Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΕΙΚΟΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ

 

 Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ. 

Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΕΙΚΟΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ*

     Η σημαντική θέση και παρουσία των Iερών Eικόνων μέσα στον λατρευτικό μας βίο και την εν γένει Ορθόδοξη Θεολογία, δεν έχει ανάγκη κάποιας ιδιαίτερης επιχειρηματολογίας, καθώς αυτή αποδεικνύεται μέσα από την όλη λειτουργία του εκκλησιαστικού μας βίου έτσι όπως φανερώνεται μέσα στη λατρεία, την πνευματική ζωή και την τέχνη.

Όταν το 726 ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος ανακοίνωσε δημοσίως τις εικονομαχικές του πεποιθήσεις διατάσσοντας την αποκαθήλωση της εικόνας του Χριστού που βρισκόταν πάνω από τη Χαλκή Πύλη του ανακτόρου της Κωνσταντινούποληςi, ασφαλώς δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι η πολεμική του, όπως και η πολεμική των άλλων εικονομάχων αυτοκρατόρων εναντίον των ιερών εικόνων, θα παρείχε μια θαυμάσια ευκαιρία στην Ορθόδοξη Θεολογία να προσδιορίσει τις βασικές θεολογικές προϋποθέσεις από τις οποίες προσδιορίζεται η προσκύνηση και η τιμή των ιερών εικόνων, ώστε να μην χωρά καμία περαιτέρω αμφισβήτηση στο μέλλον. Αν και τα αίτια της εικονομαχικής έριδος δεν είναι απολύτως σαφή, όμως, πέρα από τα θεολογικά και τα κοινωνικά, αυτά προσδιορίστηκαν επίσης και από την εμφάνιση μιας νέας θρησκείας στον ευρύτερο χώρο της Ανατολής, το Ισλάμii. Πράγματι, η έναρξη της εικονομαχικής έριδος συμπίπτει με την ολοκλήρωση ενός αιώνα παρουσίας αυτής της νέας θρησκείας η οποία εξάπαντος είναι ανεικονική και ταυτόχρονα εικονομαχική. Αναμφίβολα, οι ανεικονικές αντιλήψεις του Ισλάμ επηρέασαν ως ένα βαθμό τις εικονομαχικές αντιλήψεις τον 8ου και 9ου αιώνα στην ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Σκοπός της παρούσης εισηγήσεως είναι να περιγράψουμε τη Θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας μας σχετικά με τις ιερές εικόνες σε αντιπαράθεση με τις ανεικονικές αντιλήψεις του Ισλάμ και των ομοφρόνων τους βυζαντινών εικονομάχων, να προβάλλουμε τα επιχειρήματα των Πατέρων μας υπέρ της προσκύνησης των ιερών εικόνων αντιπαραβάλλοντάς τα με τις εικονομαχικές πεποιθήσεις του Ισλάμ και εν τέλει να παρουσιάσουμε την θέση της πατερικής μας Θεολογίας γύρω από την τιμητική προσκύνηση των πάνσεπτων και ιερών εικόνων της Εκκλησίας μαςiii.

Tον 8ο αιώνα, στην ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία η εικονομαχία μετέβαλε την αυτοκρατορία σε θέατρο σοβαρών εσωτερικών αναταραχών για περίπου έναν αιώνα. Κατά την εποχή που εξετάζουμε οι πρώτοι πάντως που έλαβαν μέτρα κατά των εικόνων δεν ήταν οι Bυζαντινοί αλλά οι μουσουλμάνοι όπως ο μουσουλμάνος διοικητὴς της Αιγύπτου το 688-689iv. Επίσης, ο χαλίφης Γιαζίντ B’ (720-724), του μουσουλμανικού χαλιφάτου των Ομεϋαδών της Συρίας, σύγχρονος του αυτοκράτορα Λέοντα, ο οποίος διέταξε το 723 την καταστροφή όχι μόνο των χριστιανικών εικόνων, αλλά όλων των απεικονίσεων φυσικών προσώπων που υπηρετούσαν λατρευτικούς σκοπούςv. Δεν πρέπει, λοιπόν, να είναι συμπτωματικό ότι λίγα χρόνια μετά το διάταγμα του Γιαζίντ B’, «μεταλαβὼν δὲ ταύτης τῆς πικρᾶς καὶ ἀθεμίτου κακοδοξίας», όπως επισημαίνει ο ιστορικός Θεοφάνηςviάρχισε και ο αυτοκράτορας Λέων να θέτει σε κίνηση τον εικονοκλαστικό μηχανισμό του, εκφραζόμενος και ο ίδιος δημόσια εναντίον των εικόνων και το 730 εξέδωσε το γνωστό διάταγμα κατά των εικόνωνvii.

Είναι βέβαιο λοιπόν ότι η έκρηξη της εικονομαχίας σχετίζεται σε πολλά σημεία με την επαφή του Bυζαντίου με το Iσλάμ το οποίο είναι ανεικονική θρησκεία και αποστρέφεται την ύπαρξη εικονικών παραστάσεων. Ταυτόχρονα, η θρησκεία του Ιουδαϊσμού, από την οποία επηρεάστηκε το Ισλάμ, ήταν διαδεδομένη στις ανατολικές επαρχίες ενώ ήταν ιδιαίτερα αυστηρή στην απαγόρευση των εικόνων. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η εικονομαχία γεννήθηκε στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, χώροι που δέχονταν πιο έντονα την επίδραση του μουσουλμανικού και εβραϊκού στοιχείου, συνεπικουρούμενων με τις διδασκαλίες διαφόρων αιρετικών χριστιανικών κύκλων που δρούσαν εκεί, όπως των Παυλικιανώνviii. Οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν πολύ διαδεδομένες στους αγρότες της γειτονικής, με το Ισλάμ, Μικράς Ασίαςix και επίσης ανώτεροι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι της περιοχής, όπως ήταν ο μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως Θωμάς και ο επίσκοπος Νακωλείας Κωνσταντίνος ήταν εικονομάχοιx. Άλλωστε και οι εμπνευστές της εικονομαχίας, η δυναστεία των Ισαύρων κατάγονταν από τις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας που γειτνίαζαν με αραβοκρατούμενες επαρχίεςxi. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σύγχρονοι τού Λέοντα τον αποκαλούσαν «σαρακηνόφρονα»xii.

Μπορεί να ακουστεί παράδοξο, όμως πουθενά στο Κοράνιο δεν απαγορεύονται ρητώς οι απεικονίσεις προσώπων παρά μόνο στο κεφάλαιο 5 που επιγράφεται «ελ-Μάντνε», στίχος 90, όπου αναφέρονται τα εξής: «Τα οινοπευματώδη ποτά κι η χαρτοπαιξία, η αφιέρωση στ΄αγάλματα(είδωλα) είναι σιχαμερά έργα του Σατανά. Να απέχετε». Τότε όμως, πώς προέκυψε η πεποίθηση ότι απαγορεύονται οι απεικονίσεις; Η απάντηση είναι ότι προέκυψε από τα «χαντίθ» (Hadith), δηλαδή τις γραπτές συλλογές με τον λόγο και τις πράξεις του Μωάμεθ ή την έγκρισή του για ό,τι ειπώθηκε ή τελέστηκε ενώπιόν του και οι οποίες έρχονται αμέσως δεύτερες σε σημασία για την μουσουλμανική πίστη μετά από το ίδιο το Κοράνιοxiii. Οι παραδόσεις αυτές θεωρούνταν ότι συμπλήρωναν την διδασκαλία του Κορανίου και περιείχαν διάφορα περιστατικά, αποφθέγματα του Μωάμεθ και γεγονότα, που μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα και μαρτυρούνταν από αυτόπτες μάρτυρες της πρώτης ισλαμικής γενιάςxiv. Αυτά τα κείμενα για τα οποία υπάρχει η πεποίθηση ότι καταγράφουν λόγια και πράξεις του Μωάμεθ απαγορεύουν τις εικόνες έμψυχων όντων οι οποίες επιφέρουν τη θεϊκή τιμωρίαxv. Η μόνη αποδεκτή μορφή εικαστικής τέχνης στο Ισλάμ είναι τα γεωμετρικά σχήματα και η καλλιγραφία.

Σύμφωνα με τη θρησκεία του Ισλάμ οποιοδήποτε είδος εικόνας ή αναπαράστασης ισοδυναμεί με είδωλο και αποτελεί ειδωλολατρεία. «Διαβάλλουσιν ἡμᾶς ὡς εἰδωλολάτρας προσκυνοῦντας τὸν σταυρόν, ὅν καὶ βδελύσσονται», επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στην πολεμική του εναντίον του Ισλάμxvi. Είναι άξιο αναφοράς ότι οι μουσουλμάνοι στη συγκεκριμένη αναφορά του αγίου θεωρούν τον Σταυρό όχι απλώς είδωλο αλλά και βδέλυγμα. Είναι αδιανόητο γι’ αυτούς πώς ο τίμιος Σταυρός μπορεί να είναι όπλο σωτηρίας και δύναμης για τους χριστιανούς. Στη συγκεκριμένη ισλαμική θεώρηση στοιχίζεται απόλυτα και ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων σε επιστολή του προς τον πάπα Ρώμης Γρηγόριο Β΄. Αναφέρει τα εξής: «Οι εικόνες είναι σαν τα είδωλα. Και άρα αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες. Όμως δεν πρέπει να προσκυνούμε κατασκευάσματα των ανθρώπινων χεριών και κάθε είδους είδωλο. Πληροφόρησέ με ποιος μάς κληρονόμησε αυτή την παράδοση, δηλαδή να σεβόμαστε και να προσκυνούμε κατασκευάσματα χεριών, και εγώ θα συμφωνήσω ότι αυτό είναι νόμος του Θεού»xvii.

