήταν απόλυτη, αλλά εξηρτημένη από τη βούληση του Θεού, πού είναι απόλυτη. Την πρωτοπορία, λένε, έχει πάντοτε το «θέλω» του Θεού.
Ο Μεταλληνός έλεγε: «‘Πρόγνωσις‘ κι ‘Ελευθερία‘ είναι δύο όροι ασυμβίβαστoι, επειδή εκείνο πού για το Θεό είναι βέβαιο δεν ημπορεί να είναι για τον άνθρωπο αντικείμενο ελεύθερης εκλογής. Θεία πρόγνωσις της πτώσεως του Αδάμ θα έκανε τον Θεό συνεργό στον ξεπεσμό του πρωτόπλαστoυ, συνεπώς και στην κοτάπτωση της ανθρωπότητας». «Υπάρχει λοιπόν περιορισμός της προγνώσεως του Θεού ως προς την κατεύθυνση της ηθικής ελευθερίας του ανθρώπου». Επομένως κατά τον Κ. Μεταλληνό δεν υπάρχει απόλυτος προορισμός, αλλά ούτε και πρόγνωσις ως προς την ηθική εκλογή του ανθρώπου (Ζερβόπουλου, Έπεσε 94-96).
Η κίνηση πιστεύει στον αντιπροσωπευτικό εξιλαστήριo θάνατο του Xριστoύ. Ο άνθρωπος αμάρτησε και η τιμωρία του ήταν ο θάνατος, λέγει ο Μεταλληνός. Έτσι θα ετακτοποιείτο το «ποινικό ζήτημα», εκτός εάν βρισκόταν αντικαταστάτης να «πληρώσει» αντί για τον άνθρωπο. Ο θάνατος του Χριστού λοιπόν, ήταν η «πληρωμή του χρέους ημών προς τον Θεόν» και η ανάστασή του η εξόφληση «Κατόπιν καταβολής του χρέους» (Μεταλληνού, Ανάλυση και απολογητική της επιστολής προς Ρωμαίους, 68.100.129.195. Του ίδιου, Έτι λαλείν 135-136). Ο Μεταλληνός πήρε τη διδαχή αυτή από τον F. Godet, πού υποστήριζε πώς υπήρχε ανάγκη κάποιας «μεγάλης επανόρθωσης» (Godet 24).
Αυτή λοιπόν τη σωτηρία, πού συντελέσθηκε με την «ποινική τιμωρία» την οποία υπέστη ο Χριστός αντιπροσωπευτικά, μπορεί να την λάβει ο κάθε άνθρωπος με τη μετάνοια και την πίστη. Πρόκειται για την πίστη «ότι ο Χριστός με το αίμα του πού έχυσε στο σταυρό έκανε λύτρωση για μας, επειδή ήταν αντικαταστάτης μας τιμωρήθηκε Αυτός για μας» (Μεταλληνού, Ο ιστορικός Ιησούς 98-106, βλ και Spurgeoη, Χάρις 44-87).
Με την μετάνοια και την πίστη στο ευαγγέλιο και με την αποδοχή του Χριστού σαν «προσωπικού Σωτήρα» παίρνει κανείς «άφεση αμαρτιών», αναγνωρίζεται δίκαιος από τον Θεό (δικαιώνεται) και αναγεννάται (Η κοινωνία 10, Spurgeoη, Χάρις 88-120). Η αποφασιστική πράξη από μέρους του ανθρώπου είναι να δεχθεί να πει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, αν και ένοχος, χαμένος αμαρτωλός, όμως πιστεύοντας ότι συ βάσταξες στο δικό Σου Σώμα τις αμαρτίες μου… εμπιστεύομαι τελείως στο τέλειο και έτοιμο τούτο έργο Σου και Σε δέχομαι σαν προσωπικό Σωτήρα» (Μάθημα 8 δι’ αλληλογραφίας).
Η
αναγέννηση πραγματοποιείται εκείνη τη στιγμή. «Όλοι εκείνοι πού ακούν
τον υιό του Θεού, δέχονται το λόγο Του και Τον πιστεύουν σαν προσωπικό
τους Σωτήρα, αναγεννώνται» (Μαθήματα δι’ αλληλογραφίας, άσκηση 6 περί
αναγεννήσεως, βλ και Spurgeoη, Όλα με τη χάρη 17-148).
«Ακριβώς
τη στιγμή πού ένας ένοχος αμαρτωλός πιστέψει στη διακήρυξη του
Ευαγγελίου, ότι ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες του, και οριστικά Τον
δεχθεί σαν δικό του Σωτήρα, παίρνει πνευματική η αιώνια Ζωή… και μ’ αυτό
τον τρόπο αναγεννάται. Η αναγέννηση πραγματοποιείται τη στιγμή ακριβώς
πού ο ένοχος αμαρτωλός θα ατενίσει με πίστη στον Χριστό, δεχόμενος Αυτόν
προσωπικό του Κύριο και Σωτήρα» (Μάθημα 7 δι’ αλληλογραφίας αναγέννηση.
