Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

Μαρτύριο τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος (μετάφραση ἀρχαίου βίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος)

1. Τοὺς πόνους τῶν ἁγίων μαρτύρων, φροντίζουμε νὰ τοὺς ἀφηγούμαστε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θεωροῦμε πρέπον νὰ μνημονεύονται μὲ κάθε τρόπο, οἰκοδομώντας πνευματικὰ τὴ συνάθροιση τῶν πιστῶν στὸν Θεὸ καὶ ἑλκύοντας ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἔνθερμη πίστη νὰ ἐπιδείξουν ζῆλο ὅμοιο μὲ ἐκεῖνον τῆς φιλόχριστης μαρτυρίας τους, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουν καὶ στὸν δικό μας καιρὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τοὺς μάρτυρες, ἐγκύπτοντας στὴ μελέτη τῆς ζωῆς ὅσων ἔχουν μαρτυρήσει παλαιότερα, νὰ γίνουν μέτοχοι πολὺ μεγάλης ὠφέλειας. Διότι δὲν εἶναι μονάχα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἔχει δοθεῖ ἡ ἐντολὴ νὰ διακηρύττουν τὰ ἔνθεα κατορθώματα τῶν (Τριῶν Παίδων) Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐμποδιζόμαστε νὰ ἐξαγγέλλουμε τὰ ἀνδραγαθήματα τῶν μαρτύρων, ποὺ κατὰ καιροὺς ἀγωνίσθηκαν τὸν ἴδιο ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.

2. Ὑπῆρχε λοιπὸν ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνδρας στὴν πόλη Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας, μὲ τὸ ὄνομα Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος ἦταν νυμφευμένος μὲ μιὰ γυναίκα ποὺ λεγόταν Ρουφίνα. Αὐτοὶ οἱ δύο, πολὺ εὐλαβεῖς καὶ μὲ φόβο Κυρίου, κατοικοῦσαν σ’ ἕνα προάστιο τῆς ἴδιας πόλης. Ὁ ἄρχοντας αὐτῆς τῆς πόλης τῆς Γάγγρας, κάποιος Ἀλέξανδρος, ὄντας πολὺ ἀσεβής, ἔνοιωθε μίσος γιὰ τοὺς χριστιανούς, ὑποχρεώνοντάς τους νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν μακάριο Θεόδοτο ὅτι, ὡς χριστιανός, διδάσκει τὸν λαὸ νὰ μὴ λατρεύει τοὺς θεοὺς καὶ οὔτε νὰ ὑπακούει στὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του. Ὅταν παρουσιάστηκε, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος: «Λέγε, ποιός εἶσαι;» Ἐκεῖνος εἶπε: «Ὁ Θεόδοτος». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Γιατί ἀντιτάσσεσαι στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ δὲν θυσιάζεις στοὺς θεούς; Συμμορφώσου λοιπὸν καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα στοὺς θεοὺς καὶ μπὲς στὸν ναὸ τοῦ Σεραπείου καὶ πρόσφερέ τους θυσία, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀναγκάσεις νὰ σὲ πείσω μὲ σκληρὰ βασανιστήρια νὰ θυσιάσεις». Ὁ Θεόδοτος ἀποκρίθηκε: «Δὲν εἶναι στὴ ἐξουσία σου νὰ μὲ βασανίσεις, γιατί εἶμαι εὐγενής». Τότε εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος: «Ποιός εἶναι ὁ κλῆρος σου;» Ὁ Θεόδοτος εἶπε: «Εἶμαι γιὸς ἐπιφανοῦς ἄρχοντα καὶ ἔχω ἔγγραφα διαθήκης γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά». Ὁ Ἀλέξανδρος, μὴ μπορώντας νὰ τοῦ κάνει κάτι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἀνώτερη τάξη, τοῦ εἶπε: «Σὲ νουθετῶ, Θεόδοτε, νὰ ὑπακούσεις σὲ μᾶς καὶ νὰ μὴν παρακούσεις καθόλου τὴν προσταγὴ τοῦ Καίσαρα. Εἰδεμή, ἂν δὲν θελήσεις νὰ μᾶς ὑπακούσεις, μὲ ἀναγκάζεις νὰ σὲ παραπέμψω στὸν ἡγεμόνα στὴν Καισάρεια». Ἀποκρίθηκε ὁ Θεόδοτος καὶ εἶπε: «Ἀκόμα κι ἂν μὲ παραπέμψεις στὸν ἡγεμόνα σου, δὲν θὰ φοβηθῶ. Γιατὶ ἔχω τὸν Θεὸ ποὺ μὲ βοηθᾶ». Ὅταν εἶπε αὐτά, τὸν παρέπεμψε ἀμέσως στὸν ἡγεμόνα, γράφοντάς του τὰ ἑξῆς: «Ἔστειλα στὴν ἐξοχότητά σου ἕναν ἄνδρα ποὺ δὲν ὑπακούει στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ παρακινεῖ τὸν κόσμο νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». Τὸν Θεόδοτο ἀκολούθησε καὶ ἡ γυναίκα του, ἡ ὁποία ἀγαποῦσε τὸν σύζυγό της καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν συνδεδεμένη μαζί του μὲ δεσμοὺς στοργῆς, ἡ ὁποία ἦταν ἔγκυος καὶ κόντευε νὰ γεννήσει. 

3. Ὅταν ἔφτασαν στὴν Καισάρεια, ὁ ἡγεμόνας παρέλαβε τὴν ἀναφορὰ καί, ἀφοῦ τὴ διάβασε, ἔδωσε διαταγὴ νὰ ρίξουν τὸν Θεόδοτο στὴ φυλακή. Μαζί του μπῆκε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ γυναίκα του. Ὅταν λοιπὸν εἰσῆλθαν στὴ φυλακή, ὁ Θεόδοτος προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ εἶπε: «Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Πατέρας τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, ποὺ μὲ διαφύλαξες μέχρι σήμερα, χάρισέ μου πλήρη τὴ χάρη Σου, ἔτσι ὥστε νὰ κρατήσω τὸ ὄνομά Σου χωρὶς ποτὲ νὰ τὸ ἀρνηθῶ. Καὶ δῶσε μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τέλους καὶ κράτησέ μὲ μακριὰ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὰ δόλια τεχνάσματα τῶν πονηρῶν καὶ ἀσεβέστατων ἀνθρώπων». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀσπάστηκε τὴ γυναίκα του, ξαπλώνοντας χάμω παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἡ Ρουφίνα, ὅταν εἶδε πὼς ὁ ἄνδραςτης πέθανε, κυριεύτηκε ἀπὸ μεγάλη ἀθυμία καί, μὴ ἀντέχοντας τὸν πόνο, ἀμέσως γέννησε. Καὶ κοιτάζοντας τὸν ἄντρα της καὶ τὸ παιδί, εἶπε ἀναστενάζοντας μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔπλασες τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἔδωσες τὴν Εὔα γιὰ βοήθεια καὶ εἶπες ὅτι “ὁ ἄνδρας θὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθεῖ στὴ γυναίκα του καὶ θὰ ἀποτελέσουν οἱ δύο μία σάρκα”, παράλαβε καὶ τὴ δική μου ψυχή, ἔτσι ποὺ νὰ πεθάνω μαζί μὲ τὸν ἄντρα μου, καὶ διαφύλαξε αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὴ χάρη Σου σὲ ὅλη τὴ ζωή του». Καί, ἀγκαλιάζοντας τὸ σῶμα τοῦ ἄντρα της, κοιμήθηκε καὶ αὐτή. Ὅσο γιὰ τὸ παιδί, ἦταν ξαπλωμένο ἐκεῖ ἀνάμεσα στοὺς δύο.