Οι Πατέρες της εκκλησίας απέκρουσαν την πολεμική των εικονομάχων, είτε χριστιανών είτε μουσουλμάνων, και αποδοκίμασαν την αναλογία εικόνας και ειδώλων. Βασικό στοιχείο που αποκλείει την ταύτιση εικόνας και ειδώλου είναι η σχέση και η ομοιότητα των εικόνων με τα αρχέτυπά τους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ορίζει την εικόνα ως «μίμημα»xviii, ομοίωμα δηλαδή του πρωτοτύπου και κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, εικόνα είναι το «ὁμοίωμα καί κτύπωμά τινος ν αυτώ δεικνύον τό εικονιζόμενον»xix. Η λέξη «ὁμοίωμα» είναι πολύ σημαντική διότι δείχνει ένα βασικό δεσμό ανάμεσα στο πρωτότυπο και το εικονιζόμενο. Άλλωστε και η λέξη «εικόνα» προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «εἴκω» ή «ἔοικα», δηλαδή ομοιάζωxx, και σημαίνει το ομοίωμα, δηλαδή την αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Υπάρχει μία σχέση ομοιότητας εικόνας και πρωτοτύπου αλλά όμως και μία διαφορά: το πρωτότυπο και η εικόνα δεν ταυτίζονται κατά τη φύση τους. Η ομοιότητα εικόνας και πρωτοτύπου υποδεικνύει ότι η εικόνα εξαρτάται από την πραγματικότητα του εικονιζομένου και, κατά τον άγιο Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως, το πρωτότυπο φανερώνεται μέσω της εικόναςxxi. Ενώ τα είδωλα απεικονίζουν ανύπαρκτα πρόσωπα και ανυπόστατα πρωτότυπα, η εικόνα απεικονίζει τον όντως όντα ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού, την όντως και αληθώς Θεοτόκο και τους αγίους της Εκκλησίας μας. Κατά τον άγιο Νικηφόρο, το είδωλο είναι «νυπάρκτων τινν και νυποστάτων νάπλασμα»xxii, δηλαδή το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, όπως οι ανυπόστατοι θεοί των ειδωλολατρών, ενώ της εικόνας είναι ένα υπαρκτό πρόσωποxxiii. Η εικόνα απεικονίζει τον όντως όντα Θεό της Βίβλου, ενώ τό είδωλο δέν απεικονίζει μιά πραγματική θεότητα.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, αναφερόμενοι στην έννοια της εικόνας τη διακρίνουν σε φυσική ή γεννητήxxiv και σε τεχνητή ή κατά μίμησινxxv. Η φυσική εικόνα του Θεού Πατρός είναι ο Υιός και Λόγος Του, «ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», (Κολ. 1,15), όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος. Ο Θεός Πατήρ είναι το αιώνιο αρχέτυπο και η φυσική αιτία που γεννά το μονογενή Υιό, τη φυσική και απαράλλακτο Εικόνα τουxxvi. Η λέξη «εικόνα», με αυτή την έννοια, εκφράζει το ομοούσιο και την ενότητα της Θεότητας. Εφόσον ο Υιός είναι Εικόνα του αϊδίου αρχετύπου, που είναι ο Πατήρ, όποιος αρνείται την προσκύνηση των ιερών εικόνων και δεν τις τιμά αρνείται και την προσκύνηση του Χριστού εφόσον είναι η Εικών του Θεού Πατρόςxxvii. Ταυτόχρονα, όποιος δεν προσκυνά την Εικόνα του Θεού Πατρός, που είναι ο Υιός, δεν προσκυνά ούτε τον Θεό Πατέρα διότι η προσκύνηση του Υιού μεταβαίνει στον ίδιο τον Πατέρα, ο οποίος αποτελεί και το αρχέτυπο Του. Από την άλλη, θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της τεχνητής εικόνος, η οποία αποδίδεται μέσω της εικαστικής τέχνης, είναι η φυσική διαφορά της από το πρωτότυπο και ταυτόχρονα η ομοιότητά της με το εικονιζόμενο πρωτότυπο. Τεχνητή εικόνα και πρωτότυπο αν και ομοιάζουν, αποτελούν ταυτόχρονα δύο πραγματικότητες κατά τη φύση τους επειδή άλλη είναι η φύση της εικόνας και άλλη η φύση του πρωτοτύπου, το οποίο εικονίζεταιxxviii. Στην τεχνητή εικόνα ο εικονιζόμενος και η εικόνα του δεν ταυτίζονται κατά την φύση αλλά ταυτίζονται κατά την υπόσταση. Την ταύτιση αυτή την πιστοποιεί η ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στην εικόνα και το πρωτότυπό τηςxxix. Ταυτόχρονα, στην εικόνα δεν εικονίζεται η φύση αλλά η υπόσταση, το πρόσωπο του πρωτοτύπουxxx και η ταύτιση κατά την υπόσταση δικαιώνει την προσκύνηση, διότι δεν προσκυνούμε το υλικό της τεχνητής εικόνας αλλά την υπόσταση του εικονιζομένουxxxi.

Η ομοιότητα της εικόνας και του εικονιζόμενου προσώπου αποτελεί τον όρο υπάρξεως της τεχνητής εικόναςxxxii και δικαιώνει θεολογικά τη χρήση των τεχνητών εικόνων της Εκκλησίαςxxxiii. Η κάθε εικόνα αποτελεί το αισθητό μέσο ανάμεσα στους πιστούς και στο πρωτότυπο, παραπέμπει και αναφέρεται στο πρωτότυπό τηςxxxiv. Η σύνδεση του αρχετύπου και του εικονιζομένου προσώπου είναι στενή. Η «τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος, και γι’ αυτό το λόγο, όποιος τιμά την εικόνα τιμά το αρχέτυποxxxv. Ο μέγας πατέρας της Εκκλησίας μας Ιωάννης ο Δαμασκηνός υποστήριξε με έμφαση ότι οι άγιες εικόνες δεν τιμώνται οι ίδιες καθεαυτές, όπως συμβαίνει με τα είδωλα, αλλά η τιμή προς αυτές ανάγεται προς το πρωτότυπο. Καθώς προσκυνούμε τις άγιες εικόνες, η προσκύνησή μας δεν απευθύνεται στην ύλη και τα χρώματα που τις συνθέτουν, αλλά προς το πρόσωπο που εικονίζεταιxxxvi.«Εφόσον προσκυνώ και σέβομαι το σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και τον σπόγγο, με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι προσέβαλαν και σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί όλα αυτά στάθηκαν όργανα του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, πώς να μην προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Και εφόσον προσκυνώ την εικόνα του σταυρού που κατασκευάζεται από οποιοδήποτε υλικό, πώς να μην προσκυνήσω την εικόνα του Χριστού που κατέστησε σωτήριο τον σταυρό; Ότι δεν προσκυνώ την ύλη είναι φανερό, διότι, αν καταστραφεί το εκτύπωμα ενός σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, παραδίδω το ξύλο στη φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν αυτά καταστραφούν», αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνόςxxxvii.

Ο μόνος «φύσει προσκυνητός», είναι ο άκτιστος Θεόςxxxviii και η τιμή προς τις εικόνες των αγίων απορρέει από τη σχέση τους με το Θεόxxxix. Ο Θεός Πατήρ, το αιώνιο αρχέτυπο του Υιού και Λόγου, δημιουργεί με βάση την Εικόνα Του, που είναι ο Υιός, τον άνθρωπο, σύμφωνα με το χωρίο Γέν. 1, 27: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν». O άνθρωπος λοιπόν είναι εικών της Εικόνας του Θεού Πατρός, που είναι ο Υιός και ο Λόγος, και ο άγιος είναι εκείνος ο χαρισματικός άνθρωπος ο οποίος διασώζει μέσα στην ύπαρξη του την εικόνα του Υιού του Θεού. Έτσι η τιμή της εικόνας του οποιουδήποτε αγίου της Εκκλησίας αναφέρεται στο πρωτότυπό της, που είναι ο συγκεκριμένος άγιος, και μέσω του εικονιζόμενου αγίου στο Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού, που αποτελεί και το πρωτότυπο τού «κατ’ εἰκόνα» δημιουργηθέντος ανθρώπου. Ταυτόχρονα, η τιμή ανάγεται στο Θεό Πατέρα καθώς είναι το πρωτότυπο της φυσικής Του Εικόνας που είναι ο Υιός και Λόγος. Εφόσον από τη φύση του προσκυνητός είναι μόνο ο αΐδιος και άκτιστος Θεός, οι άγιοι, ως κτιστά όντα, είναι προσκυνητοί και τιμώνται όχι καθεαυτοί αλλά μόνον ως μέτοχοι του άκτιστης θεοποιού ενεργείας, της άκτιστης Θείας Χάριτος, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνόςxl. Με τον τρόπο αυτό η εικόνα λειτουργεί ως οδός που οδηγεί τους πιστούς σε ζωντανές προσωπικές σχέσεις με τα ίδια τα εικονιζόμενα πρόσωπα και κατ’ επέκταση με τον ίδιο το Χριστό και εν τέλει αποτελεί λατρεία του ίδιου του Τριαδικού Θεού, ο οποίος είναι ουσιαστικά και η αιτία της προσκυνήσεως αυτής, διότι η τιμή προς τους αγίους «εἰς Αὐτόν νατρέχει», όπως παρατηρούν οι θεοφόροι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδουxli.

