Δαμασκηνός μοναχός
Εις το ως άνω άρθρον του, το οποίον εδημοσιεύθη εις το φύλλον της 6ης Αυγούστου 2010 του Ορθοδόξου Τύπου, ο καθηγητής κ. Μέγας Φαράντος ευστόχως επιχειρεί θεολογικήν κριτικήν εις τας καινοφανείς θεολογικάς θέσεις του καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα, όπως αυτές εξετέθησαν εις το βιβλίον του τελευταίου με τίτλον «Η κτίση ως ευχαριστία-Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας». Ο κ. Φαράντος συμπεραίνει, ότι ο κ. Ζηζιούλας πρεσβεύει και εισηγείται έναν «θεολογικόν Μονισμόν», ο οποίος «απαγορεύει ‘την διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού’ και αποδέχεται ‘την ταύτιση’ Θεού και κόσμου». Και προς στήριξιν αυτού του συμπεράσματος, προβάλλει, εν συνεχεία, τα επιχειρήματα του κ. Ζηζιούλα και ταυτοχρόνως επιχειρεί κριτικήν επί τούτων, εις τρία κύρια σημεία.
Εις το υπ αρ. (3) σημείον, ο κ. Φαράντος αναφέρεται και εις εν εξωθεολογικόν, δηλ. «επιστημονικόν» επιχείρημα του κ. Ζηζιούλα, ο οποίος το προβάλλει ‘προς στήριξιν του θεολογικού του Μονισμού ως και της θεωρίας του περί «ταυτισμού της ουράνιας με την επίγεια πραγματικότητα», μέχρι του σημείου, που «και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως ‘‘επέκεινα’’ της φύσεως»’. Το επιχείρημα αυτό του κ. Ζηζιούλα είναι το εξής: «Ο σύγχρονος άνθρωπος, δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό ως κάτι το ‘‘επέκεινα’’ της φύσεως, λόγω των νεωτέρων επιστημονικών και φιλοσοφικών εξελίξεων». Η συνέπεια δε τούτου είναι, κατά τον κ. Ζηζιούλα, ότι: ‘Η θεολογία θα πρέπει να απορρίψει το «υπερφυσικό», προκειμένου να έλθη εις «διάλογον» με τον «σύγχρονο άνθρωπο» και ενδεχομένως να «κερδίσει» αυτόν’.
Απαντώντας εις το επιχείρημα αυτό, ο κ. Φαράντος, απορρίπτει ευθέως τον ισχυρισμόν του κ. Ζηζιούλα, ότι οι νεώτερες φιλοσοφικές εξελίξεις αποτελούν εμπόδιον εις τον σύγχρονον άνθρωπον να συλλάβη το υπερφυσικό ως κάτι το ‘‘επέκεινα’’ της φύσεως, με το επιχείρημα, ότι ‘η Φιλοσοφία είναι μεν επιστήμη, ουχί όμως «ακριβής», ήτοι «αντικειμενική», όπως η Φυσική, ως εκφράζουσα υποκειμενικόν και εν πολλοίς αυθαίρετον στοχασμόν’. Εδώ, θα ήθελα να κάνω μία παρέμβασι. Κατ αρχήν, με τον όρον «σύγχρονος άνθρωπος», ο κ. Ζηζιούλας, κατά την γνώμην μου, δεν εννοεί μόνον εκείνον «που αποτινάζει με αγανάκτηση τους ηθικούς κανόνες» της χριστιανικής παραδόσεως, η εκείνον που «δεν πείθεται με τα δογματικά κηρύγματα», η εκείνον που «δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό», δηλ. τον άθεον, αλλά, επίσης, εκείνον (τον «Χριστιανόν», λαϊκόν ή ρασοφόρον), τον «παραμορφωμένον», άθεον εις την ουσίαν, που, προσπαθώντας να κατανοήση την Ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησιολογία, όχι με την Χάρι του Θεού αλλά με την διάνοια, όχι μόνον κάνει φιλοσοφία επάνω στην θεολογία και την εκκλησιολογία και δημιουργεί π.χ. την θεωρία των Κλάδων στην θεολογία, ή την Βαπτισματική θεολογία στην εκκλησιολογία, αλλά, επίσης, επηρεασμένος από την σύγχρονη Επιστήμη και δη την θεωρίαν της Εξελίξεως των ειδών, απορρίπτει συλλήβδην την Ορθόδοξη παραδοσιακή Θεολογία, ως αντικειμένην εις την θεωρίαν της Εξελίξεως και τις νεώτερες επιστημονικές ανακαλύψεις.
Π.χ., η Ορθόδοξη Θεολογία λέει ότι υπήρξε «πτώσις». Ο «Χριστιανός» αυτός λέει ‘όχι, δεν υπήρξε «πτώσις», διότι η Επιστήμη δεν έχει ανιχνεύσει κάποια χρονική περίοδο κατά την οποία δεν υπήρχε φθορά και θάνατος’. Η Ορθόδοξη Θεολογία λέει ότι υπάρχει Θεός Δημιουργός του σύμπαντος. Ο «Χριστιανός» αυτός λέει ‘όχι, δεν υπάρχει Θεός Δημιουργός του σύμπαντος γιατί όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο είναι συνέπεια τυχαίων γεγονότων’. Η θεωρία της Εξελίξεως, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι είναι μία φυσική θεωρία, βασισμένη σε επιστημονικές ενδείξεις, όπως και κάθε άλλη επιστημονική θεωρία, εις την πραγματικότητα όμως, σήμερα, είναι η επικρατούσα φιλοσοφική θεωρία εις τον χώρο της Επιστήμης και, δια μέσου αυτής, η Εξέλιξις των ειδών, ενώ είναι υπόθεσις, παρουσιάζεται σαν γεγονός, λόγω δήθεν της πληθώρας των ενδείξεων που συνηγορούν υπέρ αυτής. Άρα, δεν είναι ατυχής ο ισχυρισμός του κ. Ζηζιούλα, ότι οι νεώτερες φιλοσοφικές εξελίξεις αποτελούν εμπόδιο εις τον σύγχρονον άνθρωπον να συλλάβη το υπερφυσικόν. Όμως, αντί ο κ. Ζηζιούλας να προσπαθήση να αλιεύση τον σύγχρονο άνθρωπο ευαγγελικώς, κατά την προτροπήν του κ. Φαράντου, αντιθέτως, τάσσεται με το μέρος του, και, θέλοντας ο κ. Ζηζιούλας να διακονήση τον «σύγχρονο μετανεωτερικό άνθρωπο», δημιουργεί την ιδική του αιρετική μετανεωτερική θεολογία και εκκλησιολογία (βαπτισματική, οικουμενιστική, οικολογική και όποια άλλη). Δηλ., πρώτα ο ίδιος θέτει τον εαυτόν του εκτός Εκκλησίας, διότι αποδέχεται και διδάσκει αιρετικές δοξασίες, και, στην συνέχεια, προσπαθώντας να διακονήση λανθασμένα τον «σύγχρονο άνθρωπο», τον παρασύρει σε βαθύτερο γκρεμό.
Εκτός των ανωτέρω, ο σύγχρονος άνθρωπος, ο χωρίς Θεό άνθρωπος, έχει πρόβλημα, κατά τον κ. Ζηζιούλα, και λόγω των νεωτέρων επιστημονικών εξελίξεων, λόγω των οποίων δεν μπορεί να συλλάβη το υπερφυσικό ως κάτι το ‘‘επέκεινα’’ της φύσεως. Αυτό είναι επίσης σωστό, κατά την γνώμη μας. Εδώ, διερωτάται, όμως, ο κ. Φαράντος ‘δια ποίων, εκ των «νεωτέρων επιστημονικών εξελίξεων», απορρίπτεται το υπερφυσικό ως κάτι το ‘’επέκεινα’’ της φύσεως;’ Ας μας επιτρέψη, εδώ, να καταθέσωμε την ιδική μας εξήγησι.
Δεν είναι, κατά την γνώμη μας, οι νεώτερες επιστημονικές εξελίξεις, ή, καλύτερα, ανακαλύψεις, καθ’ εαυτές, εκείνες που δημιουργούν το πρόβλημα στον σύγχρονο άνθρωπο, αλλά η χρήσις τους προς υποστήριξι της θεωρίας της Εξελίξεως. Όλες οι σημερινές ανακαλύψεις στην Αστρονομία, Φυσική, Βιολογία, Βιοχημεία, Ιατρική, όλες ανεξαιρέτως, διακονούν την θεωρία της Εξελίξεως και ερμηνεύονται έτσι ώστε να την υποστηρίζουν. Αυτό, δεν είναι τυχαίο. Η θεωρία αυτή, ενώ ξεκίνησε σαν αμιγής επιστημονική θεωρία στην βιολογία, στηριζομένη σε επιστημονικές ενδείξεις, όπως όλες οι επιστημονικές θεωρίες που διαμορφώνονται, μέχρις ότου καταρριφθούν και αντικατασταθούν από άλλες θεωρίες λόγω νέων δεδομένων που εν τω μεταξύ προκύπτουν, επειδή διδάσκει ότι η εξέλιξις των ειδών στον έμβιο κόσμο είναι αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων, και επειδή σε άλλες επιστήμες, π.χ. στην Αστροφυσική, παρετηρήθη ότι συμβαίνει το ίδιο, τυχαία δηλ, συμβαίνει εις το σύμπαν ό,τι συμβαίνει, βόλεψε στο να υιοθετηθή γενικά στην επιστημονική κοινότητα σαν η θεωρία που ερμηνεύει την λειτουργία του μακροκόσμου και του μικροκόσμου χωρίς την ύπαρξι ή παρέμβασι ενός Θεού Δημιουργού.
Αυτή η θεωρία της Εξελίξεως διδάσκεται σήμερα σε όλα τα επιστημονικά ιδρύματα του κόσμου στους χώρους της φυσικής Επιστήμης, και αυτή προβάλλεται στα μαζικά μέσα ενημερώσεως παγκοσμίως, σαν την θεωρία που ερμηνεύει την ύπαρξι του κόσμου, την γένεσι των φυσικών φαινομένων, την γένεσι της ζωής και την λειτουργία των ζώντων οργανισμών. Βάσει αυτής, όλα συνέβησαν τυχαία και εξελίσσονται τυχαία, χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα. Όμως, ο φυσικός κόσμος λειτουργεί βάσει φυσικών νόμων. Υπάρχουν, στην Επιστήμη, ωρισμένες σταθερές παράμετροι (π.χ. η ταχύτητα του φωτός, το φορτίο του ηλεκτρονίου, κλπ.), και οι σταθερές των φυσικών νόμων (όπως το g, η επιτάχυνσις της βαρύτητος, κλπ.), που έχουν σταθερές τιμές, συγκεκριμένες. Όλες αυτές οι φυσικές σταθερές έχουν τέτοιες τιμές ώστε να εξυπηρετήται η εμφάνισις της ζωής και η λεγομένη «ανθρωπική αρχή», δηλ. η εμφάνισις του ανθρώπου στην γη. Οι φυσικοί νόμοι, και οι συγκεκριμένες τιμές των φυσικών αυτών σταθερών μπορεί να είναι αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων; Όχι, βέβαια.
