Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

 Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου

 «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΚΑΙ Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ»

Εισήγηση Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου
στο Ζ’ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων
με θέμα: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ»

Ι. Προσκύνημα Οσίου Ιωάννου Ρώσσου
Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2005

 Σεβασμιώτατε Άγιε Πρόεδρε,

Αγαπητοί Σύνεδροι,

Η παρούσα εισήγηση έχει ως κέντρο της τη γυναίκα και το δυνατό ή όχι της εισόδου της στην Ιερωσύνη, συμφώνως πάντοτε προς την Ιερά Παράδοση και διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

Είναι αλήθεια ότι διαρκώς τίθενται σχετικά ερωτήματα σε οικουμενικές συζητήσεις, αλλά και εντός της ορθοδόξου κοινωνίας, δεδομένης μάλιστα και της υπό των γυναικών κατακτήσεως πολλών και διακεκριμμένων και επιζήλων ρόλων στον κοινωνικό στίβο.

Ακούγονται απόψεις ότι η χειροτονία των γυναικών είναι ένα «δικαίωμα» ερειδόμενο επί της αρχής της ισότητος των δύο φύλων, το όποιον επί αιώνες καταστρατηγήθηκε και ότι έφθασε καιρός μαζί με άλλα να πραγματοποιηθή.

Πρέπει επί τέλους το απόρθητο αυτό τείχος να καταπέση και όπως άλλα επαγγέλματα θεωρούμενα μέχρι προ τινός ως «ανδρικά» έγιναν και «γυναικεία», να γίνη και το της Ιερωσύνης επάγγελμα, εφ’ όσον μάλιστα η γυναίκα στην εποχή μας χειραφετημένη απέδειξε ότι έχει να παρουσιάση πολλά προσόντα και επιτυχίες.

Είναι βεβαίως εμφανές – εμφανέστατο, ότι οι τα τοιαύτα ισχυριζόμενοι, όσο καλοπροαίρετοι κι αν είναι, αποδεικνύονται άγευστοι της Ορθοδόξου παραδόσεως και Εκκλησιολογίας. Και θεωρούν την Εκκλησία και την Ιερωσύνη της όχι ως Μυστήρια, αλλά την μεν πρώτη ως ανθρώπινο οργανισμό, την δε δεύτερη ως βιοποριστικό επάγγελμα.

Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει με ειλικρίνεια να ομολογήσουμε ότι, καίτοι η γυναίκα με τον πλούσιο συναισθηματικό της κόσμο προσφέρεται και προσφέρει στην Εκκλησία, δεν απολαμβάνει πάντοτε την πρέπουσα τιμή, άλλ’ ενίοτε καθίσταται μονάς εκμεταλλεύσεως εκ μέρους των υπευθύνων ανθρώπων της Εκκλησίας, οι οποίοι αποδεικνύονται απρόθυμοι και ανίκανοι να αποδεχθούν όχι μόνον την προσφορά, αλλά και τον προσφέροντα και εν προκειμένω την προσφέρουσα.

Και ακόμα κάτι. Ημπορεί η Ορθόδοξη Παράδοση δικαιολογημένως να αρνείται την είσοδο της γυναικός στην Ιερωσύνη, άλλ’ ωστόσο καθόλου δεν συμφωνεί και με την περιφρόνηση ή την ώθησή της στο περιθώριο του Εκκλησιαστικού βίου. Αντιθέτως μάλιστα υποδεικνύει την αξιοποίησή της.

Με βάση τα ανωτέρω, λίαν περιληπτικώς εκτεθέντα, θεώρησα σκόπιμο στην παρούσα εισήγηση, για την ανάθεση της οποίας θερμώς ευχαριστώ, να αναφέρω τινά

  1. περί της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού.
  2. περί της θέσεως της γυναικός στην Εκκλησία.
  3. περί της δυνατότητος ή μη της χειροτονίας των γυναικών στην Ιερωσύνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και
  4. περί της χειροτονίας διακονισσών και της ευρυτέρας αξιοποιήσεως των γυναικών στον Εκκλησιαστικό Οργανισμό.

 

Α. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΣΩΜΑΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Η Εκκλησία αποτελεί το μέγα μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας και ως κέντρο της έχει την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Δια της Εκκλησίας τελεσιουργείται πάντοτε «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν»1 το «μέγα μυστήριον της ευσεβείας»2 και φανερώνεται η Βασιλεία του Θεού στον κόσμο.

Η πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού εγκαινιάζεται στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, ως ιστορικού σώματος του Χριστού, στο οποίο συσσωματούνται ως μέλη πάντες οι πιστοί και απαρτίζουν το λαό του Θεού. Παραστατικότατα ο θείος Απόστολος περιγράφει την αγία Εκκλησία ως σώμα Χριστού.3 Παραβάλλεται, τοιουτοτρόπως, ο θεανθρώπινος εκκλησιαστικός οργανισμός με εκείνον του σώματος.