4. Τὴν ἴδια νύκτα, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται σὲ κάποιαν ἀρχόντισσα ποὺ λεγόταν Ἀμμία, ἡ ὁποία εἶχε φόβο Θεοῦ καὶ ἦταν πάρα πολὺ εὐλαβής, καὶ τῆς λέει: «Πήγαινε καὶ ζήτα ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τὰ σώματα τῶν χριστιανῶν ποὺ πέθαναν στὴ φυλακὴ καὶ τὸ παιδάκι ποὺ θὰ βρεῖς ἀνάμεσά τους, πάρε το καὶ ἀνάθρεψέ το σὰν γιό σου· ὅσο γιὰ κείνους, κήδεψέ τους καθὼς ἁρμόζει καὶ ἀπόθεσε τὰ σώματά τους σὲ τόπο σεβάσμιο». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφυγε ἀπὸ κοντά της ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία τρόμαξε καὶ κάλεσε ἕνα ἀπὸ τοὺς εὐνούχους ὑπηρέτες της καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα μὲ τὸν ἄγγελο καὶ ἐκεῖνα ποὺ τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε παιδιά. Ἔστειλε λοιπὸν τὸν εὐνοῦχο της στὸν ἡγεμόνα γιὰ νὰ ζητήσει τὰ σώματα τῶν μακαρίων, καταπῶς τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ὁ εὐνοῦχος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία μὲ ἔστειλε σὲ σένα, λέγοντας· “Μιὰ παράκληση ὑποβάλλω σὲ σένα, τὴν ὁποία παρακαλῶ νὰ μοῦ ἱκανοποιήσεις. Αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ διάταξες νὰ ριχτοῦν στὴ φυλακή, νὰ δώσεις ἐντολὴ νὰ πάρω τὰ σώματά τους καὶ νὰ τοὺς θάψω. Γιατὶ ἄκουσα ὅτι ἔχουν πεθάνει”». Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τότε ἐντολὴ νὰ τῆς δοθοῦν τὰ σώματα. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆγε ἡ Ἀμμία στὴ φυλακή, τοὺς μὲν Θεόδοτο καὶ Ρουφίνα κήδεψε μὲ μεγάλες τιμές, ἐνταφιάζοντάς τους σ’ ἕναν τόπο ὀνομαζόμενο Παράδεισο, στὰ ἐξέχοντα προάστια τῆς πόλης, τὸ δὲ παιδί, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἀνάτρεφε παραδίδοντάς το σὲ μιὰ τροφό. 

5. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε ἑνὸς ἔτους, ἡ Ἀμμία, παίρνοντάς το στὶς ἀγκάλες της, τὸ φίλησε. Τὸ παιδί, ἀνοίγοντας τὸ στόμα του, εἶπε «ἀμμά», τὸ ὁποῖο σημαίνει «μητέρα». Ἡ Ἀμμία ἡ ἀρχόντισσα ὀργάνωσε τότε πολυτελὲς γεῦμα καὶ κάλεσε τοὺς ἄρχοντεςτῆς πόλης καὶ εἶχε χαρὰ μεγάλη σ’ ὅλο της τὸ σπίτι· καὶ τὴν τροφό, ἀφοῦ τῆς ἔκανε πολλὰ δῶρα, τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φροντίδα τοῦ παιδιοῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀττικός, παίρνοντας τὸν λόγο εἶπε στὴν Ἀμμία: «Δυσκολεύομαι νὰ πιστέψω αὐτὸ ποὺ λές, ἀρχόντισσα, ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἑνὸς ἔτους· γιατὶ ἐμένα μοῦ φαίνεται σὰν νὰ εἶναι τεσσάρων ἐτῶν». Εἶπε λοιπὸν ἡ Ἀμμία: «Ἔχεις ν’ ἀκούσεις καὶ κάτι πιὸ ἀξιοθαύμαστο ἀπ’ αὐτό, Ἀττικέ. Γιατί, ὅταν τὸ πῆρα στὶς ἀγκάλες μου ἀπὸ τὴν τροφό του, μὲ ἀποκάλεσε “ἀμμά”». Τότε, ὅλοι ὅσοι ἦσαν προσκεκλημένοι στὸ γεῦμα, σὰν μ’ ἕνα στόμα, εἶπαν ὅτι τὸ παιδὶ πρέπει νὰ ὀνομαστεῖ Μάμας. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε πέντε χρόνων, ἦταν πάρα πολὺ μυαλωμένο καὶ γνωστικό. Ἡ Ἀμμία, λοιπόν, ἡ ἀρχόντισσα, τὸ παράδωσε σ’ ἕναν δάσκαλο γιὰ νὰ μορφωθεῖ. Κανόνισε μάλιστα νὰ ἔχει κι ἕναν ὑπηρέτη, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, ὁ ὁποῖος νὰ τὸ ἀκολουθεῖ συνεχῶς. Ἀφοῦ ἔκανε ἕξι μῆνες στὸν δάσκαλο, ξεπέρασε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ φρόνηση καὶ τὴ σύνεση τῶν συλλογισμῶν, ἔτσι ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος νὰ μένει ἔκθαμβος μὲ τὴ σοφία του. 

6. Ὁ Αὐρηλιανός, ποὺ ἦταν καίσαρας ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔστειλε τοπικοὺς κυβερνῆτες σὲ κάθε ἐπαρχία τῆς αὐτοκρατορίας, λέγοντάς τους: «Νά! Ἔχουν περάσει ἕξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔδωσα ἐντολὴ νὰ ἐκδοθοῦν διατάγματα σὲ κάθε πόλη, ἔτσι ὥστε ὅλοι νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς μεγάλους θεούς, καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐφαρμόστηκε. Γι’ αὐτό, σᾶς δίνω αὐτὴ τὴν ἐξουσία, νὰ ἐπιβάλλετε στοὺς πάντες νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς θεοὺς καὶ σὲ ὅσους δὲν ὑπακοῦν νὰ ἐπιβάλλετε τιμωρίες. Τὴ μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Δία, λοιπόν, δῶστε διαταγὴ νὰ πᾶνε ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ φοιτοῦν σὲ δασκάλους, μαζὶ μὲ τοὺς δασκάλους τους, στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς. Γιατί, ἔτσι ὅπως εἶναι ἀθῶα τὰ παιδιά, ἡ θυσία θὰ γίνει εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τοὺς θεοὺς καὶ τὰ παιδιὰ θὰ ἐξευμενίσουν τοὺς θεοὺς γιὰ μᾶς». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Αὐρηλιανός, τοὺς ἔστειλε στὶς ἐπαρχίες μὲ μεγάλη ἰσχύ. Ὅταν ἦρθε στὴν Καισάρεια κάποιος τύραννος μὲ τὸ ὄνομα Δημόκριτος, ἄρχισε νὰ προστάζει τοὺς πάντες, μὲ ἀπειλὲς βίας καὶ βασανιστηρίων, νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, δίνοντας ἐντολὴ καὶ στοὺς δασκάλους νὰ πάρουν τὰ παιδιὰ καὶ νὰ πᾶνε στοὺς ναοὺς καὶ νὰ προσφέρουν θυσίες τὴ μέρα τοῦ Δία. 

