Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, εἶνε νομοθέτης, ὁ αἰώνιος νομοθέτης τοῦ σύμπαντος. Ἔβαλε νόμους φυσικούς, μὲ τοὺς ὁποίους κυβερνᾶται ὁ ὑλικὸς κόσμος, ἀπὸ τὶς οὐράνιες σφαῖρες ἕως τὸ τελευταῖο ἄτομο. Μὲ τὴν ἰσχὺ τῶν φυσικῶν νόμων διατηρεῖται ἡ ἁρμονία στὸ ὑλικὸ σύμπαν· ὅλα κινοῦνται μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια. Ἂν ἔπαυαν νὰ ἰσχύουν οἱ φυσικοὶ νόμοι, θὰ ἐπικρατοῦσε πρωτόγονο χάος.
Ὅπως γιὰ τοὺς ἀγγέλους ἔτσι καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεὸς ἔβαλε νόμους. Νόμους φυσικούς, ἀλλὰ καὶ ἠθικούς, ποὺ ἀποβλέπουν στὴν εὐτυχία τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, ποὺ ἀποτεῖται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή.
* * *
Καὶ ὡς πρὸς μὲν τοὺς φυσικοὺς
νόμους ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ φοβᾶται τὶς συνέπειες ποὺ θὰ ἔχῃ ἀπὸ τὴν
τυχὸν παράβασί τους, εἶνε ὁπωσδήποτε προσεκτικός. Ἔχοντας σῴας τὰς
φρένας δὲν πέφτει π.χ. ἀπὸ τὴν κορυφὴ ἑνὸς καμπαναριοῦ ἢ μιᾶς ὑψηλῆς
οἰκοδομῆς, γιατὶ ξέρει ὅτι λόγῳ τοῦ νόμου τῆς βαρύτητος θὰ τσακιστῇ.
Οὔτε ῥίχνεται στὴ φωτιά, γιατὶ ξέρει ὅτι οἱ φλόγες θὰ τὸν κάψουν. Οὔτε
ἀγγίζει τὸ ἠλεκτρικὸ σύρμα, γιατὶ ξέρει ὅτι τὸ ῥεῦμα θὰ τὸν θανατώσῃ.
Φοβᾶται καὶ ἀποφεύγει τὶς συνέπειες τῆς περιφρονήσεως τῶν φυσικῶν
νόμων καὶ καταστάσεων.
Θὰ ἔπρεπε ὁ ἄνθρωπος, ἂν ὄχι μὲ μεγαλύτερη, τοὐλάχιστον μὲ τὴν
ἴδια προσοχὴ ν᾽ ἀποφεύγῃ τὴ σύγκρουσι μὲ τοὺς ἠθικοὺς νόμους τοῦ
Δημιουργοῦ. Ὅπως δὲν ῥίχνεται στὴ φωτιά, ἔτσι θὰ ἔπρεπε ν᾽ ἀποφεύγῃ νὰ
πέφτῃ στὴν ἄλλη φωτιὰ ποὺ λέγεται ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶνε περιφρόνησι
καὶ παράβασι τοῦ ἠθικοῦ νόμου, μὲ τὸν ὁποῖον ἐκφράζεται τὸ θεῖο
θέλημα. Φεῦγε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὅπως ἀπ᾽ τὴ φωτιά, λέει ἡ θεία συμβουλή. Ὁ
ἄνθρωπος ὅμως κλείνει τ᾽ αὐτιά, περιφρονεῖ τὸν ἠθικὸ νόμο καὶ
ἁμαρτάνει πωρωμένος, χωρὶς φόβο, ἀδίστακτα. Μόνο ὡς πρὸς ὡρισμένα
ἁμαρτήματα, π.χ. τὴν κλοπή, τὸ φόνο, ποὺ τὸ κράτος τὰ ἔχει στὸν Ποινικὸ
Κώδικα καὶ τὰ τιμωρεῖ, διστάζει καὶ φοβᾶται. Ἀλλὰ κι αὐτά, ἂν μπορῇ
ν᾿ ἀποφύγῃ τὴν τσιμπίδα τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης, δὲν θὰ διστάσῃ
νὰ τὰ διαπράξῃ. Αὐτὸ βλέπουμε ἰδίως σὲ ἐποχὲς κοινωνικῶν ἀνωμαλιῶν ποὺ
οἱ νόμοι δὲν τηροῦνται, δικαστήρια δὲν λειτουργοῦν, οἱ πόρτες τῶν
φυλακῶν ἀνοίγονται καὶ κάθε ἐγκληματίας μένει ἀσύδοτος κι ἀτιμώρητος.