Βλ. καί Μπούσιου 31).
«Αυτός πού μετανόησε και πίστευε στον Χριστό σαν Σωτήρα του, λαμβάνει αμέσως τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, σφραγίζεται με το Άγιο Πνεύμα» (Καρμπόνη, Η πεντηκοστή 12). Το «βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος» δεν είναι «πρόσθετη χάρη», όπως υποστηρίζουν οι πεντηκοστιανοί. Ούτε ταυτίζεται με το βάπτισμα με νερό. Συντελείται στον κάθε πιστό «Κατά την αναγέννησή του, όταν το Πνεύμα τον βαπτίζει (ενώνει) στο σώμα του Χριστού» (Η κοινωνία 12. Μεταλληνού, Ο άνθρωπος 93-100).
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο για τη σωτήρια του, δεν είναι ικανός να δείξει έμπρακτα την επιθυμία του για σωτηρία. «Πρέπει πρώτα να σωθείς κι έπειτα να φέρεις έργο», λέγει ο Μεταλληνός (Μεταλληνού, Χωρίς αλυσίδες 18).
Στην εκκλησία λοιπόν δεν προσλαμβάνεται κανείς με το βάπτισμα με νερό στο όνομα της Αγίας Τριάδος, αλλά «με την αναγέννηση», πού είναι κάτι ξέχωρο από το βάπτισμα με νερό και προηγείται! Το βάπτισμα με νερό είναι «σύμβολο, τύπος… απόφασις της ελευθέρας θελήσεως, συγκατάβασις προς το νόημα του συμβόλου να αποφύγομε την αμαρτία και να βαδίσωμεν εν πίστει» (Κ. Μεταλληνού, βλ Γ. Ζερβόπουλου, Έπεσε 153).
Το βάπτισμα αποτελεί δημόσια ομολογία της σωτηρίας, πού έχει ήδη συντελεσθεί. Τω «ύδωρ» του Ιω. γ’ 5 είναι σύμβολο του «λόγου του Θεού», λέγει η κίνηση (Μάθημα 7 δι’ αλληλογραφίας αναγέννηση). Ο νηπιοβαπτισμός απορρίπτεται σαν «μη Γραφικός» (Β. Κατσάρκα, Η Εκκλησία 117-118).
Το «Δείπνο του Κυρίου» (ευχαριστία) λογίζεται «ανάμνηση της εξιλαστηρίου θυσίας του Κυρίου», «αναγνώριση του ενός σώματος» όλων των «αναγεννημένων», υπόμνηση της «έλευσης του Κυρίου», «αγωγός θείων ευλογιών στην ψυχή και στο σώμα για τούς άξια μετέχοντες» και «κρίση» για όσους κοινωνούν ανάξια (Η κοινωνία 13).
Η ειδική ιεροσύνη δεν γίνεται δεκτή, «κάθε πιστός είναι κι ένας ιερεύς, μάλιστα χωρίς διαφορά αν είναι άνδρας ή γυναίκα» (Θ.Μ. Μηνιάτης, Σάλπισμα 3-4λ1980,55).
Η κίνηση διακρίνει μεταξύ του «πρεσβυτερίου», των «διακονιών» και των «Χαρισμάτων». Οι πρεσβύτεροι ονομάζονται και ποιμένες, επίσκοποι, προϊστάμενοι, ηγούμενοι και εγκαθίστανται με «επίθεση των Χειρών» (Η κοινωνία 20-22).
Η εξομολόγηση ενώπιον του πνευματικού απορρίπτεται και κηρύττεται η «απ’ ευθείας προσέλευση του ανθρώπου στον Θεό» (Σύντομη ομολογία 12-13). Στις εκκλησίες αυτές υπάρχει είδος ευχελαίου «ευχή της πίστης με άλειψη ελαίου» (Η κοινωνία 24). Ο γάμος θεωρείται «ιερός και αδιάλυτος δεσμός» και τελείται με ειδική ιεροτελεστία, πού αποτελεί «το τυπικό του γάμου». Όμως γάμος με «μη αναγεννημένο» δεν ευλογείται. (Η κοινωνία 13-14).
Στην «Ομολογία πίστης» αναφέρεται πώς οι εκκλησίες αυτές δεν δέχονται την προσκύνηση των αγίων και δεν καταφεύγουν σ’ αυτούς «για βοήθεια». Απορρίπτεται επίσης η τιμή των εικόνων και των αγίων λειψάνων (Η κοινωνία 6-7. Η Πίστις 10-19).