Γράφει: «αδελφοί, υμείς έστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους». Και «12 Καθάπερ γὰρ τὸ σῶμα ἕν ἐστι καὶ μέλη ἔχει πολλά, πάντα δὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἑνός, πολλὰ ὄντα, ἕν ἐστι σῶμα, οὕτω καὶ ὁ Χριστός· 13 καὶ γὰρ ἐν ἑνὶ Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν, εἴτε Ἰουδαῖοι εἴτε Ἕλληνες, εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ πάντες εἰς ἓν Πνεῦμα ἐποτίσθημεν. 14 καὶ γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἔστιν ἓν μέλος, ἀλλὰ πολλά. 15 ἐὰν εἴπῃ ὁ πούς, ὅτι οὐκ εἰμὶ χείρ, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος; 16 καὶ ἐὰν εἴπῃ τὸ οὖς, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὀφθαλμός, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος; 17 εἰ ὅλον τὸ σῶμα ὀφθαλμός, ποῦ ἡ ἀκοή; εἰ ὅλον ἀκοή, ποῦ ἡ ὄσφρησις; 18 νυνὶ δὲ ὁ Θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθὼς ἠθέλησεν. 19 εἰ δὲ ἦν τὰ πάντα ἓν μέλος, ποῦ τὸ σῶμα; 20 νῦν δὲ πολλὰ μὲν μέλη, ἓν δὲ σῶμα. 21 οὐ δύναται δὲ ὀφθαλμὸς εἰπεῖν τῇ χειρί· χρείαν σου οὐκ ἔχω· ἢ πάλιν ἡ κεφαλὴ τοῖς ποσί· χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω.

 22 ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστι, 23 καὶ ἃ δοκοῦμεν ἀτιμότερα εἶναι τοῦ σώματος, τούτοις τιμὴν περισσοτέραν περιτίθεμεν, καὶ τὰ ἀσχήμονα ἡμῶν εὐσχημοσύνην περισσοτέραν ἔχει, τὰ δὲ εὐσχήμονα ἡμῶν οὐ χρείαν ἔχει. 24 ἀλλ’ ὁ Θεὸς συνεκέρασε τὸ σῶμα, τῷ ὑστεροῦντι περισσοτέραν δοὺς τιμήν, 25 ἵνα μὴ ᾖ σχίσμα ἐν τῷ σώματι, ἀλλὰ τὸ αὐτὸ ὑπὲρ ἀλλήλων μεριμνῶσι τὰ μέλη· 26 καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη·».4

Σαφώς συνάγεται, λοιπόν, ότι ο κάθε πιστός, άνδρας ή γυναίκα, έχει τη θέση του και τη λειτουργία του εντός του σώματος και πρέπει, ως ηλεημένος παρά Κυρίου, με ευγνωμοσύνη να αποδέχεται αυτήν και να αγρυπνή, ώστε να παραμένη, με αγάπη και υπακοή, συνδεδεμένος με τη θεία κεφαλή, και παράλληλα να αλληλοπεριχωρείται και με τους αδελφούς του, οι οποίοι, δια «του λουτρού της παλιγγενεσίας»5 αποτελούν διαφορετικά μεν, ισότιμα δε και αναντικατάστατα μέλη του ιδίου μυστικού σώματος.

Ο καθένας είναι μέρος, το οποίο ανήκει στο όλον και συντελεί εις το όλον.

Ότι ακόμη πρέπει να τιμά το σώμα, να είναι ευχαριστημένος με όσα του εδωρήθησαν υπό της θείας χάριτος, να αγωνίζεται για την αξιοποίησή τους, να μην επιθυμή τα του ετέρου, μετά του οποίου μάλιστα οφείλει, κατά το πρότυπο του ανθρωπίνου σώματος, να συγχαίρη ή να συμπάσχη.

Εάν, αντιθέτως, κάποιος κατέχεται υπό πικρού ζήλου και φθόνου και εριθείας, αρνείται να λειτουργήση ως μέλος του σώματος, επιβουλεύεται ή υποτιμά τα άλλα μέλη, τότε θέτει τον εαυτό του στο μέγα κίνδυνο της κατ’ εξοχήν αμαρτίας, δηλαδή του χωρισμού εκ του σώματος και της αφανείας, την οποία προσπορίζει η βλασφημία κατά του τα πάντα χορηγούντος και εις ενότητα τους πάντας καλούντος αγίου Πνεύματος. Διότι «πάντα ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό πνεύμα, διαιρούν ιδίω εκάστω καθώς βούλεται».6

«Πάντα χορηγεί το πνεύμα το άγιον…»7 και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δια του πλήθους και της ποικιλίας των θείων δωρημάτων να μην καταλύεται η ισοτιμία των μελών, αλλά να καλλιεργείται το μείζον χάρισμα της αγάπης και να προάγεται η πολυπόθητη ενότητα της Εκκλησίας, η οποία είναι μυστηριακή και οργανική και όχι μία εξωτερική και προσωρινή συγκόλληση αυτόνομων μονάδων.

«Ο Θεός έθετο εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. μη πάντες απόστολοι; μη πάντες προφήτας μη πάντες

διδάσκαλοι;  μη πάντες γλώσσαις λαλούσι; μη πάντες διερμηνεύουσι; ζηλούτε δε

τα χαρίσματα τα κρείττονα και ετι καθ’ υπερβολήν οδόν υμίν δείκνυμι».8 Και στο χωρίο τούτο αποκαλύπτεται και πάλι η ισοτιμία όλων των μελών του Εκκλησιαστικού Σώματος. Και των λαϊκών και των κληρικών.

