Όταν μία μητέρα ήταν έγκυος και είχε καιρό να επισκεφθεί τον όσιο Γεώργιο, πληροφορήθηκε ότι ο όσιος ήταν ασθενής στη Δράμα. Πήρε το ένα της παιδί και το άλλο το άφησε στο χωριό. Δεν γνώριζε όμως σε ποιο σπίτι έμενε κι έψαχνε μέσα στην πόλη. Εκεί που βάδιζε, πήγε κοντά της μία γυναίκα και της είπε: «Τον Γέροντα ψάχνεις;» Αποκρίθηκε «ναι». «Έλα μαζί μου, γιατί εκείνος με έστειλε. Πήγαινε να φέρεις τη Ζωγράφα, είναι έξω και με ψάχνει».
Μόλις ασπάσθηκε το ευλογημένο χέρι του, της είπε: «Το ένα παιδί σου το έφερες, το άλλο πού είναι;». «Το άφησα στον άνδρα μου», εξήγησε. «Ναι, αλλά να προσέχετε, γιατί εκεί κοντά έχετε μία ευαγγελική οικογένεια. Να φυλάγετε την πίστη σας…». Πράγματι, όλα όσα είπε ήταν αληθινά, καλά και άγια.
Άλλη φορά η μητέρα αυτή ετοιμάσθηκε μ’ ένα συγχωριανό της να πάνε στην εορτή του Αγίου Νικολάου στον όσιο. Την παραμονή το βράδυ όμως χιόνισε πολύ. Ο σύζυγός της φοβήθηκε από το χιόνι και δεν την άφησε να πάει. «Μη πας γυναίκα, αν σε φάνε οι λύκοι τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά;». Είχαν τέσσερα μικρά παιδιά. Φοβήθηκε κι εκείνη και δεν πήγε. Τα Χριστούγεννα που πήγε ο σύζυγος στη μονή ο όσιος Γέροντας τον επιτίμησε: «Θα πάρω τη μασιά να σε χτυπήσω, γιατί τη γυναίκα σου την γύρισες πίσω κι έχασε την ευλογία». Δικαιολογήθηκε τότε εκείνος λέγοντας: «Όχι, Γέροντα, από εμένα έχει το ελεύθερο, να πηγαίνει όπου θέλει». «Όχι, όχι, θα σε χτυπήσω» επανέλαβε ο όσιος.
«Ναι, Γέροντα, εδώ θα ερχόταν και δεν την άφησα».
«Μα καλά εγώ θα άφηνα τους λύκους να την έτρωγαν και συ φοβήθηκες;…»
Όταν εκοιμήθη η μητέρα της, στενοχωρήθηκε πολύ, θεωρώντας ότι εκοιμήθη από τη στενοχώρια της, που ήταν άρρωστο το παιδί της. Μετά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, πήρε το παιδί της και πήγε στο μοναστήρι να δει τον όσιο. Μόλις την είδε ο κρυφιογνώστης όσιος, της είπε: «Ζωγράφα, παιδί μου, έλα εδώ, έλα». Όταν πήγε και πήρε την ευλογία του, της είπε με κάθε βεβαιότητα: «Παιδί μου, δεν θα πάρεις ξανά τη μάνα σου στο στόμα σου. Η μάνα σου, να είχες τα δικά μου μάτια, να έβλεπες πού μέσα είναι». «Γέροντα, λένε ότι η ανακοπή δεν είναι καλός θάνατος». «Ναι, παιδί μου, δεν είναι καλός για τους αμαρτωλούς, η μάνα σου όμως μέσα στον παράδεισο λάμπει». Έτσι αναπαύθηκε από τους λογισμούς της.
Η ίδια είχε κι ένα παιδάκι ορφανό της αδελφής της, που από έξι μηνών ήταν μαζί τους και το μεγάλωσε το ίδιο με τα παιδιά της. Γι’ αυτό, όταν πήγε στον φιλεύσπλαχνο όσιο, τη φώναξε και την ευλόγησε λέγοντας: «Έλα εδώ, παιδί μου, εσένα το καντήλι σου είναι αναμμένο επάνω στον ουρανό…». Αντείπε: «Εγώ δεν κάνω καλά έργα, πώς είναι αναμμένο;». «Για το ορφανό που κοίταξες και το πάντρεψες, το καντήλι σου είναι αναμμένο στον ουρανό». Πλημμύρισε δάκρυα τότε και μονολόγησε: «Γέροντα, είμαι ανάξια». «Όχι, όχι, εγώ το βλέπω, εσύ δεν το βλέπεις…».
Κάποτε ο σύζυγός της πήρε το ένα παιδί της και μαζί με άλλους δύο φίλους του πήγαν επίσκεψη στον όσιο. Πριν καλά-καλά μπουν στο μοναστήρι ο όσιος φώναξε στους δύο: «Μην έρχεστε κοντά, να φύγετε, επειδή χτυπάτε την πεθερά και τον πεθερό σας. Και τι ήρθατε τώρα, τα χάλια σας να δω εγώ;» Εκείνοι διαμαρτυρήθηκαν λέγοντας: «Αυτόν γιατί δεν τον διώχνεις;»
«Αυτός ούτε την πεθερά του χτύπησε, ούτε το ορφανό». Κατόπιν στράφηκε και συμβούλευσε το παιδί: «Εσένα η μάνα σου σκοτώνεται να σε σπουδάσει και εσύ στραβό δρόμο πήρες. Να γυρίσεις ίσια, για να πας να γίνεις αυτό που θα γίνεις». Ήθελε τότε να ιερωθεί, αλλά οι διάφορες παρέες του άλλαξαν τη γνώμη. Όπως διηγούνται ο όσιος Γέροντας γνώριζε τα πάντα, ήταν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, ήταν σε όλα άγιος, γι’ αυτό τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν τόσο πολύ…
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 296, 298 (αποσπάσματα).