Η θεωρία αυτή ασχολείται και μιλάει μόνο για ό,τι υλικό υπάρχει. Δεν ασχολείται με ό,τι δεν μπορεί να ανιχνευθή με επιστημονικά όργανα. Δηλ., δεν ασχολείται με την ύπαρξι Θεού, αγγέλων, πονηρών πνευμάτων, ανθρώπινης ψυχής. Την ύπαρξι αυτών δεν μπορεί να την ανιχνεύση. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Αλλά, ποια είναι τα κύρια σημεία αυτής της φιλοσοφικής, στην ουσία, θεωρίας;
Είναι τα εξής:
Α) Ότι έγινε μία μεγάλη έκρηξις (το Big Bang) πριν από 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια, από την οποία παρήχθη ένα τεράστιος αριθμός ατόμων υδρογόνου. Από αυτά δημιουργήθηκαν τα νεφελώματα, οι γαλαξίες και τα αστέρια.
Β) Πριν από 4 δισεκατομμύρια χρόνια εμφανίσθηκε αυτόματα η ζωή στην γη.
Γ) Από τότε, η ζωή εξελίσσεται τυχαία από είδος σε είδος.
Δ) Πριν 6 εκατομμύρια χρόνια εμφανίσθηκε στην γη ο κοινός πρόγονος του ανθρώπου και του πιθήκου.
Στ) Η ηλικία του ανθρώπου είναι περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια ενώ του σύγχρονου ανθρώπου του homo sapiens μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
Ζ) Ο άνθρωπος ζει, πεθαίνει και εξαφανίζεται στην ανυπαρξία όπως τα ζώα.
Η θεωρία αυτή έχει πολλά τρωτά σημεία, το πρώτο εκ των οποίων είναι ότι είναι μία θεωρία, δηλ. μία υπόθεσις. Και είναι μία θεωρία η οποία βολεύει την Νέα Εποχή στο γκρέμισμα του Θεού, επειδή αφίνει απ έξω την ύπαρξι ενός Θεού Δημιουργού. Γι αυτό, προσχεδιασμένα και συστηματικά, σήμερα, προβάλλεται φιλοσοφία περί της ζωής. Θέλει τον άνθρωπο να ζη χωρίς Θεό, να μην ασχολήται με τον Θεό. Και, ενώ η γένεσις της Μεγάλης Εκρήξεως, που έχει ανιχνευθή ότι συνέβη πριν 13. 7 δισεκατομμύρια χρόνια, είναι δηλ. ένα γεγονός, δεν έχει ακόμη ερμηνευθή, ούτε το ποιος την προκάλεσε, ούτε το πως συνέβη, ούτε το ποιο ήταν το αρχικό υλικό της.
Και, για να μη ταπεινωθούν οι επιστήμονες και παραδεχθούν ότι κάποιο υπερφυσικό αίτιο την προκάλεσε, καταφεύγουν σε άλλες θεωρίες, όπως εις την θεωρία των Χορδών, των αναδιπλουμένων συμπάντων, κλπ., τις οποίες προσπαθούν να στηρίξουν με επιστημονικά πειράματα, όπως εκείνο που σχεδιάζεται στο CERN για να κατοχυρώση την ύπαρξι του σωματιδίου Higgs και κατ επέκτασιν την μη αναγκαιότητα ενός Θεού Δημιουργού. Όλα αυτά, για να αποφύγουν να μιλήσουν για Θεό Δημιουργό. Όμως, πάλι το ερώτημα υπάρχει αναπάντητο από αυτούς: Πως ξεκίνησαν όλα αυτά; Τι υπήρχε στον χρόνο μηδέν;
Η ύπαρξις, ή η μη ύπαρξις, Θεού Δημιουργού δεν αποδεικνύεται επιστημονικά. Η ύπαρξις Θεού Δημιουργού, όμως, είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Εμείς γνωρίζομε ότι Θεός Δημιουργός υπάρχει, είναι προσωπικός Θεός, διαλέγεται δηλ. μαζί μας, και ότι αυτός ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν. Αλλά, πως είμαστε σίγουροι γι’ αυτό; Επειδή το λέει η Αγία Γραφή; Όχι. Απλά, επειδή ο Θεός έχει αποκαλυφθή πάρα πολλές φορές στους ανθρώπους μέσα στην ιστορία και συνεχίζει να αποκαλύπτεται. Αποκαλύπτεται και τον βλέπουν. Υπάρχουν εκατοντάδες μαρτυρίες για την αποκάλυψι του Θεού στους ανθρώπους. Ιστορικές, αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες. Ο Θεός γνωρίζεται μόνον όταν αποκαλύπτεται. Και ο λόγος που αποκαλύπτεται είναι επειδή δεν ζει μέσα στο σύμπαν. Είναι έξω από το σύμπαν. Όχι σε άλλο σύμπαν, αλλά στον δικό Του χώρο, που δεν έχει καμμία σχέση και ομοιότητα με τον δικό μας. Ο Θεός, λοιπόν, έχει αποκαλυφθή στους ανθρώπους, και έχει μιλήσει με τους ανθρώπους. Έκανε, μάλιστα, και κάτι καταπληκτικό, περίεργο και αναπάντεχο για έναν παντοδύναμο Θεό. Σε έναν ταπεινό πλανήτη του σύμπαντος, την Γη, μπήκε στην κοιλιά μιας Παρθένου και έγινε άνθρωπος! Ο Χριστός είναι ο Θεός! Πως το ξέρομε αυτό; Όποιος δει τον Χριστόν τώρα, βλέπει ότι αυτός είναι ο Θεός, ο Δημιουργός του σύμπαντος. Και τον έχουν δει πάρα πολλοί. Και, επίσης, τι άλλο βλέπει ακόμα; Ότι ο Χριστός εδημιούργησε τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο, όχι όπως θέλει η εξέλιξις, αλλά όπως περιγράφει, με την απλή γλώσσα της εποχής του ο Προφήτης Μωϋσής στην Γένεσι. Αυτά, βέβαια, είναι απλησίαστα για τον «σύγχρονο άνθρωπο»…..
Η θεωρία της Εξελίξεως μιλά για αυτόματη γένεσι της ζωής από μία χημική σούπα. Όταν, όμως, κάποιος βλέπη τον Θεόν, ο Θεός του δείχνει, όπως είπαμε, ότι Εκείνος εδημιούργησε, όχι μόνο τον κόσμο, αλλά και τα φυτά και τα ζώα. Και, τελευταίο, εδημιούργησε τον άνθρωπο. Του δείχνει, επίσης, ότι τον άνθρωπο δεν τον εδημιούργησε παίρνοντας έναν πίθηκο και κάνοντάς τον άνθρωπο, αλλά παίρνοντας χώμα. Όπως θα πάρη, στην Μέλλουσα Ανάστασι, χώμα και θα αναστήση τους νεκρούς, που έχουν γίνει χώμα, έτσι και τότε, στην Δημιουργία, πήρε χώμα και έκανε τον άνθρωπο. Δεν πήρε ο Θεός έναν πίθηκο και του έδωσε ψυχή και τον έκανε άνθρωπο, όπως εσφαλμένως υποστηρίζουν σήμερα πολλοί «Ορθόδοξοι» θεολόγοι.
Ο πίθηκος δεν έχει αυθυπόστατη ψυχή, που να μένη και να ζη και μετά τον βιολογικό θάνατο του πιθήκου. Ο άνθρωπος, όμως, έχει αυθυπόστατη και αθάνατη ψυχή. Πως το γνωρίζομε αυτό; Το γνωρίζομε από το ότι πολλές ψυχές νεκρών ανθρώπων (των Αγίων) εμφανίζονται σε ζωντανούς. Ψυχή ζώου δεν έχει εμφανισθή ποτέ στην ιστορία. Άρα, αν προερχόταν ο άνθρωπος εξελικτικά από πιθηκοειδές, δεν θα είχε αυθυπόστατη και αιώνια ψυχή. Το ότι συμβαίνει να έχη αυθυπόστατη ψυχή σημαίνει, απλούστατα, ότι δεν προέρχεται από τον πίθηκο. Η Επιστήμη, όμως, επειδή δεν μπορεί να ανιχνεύση την άυλη ψυχή του ανθρώπου, δεν δέχεται ύπαρξι αυθυπόστατης ψυχής εις τον άνθρωπο. Την ύπαρξι των ψυχικών φαινομένων την ερμηνεύει ως απόρροια των νευρικών διεργασιών του εγκεφάλου. Περισσότερα επάνω σ’ αυτό θα λεχθούν στην συνέχεια.
Η επιστημονική κοινότητα, τώρα, η οποία είναι κατευθυνόμενη, για να στηρίξη και προπαγανδίση την θεωρία της Εξελίξεως, έχει παράγει σειρά επιστημονικών ταινιών (ντοκυμαντέρ, βίντεος, κλπ.) προς τον σκοπό αυτό. Χαρακτηριστική σειρά είναι η σειρά COSMOS που παρουσίασε ο αστροφυσικός Carl Sagan. Σ’ αυτήν την σειρά, φαίνεται καθαρά το πνεύμα της Νέας Εποχής που είναι κρυμμένο πίσω της. Ο Χριστιανισμός παρουσιάζεται σαν δεισιδαιμονία, η ανυπαρξία ενός Θεού Δημιουργού υποστηρίζεται εμμέσως πλην σαφώς και εξάγεται συμπερασματικά, η ύπαρξις λογικών όντων σε άλλους πλανήτες βλακωδώς υποστηρίζεται, η φιλοσοφία περί της ζωής είναι καθαρά μηδενιστική, και ο σκοπός της ζωής και της υπάρξεως του ανθρώπου είναι ανύπαρκτος.