Η διάκριση άλλωστε μεταξύ ποιμένων και ποιμενομένων είναι για μας τους ανθρώπους, διότι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ενώπιον του Χριστού είμεθα πάντες ποιμενόμενοι. «Ουδέ γαρ εγώ ο απόστολος σου τι πλέον έχω κατά τούτο, φησί· και γαρ συ σώμα ει καθάπερ εγώ, και εγώ καθάπερ συ και την αυτήν άπαντες έχομεν κεφαλήν, και τας αυτάς ελύσαμεν ωδίνας· διο και το αυτό σώμα εσμεν…»9 Και τους κληρικούς, λοιπόν, ο Θεός έθεσε εν τη Εκκλησία.

Όλοι εμείς, και οι Επίσκοποι ακόμη, ουδέν θα είμεθα και ουδέν είμεθα άνευ και εκτός της Εκκλησίας. Της οφείλομε τα πάντα. Εκείνη μας οφείλει ουδέν. Κατά συνέπεια δεν είναι υποδεέστεροι ημών οι λαϊκοί αδελφοί, αφού το μέγα και αγιώτατο τούτο προνόμιο της Ιερωσύνης, ουδείς εξ’ ημών των Κληρικών κατέχει δικαιωματικώς και αξιωματικώς, αλλά μας εδόθη ως δώρον και χάρις παρά του συγκαταβαίνοντος και ελεούντος Κυρίου της Εκκλησίας προς υπηρεσίαν Της.

Δια του μυστηρίου άλλωστε του βαπτίσματος μετέχει ο κάθε πιστός του τριπλού αξιώματος του Κυρίου. «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ»10 τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος μάλιστα αποκαλεί τους πιστούς «πλήρωμα Ιερατικόν»11.

Ωστόσο ο ιερός Πατήρ μετά σφοδρότητος απορρίπτει τη γνώμη, κατά την οποία η δια του βαπτίσματος καθιερωθείσα γενική Ιερωσύνη των πιστών είναι η αυτή προς την ειδική Ιερωσύνη, δίδουσα στους πιστούς δικαιώματα τα οποία αποκλειστικώς ανήκουν στην αρμοδιότητα της Ιεραρχίας12. Σκοπός του είναι να τονισθή η ενότητα και το πνεύμα της αγάπης και της διακονίας, το οποίο πρέπει να διακατέχη όλο το σώμα της Εκκλησίας.

Σ’ αυτό το ευλογημένο σώμα, του οποίου Σωτήρ είναι ο Χριστός,13  ανήκει εκείνος, ο οποίος αισθάνεται συνδεδεμένος μετά των υπολοίπων μελών. Διότι, όπως λέγει πάλι ο Χρυσορρήμων Πατήρ «ει δε μηδέν κοινόν έχεις προς το μέλος σου, ουδέ προς τον αδελφόν σου έχεις τι κοινόν, ουδέ κεφαλήν έχεις τον Χριστόν».14

Σ’ αυτήν την κοινωνία της αγάπης καταλύονται και εξουδετερώνονται οι φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις και τα ανταγωνιστικά πάθη. «Ο γαρ γέρων και ο νέος, ο πένης και πλούσιος, ο παις και ο έφηβος, η γυνή και ο ανήρ και πάσα ψυχή εν τι, γίνεται» δια του αγίου Πνεύματος, το οποίο εδόθη στην Εκκλησία «ίνα τους γένει και τρόποις διαφόροις διεστηκότας ενώση».15 Και τούτο τη στιγμή κατά την οποία σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, εκτυλίσσεται το δράμα του σύγχρονου κόσμου· βία και αντιβία, εκμετάλλευση και αντεκμετάλλευση, καταπίεση και αντίδραση.

Εκεί, όπου αυτή η εκκλησιολογική συνείδηση δεν υφίσταται η όπου υφισταμένη έχει αλλοιωθή, δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα.

Β. Η ΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Η ορθόδοξη Εκκλησία, καθοδηγουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος, έχει συνείδηση της ιερότητας και της πληρότητας του προσώπου της γυναικός και της αποδίδει ισότιμη αξία και θέση με τον άνδρα. Στις πρώτες σελίδες της Αγίας Γραφής διδασκόμαστε την υπό του Θεού δημιουργία του ανθρώπου, του ανδρός δηλαδή και της γυναικός.

«Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αύτούς».16

Η ορθόδοξη παράδοση δέχεται ότι ο άνδρας και η γυναίκα ταυτίζονται και διαφοροποιούνται.

Ταυτίζονται, διότι αμφότεροι δημιουργήθηκαν «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού17 και διαφοροποιούνται ως προς τα επί μέρους της φύσεως εκατέρου ιδιώματα, τα οποία ούτε εναλλάσσονται, ούτε ανταλλάσσονται. Ανήκουν ωστόσο στην αυτή ανθρώπινη κοινότητα.

Η Αγία μας Εκκλησία ορθώς διδάσκει την ισοτιμία των δύο φύλων, αφού υπάρχει μία φύση – η ανθρώπινη -και οι υφιστάμενες διαφορές των φύλων δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά αμοιβαία συνάρτηση, εξάρτηση και αλληλοσυμπληρούμενες λειτουργίες.

