Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων·
ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος» (Ματθ. 14,24)
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, στὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 14,22-34) τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός; Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ἕως συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριός μας.
* * *
Ὅπως ἐδῶ ὑπάρχει ἡ λίμνη τῶν
Πρεσπῶν, ἔτσι στοὺς Ἁγίους Τόπους εἶνε μιὰ μεγάλη λίμνη ποὺ ὀνομάζεται
«θάλασσα τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 4,18· 15,29. Μᾶρκ. 1,16· 7,31) καὶ
«θάλασσα τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω. 6,1· 21,1) ἢ «λίμνη Γεννησαρέτ» (Λουκ.
5,1). Ἀπὸ τὴ λίμνη αὐτὴ διέρχονται τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ·
ἁγιασμένη λίμνη. Ἐκεῖ λοιπὸν μιὰ νύχτα ταξίδευε ἕνα μικρὸ σκάφος.
Ἐπιβάτες μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους ἦταν οἱ δώδεκα μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ·
αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦσαν γι᾽ αὐτὸν ὅ,τι πιὸ ἀγαπητό, τὴ μελλοντικὴ
Ἐκκλησία του. Ὁ ἴδιος ποῦ βρισκόταν; Ἔμεινε μόνος στὴν ἔρημο. Εἶχε
ἀνεβῆ στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ καὶ ὅλη τὴ νύχτα προσευχόταν…
Τ᾽ ἀκοῦμε, ἀγαπητοί μου ὅλοι ἐμεῖς, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ποὺ
δὲν ἀγαποῦμε τὴν προσευχὴ ἀλλ᾽ ὅταν βρεθοῦμε λίγη ὥρα στὴν ἐκκλησία
κουραζόμαστε; Ὁ Κύριός μας διανυκτέρευε, λέει (βλ. Λουκ. 6,12),
ἀγρυπνοῦσε ὅλη τὴ νύχτα, προσευχόμενος γιὰ τοὺς μαθητάς του καὶ γιὰ
ὅλο τὸν κόσμο. Ἀπὸ ᾽δῶ πῆραν οἱ Χριστιανοὶ στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα
χρόνια, ἰδίως στὸν Πόντο, τὴ συνήθεια νὰ σηκώνωνται τὴ νύχτα καὶ νὰ
προσεύχωνται, νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεό. Ἱερὲς συνήθειες αὐτές, ποὺ
δυστυχῶς ἐξαλείφονται στὸ σημερινὸ αἰῶνα τῆς διαφθορᾶς.
Προσευχόταν λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐνῷ
τὸ καραβάκι ταξίδευε. Στὴν ἀρχὴ ὁ καιρὸς ἦταν καλός. Ἀλλ᾽ ἀπὸ κάποια
ὥρα ἄρχισε νὰ φυσάῃ ἄνεμος, ποὺ ὅλο καὶ δυνάμωνε. Ἦταν ἕνα μπουρίνι,
ποὺ ἔκανε τὴ λίμνη νὰ ταραχτῇ καὶ νὰ σηκώσῃ κύματα μεγάλα. Τὸ πλοιάριο
χόρευε τώρα σὰν τρελλὸ μὲ κίνδυνο ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ
καταποντιστῇ. Οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κίνδυνο αὐτὸν εἶχαν
ἀπελπιστῆ. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, βλέπουν ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ σκοτάδι
κάτι νὰ κινῆται πάνω στὰ κύματα. Τί εἶν᾽ αὐτό; Θεέ μου, ξεφώνισαν
ταραγμένοι, φάντασμα!… Δὲν ἦταν ὅμως φάντασμα· δὲν ὑπάρχουν
φαντάσματα. Ἦταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός! Περπατοῦσε πάνω στὰ
κύματα καὶ τοὺς φωνάζει· –Θάρρος, παιδιά· ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶστε.