Επιθυμών, λοιπόν, ο κ. Ζηζιούλας να διακονήση αυτόν τον σύγχρονο άνθρωπο, δεν μπορεί παρά να ταυτισθή με το πνεύμα της Νέας Εποχής, με αποτέλεσμα, παρά το ότι δεν ομολογεί ευθέως ότι δεν πιστεύει καν σε Θεό Δημιουργό όπως τον διδάσκει η παραδοσιακή Ορθόδοξη Θεολογία, να συμφωνή με τα διακηρυττόμενα από τους εξελικτικούς περί του ανθρώπου. Προσπαθώντας να αναπαύση τον σύγχρονο άνθρωπο που πιστεύει στην εξέλιξη του ανθρώπου από τα πιθηκοειδή (ή ανθρωποειδή, το ίδιο είναι) ανήκει στην ομάδα εκείνη των «Χριστιανών» που φθάνουν να υποστηρίζουν ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, κλπ.) πίστευαν και υιοθετούσαν την Εξέλιξι των ειδών σαν τον τρόπο της γενέσεως και εμφανίσεως των διαφόρων φυτικών και ζωικών ειδών. Παντρεύουν δηλ., αυθαίρετα, την Εξέλιξι με την Αποκάλυψι! Χαρακτηριστικά, έχει πη, ο κ. Ζηζιούλας, που είναι ο ηγέτης στον χώρο των συγχρόνων Ορθοδόξων θεολόγων που εισηγούνται καινοφανείς θεολογικές θέσεις, και τα εξής:
“….(Κατά το παρελθόν), η θρησκεία και η επιστήμη εναντιώθηκαν, η μία στην άλλη, με πολλούς τρόπους, αλλά, φαίνεται, πως συνέπραξαν σε μεγάλο βαθμό, αν και ασυνειδήτως, στην καταστροφή της κτίσεως του Θεού. …..Στην εποχή μας, …..ολόκληρη η φιλοσοφία της εξειδικευμένης γνώσεως αμφισβητείται, τόσο στην επιστήμη, όσο και στην θεολογία, και ιδιαιτέρως στην πρώτη. Παραδείγματος χάριν, καθίσταται ολοένα και σαφέστερο στους επιστήμονες, ότι η ζωολογία και η βοτανολογία δεν είναι σαφώς διαφορετικοί επιστημονικοί τομείς, όσο εθεωρούντο παραδοσιακώς ότι είναι. Δεν μπορείς να κατανοήσης την μέλισσα χωρίς να μελετήσης τα άνθη που καθορίζουν την ζωή της, την όλη της ύπαρξη και την φύση της. Αυτή η περιβαλλοντική αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση μπορεί να επεκταθή επʼ άπειρον: Το κάθε τι εξαρτάται από κάτι άλλο. Αυτή η νέα ολιστική προσέγγιση στην γνώση μπορεί να έχη σημαντικές περιβαλλοντικές συνέπειες, τόσο για την επιστήμη, όσο και για την θρησκεία. Η εξαφάνισις ενός ωρισμένου είδους επηρεάζει τα υπόλοιπα είδη. Ο ίδιος ο άνθρωπος επηρεάζεται αποφασιστικά από κάθε αλλαγή στο φυσικό περιβάλλον. Αν η επιστήμη κινηθή με συνέπεια από τον παραδοσιακό κατακερματισμό της γνώσεως προς μία ολιστική προσέγγιση, η θρησκεία (και, ιδιαιτέρως, η Χριστιανική θεολογία) πρέπει να αναθεωρήση τις απόψεις της για το ανθρώπινο ον και να δεχθή, ότι οι άνθρωποι είναι αδιανόητοι χωρίς την οργανική τους σχέση με την υπόλοιπη δημιουργία. Η Χριστιανική θεολογία θα πρέπη να δεχθή τους βασικούς ισχυρισμούς των εξελικτικών ιδεών της βιολογίας, και να κατανοήση τον Άνθρωπο ως οργανικό μέρος της οικογένειας των ζώων.
Δεν υπάρχει ουσιαστική απειλή για την Χριστιανική πίστη με την αποδοχή της Εξελικτικής θεωρίας στην βασική της αρχή, δηλαδή, της ιδέας, ότι ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει το τελικό σημείο σε μία βιολογική διαδικασία, αν και δεν υπάρχη ανάγκη να δεχθή τον Δαρβινισμό στην λεπτομερή του περιγραφή αυτής της εξελίξεως. Η ίδια η Αγία Γραφή μιλάει για την δημιουργία του Ανθρώπου την τελευταία ημέρα της Δημιουργίας από φυσικά στοιχεία που υπήρχαν ήδη. Μία τέτοια ολιστική προσέγγιση θα ασκούσε ευεργετική επίδραση στην στάση των ανθρώπων προς το περιβάλλον, αλλά, αυτό, μπορεί να είναι αποτελεσματικό μόνο αν η επιστήμη και η θρησκεία συμπέσουν, ως προς τις απόψεις τους σχετικά με τον κόσμο και την θέση του ανθρώπου σε αυτόν.
….Καθίσταται ολοένα και σαφέστερο, τόσο στην επιστήμη, όσο και στην θεολογία, ότι, όχι μόνο ο Άνθρωπος εξαρτάται από την υπόλοιπη δημιουργία για την ύπαρξή του, αλλά ότι και το αντίστροφο είναι εξ ίσου αλήθεια, δηλαδή ότι η υπόλοιπη δημιουργία εξαρτάται από το ανθρώπινο ον για την πραγμάτωση και εκπλήρωση της υπάρξεώς της. Οι περιβαλλοντολόγοι χρειάζεται να αναθεωρήσουν την διαδεδομένη υπόθεσή τους, ότι ο Άνθρωπος χρειάζεται την υπόλοιπη δημιουργία, ενώ η υπόλοιπη δημιουργία δεν χρειάζεται τον Άνθρωπο. Η θρησκεία – σίγουρα η Χριστιανική θεολογία – είναι ανθρωποκεντρική, στην κοσμολογία της, και θα επέμενε, ότι το ανθρώπινο ον είναι απαραίτητο στην δημιουργία. Υπάρχουν σημάδια, σήμερα, ότι η επιστήμη κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, την ανθρωποκεντρική, η οποία δηλώνει, ότι το σύμπαν είναι φτιαγμένο με τέτοιον τρόπο, ώστε να έχη νόημα μόνο με την προϋπόθεση της υπάρξεως του ανθρωπίνου όντος. Ναι, είναι αλήθεια, ότι ο άνθρωπος χρειάζεται τον οργανικό του δεσμό με την υπόλοιπη δημιουργία, αλλά και η τελευταία, επίσης, χρειάζεται τον Άνθρωπο για να πραγματωθή. Αν η Ανθρωπική Αρχή γίνη δεκτή από τους επιστήμονες – και υπάρχουν ενδείξεις, ότι, η συζήτηση που προκάλεσε, κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση-, τότε μία υγιής και δημιουργική συμφιλίωση θα λάβη χώρα μεταξύ θρησκείας και επιστήμης, που θα έχη σημαντικές συνέπειες για την οικολογική σκέψη.
…..Είναι αξιοσημείωτο, ότι, από τότε που η θεωρία της Σχετικότητας κέρδισε την μάχη στην επιστήμη, κατέστη δύσκολο να εξαλειφθή το ανθρώπινο ον από την διαδικασία της επιστημονικής «αλήθειας». Ο παρατηρητής, όπως μας λένε τώρα, επηρεάζει την πραγματικότητα, κατά την διαδικασία του πειράματος. Τι απομένει, λοιπόν, από την παραδοσιακή διχοτόμηση “υποκείμενο-αντικείμενο”; Αν δεν υπάρχη (πλέον) καθαρό “αντικείμενο” στην επιστήμη, δεν είναι πλέον δυνατό να λειτουργή κανείς στην επιστημονική έρευνα χωρίς να περιλαμβάνη σε αυτή και το πρόσωπο. Αυτή η έννοια του προσώπου, που συνήθως θεωρείται σαν κάτι που αφορά στην κοινωνιολογία, την ψυχολογία και την θεολογία, γίνεται τώρα ζωτικής σημασίας και για την επιστήμη. Η επιστήμη πρέπει να ανοίξη τα σύνορά της για να συναντηθή με την θεολογία και τις επιστήμες του ανθρώπου, αν θέλη να κατανοήση σωστά την ίδια της την φύση.
…….Το κίνητρο του επιστήμονα και εκείνο του θεολόγου συναντώνται στο σημείο της κατανοήσεως του κόσμου ως μιας αδιάσπαστης οργανικής ενότητας, της οποίας η ακεραιότητα πρέπει να θεωρηθή ως δεδομένη και να είναι σεβαστή, για να αληθεύη οποιαδήποτε πλευρά η απόσπασμα των γνώσεών της. Έτσι, τόσο η θρησκεία, όσο και η επιστήμη, αν θέλουν να είναι συνεπείς προς τον εαυτό τους, δέχονται, ότι, κάθε αποκάλυψη της πραγματικότητας, θρησκευτική η επιστημονική, μπορεί να έχη νόημα μόνον αν ο κόσμος γίνεται σεβαστός στην μυστηριώδη ολότητά του ” ..
Υποστηρίζει δηλ. ο κ. Ζηζιούλας, μεταξύ άλλων, ότι η Επιστήμη μπορεί να συναντηθή με την Ορθόδοξη Θεολογία και το αντίθετο. Τούτο, βέβαια, είναι αναληθές. Γιατί; Διότι, τα όρια της Επιστήμης και τα όρια της Θεολογίας δεν συναντώνται. Ο Θεός βρίσκεται εκεί που η Επιστήμη δεν μπορεί να Τον προσεγγίση. Αλλά, η Επιστήμη δεν μπορεί να προσεγγίση ούτε την Ορθόδοξη Ανθρωπολογία, όπως θα καταδειχθή εις το κείμενο που ακολουθεί το άρθρο αυτό.