Ο Αδάμ μάλιστα με την παρουσία της Εύας γνωρίζει την ίδια του τη φύση.18 Αυτή την ισοτιμία αποδεικνύει εξ’ άλλου η δημιουργία της Εύας εκ της πλευράς του ανδρός. Εκ της πλευράς του ανοικοδομείται και τοποθετείται στο πλευρό του και δεν είναι ούτε κεφαλή, αλλ’ ούτε και υποπόδιό του.

Η χρονική εξ’ άλλου διαφορά της δημιουργίας της Εύας δεν έχει δυσμενείς γι’ αυτήν αξιολογικές συνέπειες.

Αμφότεροι είναι ισότιμοι – ομοούσιοι. Όπως τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τα οποία, παρά την υφιστάμενη ιεραρχία – τάξη, είναι ισότιμα και ομοούσια.

Αυτή η ισοτιμία διασαλεύεται για πρώτη φορά με την πτώση των πρωτοπλάστων, με τις γνωστές γι’ αυτούς και για όλο το ανθρώπινο γένος θανατικές συνέπειες.

Αυτή την αταξία, καθώς και όλα τα κακά, όσα προέκυψαν εκ της αρνήσεως του ανθρώπου να παραμείνη σε κοινωνία μετά του Θεού, αναιρεί και θεραπεύει το σχέδιο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Στην εφαρμογή μάλιστα αυτού του σχεδίου προωρισμένη να διαδραματίση πρωτεύοντα ρόλο, καθώς ακούγεται στο πρωτευαγγέλιο, είναι η γυναίκα, αφού εξ’ Αυτής θα γεννηθή Εκείνος ο Οποίος και θα συντρίψη την κεφαλήν του όφεως. 19

Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν πολλές γυναίκες, οι οποίες ανέπτυξαν ουσιαστικότατο ρόλο παράλληλα και ισότιμα προς τους άνδρες, διότι συμβαίνει αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή αυτές να είναι φορείς της αληθείας του Θεού. (π.χ. Σάρα, Ρεβέκκα, Ραχήλ, Ρουθ, Δεββώρα, Ιουδείθ).

Στην Καινή Διαθήκη, η θέση της γυναικός καταξιώνεται κυρίως με την ανάδειξη της Μαρίας, της κόρης της Ναζαρέτ, σε Θεοτόκο και Παναγία. Ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρη η ανθρωπότητα στο έργο της σωτηρίας, αυτό ήταν μία γυναίκα, η «Κεχαριτωμένη», η οποία «εύρε χάριν παρά τω Θεώ».20

Η Παναγία, η οποία δικαίως ονομάζεται και νέα Εύα, δια της υπακοής της στην προαιώνια βουλή του Θεού και της συνεργίας της στην ενσάρκωση του Υιού και Λόγου Του, έφερε στην ανθρωπότητα την ευλογία και καταστάθηκε της χαράς η αιτία, ενώ η Εύα δια της ανυπακοής «την κατάραν εισωκίσατο».21

Τοιουτοτρόπως εκ γυναικός τα φαύλα και εκ γυναικός τα κρείττω.

Η Παναγία καθίσταται τύπος της Εκκλησίας.

«Η Εκκλησία, όπως και η Θεοτόκος, δέχεται το άγιον Πνεύμα, τη ενεργεία του οποίου γεννάται ο Χριστός και επίσης τα τέκνα της νέας εν Χριστώ ανθρωπότητος φέρονται εις τον κόσμον.

Έτσι στην πατερική παράδοση προβάλλεται η τυπολογική σχέση της μητρότητος της Θεοτόκου και της μητρότητος της Εκκλησίας».22

Την αξία της γυναικός προβάλλει ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος έχει στην ακολουθία Του γυναίκες, οι οποίες μάλιστα διηκόνουν Αυτώ και τους συνοδούς Του εκ των υπαρχόντων αυτών.23 Πιστές και αφοσιωμένες γυναίκες Τον ακολουθούν έως τον Γολγοθά, μεριμνούν για την ταφή Του και λίαν πρωΐ ως μυροφόροι δράμουν προς το μνήμα Του «θρηνολογούσαι» και καθίστανται μάρτυρες της Αναστάσεως και «ευαγγελίστριαι» αυτών των αγίων Αποστόλων, οἵτινες «ηπίστουν αυταίς».24

Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ως χήρες και διακόνισσες, οι γυναίκες είχαν στα χέρια τους όλο το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας.

Ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζεται ρηξικέλευθος σκαπανεύς του υγιούς φεμινισμού. Διεκήρυξε πρωτοποριακώς το «ουκ ένι άρσεν και θήλυ»25 και δεν εδίστασε να έχη ως συνεργάτιδες πλήθος γυναικών. Στη συνέχεια, ωστόσο, ιστορικές, αλλά και πνευματικές κυρίως ανάγκες ώθησαν τη γυναίκα εκ της ενεργού δράσεως στο περιθώριο της Εκκλησιαστικής ζωής και της επέβαλαν τη σιωπή, τονίζοντας περισσότερο την προσφορά της εις την «κατ’ οίκον Εκκλησίαν», την οικογένεια.

Ουδόλως όμως υποτιμήθηκε η γυναικεία φύση, καίτοι, λόγω και της συντηρητικότητος, η οποία υπάρχει συνήθως στη θρησκευτική ζωή, σχεδόν επικρατεί και παγιώνεται αυτή η νοοτροπία, η οποία θέλει την γυναίκα Ιέρεια του οίκου και αδρανούσα στην λειτουργική σύναξη και την κοινωνία.