* * *
Πολλοί, βλέποντας ὅτι τὸ κακὸ
στὶς ποικίλες μορφὲς καὶ ἐκδηλώσεις του δὲν τιμωρεῖται,
ἀπογοητεύονται ὡς πρὸς τὴν ἰσχὺ τοῦ ἠθικοῦ νόμου. Δὲν ὑπάρχει, λένε,
δικαιοσύνη στὸν κόσμο. Ἂν μάλιστα δοῦν ὅτι ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα, ποὺ διέπραξε
σοβαρὲς παραβάσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου (ἔκλεψε, ἀπάτησε, πόρνευσε,
μοίχευσε, ἔφαγε τὸ ψωμὶ ὀρφανῶν καὶ χηρῶν, ἔβαψε τὰ χέρια του μὲ αἷμα
ἀθῷο, ἔγινε φυσικὸς ἢ ἠθικὸς αὐτουργὸς διαφόρων ἐγκληματικῶν πράξεων),
ἂν δοῦν ὅτι αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν τιμωρήθηκε ἀλλὰ καὶ κατάφερε μέσα σὲ
κοινωνικὴ ἀναταραχὴ νὰ ἐπιπλεύσῃ, νὰ πλουτήσῃ, ν᾿ ἀνεβῇ στὶς κορυφὲς
τῆς κοινωνικῆς πυραμίδος, τότε αὐτοί, βλέποντας σὲ τί τιμή, δόξα καὶ
πλοῦτο ἀνέβηκε ὁ καταπατητὴς καὶ ὑβριστὴς τοῦ ἠθικοῦ νόμου,
σκανδαλίζονται καὶ στρέφονται ὄχι μόνο κατὰ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης
ἀλλὰ καὶ κατὰ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Ποῦ εἶνε ὁ Θεός; λένε. Οἱ τίμιοι
πεινᾶνε, περιφρονοῦνται, ἀτιμάζονται, ἐνῷ ἐκεῖνοι ποὺ περιφρόνησαν
κάθε ἐντολὴ τοῦ ἠθικοῦ νόμου καὶ πάτησαν ἐπὶ πτωμάτων ζοῦν εὐτυχισμένοι
καὶ τιμημένοι ἀπ᾽ ὅλους. Ποῦ εἶνε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Καὶ καταλήγουν
στὸ συμπέρασμα· Δὲν ὑπάρχει οὔτε δίκαιο οὔτε ἠθικὸς νόμος· ὑπάρχει μόνο
τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου. Εὐτυχισμένοι ὅσοι μποροῦν καὶ θησαυρίζουν μὲ
ὁποιοδήποτε τρόπο, ἐκεῖνοι ποὺ σύνθημά τους ἔχουν τὸ ἐπικούρειο
«Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ.
15,32), ὅπως καὶ τὸ σύγχρονο «Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς».
Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ποὺ σκανδαλίζονται καὶ ἐκφράζονται ἔτσι κάνουν
λάθος. Ὁ Θεός, ποὺ θέσπισε τὸν ἠθικὸ νόμο, θὰ μποροῦσε νὰ ὁρίσῃ, σὲ κάθε
παράβασί του νὰ πέφτῃ ἀμέσως τιμωρία, ὅπως γίνεται σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ
ἀγγίζει τὸ ἠλεκτρικὸ σύρμα ἢ ῥίχνεται στὴ φωτιὰ ἢ πέφτει ἀπὸ μιὰ ὑψηλὴ
οἰκοδομή. Βλαστημάει κάποιος τὸ Θεό; αὐτοστιγμεὶ νὰ πέφτῃ ἕνας κεραυνὸς
στὸ κεφάλι του. Τὸ ἴδιο καὶ σὲ ὅλες τὶς ἄλλες περιπτώσεις παραβάσεως τοῦ
ἠθικοῦ νόμου. Μόλις γίνεται ἡ ἁμαρτία, ἀμέσως νὰ πέφτῃ τιμωρία. Δὲν
λέει καὶ ἡ Γραφή, ὅτι «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»; (῾Ρωμ. 6,23).