Στο θέμα της εσχατολογίας υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Ο Β. Κατσάρκας εισήγαγε την άποψη του C. SCOfield (The Scofield Τeference Bibιe, Ηev. York 1909), οπαδού του J. Ηeιsoη Dαrby, σύμφωνα με την οποία οι δώδεκα απόστολοι αστόχησαν να εννοήσουν το μυστήριο της ‘Εκκλησίας, το οποίο αποκαλύφθηκε κατ’ αποκλειστικότητα δια του αποστόλου Παύλου (Β. Κατσάρκα, Η Εκκλησία 37.54).
Η κίνηση κάνει διάκριση μεταξύ του «ευαγγελίου της βασιλείας» και του «ευαγγελίου της χάρητος». Το ευαγγέλιο της βασιλείας εκηρύττετο στο Ισραήλ Όμως λόγω της πωρώσεως του λαού αυτού σταμάτησε κατά την πεντηκοστή να κηρύττεται. Τότε άρχισε η οικονομία της χάρητος, με σκοπό την συγκρότηση της Εκκλησίας. Ή «οικονομία» αυτή θα λήξει με την ανάσταση των δικαίων και την «αρπαγή» των αναγεννημένων. Τότε θα αρχίσει και πάλι να κηρύττεται το «ευαγγέλιο της βασιλείας» κατά το Ματθ. κδ’ 14 από τους πιστούς Ισραηλίτες, πού θα αναγγέλλουν την έλευση του Μεσσία.
Θα εμφανισθεί ο Αντίχριστος και θα επακoλoυθήσει θλίψη επτά ετών για τούς Εβραίους και για τα έθνη. Ό Σατανάς θα δεθεί και ο Κύριος θα ξαναέλθει μαζί με την Εκκλησία στο όρος των ελαιών, πού θα μεταβληθεί σε πεδιάδα. Θα ιδρυθεί η χιλιετής βασιλεία του Χριστού στη γη με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Στο τέλος της χιλιετίας θα λυθεί ο Σατανάς και θα επιτεθεί μαζί με τα έθνη εναντίον της Ιερουσαλήμ. Όμως θα καταστραφεί με θεία επέμβαση.
Θα ακολουθήσει η ανάσταση των αδίκων και η τελική κρίση, η αιώνια κόλαση και η αιώνια βασιλεία στη γη με το Ισραήλ και με όσους από τα έθνη πιστέψουν κατά την εποχή εκείνη (Β. Κατσάρκα, Η Εκκλησία 24, βλ και Μεταλληνού, Ό άνθρωπος 152-156).
Ο Κ. Μεταλληνός δίδασκε μια δεύτερη ευκαιρία μετά θάνατο για όσους δεν άκουσαν το ευαγγέλιο, για τούς διανοητικά ανάπηρους και για τα μικρά παιδιά (Γ. Ζερβόπουλου, Έπεσε 103). Η άποψη αυτή δεν γίνεται δεκτή σήμερα από όλους.
Κριτική – Θέσεις της Ορθοδοξίας
Κατ’ αρχήν παρατηρούμε πώς η ομάδα αυτή δεν παρουσιάζει πάντοτε την ταυτότητα της. Και κρύπτεται πίσω από «υπερδογματικό» προσωπείο. Αυτό παρατηρούμε στα τηλεμηνύματα και στις δραστηριότητες των διαφόρων οργανώσεών της. Λόγου χάρη ο Ημεροδείκτης της οργάνωσης «Λόγοι Zωής», περιλαμβάνει και το εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο οποίο αναφέρονται ονόματα αγίων και της περιόδου της «αποστασίας», ακόμη και προερχόμενα από την τάξη των μονάχων, την οποία η κίνηση απορρίπτει. Έτσι στις 5 Ιουλίου σημειώνει: «Αθανασίου του εν Άθω»!
Γενικά παρατηρούμε πώς η διδαχή της ΕΕΕ ταυτίζεται σχεδόν με τη διδασκαλία των «Χριστιανών Αδελφών», γι’ αυτό και παραπέμπουμε στα όσα εκεί εκθέσαμε σχετικά με τις ορθόδοξες θέσεις. Υπογραμμίζουμε όμως πώς οι άνθρωποι της ΕΕΕ υψώνουν τον εαυτό τους πάνω και από αυτούς τούς αποστόλους, αφού υπογραμμίζουν πώς οι 12 απόστολοι δεν γνώριζαν το μυστήριο της Εκκλησίας, το οποίο κηρύττει σήμερα η ομάδα αυτή.