7. Ὁ Μάμας, παρακολουθοῦσε μαθήματα σὲ κάποιον δάσκαλο. Ὅταν εἶδε τὰ παιδιὰ νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς μαζί μὲ τοὺς δασκάλους, εἶπε: «Πέστε μου, γιὰ ποιόν λόγο πηγαίνετε στοὺς ναούς; Οἱ γονεῖς σας σᾶς παρέδωσαν στοὺς δασκάλους μὲ σκοπό, ἀφοῦ διδαχθεῖτε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ μαθήματα τῶν γραμμάτων, νὰ ἀποκτήσετε σύνεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίσετε τὸν δημιουργὸ τῶν ὅλων καὶ Δεσπότη Θεό. Γι’ αὐτό, λοιπόν, μὴ ξεγελαστεῖτε καί, βλέποντας εἴδωλα διακοσμημένα μὲ χρυσάφι κι ἀσήμι, προσφέρετε θυσία σ’ αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κουφὰ καὶ ἄλαλα». Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια μὲ πολλὴ τόλμη, κανένας ἀπὸ τοὺς παριστάμενους δὲν τόλμησε νὰ τὸν ἀντικρούσει, γιατὶ φοβόντουσαν τὴν ἀρχόντισσα, ἐπειδὴ ἦταν ἀκριβῶς μητέρα του καὶ πρώτη κατὰ τάξη τῆς συγκλήτου. Ὁ εὐνοῦχος ἀκόλουθός του, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, κατέγραφε μὲ σειρὰ ὅλα τὰ συμβαίνοντα στὴ ζωή του, παρακολουθώντας μὲ θαυμασμὸ τὴν κατὰ Θεὸ πρόοδό του. Ὅσο γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ σπούδαζαν μαζί του, ἔδειχναν προθυμία νὰ μιμηθοῦν τὴ συμπεριφορά του καὶ συνεργάζονταν μαζί του σὲ ὅλα. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν, ἡ ἀρχόντισσα ἐκοιμήθη, ἀφήνοντάς του ὅλη της τὴν περιουσία.

8. Τότε, κάποιος ἀπὸ τοὺς δασκάλους, πηγαίνοντας στὸν τύραννο τοῦ εἶπε: «Ὅλες οἱ σχολές, δάσκαλοι μαζὶ καὶ παιδιά, ὑπάκουσαν στὸ πρόσταγμά σου καὶ στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ἡ μόνη σχολὴ ποὺ παρακούει τὴ διαταγή σου εἶναι ἐκείνη τοῦ δασκάλου Ἀρίστωνα». Ὁ Δημόκριτος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν ἐνώπιόν του τὸν Ἀρίστωνα. Ὅταν ἐκεῖνος παρουσιάστηκε ἐνώπιόν του, ὁ Δημόκριτος τοῦ εἶπε: «Γιατί παρακοῦς τὸ θεῖο πρόσταγμα καὶ παρακινεῖς τὰ παιδιὰ νὰ μὴ θυσιάσουν στοὺς θεούς;» Ὁ Ἀρίστωνας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγώ, ἀπ’ τὴ δική μου μεριά, ὑπακούω στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ὅμως, εἶναι ἕνα παιδὶ στὴ σχολή μου, ποὺ λέγεται Μάμας· αὐτὸς παρακινεῖ ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει οὔτε στοὺς ναοὺς νὰ πᾶνε, οὔτε σὲ μένα νὰ ὑπακούσουν». 

9. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του ὁ Μάμας. Ὅταν παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Δημόκριτος: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μάμας, ποὺ ἐμποδίζει τὴν τέλεση τῶν θυσιῶν στοὺς θεούς;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ εἶμαι, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Μάμας». Ὁ τύραννος εἶπε: «Ἐπειδὴ εἶσαι παιδάκι, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ συμβουλή. Γι’ αὐτὸ σὲ συμβουλεύω νὰ ἀναγνωρίσεις τοὺς θεούς, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταπείσεις τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴν τὰ βρεῖ ἄσχημο τέλος ἐξαιτίας σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν καὶ εἶμαι παιδί, γνωρίζω τί εἶναι ὠφέλιμο γιὰ μένα· μάθε, λοιπόν, ὅτι οὔτε ἐγὼ θυσιάζω, οὔτε ἐκεῖνοι προσφέρουν θυσία». Ὁ τύραννος εἶπε: «Πάρτε τον καὶ ὁδηγεῖστε τον στὸν ναὸ τοῦ Σέραπη γιὰ νὰ προσφέρει θυσία, ἔτσι ποὺ ὅταν τὰ παιδιὰ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν τὸν δοῦν νὰ θυσιάζει, νὰ θυσιάσουν καὶ αὐτά». Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι εὐγενὴς καὶ ἀπὸ ἀνώτερη τάξη καὶ δὲν φοβᾶμαι τὴ διαταγή σου». Ὁ τύραννος εἶπε: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι!» Τότε, ὁ Τιβεριανός, ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς, εἶπε: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία τὸν ἀνάθρεψε σὰν γιό της καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ τὸ ἐπιβάλεις μὲ τὴ βία». Ὁ Δημόκριτος εἶπε: «Ἄκουσέ με, Μάμα, γιατὶ σὲ λυποῦμαι, ὅταν βλέπω ὅτι, ἐνῶ εἶσαι τόσο ἀνήλικος, ἔχεις τόσο μεγάλη σύνεση. Γιατί, ἂν συγκατατεθεῖς νὰ θυσιάσεις, θὰ τοὺς προσελκύσεις ὅλους πρὸς ἐσένα. Καὶ θὰ γίνει ἀναφορὰ στὸν καίσαρα γιὰ σένα καὶ θὰ ζήσεις μὲ πολὺ μεγάλη τιμὴ καὶ προκοπή. Ἂν πάλι δὲν συγκατατεθεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἁρμόζει ὅσον ἀφορᾶ τὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, θὰ σὲ στείλω σ’ αὐτὸν κι ἐκεῖνος δὲν θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἡ κατάληξη τῶν λόγων σου δὲν πρόκειται νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν συνετό μου λογισμό, ἀσεβέστατε τύραννε· γιατὶ δὲν θὰ φοβηθῶ οὔτε τὸν καίσαρά σου· ἔχω βασιλέα ἐπουράνιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό». Ὁ τύραννος, γεμάτος θυμό, εἶπε: «Ἐπειδὴ μίλησες δυσφημιστικὰ γιὰ τὸν καίσαρα, σήμερα κιόλας θὰ παραπεμφθεῖς ἐνώπιόν του». Καὶ ἀφοῦ διάταξε νὰ τὸν ἁλυσοδέσουν, τὸν ἔστειλε στὸν καίσαρα Αὐρηλιανό, μαζί μὲ τέσσερις στρατιῶτες, γράφοντάς πρὸς τὸν καίσαρα τὰ ἑξῆς: «Πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ἀπὸ τὸν Δημόκριτο· παρέπεμψα στὴ θεότητά σου τὸν ἱερόσυλο Μάμα, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπακούει στὸ διάταγμα τῆς θεότητάς σου καὶ μιλᾶ ἀσεβῶς γιὰ τὴν ἐξουσία σου καὶ παρακινεῖ τὴν πόλη τῶν Καισαρέων νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». 

