Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ (Σιμωνοπετρίτου),
«Ζωὴ ἐν πνεύματι» [Κατηχήσεις καὶ λόγοι -2]
ἐκδ. «Ὀρμύλια» 2003, σελ. 17 ἑπ.
. Τὸ ἄλλο ποὺ θὰ μπορεῖ νὰ
κάνη ἡ ψυχὴ εἶναι νὰ παραδεχθῆ καὶ νὰ πῆ: “Ἐγὼ θὰ μεριμνήσω γιὰ τὴν
γυμνότητά μου. Ἐγὼ θὰ ἀναγγείλω τὴν ἁμαρτία μου, θὰ ὁμολογήσω τὴν
ἁμαρτία μου, τὴν γυμνότητά μου. Καὶ ὅπως εἶμαι γυμνός, ἔτσι θὰ
παρουσιασθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ τοῦ πῶ: “Ντύσε μὲ Σύ”. Αὐτὸ χρειάζεται,
καταλαβαίνετε, πάρα πολὺ μεγάλη δύναμι. Χρειάζεται μίαν αὐθεντικότητα
ἐσωτερική, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ βγῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει
τίποτε ἄλλο. Ποιό θὰ εἶναι τὸ μέτρο, τὸ ὁποῖο θὰ μὲ πάει ἀπὸ ἐδῶ ἢ ἀπὸ
ἐκεῖ; Αὐτὸ ποὺ τὸ ὀνομάζουμε ἐγωισμός. Ὄχι ἐγωισμὸς μὲ τὴν ἔννοια τῆς
ἁμαρτίας ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς πλάστιγγος, αὐτῆς τῆς ζυγαριᾶς ποὺ εἶναι
μέσα μας καὶ ποὺ λέγεται ἐγώ.
. Θυμηθῆτε τὸν ἅγιο τῆς Ἰππῶνος, τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο. Πόσα
χρόνια ὑπέφερε καὶ ἤθελε νὰ μετανοήση! Γιατί; Ἐρχόταν σὲ σύγκρουσι μὲ τὸ
ἐγώ του. Πότε ἔβαζε τὸ ἐγὼ μπροστὰ στὴ φιλοσοφία. Ἡ φιλοσοφία τοῦ
ἔκλεινε τὸ δρόμο. Πότε ἔμπαινε μπροστὰ ἡ αἵρεσις, ὅπως ὁ Μανιχαϊσμός,
σὰν γνῶσις. Ἡ γνῶσις ἔμπαινε μπροστά, γινόταν ἕνα κάλυμμα, ποὺ τοῦ
σκέπαζε τὴν γυμνότητα. Ὅταν ἔσκυψε, ὅταν ταπεινώθηκε, τότε βαπτίσθηκε
μαζὶ μὲ τὸ νέο παιδί του. Τότε ἀπεκάλυψε τὴν γυμνότητά του καὶ τότε
ἐνεδύθη τὸ ἔνδυμα τῆς δικαιοσύνης, ποὺ τοῦ ἐφόρεσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Κατόπιν, βλέπετε, ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος!
. Εἶναι, λοιπόν, αὐτὴ ἡ πλάστιγγα αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐμεῖς τὸ
λέγομε ἐσωτερικὴ διάθεσις. Ἡ διάθεσις, τὸ ὑπομόχλιο αὐτό, εἶναι τὸ ἐγώ
μου. Πάνω σὲ αὐτὸ στηρίζομαι. Τί θὰ θελήση τὸ ἐγώ; Νὰ στηρίξη τὸν ἑαυτό
μου ἢ νὰ ἀρνηθῆ τὸν ἑαυτό του, τὸ “ἀπαρνησάσθω”, ποὺ λέγει ὁ Χριστός;
Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀπαρνηθῶ ἢ θὰ δεχθῶ τὸν ἑαυτό μου, τὸν κατώτερο
ἑαυτό μου.
. Λοιπόν, ἢ γυμνὸς ἢ θὰ ράψω φύλλα συκῆς. Ἐὰν θὰ μείνω
γυμνὸς – προσέξτε νὰ δεῖτε -, ὅταν θὰ παρουσιασθῶ γυμνὸς ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, τότε ἀρχίζει ἕνα τρίτο στάδιο τῆς πορείας τῆς ψυχῆς.
. Ἀκόμη δὲν μπήκαμε στὴν πορεία της. Ἀκόμη ἔχομε τὶς
προϋποθέσεις, ἔχομε τὶς προετοιμασίες, γιὰ ν᾽ ἀποφασίση ἡ ψυχὴ νὰ ζήση
μία ζωὴ χριστιανική. Ἔχομε τώρα τὴν ἔναρξι αὐτῆς τῆς πορείας. Αὐτὴ ἡ
πορεία εἶναι μία ἀνωστική, εἶναι μία ἄνω ὠθοῦσα δύναμις, ἢ καλύτερα,
εἶναι μία ἐπιστροφικὴ κίνησις, εἶναι πλέον μία ἐκτίναξις τῆς ψυχῆς, τὴν
ὁποία τὴν κάνει μόνη της. Πῶς, ὅταν μοῦ πεῖς κάτι ποὺ θὰ μὲ θίξη, ἀμέσως
τινάζομαι καὶ ἀντιδρῶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῶ; Ἔτσι καὶ ἐδῶ, εἶναι μία
ἐκτίναξις τοῦ εἶναι μου. Μία στιγμιαία, μία πηγαία, μία ἐσωτερικὴ
ἀντίδρασις.