Σχετικά
με την αποστασία μερικοί υποστηρίζουν πώς έγινε αμέσως μετά το θάνατο
των αποστόλων, ενώ άλλοι την μεταθέτουν για τον Γ’ αιώνα. Όμως όλοι
συμφωνούν: η «αποστασία» έληξε με τη δημιουργία των «Ελευθέρων
Ευαγγελικών Εκκλησιών» κατά τον περασμένο αιώνα!
Η
ομάδα αυτή συνδέει την «αποστασία» με το ότι οι εκκλησιαστικές
κοινότητες έπαυσαν να είναι αυτόνομες, δημιουργήθησαν ιεραρχικές και
υπερκοινοτικές δομές, συνεκλήθησαν Οικουμενικές Σύνοδοι, πού διετύπωσαν
δογματικούς όρους, Σύμβολα Πίστεως, Κανόνες εκκλησιαστικής ζωής.
Όμως μ’ αυτό το «μέτρο» αποδεικνύεται πώς και η ίδια η κίνηση των «Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών» βαδίζει σήμερα στο δρόμο της «αποστασίας», γιατί και η ίδια δημιουργεί υπερκοινοτικούς οργανισμούς, διατυπώνει ομολογίες πίστεως και κανόνες εκκλησιαστικής ζωής. Οι επί μέρους κοινότητες δεν φαίνονται να έχουν την αυτονομία την οποία διακηρύσσει η κίνηση.
Η «Κοινωνία των Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών» είναι ήδη υπερκοινοτικός οργανισμός, με καταστατικό και «εσωτερικούς κανονισμούς». Έχει την ευθύνη για τη «διατήρηση, ευόδωση και κατά Χριστόν αύξηση» των εκκλησιών αυτών, «ώστε να είναι και να παραμένουν Εκκλησίες της Kαινής Διαθήκης» (Ή κοινωνία 5-6).
Μήπως αυτό δεν ήταν και ο ρόλος των Οικουμενικών Συνόδων, τις οποίες η κίνηση απορρίπτει σαν «αποστασία»; Δεν συγκροτήθηκαν με τη φροντίδα, να περιφρουρήσουν την καθαρότητα της πίστης, ώστε η Εκκλησία να παραμείνει παρθένος αγνή, όπως στην αποστολική εποχή; Ή κίνηση απορρίπτει τις αποφάσεις των οικουμενικών Συνόδων σαν κριτήρια για το αν και πότε μία κοινότητα είναι Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, και βάζει στη θέση τους τις αποφάσεις της «Κοινωνίας των Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών» και την «Ομολογία πίστεως των Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών»! Έχει ακόμη «Eκτελεστική Διακονία» (όρος ανύπαρκτος στην Καινή Διαθήκη, την οποία η κίνηση επικαλείται) και δύο ειδικούς κανονισμούς για τη λειτουργία της «Γενικής Συνελεύσεως» και της «Eκτελεστικής διακονίας» (Η κοινωνία 26). Προφανώς η Γραφή δεν επαρκεί και σ’ αυτό το σημείο!
Αλλά η «Κοινωνία των Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών» δεν είναι ο μόνος υπερκοινοτικός οργανισμός. Είναι και ο «Σύνδεσμος Μελών της Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας» (Αθήνα), ο «Παγκρήτιος Ευαγγελικός Σύνδεσμος» και ω «Σύνδεσμος Μελών της Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης». Λειτουργούν με Kαταστατικά σαν «υπηρεσιακά όργανα των Εκκλησιών της Κοινωνίας» (Η κοινωνία 27). Όλα αυτά είναι ξένα προς το γράμμα της Καινής Διαθήκης, το οποίο επικαλoύνται οι ομάδες αυτές, μία και διακηρύττουν την «ολοκληρωτική θεoπνευστία» και δέχoνται τη Γραφή σαν την «μόνη πηγή πνευματικής πληροφόρησης».
Αλλά
και η θέση του πρεσβυτερίου, όσον αφορά την πράξη, δεν φαίνεται να
είναι εκείνη πού διακηρύττει η κίνηση. Αυτό το έχουν επισημάνει και
διακεκριμένοι ποιμένες της. Ο Β. Κατσάρκας, σε μια πολύ έντιμη
αυτοκριτική παρατηρεί:
«ούτω
πολλοί, εκ των αναδειχθέντων εις τας Εκκλησίας μας Πρεσβυτέρων,
εξέλαβαν την ιδιότητα του Πρεσβυτέρου ώς ‘αξίωμα’ πού τούς έδινε
κυριαρχικά επί του Ποιμνίου δικαιώματα. Εδημιουργήθη ούτω, ένας στεγανός
χώρος του Πρεσβυτερίου απρoσπέλαστoς εις τά μέλη της Εκκλησίας. Οι
ολίγοι σιγά-σιγά συνεκέντρωσαν εις χείρας των κάθε δραστηριότητα των
λοιπών Μελών της Εκκλησίας, αποκλείσαντες αυτά πάσης συνεισφοράς
πνευματικής εν τη Εσωτερική Λειτουργία του σώματος. Ούτω εσβέσθη η φλόγα
του πολυτιμωτέρου προνομίου του πιστoύ, ήτοι ο πόθος του να συμμετάσχη
εις την αγωνίαν του Έργου» (Κατσάρκα, Η Εκκλησία 38).