Οι άγιοι Πατέρες επικαλούνται και την κοινή ανθρώπινη εμπειρία για να υποστηρίξουν την άποψη ότι η προσκύνηση μεταβαίνει στο πρωτότυπο που η εικόνα φανερώνει. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο η τιμή που αποδίδεται στην εικόνα του βασιλιά διαβαίνει στον ίδιο το βασιλιά επειδή δεν πρόκειται για δύο βασιλείς αλλά για έναν και τον ίδιο βασιλιά. Αυτή η σχέση ομοιότητας μεταξύ του βασιλιά και της εικόνος κάνει δυνατή τη μετάβαση της τιμής στο πρωτότυποxlii. Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στο διάλογο του με τον μουσουλμάνο Ισμαήλ αναφέρεται στην κοινή πρακτική των ανθρώπων να τιμήσουν ένα σύμβολο, μια εικόνα έχοντας επίγνωση ότι αυτή η τιμή μεταβαίνει στην πραγματικότητα που εικονίζει αυτό το σύμβολο. Αυτή είναι μια πανανθρώπινη ανάγκη της ανθρωπίνης φύσεως από την οποία δεν εξαιρούνται ούτε και οι μουσουλμάνοι οι οποίοι επιθυμούν να εκφράσουν την προσήλωσή τους στη θρησκεία τους με εκδηλώσεις τις οποίες όμως, στην περίπτωση των χριστιανών, τις θεωρούν ειδωλολατρικές. Έτσι στο ρητορικό ερώτημα του μουσουλμάνου Ισμαήλ: «Πως προσκυνείτε το ξύλο και τον σταυρό;», ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τού απάντησε: «Καί εσύ δέχεσαι εκείνους που τιμούν τη σημαία σου, ενώ δυσανασχετείς προς τους ατιμάζοντες αυτήν· σημαία των Χριστιανών είναι ο σταυρός!»xliii. Επίσης και άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αντικρούοντας την κατηγορία των μουσουλμάνων ότι οι χριστιανοί προσκυνούν είδωλα επισημαίνει ότι οι μουσουλμάνοι δεν πρέπει να κατηγορούν τους χριστιανούς γιατί και οι ίδιοι προσκυνούν και ασπάζονται ιερά αντικείμενα όπως τον μαύρο λίθο στην Καάμπα που βρίσκεται στην πόλη της Μέκκας, μια θρησκευτική πρακτική που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και αποτελεί ένα από τα πέντε υποχρεωτικά θρησκευτικά καθήκοντα των μουσουλμάνων. Με το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να αποδοθεί και στους μουσουλμάνους η κατηγορία της ειδωλολατρείας εφόσον ασπάζονται έναν λίθο και προσκυνούν ένα κτίσμα που είναι η Καάμπαxliv.

Το Ισλάμ, για να υποστηρίξει τις ανεικονικές του αντιλήψεις, επικαλείται την απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης σύμφωνα με την οποία o Θεός απαγορεύει την δημιουργία ειδώλων και την προσκύνησή τουςxlv. Έτσι στο διάλογο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τους μουσουλμάνους Χιόνες, οι τελευταίοι τού επεσήμαναν ότι ο Θεός απαγόρευσε στον Μωυσή να κατασκευάσει είδωλα και ομοιώματα. Ο άγιος Γρηγόριος τούς ανταπάντησε ότι παρά τις απαγορεύσεις της Παλαιάς Διαθήκης για κατασκευή ομοιωμάτων του Θεού, ο ίδιος ο Θεός προστάζει την κατασκευή ιερών συμβόλων, όπως τα ομοιώματα των Χερουβείμ στα άδυτα του Ναού και τόνισε ότι η απαγόρευση της προσκύνησης των ομοιωμάτων στήν Παλαιά Διαθήκη έχει την έννοια της απαγόρευσης της ειδωλολατρείας, δηλαδή της θεοποίησης της κτίσεως. Η προσκύνηση των ιερών εικόνων δεν σημαίνει ότι θεοποιούμε τά κτίσματα του Θεού, όπως έκαναν οι ειδωλολάτρες, αλλά αναγόμαστε δια αυτών στο δοξασμό του Θεούxlvi. Πίσω από τις διάφορες απαγορεύσεις της Αγίας Γραφής πρέπει να αντιλαμβανόμαστε το σκοπό για τον οποίο θέτει αυτές τις απαγορεύσεις. Η συγκεκριμένη απαγόρευση αναφέρεται στα γλυπτά των ειδωλολατρών τα οποία ήταν εξεικονίσματα δαιμόνων και άρα απόβλητα και απαγορευμέναxlvii. Η απαγόρευση της εξεικονίσεως στην Παλαιά Διαθήκη γινόταν γιά λόγους παιδαγωγικούς πρός έναν λαό ανώριμο πνευματικά που είχε ροπή πρός τήν ειδωλολατρεία. Όλοι οι γειτονικοί λαοί του Ισραήλ, αντί για τον πραγματικό Θεό, λάτρευαν ψεύτικους θεούς. Γιά νά προφυλάξει λοιπόν ο Θεός τό λαό Του από τό μεγάλο πειρασμό της ειδωλολατρείας, δίνει τήν εντολή μέσω του Μωυσή να μήν εξεικονίζει μέ οποιονδήποτε τρόπο τό πρόσωπό Του. Ο ειδωλολάτρης, ταυτίζοντας πρωτότυπο και εικόνα, στρέφεται στη λατρεία της κτίσεως κι όχι του Κτίσαντος, οδηγούμενος στὸν παγανισμό. Στὴν περίπτωση αυτὴ, το ομοίωμα καθίσταται αντικείμενο λατρείας μὲ αποτέλεσμα νὰ λατρεύεται η κτίση αντί του τα πάντα Κτίσαντος Θεούxlviii. Αντίθετα, τα Χερουβείμ πού κατασκευάστηκαν καί τοποθετήθηκαν στή σκηνή του Μαρτυρίου δέν ήταν είδωλα, δηλαδή απεικονίσεις φανταστικών όντων, αλλά απεικονίσεις των όντως υπαρκτών ασωμάτων Αγγέλλων. Άλλη ήταν λοιπόν η έννοια των ομοιωμάτων που κατασκεύαζαν οι ειδωλολάτρες και άλλη η έννοια των ομοιωμάτων που κατασκεύασε ο θεόπτης Μωυσής καθώς συμβόλιζαν διαφορετικά πράγματαxlix. Γι’ αυτό το λόγο όλα τα αντικείμενα τα οποία συνδέονται με τη λατρεία του όντως και αληθινού Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι άξια σεβασμού και τιμής όπως η κιβωτός της Διαθήκης και ο Ναός του Θεού. Επίσης ο Θεός ενεργεί θαύματα μέσω υλικών αντικειμένων όπως η ράβδος του Μωυσή(Εξ.4,2-3), ο χάλκινος όφις στην έρημο(Αριθμ. 21, 8-9), η μηλωτή του προφήτη Ηλία(Δ΄ Βασ. 2, 8-14). Κατά συνέπεια η ευλάβεια και η τιμή που αποδίδουμε στα ιερά αντικείμενα μέσα στο λειτουργικό χώρο, στηρίζεται απόλυτα στην Αγία Γραφή.

Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό «… δυνάμεθα ποιεῖν εἰκόνας πάντων τῶν σχημάτων, ὧν εἴδομεν· νοοῦμεν δέ ταῦτας καθώς ὡράθη»l. Με την έννοια αυτή κάθε ορατό όν είναι δυνατόν να παρασταθεί και εικονικά. Αυτή είναι η βασική αρχή η οποία επιτρέπει τη δυνατότητα ή μη, απεικόνισης του οποιοδήποτε όντος. Στην Παλαιά Διαθήκη δεν απεικονίστηκε ο Θεός διότι το να σχηματίζουμε και να περιγράφουμε την αόρατη Θεία φύση αποτελεί δείγμα ακραίας ασέβειαςli. Αντίθετα, στην Καινή Διαθήκη ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε ορατός μέσω της ενανθρώπησης Του. Κατά συνέπεια, ο Θεός είναι δυνατόν να περιγραφεί όπως οράθηκε, δηλαδή κατά την ενσώματη θέα Του και όχι κατά την αόρατη ουσία Του, να εικονισθεί κατά την υπόσταση του ενανθρωπήσαντος Λόγου και όχι κατά την Θεία φύση Τουlii. Ο Υιός και Λόγος του Θεού από φιλανθρωπία έγινε αληθινά άνθρωπος, προσέλαβε για την δική μας σωτηρία πραγματική ανθρώπινη φύση, δεν φανερώθηκε σ’ εμάς ως άσαρκος Λόγος αλλά ως ενσαρκωμένος Λόγος, έγινε πραγματικά άνθρωπος λαμβάνοντας έμψυχη λογική σάρκα, θαυματούργησε, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε, θεάθηκε από τους ανθρώπους και εικονίζεται για να υπενθυμίζει και να διδάσκει σ’ εμάς το γεγονός της σωτηρίαςliii. Εφόσον ο Λόγος «σάρξ ἐγένετο» (Ιωάν. 1, 14) καί «ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν»(Α΄ Ιωάν.1,1) Αυτόν, ο Θεός πλέον, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, μπορεί νά εξεικονισθεί. Η εικόνα του Υιού του Θεού δέν αποτελεί είδωλο αλλά απόδειξη και ομολογία της ενανθρωπήσεώς Του και κατά συνέπεια η άρνηση της εικόνας σημαίνει απόρριψη της ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Η τιμή που απονέμει η Ορθόδοξη Εκκλησία στήν εικόνα του ενσαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού δέν αποτελεί οπισθοδρόμηση στήν ειδωλολατρεία, αλλά είναι ακριβώς μιά έμπρακτη ομολογία ότι ο Θεός Λόγος «σάρξ ἐγένετο»(Ιωάν. 1, 14)liv.