Σχετικά, έχει πη ο π. Γεώργιος Μεταλληνός τα εξής, αναφερόμενος εις την θύραθεν γνώσι και την άνωθεν κατερχομένη:
“….Οι δύο αυτές γνώσεις απαιτούν και δύο γνωστικές μεθόδους…… Μέθοδος της ενδοκοσμικής σοφίας-γνώσεως είναι η επιστήμη, η οποία λειτουργεί με την άσκηση της διανοητικής/λογικής δυνάμεως του ανθρώπου……. Η καταγραφή της γνώσεως – και στις δύο περιπτώσεις – προϋποθέτει την εμπειρική γνώση του φαινομένου…… Η Ορθοδοξία, κάνοντας διάκριση των δύο γνώσεων (σοφιών), των μεθόδων και των οργάνων τους, αποφεύγει κάθε σύγχυση μεταξύ τους, αλλά και κάθε σύγκρουση.……. ‘Εκάστη γνώσις τελεί τα εαυτής’, κινουμένη ‘ εν τοις ιδίοις αυτής όροις τε και λόγοις’. Κάθε γνώση δηλ. μένει και κινείται στα όριά της. Τίθεται δηλ. πρόβλημα ορίων για κάθε γνώση. Η υπέρβαση των ορίων αυτών οδηγεί στην σύγχυση των λειτουργιών τους και τελικά στην σύγκρουσή τους.…. Μόνο εκεί όπου έχουν χαθεί οι προϋποθέσεις και η ουσία του Χριστιανισμού, μένει ανοικτός ο δρόμος προς την σύγχυση και την σύγκρουση……. Την διάκριση και ιεράρχηση συγχρόνως των δύο γνώσεων έχει επισημάνει ο Μ. Βασίλειος: ‘Πίστις ηγείσθω των περί Θεού λόγων· πίστις και μη απόδειξις. Πίστις, η υπέρ τας λογικάς μεθόδους την ψυχήν εις συγκατάθεσιν έλκουσα· πίστις, ουχ η γεωμετρικαίς ανάγκαις, αλλ’ η ταις του Πνεύματος ενεργείαις εγγινομένη…. Και όλως, ει η πίστις ελπιζομένων εστίν υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων, μη φιλονείκει ιδείν ήδη τα μακράν αποκείμενα, μηδέ τα ελπιζόμενα αμφίβολα καταστήσης, δια το μήπως αυτών δύνασθαι κατά την γνώσιν εξάπτεσθαι’ (ΡG 30, 104 Β/105Β).
Ο ίδιος, ο Μέγας Βασίλειος, δίνει, στην ‘Εξαήμερό’ του (ΡG 29, 3-208), ένα κλασσικό παράδειγμα Ορθόδοξης χρήσης των επιστημονικών γνώσεων. Αποκρούει τις κοσμολογικές θεωρίες των φιλοσόφων (περί αιωνιότητας και αυθύπαρκτου του κόσμου), και προχωρεί στην σύνθεση των βιβλικών και επιστημονικών δεδομένων μέσω μιας συνεχούς υπέρβασης της επιστήμης. Αναιρώντας δε τις υλιστικές θεωρίες και τις αιρετικές διδασκαλίες, περνά στην θεολογική (αλλ’ όχι μεταφυσική) ερμηνεία. Κεντρικό μήνυμα του έργου του είναι, ότι είναι αδύνατη η λογική στήριξη του δόγματος (επιστημοφάνεια). Το δόγμα ανήκει σε άλλη σφαίρα· είναι υπέρλογο, ‘επιστημονικό’, στα όρια μιας άλλης γνώσης. Η χρήση του ‘δόγματος’ στην ενδοκοσμική γνώση οδηγεί στην μεταβολή της επιστήμης σε μεταφυσική, ενώ η χρήση της λογικής στον χώρο της πίστης αποδεικνύει την αδυναμία και σχετικότητά της. Δεν υπάρχει συνεπώς κανένα ‘πίστευε και μη ερεύνα’ στην Ορθόδοξη γνωσιολογία, αλλά κάθε γνωστικός χώρος ερευνάται με τις δικές του – επιστημονικές και στις δύο περιπτώσεις – προϋποθέσεις.
Η τραγικότερη έκφραση της αλλοτριωμένης Χριστιανοσύνης είναι η εκκλησιαστική αντιμετώπιση, στην Δύση, του Γαλιλαίου. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η περίπτωσή του ως υπέρβαση ορίων δικαιοδοσίας, αν δεν ήταν κάτι σοβαρότερο: σύγχυση των ορίων των γνώσεων και σύγκρουσή τους. Γεγονός, όμως, είναι, ότι η απώλεια της ‘ άνω’ σοφίας, στην Δύση, και του τρόπου απόκτησής της, μετέβαλε την διάνοια σε όργανο θείας και ανθρώπινης σοφίας. Χρησιμοποιούμενη μεν η διάνοια στον χώρο της επιστήμης, οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη του υπερφυσικού, ως ακατανόητου, η χρήση της δε στον χώρο της ‘πίστης’ είναι δυνατόν να απορρίψει την επιστήμη, όταν θεωρείται αντίθετη προς την ‘πίστη’. Την ίδια νοοτροπία, βέβαια, προδίδει η απόρριψη του Κοπερνίκειου συστήματος στην ‘καθ’ ημάς Ανατολή’ (1794-1821) και την ίδια απώλεια των κριτηρίων…… Την ρεβάνς της καταδίκης του Γαλιλαίου θα πάρει (πήρε) η επιστήμη στο πρόσωπο του Δαρβίνου με την θεωρία της Εξελίξεως.
…… Με την εμφάνιση του Διαφωτισμού στην Δύση, κλονίσθηκαν τα θεμέλια του ‘αμετάβλητου’ στην μεταφυσική οντολογία. Διότι, η επιστήμη βεβαίωσε ότι αυτό το ‘αμετάβλητο’ δεν υπάρχει.….. Η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα στην Δυτική Ευρώπη συνέβαλε στην διάσταση των χώρων πίστης και γνώσης, με απόληξη την ακόλουθη αξιωματική αρχή: ‘ Από την νέα φιλοσοφία (θετική) γίνονται δεκτές μόνο οι αλήθειες, που επιβεβαιώνονται από τον ορθό λόγο, την απολυτοποιημένη πια αυθεντία της Δυτικής σκέψης (νοησιαρχία)….… Τα εκκλησιαστικά δόγματα (π.χ. τριαδικότητα Θεού, ενσάρκωση, ‘εν Χριστώ’ σωτηρία κ.τ.ό.) απορρίπτονται λογικά. Όποιος τα δέχεται λογικά, ή, προσπαθεί να τα επιβάλλη λογικά, αυτός ανήκει στον χώρο της ‘φυσικής’ (λογικής) θρησκείας (του ‘θεϊστικού διαφωτισμού’), που, από πλευράς (Ορθοδόξου) πατερικότητας, όχι μόνο δεν διαφέρει από την αθεΐα, αλλ’ είναι η χειρότερη μορφή της. Η απόρριψη της ‘πίστης’ είναι λιγώτερο επικίνδυνη από την διαστρέβλωσή της…..
….Στην Ορθοδοξία, αυθεντία είναι η εμπειρία της μετοχής στο Άκτιστο, ως θέα του Ακτίστου (η θέωση, ο δοξασμός), και όχι τα κείμενα, οι Γραφές. Το δόγμα ‘sola scriptura’ είναι Προτεσταντικό, δηλ., δυτικό. Η πρόταξη των κειμένων – δείγμα θρησκειοποίησης της πίστης – οδηγεί στην ιδεολογικοποίησή τους, και, κατ’ ουσίαν, στην ειδωλοποίηση των κειμένων, δηλ. στην απολυτοποίησή τους (fundamentalismus), με όλες τις ευνόητες συνέπειες….….. Ο ιερός Αυγουστίνος (+430), αγνοώντας την Γραφική και Πατερική γνωσιολογία, και, Νεοπλατωνικός στην ουσία, με το αξίωμά του ‘credo, ut intelligam’ (πιστεύω, για να κατανοήσω), έθεσε την αρχή, ότι με την πίστη οδηγείται ο άνθρωπος στην λογική σύλληψη της Αποκάλυψης. Έτσι, όμως, δίνεται προτεραιότητα στην διάνοια, που εκλαμβάνεται ως γνωστικό όργανο, τόσο στην φυσική, όσο και στην υπερφυσική γνώση. Ο Θεός νοείται ως ‘αντικείμενο’ γνωστικό, που ‘συλλαμβάνεται’ από την διάνοια του ανθρώπου, όπως συλλαμβάνεται το φυσικό γνωστικό αντικείμενό της. Μετά τον Αυγουστίνο, το επόμενο βήμα (με την παρέμβαση του Θωμά Ακινάτη, +1274) θα κάνει ο Καρτέσιος (+1650) με το δικό του αξίωμα: ‘cogito, ergo sum’ (σκέπτομαι, άρα υπάρχω), με το οποίο διακηρύσσεται η διάνοια ως κύριο συστατικό της ύπαρξης.
……. Η Πατερική, όμως, Ορθοδοξία είναι αντιμεταφυσική, διότι αναζητεί συνεχώς την εμπειρική ‘βεβαιότητα’, με την χρήση της Ησυχαστικής μεθόδου. Γι’ αυτό, και ο Ησυχασμός των Κολλυβάδων είναι εμπειρικός-επιστημονικός. Ορθός λόγος, για τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, είναι ο εμπειρικός λόγος. Δεν πρέπει, γι’ αυτό, να παραπλανά η απολογητική μέθοδός τους, που επηρεάζεται από το πνεύμα της εποχής τους και εμφανίζει τα μειονεκτήματα του μεταφυσικού φονταμενταλισμού.
Το Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, όπως και τα κηρυγματικά κείμενα του αγίου Αθανασίου του Παρίου, με κορύφωση την Φιλοκαλία …… φανερώνουν την ησυχαστική φιλοκαλική συνείδησή τους και την ασκητική βιωτή τους. Οι προϋποθέσεις αυτές των Κολλυβάδων-ησυχαστών του 18ου αιώνα είναι εμφανείς στον τρόπο με τον οποίο δέχονται την επιστημονική πρόοδο της Δύσης. Ο Ευγένιος Βούλγαρις είναι μεν κριτικός, αλλά γενικά ανοικτός στην επιστήμη και θετικός, με Πατερική διάθεση. Οι Κολλυβάδες αποδέχονται επιστημονικές θέσεις (π.χ., τις νεώτερες θεωρίες περί λειτουργίας της καρδιάς, ο άγιος Νικόδημος, στο Συμβουλευτικό του Εγχειρίδιο). Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος δεν πολεμεί την επιστήμη καθ’ εαυτή, αλλά την χρήση της από τους δυτικόπληκτους διαφωτιστές του Ελλαδικού χώρου. Την επιστήμη θεωρούν έργο του Θεού και προσφορά προς τον άνθρωπο για την διευκόλυνση της ζωής του. Το πρόβλημα της σύγκρουσης πίστης και επιστήμης, πέρα από την σύγχυση των γνώσεων, έχει ως αιτία και την ιδεολογικοποίηση των δύο όψεων της γνώσης. Χριστιανικά, προέκυψε, έτσι, μια νοσηρή απολογητική (Έλληνας καθηγητής της Απολογητικής προέτεινε, πριν από χρόνια, ‘μαθηματική απόδειξη περί της υπάρξεως του Θεού’ !). Κάποτε, λησμονείται ο αξιωματικός λόγος, ότι η επιστήμη είναι εγκλωβισμένη στα όρια της φθοράς, και δεν μπορεί να υπερβεί την λογική της φθοράς……. Τίποτε δεν αποκλείει την συνύπαρξη πίστης και επιστήμης, όταν η πίστη δεν είναι φαντασιώδης μεταφυσική, και η επιστήμη δεν νοθεύει τον θετικό της χαρακτήρα με την χρήση της μεταφυσικής.
