Οσίου Εφραίμ του Σύρου
O Ιωνάς o Εβραίος, όταν βγήκε από τη θάλασσα2, άρχισε να κηρύττει στη Νινευή, στους απερίτμητους κατοίκους της. Μόλις o προφήτης μπήκε στη μεγαλοπρεπή πόλη, την συντάραξε με φοβερή φωνή3. Η πόλη, που εξουσίαζε τα έθνη4, κατατρόμαξε αμέσως με το κήρυγμα του γιου του Αμαθή, και σαν να ήταν θάλασσα, συγκλονίζονταν από όλες τις μεριές με τη φωνή του, όταν αυτός βγήκε από το βυθό. Κατεβαίνοντας στη θάλασσα την συντάραξε, και βγαίνοντας στην ξηρά την έβαλε αμέσως σε φοβερή δοκιμασία.
Ταράχθηκε η θάλασσα με τη φυγή του5, και τρόμαξε η ξηρά με το κήρυγμά του6· ησύχασε η θάλασσα με την προσευχή του7, και θαύμασε η ξηρά με την πολλή ευσπλαχνία του Θεού8. Προσεύχονταν o Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του μεγάλου κήτους· το ίδιο προσεύχονταν και οι Νινευίτες μέσα στη μεγάλη πόλη. Η προσευχή έσωσε τον Ιωνά από το κήτος, και η δέηση σώζει τη Νινευή από την καταστροφή.
O Ιωνάς έφυγε κρυφά από την παρουσία του Θεού9, το ίδιο και οι Νινευίτες από τη χαρά10, και γι’ αυτό η δικαιοκρισία του Θεού έκλεισε και τους δυο σαν μέσα σε φυλακή, όπως κλείνουν σε φυλακή κάποιους χρεώστες· και πρόσφεραν στη δικαιοκρισία του Θεού οι δυο τους μετάνοια, για να γλυτώσουν και οι δυο πλευρές από την ουρανόδικη καταδίκη και τιμωρία για τα σφάλματά τους. Πρόσταξε ο Κύριος στο κήτος, που ήταν στη θάλασσα, να φυλάξει σώο τον Ιωνά, βγάζοντάς τον στην ξηρά11.
Από τον εαυτό του δηλαδή διδάχθηκε ο Προφήτης ότι είναι δίκαιο να ζουν αυτοί που μετανοούν. Η χάρη έδωσε παράδειγμα με τον εαυτό του· ο Ιωνάς δηλαδή, αφού μετανόησε, βγήκε από τη θάλασσα σώος12, για να βγάλει έτσι από το βυθό την πόλη που βυθίσθηκε. Συνταράχθηκε η πόλη, όπως η θάλασσα, με τη φωνή του Ιωνά που ανέβηκε από το βυθό· άνοιξε ο δίκαιος Ιωνάς το στόμα του, και η Νινευή ακούγοντάς τον αμέσως ανησύχησε13.
Μόλις κήρυξε ο Ιουδαίος, κατατρόμαξε την πόλη, επειδή μοίρασε θάνατο στους ακροατές του. Στάθηκε ο γιατρός κήρυκας ανάμεσα στους γίγαντες, και από το φόβο, που τους προξένησε, κατατρόμαξαν σαν μικρά παιδιά. Η φωνή του κομμάτιασε τις καρδιές των βασιλιάδων, διότι θα κατέστρεφε την πόλη τους κατά τον καιρό της βασιλείας τους. Αφού έκοψε με μια φωνή κάθε τους ελπίδα, ποτίζει την πόλη τους με ποτήρι γεμάτο14 από οργή και θυμό.
Άκουσαν οι βασιλιάδες και ταράχθηκαν, ή καλύτερα, και ταπεινώθηκαν, και αφού πέταξαν τα στέμματά τους, πόθησαν τη μετάνοια· άκουσαν οι άρχοντες και ανησύχησαν, και αντί για τη λαμπρή στολή τους φόρεσαν σάκκους· άκουσαν οι γεροντότεροι, που ήταν άξιοι για πολλή τιμή, και κάλυψαν τα κεφάλια τους με στάχτη· άκουσαν οι πλούσιοι, και αμέσως άνοιξαν τους θησαυρούς τους μπροστά στους φτωχούς· άκουσαν οι δανειστές, και αμέσως ξέσχισαν τις χρεωστικές αποδείξεις που είχαν, άκουσαν οι χρεώστες, και σκέφθηκαν αυτό, ότι δηλαδή είναι δίκαιο να επιστρέψουν τις οφειλές που χρεωστούσαν. Ο καθένας δηλαδή βιάζονταν ναωφροντίσει για τη σωτηρία του και να παρακαλέσει τον Θεό. Δεν υπήρχε εκεί άνθρωπος που να θέλει να αποκτήσει κέρδος με πονηριά, επειδή όλοι είχαν δοθεί σε ένα δίκαιο σκοπό, πως δηλαδή να κερδίσει κανείς την ψυχή του.
Μόλις άκουσαν οι κλέφτες τη φωνή του Ιωνά, επέστρεψαν με βιασύνη τα κλεμμένα στους ιδιοκτήτες, και κάνοντας τον ανόητο αυτοί που είχαν υποστεί τη λεηλασία, δεν πήραν τίποτε, αλλά απεναντίας τα άφησαν σ’ εκείνους· διότι εξετάζοντας ο καθένας τον εαυτό του δίκαια, έδειχνε φιλανθρωπία στον πλησίον του. Μόλις άκουσαν οι φονιάδες, ομολόγησαν τα εγκλήματά τους και καταφρόνησαν το φόβο των δικαστών. Άκουσαν οι δικαστές και έδειξαν συγχωρητικότητα, διότι κατά τη φοβερή εκείνη οργή δεν υπήρχε κανείς κριτής· ο καθένας δηλαδή βιάζονταν να σπείρει φιλανθρωπία, για να θερίσει και ο ίδιος συγχώρηση από αυτή. Άκουσαν οι αμαρτωλοί τη φωνή του Ιωνά και ομολόγησαν τις πράξεις τους. Άκουσαν οι δούλοι και αύξησαν το σεβασμό στους κυρίους τους. Από τη φωνή του Ιωνά, οι πλούσιοι και οι υπερήφανοι χαμήλωσαν την υψηλοφροσύνη τους.
Η μετάνοιά μας, συγκρινόμενη με τη μετάνοια των Νινευϊτών, είναι σαν όνειρο και σαν σκιά του δειλινού. Οι Νινευίτες έδωσαν πολλές ελεημοσύνες· εμείς δε θα μπορούσαμε να σταματήσουμε τις πλεονεξίες; Οι Νινευίτες ελευθέρωσαν τους δούλους προσφέροντάς τους τιμητικά δώρα· έμείς ας μην κάνουμε15 άδικα δούλους τους ελεύθερους.
Όταν δηλαδή στάλθηκε ο προφήτης Ιωνάς στην πόλη Νινευή, που ήταν γεμάτη από αμαρτίες, η δικαιοκρισία τον όπλισε, όχι με όπλα και δόρατα, αλλά με πολύ μικρό κήρυγμα16. Στάλθηκε σαν γιατρός να εγχειρίσει τις πληγές τους και να καθαρίσει τις αρρώστιες με στυπτικά φάρμακα. Αφού άνοιξε το σακκί του, έδειχνε τα φάρμακά του, που ήταν πολύ φοβερά, αυστηρά και στυπτικά· διότι η χάρη έστειλε τον Ιωνά στην πόλη, όχι για να την καταστρέψει, αλλά για να την κάνει να αλλάξει ζωή.