Στην εικόνα του Χριστού γίνεται ορατό το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού κατά την ανθρώπινη φύση Του, όπως έγινε ορατό και ιστορικά με την ενανθρώπησή Του. Με την απεικόνιση των χαρακτηριστικών της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, ο Ιησούς Χριστός γίνεται και αισθητά παρών ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωποςlv. Η εικόνα λοιπόν έχει άμεση σχέση με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού την οποία όμως το Ισλάμ απορρίπτει εμφαντικά. Γενικώς το Ισλάµ είναι αντιτριαδικό και ασκείται μέσα στο Κοράνιο κριτική κατά της χριστιανικής διδασκαλίας περί Τριαδικού Θεού διότι δήθεν με αυτό τον τρόπο απεμπολείται η έννοια της μονοθεΐαςlvi. Όμως πρέπει να τονίσουµε ότι η διδασκαλία της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως περί Αγίας Τριάδος δεν αρνείται ότι ο Θεός είναι Ένας, αλλά τονίζει ότι είναι Τρισυπόστατη Μονάδα. Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος εκφράζουν τον τρόπο της αιώνιας και αΐδιας υπάρξεως του Ενός και µόνου Θεού. Μία και µόνη είναι η ουσία του Θεού, αλλά έχει τρεις υποστάσεις και τρία πρόσωπα. Σύµφωνα µε τη χριστιανική διδασκαλία ο Ιησούς Χριστός, ως προαιώνιος Λόγος του Θεού και δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι ο Ένας αιώνιος Θεός, που έρχεται σε µια συγκεκριµένη ιστορική στιγµή, και ενώ είναι ο αιώνιος και αναλλοίωτος Θεός Λόγος, γίνεται και τέλειος άνθρωπος. Αυτή είναι µια πράξη της ανεξιχνίαστης σοφίας και αγάπης του Θεού. Για το Ισλάµ όµως οι διδασκαλίες αυτές είναι εντελώς ξένες και αδιανόητες. Ιστορία της σωτηρίας µε µυστηριακή έννοια, όπως την εννοεί η χριστιανική διδασκαλία που δέχεται τον Ιησού ως Θεάνθρωπο και Σωτήρα, δεν υπάρχει στο Ισλάµ. Κατά το Ισλάµ ο Θεός ασκεί άµεσα το έργο της σωτηρίας και δεν χρειάζεται µεσολαβητήlvii. Στο Ισλάµ η διδασκαλία περί του ενανθρωπήσαντος Θεού απορρίπτεται και ο Ιησούς δεν είναι ο ενανθρωπήσας Θεός αλλά ένας προφήτης ο οποίος αγγέλει το θέλημα του Αλλάχlviii. Ο Θεός είναι απόλυτα υπερβατικός, δεν ενσαρκώνεται, παραμένει αόρατος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εξεικονισθεί. Στο Ισλάµ δεν υπάρχει µεσίτης και λυτρωτής και µόνο ο νόµος του Θεού (το Κοράνιο) αρκεί για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο Θεός είναι τελείως απρόσιτος. Αντίθετα, για την Ορθόδοξη Θεολογία ο Υιός και Λόγος του Θεού «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη»(Ψαλμ 17,10), συνανεστράφη με τους ανθρώπους και ο αόρατος ωράθη. Γι’ αυτό το λόγο μπορούμε να τον εξεικονίσουμε. Ενώ η εικονογράφηση του Χριστού και της Θεοτόκου βεβαιώνει και διακηρύσσει την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, η εικονογράφηση των αγίων φανερώνει τα δοξασμένα μέλη του μυστηριακού και θεανθρώπινου σώματος του Χριστού. Οι εικόνες των αγίων αποκαλύπτουν τις συνέπειες της Θείας ενσαρκώσεως και φανερώνουν τη βίωση της άκτιστης ζωής του Χριστού από τα εικονιζόμενα πρωτότυπαlix. Παράλληλα η εικονογράφηση των αγίων μαζί με το Χριστό φανερώνει, κατά τον άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη, την αδιάσπαστη ενότητα που συνέχει τα εικονιζόμενα πρωτότυπαlx.

Οι εικόνες δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης αλλά εκφράζουν μια πνευματική πραγματικότητα, μάς τονίζουν το σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι η απόκτηση της Θείας Χάρης. Πίσω από την ιερή προσκύνηση των ιερών εικόνων κείτεται μια μεγάλη αλήθεια της χριστιανικής Θεολογίας και η οποία είναι η διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό. Αν και η ουσία του Θεού είναι ανέκφραστη, απερινόητη, ακατάληπτη, απροσπέλαστη, αμέθεκτη από τα κτιστά όντα, όμως γίνονται μεθεκτές οι άκτιστες ενέργειες Τουlxi. Οι άγιοι μετέχοντας στη θεοποιό ενέργεια του Θεού αποτελούν τις εικόνες του ζώντος Θεού που πέτυχαν την αρετή και το καθ’ ομοίωσιν με αποτέλεσμα να ακτινοβολούν το άκτιστο Φώς της Θεότητας ως κληρονόμοι της Βασιλείας Του Θεού. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει την ασύγχυτη μετοχή των εικονιζομένων στη Θεία δόξα και τη χάρη του Χριστούlxii. Όπως οι άγιοι είναι έμπλεοι της θεοποιού ενεργείας του αγίου Πνεύματος, έτσι και οι εικόνες τους είναι φορείς της χάρης του αγίου Πνεύματος, και κατά συνέπεια αποτελούν «Θείας ἐνεργείας δοχεῖα»lxiii, είναι φορείς της άκτιστης θεοποιού ενέργειας και χάρης την οποία φέρουν και τα εικονιζόμενα πρωτότυπα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, τα των αγίων εικονίσματα είναι πεπληρωμένα με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματοςlxiv σημειώνοντας ότι «καί τελευτησάντων αὐτών», η χάρις του αγίου Πνεύματος παραμένει στις ψυχές, στα σώματα, στους τάφους και στις άγιες εικόνες τουςlxv. Εφόσον ο άγιος μετέχει της χάριτος του Θεού κατά συνέπεια μέτοχοι χάριτος γίνονται και οι εικόνες τουςlxvi. Η παρουσία της Θεότητας στις εικόνες των εικονιζομένων πρωτοτύπων δεν είναι «κατ᾽ οὐσίαν»lxvii αλλά, όπως διευκρινίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «χάριτι καί ἐνεργεία»lxviii, είναι δηλαδή χαρισματική αυτή η μετοχή. Εξαιτίας λοιπόν της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στα εικονιζόμενα πρωτότυπα και οι εικόνες της Εκκλησίας είναι «Πνεύματος Ἀγίου πεπληρωμέναι». Αυτό ακριβώς και η Ορθόδοξη εικονογραφία θέλει να εκφράσει με την τεχνική της, εικονίζοντας τα πρόσωπα των Αγίων όχι εξαϋλωμένα αλλά μεταμορφωμένα και θεωμένα, βεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την εμπειρία της προσωπικής μετοχής των εικονιζομένων προσώπων στη θεοποιό χάρη του Τριαδικού Θεούlxix.

Η παρουσία της χάριτος του παναγίου Πνεύματος στα πρωτότυπα εικονιζόμενα πρόσωπα και κατά συνέπεια στις εικόνες τους ερμηνεύει τον αγιασμό και τις θαυματουργίες των εικόνων. Αυτή η χαρισματική παρουσία του πρωτοτύπου στην εικόνα του υποδεικνύει και την αγιαστική σημασία της εικόνας στην Εκκλησία. Η εικόνα φέρει τη Θεία Χάρη και την αγιότητα του εικονιζόμενου πρωτοτύπου. Η χάρη αυτή, σύμφωνα με την Ζ’ Οικουμενική σύνοδο, είναι δυνατό να μετέχεται από τους πιστούς και να τους αγιάζειlxx. Η προσκύνηση των εικόνων δεν αποτελεί μόνον έναν τρόπο αποδόσεως τιμής στα εικονιζόμενα πρωτότυπα, ταυτόχρονα είναι και ένας τρόπος μετοχής στην αγιαστική και θεοποιό ενέργεια του Τριαδικού Θεούlxxi. Η χαρισματική παρουσία των αγίων στις εικόνες τους συνδέεται άρρηκτα και με τις θαυματουργίες των εικόνων. Τα θαύματα που γίνονται μέσω των εικόνων επιβεβαιώνουν τη σχέση των εικόνων με τα εικονιζόμενα πρόσωπα, αφού, όπως παρατηρούν οι πατέρες της Ζ’ οικουμενικής συνόδου, «διά τῶν ἁγίων εἰκόνων φαίνονται οἱ γιοι θαυματουργοῦντες»lxxii. Αυτός που ενεργεί το θαύμα είναι πάντοτε ο Θεός, ανεξάρτητα αν το αίτημα απευθύνεται άμεσα ή έμμεσα σ’ αυτόν. Ο Θεός δηλαδή αποδέχεται το αίτημα των πιστών και όταν οι πιστοί απευθύνονται σ’ αυτόν μέσω των αγίων Τουlxxiii. Τα θαύματα των εικόνων λοιπόν συνδέονται άμεσα με τα εικονιζόμενα πρόσωπα, τα οποία όμως οφείλουν τη θαυματουργική δύναμή τους στη Χάρη του Θεού, όπως σημειώνει η Ζ’ Οικουμενική σύνοδοςlxxiv. Εφόσον όλες οι εικόνες είναι φορείς της Θείας Χάριτος, της χαρισματικής παρουσίας του εικονιζόμενου πρωτοτύπου, είναι ανεπίτρεπτη μια διάκριση ανάμεσα σε θαυματουργικές και μη θαυματουργικές εικόνες και αυτό διότι η παρουσία της άκτιστης Θείας Χάρης των εικονιζομένων πρωτοτύπων στις εικόνες τους υπάρχει πάντοτε. Απλά όταν ονομάζουμε ορισμένες εικόνες θαυματουργικές εννοούμε ότι η Θεία Χάρη εκδηλώθηκε μέσω της συγκεκριμένης εικόνας με φανερό τρόπο σε κάποια δεδομένη χρονική, ιστορική στιγμήlxxv.