. Ἡ ψυχή, ἑπομένως, πρέπει νὰ κάνη μίαν τοιαύτη ἐκτίναξι τοῦ
εἶναι της. Εἶναι ἐπιστροφικὴ θὰ πῆ: νὰ ἐπιστρέψη ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου ἐξῆλθε,
νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπιστρέψη μέσα στὴν πτωχεία
της. Θὰ μοῦ πεῖτε: “Πτωχὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος στὸν παράδεισο;”.
. Θυμηθεῖτε τὸν πρωτόπλαστο. Ἦταν πλούσιος, εἶχε τὰ σύμπαντα
δικά του. Τοῦ λέγει ὁ ὄφις: “Τί σοῦ εἶπε ὁ Θεός; Νὰ κάνης ἔτσι καὶ
ἔτσι, νὰ μὴ φᾶς ἀπὸ τὸν καρπὸ γιὰ νὰ γίνης θεός; Ἂν θὲς νὰ γίνης θεός,
ἂν θὲς νὰ κατακτήσης τὸν ὁρίζοντα, νὰ φᾶς ἀπὸ τὸν καρπὸ αὐτόν”.
. Τοῦ δεικνύει ἕναν ἄλλο δρόμο. Ἀναγκάζεται τώρα ἡ ψυχὴ νὰ
ἀναγνωρίση ὅτι εἶναι πολὺ πτωχὴ μπροστὰ στὴ σοφία ἑνὸς ὄφεως καὶ τρώγει,
γιὰ νὰ γίνη πλουσία, γιὰ νὰ γίνη θεός! Εἰς τὴν θέσι αὐτὴν βρίσκεται
τώρα καὶ ἡ δική μας ψυχή, μόλις ἔφαγε τὸν καρπό, μόλις κατάλαβε ὅτι
ἔτρωγε τὸν καρπό. Θὰ πρέπει, λοιπόν, τώρα ἡ ψυχὴ νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὴν
προτέρα πτωχεία της. Δηλαδὴ ἐκεῖ ποὺ ἐνόμιζε ὅτι ἦταν πτωχεία, νὰ
καταλάβη ὅτι ἡ πτωχεία της ἦταν ἡ ὀμορφιά της, ἦταν ἡ θεότητά της, ἦταν ὁ
προθάλαμος γιὰ τὸν οὐρανό. Θὰ κάνει ἐπιστροφικὴ κίνηση. Ἂς τὸ πῶ
διαφορετικά: θὰ κάνει μίαν κυκλικὴ κίνησι.
. Τί σημαίνει κυκλική; Γιατί λέγω κυκλική; Μία κίνησις
μπορεῖ νὰ εἶναι εὐθεία. Μία εὐθεία ὅμως εἶναι μὲν ταχυτέρα πάσης ὁδοῦ,
ἀλλὰ σὲ ἀπομακρύνει. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ εἶναι μία τεθλασμένη κίνησις.
Μπορεῖ νὰ εἶναι μία κυκλική, ποὺ σὲ φέρνει πάλι στὸν ἑαυτό σου. Σὲ
κυκλώνει. Ὁπότε ἡ κίνησις αὐτὴ ἡ κυκλική, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν ἔχει τὴν τάσι τῆς
ψυχῆς πρὸς τὰ ἔξω, ἀφ᾽ ἑτέρου ὅμως σὲ ἐπαναφέρει πάλι σὲ σένα.
. Ἑπομένως, ἔχομε τὴν κίνησι τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἀπωθήσεώς
μας, γιὰ νὰ ξαναπᾶμε ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου εἴχαμε ἐκτιναχθῆ, καὶ γι᾽ αὐτὸ εἴμεθα
πάλι μέσα στὸν ἑαυτόν μας. Δὲν ξεφεύγομε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας. Ὅπως εἶναι
ἡ ἀπώθησις, ποὺ λέγαμε προηγουμένως, ὅπως εἶναι ὑποκατάστασις ὅλα
ἐκεῖνα τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦμε, ὅπως εἶναι ἡ ἔνδυσις δι᾽ ἄλλων
πραγμάτων: τῆς σοφίας, τῆς δυνάμεως, τῆς γνώσεως, τῶν σχεδίων μας, τῆς
ἀρετῆς μας. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπικαλύμματα, εἶναι φυγὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας.
. Ἡ κυκλικότης μᾶς κρατάει μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ Θεοῦ καὶ
ταυτόχρονα εἴμεθα πάλι μέσα στὴν δική μας τὴν ζωή. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ὀνόμασα
ἐπιστρεπτική, διότι μᾶς ἐπιστρέφει. Καὶ κυκλική, διότι μένομε στὸν
πραγματικὸ ἑαυτόν μας, μένομε στὸ δικό μας τὸ εἶναι.
. Ἀρχίζομε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἡ ψυχὴ μένει καθ᾽
ἑαυτήν. Μένει – προσέξτε – μόνη της, χωρὶς τὸν Θεόν. Ὅταν κάνης κυκλικὴ
στροφή, ἔχεις τὴν τάσι νὰ φύγης πρὸς τὰ ἔξω – φυγόκεντρος κίνησις -, ἀπὸ
ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου εἶχες ἐκτιναχθεῖ. Τελικῶς, ὅμως ἐπειδὴ εἶσαι γερὰ
δεμένος, παραμένεις ἐκεῖ πάλι, γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου. Αὐτὸ μᾶς
ἐνδιαφέρει: μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, νὰ μείνω μὲ τὸν ἑαυτόν μου, γιὰ νὰ ἰδῶ
τὴν γύμνωσίν μου, τὴν ὁποίαν, ὅπως λέγαμε, πρέπει νὰ κατανοήσω
προηγουμένως.
https://christianvivliografia.wordpress.com