Δεν είπε σ’ αυτούς ο Ιωνάς να μετανοήσουν, θέλοντας να δείξει ότι ο άρρωστος τρέχει στο γιατρό· απεναντίας έκλεισε σ’ αυτούς ολότελα την πόρτα της ελπίδας, για να δείξει το πόσο την χτύπησαν, επειδή φοβήθηκαν την απόφασή του.
Άκουσε η Νινευή τη φωνή της απόφασής του, και με νηστείες και προσευχές άλλαξε τη ζωή της, για να δείξει πόσα κατορθώνει η καταφυγή στον Θεό· διότι αυτή άλλαξε την απόφαση του Θεού. Οι Νινευίτες ήταν άρρωστοι από τις αμαρτίες. Μεταχειριζόμενος σαν ξίφος τη φοβερή φωνή του, τους κατατρόμαξε εκείνους, όχι για να τους καταστρέψει, αλλά για να τον δουν και να σταματήσουν τις αμαρτίες που προκαλούσαν τις αρρώστιες.
Ήταν γιατρός αυτός που ήρθε να θεραπεύσει εκείνους που υπέφεραν· αφού γύμνωσε το ξίφος του, το έδειξε στους αρρώστους. Τον είδε η πόλη και αμέσως ανησύχησε· διότι στέκονταν έξω από την πόλη κρατώντας το ξίφος της οργής. Οι άρρωστοι αφήνοντας το κρεβάτι έτρεχαν από το φόβο με βιασύνη στη μετάνοια. Η φωνή του Ιωνά, σαν ξίφος, έκοβε μέλη σαπισμένα από καιρό και πληγές δυσκολογιάτρευτες· διότι ήταν γιατρός που θεράπευε αρρώστους με το ραβδί της απειλής.
Προσφέροντας οι γιατροί φάρμακα στους αρρώστους, μεταχειρίζονται κολακευτικά λόγια· ο Ιωνάς όμως τα προσφέρει με αυστηρή τη φωνή και με πολλή απειλή. Έφυγε ο άρρωστος από το κρεβάτι του· διότι έβλεπε το ραβδί γεμάτο οργή και θυμό, αυτό δηλαδή που θεράπευε εκείνους που υπέφεραν από τις αρρώστιες της κακής επιθυμίας· και ο καθένας λοιπόν με το φόβο αυτού του ραβδίου γιατρεύονταν.
Τα ποικίλα φαγητά των βασιλιάδων σταμάτησαν, το ίδιο και τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων. Γιατί τα λέω αυτά; Αν δηλαδή τα βρέφη τους δε θήλαζαν, ποιος λοιπόν θα ήταν ανάμεσά τους εκείνος που θα επιζητούσε την τρυφή; Αν τα ζώα τους τα εμπόδισαν με τη βία να πιούν νερό17, ποιος λοιπόν θα ήταν ανάμεσά τους εκείνος που θα έπινε λίγο κρασί; Και αν ο βασιλιάς φόρεσε πένθιμο ένδυμα, ποιος θα ήταν ανάμεσά τους που θα έντυνε τον εαυτό του με λαμπρή στολή; Και αν έβλεπαν τις πόρνες να σωφρονούν, ποιος θα ήταν εκείνος που θα παντρεύονταν ή θα πάντρευε τα παιδιά του; Και αν οι εμπαθείς κατατρόμαξαν και σωφρονούσαν, ποιος θα ήταν ανάμεσά τους εκείνος που θα γελούσε έστω και λίγο; Αν όλοι γενικά έκλαιγαν και πενθούσαν, σε ποιόν θα φαίνονταν ευχάριστο να διασκεδάζει; Αν οι κλέφτες επανόρθωναν την αδικία, ποιος λοιπόν θα ήταν άρπαγας; Και αν η πόλη καταστρέφονταν, ποιος θα ήταν εκείνος που θα φύλαγε το σπίτι του; Ρίχνονταν το χρυσάφι στη γη, και δεν ήταν κανείς που να το μαζέψει· άνοιγαν τους θησαυρούς, και δεν ήταν κανείς που να τους λεηλατήσει. Έκλεισαν οι άσωτοι τα μάτια τους, για να μη δουν με ασέλγεια τα κάλλη των γυναικών· αλλά και οι γυναίκες φρόντιζαν να μαράνουν τα κάλλη τους, για να μη σκανδαλισθούν εκείνοι που τα βλέπουν· διότι ο καθένας προσπαθούσε συγχρόνως και τον πλησίον του να θεραπεύσει και ο ίδιος να θεραπευθεί, ώστε να σωθούν όλοι.
Ο καθένας τους παρότρυνε τον πλησίον του σε προσευχή και δέηση και εξομολόγηση, και έγινε η πόλη σαν ένα σώμα· διότι ο καθένας τους πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς απ’ αυτούς. Κανείς εκεί δεν προσευχήθηκε, για να σωθεί μόνος, αλλά ο καθένας προσεύχονταν σαν ένα μέλος του σώματος για τη σωτηρία τους· διότι όλη η πόλη, σαν ένας άνθρωπος, είχε κληθεί να παραδοθεί στον αφανισμό και στην καταστροφή. Παρακαλούσαν οι δίκαιοι για τους αμαρτωλούς, για να σωθούν και εκείνοι μαζί τους· επίσης οι αμαρτωλοί κραύγαζαν στον Θεό, να ακούσει τη φωνή των δικαίων.
Προσήλωσε γρήγορα το νου σου, αγαπητέ, και κοίταξε πως όλοι συγχρόνως ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος· διότι το κλάμα των βρεφών, που ήταν πολύ αξιολύπητο, έκανε όλη την πόλη να κλαίει και να θρηνεί. Η λυπητερή κραυγή των γιών που ανέβαινε με δάκρυα ανατάραζε τις καρδιές και τα σπλάχνα των γονέων. Οι γέροι μαδώντας τα κατάλευκα μαλλιά τους με θρήνους, τα έριχναν στη γη· και οι νέοι επίσης βλέποντας τους γέρους να είναι μέσα σε θρήνους, αφού ύψωσαν περισσότερο τη φωνή τους, φώναξαν κραυγάζοντας συγχρόνως λυπητερά, διότι όλοι μαζί σε μια στιγμή πέθαιναν, θάβοντας τους άλλους και θαβόμενοι και αυτοί μαζί τους. Τα παιδιά κρατούσαν τις μητέρες τους, και οι μητέρες τραβούσαν τα παιδιά τους αμοιβαία, για να γλυτώσουν τον εαυτό τους από το θάνατο. Τα βρέφη και τα νήπια, από τη φοβερή εκείνη φωνή, χώθηκαν με κλάματα στις αγκαλιές των μητέρων τους.