Τελειώνοντας την εισήγησή μας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε συμπερασματικώς ότι η προσκύνηση των ιερών εικόνων βεβαιώνει τη Θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεμελιώνεται στην ενανθρώπηση και το σωτηριώδες έργο του Θεού Λόγου και ερμηνεύει τον αγιασμό και τις θαυματουργίες των εικόνων. Όταν προσκυνούμε τις άγιες εικόνες δεν τις αποδίδουμε λατρεία, αυτή ανήκει μόνο στο Θεό, αλλά τιμητική προσκύνηση. Τιμούμε και προσκυνούμε τις άγιες εικόνες όπου εικονίζονται τα γεγονότα της ιστορίας της σωτηρίας μας και τα πρόσωπα που έπαιξαν ενεργό ρόλο στο μυστήριο της σωτηρίας μας. Εικονίζονται οι άγιοι ως φορείς της Θείας Χάριτος και γνήσιοι μιμητές του Ιησού. Προσκυνούμε επίσης τα ιερά σύμβολα της σωτηρίας μας, όπως τον Σταυρό του Κυρίου, όπου διενεργήθηκε το μυστήριο της απολυτρώσεώς μας, τον πάνσεπτο Τάφο του Κυρίου μας. Επίσης με σεβασμό προσκυνούμε και με ευλάβεια ασπαζόμαστε τα ιερά λείψανα των αγίων της Εκκλησίας ως δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, ως ακτινοβολούντα την άκτιστη Θεία Χάρη, ως μετέχοντα στις άκτιστες Θείες ενέργειες. Με αυτόν τον τρόπο αγιαζόμαστε. Μέσα στον ορθόδοξο ναό οι πιστοί δεν κοινωνούν μόνο μυστηριακώς με τους αγίους κατά τη Θεία Ευχαριστία, αλλά και βλέπουν τους αγίους παρόντες στις εικόνες τους. Η προσκύνηση των ιερών εικόνων δεν αποτελεί ειδωλολατρεία, όπως νομίζει το Ισλάμ, αλλά προσκύνηση του Ενός και αληθινού Θεού, καθώς η προσκύνηση των εικόνων τών «κατ΄εικόνα» του Υιού και Λόγου του Θεού κτισθέντων αγίων, αποτελεί οδό προσκύνησης του Υιού και Λόγου ο οποίος είναι η φυσική Εικόνα του Θεού Πατρός. Με αυτό τον τρόπο η προσκύνηση μεταβαίνει στο πρωτότυπο, στον Τριαδικό Θεό. Όμως, το Ισλάμ στερείται αυτής της δυνατότητας χαρισματικής κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό. Για το Ισλάμ το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου είναι αγεφύρωτο. Ο άνθρωπος στο Ισλάμ δεν είναι κατά χάριν υιός του Θεού αλλά μόνο δούλος του Θεού. Σκοπός του ανθρώπου δεν είναι η επίτευξη της θέωσης και της χαρισματικής υιοθεσίας αλλά το να είναι μουσουλμάνος, δηλαδή αφοσιωμένος και απόλυτα υποταγμένος στο νόμο του Θεού. Αντίθετα στο Χριστιανισμό υπερτερεί η Χάρις έναντι των νομικών διατάξεων, ο άνθρωπος έρχεται σε κοινωνία με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, θεώνεται, αγιάζεται, λαμπρύνεται με τη Θεία Χάρη και η προσκύνηση των ιερών εικόνων φανερώνει ακριβώς αυτή τη βασική και ουσιαστική διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ, όσον αφορά την ηθική και την πνευματική ζωή. Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μέσα στη λατρεία του Ισλάμ, παρά τις ανεικονικές αλλά και εικονομαχικές αντιλήψεις του, υπάρχουν στοιχεία προσκύνησης και τιμής ιερών αντικειμένων όπως η προσκύνηση του μέλανος λίθου στην Καάμπα από όλους τους μουσουλμάνους και αυτό δηλώνει ότι η προσκύνηση και ο ασπασμός ιερών αντικειμένων εκφράζει την έμφυτη πανανθρώπινη ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει την αγάπη του προς το θείο, να υπερβεί το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου και να έρθει σε κοινωνία με το υπερβατικό, το απόλυτο, κάτι το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως.


Παραπομπές

iΒλ.Θεοφάνους, Χρονογραφία, PG 108, 817Α και 816Α.

iiΟ Τατάκης θεωρεί τον ισλαμικὸ αντιεικονισμό ως μία από τις αιτίες της εικονομαχίας. Βλ. Β. Ν. Τατάκη, Θέματα Χριστιανικῆς καὶ Βυζαντινῆς Φιλοσοφίας, Ἀθῆναι 1952, σελ. 116-117. Βλ.επίσης L. Barnard, «Byzantium and Islam. The interaction of two Worlds in the Iconoclastic Era», στο Byzantinoslavica 36 (1975), σελ. 25-37. Σύμφωνα με τον Κ. Γεωργιάδη, «η άμεση σύνδεση της εικονομαχίας μὲ τὸν ανεικονισμὸ του ιουδαϊσμού καὶ του ισλαμισμού δὲν έχει ερείσματα στὶς ιστορικὲς πηγές, αν καὶ στὰ τρία αυτὰ θρησκευτικὰ ρεύματα απαντούν οι ίδιοι προβληματισμοὶ ως πρὸς τὴν αδυναμία εξεικονισμού του Θεού……ο ιουδαϊσμὸς καὶ ο ισλαμισμὸς μόνον έμμεσα θὰ μπορούσαν νὰ επιδράσουν στὸ εικονομαχικὸ κίνημα των μεσοβυζαντινών χρόνων, αποτελώντας παράγοντες συνδιαμόρφωσης ενὸς ευρύτερου συγκρητιστικού περιβάλλοντος, απ᾽ όπου προήλθε πρώτα η εικονομαχικὴ πολιτικὴ του Λέοντα καὶ ακολούθως η ιδεολογική της επένδυση στὴν Ιέρεια. Η ρίζα του διαθρησκειακού αυτου ανεικονισμού βρίσκεται πιθανότατα στὸν αρχέγονο διαρχικὸ ζωροαστρισμὸ μὲ τὰ ποικίλλα ρεύματά του, κυρίως τὸ μανιχαϊσμό».Βλ. Πηγὲς καὶ Θεολογία τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (διδακτορική διατριβή) Θεσσαλονίκη 2011, σελ.176-177

iiiΟ άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) ήταν σύγχρονος της εμφανίσεως και διαδόσεως της νέας θρησκείας από τον Μωάμεθ (570-632) και παράλληλα ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με το Ισλάμ. Περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τη δράση του Ισλάμ.Βλ. Ἐπιστολὴ Δογματικὴ (ιδ΄) πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, PG 91, 540ΑΒ: «Τὶ γὰρ τῶν νῦν περιεχόντων τὴν οἰκουμένην κακῶν περιστατικῶτερων; Τὶ δὲ τοῖς ᾐσθημένοις τῶν γινομένων δεινότερον; Τὶ δὲ τοῖς πάσχουσιν ἐλεινότερον ἢ φοβερώτερον; Ἔθνος ὁρᾷν ἐρημικόν τε καὶ βάρβαρον, ὡς ἰδίαν γῆν διατρέχον τὴν ἀλλοτρίαν∙ καὶ θηρσὶν ἀγρίοις καὶ ἀτιθάσοις, μόνης ἀνθρώπων ἔχουσι ψιλὸν σχῆμα μορφῆς, τὴν ἥμερον πολιτείαν δαπανωμένην∙ καὶ λαὸν Ἰουδαϊκόν, καὶ ἀνέκαθεν ἀνθρώπων αἵμασι χαίροντα, καὶ μόνην θείαν εὐαρέστησιν εἰδότα τὸν φόνον τοῦ πλάσματος∙ καὶ διὰ τοῦτο πλέον μαινόμενον, πάντων τῶν ἐπὶ κακίᾳ διαβεβοημένων ἐν τῷ πλούτῳ τῆς πονηρίας γενέσθαι περιφανέστερον∙ καὶ οἷς Θεὸς ἀπεχθάνεται, Θεὸν θεραπεύειν οἰόμενον∙ τὸν μόνον πάντων τῶν ἐπὶ γῆς λαῶν ἀπιστότατον∙ καὶ διὰ τοῦτο πρὸς ὑποδοχὴν τῆς ἀντικειμένης δυνάμεως ἐπιτηδειότατον∙ προπομπεύοντα, τρόπῳ τε παντὶ καὶ διαθέσει τῆς ἐνδημίας τοῦ πονηροῦ∙ καὶ δι’ ὧν πράττει μηνύοντα τοῦ Ἀντιχρίστου τὴν παρουσίαν, ἐπειδὴ τήν τοῦ ἀληθῶς Σωτῆρος ἠγνόησεν∙ τὸν δυσμενῆ καὶ παράνομον, μισάνθρωπόν τε καὶ μισόθεον, καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον μισάνθρωπον, ὅτι μισόθεον, καὶ ταῖς κατὰ τῶν ἁγίων ἐντρυφᾷν ὕβρεσι συγχωρούμενον…∙ τόν τοῦ ψεύδους προστάτην λαόν, τῆς τε μιαιφωνίας δημιουργόν, καὶ τῆς ἀληθείας ἐχθρόν∙ τὸν πικρὸν τῆς ἐμῆς πίστεως διώκτην, δι’ ἧς ἡ πολύθεος κατελύθη πλάνη, καὶ τῶν δαιμόνων αἱ φάλαγγες ἀπηλάθησαν».Περισσότερα βλ. πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Διαθρησκειακές Συναντήσεις, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 52-54 και Ηλία Δ. Νικολακάκη, «Ενδιαφέρουσα γνώμη για το Ισλάμ του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού», στο Τιμητικό Αφιέρωμα στον καθηγητή Ιωάννη Ορ. Καλογήρου. Συνεργασία συναδέλφων, μαθητών και φίλων του τιμωμένου, Α. Π. Θ. – Ε. Ε. Θ. Σ. – Τ. Π. Κ. Θ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 559-570. Άλλοι Πατέρες, όπως ο Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (634-638), ο Αναστάσιος Β’ Σιναΐτης (7ος αι.), ο Ιωάννης Δαμασκηνός (τέλη 7ου με μέσα 8ου αι.), ο Θεόδωρος Αβουκαράς (μέσα 8ου αι.), ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς(14ος αι.), διατυπώνουν επίσης τη χριστιανική διδασκαλία σε αντιπαράθεση με το Ισλάμ. Βλ. περισσότερα Ε. Τσούμα, Το Ισλάμ στους Βυζαντινούς συγγραφείς του 7ου & 8ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 2014.

ivΒλ. G. Grunebaum, «Byzantine Iconoclasm and the Influence of the Islamic Environment», στο History of Religions, 2/1(1962), σελ. 4.