10. Ὅταν ἔφτασε ὁ Μάμας στὴν πόλη τῶν Αἰγαιῶν μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες —ἐπειδὴ ὁ βασιλέας περνοῦσε κάποιον χρόνο στοὺς παραθαλάσσιους ἐκείνους τόπους—, τὸν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Δημόκριτου. Ὅταν ὁ καίσαρας διάβασε τὴν ἀναφορά, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἐνώπιόν του. Ὅταν ὁ ἅγιος παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι»; Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι χριστιανὸς καὶ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Μὲ βάση τὰ ὅσα περιέχονται στὴν ἀναφορά, θὰ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖς ὡς βλάσφημος, χωρὶς κἂν νὰ ἀνακριθεῖς. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι περίοδος φιλανθρωπίας, ἀναβάλλω γιὰ λίγο τὴν ἐκτέλεση τῆς τιμωρίας. Ἔλα, λοιπόν, μπὲς μαζί μου στὸ Σεραπεῖο καὶ θυσίασε, γιὰ νὰ ἔχεις καὶ τὴ δική μου ἐκτίμηση. Γιατὶ σπλαχνίζομαι τὰ νιάτα σου καὶ εὐφραίνομαι νὰ βλέπω τὴν ὡραιότητα τῆς ὀμορφιᾶς σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἔχε ὑπόψη σου, βασιλιά, ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ κάνω κάτι τέτοιο· ἐπειδὴ εἶμαι χριστιανὸς καὶ ἔχω φόβο Θεοῦ». Τότε ὁ Αὐρηλιανός, ἀφοῦ ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ θυμό, διάταξε νὰ τὸν γδύσουν καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν οἱ δήμιοι. Ἀφοῦ χτύπησαν γιὰ πολλὴ ὥρα τὸν μάρτυρα, εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Τί λές, Μάμα; Ἀλλάζεις γνώμη καὶ θυσιάζεις, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὰ δῶρα καὶ τὶς τιμὲς ποὺ θὰ σοῦ δώσω;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐπιλέγω νὰ ἀνταλλάξω τὰ ἄφθαρτα μὲ τὰ φθαρτά». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Συγκατάνευσε νὰ θυσιάσεις καί, δίνοντας αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση μὲ λόγια, θὰ ἐξαγοράσεις τὴν ἴδια τὴ ζωή σου». Ὁ ἅγιος λέγει: «Ἐγὼ ποθῶ ἐκείνη τὴ ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος· γιατὶ αὐτὴ ἐδῶ ἡ ζωὴ εἶναι πρόσκαιρη καὶ παρέρχεται». Ὅταν ὁ ἅγιος εἶπε αὐτά, ὁ Αὐρηλιανὸς διάταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ καῖνε τὸ σῶμα του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Καὶ ὅταν ἔγινε αὐτό, ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Αὐρηλιανός: «Λυπήσου τὰ νιάτα σου καὶ θυσίασε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐγκαταλείπω τὸν Θεό μου καὶ νὰ θυσιάσω σὲ εἴδωλα ποὺ φτιάχτηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια». Καὶ πρόσταξε ὁ Αὐρηλιανὸς νὰ τὸν χτυπήσουν στὸ στόμα μὲ πέτρες. Ἐκεῖνος, ὅμως, μένοντας ἀσάλευτος στὴν πίστη, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός, χάρισέ μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τὸ τέλος». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Ἂν δὲν θυσιάσεις, δίνω διαταγὴ νὰ σὲ ρίξουν στὴ θάλασσα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἀσεβέστατε τύραννε καὶ ἀνάξιε γιὰ ὁποιαδήποτε τιμή, μὴ μὲ πιέζεις νὰ θυσιάσω στὰ δαιμόνια καὶ νὰ ἐγκαταλείψω τὸν ζωντανὸ Θεό, τὸν ἀληθινὸ Θεό». 

11. Ὀργισμένος ὁ Αὐρηλιανός, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δέσουν ἕνα βαρίδι ἀπὸ μολύβι στὸν λαιμό του καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Καθὼς ὅμως τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ πλοῖο γιὰ νὰ τὸν πᾶνε στὰ βαθιά, ἕνας ἄγγελος Κυρίου τοὺς παρουσιάστηκε ἀφήνοντάς τους κατάπληκτους καί, ἐπειδὴ φοβήθηκαν, ἐπέστρεψαν πάλι στὴν ξηρά. Ὁ ἄγγελος ἦταν μαζί μὲ τὸν ἅγιο, δίνοντάς του θάρρος καὶ στηρίζοντάς τον. Ὅταν ἀποχώρησαν οἱ στρατιῶτες, ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στὸ ὄρος τῆς Καισαρείας, γιατὶ ἐκεῖ ἔχει ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβεις τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ὁ ἄγγελος ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὅσο γιὰ τοὺς στρατιῶτες, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν Αὐρηλιανό, τοῦ εἶπαν: «Αὐτοκράτορα, πρόκειται νὰ ἀκούσεις γιὰ ἕνα παράδοξο θαῦμα. Γιατὶ τὸν ἄνδρα ποὺ διάταξες νὰ ρίξουμε στὴ θάλασσα, μᾶς τὸν πῆρε κάποιος ὑπέρλαμπρος νέος ποὺ παρουσιάστηκε σὲ μᾶς, στὸν ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ οὔτε ὁλόκληρο τὸ στράτευμά σου».

12. Ὅσο γιὰ τὸν ἅγιο Μάμα, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἦρθε στὸ ὄρος Σιλωὰμ καὶ ἐκεῖ ζοῦσε στὸ βουνὸ μαζὶ μὲ τὰ θηρία, χωρὶς νὰ λάβει τροφὴ γιὰ σαράντα μέρες. Ὅταν πείνασε, ἀπευθύνθηκε μεγαλοφώνως πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔστειλες τροφὴ στὸν Προφήτη Ἠλία στὸ ὄρος μέσῳ ἑνὸς πουλιοῦ καὶ στὸν Προφήτη Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων μέσῳ τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, στεῖλε καὶ σὲ μένα τροφή, ἐπειδὴ σβήνει ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς μου». Καὶ ἀμέσως τοῦ ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σὲ μορφὴ βοσκοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ζητᾶς, Μάμα;» Ὁ Μάμας τοῦ ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Πεινῶ καὶ ἀναζητῶ τροφή». Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε σ’ ἐκείνη τὴ σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς ἕνα χαντάκι ποὺ ἔκαναν οἱ βοσκοὶ μὲ πέτρες καὶ μιὰ ἐλαφίνα νὰ στέκει δίπλα του· νὰ ἀρμέξεις γάλα ἀπὸ τὴν ἐλαφίνα καί, ἀφοῦ κάνεις τυρὶ ἀπὸ αὐτό, φάγε καὶ ζῆσε». Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀποχώρησε ἀπὸ κοντά του ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Ὅταν ὁ Μάμας ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε ὁ ἄγγελος Κυρίου, βλέπει ἕνα ραβδὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Πάρε αὐτὸ τὸ ραβδὶ ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Κύριο πρὸς ἐσένα· γιατὶ μὲ αὐτό, θὰ ἐξημερώνεις τὰ ἄγρια θηρία. Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ ραβδὶ δὲν θὰ ἔχει λιγότερη δύναμη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ δόθηκε στὸν Μωυσὴ ὅταν ἦταν στὴν Αἴγυπτο. Κι ὅ,τι κι ἂν μοῦ ζητήσεις μέσῳ τῆς ράβδου αὐτῆς ἐπικαλούμενός με, θὰ τὸ λάβεις». Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ ραβδὶ καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, χτύπησε μὲ αὐτὸ τὴ γῆ, καὶ ἀμέσως ἐμφανίστηκε ἕνα εὐαγγέλιο. Ἀμέσως τὸ πῆρε, κλίνοντας τὸ κεφάλι, καὶ εἶπε: «Κύριε, σὲ ποιόν προστάζεις νὰ ἀναγγέλλω τὶς δωρεές σου;» Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Χτίσε εὐκτήριο οἶκο καὶ φτιάξε ἁγία Τράπεζα ἐντός του καὶ Ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναγγείλω σὲ ποιούς θὰ πρέπει νὰ πεῖς αὐτά». Ὁ Μάμας πῆγε καὶ ἔκανε ὅπως ἀκριβῶς τὸν πρόσταξε ὁ Κύριος καί, ἀφοῦ στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, ἄρχισε νὰ ἀπαγγέλλει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀμέσως μαζεύτηκαν κοντά του ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καί, ἀκούγοντας τὴ φωνή, γονάτισαν καὶ ἔμειναν νὰ κοιτάζουν πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ μετὰ τὸ γονάτισμα βγῆκαν ἔξω. Καὶ ἔμεναν μαζί του τὰ θηλυκὰ ἄγρια ζῶα μαζὶ μὲ τὰ ἐξημερωμένα καὶ ἄρμεγε τὸ γάλα τους μὲ τὰ χέρια του καὶ πήζοντάς το ἔφτιαχνε τυριά. Καὶ εἶπε ὁ Μάμας στὸν Θεό: «Κύριε, τί νὰ τὰ κάνω αὐτὰ τὰ τυριὰ ποὺ μοῦ δώρησες;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Κατέβα στὴν πύλη τῆς Καισαρείας, καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς φτωχούς, χῆρες καὶ ὀρφανὰ καὶ νὰ τὰ δώσεις σ’ αὐτούς». 