Βράδυ λοιπόν και πρωί μετρούσαν τις μέρες που όρισε με το κήρυγμά του ο Ιωνάς18 ο Εβραίος, για να δουν πόσες ακόμη απομένουν. Και όταν19 ξανά πέρασε μια μέρα, κραύγασαν με δάκρυα, διότι έμενε μικρή προθεσμία. Οι γιοί ρωτούσαν με δάκρυα τους πατέρες τους· «Ω πατέρες, πέστε σ’ εμάς τα πολυαγαπημένα σας παιδιά, πόσες μέρες πέρασαν και πόσες απομένουν, από αυτές που όρισε σ’ εμάς με το κήρυγμά του ο γιός του Αμαθή, ο Εβραίος, και ποια είναι η ώρα που αποκάλυψε σ’ εμάς, για να κατεβούμε όλοι μαζί στον άδη ζωντανοί· πότε επίσης πρόκειται να εξαφανισθεί η εύθυμη πόλη, και ποια είναι η μέρα κατά την οποία διαδίδεται σε όλη την οικουμένη η είδηση της καταστροφής μας, και θα βλέπουν πικρό θέαμα όσοι θα περνούν από κοντά;».
Μόλις λοιπόν άκουσαν αυτά οι πατέρες από τα παιδιά τους, κυριεύθηκαν από λύπη και έχυσαν πικρά δάκρυα γι’ αυτά· και δεν μπόρεσαν διόλου να τους δώσουν απάντηση, διότι τα στόματά τους τα έφραξε η λύπη· όμως για να μην αυξήσουν τη λύπη των γιων τους, και πεθάνουν πριν από την προθεσμία, εμπόδισαν τα δάκρυα, συγκρατώντας τα σπλάχνα τους, για να παρηγορήσουν τα πολυαγαπημένα τους παιδιά. Φοβούνταν οι πατέρες να πουν την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι κοντά η ημέρα που είπε ο προφήτης· και όπως ο Αβραάμ, θέλοντας να παρηγορήσει τον Ισαάκ, το γιό του, προφήτευε χωρίς τη θέλησή του, έτσι λοιπόν και οι Νινευίτες προφήτευαν χωρίς τη θέλησή τους, καθώς αυτοί ήθελαν να παρηγορήσουν τα παιδιά τους.
Ο Ισαάκ, το λογικό πρόβατο, ρώτησε· «Πατέρα, που είναι το πρόβατο της θυσίας;»20. Και ο Αβραάμ δεν αποκάλυψε το μυστικό, από φόβο μήπως λυπηθεί ο Ισαάκ και μολυνθεί το δώρο· διότι προσπάθησε ο Αβραάμ, πως να πείσει το γιό του, και καθώς προσπαθούσε, προφήτευε άγνωστα μυστήρια, αντλώντας από τα άγνωστα. Δεν ήθελε να του πει, και όμως απαντώντας έλεγε την αλήθεια. Επειδή φοβούνταν να του πει, «Εσύ είσαι», προφήτευσε άλλα μυστήρια· διότι η γλώσσα του Αβραάμ γνώριζε καλύτερα από την καρδιά, και γι’ αυτό ο νους έμενε αργός, αλλά η γλώσσα προφήτευε.
Παρόλο που το στόμα έχει συνήθεια να διδάσκεται από την καρδιά, αυτό δίδασκε σ’ αυτόν τα μέλλοντα μυστήρια. Ο Αβραάμ είπε στους δούλους· «Εγώ και ο Ισαάκ θα ανέβουμε στο βουνό και θα επιστρέφουμε σ’ εσάς»21. Θέλοντας δηλαδή ο Αβραάμ να πει ψέματα, προφήτευσε. Δεν ήταν ψεύτης, αλλά είπε ψέματα, επειδή ήταν υπερασπιστής της αλήθειας. Έτσι λοιπόν και οι Νινευίτες λέγοντας ψέματα, έλεγαν την αλήθεια· διότι νομίζοντας ότι είπαν ψέματα, ήταν προφήτες της αλήθειας. Διότι χύνοντας δάκρυα έλεγαν στους γιούς τους· «Μη φοβάσθε, πολυαγαπημένοι μας γιοί, αλλά απεναντίας να έχετε θάρρος· διότι ο Κύριος είναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος· δε θα εξαφανίσει λοιπόν την εικόνα του.
Αν ένας ζωγράφος την άψυχη εικόνα, που ζωγραφίζει, φροντίζει να την διατηρεί με κάθε προφύλαξη και προσοχή, πόσο περισσότερο ο Κύριος θα φυλάξει από τα κακά την εικόνα του, την έμψυχη και λογική; Δε θα καταστραφεί και δε θα εξαφανισθεί η πόλη μας, αλλά με την απειλή του μας καλεί σε μετάνοια. Εσείς, πολυαγαπημένοι μας γιοί, πόσες φορές δε δαρθήκατε από μας, και καταλάβατε ότι η τιμωρία ήταν ωφέλιμη; Από την παιδαγωγία γίνατε σοφοί και κληρονόμοι, και η λύπη από το μαστίγωμα έγινε για σάς χαρά. Έτσι λοιπόν να σκεφθείτε και για τον φιλάνθρωπο Θεό, ότι παιδαγωγώντας σαν πατέρας τους γιούς του, τους ευσπλαχνίζεται ξανά. Σηκώνει το ραβδί του, για να τους φοβερίσει και να τους συνετίσει· παιδαγωγεί και δε θανατώνει, αλλά απεναντίας οδηγεί σε επιστροφή. Διότι αν εμείς οι πατέρες παιδαγωγούμε εσάς τα σπλάχνα μας με την απειλή του μαστιγώματος, θέλοντας να σάς22 διαπλάσουμε, πολύ περισσότερο ο Κύριος· αν και παιδαγωγεί σαν πατέρας, αλλά με τη χάρη του σώζει όλους εμάς· απειλώντας με τη ράβδο του, φανερώνει την αγάπη του και ανοίγει σε όλους εμάς το θησαυρό της ευσπλαχνίας του. Διότι δεν μπορούμε εμείς να σάς αγαπούμε τόσο πολύ, όσο ο Θεός αγαπά με την ευσπλαχνία του τους γιούς των ανθρώπων. Παρηγορηθείτε, παιδιά, και σταματήστε να χύνετε δάκρυα· διότι δε θα καταστραφεί η πόλη μας, αλλά η οργή περνά και φεύγει».
Αυτά λοιπόν λέγοντας οι Νινευίτες στους γιους τους, παρηγορώντας τους προφήτευαν άθελα τους. Ήταν αληθινά προφήτες· διότι η μετάνοια τους έκανε προφήτες. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, δε σταματούσαν να χύνουν δάκρυα· διότι αν και τους παρηγορούσαν, όμως πενθούσαν με θρήνους· διότι ο φόβος της απειλής αύξαινε τη νηστεία· και προσπαθούσαν με τις προσευχές να εξαντλήσουν την προθεσμία.
Βγήκε ο βασιλιάς από το παλάτι, και έδειξε τον εαυτό του, και κατατρόμαξε η πόλη, όταν είδε το σάκκο23 του. Είδε και ο βασιλιάς την πόλη να πενθεί για την εμφάνισή του, και γέμισαν δάκρυα τα μάτια του. Δάκρυσε η πόλη για το βασιλιά, όταν είδε ριγμένο στο κεφάλι του χώμα και στάχτη· έκλαψε και ο βασιλιάς για όλη την πόλη, όταν την είδε στο πένθος να είναι ντυμένη με σάκκους. Όλοι μαζί πενθούσαν και όλοι μαζί θρηνούσαν, ώστε να κάνουν και τις ίδιες τις πέτρες να θρηνολογούν μαζί τους.