Μπορεῖτε ὅμως νὰ φανταστῆτε ποιό θὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα; Ἂν
ὑποτεθῇ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας ἀπέφευγαν κάθε ἁμαρτία,
αὐτὸ δὲν θὰ εἶχε καμμία ἠθικὴ ἀξία. Ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχανε τὸ θεῖο δῶρο
τῆς ἐλευθερίας. Ἡ ἀρετὴ θὰ ἔπαιρνε τὴ μορφὴ καταναγκαστικῶν ἔργων, τὰ
ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι ἐκτελοῦν ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ἀμέσων κυρώσεων καὶ τιμωριῶν.
Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεός, ποὺ θέσπισε τὸν ἠθικὸ νόμο, προειδοποίησε μὲν ὅτι οἱ
παραβάτες τῶν θείων ἐντολῶν θὰ τιμωρηθοῦν, ἀλλὰ τὸν χρόνο ποὺ στὸν
καθένα καὶ σὲ ὅλους γενικὰ θὰ ἐπιβληθοῦν οἱ ποινὲς τὸν ἄφησε ἀκαθόριστο.
Ὄχι μόνο ὁ χρόνος τῆς μελλούσης κρίσεως γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα εἶνε
ἀκαθόριστος, ἀλλὰ καὶ ὁ χρόνος ποὺ πρὸς παραδειγματισμὸν θὰ ἐπιβληθοῦν
σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο ὡρισμένες τιμωρίες γιὰ ὡρισμένα ἁμαρτήματα εἶνε κι
αὐτὸς ἀκαθόριστος. Ἕνα εἶνε βέβαιο, ὅτι κάθε ἁμαρτία ποὺ κάνει ὁ
ἄνθρωπος καὶ δὲν μετανοεῖ θὰ τιμωρηθῇ ὁπωσδήποτε· τὸ πότε θὰ τιμωρηθῇ
βρίσκεται στὶς ἀνεξιχνίαστες βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν γνωρίζει τὸ
σχέδιο ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ καθενός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, ἦταν βλάσφημος, ἐκφραζόταν ἀσεβῶς γιὰ τὸν Κύριό
μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ δίωκε μὲ λύσσα τοὺς Χριστιανούς (βλ. Α΄ Τιμ. 1,13).
Ἐάν, κατὰ τὴ θεωρία τῶν ἀνυπόμονων ἀνθρώπων, μόλις γινόταν ἡ βλασφημία
ἀκολουθοῦσε ἀμέσως καὶ τιμωρία, ὅπως καὶ ἔγινε σὲ ὡρισμένες
περιπτώσεις στὴν παλαιὰ διαθήκη, σήμερα ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ εἶχε ἕνα
Παῦλο. Ὁ Παῦλος θὰ πέθαινε ὡς βλάσφημος καὶ διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς παρέτεινε τὴ ζωή του, γιατὶ ὡς παντογνώστης ἐγνώριζε τὴν
καλὴ διάθεσι στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του.
Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ στὴν περίπτωσι τοῦ Παύλου, ὅπως καὶ
ἄλλων ἁμαρτωλῶν, ἦταν σωτήρια. Ἀλλὰ δὲν συνέβη τὸ ἴδιο σὲ ἄλλες
περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρει ἡ ἁγία Γραφή. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε,
παρ᾿ ὅλες τὶς προειδοποιήσεις τοῦ Θεοῦ ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν καὶ παρ᾿ ὅλη τὴ
μεγάλη προθεσμία ποὺ τοὺς ἔδωσε γιὰ νὰ μετανοήσουν, ἔμειναν
ἀμετανόητοι. Καθόλου δὲν τοὺς ὠφέλησε ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ.