–Μά, θὰ πῆτε, εἶνε δυνατὸν ἄνθρωπος νὰ περπατάῃ πάνω στὸ νερό;…
Τί παραξενεύεστε; Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχῃ τρόπο νὰ ἐπιπλέῃ στὸ νερό, πόσῳ
μᾶλλον ὁ Δημιουργός του!
Ὁ Πέτρος τολμᾷ καὶ λέει· –Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, πρόσταξέ με νὰ
᾽ρθῶ πρὸς ἐσένα πάνω στὰ νερά. –Ἔλα, τοῦ λέει ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Πέτρος,
ἀφοῦ κατέβηκε ἀπ᾽ τὸ πλοῖο, περπάτησε πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ ἔλθῃ πρὸς
τὸν Ἰησοῦ. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως, βλέποντας δυνατὸ τὸν ἄνεμο, τὸν κυρίευσε
φόβος κι ἀρχίζοντας νὰ βουλιάζῃ φώναξε· –Κύριε, σῶσε με! Ἀμέσως ὁ
Χριστὸς ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τὸν ἔπιασε λέγοντας· –«Ὀλιγόπιστε! εἰς τί
ἐδίστασας;» (Ματθ. 14,31). Καὶ μόλις ἀνέβηκαν στὸ πλοῖο ὁ ἄνεμος
κόπασε κ᾽ ἡ θάλασσα γαλήνεψε. Ὅσοι ἦταν μέσα στὸ πλοῖο ἦρθαν καὶ
προσκύνησαν τὸν Ἰησοῦ λέγοντας· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ» (ἔ.ἀ. 14,33).
Αὐτὰ λέει τὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε ἕνα θαῦμα. Ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ θαῦμα δὲν
ἔγινε μόνο τότε· ἐπαναλαμβάνεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ξέρετε τί
εἶνε; μία «φωτογραφία» τῆς μικρῆς πατρίδας μας. –Μὰ πῶς εἶνε
φωτογραφία μας;
* * *
Ἀκοῦστε, ἀγαπητοί μου, πῶς μπορεῖ νὰ δῇ κανεὶς τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀλληγορικά.
Ὅπως ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πάντοτε γαλήνη, ἀλλὰ ἔρχονται ὧρες ποὺ
ἀναταράζεται καὶ σηκώνει κύματα καὶ προκαλεῖ ναυάγια καὶ καταστροφές,
ἔτσι καὶ ἡ ζωή, ἡ προσωπικὴ τοῦ καθενὸς ἀλλὰ καὶ συνολικὰ τῆς
ἀνθρωπότητος, εἶνε μιὰ θάλασσα συχνὰ φουρτουνιασμένη. Λίγο καιρὸ
ἔχουμε εἰρήνη καὶ αἴφνης πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ ἀνάβει πόλεμος· τρέμουν
καρδιές, πέφτουν θύματα, γίνονται συμφορές, βασιλεύει ὁ φόβος. Ὅπως
στὴ θάλασσα ξεσποῦν καταιγίδες θύελλες τυφῶνες, ἔτσι καὶ στὴν πορεία
τοῦ κόσμου ταραχὲς ποὺ σαρώνουν.
Καὶ ὅπως στὴ θάλασσα ταξιδεύουν σκάφη μικρὰ (βαρκοῦλες,
ἱστιοφόρα, πλοῖα γραμμῆς, φορτηγὰ κ.λπ.) ἀλλὰ καὶ μεγάλα ὑπερωκεάνια,
ἀεροπλανοφόρα καὶ τάνκερ ἑκατοντάδων χιλιάδων τόννων, ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ
τῆς ἀνθρωπότητος ἐμφανίζονται ἔθνη καὶ κράτη μικρά, ποὺ μοιάζουν μὲ
βαρκοῦλες, καὶ κράτη μεγάλα καὶ ἰσχυρά, ποὺ μοιάζουν μὲ θωρηκτά.