Ποιος προσευχήθηκε έτσι; Ποιος παρακάλεσε έτσι; Ή ποιος ταπεινώθηκε μπροστά στον Θεό; Ή ποιος επίσης απαρνήθηκε με μιας τις φανερές και τις κρυφές πράξεις του; Ποιος ακούγοντας μια απλή φωνή βιάσθηκε να κάνει την καρδιά του να ραγίσει για τις αμαρτίες; Ποιος είναι εκείνος που άκουσε λόγο και ένιωσε συντριβή στο νου; Ποιος ακούγοντας μια λυπητερή φωνή κυριεύθηκε από το φόβο του θανάτου; Ή ποιος είδε μπροστά στα μάτια του, σαν μέσα σε καθρέφτη, τον φιλάνθρωπο Θεό με τη μετάνοια; Ποιος είδε τον δίκαιο Ιωνά να τραβά το ξίφος, και όλη την πόλη να κλαίει και να κραυγάζει;
Ποιος θα μπορούσε να υποφέρει τη φωνή από το κλάμα των γέρων και των νέων, των βρεφών επίσης και των μητέρων; Όλοι μαζί πενθούσαν διότι όλοι άκουσαν ότι οι μέρες τους τέλειωναν και πρόκειται σε μια μέρα να κατέβουν όλοι μαζί στον άδη, με την ανατροπή της πόλης, και δε θα βρίσκονταν εκείνος που θάβει και εκείνος που θάβεται, επειδή η απόφαση του θανάτου είχε εκδοθεί εναντίον όλων. Νέοι που επρόκειτο να ενωθούν με το γάμο, περίμεναν ξαφνικά το θάνατό τους. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να αντέξει τις λυπητερές κραυγές από τις νύφες; Διότι καθώς ακόμη ήταν καθισμένες στο νυφικό θάλαμο, αντί για τη χαρά που περίμεναν, ξαφνικά κλήθηκαν24 μαζί με τους νυμφίους τους τρομαγμένες για να οδηγηθούν στο θάνατο. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να μη δακρύσει βλέποντας το βασιλιά να κλαίει, διότι ξαφνικά, αντί για τα παλάτια και τις λαμπρές κατοικίες, επρόκειτο να κατοικήσει στον άδη και να βασιλεύσει σ’ αυτούς, που μαζί τους πέθανε, και να γίνει στάχτη; Αντί για την άμαξα και την πολλή τιμή του, άκουσε ότι η πόλη του πρόκειται να καταστραφεί· αντί για την τρυφή του και τα ποικίλα φαγητά, άκουσε ότι τον ίδιο τον καταπίνει ο θάνατος– διότι όλη η πόλη κλήθηκε ζωντανή να κατεβεί στο βυθό.
Και αφού ο βασιλιάς σηκώθηκε βιαστικά, έβγαλε τη βασιλική στολή του και φόρεσε σάκκο· πέταξαν και οι ίδιοι τους χιτώνες τους και ντύθηκαν με σάκκους· και πενθούσαν μαζί με το βασιλιά οι Νινευίτες, αυτοί που πάντοτε ήταν ντυμένοι λαμπρά. Φαίνονταν σαν Ινδοί29 από το φόβο για τις μέλλουσες συμφορές.
Πήρε ο βασιλιάς μαζί του τους σωματοφύλακές του, και αφού βγήκε από το παλάτι, επισκέφθηκε όλη την πόλη. Έστειλε κήρυκες να κηρύξουν παντού, για να μετανοήσουν όλοι μαζί· «Ας εγκαταλείψει, έλεγε ο βασιλιάς, ο καθένας την κακία του, για να μην πληγωθεί στον πόλεμο και σκοτωθεί. Ο άρπαγας ας γίνει μεταδοτικός, ο άσωτος ας σωφρονεί, ο οργίλος ας γίνει πράος, εκείνος που ζει με απολαύσεις ας νηστεύει. Κανείς να μη μνησικακεί, κανείς να μην καταριέται άλλον, κανείς να μη θλίβει άλλον, ούτε βέβαια να χλευάζει. Αν εμείς συγχωρήσουμε τα σφάλματα στους ομοδούλους μας, και ο Θεός θα συγχωρήσει σ’ εμάς τα σφάλματα που κάναμε απέναντί του. Τέτοιος ας είναι ο τρόπος της παράταξής μας, και έτσι θα νικήσουμε και θα σωθεί η πόλη».
Αυτά και τα παρόμοια διαλαλούσαν οι κήρυκες του βασιλιά στη μεγάλη πόλη, να νηστεύουν δηλαδή οι ίδιοι μαζί με τα ζώα. Στάθηκε ο βασιλιάς, όπως ένας γιατρός, θεραπεύοντας την πόλη που ήταν άρρωστη: αγίασε δηλαδή με τη νηστεία το στράτευμά του· έδωσε δια μέσου αυτής θώρακα γεμάτο δόξα και ασπίδα λύτρωσης· φρόντισε να κηρύξει μέσα σ’ αυτό φαρέτρα πραότητας, που τα βέλη της φθάνουν τον ουρανό και που όταν εκτοξεύονται νικούν· έσυρε από τη θήκη και προσκόμισε αυτά: την αγάπη, την πίστη, την ελπίδα, ξίφη που εξουσιάζουν και προσφέρουν χαρά. Αφού λοιπόν ο βασιλιάς εξόπλισε έτσι το στράτευμά του με νηστείες και προσευχές, άρχισε στη συνέχεια να επισκέπτεται τα πλήθη, άνδρες και γυναίκες, όλους μαζί, και έλεγε σ’ αυτούς· «Ας πολεμήσουμε όλοι με ανδρεία και γενναιότητα για τη σωτηρία μας». Με τη δική του πένθιμη ενδυμασία έδινε σ αυτούς παράδειγμα, ώστε όλη η πόλη να εξοπλισθεί έτσι.
Ο γιός του Νεβρώδ, του γενναίου γίγαντα, σταμάτησε να σκοτώνει θηρία και χτυπούσε τα πάθη· αντί για θηρία, έσφαζε την αισχρή αμαρτία. Εγκατέλειψε τα εξωτερικά θηρία και προσπαθούσε να φονεύσει την εσωτερική κακία· αντί να κάθεται σε άρμα δόξας, περπατούσε πεζός στην πόλη, και παρακινούσε όλους να έρθουν σε μετάνοια. Πλησίαζε ο βασιλιάς στις πλατείες της πόλης, για να ξεπλύνει από αυτές το ρύπο της αμαρτίας· βάδιζε ταπεινά και έγινε στήριγμα της πόλης που σείονταν, ώστε να μην γκρεμισθεί.
