Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Σωτῆρα τεκοῦσάν Σε καὶ Θεόν Παρθένε

 

Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ.

Ο Μικρός και ο Μέγας Παρακλητικός Κανόνας είναι δύο αριστουργηματικά ποιήματα τα οποία ψάλλονται στους ιερούς Ναούς μας εναλλάξ  τα  απογεύματα  του  Δεκαπενταύγουστου. 

Δυο ύμνοι πασίγνωστοι, δημοφιλείς,  ταπεινή εξομολόγηση αμέτρητων ψυχών, θρηνητική και παρακλητική αναφορά του πληρώματος των πιστών στην Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, την Υπεραγία Θεοτόκο,  συνοψίζουν την πίστη της Εκκλησίας μας για το πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου, όπως μας την παρέδωσαν οι Πατέρες των  Οικουμενικών Συνόδων. Ταυτόχρονα εναποθέτουν στη στοργική αγκαλιά της  όλα τα βάσανα, τους καημούς, τους πειρασμούς, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, εκλιπαρώντας για βοήθεια και προστασία.

Ας υμνήσουμε και εμείς μετά των αγίων Αγγέλων όχι μόνο με λόγια και λέξεις, αλλά κυρίως με έργα αρετής και αγάπης, μιμούμενοι κατά το δυνατόν τον ανυπέρβλητο πλούτο της αρετής και την αγιότητα της Παναγίας μας, της Μητέρας των Χριστιανών, ώστε να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε σε όλα τα εμπόδια του παρόντος κόσμου που ζούμε και να φθάσουμε στη “μέλλουσαν πόλιν”(Εβρ.13,14) που επιζητούμε, τον αγιασμό και τη σωτηρία.

 

2.Σωτῆρα τεκοῦσάν Σε καὶ Θεόν Παρθένε

Η διακονία της Παναγίας στο μυστήριο της σωτηρίας

 

           Τὴν ἡμῶν σωτηρίαν, ὡς ἠθέλησας Σῶτερ, οἰκονομήσασθαι, ἐν μήτρᾳ τῆς Παρθένου, κατῴκησας τῷ κόσμῳ”, ψάλλουμε στο Μικρό Παρακλητικό Κανόνα και ο νους μας εισάγεται μέσα στο μυστήριο της σωτηρίας μας, της Θείας Οικονομίας. Καταπληττόμεθα από την σπουδαιότητα της διακονίας της Θεοτόκου Μαρίας για την πραγμάτωσή του ώστε σε άλλο σημείο  ο υμνωδός να αναφωνεί προς την Παναγία  και να λέγει: “Σὺ γὰρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν”,  διότι  εγέννησε τον “Θεὸν καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου”.

           Το ανθρώπινο γένος από την αρχή της ιστορίας του βιώνει  μια τραγωδία. Ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό, υπέπεσε στη δουλεία της αμαρτίας και κατά συνέπεια στη φθορά και το θάνατο. Έγινε δέσμιος του διαβόλου. Ο   άνθρωπος δεν μπορούσε να απαλλαγεί με τις δικές του δυνάμεις  από την αμαρτία και το θάνατο, και γι’ αυτό ο φιλάνθρωπος Θεός οικονόμησε,  δηλαδή σχεδίασε τον τρόπο της επέμβασής του  στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους ώστε να μας λυτρώσει από την αμαρτία, το διάβολο και το θάνατο(Εβρ. 2,14-15).  Επιλέγει  την αγνή,  άσπιλο  και ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, αυτό το σκεύος εκλογής, την Παρθένο  Μαρία η οποία γίνεται το μέσον για  να κατέλθει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος  στον κόσμο,  “γενόμενον ἐκ γυναικός”(Γαλ.4,4), όπως λέγει ο απ. Παύλος.