vΒλ.Θεοφάνους, Χρονογραφία, PG 108, 812ABC: «Τούτῳ τῷ ἔτει Ἰουδαῖός τις ὁρμώμενος ἀπὸ Λαοδικείας τῆς παραλίου Φοινίκης, γόης, ἐλθὼν πρὸς Ἰζὶδ(εννΓιαζίντ) ἐπηγγείλατο αὐτῷ ἔτη μʹ κρατήσειν τῆς Ἀράβων ἀρχῆς, εἰ τὰς ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν Χριστιανῶν ἐν πάσῃ τῇ ἀρχῇ αὐτοῦ τιμωμένας σεπτὰς εἰκόνας καθέλῃ. Τούτῳ πεισθεὶς ὁ ἀνόητος Ἰζὶδ δόγμα καθολικὸν ἐψηφίσατο κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων· ἀλλὰ χάριτι τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ταῖς πρεσβείαις τῆς ἀφθόρου μητρὸς αὐτοῦ καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῷ αὐτῷ ἔτει τέθνηκεν Ἰζίδ, οὐδὲ ἀκουσθῆναι φθάσαντος τοῖς πολλοῖς τοῦ σατανικοῦ αὐτοῦ δόγματος. Μεταλαβὼν δὲ ταύτης τῆς πικρᾶς καὶ ἀθεμίτου κακοδοξίας Λέων ὁ βασιλεὺς πολλῶν κακῶν ἡμῖν αἴτιος γέγονεν. Εὑρὼν δὲ ὁμόφρονα τῆς ἀπαιδευσίας ταύτης Βησήρ τινα τοὔνομα, γενόμενον μὲν ἀπὸ Χριστιανῶν αἰχμάλωτον ἐν Συρίᾳ, ἀποστάντα δὲ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως καὶ ποιωθέντα τοῖς Ἀράβων δόγμασιν, οὐ πρὸ πολλοῦ δὲ χρόνου ἀπελευθερωθέντα τῆς ἐκείνων δουλείας καὶ καταλαβόντα τὴν Ῥωμαίων πολιτείαν· διὰ ῥώμην δὲ σώματος καὶ ὁμόνοιαν τῆς κακοδοξίας ἐτιμήθη παρὰ τοῦ αὐτοῦ Λέοντος· ὅστις καὶ συνασπιστὴς τοῦ μεγάλου κακοῦ τούτου γέγονε τῷ βασιλεῖ. Συνεφρόνει δὲ κακῶς αὐτῷ καὶ ὁ πάσης ἀκαθαρσίας ἀνάπλεως καὶ συντρόφῳ ἀπαιδευσίᾳ συζῶν Νακωλείας ὁ ἐπίσκοπος». Βλ. περισσότερα, A. Vasiliev, «The Iconoclastic Edict of the Caliph Yazid II, A. D. 721», στο Dumbarton Oaks Papers, τ. 9/10 (1956), σελ. 26εξ. Σπ. Καλογεράκη, Η ‘’Χρονογραφία’’ του Θεοφάνους Ομολογητού και η ‘’Ιστορία Σύντομος’’ του πατριάρχου Νικηφόρου Α΄. Σύγκριση των κειμένων για την Εικονομαχία στα χρόνια του Λέοντος Γ΄, Θεσσαλονίκη 2015,σελ.83εξ.

viΘεοφάνους, Χρονογραφία, PG 108, 812Β.

viiΒλ.J.J. Norwich, Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου (μτφρ:Δ.Π.Κωστελένος), εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα1999,σελ.200.

viiiΠερισσότερα για την αρνητική στάση των Παυλικιανών και άλλων αιρετικών απέναντι στις ιερές εικόνες βλ. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Απ΄αρχής μέχρι την Εικονομαχία, Αθήνα 1994,σελ.770εξ.

ixΣύμφωνα με την Ε. Αρβελέρ – Γλύκατζη, «η Αυτοκρατορία επιδίωξε φυσικὰ νὰ πάρει με το μέρος της τους πληθυσμούς, που οι δεσμοὶ καὶ η πίστη τους μπορούσαν νὰ συμβάλλουν στην επιβίωση της. Δὲν υπάρχει καμιὰ αμφιβολία ότι η εικονομαχικὴ πολιτική, που ήταν εντελώς αντίθετη σ’ ότι θύμιζε τὸν ελληνορωμαϊκό πολιτισμὸ καὶ τὴν παλιὰ ιδεολογία, θα μπορούσε να συμφιλιώσει την Κωνσταντινούπολη με τους αγροτικούς πληθυσμοὺς της ανατολικής Μικράς Ασίας, που εξαθλιωμένοι και πάμπτωχοι αποζούσαν απὸ τη γη που τώρα όφειλαν να υπερασπίσουν απὸ τους επιδρομείς καί επηρεάζονταν στη θρησκευτική τους πρακτικὴ απὸ τὴν αυστηρότητα των ανεικονικών αιρέσεων, που ανθούσαν ακόμα σ’ αυτὲς τις περιοχές». Βλ. Ἡ πολιτικὴ ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (μτφρ. Τ. Δρακοπούλου), εκδ. Ψυχογιός, Ἀθήνα1988, σελ. 34 και σελ. 44.

xΟι δύο Μικρασιάτες ιεράρχες βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη την εποχή που ο αυτοκράτορας έλαβε τα πρώτα εικονοκλαστικά του μέτρα και θεωρείται ότι τον επηρέασαν στη λήψη της απόφασής του. Βλ.περισσότερα, G., Ostrogorsky, “Les débuts de la querelle des images”, στο Mélanges Charles Diehl, 1, Paris 1930, σελ. 233-255.Βλ. επίσης Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ.772 και Ν. Ματσούκα, «Ἱστορικὲς καὶ Θεολογικὲς προϋποθέσεις εἰκονοφίλων καὶ εἰκονομάχων», στο Ἀναφορὰ εἰς μνήμην Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1914-1986, 3, Γενεύη 1989, σελ. 347-360.

xiΒλ.Ι. Καραγιαννόπουλου, Το Βυζαντινό Κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000,σελ. 135.

xiiΒλ. το χαρακτηρισμὸ σαρρακηνόφρων σε βάρος του Λέοντα στα Πρακτικὰ της Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi 13, 128D.Βλ. επίσης St. Gero, «Notes on Byzantine Iconoclasm in the Eight Century», στο Byzantion 44 (1974), σ. 61, υποσημ. 9.

xiiiΒλ. C.E, Bosworth, E., Van Donel, W.P., Heinrichs, Ch., Pellat, The Encyclopedia of Islam, Vol. 3, E.J. Brill, Leiden 1991, σελ. 23. Ο Vasiliev υποστήριξε ότι ο ισλαμικὸς ανεικονισμὸς προήλθε απὸ τὸν ιουδαϊσμό τοῦ 6ου μ.Χ. αιώνα, επειδὴ στὸ Κοράνι δεν υπάρχει ρητὴ απαγόρευση της χρήσης εικόνων.Βλ., «The Iconoclastic Edict of the Caliph Yazid II, A. D. 721», στο Dumbarton Oaks Papers, τ. 9/10 (1956), σελ. 1.

xivΒλ. Ηλία Δ. Νικολακάκη, Το Ισλάμ κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 277, υποσημ. 41.

xvΒλ. τη συλλογή χαντίθ στο Sahih al-Bukhari, Volume 3, Book 34, Number 428: «Narrated Said bin Abu Al-Hasan: While I was with Ibn ‘Abbas a man came and said, “O father of ‘Abbas! My sustenance is from my manual profession and I make these pictures.” Ibn ‘Abbas said, “I will tell you only what I heard from Allah’s Apostle . I heard him saying, ‘Whoever makes a picture will be punished by Allah till he puts life in it, and he will never be able to put life in it.’ ” Hearing this, that man heaved a sigh and his face turned pale. Ibn ‘Abbas said to him, “What a pity! If you insist on making pictures I advise you to make pictures of trees and any other unanimated objects”», στο http://www.usc.edu/org/cmje/religious-texts/hadith/bukhari/034-sbt.php#003.034.428.

xviΠερί Αιρέσεων ἐν συντομία, PG 94, 768D-769B.
xviiΒλ.Επιστολή του βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ στον πάπα Γρηγόριο Β΄, στο Travaux et mémoires 3, editions E. de Boccard, (μτφρ.: Μ. Βερέττας), Paris 1968,σελ. 279.

xviiiΛόγος 30, PG 36, 129Β.

xixΒλ. Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3, PG 94, 1337 ΑΒ: «Εἰκών μέν οὖν ἐστιν ὁμοίωμα καί παράδειγμα καί ἐκτύπωμα τινος ἐν ἑαυτῷ δεικνύον τό εἰκονιζόμενον».

xxΒλ. Μ.Α. Σιώτη, «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου», στο Θεολογία 60, 2-3(1989),σελ.244εξ.

xxiΒλ. αγίου Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Αντίρρησις και ανατροπή των παρά του δυσσεβούς Μαμμωνά κατά της Σωτηρίου του Θεού Λόγου σαρκώσεως αμαθώς και αθέως κενολογηθέντων ληρημάτων, Λόγος 1, PG 100, 277D.
xxiiΑντίρρησις, Λόγος 1, PG 100, 277B
xxiiiΒλ.Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, Mansi 12, 1067E: «ἄλλο γάρ ἐστιν εἰκών, καὶ ἄλλο ἄγαλμα, τουτέστι ζῴδιον. Ὅτε γὰρ ὁ Θεὸς τὸν Ἀδάμ ἔπλασε, τουτέστιν ἐδημιούργησεν, ἔλεγε ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἡμῶν. Καὶ ἐποίησεν ἄνθρωπον ἐν εἰκόνι Θεοῦ. Τὶ γάρ; ὅτι εἰκὼν Θεοῦ ἐστιν ἄνθρωπος, ἄγαλμά ἐστι, τουτέστιν εἰδωλολατρεία καὶ ἀσέβεια, μηδαμῶς γένοιτο. Εἰ ὁ Ἀδὰμ εἰκὼν δαιμόνων ἦν, ἐκβεβλημένος ἦν καὶ ἀπρόσδεκτος, ἀλλ’ ὅτι εἰκὼν Θεοῦ ἐστι, τετιμημένος ἐστὶ καὶ εὐπρόσδεκτος. Πᾶσα γὰρ εἰκὼν ἐν ὀνόματι κυρίου, ἤ τῶν ἀγγέλων, ἤ προφητῶν, ἤ ἀποστόλων, ἤ μαρτύρων, ἤ δικαίων γινομένη, ἁγία ἐστίν».

xxivΒλ. Ομιλία 24. Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και των Ανομοίων, PG 31, 608A και Κατά Ευνομίου 2, 17, PG 29, 605B. Πρβλ. Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών 3,4, PG 26, 328C.