Τα είδε αυτά ο Ιωνάς, και έμεινε κατάπληκτος, και άρχισε να θαυμάζει τους γιούς των αλλόφυλων. Είδε τα κατορθώματα και τις αρετές των Νινευιτών, και χύνοντας δάκρυα πένθησε για τους απόγονους του Αβραάμ. Είδε τους απόγονους του Χαναάν ότι δικαιώθηκαν με την πίστη, και τους απόγονους του Ιακώβ ότι παρασύρθηκαν μακριά από τον Θεό. Είδε τις απερίτμητες καρδιές να δέχονται την περιτομή, και τους περιτμημένους να επιμένουν στην σκληροκαρδία. Ο βασιλιάς της Νινευή όμως γνώριζε την αιτία της οργής που προκηρύχθηκε εξαιτίας των αμαρτιών τους, γι’ αυτό έκοψε σύρριζα την αιτία και απομάκρυνε τα κακά. Ήταν πραγματικά γιατρός που γνώριζε καλά την αρρώστια της πόλης· διότι με το φάρμακο της νηστείας θεράπευσε την πόλη, αφού έδιωξε με το σάκκο και με τη στάχτη την αμαρτία άπ’ αυτή. Ο Ιωνάς σαν δικαστής ζητούσε γι’ αυτούς τιμωρία, αλλά η νηστεία30 συγχωρούσε τις αμαρτίες τους.
Συγκεντρώθηκαν οι Νινευίτες για να μπορέσουν να εξιλεώσουν τον Κύριο και να ξεφύγουν το θάνατο, και κατάλαβαν ότι η νηστεία είναι ικανή να καταργήσει την απόφαση του θανάτου και να χορηγήσει σ’ αυτούς ζωή. Ο Ιωνάς νηστεύει φοβούμενος αυτό, μήπως δηλαδή σωθούν με τη νηστεία, και ο ίδιος φανεί ψεύτης αλλά την απόφαση του Ιωνά κατάργησε η μετάνοια. Γι’ αυτό και οι Νινευίτες, ως σοφοί, γνώρισαν ότι ο Θεός έχει ευσπλαχνία και οικτιρμούς, και ότι σ’ εκείνους που μετανοούν με όλη τους την ψυχή σκύβει με ευσπλαχνία. Είδαν τον προφήτη να είναι σκληρός και τον Θεό να είναι φιλάνθρωπος και αφού άφησαν τον σκληρό, κατέφυγαν στον εύσπλαχνο. Ο Ιωνάς τους έκοβε την ελπίδα με την απειλή του, αλλά η νηστεία την αύξανε και τους υπόσχονταν τη ζωή· διότι ο αέρας που προηγουμένως ήταν επάνω τους σκυθρωπός, έγινε με τη μετάνοιά τους και την πολλή ταπείνωση λαμπρός, η πόλη σείονταν, αλλά την στήριζαν οι ίδιοι με την ελεημοσύνη τους, τα βρέφη διατηρήθηκαν στις αγκαλιές των μητέρων τους, διότι στον καιρό της δοκιμασίας διδάχθηκαν να νηστεύουν.
Κραύγασαν οι γέροι ντυμένοι με σάκκο και πασπαλισμένοι στο κεφάλι με στάχτη, και χαρίζονταν σ’ αυτούς η ζωή όπως και στον Εζεκία31, και επειδή οι νέοι έχυσαν δάκρυα με κατάνυξη, φύλαξε ο Θεός για χάρη τους τα στεφάνια τους· και επειδή οι νύφες φόρεσαν τη σκυθρωπότητα, γύρισαν ξανά με χαρά στους νυφικούς τους θαλάμους. Φώναζαν μάλιστα και τα ζώα, επειδή δεν είχαν πιει νερό, και ήταν η φωνή όλων φοβερή, και των ανθρώπων και των ζώων αλλά η δικαιοκρισία του Θεού άκουσε την κραυγή τους, και η χάρη του έσωσε αμέσως την πόλη από τη μέρα με την οποία ο Ιωνάς την απείλησε· διότι νήστευαν συνεχώς και παρακαλούσαν ασταμάτητα. Δε στέγνωσε το μάτι τους από δάκρυα μετάνοιας και δε σταμάτησε η γλώσσα τους να ζητά το έλεος. Δεν άκουσε η ακοή κανένα άλλο άκουσμα· διότι διαρκώς ακούγονταν θρήνοι και κλάματα και οδυρμοί. Δεν ήταν δυνατό να δει κανείς εκεί διόλου κάποιον που να χαίρεται ή να γελά ή να αστειεύεται, διότι όλοι θρηνούσαν· έχυναν δηλαδή συνεχώς κάτω κάποια παράδοξα δάκρυα και πρόφεραν κραυγές για έλεος. Με τη μετάνοια απέκτησαν τη νηστεία και την καθαρότητα. Οι άνδρες και οι γυναίκες απέκτησαν χωρίς δυσκολία τη σωφροσύνη.
Όταν η χάρη του Θεού τα είδε αυτά, έδειξε την ευσπλαχνία της και έστειλε πάνω τους τη δροσιά της ζωής και της ευσπλαχνίας· διότι δε θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, ωσότου να επιστρέψει αυτός και να ζήσει32· αλλά θέλει τη μετάνοια και τη σωτηρία του, καθώς είναι πάντοτε φιλάνθρωπος και αγαθός και σπλαχνικός και μακρόθυμος· ο Πατέρας μαζί με τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.
Ανάμεσα λοιπόν στους οργίλους επικράτησε συμφιλίωση και ειρήνη· διότι οι γέροι ζούσαν ειρηνικά, οι νέοι συμπεριφέρονταν με σωφροσύνη και οι παρθένες φύλαγαν την αγνότητά τους· οι αυθάδεις γίνονταν πράοι. Μια ήταν η θέα όλων και μια η παράταξη· και ο βασιλιάς δηλαδή και ο δούλος ήταν ξυπόλυτοι. Ίδιες λοιπόν ήταν και οι τροφές της ταπείνωσης για τους πλούσιους και για τους φτωχούς, και ένα ήταν το ποτό, εξίσου για τους κυρίους και για τους δούλους. Διότι όλοι έτρεχαν κάτω από τον κοινό ζυγό της μετάνοιας, για να απολαύσουν τα ελέη του Θεού, και εργάζονταν ομόγνωμα στην κοινή εργασία, για να πάρουν σαν αμοιβή από τον Θεό και την κοινή συγχώρηση.
Η πόλη σάλευε, όπως το καλάμι από τον άνεμο, και όπως το σπουργίτι που θα πιασθεί στην παγίδα. Νόμιζαν ότι δε θα φέξει γι’ αυτούς το πρωί η μέρα. Όλη η πόλη στέκονταν στο στόμα του θανάτου, και καθώς σείονταν, χτυπούσε στις πύλες του άδη· ο Ιωνάς ωστόσο μετρούσε τις μέρες και τις νύχτες, και οι Νινευίτες μετρούσαν τις αμαρτίες τους· ο Ιωνάς στην καλύβα του προσεύχονταν να βγει αληθινός, και οι Νινευίτες μέσα στην πόλη παρακαλούσαν να μην πεθάνουν. Δείλιαζε μάλιστα ο Ιωνάς, όταν έβλεπε τα δάκρυά τους. Λοιπόν παραφύλαγε να δει αυτό που θα συμβεί στην πόλη. Είχε τη σκιά της κολοκυθιάς, που δε φύτευσε ο ίδιος33, εκείνος όμως καίγονταν από την κάψα της μέρας· διότι η καλύβα34 του Ιωνά ξεράθηκε από τη ρίζα35, και η δύναμη του Υψίστου προστάτευσε σαν σκιά τους Νινευίτες.
