Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος
Ἕνας μαθητὴς ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων:
«Σὰν ἐλεύθερος ἄνθρωπος, πιστεύω στὴν ὕπαρξη κάποιας ἀνώτερης Δύναμης μὲ ἀπέραντη καὶ ἀδιανόητη γιὰ μᾶς σοφία. Δὲν δίνω ὄνομα οὔτε “καλούπι” σ’ αὐτὴ τὴν Δύναμη. Ἔτσι δὲν κινδυνεύω νὰ πέσω στὴν παγίδα, ποὺ πέφτουν οἱ ἄνθρωποι, πλάθοντας πολλὲς φορὲς τὸν Θεὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή τους (!) καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο (ποὺ ἴσως δὲν συνέβηκε ποτέ). Ἐξάλλου δὲν ἔχουμε “χειροπιαστὲς” ἀποδείξεις (δὲν μοῦ ἀρκεῖ τὸ “πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα”), γι’ αὐτὸ ἡ θέση μου εἶναι αὐτή, πρὸς τὸ παρόν...”.
Τὸ κείμενο αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς, τὸ θεωροῦμε πολὺ σημαντικό. Τοῦτες τὶς σκέψεις τὶς κάνουν πολλοὶ σήμερα. Ὅσοι πραγματικὰ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό! Ἢ ἡ πίστη τους εἶναι… πρωτόγονη! Γι’ αὐτὸ λέμε νὰ τὸ σχολιάσουμε διεξοδικά, καταλήγοντας σὲ κάποια οὐσιώδη συμπεράσματα.
Δέχονται τὸν Θεὸ ὡς τὸ σημεῖο ἐκεῖνο, πού δὲν μποροῦν νὰ Τὸν ἀπορρίψουν!
Εἶναι ἀναντίρρητη ἀλήθεια πώς, ἀπὸ τότε ποὺ γεννιέται ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅπου κι ἂν βρίσκεται, σ’ ὅποια ἡλικία, φύλο καὶ λαὸ κι ἂν ἀνήκει, ἀνέκαθεν, ἀνεξάρτητα ἀπ’ τὸ εἶδος τοῦ πολιτισμοῦ του, ἔχει βαθιὰ μέσα του ριζωμένο, ἔμφυτο, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ μιὰ ἀκατανίκητη φυσικὴ ροπὴ καὶ τάση πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν θρησκεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποδεικνύεται ἀπ’ τὴν ἐπιστήμη πλέον, τὴν ἀρχαιολογία, τὴν παλαιοντολογία, τὴν ἱστορία, τὴν κοινωνιολογία, τὴν θεολογία κ.λ.π. ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι τόσο ἀρχαῖα, ὅσο καὶ ἡ ἀνθρωπότητα. Πώς ἡ Πίστη στὸν Θεὸ εἶναι παγκόσμιο, πανανθρώπινο φυσικὸ φαινόμενο.
Νὰ γιατί τελικὰ δὲν ὑπάρχουν ἄθεοι. Θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπάρξουν, μόνο ὅσοι θὰ μποροῦσαν νὰ γεννηθοῦν χωρὶς τὸ ἔμφυτο αὐτὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, πράγμα βέβαια ἐντελῶς ἀδύνατο!
Ναί, τὰ πάντα μιλοῦν γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, μὲ πρώτη τὴν ἴδια μας τὴ λογική. Ὅπως ἕνα τραπέζι, ἕνα βιβλίο, ἕνα οἰκοδόμημα δὲν γίνονται ἀπὸ μόνα τους, τὸ ἴδιο δὲν μπορεῖ νὰ ἔγινε ἀπὸ μόνη της αὐτὴ ἡ ἄφθαστη, ἡ τέλεια, ἡ ἀξεπέραστη, ἡ ἀπέραντη Δημιουργία. Μόνον ἕνας παράλογος θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθεῖ, πὼς ἐνῶ ἕνα συγκεκριμένο ἀντικείμενο, π.χ. τὸ βιβλίο, θέλει πολλοὺς ἐνδιάμεσους δημιουργοὺς γιὰ νὰ γίνει, τούτη ἡ Δημιουργία καὶ μὲ μᾶς μέσα, ἔγινε ἀπὸ μόνη της καί... ἔτυχε!
Ναί, ἡ λογικὴ ἐκεῖ μᾶς ὠθεῖ μέσα κι ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἁπλούστατα πράγματα ποὺ ζοῦμε γύρω μας.
