Ἡ Πορεία τῆς Ψυχῆς (2)
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ (Σιμωνοπετρίτου),
«Ζωὴ ἐν πνεύματι» [Κατηχήσεις καὶ λόγοι -2]
ἐκδ. «Ὀρμύλια» 2003, σελ. 17 ἑπ.
. Ἀλλά, ἐν ὅσῳ δὲν
νοιώθουμε ἕναν μεσότοιχο ἀνάμεσά μας καὶ στὸν Θεό, δὲν νοιώθομε ὅτι
εἴμαστε ἐξόριστοι, δὲν ὑπάρχει κἂν ἔναρξις σκέψεως γιὰ πνευματικὴ ζωή.
. Βλέπετε, ἀπὸ μίαν ἐποπτεία, ὄχι ἀπὸ μίαν ἀνάλυσι, παράστασι
ἀρχίζει ἡ πνευματικὴ ζωή. Αἰσθάνομαι τοῦτο ἐδῶ, τὸ νοιώθω ὅτι εἶναι
τοῖχος καὶ δὲν ξέρω τί γίνεται ἀπὸ πίσω.
. Ὅταν λοιπὸν ἡ ψυχὴ θὰ ἀντιληφθῆ τὴν ἀπόστασι, ποὺ
ὑπάρχει ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν καὶ στὸν Θεὸ – μία ἀπόστασι ποὺ ὅσο κι ἂν
φωνάξη, δὲν πρόκειται νὰ ἀκουσθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ – τότε θὰ ἀναλογισθῆ ὅτι
εἶναι πολὺ ἀφελὲς νὰ μὴν μπορῆ αὐτὴ νὰ μιλήση στὸν Θεό. Καὶ θὰ ζητήση νὰ
τὸν πλησιάση, νὰ τὸν φέρη κοντά της ἢ νὰ πάη ἐκείνη κοντὰ στὸν Θεό.
. Ὅταν ἡ ψυχὴ θὰ νοιώση αὐτὸ ποὺ λέμε “ἀπερριμμένη”, ὅτι
εἶναι κάτι τὸ πεταγμένο – ὅταν θὰ δῆς κάτι τὸ πεταγμένο, θέλεις νὰ τὸ
βάλης στὴ θέση του–, ὅταν θὰ αἰσθανθῆ ἡ ψυχή, αὐτὴ ἡ ψυχὴ ποὺ μπορεῖ νὰ
τὴν κατακλύζουν οἱ ἔπαινοι, οἱ κολακεῖες, οἱ ἀρετὲς πιθανόν, ἡ ἁγνότης, ἡ
καθαρότης, πνευματικὰ ἰδιώματα, ὁραματισμοὶ μεγάλοι, ἐφέσεις θεϊκές,
αὐτὴ ἡ ψυχή, παρ᾽ ὅλα ταῦτα, ἂν καταλάβη τελικὰ ὅτι εἶναι κάτι τὸ
πεταγμένο καὶ ποὺ θὰ πρέπει νὰ βρῆ τὴν θέσι του μέσα στὴν ἱστορία καὶ
μέσα στὸ κοινὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο ἀνήκει, τότε μπορεῖ νὰ πῆ:
“Θὰ ἀναζητήσω τὸν τόπο μου”.
. Ἑπομένως ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν αἴσθησι τῆς
ἐξώσεως, τῆς ὑπερορίας, τοῦ ὑψώματος τὸ ὁποῖο ἔχει ἐνώπιόν της, καὶ ἀπὸ
τὴν διάθεσι νὰ πάψη νὰ εἶναι κάτι τὸ πεταγμένο. Ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἔχει αὐτὴν τὴν αἴσθησι, δὲν ἀρχίζει ποτὲ τίποτε.
Μπορεῖ νὰ ζῆ χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ κατὰ τὸ λεγόμενον, κατὰ τὸ δοκοῦν,
κατὰ τὸν λόγον, κατὰ τὴν ἀντίληψι τοῦ νοὸς μπορεῖ νὰ ζῆ χριστιανικὴ ζωή.
Ἐφ᾽ ὅσον ὅμως δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατὴ αἴσθησις, δὲν βάλαμε ἀκόμη καμία ἀρχή.
“Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς” δὲν βάλαμε στὴ ζωή μας. Εἴμεθα ἀκόμη πολὺ μακριά,
γιὰ νὰ φθάσωμε στὸ σημεῖο νὰ βάλωμε τὸ “Εὐλογητός” τοῦ Μεσονυκτικοῦ –
ὄχι τοῦ ὄρθρου-, γιὰ νὰ πᾶμε ἐν συνεχείᾳ στὴν θεία Λειτουργία, ποὺ θὰ
μᾶς ἑνώση μὲ τὸν Θεὸ κατ᾽ εἰκόνα.
. Τὸ πρῶτο λοιπόν, στοιχεῖο ποὺ χρειάζεται ὡς ἐναρκτήριο εἶναι αὐτὴ ἡ αἴσθησις.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