Ἡ πατρίδα μας μπροστὰ στοὺς κολοσσοὺς τῶν μεγάλων κρατῶν εἶνε
μιὰ μικρὴ βαρκούλα. Ἀλλὰ τί βλέπει κανεὶς ἀνοίγοντας τὴν Ἱστορία·
αὐτοκρατορίες, ποὺ ἔπλεαν σὰν θωρηκτὰ καὶ φαίνονταν ἀκλόνητες,
καταποντίστηκαν κι ἀφανίστηκαν, σὰν ἐκεῖνο τὸν «Τιτανικό» ποὺ βυθίστηκε
τὸ 1912 στὸν Βόρειο Ἀτλαντικό. Ποῦ εἶνε, σᾶς ἐρωτῶ, οἱ αὐτοκρατορίες
τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Περσῶν, τῶν Αἰγυπτίων; ποῦ εἶνε οἱ
αὐτοκρατορίες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ναπολέοντος; Πέρασαν,
ἔσβησαν, σχεδὸν ξεχάστηκαν· μόνο ἐρείπια κι ἀπομεινάρια τὶς θυμίζουν ἢ
στοὺς τόπους τῶν ἀνασκαφῶν ἢ στὰ ἀρχαιολογικὰ μουσεῖα. Στὸν καιρό
τους ἦταν τὰ «πλοῖα» τὰ μεγάλα ποὺ φαίνονταν ἀβύθιστα· καὶ ὅμως
βυθίσθηκαν. Καὶ μέσα στὸν ὠκεανό –περίεργο πρᾶγμα– μιὰ βαρκούλα μὲ τὴ
σημαία τοῦ σταυροῦ συνεχίζει νὰ πλέῃ, δὲν καταποντίστηκε. Ταξιδεύει
τρεῖς χιλιάδες τώρα χρόνια. Ποιά εἶνε ἡ βαρκούλα αὐτή; Ἡ γλυκειά μας
πατρίδα! Πόσες θύελλες πέρασε! Σπανίως γνώρισε ἡμέρες εἰρήνης καὶ
ἡσυχίας. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, λόγῳ καὶ τῆς γεωγραφικῆς θέσεώς της, ἦταν
ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ ποὺ ἀπέκρουε ἐπιθέσεις καὶ ἦταν πάντα ἐπὶ σκοπόν.
Γνώρισε μεγάλες ἀπειλές. Στὴν ἀρχαιότητα ἀπὸ τοὺς Πέρσες. Στὸ
Βυζάντιο ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ τοὺς Σαρακηνούς. Μετά, ἀπὸ τοὺς
«πολιτισμένους» καὶ «χριστιανοὺς» σταυροφόρους τῆς Δύσεως. Ἀργότερα ἀπὸ
τὰ τέκνα τῆς Ἄγαρ, τοὺς Τούρκους τοῦ Μωάμεθ, ποὺ –γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας–
τελικὰ κυρίευσαν τὴν Βασιλίδα τῶν πόλεων, γκρέμισαν τὸν τίμιο σταυρὸ
ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ ὕψωσαν τὸ μισοφέγγαρο. Καὶ τότε οἱ
«χριστιανοὶ» Εὐρωπαῖοι εἶπαν· Πάει ἡ Ἑλλάδα! Ἡ Ἑλλάδα ὅμως δὲν χάθηκε.
Ὕστερα ἀπὸ τετρακόσα καὶ πεντακόσα χρόνια σκληρῆς δουλείας ὕψωσε πάλι
τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ ἡ βαρκούλα ἐξακολούθησε νὰ πλέῃ στοὺς ὠκεανούς.