13. Τότε, ἀφοῦ εἶδαν αὐτὰ τὰ παράδοξα οἱ βέβηλοι, τὰ ἀνάφεραν στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Αὐρηλιανὸ τὸν τύραννο γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὰ ζητήματα τῆς Καππαδοκίας, ἐγείροντας κατηγορία ἐναντίον του ὅτι εἶναι μάγος καὶ μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα. Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, ἔστειλε ἀμέσως ἱππεῖς στὸ ὄρος ὅπου κατοικοῦσε. Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Μάμας, σηκώθηκε καὶ πῆγε καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀφοῦ ἦρθαν κοντά του, οἱ ἄνδρες τὸν ρωτοῦσαν: «Ποῦ κατοικεῖ ὁ νεαρὸς ποὺ ὀνομάζεται Μάμας, ἢ ποῦ βόσκει τὰ πρόβατα;» Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πέστε μου τί τὸν χρειάζεστε καὶ σᾶς τὸν φανερώνω». Οἱ ἄνδρες εἶπαν: «Ἔχει ὑποβληθεῖ κατηγορία ἐναντίον του πρὸς τὸν ἡγεμόνα καὶ τὸν ἀναζητᾶ· γιατὶ λένε πὼς μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ ἅγιος Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Ἂς πᾶμε πρῶτα στὸ σπίτι γιὰ νὰ φᾶμε». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἂς πᾶμε». Καὶ ἀφοῦ μπῆκαν στὸ σπίτι, τοὺς παρέθεσε γεῦμα μὲ ψωμὶ καὶ τυρί. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, ξαφνικὰ μαζεύτηκαν τὰ ἄγρια ζῶα. Καὶ ὁ Μάμας, ἀφοῦ μπῆκε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, διάβαζε δυνατὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔγραφε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο τοῦ δόθηκε μέσῳ τοῦ ραβδιοῦ. Ὅταν οἱ ἄνδρες εἶδαν τὰ ἄγρια θηρία, φοβήθηκαν καὶ κατέφυγαν κοντά του στὸ θυσιαστήριο. Βλέποντας ὁ Μάμας τὸν φόβο τους, τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβάστε, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ λεγόμενος Μάμας, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἄνθρωπε, πές μας, ποιός εἶναι ὁ Θεός σου καὶ μπορεῖς νὰ ὑποτάσσεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἄγρια ζῶα; Καὶ ἂν μᾶς τὸν γνωρίσεις, θὰ πιστέψουμε σ’ αὐτόν». Ὁ Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ λατρεύω τὸν Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ γῆ καὶ οὐρανό». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἂν θέλεις νὰ ἔρθεις μαζί μας νὰ πᾶμε στὸν ἡγεμόνα, ἔλα· εἰδεμή, ἐμεῖς φεύγουμε». Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε ἐσεῖς· γιατὶ ἐγὼ θὰ ἔρθω μόνος μου, μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κι ἐκεῖνοι ἀποχώρησαν μὲ φόβο ἀπὸ ἐκεῖ. 

14. Τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε στὸν Μάμα: «Κάλεσε ἕνα λιοντάρι, τὸ ὁποῖο θὰ θανατώσει τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἰουδαίων». Καὶ ὁ Μάμας εἶπε: «Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, ρίξε τὸ βλέμμα Σου στὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο σου Μάμα καὶ μὴ δυσαρεστηθεῖς μαζί μου καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ μένα, γιατὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποφέρω πολλὰ γιὰ τὸ ὄνομά Σου». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ἦρθε ἕνα λιοντάρι ἀπὸ τὴν ἔρημο, καὶ ἀφοῦ στράφηκε ὁ Μάμας καὶ τὸ εἶδε, εἶπε: «Νά, ἐγὼ πορεύομαι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ σὺ ἀκολούθα τὴν πορεία σου ὅπως σοῦ ζήτησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· καὶ ὅταν μπεῖς στὴν ἀρρένα τοῦ θεάτρου, κάνε ἐκεῖνο ποὺ προστάχθηκες». Ἀφοῦ εἶπε στὸ λιοντάρι αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Μάμας, ξεκίνησε γιὰ τὴν πόλη τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν σταλεῖ γιὰ νὰ τὸν βροῦν, κάθονταν στὴν πύλη τῆς πόλης καὶ τὸν περίμεναν· καὶ ὅταν τὸν εἴδαν, μένοντας ἄφωνοι ἀπὸ κατάπληξη, ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ εἶπαν: «Καλῶς ἦρθες, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». 

15. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἔφυγαν βιαστικά, τὸ ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγεμόνα, λέγοντάς του ὅτι παρουσιάστηκε ὁ Μάμας, καὶ ὅτι «δὲν εἶναι μάγος ἢ ἀπατεώνας ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ μὴ ἐπιτρεπόμενα, ὅπως λένε οἱ κακίες ἐκείνων ποὺ τὸν κατηγοροῦν, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ κήρυκας τῆς ἀλήθειας». Τότε ὁ ἡγεμόνας τοὺς εἶπε: «Πέστε μου· γιὰ πόσο χρῆμα πουλήσατε αὐτὴν ἐδῶ τὴ μαρτυρία γι’ αὐτόν; Ἔναντι ποιᾶς ἀποζημίωσης μοῦ παρουσιάζετε τοὺς ἐπαίνους γι’ αὐτόν;» Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Δὲν πουλᾶμε, ἄρχοντα, καλὰ λόγια, ἀλλὰ ἀναφέρουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλήθεια». Ὁ ἡγεμόνας πάλι τοὺς εἶπε: «Ὁπωσδήποτε πήρατε χρήματα ἀπὸ αὐτὸν καὶ μοῦ παραθέτετε ἐπαίνους». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἄρχοντα ἡγεμόνα, ἐμεῖς δὲν πήραμε ὁτιδήποτε ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὑποπτεύεσαι, ἀλλὰ τὸν ἀκούσαμε νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Χριστὸ καί, μὲ τὸ ποὺ ἀκούστηκε ἡ ἐπίκλησή του, μαζεύτηκε ἕνα πλῆθος ἀπὸ κάθε λογῆς ζῶα, ἥμερα καὶ ἄγρια, καὶ ἔμειναν μαζί του νὰ κάνουν προσευχή. Ἔχοντας δεῖ αὐτὰ τὰ παράδοξα, σοῦ εἴπαμε ὅτι δὲν εἶναι μάγος. Ἂν δὲν μᾶς πιστεύεις, νὰ ποὺ παρουσιάστηκε στὸ βῆμα ἐνώπιόν σου καὶ κάνε αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς». Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ἄκουσαν ὅτι εἶχε ἔρθει ὁ Μάμας, συναθροίστηκαν πρὸς αὐτόν,θέλοντας νὰ μείνουν μαζί του καὶ νὰ συνομιλοῦν μ’ αὐτόν.

16. Τότε, ἀφοῦ ἔφεραν μέσα τὸν ἅγιο, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας λέγοντας: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ λεγόμενος Μάμας;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Λέγε λοιπόν, πῶς μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα ἐκεῖ στὸ βουνό;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βασιλεύει στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ δὲν γνωρίζω τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ὁμολόγησε μὲ εἰλικρίνεια μὲ ποιά μαγικὰ τεχνάσματα μαζεύονταν κοντά σου τὰ ἄγρια ζῶα, πρὶν ριχτεῖς σὲ βασανιστήρια καὶ τιμωρίες». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ ἐπικαλοῦμαι τὸν Χριστό, τὸν σωτήρα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν ἔμαθα νὰ κάνω μάγια. Νά, τὸ σῶμα μου βρίσκεται ἐνώπιόν σου, κάνε το ὅ,τι θέλεις. Γιατὶ πάνω στὴ ψυχή μου δὲν ἔχεις ἐξουσία ἐσύ, ἀλλὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὲ καταφρονεῖς ἐπειδὴ παίρνεις θάρρος ἀπὸ τὶς μαγεῖες σου, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ μοῦ κάνεις μάγια». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸ σινάφι τῶν γητευτῶν καὶ τῶν μάγων μισεῖ ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ κριτής τους. Καὶ πῶς μπορῶ ἐγώ, ποὺ ἐπικαλοῦμαι τὸν ζωντανὸ Θεό, νὰ κάνω μάγια; Τοῦτο νὰ ξέρεις, ὅτι οὔτε φοβήθηκα οὔτε δείλιασα μὲ τὴν ἀπειλή σου. Γιατὶ ἔχουμε Θεὸ στοὺς οὐρανούς, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ Αὐτὸν μόνο νὰ προσκυνοῦμε καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύουμε». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὴν καταφεύγεις στὰ τεχνάσματα τῶν λόγων, ἀλλὰ ὁμολόγησε χωρὶς χρονοτριβὴ αὐτὰ ποὺ ἔκανες στὸ βουνό». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Τί νὰ σοῦ ὁμολογήσω;» Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀναγνώρισε τὴ θεότητα τοῦ καίσαρα κι ἐγὼ σὲ ἀπελευθερώνω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ δίνω τὸν λόγο μου ἐν ὀνόματι τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ καὶ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, ὅτι δὲν θυσιάζω στὰ δαιμόνια· δὲν μπορῶ νὰ ὁρκιστῶ σὲ ὀνόματα ἀσεβῶν καὶ παράνομων ἀνθρώπων». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου καὶ θυσίασε στοὺς θεούς». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Ἐγὼ ἔμαθα νὰ προσφέρω στὸν Θεό μου θυσία ἀναίμακτη, δηλαδὴ νὰ ἀναπέμπω προσευχὲς καὶ ὕμνους πρὸς Αὐτὸν κι ὄχι νὰ λατρεύω ἀνώφελα δαιμόνια». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἄχ, ἐξαίσιο παιδί, πολὺ λυποῦμαι σὰν βλέπω τὰ νιάτα σου, βλέποντας νὰ ἔχεις καὶ τέτοια ὀμορφιά. Γιατί, ὅπως ὑπολογίζω, εἶσαι πάνω κάτω δώδεκα χρόνων. Καὶ δακρύζω γιὰ σένα, ἐπειδὴ πρόκειται νὰ θανατωθεῖς στὴ φωτιά. Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς». Ὁ Μάμας εἶπε: «Γιὰ τὴ δική σου ἀπώλεια νὰ λυπᾶσαι καὶ γιὰ τὰ δικά σου χρόνια νὰ κλαῖς· ἐπειδή, γιὰ μένα θὰ φροντίσει ὁ Θεός μου». Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἕως πότε θὰ εἶσαι τόσο ἰσχυρογνώμονας, ἐπιμένοντας στὴν τιμωρία σου; Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸν Θεό μου, ποὺ ἔκανε θαύματα μεγάλα, δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι. Γι’ αὐτό, ἐκεῖνο ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το». 

17. Ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ καταλήφθηκε ἀπὸ μεγάλο θυμό, πρόσταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ τοῦ γδάρουν τὸ δέρμα. Ἐνῶ τὸν ἔγδερναν, δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ παραμικρό, ἀλλὰ εἶχε τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν οὐρανό. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀκόμα δὲν ἔνοιωσες τὰ βασανιστήρια;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό μου, ποὺ μοῦ παρέχει δύναμη νὰ ὑπομένω τὰ πονηρά σου σχέδια. Ὅπως ἐσύ, ποὺ κάθεσαι ἐκεῖ, δὲν ἔνοιωσες κάποιον σωματικὸ πόνο, ἔτσι κι ἐμένα δὲν μὲ ἄγγιξε κανένας πόνος στὴν ψυχή». Ὁ ἡγεμόνας, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, πρόσταξε τοὺς δημίους λέγοντας: «Ξύστε τον μέχρι νὰ ἀγγίξετε τὰ ἐσωτερικά του ὄργανα». Καὶ ἐνῶ οἱ δήμιοι τὸν ἔγδερναν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ Μάμας, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, στέναξε καὶ εἶπε: «Κύριε, δῶσε μου τὴ βοήθειά Σου». Καὶ ἀμέσως ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ ἔλεγε: «Δεῖξε ἀνδρεία, Μάμα, καὶ μεῖνε δυνατός». Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὅταν ἄκουσαν τὴ φωνὴ γέμισαν χαρά, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους κανεὶς δὲν τὴν ἄκουσε. Ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πυρώσουν ἕνα καμίνι γιὰ τρεῖς μέρες. Ἀφοῦ ἦρθε στὴ φυλακὴ ὁ Μάμας, βρῆκε ἐκεῖ σαράντα πρόσωπα. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγοντας: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ δούλου σου Μάμα καὶ μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ κοντά μου». Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν στὴ φυλακή, ἦρθαν κοντά του καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του. Ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτούς, ὁ Μάμας εἶπε: «Τί θέλετε;» Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Πεινοῦμε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ λόγια στὸν Μάμα, μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρο ἕνα περιστέρι ποὺ κουβαλοῦσε μέλι καὶ γάλα, καὶ εἶπε στὸν Μάμα: «Δέξου αὐτὸ τὸ μαργαριτάρι, γιατὶ σοῦ τὸ ἔστειλε ὁ Δεσπότης Ἰησοῦς Χριστός». Ἀφοῦ πῆρε τὸ μέλι καὶ τὸ γάλα ὁ Μάμας, ἄρχισε νὰ τρώει καὶ ἔδωσε καὶ σὲ ὅλους ἐκείνους νὰ φᾶνε. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἀνοίχτηκε τὸ παραπόρτι καὶ βγήκανε ἔξω ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ἐνῶ ὁ Μάμας ἔμεινε μόνος στὴ φυλακή. 

