ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΠΤΑ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ
«Αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός» (Δ’ Μακκαβαίων, α’ 7, θ’ 4). Ο ευσεβής λογισμός είναι κυρίαρχος και εξουσιαστής επί των παθών. Αυτό με περίσσια ανδρεία απέδειξαν οι επτά αδελφοί Μακκαβαίοι με τη στάση τους απέναντι στο βασιλιά της Συρίας Αντίοχο (περί το 5327 από κτίσεως κόσμου ή 173 π.Χ.), όταν αυτός τους έταξε δόξες, τιμές και επίγειες απολαύσεις, αν αυτοί καταπατούσαν το Μωσαϊκό νόμο και έτρωγαν από τα απαγορευμένα φαγητά που τους πρόσφερε. Προηγήθηκε ο ενενηκονταετής διδάσκαλος τους, Ελεάζαρος, που εφάρμοσε στο έπακρο το νόμο που τους δίδασκε, με αποτέλεσμα ο Αντίοχος να τον ρίξει στη φωτιά.
Ας δούμε το σχετικό Βιβλικό απόσμασμα (Β’ Μακ. 6,19-31)
Ένας από τους πρώτους γραμματείς της χώρας, Ελεάζαρος ονόματι, ετύχαινε να είναι προχωρημένος πλέον εις την ηλικίαν και με εξωτερικήν εμφάνισιν επιβλητικήν. Αυτός εξηναγκάζετο βιαίως να ανοίξη το στόμα του, δια να φάγη κρέας χοιρινόν.
Αλλ’ αυτός επροτίμησε μάλλον τον ένδοξον θάνατον παρά μίαν βδελυράν ζωήν, και εβάδισεν αυτοπροαιρέτως προς το βασανιστικόν όργανον του μαρτυρικού θανάτου και απέπτυσε το κρέας.
Επροχώρησε δε προς τον θάνατον, όπως εκείνοι που έχουν πάρει σταθεράν την απόφασιν να αρνηθούν ό,τι δεν επιτρέπεται να γευθή κανείς, όσην αγάπην και αν έχουν προς την ζωήν.
Οι τεταγμένοι δε ειδωλολάτραι, που προΐσταντο εις τα παράνομα αυτά συμπόσια των θυσιών, επειδή από μακρού χρόνου είχαν γνωρίσει και εκτιμήσει τον άνδρα, τον παρέλαβαν ιδιαιτέρως και τον παρεκάλουν να φέρη αυτός κρέατα από εκείνα τα οποία επιτρέπεται να φάγη και αφού τα παρασκευάσουν επίτηδες δι’ αυτόν, να υποκριθή ότι τρώγει τα υπό του βασιλέως διαταχθέντα κρέατα από τας ειδωλολατρικάς θυσίας· ώστε να πράξη τούτο και να απαλλαγή από την θανατικήν καταδίκην. Αυτό δε του το επρότειναν δια την αρχαίαν προς αυτούς φιλίαν του και ήθελαν να τύχη της φιλανθρώπου αυτής συμπεριφοράς.
Αυτός όμως εσκέφθη με πολλήν σύνεσιν και έλαβεν απόφασιν αξίαν της ηλικίας του, της υπεροχής που του έδιδαν τα γηρατεία του, της λευκανθείσης κόμης του στους αγώνας της αρετής, της αγωγής της αρίστης που είχε λάβει από της παιδικής του ηλικίας και προ παντός έλαβεν υπ’ όψιν την αγίαν νομοθεσίαν, που εδόθη από αυτόν τον ίδιον τον Θεόν, απήντησεν ως ακολούθως, λέγων να τον στείλουν χωρίς αργοπορίαν στον άδην.
«Δεν είναι αξιοπρεπές δια την ηλικίαν μου να υποκριθώ· και τούτο δια να μη νομίσουν πολλοί από τους νεαρούς Ιουδαίους, ότι εγώ ο ενενηκοντούτης Ελεάζαρος μετεπήδησα και ησπάσθην τας ειδωλολατρικάς συνηθείας. Εάν κάτι τέτοιο πράξω, αυτοί λόγω της ιδικής μου υποκρισίας, δια να ζήσω ένα μικρόν υπόλοιπον της παρούσης ζωής, θα παραπλανηθούν εξ αιτίας μου και έτσι εγώ θα αποκτήσω την βδελυράν αυτήν κηλίδα στον καιρόν των γηρατείων μου. Αλλά και εάν διαφύγω επί του παρόντος την τιμωρίαν των ανθρώπων, δεν θα αποφύγω τα χέρια του Παντοκράτορος Θεού, ούτε ζων ούτε αποθανών. Δια τούτο, εάν τώρα ηρωϊκώς και ανδρείως δια την πίστιν μου τελειώσω την ζωήν μου, θα αναδειχθώ άξιος των γηρατείων μου, εις δε τους νέους θα αφήσω γενναίον παράδειγμα, ώστε αυτοί προθύμως και γενναίως να θυσιάζουν ενδόξως την ζωήν των, υπέρ των σεμνών και αγίων νόμων».
Αυτά δε αφού είπε εβάδισε κατ’ ευθείαν προς το τύμπανον, το μαρτυρικόν όργανον. Εκείνοι δέ, που θα τον ωδηγούσαν στο μαρτύριον μετέβαλαν την προτέραν αυτών ευμένειαν εις σκληρότητα, επειδή εθεώρησαν τους λόγους, που προηγουμένως ελέχθησαν, ως προϊόντα γεροντικής ανοίας.
Όταν δε έφθασεν η στιγμή να αποθάνη από τας μαρτυρικάς πληγάς ανεστέναξε και είπεν· «Είναι ολοφάνερον στον Κύριον, ο οποίος έχει την αγίαν και αληθή γνώσιν, ότι καίτοι ημπορούσα να διαφύγω τον μαρτυρικόν θάνατον, υποφέρω σκληρούς πόνους κατά το σώμα μαστιγούμενος, αλλά κατά την ψυχήν ευχαρίστως υπομένω αυτά δια τον σεβασμόν μου προς τον Θεόν».
Αυτός λοιπόν ο γέρων έτσι εξεδήμησεν άφησας με τον ηρωϊκόν του θάνατον παράδειγμα θάρρους και αρετήν άξιον μνήμης και μιμήσεως, όχι δε μόνον δια τους νεαρούς Ιουδαίους, αλλά και δια τους πλείστους του έθνους, δι’ όλον τον λαόν.
Πρῶτος πρὸ Χριστοῦ πῦρ στέγων Ἐλεάζαρ,
Ἀθλήσεως προὔθηκε τοῖς ἄλλοις ἴχνη.