Κατά την ομολογία του ίδιου ποιμένος οι χώροι συναθροίσεων μεταβλήθηκαν σε «αιθούσας διαλέξεων» και το «χάρισμα του διδασκάλου» καταργήθηκε σε όλες τις Κοινότητες τα μέλη «κατήντησαν ‘νωθροί τας ακοάς’ και δεν είναι δεκτικοί ‘στερεάς τροφής’» (Κατσάρκα, Η Εκκλησία 136-137).
Οι ποιμένες των εκκλησιών αυτών απορρίπτουν συνειδητά κάθε σύνδεσμο με την ενιαία παράδοση της Eκκλησίας. Με την αποστολική διαδοχή απορρίπτουν και την αποστολική διδαχή. Χωρίς σταθερό «μέτρο» για τη γνησιότητα της διδαχής των, είναι φυσικό να εξυψώνουν τούς εαυτούς των σε υπέρτατες αυθεντίες για την ορθή ερμηνεία της Γραφής. Η ΕΕΕ, θέλοντας να υπoστηρίζει τις δοξασίες της για την απόρριψη της ειδικής ιεροσύνης, κηρύττει πώς η ιεραρχία στην Εκκλησία είναι καρπός «αλαζονείας», ακόμη κι αν την κηρύττουν οι μαθητές των αποστόλων. Εδώ γίνεται αναφορά στον Κλήμη Ρώμης και στον Ιγνάτιο Αντιοχείας, μαθητή του αποστόλου Iωάννη, πού κατά την αντίληψη της ΕΕΕ βρίσκεται σε αντίθεση με τη Γραφή (Κατσάρκα, Η Εκκλησία 6.128).
Η
απόρριψη της εκκλησιαστικής αυθεντίας και των αποστολικών πατέρων δεν
σημαίνει πώς οι άνθρωποι της ΕΕΕ απορρίπτουν και άλλες «αυθεντίες» και
νεώτερες παραδόσεις, ξένες προς την αποστολική παράδοση της Εκκλησίας.
Έτσι ο Γ. Ζερβόπουλος γράφει για τον Κ. Μεταλληνό:
«Πάντοτε
ανανέωνε τη διδασκαλία του επιζητώντας να στερεώσει ασφαλέστερα το
οικοδόμημα της δογματικής του. Εις αυτό έλαβε ανυπολόγιστη βοήθεια από
τα συγγράμματα δύο Ελβετών θεολόγων του περασμένου αιώνα», του F. Godet
(1812-1900) και του Αυγουστίνου Γκρεπγιά. Μάλιστα έλεγε πώς είναι
ευγνώμων στον Θεό, «πρώτα γιατί μου αποκάλυψε τον Υιόν Του και ύστερα τα
έργα του Γκωντέ και του Γκρεπγιά». Οι Ελβετοί θεολόγοι «τον επήραν από
το χέρι και του έδειξαν πόσα πλούτη σοφίας και γνώσεως είναι κρυμμένα εν
τω Χριστω… Από εκεί έπαιρνε το υλικό, το δούλευε, το μετέπλαθε με κόπο
και με προσευχή, το φορμάριζε και ύστερα το σερβίριζε με το δικό του
αμίμητο «Μεταλληνέικον τρόπον» (Ζερβόπουλου, Έπεσε 172). Φυσικά
πάνω από την αυθεντία των Ελβετών θεολόγων ο Κ. Μεταλληνός έβαζε τη
δική του προσωπική αυθεντία. «Αυτό ζητούσε πάντα, να ‘μαγειρεύσει’ ο
ίδιος κάθε συνηθισμένη θεολογική άποψη πού δεν ικανοποιούσε αρκετά τη
συνείδησή του…» (Ζερβόπουλου, Έπεσε 189).