xxvΒλ. Κατά Ευνομίου, 2, 16, PG 19, 604C-605A, Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και των Ανομοίων 4, PG 31, 608B, Περί του Αγίου Πνεύματος 18, PG 32, 149C και αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3, PG 94, 1337C-1341D.

xxviΜ. Βασιλείου, Κατά Σαβελλιανῶν, καί Ἀρείου, καί τῶν Ἀνομοίων, PG 31, 605D-608A: «γεννητός ὑπάρχων ἐκ τοῦ Πατρός ὁ Υἱός καί φυσικῶς ἐκτυπῶν ἐν ἑαυτῷ τόν Πατέρα ὡς μέν εἰκών τό ἀπαράλλακτον ἔχει, ὡς δέ γέννημα τό ὁμοούσιον διασῴζει».
xxviiΑγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόναςΛόγος 1, PG 94, 1252CD: «Οὐ προσκυνεῖς εἰκόνι, μηδέ τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ προσκύνει, ‘’ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ ἀοράτου Θεοῦ’’ ζῶσα, καί χαρακτήρ ἀπαράλλακτος».

xxviiiΒλ. Αντίρρησις, Λόγος 1, PG 100, 277Α. Πρβλ. Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολή προς Πλάτωνα, PG 99, 500 – 501Α, Αντιρρητικός κατά Εικονομάχων, Λόγος 2, PG 99, 357C.
xxixΒλ.Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, Mansi 13, 69BC,  Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών, 3, 5, PG 26, 332AB, Μ. Βασιλείου, Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και των Ανομοίων, PG 31, 608A και Περί Αγίου Πνεύματος, PG 32, 149C.

xxxΒλ. αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός κατά Εικονομάχων, Λόγος 3, PG 99, 405Α.
xxxiΑγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Πρὸς Πλάτωνα, Περὶ τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων, PG 99, 501CD: «ἐπὶ τῆς φυσικῆς εἰκόνος καὶ τοῦ αἰτίου, ἤγουν τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρός, ἡνίκα μία φύσις, μία καὶ προσκύνησις κατὰ τὸ ταυτὸν τῆς φύσεως, οὐ τῆς ὑποστάσεως… Ἐπὶ δὲ τῆς μιμητικῆς εἰκόνος καὶ τοῦ ἀρχετύπου, ἤγουν Χριστοῦ καὶ τῆς Χριστοῦ εἰκόνος, ἡνίκα μία ὑπόστασις Χριστοῦ, μία καὶ ἐνταῦθα προσκύνησίς ἐστι… Εἰ δὲ ὥσπερ κατὰ τὸ ταυτὸν τῆς φύσεως, μίαν φαίημεν εἶναι τὴν προσκύνησιν τῆς εἰκόνος πρὸς τὸ πρωτότυπον».
xxxiiΒλ. Δ. Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 34. Βλ. και Γ. Ζωγραφίδη, Η έννοια και η λειτουργία της εικόνας στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Φιλοσοφική θεώρηση, (διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 197.
xxxiiiΔ. Τσελεγγίδη, Εἰκονολογικὲς μελέτες, ἔκδ. Ι. Μ. Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μάκρη Ἀλεξανδρούπολης, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 68: «Η ενδεχόμενη αδεξιότητα του ζωγράφου να αποδώσει με πλήρη πιστότητα την ομοιότητα της εικόνας πρός το πρωτότυπο δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα για την ενότητα και μοναδικότητα της προσκυνήσεως αυτής, γιατί η προσκύνηση δεν αναφέρεται σε ό,τι υστερεί αλλά σε ό, τι ταυτίζεται η ομοιότητα της εικόνας προς το πρωτότυπο. Η εικόνα στην Εκκλησία δεν έχει σκοπό να περιγράψει τέλεια την υπόσταση του πρωτοτύπου, αλλά να παραπέμψει και να αναγάγει τούς πιστούς στην τελειότητα και την πραγματικότητα του εικονιζομένου πρωτοτύπου».
xxxivΒλ. αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 4, 16, PG 94, 1169A, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 1, PG94, 1252D, Λόγος 3, PG 94, 1357C, αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός κατά Εικονομάχων, Λόγος 1, PG 99, 337C, αγίου Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Αντίρρησις, Λόγος 3, PG 100, 401C, 408D, 409A.
xxxvΜ. Βασιλείου, Περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, PG 32, 149C και Πρὸς Ἀμφιλόχιον περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, στα Πρακτικά της Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi 13, 69D, 324B και 325D. Βλ. περισσότερα Δ. Τσελεγγίδη, «Η τριαδολογία του Μ. Βασιλείου ως υπόβαθρο της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας για τις εικόνες», στο Κληρονομία, τ. 25, τευχ. Α΄-Β΄, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 109-121.
xxxviΑγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1168D- 1169A: «Ἐπειδὴ δέ τινες ἡμῖν καταμέμφονται προσκυνοῦσί τε καὶ τιμῶσι τήν τε τοῦ σωτῆρος καὶ τῆς δεσποίνης ἡμῶν εἰκόνα͵ ἔτι δὲ καὶ τῶν λοιπῶν ἁγίων καὶ θεραπόντων Χριστοῦ͵ ἀκουέτωσαν͵ ὡς ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ΄ οἰκείαν εἰκόνα ἐποίησε. Τίνος οὖν ἕνεκεν ἀλλήλους προσκυνοῦμεν͵ εἰ μὴ ὡς κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ πεποιημένους; Ὡς γάρ φησιν ὁ θεοφόρος καὶ πολὺς τὰ θεῖα Βασίλειος͵ ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει· πρωτότυπον δέ ἐστι τὸ εἰκονιζόμενον͵ ἐξ οὗ τὸ παράγωγον γίνεται».

xxxviiΠρος τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 2, PG 94, 1305ΑΒ.
xxxviiiΟ.π., Λόγος 3, PG 94, 1352C.

xxxixΒλ. αγίου Μιχαήλ Κηλουράριου, Ομιλία εις την εορτήν αναστηλώσεως των εικόνων, PG 120, 729C.
xlΠρος τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3, PG 94, 1352C.
xliΒλ.Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, Mansi 13, 49B.
xliiΜ. Βασιλείου, Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και των Ανομοίων, PG 31, 608AB: «Οὐδὲ γὰρ ὁ κατὰ τὴν ἀγορὰν τῇ βασιλικῇ εἰκόνι ἐνατενίζων, καὶ βασιλέα λέγων τὸν ἐν τῷ πίνακι, δύο βασιλέας ὁμολογεῖ, τήν τε εἰκόνα, καὶ τὸν οὗ ἐστιν ἡ εἰκών· οὔτε, ἐὰν, δείξας τὸν ἐν τῷ πίνακι γεγραμμένον, εἴπῃ· Οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς, ἀπεστέρησε τὸ πρωτότυπον τῆς τοῦ βασιλέως προσηγορίας, μᾶλλον μὲν οὖν ἐκείνῳ τὴν τιμὴν ἐβεβαίωσε διὰ τῆς τούτου ὁμολογίας. Εἰ γὰρ ἡ εἰκὼν βασιλεὺς, πολλῷ δήπου εἰκὸς βασιλέα εἶναι τὸν τῇ εἰκόνι παρασχόμενον τὴν αἰτίαν». Βλ. και αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3, PG 94, 1404CD- 4105Α. Βλ. περισσότερα Δ. Τσελεγγίδη, «Η τριαδολογία του Μ. Βασιλείου ως υπόβαθρο της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας για τις εικόνες», στο Κληρονομία, τ. 25, τευχ. Α΄-Β΄, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 109-121.
xliiiΑγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἐπιστολὴ  πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν, σελ. 160-197, στο Κείμενα αἰχμαλωσίας, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, τ. 7, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 160-225. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διεξήγαγε τρεις θεολογικές συζητήσεις με τους Οθωμανούς κατά τον καιρό της αιχμαλωσίας του από αυτούς. Μεταβαίνοντας ὁ άγιος στην Κων/πολη τό 1354, σέ προσπάθεια ειρηνεύσεως των δύο αυτοκρατόρων, Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και Ιωάννη Καντακουζηνού ΣΤ΄, συλλαμβάνεται μαζί με τη συνοδεία του από τους Τούρκους. Υπέστη κακουχίες και κακομεταχείριση από τους Τούρκους οι οποίοι τον πίεζαν να συνομιλήσει με τούς διδασκάλους του Ισλάμ. Οι συζητήσεις αυτές, καθώς και όλες οι ταλαιπωρίες και κακουχίες που υπέστη σκιαγραφούνται θαυμάσια σε δύο επιστολές που απέστειλε ο άγιος Γρηγόριος προς την εκκλησία της Θεσσαλονίκης καθώς επίσης και στη διάλεξη του αγίου Γρηγορίου «προς τους αθέους Χιόνας συγγραφείσα παρά Ιατρού του Ταρωνείτου, παρόντος και αυτηκόου γεγονότος του Παλαμά μετά των Ισμαηλιτών». Ο πρώτος θεολογικός διάλογος διεξήχθη μεταξύ τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και του μουσουλμάνου ΙσμαήλΟ δεύτερος διάλογος του αγίου Γρηγορίου διεξήχθη με τους Χιόνες οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ήταν εξισλαμισθέντες χριστιανοί. Η τρίτη θεολογική συζήτηση διεξήχθη με έναν τασιμάνη, δηλαδή ένα μουσουλμάνο κληρικὸ. Περισσότερα βλ. Β. Φανουργάκη, «Αἱ περιπέτειαι καὶ ἡ δραστηριότης τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ κατὰ τὸ ἔτος τῆς αἰχμαλωσίας (1354-1355)»,  στο Κληρονομία 16 (1984),σελ. 249-272.
xlivΑγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί Αιρέσεων ἐν συντομία, PG 94, 768-769B.

xlvΒλ. Εξ, 20, 4-5:«οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῶ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τὴ γῆ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω της γής. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς».
xlviΑγίου Γρηγορίου Παλαμά, Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, συγγραφείσα παρά του ιατρού τού Ταρωνείτου, σελ. 210-225, στο Κείμενα αιχμαλωσίας, εκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμάς, ΕΠΕ, τ. 7, Θεσσαλονίκη 1987.

