Ὁ
Ἐπίσκοπος, ὡς διάδοχος καὶ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ ζῆ ὡς μάρτυς
καὶ ὁμολογητής, καὶ νὰ εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς κανὼν πίστεως, δηλαδὴ ἂφ'
ἑνὸς νὰ γνωρίζη καὶ νὰ ἀποδέχεται τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἂφ'
ἑτέρου νὰ τὴν ὁμολογὴ καὶ νὰ τὴν διδάσκη μὲ ἔργο καὶ λόγο στὸ ποίμνιό του. Αὐτὴ τὴν πίστη ἀναλαμβάνει νὰ διαφυλάξη ὁ χειροτονούμενος ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, καὶ αὐτὸ ὁμολογεῖ ἐνώπιόν της εὐχαριστιακῆς συνάξεως.
Ὁ
Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος Μάρτυς καὶ Ὁμολογητής, ὁ μαρτυρήσας ἐπὶ Ποντίου
Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν. Μὲ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος φέρει
στὸν μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο ὡς παράδειγμα τὸν Χριστό, καὶ τὸν παρακινεῖ σὲ
ἀγῶνες: «Μαρτύρησε ὁ Χριστὸς καὶ ἔγινε πρωτομάρτυς. Χρωστοῦμε λοιπὸν κι
ἐμεῖς, οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ Ἀπόστολοι, νὰ Τὸν μιμούμαστε καὶ νὰ
μαρτυροῦμε τὴν θεότητά Του». Ἡ ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μένη ὁ Θέος στὴν καρδιὰ τοῦ ὁμολογοῦντος,
καὶ ἀντιστρόφως νὰ μένη αὐτὸς στὸν Θεό, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ
Ἰωάννου: Ὃς ἂν ὁμολογήση ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν
αὐτῶ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῶ. « Συμπεραίνεται λοιπὸν ὅτι τὸ νὰ ὁμολογῆ
κάποιος μὲ τὸ στόμα γιὰ νὰ πιστεύη μὲ τὴν καρδιὰ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
εἶναι ἀληθινὰ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη καὶ ἡ ὁμολογία αὐτὴ τοῦ προξενεῖ
ὁπωσδήποτε ἕνα πολὺ μεγάλο στεφάνι καὶ ἕναν ὑπερφυσικὸ μισθό: τὴν
ἐνοίκηση, δηλαδή, καὶ διαμονὴ τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ πιστεύοντος καὶ
ὁμολογοῦντος,... καὶ ἀντιστρόφως τὸ νὰ μένη αὐτὸς στὸν Θεό».
Σὲ
παλαιότερους χρόνους, τὴν στιγμὴ αὐτὴ γινόταν ἡ ἐξέταση τοῦ ὑποψηφίου
γιὰ τὸ ὑγιές της πίστεως ἀπὸ τρεῖς Ἀρχιερεῖς ξεχωριστά, πρὶν τὴν
ἐπικύρωση τῆς ἐκλογῆς. Ὅταν κάθε Ἀρχιερεὺς λάμβανε ἱκανοποιητικὴ
ἀπάντηση, εὐλογοῦσε τὸν ὑποψήφιο λέγοντας: Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἴη μετά σου. Ἡ ἐπικύρωση τῆς ἐκλογῆς γίνεται μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀφοῦ καὶ ἡ πίστη ποὺ ὁμολογεῖ ὁ ὑποψήφιος εἶναι καρπὸς τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Διότι «χρειάζεται ἡ χορήγηση τοῦ Ἁγίου πνεύματος, γιὰ
νὰ ἀνεβῆ κάνεις στὸ ὕψος τῆς πίστεως».
Ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος συμβούλευε τὸν ἐπίσκοπο Τιμόθεο νὰ ἔχη πίστιν καὶ
ἀγαθὴν συνείδησιν, ἢν τινὲς ἀπωσάμενοι, περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν.
Δηλαδή: « Νὰ ἔχης πίστη, ὥστε νὰ ὀρθοτομῆς τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Νὰ
ἔχης καὶ ἀγαθὴ συνείδηση, δηλαδὴ νὰ ἀποκτήσης ἀκατηγόρητη ζωή. Ἐπειδὴ
ἀπὸ τὴν ἀκατηγόρητη ζωὴ γεννιέται καὶ ἡ ἀγαθὴ συνείδηση... Αὐτὴ τὴν
ἀγαθὴ συνείδηση μὲ τὸν ἔχασαν μερικοί, ἐν συνέχεια ἔχασαν καὶ τὴν
πίστη... Διότι ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν ζωὴ ἀκάθαρτη καὶ ἁμαρτωλή, γιὰ νὰ μὴν
βασανίζωνται ἀπὸ τὸν φόβο τῆς μελλούσης κολάσεως, πείθουν τὸν ἑαυτό τους
ὅτι ὅλες οἱ διδασκαλίες τῶν χριστιανῶν εἶναι ψέμματα καὶ ἔτσι
ναυαγοῦν».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ἱερωσύνη» τοῦ Ἱερομονάχου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΙΕΡΟΝ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΑΝΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