Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ῥωμανίδου (†)
Ὅταν κάποιος δῆ τὸν Θεόν, ἡ πίστις καὶ ἡ
ἐλπὶς καταργοῦνται καὶ μένει μόνον ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ λέγει ξεκάθαρα ὁ
ἀπόστολος Παύλος. Ἡ πίστις δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεὸν μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ
νοήματά της, καθὼς καὶ ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ
νοήματά της καταργοῦνται, ὅταν κανεὶς βλέπη τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη.
Τὰ νοήματα ἀντικαθίστανται τότε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν θέα τοῦ ἀγαπωμένου.
Τότε ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται, δηλαδὴ βλέπει τὸν Χριστὸ ἐν δόξῃ, και μετέχει
στήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὑφίσταται μέθεξι Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἀντιμετωπίζουν τοὺς
συνανθρώπους των μὲ βάση τὶς ἤδη διαμορφωμένες γι’ αὐτοὺς ἀντιλήψεις.
Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος ποὺ ἀντικρύζει τὸν Χριστὸν κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, δηλαδὴ ἐκεῖνος
στὸν ὁποῖον ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστὸς μὲ τὴν δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του
φύσι, δὲν μπορεῖ νὰ κρατήση τότε στὸν νοῦ του κανένα ἀνθρώπινο νόημα ἢ
προηγούμενη γνώμη, ποὺ ἐνδεχομένως εἶχε σχηματίσει γιὰ τὸν Χριστό, διότι
δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως στὴν ὑλικὴ ἢ ἄϋλη δημιουργία, τίποτε τὸ
κτιστὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ νὰ μοιάζη μὲ τὴν
ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς δόξης τοῦ δεδοξασμένου Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον
τώρα ἀντικρύζει.
Ἁπλῶς δέχεται τὸν Χριστὸ ὅπως τὸν
βλέπει. Οὔτε νὰ Τὸν περιγράψη μπορεῖ οὔτε νὰ μιλήση γι’ Αὐτὸν μὲ
ἀντικειμενικότητα μπορεῖ. Διότι δὲν ὑπάρχουν ἀνθρώπινες λέξεις, ποὺ νὰ
μποροῦν νὰ περιγράψουν τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ, τῆς
θεϊκῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης
μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε τὸ ἑξῆς: Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως στὴν
Χριστιανικὴ παράδοσι δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ κανενὸς εἴδους ἔκστασι.
Δὲν εἶναι ἔκστασις οὔτε ἔχει νὰ κάνη μὲ τὸ λογιστικό τοῦ ἀνθρώπου μόνο,
διότι κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως μετέχει ὅλος ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σῶμα
του δηλαδή, μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις του ἐν πλήρει λειτουργία. Ὁ ἄνθρωπος,
ὅταν βλέπη τὸν Χριστὸν ἐν δόξῃ, βρίσκεται σὲ κατάστασι πλήρους
ἐγρηγόρσεως. Ὁπότε δὲν βλέπει μόνο ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ βλέπει
καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.
…Τὸ ἄκτιστο Φῶς, ὅταν ὀρᾶται, εἶναι πολὺ πιὸ φωτεινὸ σὲ ἔντασι ἀπὸ τὸ
φῶς τοῦ ἡλίου καὶ διαφορετικῆς φύσεως ἀπὸ αὐτό. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Φῶς τῆς
Μεταμορφώσεως. Ἀλλὰ τὸ Φῶς αὐτὸ δὲν εἶναι κἂν φῶς, ὅπως τὸ ἐννοοῦμε,
ὅπως τὸ γνωρίζομε ἐμεῖς τὸ φῶς. Γιατί; Διότι ὑπερβαίνει τὸ φῶς!
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὴν κατάστασι αὐτὴ τοῦ δοξασμοῦ, ὅταν παρέλθη ἡ
ὅρασις τοῦ Φωτός, συνεχίζει νὰ συναναστρέφεται κανονικὰ μὲ τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του, γιὰ ὅσο διάστημα συνεχίζεται αὐτὴ ἡ
θεωτικὴ ἐνέργεια ἐπάνω του. Αὐτὸ τὸ βλέπομε καθαρὰ στοὺς βίους τῶν
Ἁγίων. Βλέπομε δηλαδὴ ὅτι, ὅταν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σὲ ὑπὲρ φύσιν
κατάστασι, συνεχίζει νὰ συναναστρέφεται τοὺς ἄλλους γύρω του μὲ μόνη τὴ
διαφορὰ ὅτι δὲν τρώγει, δὲν πίνει, δὲν κοιμᾶται, δὲν πηγαίνει γιὰ φυσική
του ἀνάγκη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς καταστάσεως αὐτῆς, διότι βρίσκεται σὲ
ὑπὲρ φύσιν κατάστασι καὶ τὸν συντηρεῖ στὴν ζωὴ μόνη ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Ὁπότε, ἂν αὐτὴ ἡ κατάστασις διαρκέση π.χ. 40 ἡμέρες καὶ 40 νύχτες, ὅπως
συνέβη στὸν Μωϋσῆ στὸ ὅρος Σινά, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ τόσες ἡμέρες καὶ
νύχτες δὲν κοιμᾶται, δὲν κουράζεται, δὲν τρώει, δὲν πίνει κλπ. Εἶναι
δηλαδὴ ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ ἀδιάβλητα πάθη, τὰ φυσικὰ πάθη τοῦ σώματος. Καὶ
τοῦτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τοῦ
πεπτικοῦ συστήματος καθὼς καὶ τοῦ ὕπνου καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπίγειος
ἄγγελος. Κατὰ τὰ ἄλλα ὅμως συμπεριφέρεται ὅπως οἱ ἄλλοι. Περπατάει,
μιλάει, συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἄλλους, μπορεῖ νὰ διδάσκη κλπ. καὶ
ταυτόχρονα νὰ βρίσκεται καὶ στὴν κατάστασι αὐτή.