Εἶπαν πολὺ ὡραῖα: “Δὲν ὑπάρχει ἔλλειψη πίστης. Ὅποιος φυτεύει ἕνα σπόρο καὶ τὸν περιμένει νὰ φυτρώσει, λογικὰ θὰ πρέπει νὰ πιστεύει ὁπωσδήποτε καὶ στὸν Θεό”.
Ὁ Ἐμμανουὴλ Κάντ τόνιζε πάλι: “Δύο πράγματα μὲ γεμίζουν δέος καὶ φόβο. Ὁ ἔναστρος οὐρανὸς ψηλὰ καὶ ὁ ἠθικὸς νόμος (ἡ συνείδηση) μέσα μας”.
Ὁ Ἰάκωβος Μπόεμ ἔγραφε: “Ἄνοιξε τὰ μάτια σου καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος ἀπ’ τὸν Θεό”. Θὰ προσθέταμε καὶ πὼς τυφλὸς ἀκόμη νὰ εἶσαι, ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος ἀπ’ τὸν Θεό, ἔτσι κι ἀλλιῶς, καὶ μποροῦν νὰ τὸ νοιώσουν αὐτὸ οἱ πάντες! Καὶ οἱ τυφλοὶ βέβαια!
Κι εἶναι τέτοια ἡ παρόρμηση αὐτοῦ τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος, ποὺ μοιάζει σὰν ἐκείνη τοῦ Βολταίρου, ποὺ στὸ τέλος, παρὰ τὰ πολλὰ ἀθεϊστικά του συγγράμματα καὶ διακηρύξεις, ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσει: “Κι ἂν δὲν ὑπάρχει Θεός, ὀφείλουμε νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε”!
Ὁπότε τί κάνουν; Στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀπορρίψουν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ κατορθώνοντάς το, στὸ τέλος καταλήγουν νὰ δέχονται τὴν ὕπαρξη μιᾶς... ἀνώτερης Δύναμης! Ἔτσι γενικὰ καὶ ἀόριστα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Εἶναι σημαντικὸ αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Λὰ Μπρυγιέρ: «Στὴν ἀδυναμία στὴν ὁποία βρίσκομαι ν’ ἀποδείξω ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, μοῦ ἀποκαλύπτει τὴν ὕπαρξή Του»!
Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὴν πιὸ πάνω ἐπιστολὴ τοῦ μαθητῆ. Ἐνῶ δέχεται τὴν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς Ἀνώτερης Δύναμης, στὸ τέλος καταλήγει: “Ἐξάλλου δὲν ἔχουμε “χειροπιαστές” ἀποδείξεις... γι’ αὐτὸ ἡ θέση μου εἶναι αὐτὴ πρὸς τὸ παρόν”. Δηλαδὴ ἔχουμε μιὰ πίστη ποὺ ὑπάρχει, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ… γίνει διαφορετικά!
“Τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ”;
Τί θυμίζει τούτη ἡ κατάσταση; Μιὰ πίστη πρωτόγονη! Ἀρχέγονη! Σὰν ἐκείνη τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων! Ποὺ μέσα σ’ ὅλα τ’ ἄλλα, στοὺς τόσους θεοὺς καὶ θεὲς, ποὺ λάτρευαν, εἶχαν κι ἕνα ἄγαλμα, ἕνα βωμὸ ἀφιερωμένο «Τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ», ὁπότε εἶχαν καὶ τὴ συνείδησή τους ἥσυχη!
Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει κι ἐδῶ. Στὰ ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ -γιατί πάντα ἐκεῖ καταλήγει ἡ πίστη ἐκείνων ποὺ δὲν θέλουν νὰ Τὸν γνωρίσουν ἢ δὲν μποροῦν- μπαίνει καὶ μιὰ διακήρυξη τοῦ τύπου “πιστεύω σὲ μιὰ ἀνώτερη Δύναμη” καὶ τὸ θέμα… τελείωσε! Κι ἔχουν ἔτσι τὴν ψευδαίσθηση πὼς μποροῦν νὰ ἡσυχάσουν τὴ συνείδησή τους, ὅταν τόσα πολλὰ γύρω τους βοοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια. Καὶ πὼς ἔκαναν στὸ τέλος τό... καθῆκον τους!