Δεν είναι μόνον οι Απόστολοι, οι οποίοι «εθαύμαζον ότι μετά γυναικός ωμίλει ο Ιησούς και μάλιστα αιρετικής γυναικός», 26 είναι και αρκετά μέλη της Εκκλησίας, τα οποία αυτοπροσδιορίζονται «ου κατ’ επίγνωσιν» ως φύλακες της παραδόσεως, της καθαρότητος και της αγιότητος, και τα οποία ουδόλως θα επιθυμούσαν τη γυναικεία δραστηριότητα εντός του Εκκλησιαστικού Σώματος. Μεταξύ των ίσως υπάρχουν και Κληρικοί.

Όπως επίσης υπάρχουν και αρκετοί, οι οποίοι εκμεταλλεύονται πολυειδώς και πολυτρόπως την κατά κανόνα εθελοντική προσφορά των γυναικών και δεν βρίσκουν να τις πουν λόγο ευγνωμοσύνης, συμπαραστάσεως, παρηγορίας και αναγνωρίσεως. Η συμπαράσταση άλλων πολλάκις είναι μάλλον λεκτική, υποκριτική και κυρίως ανέξοδη.

Πρέπει να ομολογηθή – όπως επισημαίνεται και στα πορίσματα του διορθοδόξου Θεολογικού Συνεδρίου της Ρόδου εν έτει 1988 – «…ότι, ένεκα της ανθρωπίνης αδυναμίας και αμαρτίας, αι Χριστιανικαί κοινότητες δεν ηδυνήθησαν πάντοτε και πανταχού να εξουδετερώσουν αποτελεσματικώς αντιλήψεις, ήθη και έθιμα, ιστορικές εξελίξεις και κοινωνικάς συνθήκας, τα οποία απέβαινον εν τη πράξει διάκρισις εις βάρος των γυναικών. Η ανθρώπινη αμαρτία ωδήγησεν ούτως εις ενεργείας, αι οποίαι ουδόλως αντικατοπτρίζουν την αληθή φύσιν της Εκκλησίας του Χριστού».27

Στην εποχή των Πατέρων καταβάλλεται σοβαρή προσπάθεια, ώστε να αρθή η εκ των πραγμάτων επιβληθείσα επιφυλακτική αύτη στάση και η οποία βεβαίως δεν διέγραψε, θεωρητικώς τουλάχιστον, τις θεολογικές προϋποθέσεις για την ισότητα των δύο φύλων και την ομοτιμία τους στο εκκλησιαστικό σώμα.

Καταπολεμείται κάθε τάση ανδροκρατίας και τονίζεται ότι «ουδέν ισχυρότερον γυναικός ευλαβούς και συνετής» (Ιερός Χρυσόστομος).

Δεν παραλείπονται όμως και διδασκαλίες,28 οι οποίες αναφέρονται στη γυναικεία αυταρέσκεια και τους εξ’ αυτής προκύπτοντες κινδύνους, στην τάση ενίων γυναικών να διοικούν την Εκκλησία άλλοτε άπ’ ευθείας και άλλοτε δια των Κληρικών κ.λ.π.

Η προσεκτική όμως μελέτη των λόγων των Πατέρων φανερώνει ότι δεν πρόκειται περί μίσους και περιφρονήσεως εις βάρος των γυναικών, αφού, όπως το τονίζουν οι ίδιοι, είναι πλάσματα Θεού, αλλά περί του φόβου, τον οποίο δικαίως προκαλούν τα πάθη των ανθρώπων και το ανίσχυρο της θελήσεως των ανδρών και των γυναικών.

Μεταξύ των βλαπτικών άκρων οι πατέρες προτιμούν την μετά συνέσεως και διακριτικότητος σύνθεση των απόψεων και ισορροπία. Πόσο δύσκολο, αλλά και εξαιρετικά ωφέλιμο είναι να ερευνά κανείς με διάθεση μαθητείας, το πνεύμα των Πατέρων μας.

Γ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΣ Ή ΜΗ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

Εκ των αναφερθέντων στο δεύτερο κεφάλαιο, προκύπτει ότι βάσει πνευματικών και όχι κοσμικών κριτηρίων η γυναίκα αξιοποιήθηκε στο καθόλου Ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας και τιμήθηκε ως «Ισαπόστολος». Ουδέποτε όμως φαίνεται να έλαβε τη μυστηριακή Ιερωσύνη.

Το αδύνατο της χειροτονίας των γυναικών στην ειδική Ιερωσύνη θεμελιούται επί της Αγίας Γραφής και της δισχιλιετούς σταθεράς Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και εκδηλώνεται:

α. Εκ της φύσεως της γυναικός, η οποία αντιβαίνει στην έννοια της «πατρότητος», στην οποία εισέρχεται δια της Ιερωσύνης ο Κληρικός, ο οποίος εκλήθη όχι για να καταλάβη μία βιοποριστική εργασία εκ των υπαρχόντων στην κοινωνία, αλλά για να είναι μέτοχος της Ιερωσύνης του Χριστού, «εις τύπον και τόπον του Θεανδρικού αυτού Προσώπου».

β. επί του παραδείγματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Οποίος δεν επέλεξε καμία γυναίκα ως μία των Αποστόλων Του.