Τους είδε αυτούς να τρέμουν από την οργή του Θεού, όπως τρέμει το νερό. Είδε τα νήπια μέσα στη νηστεία και μέσα στο κλάμα να κραυγάζουν. Είδε τα βρέφη να χύνουν δάκρυα· τα μοσχαράκια και τα αρνάκια να φωνάζουν. Είδε τα σπλάχνα των μητέρων να σπαράζουν και να ικετεύουν τον Ύψιστο. Είδε τους γέρους να κλαίνε και να καταφεύγουν στον Θεό, αλλά τους γέρους του Ισραήλ να είναι πάντοτε σε ακαταστασία. Είδε επίσης την Νινευή να μετανοεί με ζήλο, αλλά την Σιών να πορνεύει και να κυριεύεται από μανία για τα είδωλα. Έβλεπε πως η Νινευή πλήθαινε μέσα στη μετάνοια τον έλεγχο εναντίον της Ιερουσαλήμ, η οποία ήταν πάντοτε φιλόνεικη. Έβλεπε τις πόρνες της Νινευή να σωφρονούν, αλλά τις θυγατέρες του Ιακώβ να πορνεύουν παράφορα. Είδε τους ψεύτες μέσα στην Νινευή να λένε την αλήθεια, αλλά τους ψευδοπροφήτες μέσα στην Σιών να είναι πάντοτε γεμάτοι από δόλο.
Στην Νινευή τα είδωλα συντρίφθηκαν φανερά, αλλά στην Ιερουσαλήμ τα προσκυνούσαν κρυφά. Ο Ιωνάς απέκτησε αρκετή πείρα από τους εθνικούς, διότι ο ιερέας των ειδώλων δέχθηκε τον Μωυσή36, και η χήρα τον Ηλία37, και οι αλλόφυλοι τον Δαβίδ, όταν τον καταδίωξε ο Σαούλ38, ο βασιλιάς του Ισραήλ. Είδε τη Νινευή να έχει συγκεντρωθεί σαν εκκλησία, και φρόντιζε μήπως το κήρυγμά του δε βγει αληθινό. Τον ναό του Θεού που ήταν39 στην Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι τον έκαναν σπήλαιο ληστών, και ο βασιλιάς της Νινευή προσκύνησε τον Κύριο. Οι ζωντανοί κλαίνε τους νεκρούς, οι Νινευίτες όμως κλαίνε τους ζωντανούς. Όλοι θρηνούσαν τους γιούς τους και τους συγγενείς τους. Μεγάλο και φοβερό πένθος υπήρχε τότε εκεί, και όλοι νόμιζαν ότι ζωντανοί θα κατέβουν στη γη· και όσο λοιπόν πλήθαιναν οι μέρες που είχαν ορισθεί, τόσο περισσότερο πλήθαιναν και τα δάκρυα, επειδή νόμιζαν ότι δε θα υπάρχουν στο εξής.
Έφθασε λοιπόν η μέρα κατά την οποία, αν δε μετανοούσαν, επρόκειτο να καταστραφούν· και η πόλη γέμισε από κλάματα. Το χώμα της γης, που βράχηκε από το πλήθος των δακρύων, που οι ίδιοι έριχναν κάτω με πίκρα, έγινε σαν πηλός. Σήκωσαν οι πατέρες τα παιδιά τους από τον ύπνο για να θρηνήσουν μαζί τον πικρό τους θάνατο· τοποθετούσαν στη μέση τους γαμπρούς και τις νύφες. Αντίκρυσαν οι πατέρες την ομορφιά των γιών τους, και από τη μεγάλη λύπη τους ήρθε σκοτοδίνη. Και τελικά νόμιζαν ότι η γη σείεται, και ύψωσαν τη φωνή τους με θρήνους, που έφθαναν ως τους ουρανούς. Οι γέροι και οι γριές πήγαν στους τάφους και έκλαιγαν, διότι εκείνος που έθαβε και εκείνος που θάβονταν ήταν μεταξύ τους. Ο καθένας αντίκρυζε μπροστά στα μάτια του τον πικρό θάνατο, και άφηνε λυπητερή κραυγή, επειδή δε γνώριζε σε τι λογής θάνατο έφθασε.
Έσχισαν τις καρδιές τους, όταν άκουσαν ότι η γη σχίσθηκε. Απορούσαν για το τέλος με το οποίο επρόκειτο να παραδοθούν στο θάνατο. Άλλαξε η όψη του προσώπου όλων, μόλις έφεραν στο νου τους ότι η γη επρόκειτο να στραφεί προς τα κάτω. Ο βασιλιάς φορώντας σάκκο κυριεύθηκε από πόνο, καθώς σκέφτονταν ότι αύριο δε θα υπάρχει. Όλοι έτρωγαν στάχτη και παρακαλούσαν τον Θεό· όλοι κατά την προσευχή τους γέμιζαν το στόμα τους με στάχτη· όλοι φώναζαν τους φίλους τους, για να χορτάσουν από το αντίκρυσμά τους, προτού να κατέβουν οι ίδιοι στον άδη.
Όταν λοιπόν συμπληρωνόταν η μέρα, στάθηκαν όλοι μαζί στο σκαλοπάτι του θανάτου. Κρατώντας τα χέρια ο ένας του άλλου, θρηνούσαν ο ένας τον άλλο. Έφθασε η τελευταία νύχτα, και συλλογίζονταν σε ποια ώρα πρόκειται να ακουσθεί ό ήχος της καταστροφής τους. Νόμιζαν ότι το βράδυ πρόκειται να καταστραφεί η πόλη· έφθασε όμως το βράδυ και δεν έπαθε τίποτε εντελώς. Νόμιζαν επίσης ότι τη νύχτα θα μεταβληθεί σε χάος και θα χαθεί. Στη συνέχεια έφθασε και η νύχτα, αλλά δεν παραδόθηκαν στην καταστροφή. Νόμιζαν ότι μέσα στο σκοτάδι θα παραδοθούν στο θάνατο. Πέρασε και το σκοτάδι, αλλά δεν έπαθαν τίποτε εντελώς. Νόμιζαν ότι η πόλη θα καταστραφεί το πρωί. Ήρθε το πρωί και αύξησε τις ελπίδες εκείνων. Στην ώρα που αυτοί νόμιζαν ότι δε θα υπάρχουν, σ’ αυτή την ώρα ολοκληρώθηκε η χαρά τους. Χαίρονταν όλοι μαζί με τους φίλους και τους πλησίον τους και δόξαζαν τον Θεό που τους ευσπλαχνίσθηκε.
Ο Ιωνάς όμως στέκονταν από μακριά, παρακολουθώντας κρυφά και φοβούμενος μήπως αποδειχθεί ψεύτης· και στην ώρα που περίμενε να καταστραφεί η πόλη, σ’ αυτή την ώρα η πόλη γλύτωσε από το θάνατο· διότι ο αγαθός Θεός γνωρίζοντας τα δάκρυά τους, έδειξε την ευσπλαχνία τους σ’ αυτούς. Διότι, αν και δεν πέθαναν, όμως με την προσδοκία του κακού θανάτου είχαν πια πεθάνει από πριν· και πραγματικά είχαν πια πεθάνει· ήταν δηλαδή άταφοι νεκροί· διότι ο φόβος των συμφορών τους θανάτωσε ζωντανούς· τόσο πολύ δηλαδή είχε ελπίσει ο Ιωνάς ότι η απειλή των συμφορών θα τους έκανε να χάσουν τη δύναμή τους, διότι ήταν σαν σκιά.