…….. Η αναγνώριση των ορίων των δύο γνώσεων (κτιστού και Ακτίστου) και η χρήση του κατάλληλου για την κάθε μία από αυτές οργάνου, είναι στοιχείο της Πατερικής Ορθοδοξίας, η οποία ιεραρχεί την ‘κάτω’ η ‘ έξω’ σοφία στην ‘άνω’ η ‘θεία’ γνώση. Αντίθετα, η σύγχυσή τους διαιωνίζει τις εκατέρωθεν παρερμηνείες και συντηρεί την σύγκρουσή τους. Μία ‘ Εκκλησία’, που επιμένει στην μεταφυσική θεολόγηση, θα αναγκάζεται να αποκαθιστά συνεχώς κάποιο Γαλιλαίο· αλλά, και μία Επιστήμη, που αγνοεί τα όριά της, θα αλλοτριώνεται σε μεταφυσική, και θα ασχολείται με την ύπαρξη του Θεού, η την απόρριψή Του – εμφανώς η σιωπηρώς.
…… (Ετσι) η αντίθεση, και, κατά συνέπεια, η σύγκρουση πίστης και επιστήμης συνιστά πρόβλημα μεν για την Δυτική (Φραγκολατινική) σκέψη, και ψευδοπρόβλημα για την Ορθόδοξη Πατερική παράδοση. Η επισήμανση αυτή θεμελιώνεται στα ιστορικά δεδομένα των δύο χώρων». .
Όλα, λοιπόν, τα ανωτέρω, δείχνουν ότι ο κ. Ζηζιούλας βρίσκεται σε λάθος δρόμο….
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΑΣΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ
Α. Περί του Θεού
Εις το Δοξαστικό του Εσπερινού της εορτής της Πεντηκοστής, το οποίον περιέχει και την ερμηνείαν του Τρισαγίου, αναφέρεται το εξής περί του Θεού Πατρός, του πρώτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος: «…Άγιος ο Θεός (Πατήρ), ο τα πάντα δημιουργήσας δι Υιού, συνεργία του Αγίου Πνεύματος…». Δηλ., άγιος, κατά φύσιν και κυριολεξίαν, είναι ο Θεός Πατήρ, ο οποίος εδημιούργησε τα πάντα, δηλ. τον κόσμον, δια του Υιού και Λόγου Του με την συνεργίαν του Αγίου Πνεύματος. Εδώ, βλέπομε δύο πράγματα: Πρώτον, ότι δηλώνεται κατηγορηματικά ότι υπάρχει Θεός Δημιουργός, ο οποίος είναι πρόσωπο και δημιουργός του κόσμου. Δεν είναι δηλ. ο κόσμος, το σύμπαν, προϊόν τυχαίων γεγονότων, όπως διδάσκουν οι εξελικτικοί.
Και, δεύτερον, ότι και τα τρία Πρόσωπα του Θεού, ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον, συνεργούν εις την δημιουργίαν του κόσμου. Το κάθε Πρόσωπο έχει ιδιάζοντα και ξεχωριστό ρόλο. Ο Πατήρ βούλεται, δηλ. αποφασίζει να δημιουργήση τον κόσμον, ο Υιός δίνει την εντολήν να δημιουργηθή ο κόσμος, και το Πνεύμα το Άγιον φέρει εις πέρας και πραγματοποιεί την βουλήν του Πατρός και υλοποιεί την εντολήν του Υιού. «Και είπεν ο Θεός (Λόγος), λέγει η Γραφή, γενηθήτω φως˙ και εγένετο φως (τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος)». Ο Θεός είναι τρία Πρόσωπα: Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύμα. Τα τρία Πρόσωπα του Θεού έχουν κοινήν φύσιν, ενέργειαν και θέλημα, αλλά διαφορετικόν ρόλον, διαφορετικόν έργον, εις την δημιουργίαν και συντήρησιν και ύπαρξιν του κόσμου.
Και συνεχίζει το Δοξαστικόν: «Άγιος ισχυρός (ο Υιός), δι ου τον πατέρα εγνώκαμεν και το Πνεύμα το Άγιον επεδήμησεν εν κόσμω». Δηλ., άγιος, κατά φύσιν και κυριολεξίαν, είναι και ο Υιός, δια του οποίου εγνωρίσαμε τον Πατέρα, εγνωρίσαμε δηλ. ότι υπάρχει Θεός Πατήρ. Αλλά, και δια του Υιού το Άγιον Πνεύμα επεδήμησεν εις τον κόσμον, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, και έκτοτε μένει μεθ’ ημών εις τον αιώνα. Πως, όμως, δια του Υιού εγνωρίσαμε τον Πατέρα; Ο Υιός απεκάλυψε εις τους ανθρώπους τον Πατέρα, ότι υπάρχει Πατήρ. Εις την Παλαιάν Διαθήκην, ο Υιός και Λόγος του Θεού απεκαλύπτετο, ωμιλούσε και έλεγε εις τους Προφήτας: «Τάδε λέγει Κύριος (ο Πατήρ), κλπ. » και απεκάλυπτε εις τους ανθρώπους την βουλήν του Πατρός. Δηλ., «αυτά που σάς λέγω θέλει να μεταφέρετε εις τους ανθρώπους ο Κύριος (ο Θεός Πατήρ)….». Εις δε την Καινήν Διαθήκην, μετά δηλ. την Ενσάρκωσιν του Θεού Λόγου εις το πρόσωπον του Χριστού, ο Χριστός, ο οποίος είναι ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός, μας απεκάλυπτε επανειλημμένως τον Πατέρα. Πότε; Κατά την Βάπτισίν Του, κατά την Μεταμόρφωσίν Του, κατά την διδασκαλίαν Του, κατά το Μυστικόν Δείπνον, κλπ., και τελικά, κατά την Αγίαν Πεντηκοστήν, κατά την οποίαν ο Χριστός απεκάλυψε την Αγία Τριάδα πλήρως, εις την πληρότητά Της, εις τους Αποστόλους. Εκεί, οι Απόστολοι ‘είδαν’, εν Αγίω Πνεύματι, την Αγίαν Τριάδα ‘καθώς εστι’. Είδαν τον Πατέρα, που είναι Φως, και που είναι η πηγή, η οποία γεννά αεννάως τον Λόγον και εκπορεύει αεννάως το Άγιον Πνεύμα. Είδαν τον Υιόν, που είναι επίσης Φως, αλλά σαρκωμένον, έχον περίγραμμα ανθρώπου, του Χριστού, και είδαν και το Άγιον Πνεύμα, που είναι και αυτό Φως. Ο Θεός δηλ., τι είναι; Τρία Φώτα, αλληλοπεριχωρούμενα, εκ των οποίων το ένα, μετά την Ενσάρκωσιν, είναι ο Χριστός. Ένας είναι ο Θεός: Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύμα. Και είναι τρία Πρόσωπα ισότιμα, που το καθένα έχει τον ιδικό Του ρόλον. Όμως, αυτά τα τρία διαφορετικά Πρόσωπα εις τον Θεόν είναι ένα κατά την φύσιν, το θέλημα και την ενέργειαν. Πηγή υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι ο Πατήρ. Ο Υιός γεννάται εκ του Πατρός. Το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται επίσης εκ του Πατρός. Ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα έχουν όμως διαφορετικόν τρόπον υπάρξεως. Ο Υιός γεννάται, το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται. Ο Πατήρ γεννά αεννάως τον Υιόν και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα.
Αυτά, απεκάλυψε τότε η εμπειρία της Πεντηκοστής εις τους Αποστόλους και συνεχίζει διαχρονικά να τα αποκαλύπτη, πάλι η εμπειρία της Πεντηκοστής, εις τους Αγίους της Εκκλησίας. Η εμπειρία της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται εις τους Αγίους της Εκκλησίας της κάθε εποχής, ακριβώς όπως συνέβη τότε και με τον απ. Παύλο. Αυτή η εμπειρία της Πεντηκοστής, που επαναλαμβάνεται διαχρονικά μέσα εις την Εκκλησία, συντηρεί, μέσα εις την Εκκλησία, την μαρτυρία περί της υπάρξεως και φύσεως του Θεού.
Και καταλήγει το Δοξαστικό, αναφερόμενο τώρα εις το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, εις το Άγιο Πνεύμα: «Άγιος αθάνατος, το Παράκλητον Πνεύμα, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον, Τριάς Αγία δόξα σοι». Γιατί το Άγιον Πνεύμα ονομάζεται εδώ ‘Παράκλητον Πνεύμα’; Ο Χριστός είπε το εξής εις την αρχιερατική Του προσευχή, κατά το Μυστικό Δείπνο, επειδή ελυπήθησαν οι Μαθηταί όταν τους είπε ότι θα υπάγη εις τον Πατέρα, δηλ. θα αναληφθή μετά την Ανάστασιν: «Καγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μεθ υμών εις τον αιώνα η» (Ιωάν., 14, 16). Δηλ., ‘μετά την Ανάληψί μου, θα παρακαλέσω τον Πατέρα να σάς στείλη άλλον Παράκλητον, Παρηγορητήν, ο οποίος θα μείνη για πάντα μαζί σας’. Έτσι, το Άγιον Πνεύμα, ο άλλος Παράκλητος, που κατήλθε εν είδει πυρίνων γλωσσών κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, παραμένει, έκτοτε, μετά την Πεντηκοστήν, εις την Εκκλησία και μας παρακαλεί (παρηγορεί) με την Χάρι Του, την στιγμή που δεν έχομε τώρα τον ίδιο τον Χριστό να τον βλέπωμε και να παρηγορούμεθα. Δηλ., το Άγιο Πνεύμα είναι για μας ο Παράκλητος, ο Παρηγορητής. Και, συνεχίζει το Δοξαστικόν: ‘Το Παράκλητον Πνεύμα, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον’. Εδώ, βλέπομε, ότι ρητά αναφέρεται ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Οι Λατίνοι έχουν εισαγάγει την βλασφημία, ότι εκπορεύεται ‘και εκ του Υιού’ (filioque), πράγμα το οποίο ήταν η αρχή σειράς αιρετικών δοξασιών τους, οι οποίες ακολούθησαν. Και συνεχίζει το Δοξαστικόν: ‘Και εν Υιώ αναπαυόμενον’. Δηλ., το Άγιον Πνεύμα, ναι μεν εκπορεύεται από τον Πατέρα, που είναι η πηγή Του, όμως αναπαύεται εις τον Υιό και αποστέλλεται εις τον κόσμον δια του Υιού. Πως το γνωρίζομε αυτό; Ο ίδιος ο Χριστός το είπε: «…Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω˙ εάν γαρ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς˙ εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς» (Ιωάν., 16, 7). Δηλ., …θα σάς στείλω Αυτόν, τον Παράκλητο (που θα παραμείνη για πάντα μαζί σας).