γ. επί του παραδείγματος της Θεοτόκου, η οποία δεν άσκησε Ιερατικό λειτούργημα στην Εκκλησία, καίτοι αξιώθηκε να γίνη η μητέρα του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού.

δ. επί της Αποστολικής παραδόσεως, κατά την οποία οι Απόστολοι, στοιχούντες τω παραδείγματι του Κυρίου, ουδέποτε χειροτόνησαν γυναίκες στην ειδική Ιερωσύνη της Εκκλησίας.

ε. επί τινών θέσεων της Παυλείου διδασκαλίας, περί της θέσεως των γυναικών στην Εκκλησία και

στ. επί του κριτηρίου της αναλογίας, συμφώνως προς το οποίο, αν επετρέπετο η άσκησις Ιερατικού λειτουργήματος υπό γυναικών, τότε θα έπρεπε να έχη ασκήσει τέτοιο λειτούργημα πρωτίστως η Θεοτόκος.29

Ο αποκλεισμός της γυναικός εκ της Ιερωσύνης δεν είναι, όπως ισχυρίζονται τινές, αποτέλεσμα ιστορικών συνθηκών και επιδράσεων του περιβάλλοντος, διότι σ’ αυτό συχνά συνέβαινε το αντίθετο και η γυναίκα είχε πρωτεύοντα και τονισμένο ρόλο κυρίως στα ειδωλολατρικά μυστήρια (ιέρειες) και τη μαγεία, αλλά οφείλεται στους ως άνω πνευματικούς λόγους.

Παρ’ όλα ταύτα η Εκκλησία δια μέσου των αιώνων ενεθάρρυνε, μετά διακρίσεως, τη χριστιανή γυναίκα, να ασκήση, εν συνεργασία μετά του ανδρός και συμφώνως προς την φύση της, τις προσωπικές κλίσεις και κλήσεις αυτής, ευρύτατο κύκλο διακονημάτων, αναφερομένων στους τομείς του λειτουργικού, του ποιμαντικού, του ιεραποστολικού, του διδακτικού, του κατηχητικού και του κοινωνικού εν γένει έργου.

Ακόμη, δεν θα αδικούσαμε την αλήθεια αν τονίζαμε και την σπουδαιότητα του γυναικείου μοναχισμού, ο οποίος, εκτός των άλλων, συνέβαλε στην ανύψωση της θέσεως των γυναικών εντός της Εκκλησίας.

Το αγιολόγιο της Εκκλησίας πλουτίσθηκε δια της παρουσίας πολλών, αμετρήτων αγίων γυναικών μαρτύρων, οσίων, μητέρων, μυροφόρων, ισαποστόλων, διακόνων της αγάπης κλπ., οι οποίες πολιτεύθηκαν αξίως της κλήσεως ης εκλήθησαν.30

Οι γυναίκες έχουν όντως την ικανότητα, λόγω των πολλών και ποικίλων χαρισμάτων τους να κάμουν καλυτέρους τους ανθρώπους. «Στη θρησκευτική ζωή η γυναίκα είναι το ισχυρό φύλο» διακηρύσσει μετά σθένους ο Π. Ευδοκίμωφ. 31

Σ’ όλους τους τομείς του Εκκλησιαστικού έργου, πράγματι πολλά είναι δυνατόν να προσφέρη η γυναίκα.

Η γυναίκα ενορίτις, η γυναίκα ως Κατηχήτρια, ως διακόνισσα των έργων της αγάπης.

Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι σκηνές, τις οποίες περιγράφει στα έργα του ο Παπαδιαμάντης, για τις ομάδες των φιλακολούθων γυναικών, οι οποίες συνοδεύουν τον Ιερέα για να τελέση τη Θεία Ευχαριστία στα διάφορα γραφικά Ναΐδρια και εξωκλήσια της Σκιάθου. Αυτές προετοιμάζουν και συνιστούν τη φυσική σάρκα της λειτουργίας. Έχουν ζυμώσει τα πρόσφορα, φέρουν μαζί τους το κρασί, το λάδι, το λιβάνι, τα κεριά, ευπρεπίζουν τον ναό, ψάλλουν τη λειτουργία.

Όλο το ενοριακό έργο (φιλανθρωπικό, κοινωνικό, κατηχητικό, πνευματικό, διοικητικό) δύναται να στελεχωθή υπό γυναικών, οι οποίες μάλιστα καλόν θα ήτο, αν όχι και επιβεβλημένο, να υφίστανται και την σχετική προς τούτο εκπαίδευση.

Κατηχητικά, Νεανικές ομάδες, κύκλοι μελέτης αγίας Γραφής, διαλέξεις προς τους νέους και μεγαλυτέρους, Σχολές Γονέων, Σεμινάρια οικογενειακής αγωγής, παιδικοί Σταθμοί, Εκκλησιαστικά Σχολεία, Κατασκηνώσεις, Σπίτια Γαλήνης, Φιλανθρωπικά Ιδρύματα, βοήθεια αναξιοπαθούντων κατ’ οίκον, Χορωδίες, Σχολές Βυζαντινής Μουσικής και αγιογραφίας, Σχολές εκμαθήσεως διαφόρων τεχνών, Συμβούλια Ιερών Ναών, Διοικητικά Συμβούλια Ιδρυμάτων και Προσκυνημάτων, Ερανικές Επιτροπές, Φιλόπτωχα Ταμεία, Εκκλησιαστική Υπηρεσία στα Νοσοκομεία, Αιμοδοσία, Κοινωνικοί Λειτουργοί Ιερών Μητροπόλεων και Ιδρυμάτων, Αντιαιρετική δράση και τόσα άλλα πρέπει να μην αρνηθούν το γυναικείο δυναμισμό.