Για την ΕΕΕ δεν έχει προφανώς μεγάλη σημασία αν κανείς διαφωνεί σε βασικά δογματικά ζητήματα, όπως είναι τό χριστολογικό δόγμα ή το ζήτημα της παντογνωσίας του Θεού. Όμως για την Ορθόδοξη Εκκλησία το ζήτημα είναι βασικό, γιατί αν ο Χριστός δεν ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, δεν συντελέσθηκε στο πρόσωπό του η σωτηρία. Το ζήτημα της παντογνωσίας του Θεού δεν επηρεάζει τήν προαίρεση του ανθρώπου, γιατί ο Θεός «βλέπει» αυτό πού ο άνθρωπος επιλέγει και δεν γίνεται το αντίθετο, στον Θεό δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον, αλλά αιώνιο παρόν. Ό Θεός προγνωρίζει αυτό πού ο άνθρωπος, με την ελεύθερη προαίρεσή του πράττει!
«Yψίστη υποχρέωση της Εκκλησίας του Χριστού», λέγει ο Ζερβόπουλος είναι «να ελέγχει συνεχώς την παράδοσή της από την Αγία Γραφή, να συμμορφώνει διαρκώς τη Ζωή και τα δόγματά της με τον γραπτό Λόγο του Θεού» (Ζερβόπουλου, Ο Λόγος 59). Έτσι ο Ζερβόπουλος γράφει χωρίς δισταγμό: «ελέγξαμε την εκκλησιαστική παράδοσιν των Συνόδων με το Φως των Γραφών» (Ζερβόπουλου, Ο Λόγος 61).
Με βάση όμως την «υψίστη υποχρέωση της Εκκλησίας του Χριστού» κατά τον Ζερβόπουλο, άλλοι «ποιμένες» της ΕΕΕ «ελέγχουν από την αγία Γραφή» τα δικά του δόγματα, όπως το χριστολογικό δόγμα, και τα βρίσκουν βλάσφημα. Προφανώς η αλήθεια δεν παραδόθηκε «άπαξ» (Ιούδα 3), αλλά παραδίδεται συνεχώς!
Άγνοια της ορθόδοξης πίστης
Η
«Κοινωνία Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών» δηλώνει: «Αγαπούμε τούς
Ορθοδόξους συμπατριώτες μας και προσευχόμαστε ο Κύριος να φωτίσει τούς
πνευματικούς ηγέτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έτσι πού να νιώσουν την
ανάγκη μιας βαθιάς Εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης, πού θα φέρει στη χώρα
μας, και θα κάμει κτήμα του λαού μας, τη διδασκαλία και λατρεία της
Αποστολικής Εκκλησίας» (Σύντομη Ομολογία 15).
Όμως
οι άνθρωποι της ΕΕΕ αγνοούν εκείνο πού επιθυμούν να «μεταρρυθμίσουν».
Πολλές φορές, όχι μόνο το απορρίπτουν, αλλά και το συκοφαντούν, το
χλευάζουν!
Η ορθόδοξη διδαχή, όπως κατοχυρώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους, καταδικάζει τη λατρεία κτισμάτων και την τιμή των ειδώλων, δηλαδή εικόνων ψευδών και ανύπαρκτων θεών. Γι’ αυτό και οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν αποδίδουν λατρεία σε κτίσματα, όπως στους Αγίους, ούτε τιμή σε είδωλα και εικόνες ψευδών θεών. Αποδίδουν τιμή στους Αγίους του Θεού, στις ιερές εικόνες και στα άγια λείψανα. Όμως τίποτε από αυτά δεν ταυτίζουν με τον Άγιο Θεό. Δεν αποδίδουν στους αγίους λατρεία, αλλά αγάπη και τιμή.
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί αγαπούν και τιμούν με κάθε τρόπο, κάθε τι πού αγάπησε και τίμησε ο Θεός, και κάθε τι πού έχει σχέση με τούς αγαπητούς του Θεού. Εάν στη συνείδησή τους δεν υπήρχε αυτή τι διάκριση, αν ταύτιζαν τη Θεοτόκο, τούς Αγίους, τις εικόνες, τα λείψανα, με τον Θεό ή αν τα θεοποιούσαν (ειδωλοποιούσαν), τότε ασφαλώς η τιμή πού αποδίδουν σ’ αυτά θα ήταν λατρεία, και οι ίδιοι θα ήσαν ειδωλολάτρες. Όμως τέτοια ταύτιση δεν υπάρχει στη συνείδηση των πιστών.