Ο Ιωνάς όμως δεν τα έβαζε αυτά στο νου του, αλλά προσέχοντας τα δικά του, ζητούσε να τους φονεύσει όλους· ο Θεός όμως τους λυπήθηκε αυτούς, διότι έλειωσαν από το φόβο· και ξαναζωντάνευσε η νεκρή πόλη. Λοιπόν, όλοι μαζί με χαρά είχαν άριστες ελπίδες, διότι είδαν την οργή να έχει μεταβληθεί σε ευσπλαχνία διότι κατά την προσευχή τους έκαμψαν τα γόνατά τους, ύψωσαν όμως τα χέρια τους και ευχαριστούσαν τον Θεό, ο οποίος τους έσωσε από το θάνατο, χωρίς να το περιμένουν, και τους χάρισε ζωή με το έλεος του.
Όταν λοιπόν είδε ο Ιωνάς ότι με το να σωθούν οι Νινευίτες φάνηκε ψεύτης, λυπήθηκε πάρα πολύ. οι Νινευίτες όμως άρχισαν να τον παρηγορούν και να τον καλοπιάνουν, λέγοντας σ’ αυτόν τα εξής·
«Μη λυπάσαι, Ιωνά, αλλά να χαίρεσαι, διότι με τη μεσολάβησή σου βρήκαμε καινούρια ζωή. με τη μεσολάβησή σου δηλαδή γνωρίσαμε τον Θεό όλου του κόσμου. Μη φοβάσαι, δεν είπες ψέματα, διότι καταστράφηκε όλη μας η κακία, και ανυψώθηκε η πίστη μας. Στο χέρι σου βρήκαμε τα εφόδια της μετάνοιας, και πήραμε από τους θησαυρούς του Θεού. Πες μας, Ιωνά, τι θα είχες να ωφεληθείς, αν καταστρέφονταν η πόλη μας και αν πεθαίναμε όλοι; Ή τι θα είχες να κερδίσεις, γιέ του Αμαθή, αν μας είχε καταπιεί όλους ο άδης; Γιατί λυπάσαι που μας θεράπευσες από τα κακά; Ο λαός σε ευχαριστεί κυρίως σαν ευεργέτη· γιατί λοιπόν αναστενάζεις, επειδή κόπιασες να φέρεις την πόλη όχι στην καταστροφή, αλλά στη γνώση του Θεού; Και γιατί πενθείς ανάμεσα σ’ αυτούς που σώθηκαν με τη μετάνοια; Τώρα δα έχεις στεφανωθεί. Ας σε χαροποιήσει αυτό το γεγονός· διότι εσύ χαροποίησες τους Αγγέλους ψηλά στον ουρανό. Πρέπει να χαίρεσαι εσύ επάνω στη γη γι’ αυτό· διότι ο Θεός χαίρεται μαζί με τους Αγγέλους του για μας στους ουρανούς40. Δοξάσθηκε ο νους σου γι’ αυτό περισσότερο, διότι όλοι προσφέρουν το σεβασμό στον Θεό. Παρηγόρησε λοιπόν τον εαυτό σου, διότι όλη η πόλη μαζί με το βασιλιά σε προσκυνά με χαρά. Επειδή είδες τα νήπια ότι έχουν σωθεί από το θάνατο, παρηγορήσου και προσευχήσου για τη ζωή τους. Βλέπε επίσης και τα βρέφη ότι έχουν φυλαχθεί και βάλε τα χέρια σου επάνω στα κεφάλια τους. Ευλόγησε την πόλη που ανέλπιστα σώθηκε, για να γίνει μεγαλύτερη η ανάμνησή σου σ’ αυτή. Διώξε μακριά το πένθος, και σταμάτησε τη νηστεία, και δείξε την εύνοιά σου σ’ εμάς, προφήτη του Θεού».
Αυτά, και περισσότερα άπ’ αυτά, είπαν σ αυτόν οι Νινευίτες, για να σταματήσουν την αταίριαστη λύπη του· διότι αυτός κάθονταν έξω από την πόλη, και βγήκε για να τον συναντήσει όλη η πόλη, και είδαν φοβερό θέαμα· είδαν δηλαδή τον Ιωνά να στέκεται όρθιος και με το στόμα του να έχουν οδηγηθεί σε δίκη. Άκουγαν τον Ιωνά πως υπερασπίζονταν τον εαυτό του μπροστά στον Θεό και πως επίσης απαντούσε στον εαυτό του εκ μέρους του Θεού· διότι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο είχε αυτός στο στόμα του για κατηγορία, μιλούσε μέσα του, και έδειχνε σαν να υπήρχαν μέσα του δυο πρόσωπα, του Θεού και του προφήτη, που συγχρόνως αντιδικούσαν μεταξύ τους. Άκουγε όλος ο λαός να υπερασπίζεται ο Ιωνάς τον εαυτό του για την κολοκυθιά, και συνάμα να υπερασπίζεται τον εαυτό του και τον Κύριο και την πόλη· διότι η γλώσσα του Ιωνά υπηρετούσε και τις δυο πλευρές, και από αυτή ακούγονταν οι φωνές δυο προσώπων· διότι με τη γλώσσα του μιλούσαν δυο πρόσωπα· και ο Ιωνάς δηλαδή μιλούσε στον Θεό, και ο Θεός απαντούσε με το στόμα του. Ω, τον φοβερό υπερασπιστή! Ω, πως η γλώσσα του υπερασπίζονταν τους δυο αντίδικους, τον Θεό και τον εαυτό του!
Τα πλήθη στέκονταν και άκουγαν πως ο Ιωνάς με το λόγο του απευθύνονταν στον Θεό, αντιδικώντας μαζί του γι’ αυτά· «Ω Δέσποτα, γιατί με θλίβεις από παντού, και γιατί με εγκατέλειψες και με παρουσίασες ψεύτη; Και στη συνέχεια, την ασήμαντη κολοκυθιά που είχα, για να με προστατεύει από το λιοπύρι, την ξέρανες, και με ξεροψήνεις με τον καύσωνα. Γι’ αυτό ζητώ το θάνατο. Πάρε λοιπόν την ψυχή μου· διότι έχω λυπηθεί πάρα πολύ από τον πόθο μου για την κολοκυθιά»41.