Ὑπάρχει, ὡστόσο, καὶ μιὰ ἄλλη διάσταση σὲ τούτη τὴν ἐνέργεια τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων. Κατέληξαν σ΄ αὐτὸ τὸ βωμό, γιατί ἔβλεπαν, τὸ διαπίστωναν καθημερινά, πὼς δὲν τοὺς ἱκανοποιοῦσε ὅ,τι λάτρευαν. Δὲν τοὺς ἔλυνε τὰ προβλήματα. Ἀντίθετα. Τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ χειρότερο. Μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ ἀπόρροια τοῦ κενοῦ, ποὺ τοὺς δημιουργοῦσε. Κι ὡστόσο, παρὰ τὶς προσπάθειες τῆς τόσο ἀνεπτυγμένης φιλοσοφίας τους, λύση δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν. Ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Παῦλος τοὺς μίλησε γιὰ τὸ ποιὸς πράγματι ἦταν αὐτὸς ὁ ἄγνωστος Θεός.
Ὅμως αὐτὴ ἡ διάθεση δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει στοὺς σημερινοὺς «λάτρεις» τούτης τῆς «ἀνώτερης Δύναμης». Γιατί ἂν καὶ πέρασαν κάπου 2.000 χρόνια ἀπὸ τότε, ἂν καὶ ὑπάρχουν τόσες θρησκεῖες, ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸν Θεό, ἐνῶ δὲν θέλουν τὸν Θεὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή τους, οὔτε καὶ δέχονται -καὶ κάνουν πολὺ καλά, κάλλιστα- τό «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα», ὡστόσο δὲν κάνουν καμμία προσπάθεια γιὰ νὰ μάθουν τί ἀκριβῶς συμβαίνει, δὲν μπαίνουν στὸν κόπο νὰ προσπαθήσουν νὰ δοῦν μήπως αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν Θεὸ σ’ αὐτὴ τὴν προσδοκία του νὰ Τὸν γνωρίσει, τελικά τό ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ναί, δὲν ἐρευνοῦν! Δὲν τὸ διανοοῦνται, φοβοῦνται νὰ ἐρευνήσουν!
Γιατί ἂν τὸ ἔκαναν αὐτό, ἀσφαλῶς θὰ μάθαιναν, ὅμως τούτη τὴ γνώση δὲν τὴν θέλουν! Γιατί θὰ τοὺς… ξεβολέψει!
Θὰ ἔβλεπαν ἀκόμη πὼς ἡ Γραφὴ πουθενὰ δὲν λέει «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα», ἀλλ’ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο λέει, δηλαδὴ «Ἐρευνᾶτε...» (Ἰωάν. 5, 39).
Θὰ μάθαιναν πὼς ὁ Χριστὸς ὅταν μετὰ τὴν ἀνάστασή Του φανερώθηκε στοὺς μαθητές Του, δέχθηκε τὴν ἔρευνά τους καὶ τοὺς παρότρυνε μάλιστα πρὸς τοῦτο.
Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἐμφανίστηκε σ’ αὐτοὺς κι ἐκεῖνοι νόμιζαν πὼς βλέπουν φάντασμα, δὲν ἀρνήθηκε νὰ πάρει τροφὲς, ποὺ ἀφήνουν ὑπολείμματα (ὅπως τὸ ψάρι καὶ ἡ κερήθρα μὲ τὸ μέλι), στὸν δὲ Θωμᾶ ἱκανοποίησε αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσε, δηλαδὴ νὰ Τὸν ψηλαφίσει στὰ σημεῖα τῶν πληγῶν Του, λέγοντάς του τοῦτο: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». (Ἰωάν. 20, 27).
Ἀσφαλῶς δὲν θέλουν τὴν ἔρευνα μόνο ὅσοι φοβοῦνται τὴν ἀλήθεια, μόνο ὅσοι θέλουν νὰ βολεύονται στὸ ψέμα. Εἴτε αὐτοὶ εἶναι ἐρευνητές, εἴτε εἶναι οἱ ἐρευνόμενοι. Κι ὅσον ἀφορᾶ τοὺς πρώτους, δὲν ἐρευνοῦν, γιατί δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν!
Ὁπότε παραμένουν στὸν πρωτογονισμό τους! Χάνονται στὴν ἀπιστία τους! Τὸ μόνο ποὺ κάνουν εἶναι νὰ ἐφευρίσκουν δικαιολογίες!
Στὸ τέλος δὲν κάνουν, οὔτε κι αὐτὸ πού... δηλώνουν!