Αυτός, λοιπόν, είναι ο Θεός. Ο άναρχος, αθάνατος και ατελεύτητος, ο πανάγαθος, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο μη έχων ομοιότητα με τίποτε εις τον κόσμον και του οποίου το δεύτερο Πρόσωπο, ο Υιός, προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν εις το πρόσωπον του Χριστού. Ο Χριστός, που έχει δύο φύσεις, θεία και ανθρωπίνη, ασυγχύτως, ατρέπτως και αναλλοιώτως ενωμένες, δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά είναι Θεός και άνθρωπος, Θεάνθρωπος. Όχι υπεράνθρωπος, που λέγουν οι αιρετικοί. Και επειδή είναι και τέλειος άνθρωπος, απεικονίζεται εις τις εικόνες, λόγω της περιγραπτής ανθρωπίνης Του φύσεως, και προσκυνείται λατρευτικώς, ως Θεός Λόγος. Ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα δεν απεικονίζονται, διότι δεν μοιάζουν με τίποτε από όσα υπάρχουν εις τον κόσμον. Είναι Φώτα άκτιστα, δηλ. όχι του κόσμου τούτου, που σημαίνει ότι ούτε ως φως πρέπει να απεικονίζωνται, διότι το φως του κόσμου τούτου, ως κτιστόν, δεν έχει καμμίαν ομοιότητα με το άκτιστον Φως του Θεού. Πως, λοιπόν, προσκυνείται και λατρεύεται ο Θεός; Νοερώς, ως άκτιστον Πνεύμα, και δια της εικόνος του Χριστού, του σαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού.
Β. Περί του ανθρώπου
Ο Χριστός, ο σαρκωμένος Λόγος, είναι η εικόνα του Θεού εις τον κόσμον, ο δε άνθρωπος είναι η εικόνα του Χριστού. Ο Χριστός είναι το πρωτότυπον του ανθρώπου. Ο Αδάμ επλάσθη κατά το μεταγενέστερον χρονικά πρωτότυπόν του, που είναι ο Χριστός. Ο Άγιος γίνεται όμοιος με τον Χριστόν, κατά την καθαρότητα και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Ο Άγιος γίνεται κατά Χάριν αυτό που είναι ο Χριστός κατά φύσιν, εφ όσον φθάση εις το μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Ο κάθε άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού. Ο Άγιος είναι καθαρή εικόνα του Χριστού. Ο αμαρτωλός, είναι αμαυρωμένη εικόνα του Χριστού και καλείται, δια της μετανοίας, να γίνη καθαρή εικόνα του Χριστού, δηλ. άγιος. Ο άνθρωπος, λοιπόν, επλάσθηκε από την Αγία Τριάδα «κατ εικόνα» του Θεού. Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Σημαίνει το εξής:
Ο Θεός είναι Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύμα. Νους (Πατήρ), Λόγος (Υιός), Πνεύμα (Άγιον Πνεύμα). Αλλά, και η κατά προσέγγισιν εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος, έχει νουν, λόγον και πνεύμα. Η διαφορά, όμως, ποια είναι; Ο Θεός, που είναι Νους, Λόγος, Πνεύμα, έχει τρεις Υποστάσεις. Ο Νους είναι υπόστασις (ο Πατήρ), ο Λόγος είναι υπόστασις (ο Υιός), το Πνεύμα είναι υπόστασις (το Άγιον Πνεύμα). Ο άνθρωπος, όμως, αν και έχη, ως εικόνα του Θεού, νουν, λόγον και πνεύμα, είναι μία υπόστασις. Κάθε άνθρωπος είναι μία υπόστασις. Ο Θεός όμως είναι Τρεις Υποστάσεις.
Άρα, ο άνθρωπος είναι μία κατά προσέγγισιν εικόνα του Θεού. Όμως, είναι ακριβής εικόνα του Χριστού, του οποίου καλείται να ομοιάση. Και, όπως ο Θεός έχει Νουν, που βούλεται και αποφασίζει, Λόγον, που αποκαλύπτει την βουλήν και απόφασιν του Νού και εντέλλεται, και Πνεύμα, που φέρει εις πέρας και πραγματοποιεί την βουλήν του Νού δια του Λόγου, το ίδιο έχει και ο άνθρωπος: Νουν, που βούλεται και αποφασίζει, λόγον, που αποκαλύπτει και εκφράζει (ενδιαθέτως, προφορικώς η γραπτώς) την βουλήν, την επιλογήν, την απόφασιν και το θέλημα του νού, και πνεύμα (δύναμιν), το οποίον πραγματοποιεί την εκπεφρασμένην δια του λόγου βουλήν του νού.
Παράδειγμα: Αποφασίζει ο νους του ανθρώπου να πάη ο άνθρωπος ένα ταξείδι. Ο λόγος του ανθρώπου αποκαλύπτει, εκφράζει την βούλησιν και απόφασιν του νού και επεξεργάζεται λογικά την βουλήν του νού. Δηλ., κρίνει ο λόγος την βουλήν του νού και, αν την εγκρίνη ως επιθυμητή, χρήσιμη και πραγματοποιήσιμη, εξαγγέλει ο άνθρωπος, δια του λόγου, την απόφασίν του να πάη αυτό το ταξείδι. Για να το πραγματοποιήση, όμως, αυτό το ταξείδι, αναλαμβάνει το πνεύμα του ανθρώπου να κινήση το σώμα, ώστε να φέρη εις πέρας την εγκεκριμένην υπό του λόγου βουλήν του νού. Τότε, το πνεύμα του ανθρώπου κινεί το σώμα, ώστε να σηκωθή το χέρι και να τηλεφωνήση εις το πρακτορείο ταξειδίων, ή να περιπατήση ο άνθρωπος μέχρι το πρακτορείο εκδόσεως εισητηρίων, κλπ. Δηλ., η πηγή των πάντων εις τον άνθρωπον είναι ο νους του. Από αυτόν ξεκινούν όλα. Είναι η κατά φύσιν πηγή των σκέψεων και των λογισμών του.
Τι ακριβώς, όμως, εννοούμεν όταν λέγωμεν ‘νουν’; Τι είναι ο ‘νους’ του ανθρώπου; Εις την Ορθόδοξη Παράδοση, ο ίδιος όρος, ‘νους’, χρησιμοποιείται και για το κέντρο, το μάτι, της ψυχής, και για την διάνοια, που είναι μία δύναμις της ψυχής. ‘Νους’, για τον επιστήμονα, σημαίνει διάνοια (mind), όχι τον οφθαλμό της ψυχής. ‘Νους’, για τον πιστό, μπορεί να σημαίνη διάνοια, όταν μιλά για την δύναμι της ψυχής που κινεί τον εγκέφαλο, αλλά μπορεί να σημαίνη και τον οφθαλμό, τον πυρήνα της ψυχής, την πηγή των σκέψεων και των λογισμών, όταν μιλά για την ψυχή. Η διάνοια είναι το όργανο του λόγου, το «λογισμικό» του εγκεφάλου, όχι η πηγή του λόγου. Και εδράζεται εις τον εγκέφαλον. Ο εγκέφαλος είναι ο επεξεργαστής του λόγου, το υλικό εις το οποίο «εγκαθίσταται» το λογισμικό, δηλ. η διάνοια. Η διάνοια λειτουργεί και αποκαλύπτεται ότι λειτουργεί δια του εγκεφάλου. Ένας κατεστραμμένος εγκέφαλος δεν μπορεί να κάνη μία πρόσθεση, επειδή δεν λειτουργεί η διάνοια. Εμάς, όμως, δεν μας ενδιαφέρει η διάνοια, που είναι το λογισμικό του εγκεφάλου. Μας ενδιαφέρει να γνωρίσωμε ποια είναι η πηγή του λόγου, η πηγή των σκέψεων και των λογισμών. Αυτή η πηγή είναι η διάνοια του ανθρώπου; Όχι. Είναι ο εγκέφαλος του ανθρώπου; Όχι, βέβαια. Ο εγκέφαλος είναι απλά ο επεξεργαστής των σκέψεων του ανθρώπου. Ο εγκέφαλος είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του ανθρώπου. Ποιος, όμως, κινεί τον εγκέφαλο; Η διάνοια του ανθρώπου. Αλλά δεν είναι η διάνοια η πηγή των σκέψεων. Και, την διάνοια του ανθρώπου ποιος την κινεί;
Ο νους του ανθρώπου, ο οφθαλμός της ψυχής, δηλ. η ψυχή. Αυτή είναι η πηγή των σκέψεων του ανθρώπου, και συγκεκριμένα ο πυρήνας της, που είναι ο νους. Την δε ψυχή ποιος την κινεί; Ο Θεός, το Πνεύμα το Άγιον. Η διάνοια είναι απλά μία από τις δυνάμεις του νού, της ψυχής. Ο νους, ο πυρήνας της ψυχής, γεννά τον λόγον, την σκέψιν, η αποδέχεται την σκέψιν, τον λογισμόν, που του υποβάλλει ο Θεός, η ο διάβολος. Η διάνοια επεξεργάζεται, δια του εγκεφάλου και της λογικής, την σκέψιν, και, εάν ο νους την εγκρίνη και την αποδεχθή, εάν δηλ. κάνη συγκατάθεσιν εις εκείνο που του υποδεικνύει η σκέψις, ο λογισμός, τότε δίδει εντολήν εις την διάνοιαν να κάνη πράξιν την σκέψιν. Και η διάνοια κινεί τον εγκέφαλον, ο δε εγκέφαλος το σώμα, που πραγματοποιεί, φέρει εις πέρας, εκείνο που προέτεινε η σκέψις. Έτσι κινείται ο άνθρωπος. Όπως, λοιπόν, ο άνθρωπος χειρίζεται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, δια της διανοίας του, έτσι και ο νους του ανθρώπου, ο πυρήνας της ψυχής του, χειρίζεται, δια της διανοίας, τον εγκέφαλο του ανθρώπου. Κάθε, όμως, σκέψις η λογισμός που γεννάται εις τον άνθρωπον προέρχεται πάντα από την φυσικήν του πηγήν, που είναι ο νους του; Όχι πάντα. Διότι, σκέψεις η λογισμοί υποβάλλονται εις τον άνθρωπον και από δύο άλλες οντότητες: Από τον Θεόν, η από τον διαβολον. Δηλ., μία σκέψις που γεννάται εις τον νουν του ανθρώπου μπορεί να προέρχεται, είτε από τον νουν του ανθρώπου, την φυσικήν του πηγήν, είτε από τον υπέρτατον Νουν, τον Θεόν, που θέλει να σώση και βοηθήση τον άνθρωπον, είτε από τον διάβολον, που θέλει να πλανήση και καταστρέψη τον άνθρωπον. Ο νους, λοιπόν, του ανθρώπου είναι η πηγή των σκέψεών του, εάν αυτές δεν προέρχονται από τον Θεόν ή τον διάβολον. Και ο νους του ανθρώπου, ο πυρήνας της ψυχής του, είναι εκείνος που γεννά τον λόγον, κινεί την διάνοιαν και τον εγκέφαλον και είναι υπεύθυνος δια τις πράξεις του ανθρώπου. Συμβαίνει, όμως, ο νους του ανθρώπου, νοουμένου ως η πηγή των σκέψεων και των λογισμών του, που είναι ο οφθαλμός, ο πυρήνας, της ψυχής του ανθρώπου, δηλ. η ψυχή του ανθρώπου, να είναι ένα αυθυπόστατον κτίσμα, να έχη δηλ. ιδικήν του υπόστασιν, ξεχωριστήν από εκείνην του σώματος του ανθρώπου, το οποίον παραμένει ζωντανό και αθάνατο και μετά τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου.