Παρ’ όλα αυτά μερικοί απόστολοι της «Κοινωνίας Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών» διακηρύττουν με απόλυτο τρόπο, πώς γνωρίζουν καλύτερα από μας τη δική μας συνείδηση! Έτσι Ο Γ. Ζερβόπουλος και άλλοι συνάδελφοί του, χαρακτηρίζουν την τιμή πού εμείς αποδίδουμε στην παρθένο Μαρία «μαριολατρεία» και την τιμή των Ιέρων εικόνων και των αγίων λειψάνων «ειδωλολατρία» (Ζερβόπουλου, Η παρθένος Μαρία 19.59. Κατσάρκα, Η Εκκλησία 130-131. Επιστροφή 7). Προσθέτουν ακόμη πώς τα θαύματα πού ο Θεός επιτελεί μέσω των αγίων και της Θεοτόκου αποτελούν «ενέργεια του Σατανά» (Ζερβόπουλου, Η παρθένος Μαρία 35. Έπεσε 177).
Από άγνοια η ΕΕΕ παρερμηνεύει τον αγιασμό των υδάτων στην Εκκλησία μας, και με πνεύμα ειρωνείας και χλευασμού διακηρύττει: «Αρκεί, δηλαδή, μια λεκάνη νερό, ένα κλωνάρι βασιλικός, ένα ομοίωμα σταυρού, η ψαλμωδία κάποιου θρησκευτικού κειμένου, η απαγγελία μιας προσευχής, ο ραντισμός του νερού και ο αγιασμός… συντελείται και παίρνει τέλος» (Μ.Θ., Σάλπισμα 2λ1978, σ. 26).
Κάθε ορθόδοξος πιστός πού είναι ορθά κατηχημένος και ζει την πίστη του, γνωρίζει πώς παθητική συμμετοχή στην ιερά ακολουθία του αγιασμού, χωρίς ταπείνωση και διάθεση υποταγής στο θέλημα του Κυρίου, δεν φέρει καρπούς. Όμως οι άνθρωποι των ομάδων αυτών, αγνοούν πώς ο Θεός μπορεί και με υλικά στοιχεία να θαυματουργήσει (βλ. σελ. 69). Αγνοούν ακόμη πώς με τον αγιασμό των υδάτων και με τα ιερά αντικείμενα πού χρησιμοποιούνται στον Ορθόδοξο λατρευτικό χώρο, διακηρύσσεται η πίστη στην ελευθερία της κτίσης από τη δουλεία της φθοράς (Ρωμ. η’ 20-21). Όταν θέλει κανείς να κρίνει κάποιον, πρέπει πρώτα κατά το δυνατόν να τον γνωρίσει .Να μελετήσει προσεκτικά την πίστη του, το βάθος της, τι κρύπτεται πίσω από τα φαινόμενα. Προ παντός δεν επιτρέπεται να βάλει στον άλλο σκέψεις και πεποιθήσεις πού εκείνος ποτέ δεν διανοήθηκε, και να ερμηνεύσει τον τρόπο της ζωής του με τα δικά του μέτρα.
Πολλοί από τούς ποιμένες των ομάδων αυτών επιτίθενται με σφοδρότητα εναντίον του ορθόδοξου τρόπου πνευματικής ζωής, χωρίς να κάνουν τον κόπο να τον γνωρίσουν ή να τον μελετήσουν. Τούτο παρατηρούμε ιδιαίτερα στην προπαγάνδα μεταξύ των Ελλήνων του εξωτερικού. Έτσι φυλλάδιο, πού κυκλοφορεί το «Ελληνικό Χριστιανικό Πρόγραμμα» για την περιοχή Σικάγου – Βοστόνης – Γκέρυ (ομιλητής Γ. Ζερβόπουλος), καταφέρεται με σφοδρότητα και με φθηνά επιχειρήματα εναντίον της νηστείας στην Ορθόδοξη Εκκλησία:
«Ο πολυφαγάς πού τρώει μισή λεκάνη ταραμοσαλάτα κι ένα καρβέλι ψωμί, καμαρώνει ότι νηστεύει, κάποιος άλλος πού πίνει μισό ποτήρι γάλα για το άρρωστο στομάχι του, αυτός αμαρτάνει… Τρώει κάποιος τη σαρακοστή ένα ψαράκι, αυτός αμαρτάνει και θα πάει στην Κόλαση, ο άλλος τρώει ένα κιλό αυγοτάραχο, πού βγαίνει από το ψάρι κι αυτός θεωρείται αξιέπαινος χριστιανός, γιατί νηστεύει… Δεν δίνουμε μεγάλη σημασία αν τη σαρακοστή βγάζουμε από το στόμα μας κακολογίες, βρισιές, βλαστήμιες, κουτσομπολιά και συκοφαντίες. Αυτά, λέμε, δεν πειράζουν. Αν όμως βάλωμε στο στόμα μας λιγάκι γάλα ή ένα αυγό, λέμε, θα μας λερώσουν την ψυχή και θα μας στείλουν στην κόλαση» (Τα παράξενα της νηστείας).