Μὰ πάλι ἦρθε ἄλλη θύελλα χειρότερη ἀπὸ τὴν πτῶσι τῆς Πόλεως, ἡ
Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τοῦ 1922. Ἕνα μεγάλο ὄνειρο ἔσβησε γιὰ τὸν
ἑλληνισμό. Πῶς νὰ μὴ θρηνήσῃ ὁ Χριστιανὸς πατριώτης; Ἑλλάδα εἶνε ἡ
Μικρὰ Ἀσία καὶ ὁ Πόντος. Ἕνας ἑλληνισμὸς μὲ ῥίζες ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ
Ὁμήρου· ἑλληνισμὸς μὲ τριάντα μητροπόλεις καὶ χιλιάδες ναοὺς καὶ
ἐξωκκλήσια, μὲ πέντε χιλιάδες σχολεῖα καὶ ἐκπαιδευτήρια, μὲ μοναστήρια
ἔνδοξα· ἑλληνισμὸς μὲ θυσίες καὶ μαρτύρια, μιὰ γῆ ποὺ ὅπου σκάψῃς
βρίσκεις λείψανα ἁγίων καὶ μαρτύρων· αὐτὸς ὁ ἑλληνισμὸς χάθηκε. Ἔτσι
εἶνε· γιὰ νὰ γίνῃ ἕνα ἔθνος θέλει χίλια χρόνια, γιὰ νὰ καταστραφῇ φτάνει
μιὰ κακιὰ στιγμή. Τὰ παιδιὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου, ποὺ εἶχαν
περιουσίες καὶ ζοῦσαν ἐκεῖ σὲ γῆν ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα, τ᾽ ἄφησαν ὅλα
καὶ γυμνοὶ – ξυπόλητοι, μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια ἦρθαν ἐδῶ. Δὲν πῆραν μαζί
τους τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων.
Ἤμουν 15 ἐτῶν παιδί, ὅταν στὸ μικρὸ νησί μου ἀκούγαμε καμπάνες
νὰ χτυπᾶνε θλιβερά, ὅτι «Ἔρχονται οἱ πρόσφυγες!». Κλείσαμε τὰ σχολεῖα,
πήγαμε ὅλος ὁ κόσμος στὴν παραλία. Τί νὰ δοῦμε· βγῆκαν οἱ καημένοι
ῥακένδυτοι, πειναλέοι, κρατώντας τὶς εἰκόνες. Μόλις πάτησαν στὴ
στεργιά, φίλησαν τὸ χῶμα τῆς πατρίδος καὶ εἶπαν «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Πάλι τότε οἱ Εὐρωπαῖοι ἔγραψαν· Πάει ἡ Ἑλλάδα! Γιατὶ ἦταν
δυνατὸν σὲ μιὰ «βαρκούλα» νὰ χωρέσουν δύο ἑκατομμύρια πρόσφυγες; Καὶ
ὅμως ἔγινε θαῦμα. Οἱ ἀδελφοί μας αὐτοὶ κοπίασαν, μόχθησαν. Ἔμεναν σὲ
καλύβες, μὲ λαμπάδες. Μὲ τὰ ἐλάχιστα μέσα ποὺ εἶχαν καὶ μὲ γαϊδουράκια
καλλιέργησαν βῆμα πρὸς βῆμα τὴ γῆ καὶ τὴν ἔκαναν περιβόλι.
* * *
Νά τὸ θαῦμα, ἀδελφοί μου. Ἡ
βαρκούλα ταξιδεύει στὸν ὠκεανό! Ποῦ εἶνε οἱ ἐχθροί μας; Δὲν εἶμαι
προφήτης, ἀλλὰ μὲ πίστι στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἀποκάλυψι λέω, ὅτι
μεγάλες αὐτοκρατορίες, ποὺ σήμερα ἀπειλοῦν τὸν κόσμο, θὰ σβήσουν· ἡ
βαρκούλα ὅμως αὐτὴ θὰ πλέῃ.
Παιδιὰ τοῦ Πόντου καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, παιδιὰ τοῦ μαρτυρίου
καὶ τοῦ θριάμβου, κρατῆστε τὴν πίστι τῶν πατέρων μέχρι τέλους· καὶ ὁ
Κύριος θὰ εἶνε μαζί σας χορηγῶν ὑμῖν «ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια ἀγαθά»
(τελ. εὐχ. Ὄρθρ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νεομαρτύρων Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 28-8-1983 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 15-7-2022.