18. Ὅταν ἄκουσε ὁ ἡγεμόνας γιὰ τὴ φυγή τους, εἶπε στὸν δεσμοφύλακα: «Κάλεσε τὸν Μάμα στὸ βῆμα». Ὅταν παρουσιάστηκε στὸ βῆμα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ ἔχω πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι εἶμαι χριστιανὸς καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Θεό μου». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Θὰ σὲ θανατώσω στὴ φωτιά, ἂν δὲν θυσιάσεις». Ὁ Μάμας εἶπε: «Κάνε ὅ,τι θέλεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Σίγουρα παίρνεις θάρρος ἐπειδὴ οἱ μαγεῖες σου εἶναι ἰσχυρὲς καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο περιφρονεῖς τὴ φωτιά. Θυσίασε στοὺς θεοὺς καὶ ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ σὲ περιμένει». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σὲ ποιούς θεοὺς μὲ διατάζεις νὰ θυσιάσω;» Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Στὸν Ἥλιο καὶ τὸν Ἡρακλὴ καὶ τὸν Ἀπόλλωνα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Καλὰ εἶπες νὰ θυσιάσω στὸν Ἀπόλλωνα· γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ θυσιάζει στὸν Ἀπόλλωνα, χάνει τὴν ψυχή του». Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν ρίξουν στὸ καμίνι, λέγοντας στοὺς Ἀλέξανδρο καὶ Ζώσιμο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πυρακτώσει τὸ καμίνι: «Πάρτε τον καὶ ρίξτε τον στὸ καμίνι, γιὰ νὰ τὸν κάψει ἡ φωτιὰ καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κάκιστη καὶ ἐριστικὴ διάθεσή του». Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὸν πῆραν, τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο ὅπου ἦταν τὸ καμίνι. 

19. Ὁ Μάμας, ὅταν εἶδε τὸ πυρωμένο καμίνι, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ με τὸν ἁμαρτωλό, καὶ χάρισέ μου μέχρι τέλους τὴν ὑπομονὴ καὶ κράτησέ με ἀνέπαφο ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωτιά, γιὰ νὰ μάθουν αὐτοὶ ποὺ δὲν Σὲ ἀναγνωρίζουν ὅτι Ἐσὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεός». Καί, ἀφοῦ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μπῆκε μέσα στὸ καμίνι. Μόλις μπῆκε μέσα, ἀμέσως ἡ φλόγα ἐξασθένησε καὶ ὁ Μάμας στεκόταν ὄρθιος μέσα στὸ καμίνι δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας: «Εὐχαριστῶ Σε, Δέσποτα, ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· Σὲ ἱκετεύω, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐπισκέφθηκες τοὺς τρεῖς παῖδες καὶ ἀπέστειλες τὸν ἄγγελό σου καὶ τοὺςλύτρωσες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς  φωτιᾶς, ἔτσι νὰ σώσεις κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὴ δόλια πλάνη τοῦ διαβόλου». Ἀφοῦ λοιπὸν προσευχήθηκε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀμέσως ἕνα περιστέρι ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χώρισε τὴ φωτιά, ἔτσι ποὺ νὰ γίνει σὰν ἕνα εἶδος καμάρας ἀπὸ πάνω του, καὶ ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. 

20. Μετὰ ἀπὸ πέντε μέρες, ἔδωσε διαταγὴ ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀνοίξουν τὸ καμίνι, γιὰ νὰ βγάλουν ἔξω τὰ ὀστά του. Ὅταν πλησίασαν οἱ στρατιῶτες, τὸν ἄκουσαν νὰ προσεύχεται μέσα στὸ καμίνι καί, μένοντας κατάπληκτοι, ἔφυγαν καὶ ἀνάγγειλαν τὰ σχετικὰ στὸν ἡγεμόνα λέγοντας: «Ἀφέντη ἡγεμόνα, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μάγος, ἀλλὰ ὁ Θεός του εἶναι μεγάλος καὶ τὸν βοηθᾶ, μέχρι ποὺ καὶ ἀπὸ τὸ πυρωμένο καμίνι τὸν ἔσωσε». Ὁ ἡγεμόνας ἐκπλάγηκε λέγοντας: «Οἱ μαγεῖες του ἐνεργοῦν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ φωτιά. Πηγαίνετε λοιπὸν καὶ βγάλτε τον ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ὁδηγεῖστε τον ἐνώπιόν μου». Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ πῆγαν καὶ ἄνοιξαν τὸ καμίνι, εἶδαν μιὰ στρατιὰ ἀγγέλων νὰ τοῦ παραστέκεται μέσα σὲ μεγάλη φωτοχυσία, ἐνῶ ὁ Μάμας στεκόταν ἀνάμεσά τους δοξολογώντας τὸν Θεό. Οἱ στρατιῶτες τοῦ εἶπαν κραυγάζοντας: «Ἔλα ἔξω, Μάμα, σὲ καλεῖ ὁ ἡγεμόνας». Ὅταν ὁ Μάμας βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι, οἱ ἄγγελοι ἀποχώρησαν. 

21. Ἀφοῦ τὸν παρουσίασαν στὸν ἡγεμόνα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Τί γίνεται, Μάμα; Πῶς μάγεψες ἀκόμα καὶ τὴ φωτιά;» Ὁ Μάμας στεκόταν σιωπηλὸς χωρὶς καθόλου ν’ ἀποκρίνεται. Καὶ ὁ ἡγεμόνας τοῦ εἶπε πάλι: «Ὁμολόγησε τί ἔκανες ἐκεῖ στὸ βουνὸ καὶ δὲν θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μάθεις, ἡγεμόνα, θὰ σοῦ πῶ ὅτι μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μου μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα καὶ ἔκανα πολλὰ θαυμαστά, καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαζεύονταν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ δόξαζαν μὲ τὴ δική τους φωνὴ μαζί μου τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανα». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Πές μου εἰλικρινά, μὲ ποιόν τρόπο μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι μάγος, ἀλλὰ χριστιανός». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἔχω ἐδῶ μεγάλα θηρία καί, ἂν δὲν συγκατανεύσεις νὰ θυσιάσεις στοὺς θεούς, θὰ σὲ δώσω σ’ αὐτὰ νὰ σὲ φᾶνε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το». 

22. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε στοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ ἦταν ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ σχετικά μὲ τὸ κυνήγι: «Φροντίστε νὰ μοῦ φέρετε κάθε εἴδους ζῶα, γιὰ νὰ παλέψει μαζί τους ὁ Μάμας». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ἀμέσως αὐτὸ ποὺ τοὺς πρόσταξε. Ὅταν λοιπὸν βάλανε τὸν Μάμα στὸ στάδιο, ἐξαπολύουν ἐναντίον του μιὰ τρομερότατη ἀρκούδα, ἡ ὁποία, ἀφοῦ βγῆκε τρέχοντας καὶ πλησίασε τὸν μάρτυρα, τὸν προσκύνησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ ἀρκούδα, πρόσταξε νὰ ἀμολήσουν μιὰ λεοπάρδαλη, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔτρεξε, πήδησε στὸν λαιμό του καὶ ἄρχισε νὰ γλείφει τὸν ἱδρώτα του μὲ τὴ γλώσσα της. Ὅταν εἶδε ὁ ἡγεμόνας ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ θηρία δὲν τὸν ἄγγιξε, πρόσταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πᾶνε νὰ αἰχμαλωτίσουν ἕνα ἄγριο λιοντάρι, στὸ ὁποῖο νὰ μὴ δώσουν τροφὴ γιὰ ἑφτὰ μέρες. Ὅταν συνέλαβαν τὸ λιοντάρι, πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ φέρουν τὸν Μάμα στὸ στάδιο καὶ νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὅμως, τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ βγῆκε στὸ στάδιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ λέει: «Ὦ ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία σκεπάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ποὺ γιὰ χάρη σου μὲ κάνουν οἱ ἄγγελοι νὰ μιλῶ μὲ ἀνθρώπινη φωνή. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ποιμένας, ποὺ μὲ ποίμανες στὸ βουνὸ καὶ γιὰ σένα ἔχω ἔρθει ἐδῶ». Ὅταν τὸ λιοντάρι εἶπε αὐτά, κλείστηκαν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους οἱ πύλες τοῦ σταδίου καὶ τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὶς κερκίδες, κατασπάραξε μεγάλο πλῆθος ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες. Σώθηκε μόνο ὁ ἡγεμόνας μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ παράκληση τοῦ Μάμα· γιατὶ εἶχε πεῖ στὸ λιοντάρι νὰ τοῦ χαρίσει τὴ ζωή, κρατώντας τον γιὰ τὴ θεία καὶ οὐράνια κρίση, ἔτσι ὥστε νὰ ὑποστεῖ ἄξια τιμωρία γιὰ περισσότερες ἀδικίες. Καὶ ἀπὸ κείνους ποὺ κατασπαράχθηκαν, γέμισε ὁ τόπος αἵματα. 

23. Ὅμως, οὔτε καὶ ἔτσι δὲν φοβήθηκε ὁ παράνομος ἡγεμόνας, ἀλλὰ φεύγοντας γιὰ τὸ διοικητήριο καὶ ἀφοῦ κάλεσε ἐκεῖ τὸν Μάμα, τοῦ εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἱερόσυλε καὶ ὑποκριτή, κοινωνὲ τῶν δαιμόνων, δὲν θὰ βάλεις σὲ πειρασμὸ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μάμα· διότι δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Θεό μου. Θὰ ἔρθει μεγάλη φλόγα καὶ ξίφος τιμωρίας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ σὲ θανατώσει, ὅπως καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὸν Θεό. Ἀνταπόδωσέ τους, Κύριε, γρήγορα, ἐπειδὴ δὲν σὲ ἀναγνωρίζουν ὡς τὸν ζωντανὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύουν τὰ κουφὰ εἴδωλα, τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα ποὺ σκαλίστηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους». Ὁ ἡγεμόνας, ἔχοντας ἀναστατωθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, εἶπε: «Ἔχω ἕνα φοβερὸ λιοντάρι καὶ μ’ αὐτὸ θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θὲς νὰ κάνεις, κάνε το, μόνο βιάσου». Καὶ τὴν ἴδια στιγμή, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ στάδιο. Ὁ Μάμας εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Τύραννε καὶ μισάνθρωπε κι ἐχθρὲ τῆς ἀλήθειας, ἐκτέλεσε γρήγορα τὴ διαταγὴ τοῦ πατέρα σου τοῦ λεγόμενου σατανᾶ». Καὶ πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὁ Μάμας, ὄρθιος μέσα στὸ στάδιο, στρέφοντας τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό, δόξαζε τὸν Θεό. Τὸ λιοντάρι, βγαίνοντας μὲ μεγάλο βρυχηθμό, ἦρθε καὶ ξάπλωσε στὰ πόδια τοῦ μάρτυρα καὶ μὲ τὴν οὐρά του ὑποκλινόταν ἱκετευτικὰ μπροστά του. Ὅταν εἴδαν αὐτὸ τὸ πράγμα τὰ πλήθη, οὐρλιάζοντας ἀποδοκίμαζαν μὲ σφυρίγματα καὶ ἔλεγαν: «Βγάλε ἀπὸ τὴ μέση τὸν μάγο, ἡγεμόνα, ποὺ δὲν ὑπακούει στοὺς θεούς». Καὶ ἔριχναν πέτρες κατεπάνω του· ὅμως οἱ πέτρες δὲν τὸν ἄγγιζαν καὶ ἔπεφταν κυκλικὰ γύρω του στὸ χῶμα. 

24. Ὁ ἡγεμόνας, πεισματώνοντας, πρόσταξε νὰ φέρουν ἱππεῖς στρατιῶτες καί, ἀφοῦ τὸν ὁδηγήσουν στὸν διάδρομο τῶν ἱππικῶν ἀγώνων, νὰ τὸν χτυπήσει ἕνας μονομάχος μὲ τρίαινα. Ὅταν ἔγιναν αὐτά, ὅλα τὰ πλήθη ἐκπλήττονταν μὲ τὴν ὑπομονή του. Ἀφοῦ ἔγινε μεγάλη ἡσυχία, ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέγει: «Ἔλα λοιπόν, Μάμα, ἀνέβα στὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Πατέρας χαίρεται γιὰ τὰ μαρτύριά σου καὶ ὁ Υἱὸς ποὺ σὲ στεφάνωσε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὲ καθοδηγοῦσε». Καὶ ἐνῶ τὰ αἵματά του ἔτρεχαν σὰν κρουνοί, βγῆκε ἔτσι ἀπὸ τὸ στάδιο κρατώντας τὰ ἐντόσθιά του. Καὶ ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε μέχρι δύο στάδια ἀπὸ τὴν πόλη, βρῆκε μιὰ πέτρα ὅπου κάθισε καὶ ξεκουράστηκε. Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, εἶπε: «Κύριε, μὴν ἀνταποδώσεις σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσα μοῦ ἔκαναν, ἀλλὰ ἀνάπαυσέ μου τὴν ψυχὴ εἰρηνικὰ καὶ χάρισέ μου μερίδιο καὶ μοίρα μαζί μὲ τοὺς ἁγίους σου μάρτυρες». Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, παράδωσε τὸ πνεῦμα του. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν πορευτεῖ μαζί του ὣς ἐκεῖ, ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, ἀφοῦ πῆραν τὸ πανάγιό του λείψανο, τέλεσαν τὴν κηδεία του μὲ μεγαλοπρέπεια, καὶ τὸν ἔθαψαν σὲ γνωστὸ τόπο. 

25. Μαρτύρησε ὁ ἅγιος Μάμας στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας πρὶν ἀπὸ δεκατρεῖς καλένδες τοῦ Σεπτεμβρίου (δηλ. κατὰ τὴν δεκάτη ἐνάτητοῦ Αὐγούστου), ἐπὶ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ, ἐνῶ ἡγεμόνας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ γιὰ μᾶς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μετάφραση: Γιῶργος Κυθραιότης.

Πηγή: Βιβλίο «Ἅγιος Μάμας, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Μόρφου» (ἐκδόσεις «Θεομόρφου»)