Ο
συγγραφέας του φυλλαδίου αγνοεί ή αποκρύπτει το γεγονός ότι η Ορθόδοξη
Εκκλησία δεν συμμερίζεται την άποψη του διαχωρισμού της νηστείας του
σώματος και της νηστείας από την αμαρτία. Αφήνει σκόπιμα την Εκκλησία
μας εκτεθειμένη στους ακροατές και στους αναγνώστες του.
Δεν
φροντίζει να υπενθυμίσει πώς το κήρυγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη
νηστεία ταυτίζεται με τη διδαχή των Πατέρων της Εκκλησίας. Ό Μ.
Βασίλειος στους λόγους περί νηστείας ή ο άγιος Iωάννης ο Χρυσόστομος,
ταυτίζουν τη νηστεία με την εγκράτεια και με την υπέρβαση του δικού μας
θελήματος, δηλαδή με την ταπείνωση, πού οδηγεί στη χάρη του Θεού (Ιακ.
δ’ 6. Α’ Πέτρ. ε’ 5). Η σωματική νηστεία δεν είναι το όλο, είναι μόνο μέρος της νηστείας για την οποία μιλούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Μία άλλη κακοδοξία της ΕΕΕ είναι η διδαχή πώς ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν μπορεί να κάνει οποιοδήποτε έργο αρεστό στον Θεό. Και μόνη η φωνή του Θεού στον Αδάμ μετά την πτώση μαρτυρεί πώς ήταν σε θέση να συναισθανθεί την κατάστασή του και να επιστρέψει: «Αδάμ, που εί;» (Γέν. γ’ 9). Στην προς Εβραίους επιστολή αναφέρεται ολόκληρη σειρά δικαίων ανθρώπων, πού ευαρέστησαν τον Θεό, γιατί απέδειξαν γνήσια πίστη: Ο Άβελ, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Αβραάμ, η Σάρα, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωϋσής και ολόκληρο «νέφος μαρτύρων» (Έβρ. ια’ 4-ιβ’ 1).
Κλείνοντας παρατηρούμε ότι τον ορθόδοξο Χριστιανό δεν τον ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο κάποιος σημερινός ποιμένας, οποιασδήποτε ομάδας, ερμηνεύει την αγία Γραφή, αλλά τι διδάσκει η Εκκλησία πού στηρίζει την αγία Γραφή (Ματθ. ιστ’ 18. Α’ Τιμ. γ’ 15. Ιούδα 3). Θέλει να είναι ενωμένος με την πίστη της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλαδή με την πίστη της Εκκλησίας, πού αποδεδειγμένα υπάρχει δια μέσου των αιώνων, και δεν καταλύθηκε ποτέ, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου (Ματθ. ιστ’ 18, κη’ 20. Ιω. ιδ’ 16.26. ιστ’ 12-14).
Η Εκκλησία μας κηρύττει την κοινωνία «μετά πάντων των αγίων», και εννοεί εδώ κοινωνία πίστεως και ζωής. Μέτρο της δεν είναι η οποιαδήποτε σημερινή διδαχή, άγνωστη στην Εκκλησία δια μέσου των αιώνων, ακόμη και αν οι κήρυκές της ισχυρίζονται πώς την ανακάλυψαν στη Γραφή.
Αυτό ισχύει και όταν νεοφανείς διδαχές κηρυχθούν από άτομα πού ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όπως είναι γνωστό, ακόμη και ποιμένες της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποστάτησαν από την υγιαίνουσα διδασκαλία, καταδικάσθηκαν από Συνόδους, και αποβλήθηκαν από το σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το να υπoστηρίζει κανείς σήμερα, πώς αυτός ο ίδιος βρήκε μόνος του «την αλήθεια», από τη Γραφή, και πώς η διδαχή της Εκκλησίας των πρωτoχριστιανικών χρόνων και των Οικουμενικών Συνόδων είναι πλάνη, αυτό είναι επικίνδυνο και αποδεικνύει πώς ο άνθρωπος αυτός δεν διαθέτει ταπεινό φρόνημα και δεν έχει τη χάρη του Θεού.
Μια τέτοια εγωιστική στάση απέναντι στη διδαχή της Μιας Αγίας Καθολικής και Απoστoλικής Εκκλησίας πιστεύoυμε πώς δεν έχει την πηγή της στο Πνεύμα του Θεού.
Γι’ αυτούς τους λόγους είμαστε βέβαιοι πως η διάδοση της διδαχής που φέρει η «Κοινωνία Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών» στη χώρα μας, όχι μόνο δεν οδηγεί «στη διδασκαλία και στη λατρεία της Αποστολικής Εκκλησίας», αλλά αντίθετα, μας απομακρύνει από αυτή.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com