Είναι μάλιστα ιδιαιτέρα ευλογία και το γεγονός ότι έχει αυξηθεί σημαντικώς ο αριθμός των γυναικών, οι οποίες φοιτούν στις Θεολογικές Σχολές και μάλιστα σε μεταπτυχιακό ή και διδακτορικό επίπεδο σπουδών.

Ακόμα η καλλιέργεια αγάπης προς την Εκκλησία και την Ιερωσύνη θα ετοιμάση και εκείνες τις ευλογημένες ψυχές, οι οποίες θα αναλάβουν το ρόλο της πρεσβυτέρας, ο οποίος δεν φαίνεται και τόσο ελκυστικός στις μέρες μας.

Ο ρόλος των Μοναζουσών και σήμερα είναι σημαντικός, αρκεί να υφίσταται ο θείος έρως και η ασκητική διάθεση. Ίσως πρέπει όμως να τονισθή περισσότερο η ανάγκη της προσευχής, της ακτημοσύνης, της σιωπής, της υπακοής και η σχέση τους μετά των Επισκόπων και των Ενοριών.

Δεν είναι ασφαλώς ήσσονος σημασίας, αντιθέτως είναι καθοριστικός, ο ρόλος της γυναικός στην οικογένεια και μέσω αυτής στη διαμόρφωση της κοινωνίας και την εκπαίδευση στελεχών αυτού του έργου.

Δεν θα πρέπει να παραλειφθή η εκπροσώπηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία εν συνεργασία μετ’ άλλων οόμοδόξων ομάδων, θα συντονίζη την παρουσία και τη μαρτυρία των γυναικών στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο.

Δ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΑΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ.

Σκόπιμο θεωρούμε να αναφέρουμε και ολίγα τινά περί του θεσμού των διακονισσών, επειδή σχετίζεται με το θέμα της χειροτονίας των γυναικών και του οποίου η προβληματική για αναβίωση απησχόλησε κατά το παρελθόν έτος και την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ο θεσμός αυτός είναι γνωστός από της αποστολικής εποχής, μαρτυρούμενος στην Καινή Διαθηκη,32 στη «Διδασκαλία» των Αποστόλων, σε Κανόνες Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και σε διάφορα φιλολογικά, ιστορικά και αρχαιολογικά μνημεία, έργα πατέρων, εκκλησιαστικών συγγραφέων της Ανατολής και της Δύσεως, αγιολογικά κείμενα, ευχολόγια και άλλα λειτουργικά βιβλία, σε ιστορικούς και χρονογράφους, καθώς και στη Νομοθεσία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Διακόνισσες εξελέγοντο μετά από ακριβή δοκιμασία, είτε εκ των τάξεων των αφιερωμένων στο Θεό παρθένων, είτε εκ των χηρών, οι οποίες ήσαν μονόγαμοι. Διακόνισσες εγίνοντο και σύζυγοι Επισκόπων, όπως επίσης εκλεκτές μοναχές μεγαλοσχήμονες και ηγούμενες γυναικείων Μοναστηρίων.

Οι εκλεγόμενες γυναίκες για το διακονικό λειτούργημα καθιερούντο υπό του Επισκόπου, ο οποίος και τις χειροτονούσε δια λειτουργικής πράξεως, αναλόγου με εκείνης των διακόνων. Ονομάζεται η πράξη αυτή «χειροτονία», «χειροθεσία», «χειροτονείν», «επιθέναι χείρας», «προχειρίζεσθαι».

Ουδέποτε, ωστόσο, απέκτησαν οι διακόνισσες Ιερουργικά, Ιερατικά καθήκοντα, ανάλογα με εκείνα του Πρεσβυτέρου ή και του Επισκόπου.

Τομείς εργασίας των Διακονισσών ήταν τα έργα της αγάπης, κυρίως προς τους ασθενείς, θλιβομένους και ενδεείς, η Ιεραποστολική, Κατηχητική και διδακτική εργασία, η γενική επίβλεψη των γυναικών και η προς αυτές βοήθεια, ιδίως κατά την τελεσιουργία του Βαπτίσματος, η μεταφορά της Θείας Κοινωνίας στις οικίες των ασθενών γυναικών και άλλες ποιμαντικής φύσεως διακονίες.

Ο θεσμός αυτός έχει ατονήσει, άλλ’ ουδέποτε καταργήθηκε. Είναι δυνατόν συνεπώς μετά από σκέψη, προσευχή, διάλογο σε διεκκλησιαστικό ή και πανορθόδοξο επίπεδο και κυρίως μετά από ψυχολογική προετοιμασία των πιστών να αναβιώσει.

Η Ι.Σ.Ι. της Εκκλησίας μας απεφάσισε πέρυσι να αρχίση σιγά – σιγά και μετά πολλής συνέσεως να εφαρμόζεται σε Ιερές Μονές σε μεγαλόσχημες και ώριμες στην ηλικία Ηγουμένισσες και όταν το επιβάλλουν φυσικά και οι ανάλογες ανάγκες.

