«Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις, τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων». (Ρωμ. β΄ 1): Ἀλλὰ κι ἐσὺ ὁ Ἰουδαῖος μὴ νομίσης ὅτι ἐπειδὴ γνωρίζεις τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ φωτίζεσαι ἀπὸ τὸ νόμο του θά ξεφύγης τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ γνωρίζεις πόσο ὀργίζεται ὁ Θεὸς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, γι’ αὐτὸ εἶσαι ἀναπολόγητος, ἄνθρωπέ μου, ποὺ γίνεσαι δικαστὴς τῶν ἄλλων, ὁποιοσδήποτε κι ἂν εἶσαι. Διότι μὲ τὴν πράξη σου αὐτὴ νὰ κατακρίνης τὸν ἄλλον, καταδικάζεις τὸν ἑαυτό σου. Διότι κι ἐσὺ ὁ Ἰουδαῖος ποὺ παίρνεις τὴ θέση τοῦ δικαστῆ, κάνεις τὰ ἴδια μὲ τὸν εἰδωλολάτρη ποὺ κατακρίνεις).
Φοβερὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς κατακρίσεως. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴν κατάκριση: «Πές μου τί ὑπάρχει χειρότερο ἀπ’ τὸν τελώνη; Ἦταν ἀλήθεια ὅτι καὶ τελώνης ἦταν κι ἔνοχος μυρίων κακῶν. Καὶ μόνο μὲ τὸ νὰ πῆ ὁ Φαρισαῖος ὅτι δὲν εἶμαι ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης ἔχασε τὰ πάντα». «Ὄχι μόνο ἀπ’ τ’ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὴν κρίση μας γιὰ τοὺς ἄλλους θὰ βγάλη τὴν ἀπόφαση ὁ Θεός».
Μεγάλη προσοχὴ στὴν γλώσσα μας. Αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κατάκριση. Τί εἶναι ἡ κατάκριση; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς (Γεροντικό). «Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη, λέγοντας: «Πῶς ἡ ψυχή μου, ἐνῷ ἔχει ἕλκη, δὲν ντρέπεται νὰ κατακρίνη τὸν πλησίον;». Καὶ τοῦ λέγει ὁ γέρων μία παραβολὴ γιὰ τὴν καταλαλιά: Ἕνας ἄνθρωπος ἦταν πτωχὸς καὶ εἶχε γυναίκα. Εἶδε καὶ μία ἄλλη ὡραία καὶ τὴν πῆρε καὶ αὐτή. Ἦταν δὲ καὶ οἱ δυό τους γυμνές. Ἔγινε σ’ ἕνα τόπο πανηγύρι καὶ τὸν παρακάλεσαν, λέγοντας: «Πάρε μας μαζί σου». Τὶς παίρνει καὶ τὶς δύο καὶ τὶς βάζει σ’ ἕνα πιθάρι. Μπάρκαρε κατόπιν καὶ ἔφθασε σ’ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Ὅταν ἔπεσε πολλὴ ζέστη καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποσύρθηκαν νὰ ἡσυχάσουν, σηκώνει τὸ κεφάλι ἡ μιὰ καὶ μὴ βλέποντας κανένα, πήδηξε ἔξω στὴν κοπριά. Καὶ μαζεύοντας διάφορα ράκη παλιά, ἔφτιαξε μ’ αὐτὰ ἕνα πρόχειρο φόρεμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα βάδιζε χωρὶς πιὰ νὰ ντρέπεται. Ἡ ἄλλη, καθισμένη γυμνή, ἔλεγε: «Νὰ αὐτὴ ἡ ξετσίπωτη δὲν ντρέπεται νὰ περπατᾶ γυμνή». Πρᾶγμα ποὺ στενοχώρησε τὸν ἄνδρα της καὶ τῆς εἶπε: Μὰ τί λὲς ἐκεῖ; Αὐτὴ τουλάχιστον σκεπάζει τὴν ἀσχημοσύνη της. Καὶ σύ, ὄντας ὁλόγυμνη, δὲν ντρέπεσαι νὰ μιλᾶς ἔτσι;». Κάτι ἀνάλογο εἶναι καὶ ἡ καταλαλιά».
Στὸ βίο τοῦ ὁσίου Νήφωνα διαβάζουμε: «Μία μέρα, καθὼς ἐρχόταν πάλι στὴν ἐκκλησία, βλέπει στὸ δρόμο κάποιον ἄνθρωπο ν’ ἁμαρτάνη. Εὐθὺς τὸν κατέκρινε μέσα του γι’ αὐτό. Ὅταν ὅμως, φτάνοντας στὸ ναό, πλησίασε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, εἶδε τὴν Πανάχραντη νὰ τὸν παρατηρῆ πρῶτα βλοσυρά, κι ἔπειτα νὰ στρέφει τὸ βλέμμα της μακριά του.
Ὁ Νήφων συγκλονίστηκε. Τὰ πόδια του κόπηκαν. Γονάτισε καὶ εἶπε μὲ τὸ νοῦ του:
«Ἀλίμονό μου! Τί κακὸ ἔκανα;… Φαίνεται πὼς ἡ ἁμαρτία τόσο πολὺ μὲ κυρίεψε, ποὺ δὲν ἔχω συναίσθηση τῶν παραπτωμάτων μου. Σὲ τί ἔφταιξα, καὶ μ’ ἀποστρέφεται ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου;…».
Ἔστιβε τὸ μυαλό του γιὰ νὰ θυμηθῆ σὲ τί ἁμάρτησε. Ὥσπου τὸ θυμήθηκε: Εἶχε κατακρίνει μὲ τὸ λογισμὸ του ἐκεῖνον τὸ διαβάτη.
Στέναξε βαθιά.
– Θεέ μου, ἱκέτευσε μὲ δάκρυα, ὁμολογώντας τὴν ἁμαρτία του. Συγχώρεσέ με, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Μητέρας Σου. Σοῦ ἅρπαξα, Κύριε, τὴ δόξα καὶ καὶ τὴν ἀξία, κατακρίνοντας τὸν πλησίον γιὰ μία μικρή του ἁμαρτία. «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με, ὅτι ἐπὶ σοί πέποιθεν ἡ ψυχή μου!».
Μετὰ ἀπὸ πολλὴ προσευχὴ καὶ δάκρυα καὶ συντριβή, παρατηρεῖ πάλι τὴν εἰκόνα, καὶ τὴ βλέπει χαμογελαστὴ ὅπως πρῶτα. Ἔτσι, παρηγορημένος καὶ ἀνακουφισμένος, εὐχαρίστησε θερμὰ τὴ Θεοτόκο καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ ναό.
Ἀπὸ τότε πολλὲς φορές, ὅποτε ἔπεφτε σὲ κάποιο ἀκούσιο σφάλμα, ἐλεγχόταν ἀπὸ τὴ Θεοτόκο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, καὶ μετανοοῦσε, ἔπαιρνε συγχώρηση κι ἀγωνιζόταν νὰ διορθωθῆ».