Αὐτὸς δὲ ὁ πρωτογονισμὸς τῆς πίστης τους εἶναι σαφῶς χειρότερος κι ἐκείνου ἀκόμη τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων! Ναί! Γιατί ἐκεῖνοι ἔκαναν θυσίες καὶ λάτρευαν τὸν ἄγνωστο Θεό, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔκαναν καὶ στοὺς ἄλλους θεούς τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος τοὺς λέει: «Ἐκεῖνο τὸν Θεὸ ποὺ λατρεύετε χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζετε, αὐτὸν ἐγὼ σᾶς κηρύττω» (Πράξ. 17, 23).
Ἆραγε τοῦτοι ποὺ πιστεύουν ἀόριστα καὶ ἀκαθόριστα στὴν «ἀνώτερη Δύναμη» κάνουν τὸ ἴδιο, ὅπως καὶ στὰ ἄλλα τους πιστεύω; Τὴν ὑπηρετοῦν μὲ τὴν ἴδια πίστη καὶ ἀφοσίωση; Ὁπωσδήποτε ὄχι! Γιατί οὔτε ἐνδιαφέρονται νὰ μάθουν ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Δύναμη, οὔτε τί θέλει ἀπ’ αὐτούς, ἀλλ’ κι αὐτοὶ τί θέλουν ἀπ’ αὐτήν!
Ἑπόμενο εἶναι πιὰ ἡ ζωή τους νὰ μὴ συμφωνεῖ μὲ τὶς διακηρύξεις τους!
Νὰ γιατί τελικὰ ἡ ζωή τους δὲν ἔχει καμιὰ ἀπολύτως σχέση μὲ τὶς διακηρύξεις τους. Κι ἔρχεται μάλιστα σὲ πλήρη ἀντίθεση μ’ αὐτές. Καὶ τοῦτο γιατί δὲν ζοῦν στὴν πράξη τὴν πίστη τους. Οὔτε καὶ κάνουν πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, κάποια συγκεκριμένη προσπάθεια. Ἀντίθετα αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴ ζωή τους, εἶναι οἱ ἄλλες τους θεωρήσεις, οἱ λατρεῖες καὶ τὰ πιστεύω, ποὺ ἔχουν. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τοὺς πιστεύει πιὰ κανένας, ὅτι πιστεύουν σ’ αὐτὴ τὴν Ἀνώτερη Δύναμη!
Ὁ Θεός, εἶναι πραγματικὰ ἀνώτερος πάντων. Κι ὅμως στὴ ζωή τους καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή, κυριαρχεῖ τὸ κατώτερο! Συνεπῶς κι ἐκεῖνοι κι ἐμεῖς, δὲν πιστεύουμε στ’ ἀλήθεια στὸν Θεό. Γιατί ἂν γινόταν αὐτό, θὰ μᾶς διέκρινε ἡ ἀνωτερότητα τοῦ βίου, ἡ ἀπόρριψη κάθε χαμηλοῦ καὶ τιποτένιου. Θὰ μᾶς δονοῦσε ὅλη τὴν ὕπαρξη τούτη ἡ πίστη.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ὁ Χριστὸς θέλει τοὺς ὀπαδούς Του νὰ εἶναι τὸ «ἅλας τῆς γῆς» καὶ «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη». Δηλαδὴ αὐτὴ ἀκριβῶς, ἡ χρυσὴ παραφωνία, ἡ λαμπρὴ ἐξαίρεση, τὸ ἀνώτερο, αὐτὸ ποὺ νοστιμίζει τὴ ζωή, ἐκεῖνο ποὺ τὴν διατηρεῖ στὴ ζωή, ἐκεῖνο ποὺ ὑπερέχει. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἴδιος ὅλα αὐτὰ εἶναι. Καὶ δὲν μπορεῖ, δὲν γίνεται, οἱ ὀπαδοί Του νὰ μὴ εἶναι κι αὐτοὶ ἔτσι, λίγο ἔστω ἢ πολύ.
Συμπέρασμα
Λοιπόν, μὴ λέμε φίλοι, «πιστεύω σὲ μιὰ Ἀνώτερη Δύναμη» καὶ τελειώσαμε! Μὴ ἔχουμε τὴν ψευδαίσθηση πὼς ξεγελᾶμε τοὺς ἄλλους καὶ προπάντων τὴ συνείδησή μας. Ἂν αὐτὸ πραγματικὰ συμβαίνει, πρέπει νὰ τὸ ὁμολογεῖ περίτρανα καὶ ἡ ζωή μας. Ὁλόκληρο τό εἶναι μας. Πολὺ δὲ περισσότερο, ὅταν πραγματικὰ πιστεύουμε στὸν Θεό, ἔτσι ὅπως μᾶς ἀποκαλύφθηκε…