Περαίνοντες το λόγο, συμπερασματικώς λέγομε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση αποκλείει τη χειροτονία των γυναικών.

Η μόνη δυνατότης εισόδου στον Κλήρο είναι η αναβίωση του θεσμού των διακονισσών, με τις προϋποθέσεις που ήδη αναφέραμε.

Ωστόσο, η Εκκλησία πρέπει να συνεχίση την κατάθεση της μαρτυρίας της περί της ισοτιμίας των δύο φύλων, ιδίως σήμερα που πολλοί εκμεταλλεύονται και κακοποιούν τη γυναίκα και να την αξιοποιή καθημερινά και ουσιαστικά στο κοσμοσωτήριο έργο Της.


1                Άρθρον γ’ του Συμβόλου της Πίστεως.

2                Α’ Τιμ. γ’ , 16

3                Α’ Κορ. ιβ’, 27

4                Α’ Κορ. ιβ’ 12-26

5                Ακολουθία του Αγίου Βαπτίσματος

6                Α’ Κορ. ιβ’ 4-12.

7                Έσπέριον τροπάριον Κυριακής της Πεντηκοστής.

8                Α’ Κορ. ιβ’ 28-31.

9                Ί. Χρυσόστ. Εις Α Κορ. όμιλ. 30,1 61, 259 εξ.

10              Ί. Χρυσοστ. Εις Β’ Κορ. όμιλ. 3,7 P.G 61, 417 εξ.

11              Ί. Χρυσοστ. Εις Φιλ. όμιλ. 3,4 P.G 62, 204.

12              Ί. Χρυσοστ. Εις Ψαλμ. 109, P.G 55, 265.

13              Έφεσ. ε’, 23.

14              Ί. Χρυσοστ. Κατά Ιουδαίων, έκδ. Bareille, τ. 2, σελ. 359.

15 Ί. Χρυσοστ. Όμιλία εις Έφεσίους, 9,3 P.G. 62,72 και Οικουμενικόν Πατριαρχειον, Θεολογικόν Συνέδριον Ρόδου «Η θέσις της γυναικός εν τη Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών», έκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σελ. 8.

16 Γεν. α’, 27.

17 Γεν. α , 26.

18 Γεν. β’.

19 Γεν. γ’, 15.

20              Λουκ. α’ 30.

21              Όρθρος Δευτέρας, ήχος δ’, Ειρμός Θ’ Ωδής.

22              Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ένθ. ανωτ. σελ. 12.

23              Λουκ. η’, 3.

24              Λουκ. κδ’, 11

25              Γαλ. γ’ 28

26              Ίωάν. δ’ , 5-42

27              Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Διορθόδοξον Θεολογικόν Συνεδριον, Ρόδος 1988, «Η θεσις της γυναικός εν τη Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών», έκδ. Τερτιος, Κατερίνη 1994, σελ. 18.

28              λ.χ. ο Μοναχός Άντίοχος της Μονης Αγίου Σάββα (ζ’αϊ.) γράφει δια την στάσιν των μοναχών εναντι των μοναζουσών: «Έάν θελης να εχεις σωφροσύνην, άπόφευγε την συναναστροφη μαζί τους και μην τους δώσεις την εύκαιρία να πάρουν θάρρος. Γιατί στην άρχη δείχνουν εύλάβεια και ύποκρίνονται, κατόπιν δε με άναίδεια τολμούν τα πάντα. Προηγουμενως μιλούν ήρεμα και βγάζουν πικρό άναστεναγμό. Στη δεύτερη συνάντηση σηκώνουν λίγο τα μάτια. Στην Τρίτη, μόλις μειδιάσεις, έκείνες γελούν τρανταχτά […] Τα πάντα τους δε, γίνονται άγκίστρια, που ψαρεύουν το θάνατο. Καλύτερο, λοιπόν, είναι να πλησιάσεις μεγάλη φωτιά, παρά μια νεα γυναίκα, όταν είσαι και συ νεος. Γιατί έγγίζοντας τη φωτιά, άπό τον πόνο θα άπομακρυνθείς γρήγορα. Όταν άποχαυνωθείς όμως άπό τα λόγια της γυναίκας, δύσκολα θα φύγεις». (Ε.Π. 89, 148 BC). Επίσης, ο Μεγας Αντώνιος: «να μη μιλείς, μητε να δίνεις προσοχη στις γυναίκες», αλλά και ο Μεγας Βασίλειος: «Άπόφευγε τις γυναίκες, όχι άπό μίσος βεβαια, ούτε άρνούμενος την συγγενεια που εχεις μαζί τους, αλλά όσο μπορείς να τους συμπαραστεκεσαι και να τις ωφελείς» (Β.Ε.Π. 57, 26. 6-14). (πρβλ. και Βαρβάρας Καλογεροπούλου – Μεταλληνού, ενθ’ άνωτ. σελ. 24-25).

29              Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ένθ. ανωτ. σελ. 12-13.

30              Έφεσ. δ1, 1.

31              Π. Εύδοκίμωφ, «Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου», Έκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 229.

32              Ρωμ. ιστ’, 1-2. Α’ Τιμ. γ’, 11.

Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος (imchalkidos.gr)