xlviiΒλ.Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, Mansi 13, 49D: «Ἐπὶ εἰκόνων Ἑλληνικῶν καὶ Χριστιανικῶν νοήσωμεν, ὅτι ἐκεῖνοι μὲν εἰς λατρείαν τοῦ διαβόλου, ἡμεῖς δὲ εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ ὑπόμνησιν».

xlviiiΒλ. αγίου Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Πρὸς Θωμᾶν Κλαυδιουπόλεως, στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, Mansi 13, 117BC. Βλ. και αγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός κατά Εικονομάχων, Λόγος 1, PG 99, 345D.
xlixΑγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, Έκδοσις Aκριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94,1169ΑΒC: «Φησὶ γοῦν ὁ Θεὸς τῷ Μωσεῖ· Ὅρα͵ ποιήσεις πάντα κατὰ τὸν τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν τῷ ὄρει. Καὶ τὰ Χερουβὶμ δὲ τὰ σκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον οὐχὶ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων; Τί δὲ ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις περιώνυμος ναός; Οὐχὶ χειροποίητος καὶ ἀνθρώπων τέχνῃ κατεσκευασμένος; Η δὲ θεία γραφὴ κατηγορεῖ τῶν προσκυνούντων τοῖς γλυπτοῖς͵ ἀλλὰ καὶ τῶν θυόντων τοῖς δαιμονίοις. Ἔθυον μὲν καὶ Ἕλληνες͵ ἔθυον δὲ καὶ Ἰουδαῖοι· ἀλλ΄ Ἕλληνες μὲν δαίμοσιν͵ Ἰουδαῖοι δὲ τῷ Θεῷ. Καὶ ἀπόβλητος μὲν ἡ τῶν Ἑλλήνων θυσία ἦν καὶ κατάκριτος͵ ἡ δὲ τῶν δικαίων τῷ Θεῷ εὐαπόδεκτος. Ἔθυσε γὰρ Νῶε͵ καὶ ὠσφράνθη ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας͵ τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν εὐνοίας τὸ εὐῶδες ἀποδεχόμενος. Οὕτω τὰ μὲν τῶν Ἑλλήνων γλυπτά͵ ἐπεὶ δαιμόνων ἦσαν ἐξεικονίσματα ἀπόβλητά τε καὶ ἀπηγορευμένα τυγχάνουσι».

lΑγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόναςΛόγος 3, PG 94, 1244C.

liΑγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόναςΛόγος 2, PG 94, 1289BC: «Θεοῦ μέν γάρ τοῦ ἀσωμάτου καί ἀπεριγράπτου καί ἀΰλου καί μήτε σχῆμα μήτε περιγραφήν μήτε κατάληψιν ἔχοντος ἀδύνατον ποιεῖν εἰκόνα· πῶς γάρ τό μή ὁραθέν εἰκονισθήσεται;».

liiΒλ.Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ. 777.

liiiΑγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1169C – 1172A: «Πρὸς δὲ τούτοις τοῦ ἀοράτου καὶ ἀσωμάτου καὶ ἀπεριγράπτου καὶ ἀσχηματίστου Θεοῦ τίς δύναται ποιήσασθαι μίμημα; Παραφροσύνης τοίνυν ἄκρας καὶ ἀσεβείας τὸ σχηματίζειν τὸ θεῖον. Ἐντεῦθεν ἐν τῇ παλαιᾷ οὐκ ἦν τετριμμένη ἡ τῶν εἰκόνων χρῆσις. Ἐπεὶ δὲ ὁ Θεὸς διὰ σπλάγχνα ἐλέους αὐτοῦ κατὰ ἀλήθειαν γέγονεν ἄνθρωπος διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν͵ οὐχ ὡς τῷ Ἀβραὰμ, ὤφθη ἐν εἴδει ἀνθρώπου͵ οὐχ ὡς τοῖς προφήταις͵ ἀλλὰ κατ΄ οὐσίαν ἀληθῶς γέγονεν ἄνθρωπος διέτριψέ τε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη͵ ἐθαυματούργησεν͵ ἔπαθεν͵ ἐσταυρώθη͵ ἀνέστη͵ ἀνελήφθη͵ καὶ πάντα ταῦτα κατὰ ἀλήθειαν γέγονε͵ καὶ ὡράθη ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων͵ ἐγράφη μὲν εἰς ὑπόμνησιν ἡμῶν καὶ διδαχὴν τῶν τηνικαῦτα μὴ παρόντων͵ ἵνα μὴ ἑωρακότες͵ ἀκούσαντες δὲ καὶ πιστεύσαντες τύχωμεν τοῦ μακαρισμοῦ τοῦ Κυρίου».

livΒλ.Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, Mansi 13, 284AB: «οἱ γὰρ Χριστιανοὶ οὔτε τὴν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκύνησιν ταῖς εἰκόσιν ἀπένειμαν, οὔτε τῷ θείῳ τύπῳ τοῦ σταυροῦ, οὔτε τῆς ἀοράτου καὶ ἀκαταλήπτου φύσεως εἰκόνα ποτὲ πεποιήκασιν∙ ἀλλὰ καθὸ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, τὰ τῆς ἀνθρωπίνης οἰκονομίας αὐτοῦ ἀναγράφουσι καὶ εἰκονίζουσι».

lvΗ Εικονομαχία θεωρείται ως συνέχεια των μεγάλων χριστολογικών ερίδων που ταλάνισαν την Εκκλησία από τον 4ο μέχρι τον 7ο αιώνα. Περισσότερα βλ. J. Meyendorff, Christ in Early Christian Thought, Crestwood N.Y. 1975 και C. von Schönborn, L’icône du Christ. Fondements théologiques élaborés entre le Ier et le IIe concile de Nicée (323-787), Fribourg 1976, σελ. 142-235. Για τη θεολογία της εικονομαχικής έριδας βλ. επίσης ενδεικτικά, G. Ladner, «Origin and Significance of the Iconoclastic Controversy»,  στο Medieval Studies 2 (1940), σελ. 127-149 και «The Concept of the Image in the Greek Fathers and the Byzantine Iconoclastic Controversy», στο Dumbarton Oaks Papers 7 (1953), σελ. 1-34.

lviΒλ. Κοράνιο, 25,2,

lviiΓρ. Δ. Ζιάκα, Ιστορία των Θρησκευμάτων Β΄-Το Ισλάμ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988,σελ.269-283.

lviiiΒλ. Κοράνιο, 5,75. 
lixΣχετικά με τη δογματική σημασία που έχει η εικόνα της Θεοτόκου κατά τους εικονόφιλους πατέρες, βλ. Δ. Τσελεγγίδη. Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 111 – 114.

lxΒλ. Αντιρρητικός κατά Εικονομάχων, Λόγος 3, PG 99, 416C.

lxiΝ. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Θεσσαλονίκη 1999, σελ.113-114.

lxiiΠρος τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 1, PG 94, 1252BC και 1301A.

lxiiiΒλ.ο.π., Λόγος 3, PG 94, 1353B.

lxivΒλ.ο.π., Λόγος 1, PG 94, 1252 AΒ.

lxvΒλ. ο.π., Λόγος 1, PG 94, 1249CD.

lxviΒλ.ο.π., Λόγος 1, PG 94, 1264B.

lxviiΑγ. Θεοδώρου Στουδίτου, ἈντιρρητικὸςΚατὰ εἰκονομάχωνΛόγος 3, PG 99, 420D-421A «Τὸ πρωτότυπον οὐ κατ᾽ οὐσίαν ἐν τῇ εἰκόνι γὰρ ἂν λέγοιτο καὶ  εἰκὼν πρωτότυπονὡς καὶ ἔμπαλιν τὸ πρωτότυπον εἰκώνὅπερ οὐκ ἐνδέχεταιδιὰ τὸ ἴδιον εἶναι ἑκατέρου ὅρον τῆς φύσεως ἀλλὰ κατὰ τὴν τῆς ὑποστάσεως ὁμοιότητα… Οὐκ ἄρα οὖν εἰσφορὰ ἑτέρας προσκυνήσεωςἀλλὰ μία καὶ  αὐτὴ τῆς εἰκόνος πρὸς τὸ πρωτότυπονκατὰ τὴν ταυτότητα τῆς ὁμοιώσεως».

lxviiiΠρος τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3, PG 94, 1249 D. Βλ. επίσης Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός κατά Εικονομάχων, Λόγος 3, PG 99, 344Β.

lxixΒλ. περισσότερα Δ. Τσελεγγίδη, «Η χαρισματική παρουσία του πρωτοτύπου στην εικόνα του κατά την εικονολογία της Εκκλησίας», στο Οικοδομή και Μαρτυρία – Έκφρασις αγάπης και τιμής εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιον, (Β’ Τιμητικός Τόμος), Κοζάνη 1992, σελ. 405 – 420.

lxxΒλ.Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, Mansi 13, 149DE. Πρβλ. αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 1, PG 94, 1248C. Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός κατά Εικονομάχων, Λόγος 1, PG 99, 336A.

lxxiΒλ.Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, Mansi 13, 309D.

lxxiiΒλ.ο.π., Mansi 13,65D.

lxxiiiΒλ. Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3, PG 94, 1352CD.

lxxivΒλ.ο.π.,Mansi 13, 125C.

lxxvΒλ. περισσότερα Δ. Τσελεγγίδη, «Η χαρισματική παρουσία του πρωτοτύπου στην εικόνα του κατά την εικονολογία της Εκκλησίας», στο Οικοδομή και Μαρτυρία – Έκφρασις αγάπης και τιμής εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιον, (Β’ Τιμητικός Τόμος), Κοζάνη 1992, σελ. 405 – 420.

Εισήγηση στο Κ’ Ετήσιο Συνέδριο Μεταπτυχιακών Φοιτητών με θέμα: «Εικόνα – Ανεικονική Τέχνη στη Ζωή της Εκκλησίας και στα Θρησκεύματα»