Είναι δηλ. μία οντότητα ξεχωριστή από το σώμα του ανθρώπου, που ζει και μετά τον βιολογικό του θάνατο, κάτι που δεν συμβαίνει εις τα ζώα. Τα ζώα, και δη ο χιμπαντζής, που λέγουν οι εξελικτικοί ότι είναι το πλησιέστερο προς τον άνθρωπο, εξελικτικά, ζώο, δεν έχουν ψυχή ως αυθυπόστατη οντότητα. Η ψυχή των ζώων πεθαίνει μαζί με τον βιολογικό θάνατο του σώματός τους. Και, επειδή δεν έχουν ψυχή όμοια με του ανθρώπου, δηλ. που να είναι αυθύπαρκτο κτίσμα και να συνίσταται από νουν, λόγον και πνεύμα, γι’ αυτό και τα ζώα δεν έχουν λόγον. Έχουν φωνήν, αλλά δεν έχουν λόγον. Έχουν υποτυπώδη λογικήν, αλλά δεν έχουν λόγον. Γιατί δεν έχουν λόγον; Επειδή δεν έχουν νουν, ψυχήν, ζώσαν πέραν του τάφου, που είναι, όπως είπαμε, αυθύπαρκτον κτίσμα και η πηγή του λόγου. Ούτε αυτεξούσιον έχουν, αλλά κινούνται νομοτελειακά. Δεν υπάρχει περίπτωσις ένα ζώο που πεινάει να μη προσεγγίση την τροφήν, όταν αυτή του προσφερθή. Ο άνθρωπος, όμως, μπορεί να την αρνηθή, επειδή έχει αυτεξούσιον. Εξ άλλου, ποτέ εις την ανθρωπίνην ιστορίαν δεν έχει καταγραφή περιστατικόν, κατά το οποίον ένα ζώον να εμφανίσθηκε εις έναν ζώντα άνθρωπον μετά τον θάνατον του ζώου αυτού. Και τούτο, διότι απλούστατα τα ζώα δεν έχουν ψυχήν που να ζη μετά τον βιολογικό τους θάνατο. Υπάρχουν, όμως, καταγεγραμμένες χιλιάδες μαρτυρίες εμφανίσεως νεκρών ανθρώπων, αγίων και μη, εις άλλους ανθρώπους που ζουν. Τι εμφανίζεται εις τους ζώντας; Η ψυχή του νεκρού, η οποία ζει και μετά τον βιολογικό του θάνατο.
Εδώ, τώρα, συναντούμε και το μέγα χάσμα που υπάρχει μεταξύ της Επιστήμης και της Ορθοδόξου Ανθρωπολογίας εις το ανθρωπολογικό ζήτημα. Διότι, η μεν Ο.Α. (Ορθόδοξη Ανθρωπολογία) διδάσκει όλα τα ανωτέρω, επειδή γνωρίζει, εξ αποκαλύψεως, την φύσιν του ανθρώπου. Η δε Ε. (Επιστήμη) διδάσκει και αυτή περί της φύσεως του ανθρώπου, βασισμένη όμως εις την παρατήρησιν, το πείραμα, εις την φαινομενολογία και εις την Εξελικτική Θεωρία, που είναι η φιλοσοφία της. Και, τι διδάσκει η Ε.; Ότι ο νους του ανθρώπου – με αυτόν τον όρον, ‘νουν’, η Ε. εννοεί μόνον την διάνοιαν (mind) του ανθρώπου – είναι μία ψυχική ενέργεια, μία ψυχική δύναμις, του ανθρώπου. Η Ε. δεν ομιλεί, δεν ασχολείται, δεν γνωρίζει, ότι υπάρχει, εκτός από την διάνοια, και ένας άλλος ‘νους’, ο οποίος είναι ο οφθαλμός, ο πυρήνας της ψυχής του ανθρώπου. Δεν γνωρίζει, ότι ο άνθρωπος, εκτός από το σώμα του, έχει και αυθυπόστατην ψυχήν, η οποία το ζωοποιεί και της οποίας ο πυρήνας είναι αυτός ο άλλος νους. Δεν γνωρίζει, ότι την ψυχή του ανθρώπου την ζωοποιεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Δεν γνωρίζει, ότι αυτός ο άλλος ‘νους’, και κατ επέκτασιν η ψυχή, υφίσταται, υπάρχει, και μετά τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου, πάλι σαν αυθυπόστατη οντότητα. Η Ε., επειδή δεν κατέχει την γνώσι εξ αποκαλύψεως, υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος επιστρέφει εις την ανυπαρξία μετά τον βιολογικό του θάνατο, όπως τα ζώα. Ότι, δηλ., πέραν του τάφου δεν υπάρχει τίποτε απολύτως. Τούτο το συμπέρασμα, βεβαίως, δεν είναι άσχετο με το ότι η Ε. δεν αποδέχεται ύπαρξιν Θεού Δημιουργού, αφού αδυνατεί να Τον ανιχνεύση με επιστημονικά όργανα, δεχομένη ότι όλα τα υλικά όντα είναι αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων. Κατά την Ο.Α., όμως, όπως είπαμε, ο ‘νους’ του ανθρώπου είναι ο οφθαλμός, το κέντρο, ο πυρήνας της ψυχής του ανθρώπου. Αυτός ο ‘νους’ του ανθρώπου ταυτίζεται με την ‘καρδιά’ του ανθρώπου, το πνευματικό δηλ. κέντρο του ανθρώπου, από το οποίο εκπορεύονται, κατά τον Κύριο, οι πονηροί διαλογισμοί του ανθρώπου.
Από αυτό το κέντρο υπάρξεως, δηλ. τον ‘νουν’, την ‘καρδίαν’, δεν εκπορεύονται μόνον οι πονηροί λογισμοί, αλλά όλοι οι λογισμοί, οι σκέψεις, του ανθρώπου, είτε αυτές πηγάζουν από τον ίδιο, είτε υποβάλλονται εις αυτόν από τον Θεόν η από τον διάβολον. Και, αυτό το κέντρο των λογισμών του ανθρώπου, που είναι και η πηγή του λόγου του ανθρώπου, δηλ. ο νους του, που, όπως είπαμε, είναι ο οφθαλμός, το κέντρο, το βάθος της ψυχής του ανθρώπου, εδράζεται, όχι εις τον εγκέφαλο του ανθρώπου, αλλά εις τον χώρο της φυσικής καρδιάς του ανθρώπου. Ο χώρος της φυσικής καρδιάς του ανθρώπου είναι ο τόπος, η έδρα, της πνευματικής καρδιάς του ανθρώπου, η έδρα του νου, διότι ο νους ταυτίζεται με την πνευματική καρδιά του ανθρώπου, που είναι το κέντρο υπάρξεως του ανθρώπου. Η ψυχή του ανθρώπου κατανέμεται, διαχέεται, εις όλο το σώμα του ανθρώπου και ζωοποιεί το σώμα. Η ψυχή περικλείει, συνέχει το σώμα. Έχει, όμως, το φυσικό της κέντρο, που είναι, όπως είπαμε, ο χώρος της φυσικής καρδιάς του ανθρώπου. Εκεί εδράζεται ο ‘νους’ (όχι η διάνοια), η πνευματική καρδιά του ανθρώπου, το κέντρο, ο οφθαλμός της ψυχής. Εις αυτό το κέντρο, εις την πνευματική καρδιά του ανθρώπου, που ευρίσκεται εις τον χώρο της φυσικής του καρδιάς, έρχεται και ενεργεί το Πνεύμα το Άγιον, όταν ο άνθρωπος είναι δεκτικός της Χάριτος, κράζον «αββά ο πατήρ», κατά τον Απόστολον, και ποιεί τον άνθρωπον πνευματικόν, δηλ. υιόν Θεού. Εις τα ζώα δεν υπάρχει αυτή η δυνατότης, επειδή τα ζώα δεν έχουν νουν, που να δέχεται το Πνεύμα το Άγιον, ούτε νουν ο οποίος να είναι πηγή λόγου και γι αυτό δεν έχουν ούτε λόγον. Πως, λοιπόν, είναι δυνατόν ποτέ ο άνθρωπος να προέρχεται, εξελικτικά, από τα ζώα;
Η διάνοια, που είναι μία από τις δυνάμεις του νού, εδράζεται εις τον εγκέφαλο του ανθρώπου, τον οποίο η διάνοια χρησιμοποιεί, ώστε ο εγκέφαλος να κινήση το σώμα και να φέρη εις πέρας, να εκτελέση, εκείνο που τον διατάσσει η διάνοια. Η δε διάνοια, όπως είπαμε, κατά την Ο.Α., παίρνει εντολές από τον νουν, το κέντρο, το μάτι της ψυχής. Αν, τώρα, ερωτήσωμε έναν επιστήμονα «έχεις νουν;», θα μας απαντήση «ναι» εννοώντας την διάνοιά του, η οποία κινεί τον εγκέφαλό του. Και, αν πάλι τον ερωτήσωμε «πως ξέρεις ότι έχεις νουν (διάνοιαν), αφού δεν τον βλέπης;», θα μας απαντήση «εκ του αποτελέσματος, αφού λειτουργή λογικά ο εγκέφαλός μου». Δεν τον βλέπει τον νουν του, την διάνοιά του, ο επιστήμων, όμως συμπεραίνει ότι έχει διάνοια επειδή σκέπτεται, επειδή λειτουργεί ο εγκέφαλός του, επειδή γνωρίζει ότι η κινητήρια δύναμις του εγκεφάλου του είναι η διάνοια. Δεν γνωρίζει, όμως, ότι η κινητήρια δύναμις της διανοίας είναι η ψυχή, ο νους, ως ο πυρήνας της ψυχής. Ούτε γνωρίζει, ότι η κινητήρια δύναμις του σώματος του ανθρώπου είναι η ψυχή του ανθρώπου. Και, κατ’ επέκτασιν, δεν γνωρίζει ότι η κινητήρια δύναμις της ψυχής του ανθρώπου είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος.