           Αυτή η υψηλή αποστολή της Παναγίας  φανερώθηκε με συμβολικό τρόπο κατά την Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Θεός προετοίμαζε την ανθρωπότητα για να δεχτεί την έλευση του Μεσσία. Γι’  αυτό και ο υμνωδός  προτρέπει: “Τόν ν ρει γίω δοξασθέντα, καί ν βάτω πυρί τό τς ειπαρθένου,  τ Μωυσ μυστήριον γνωρίσαντα, Κύριον μνετε,  καί περυψοτε,  ες πάντας τούς αώνας”. Μας λέγει δηλαδή  ότι ο Θεός κατέδειξε συμβολικώς  το μυστήριο της αειπαρθένου Μαρίας μέσω του θαυμαστού γεγονότος της φλεγόμενης και μη καιομένης βάτου. Όταν ο θεόπτης Μωυσής έβοσκε τα πρόβατά του στην έρημο του Σινά, στο σημείο που τώρα ευρίσκεται το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης,  ξαφνικά βλέπει μπροστά του ένα παράδοξο γεγονός: μία βάτος, ενώ φλεγόταν όμως  δεν καιγόταν, δεν γινόταν στάχτη.  Σε αυτό το σημείο  φανερώθηκε ο Θεός στον Μωυσή και του έδωσε την εντολή  να οδηγήσει τον λαό του Ισραήλ από τη δουλεία της Αιγύπτου στην ελευθερία. Ο υμνωδός  λέγει ότι αυτό το θαυμαστό γεγονός συμβολίζει την αειπάρθενο Μαρία. Όπως η βάτος, αν και είχε πάρει φωτιά αλλά δεν γινόταν στάχτη, έτσι και η Θεοτόκος Μαρία, αν και εγέννησε τον  Χριστό όμως παρέμεινε Παρθένος.

           Εάν ο Ιησούς ήταν ένα κοινός άνθρωπος όπως εμείς ασφαλώς αυτό θα ήταν παράλογο. Όλοι  οι άνθρωποι γεννηθήκαμε δια της φυσικής συνάφειας ανδρός και γυναικός. Αυτοί είναι οι νόμοι της φύσεως. Όμως η αειπάρθενος Μαρία, “ἔμελλε νὰ ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ”, όπως μας διδάσκει ο άγιος Νεκτάριος,   δεν γέννησε τον Ιησού δια της φυσικής συνάφειας  ανδρός διότι ο Ιησούς δεν ήταν ένας κοινός και απλός  άνθρωπος, όπως εμείς,  έστω άγιος, δεν ήταν ένας προφήτης,  ένας φιλόσοφος, όπως νομίζουν ορισμένοι, αλλά ο προαιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού, ο οποίος γεννάται  εκ του Πατρός  “πρὸ πάντων τῶν αἰώνων”. Όταν ενσαρκώθηκε, γεννήθηκε “ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου” και δεν είχε επίγειο πατέρα, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Αναγνωρίζοντας την αειπαρθενία της  Παναγίας  δεν σημαίνει ότι αποδοκιμάζουμε τον γάμο και  την τεκνοποιία,  τα οποία έχει ευλογήσει ο Θεός, αλλά ομολογούμε ότι  η Μαρία δεν γέννησε έναν απλό άνθρωπο αλλά Θεόν ενανθρωπήσαντα, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.

           Η ευλογημένη Μαρία,  “ἦν πρὸ τόκου Παρθένος, καὶ ἐν τόκῳ Παρθένος, καὶ μετὰ τόκον πάλιν Παρθένος διέμεινε”,  διότι όπως  μας διδάσκει και πάλι ο άγιος Νεκτάριος  οτιδήποτε έχει αφιερωθεί στο Θεό  παραμένει ιερό και άγιο αιωνίως,   πόσο μάλλον η  Παναγία, “ἡ ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν”,  η  αφιερωμένη στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Γι’  αυτό όχι μόνο στις Παρακλήσεις αναφωνούμε “ὦ Μῆτερ τοῦ Λόγου καὶ Παρθένε”, αλλά και σε άλλες προσευχές  και ύμνους ανυμνούμε  το αειπάρθενον της Θεοτόκου Μαρίας.

            Το μυστήριο αυτό είναι μεν παράδοξο και υπέρλογο, δηλαδή υπερβαίνει τις δυνατότητες του μυαλού μας να το κατανοήσει, όντας θαυμαστό γεγονός,  αλλά όχι όμως  παράλογο, διότι παραλογισμός είναι μόνο η αμαρτία την οποία εισήγαγε ο διάβολος στον κόσμο και την  κατήργησε ο Υιός της αειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας,  δια του σταυρικού Του θανάτου, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.