Γι᾽ αὐτό, σὲ ἡμέρα ποὺ αὐτοὶ δὲν τὸ περίμεναν, ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες
τοῦ οὐρανοῦ καὶ θάφτηκαν ὅλοι κάτω ἀπ᾽ τὰ νερά, πλὴν τῶν 8 ψυχῶν τῆς
οἰκογενείας τοῦ Νῶε. Οἱ κάτοικοι ἐπίσης τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας,
παρ᾿ ὅλες τὶς διαμαρτυρίες τοῦ δικαίου Λώτ, ἔμειναν κι αὐτοὶ
ἀμετανόητοι. Καθόλου δὲν τοὺς ὠφέλησε ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ σὲ
ἡμέρα ποὺ δὲν τὸ περίμεναν ἄνοιξε ὁ οὐρανός, ἔρριξε φωτιὰ καὶ θειάφι
καὶ κατέκαυσε τὶς πόλεις τῆς ἀνομίας καὶ τῆς αἰσχρότητος. Οἱ Ἰουδαῖοι
τῆς ἐποχῆς τοῦ Θεανθρώπου, παρ᾿ ὅλες τὶς προειδοποιήσεις πὼς θὰ
τιμωρηθοῦν, οἱ περισσότεροι ἔμειναν ἀμετανόητοι. Ἡ μακροθυμία τοῦ
Ἐσταυρωμένου δὲν τοὺς ὠφέλησε. Γι᾽ αὐτὸ 40 περίπου χρόνια μετὰ τὴ
σταύρωσι τοῦ Κυρίου ἦρθε ἡ μεγάλη συμφορὰ καὶ τὰ Ἰεροσόλυμα
καταστράφηκαν ἐκ θεμελίων ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Τίτου.
Κάποιος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας εἶπε· «Δὲν φοβᾶμαι τόσο τὴ
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ὅσο τὴ φιλανθρωπία του. Διότι, ἂν ἡ δικαιοσύνη του
γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου ἀρχίσῃ νὰ μὲ καταδιώκῃ, ἐγὼ καταφεύγω στὴ
μακροθυμία του καὶ σῴζομαι. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ἐξαντληθῇ,
τότε ποῦ νὰ καταφύγω ὁ ἄθλιος; Κεραυνοὶ τῆς θεϊκῆς ὀργῆς θὰ ξεσπάσουν
σ᾽ ἐμένα τὸν ἀμετανόητο».
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἀτομικές,
οἰκογενειακές, κοινωνικὲς καὶ ἐθνικὲς ἁμαρτίες πληθαίνουν καθημερινῶς
καὶ μαῦρα νέφη τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ μαζεύονται στὸν ὁρίζοντα. Οἱ ἄνθρωποι
τοῦ αἰῶνος μας δὲν ἔχουν καμμιά αἴσθησι τῆς ἐπερχομένης τιμωρίας.
Ἐλάχιστες φωνὲς διαμαρτυρίας ἀκούγονται κι αὐτὲς ἀσθενικές. Ὅλα γύρω μας
σκοτεινιάζουν. Ὁ Χριστὸς πωλεῖται πάλιν γιὰ τριάντα ἀργύρια καὶ
σταυρώνεται. Οἱ ἡμέρες εἶνε «ὥσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε» (Ματθ. 24,37) καὶ
σὰν τὶς ἡμέρες τοῦ Λώτ.
Ὁ Θεός, ναί, ἀνέχεται καὶ μακροθυμεῖ, ἀλλὰ καὶ προειδοποιεῖ
διαρκῶς μὲ σημεῖα, ποὺ συμβαίνουν καὶ στὸν φυσικὸ καὶ στὸν ἠθικὸ κόσμο.
Τρομεροὶ σεισμοί, ποὺ σὲ λίγες στιγμὲς καταστρέφουν πόλεις, φονεύουν
καὶ τραυματίζουν χιλιάδες ἀνθρώπους, φοβερὲς ἐπιδημίες, κοινωνικὲς
ἐπαναστάσεις καὶ ἀνατροπὲς καθεστώτων, εἶνε τὰ προειδοποιητικά, ὅτι
«ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφ. 5,6. Κολ.
3,6) καὶ ἀποστασίας. Βρισκόμαστε κοντὰ στὴν κρίσι τοῦ Θεοῦ.
Ὦ Κύριε τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν! Ὅπως ὁ δοῦλος ὁ
«ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων» (Ματθ, 18,24), μὴ μπορώντας κ᾽ ἐμεῖς νὰ
ἐξοφλήσουμε μόνοι μας τὰ τεράστια καὶ βαρύτατα χρέη μας, γονατίζουμε
ἐμπρὸς στὸ Σταυρό σου, ποὺ ὑψώθηκε στὴν ἁμαρτωλὴ γῆ μας γιὰ τὴν σωτηρία
ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια του «Κύριε,
μακροθύμησον ἐφ᾿ ἡμῖν», ὥστε κ᾽ ἐμεῖς ὑμνώντας καὶ δοξολογώντας σε νὰ
λέμε ἀδιαλείπτως· «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε!».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Σταυρός» (τ. 151/Σεπτ. 1973, σσ. 129-132). Μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα καὶ σύντμησις 15-8-2022.