Η Ε., λοιπόν, δεν δέχεται ότι ο άνθρωπος είναι διττός, δηλ. ότι συνίσταται από σώμα και ψυχή, η οποία ζωοποιεί το σώμα και ζει σαν αυθύπαρκτη οντότητα μετά τον βιολογικό θάνατο του σώματος, επειδή δεν μπορεί να την ανιχνεύση, ούτε δέχεται ότι ο άνθρωπος έχει και κάτι άλλο πέραν του εξελιγμένου εγκεφάλου του, που είναι η πηγή των σκέψεών του και το όργανο που ενεργεί εις τον άνθρωπον το Πνεύμα το Άγιον, δηλ. ο νους, η πνευματική του καρδιά, που είναι ο πυρήνας, το μάτι της ψυχής του. Η Ε. δέχεται μόνον, ότι οι σκέψεις του ανθρώπου πηγάζουν αποκλειστικά από τον εγκέφαλό του, ο οποίος, λέγουν, ότι είναι η έδρα όχι μόνο των σκέψεων, αλλά και των συναισθημάτων και του αυτεξουσίου (το οποίο κατ αυτούς είναι ανελεύθερο ως επηρεαζόμενο από την κληρονομικότητα, το DNA, και ως αποτέλεσμα χημικών διεργασιών). Η Ε. δέχεται, έτσι, ότι ο άνθρωπος λειτουργεί λίγο-πολύ νομοτελειακά, όπως τα ζώα, η δε ελευθερία επιλογής που έχει είναι προϊόν του εξελιγμένου εγκεφάλου του, ο οποίος του παρέχει και μία πιο εξελιγμένη λογική. Όμως, εις την πραγματικότητα, η διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα είναι τεράστια, όπως ανεφέρθη παραπάνω. Και, αυτή, για μας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι δεν προερχόμεθα από τα ζώα.
Αποτέλεσμα, τώρα, αυτής της ως άνω θεωρήσεως του ανθρώπου από την Ε. είναι να καταβάλλεται σήμερα προσπάθεια από την Ε. να χαρτογραφηθή ο ανθρώπινος εγκέφαλος για να ανιχνευθούν και εντοπισθούν τα κέντρα του αυτεξουσίου, των συναισθημάτων, της μνήμης, των σκέψεων, του λόγου, κλπ., τα οποία, βέβαια, δεν πρόκειται να ευρεθούν εις τον εγκέφαλον, απλούστατα διότι δεν ευρίσκονται εις τον εγκέφαλον, αλλά εις την ψυχήν του ανθρώπου. Απόδειξις τούτου, είναι το ότι, μετά τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου, η ψυχή του διατηρεί τα πάντα, όλα όσα είχε ο άνθρωπος προ του θανάτου του. Μετά θάνατον, ο άνθρωπος διατηρεί και την προσωπικότητά του, και την μνήμη του, πλήρως, και τα συναισθήματά του. Αυτό το γνωρίζομε από την ίδια την μαρτυρία της ψυχής, μετά θάνατον, κατά την κοινή μαρτυρία όλων όσων ενεφανίσθησαν μετά θάνατον εις τους ζώντες και απεκάλυψαν την κατάστασιν της ψυχής των πέραν του τάφου. Πως εμφανίζονται εις τους ζώντες ανθρώπους οι κεκοιμημένοι Άγιοι και διαλέγονται μαζί τους; Ποιος ομιλεί, αφού το σώμα του Αγίου είναι εις τον τάφον; Ασφαλώς, η ψυχή του Αγίου. Αλλά, το γνωρίζομε και από μαρτυρίες ζώντων ανθρώπων, οι οποίοι, κατά παραχώρησιν Θεού, είχαν εξωσωματική εμπειρία περί της υπάρξεως της ψυχής τους. Υπάρχουν άνθρωποι που βγήκαν προς στιγμήν από το σώμα τους, που πέθαναν δηλ. για λίγο, και είδαν το σώμα τους νεκρό, όπως το έβλεπαν και οι άλλοι άνθρωποι γύρω τους. Και, μετά από λίγο, επανήλθαν εις το σώμα τους, το οποίο έκειτο νεκρό, και συνέχισαν να ζουν. Πως ανεστήθη το σώμα τους και ζωοποιήθηκε, αφού πριν λίγο έκειτο νεκρό; Ασφαλώς, με την ζωοποιό δύναμι της ψυχής, η οποία πήρε εντολή από τον Θεό να εισέλθη πάλιν εις το σώμα. Και, όταν η ψυχή τους είχε χωρισθή από το σώμα τους, με ποιο όργανο έβλεπαν το σώμα τους; Ασφαλώς με τον νουν, την ψυχή τους.
Εις την Παράδοσι της Εκκλησίας έχουν καταγραφή μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι ‘είδαν’ τον Παράδεισο και την Κόλαση. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν και σήμερα, ζώντες. Και εδώ, πάλι πρόκειται για εξωσωματική εμπειρία, κατά την οποία όμως παίρνει ο άγγελος του ανθρώπου την ψυχή του, την στιγμή που ο άνθρωπος κοιμάται, και την πηγαίνει εις τον τόπον του Παραδείσου η της Κολάσεως, ώστε ο άνθρωπος να αποκτήση εμπειρία περί της αληθείας των καταστάσεων αυτών. Μετά, ο άγγελος επαναφέρει εις το σώμα την ψυχή του ανθρώπου εκείνου, και, όταν ο άνθρωπος ξυπνήση, διηγείται πράγματα όχι του κόσμου τούτου. Εις αυτήν την περίπτωσιν, το σώμα του ανθρώπου δεν πεθαίνει, αν και βγήκε η ψυχή του, αλλά συντηρείται εις την ζωήν, ως εις κώμα, από την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η Ε., λοιπόν, εφ όσον δεν δέχεται ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή, η οποία ζει σαν αυθυπόστατο κτίσμα και μετά τον βιολογικό θάνατο του σώματος, δεν μπορεί να δεχθή σαν πηγή των σκέψεων και των λογισμών του ανθρώπου κάτι άλλο έξω από τον εγκέφαλο του ανθρώπου. Η Ε. νομίζει ότι η πηγή των σκέψεων του ανθρώπου είναι ο εγκέφαλος, όπως νομίζει ότι και η πηγή των συναισθημάτων είναι ο εγκέφαλος. Εμείς, λέμε, ότι η πηγή των σκέψεων και των συναισθημάτων του ανθρώπου είναι η ψυχή του ανθρώπου, και, συγκεκριμένα, το κέντρο της ψυχής του, ο νους, και όχι ο εγκέφαλος του ανθρώπου. Για την Ο. Α. το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου είναι, όπως είπαμε, ο χώρος της φυσικής καρδιάς. Για την Ε. αυτό το κέντρο είναι ο χώρος του εγκεφάλου. Αυτό διδάσκουν η Ψυχολογία και η Ιατρική. Και εδώ ευρίσκεται το άλλο μέγα χάσμα μεταξύ της Ε. και της Ο. Α.
Η Ε., λοιπόν, μιλά για ψυχή, αλλά εννοεί την ψυχική ενέργεια του εγκεφάλου, η οποία, φυσικά, παύει με τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου. Γι αυτό, και η Ε. δεν δέχεται ύπαρξι ψυχής, ως αυθυποστάτου οντότητος, μετά τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου, όχι μόνο επειδή η ενέργεια του εγκεφάλου παύει να υπάρχη μετά τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου, αλλά και επειδή η Ε. δεν μπορεί να ανιχνεύση, με επιστημονικά όργανα, την ψυχή του ανθρώπου, είτε πριν τον βιολογικό του θάνατο, είτε μετά. Είναι έτσι καταδικασμένη να έχη εσφαλμένη εικόνα και αντίληψι περί της φύσεως του ανθρώπου.
Εμείς, πιστεύομε, επειδή γνωρίζει η Εκκλησία, ότι ο Θεός κτίζει, δημιουργεί, την ψυχή του κάθε ανθρώπου κατά την στιγμή της συλλήψεως του ανθρώπου εις την μήτρα της μητέρας του, αγνώστως και αρρήτως, επειδή ενεργεί η άκτιστη δύναμις του Θεού, και ότι αυτή η ψυχή είναι άρρηκτα δεμένη με το σώμα του ανθρώπου, το οποίο και ζωοποιεί. Ο βιολογικός θάνατος, κατά τον οποίο συμβαίνει βίαιος χωρισμός ψυχής και σώματος, είναι μία αφύσικη κατάστασις για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό, και ο Θεός θα ξαναδώση το σώμα εις τους νεκρούς κατά την μέλλουσαν κοινήν Ανάστασιν των σωμάτων των νεκρών.
Η ζωή εις το σώμα του ανθρώπου οφείλεται εις την ύπαρξι της ψυχής του. Εάν η ψυχή αποχωρισθή από το σώμα του ανθρώπου, πράγμα που συμβαίνει κατά την στιγμήν του βιολογικού θανάτου, τότε το σώμα νεκρούται, πεθαίνει. Όταν ο Χριστός ανέστησε άνθρωπο, επανέφερε την ψυχή εις το σώμα του ανθρώπου εκείνου και το σώμα ανεστήθη. Η Ε. δεν μπορεί να ερμηνεύση πως γίνεται μία ανάστασις ενός νεκρού σώματος, αφού δεν δέχεται ύπαρξι ψυχής εις τον άνθρωπο. Αναστάσεις, όμως, νεκρών σωμάτων είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός μέσα εις την ιστορία της Εκκλησίας. Η ψυχή, λοιπόν, ζωοποιεί και συντηρεί ζωντανό το σώμα του κάθε ανθρώπου. Η ίδια η ψυχή ζωοποιείται από την Χάρη, την ενέργεια, του Αγίου Πνεύματος. Δηλ., ζωή της ψυχής είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και ζωή του σώματος είναι η ψυχή. Φεύγει η Χάρις από την ψυχή; Αρρωσταίνει η ψυχή και νεκρώνεται. Φεύγει η ψυχή από το σώμα; Το σώμα πεθαίνει. Αυτά συμβαίνουν εις τον άνθρωπο.
Δαμασκηνός μοναχός