Απάντησε λοιπόν αμέσως το πανάγιο Πνεύμα με το στόμα του, για να τον κατακρίνει η γλώσσα του· και αμέσως τον πολέμησε, και τον έλεγχε το στόμα του δικαιώνοντας τον Θεό· διότι ο λαός της πόλης άκουσε, από το στόμα του Ιωνά, πως έλεγε ο Θεός σ’ αυτόν, αντιδικώντας για την υπεράσπιση της πόλης· «Εσύ, λέει, έχεις λυπηθεί για την κολοκύθια, για την οποία δεν κόπιασες, ούτε και την μεγάλωσες· η οποία φύτρωσε κατά την αυγή και κατά την αυγή ξεράθηκε. Πόσο περισσότερο λοιπόν θα λυπηθώ εγώ για την πόλη μου42; Σου δίνω τώρα παράδειγμα για τη ζωή κάθε πόλης από την κολοκυθιά που ξεράθηκε. Η κολοκυθιά ας σου γίνει τώρα δάσκαλος, και απόκτησε από αυτή σύνεση και σοφία, δηλαδή από μια ασήμαντη κολοκυθιά μάθε πόσο είναι το πλήθος της ευσπλαχνίας του Θεού. Εσύ λυπάσαι την κολοκυθιά, αλλά εγώ λυπάμαι την πόλη. Ζητάς μια ασήμαντη καλύβα, αλλά ξεριζώνεις την πόλη. Που είναι, Ιωνά, η δικαιοκρισία σου; Γιατί προτιμάς την κολοκυθιά από την πόλη; Για μια ασήμαντη κολοκυθιά δείχνεις ευσπλαχνία, Ιωνά, και για την πόλη δείχνεις πολλή σκληρότητα. Τόσο μεγάλη άξια απέκτησε στα μάτια σου η κολοκυθιά, που δόθηκε για να ξεραθεί και να φαγωθεί, για χάρη εκείνου που τρώει! Προτίμησες το φθαρτό από αυτούς που μετανόησαν, και δίνεις μεγαλύτερη αξία στα φύλλα της κολοκυθιάς από τους λογικούς ανθρώπους».
Όταν οι Νινευίτες άκουσαν όλα αυτά, έστειλαν ψηλά στον Θεό, σαν με ένα στόμα, δοξολογία, επειδή για χάρη τους αντιδικούσε ο ίδιος ο πλάστης με το πλάσμα, ο δημιουργός με το δημιούργημα, ο δεσπότης με το δούλο, για να δώσει η γλώσσα του Ιωνά, που αντιδικούσε με τον Θεό, δίκαια απόφαση· και ο Ιωνάς χωρίς να το θέλει πρόσφερε τη νίκη στον Θεό δοξάζοντας τον. Στη δίκη δικαίωνε τον δίκαιο δικαστή.
Ο Θεός προτίμησε, χάρη στους πολλούς οικτιρμούς του, να ανακαλέσει τον απειλητικό του λόγο, για να σωθεί η πόλη, και ο Ιωνάς φιλονείκησε υπερβολικά με τον Θεό, για να καταστρέψει την πόλη και να μην παρουσιασθεί ο ίδιος ψεύτης. Χαίρονταν όλος ο λαός, καθώς άκουε αυτά και έβλεπε ότι ο Ιωνάς νικιέται από τον Θεό· και όταν γνώρισαν πως ο Θεός τον παρηγορούσε, έσπευσαν να αυξήσουν την τιμή σ’ αυτόν. Λοιπόν, τον άρπαξαν στην αγκαλιά τους, και όπως ένας βασιλιάς, μπήκε στην πόλη με δόξα και κάθισε σε θρόνο· και αφού συγκεντρώθηκαν όλοι αυτοί που μετανόησαν, τον προσκύνησαν, προσφέροντας σ’ αυτόν δώρα και τις δεκάτες τους, και όσα είχαν τάξει κατά τον καιρό της θλίψης τους. Άνοιξε ο βασιλιάς τους θησαυρούς του και πρόσφερε σ’ αυτόν πολύ λαμπρά δώρα.
Ο Ιωνάς λοιπόν δοξάσθηκε από το στόμα όλων· και αφού μπήκε στην πόλη, κάθισε σε βασιλικό άρμα. Στη θάλασσα το κήτος μετέφερε τον Ιωνά, και επάνω στη γη, στην πόλη Νινευή, ο βασιλιάς και όλος ο λαός τον δόξασε. Στη θάλασσα τα ψάρια τον περιτριγύριζαν, και όταν επέστρεφε στην Ιερουσαλήμ, ο βασιλιάς της Νινευή έστειλε μαζί του για πρεσβευτές άρχοντες για να του ετοιμάσουν παντού τα απαραίτητα για το δρόμο. Ο Θεός οδήγησε το κήτος που να πάει, και ο βασιλιάς έδειξε το δρόμο στον προφήτη. Ο βασιλιάς ανέβαινε να τον συναντήσει με δόξα. Κατατρόμαξε και τον προϋπαντούσε από το φόβο για το κήρυγμά του, και μάλιστα όλη η πόλη του πρόσφερε τιμές. και φοβόνταν ο βασιλιάς μήπως γνωρίσει ο προφήτης την κατάσταση της Νινευή, για να μην τους καταστρέφει.
Όταν όμως ο Ιωνάς πλησίασε στα σύνορα της Ιερουσαλήμ, έλεγε σ’ αυτούς που τον συνόδευαν, να γυρίσουν πίσω διότι ντρέπονταν μήπως μπουν εκεί και δουν την ειδωλολατρία και τη μεγάλη ασέβεια, και διδαχθούν απ’ αυτούς να θυσιάζουν ξανά στα είδωλα αυτοί που μετανόησαν και σέβονται τον Θεό· διότι φοβόταν μήπως εμφανισθεί ξανά η πληγή που επουλώθηκε και θεραπεύθηκε με τη μεσολάβησή του. Δέχθηκε λοιπόν την ευγνωμοσύνη αυτών που ήρθαν μαζί του, τους αποχαιρέτησε με συγκίνηση, και τους ευλόγησε. Τους συμβούλευσε να επιστρέφουν, εκείνοι όμως δεν άκουγαν αυτά που τους έλεγε· αλλά και οι ίδιοι τέτοια έλεγαν σ’ αυτόν, μιλώντας με επιμονή· «Μη μας διώξεις από κοντά σου, προφήτη. Άφησέ μας να μπούμε μαζί σου στη χώρα του Ισραήλ, για να γνωρίσουμε από αυτή αρετές και κανόνες, καλές και ορθές πράξεις, παραδείγματα, λόγους και τρόπους. Ας μπούμε να δούμε τη χώρα στην οποία δεν υπάρχει διόλου ειδωλολατρία, αλλά πίστη και ορθότητα. Άφησέ μας να δούμε την καλή ρίζα, από την οποία βλάστησες εσύ. Σε παρακαλούμε, προφήτη, αντί για την αμοιβή του κόπου που υποστήκαμε στην οδοιπορία, επίτρεψε μας να έρθουμε μαζί σου».
Ενώ αυτοί έλεγαν αυτά, ο Ιωνάς έσκυψε το κεφάλι του στη γη, συλλογιζόμενος τι τέχνασμα να βρει γι’ αυτούς, για να επιστρέψουν· διότι ντρέπονταν πάρα πολύ για τους Ισραηλίτες, επειδή ήταν κακοί και ασεβείς. Αυτό ήταν γι’ αυτόν χειρότερο από την κολοκυθιά, ώστε ζήτησε για την ψυχή του το θάνατο. Άρχισε λοιπόν να προφασίζεται ο προφήτης και να λέει στους ανθρώπους προφάσεις ανύπαρκτες· «Τώρα είναι μεγάλη γιορτή στη χώρα μας, και δεν μπορεί να μπει εκεί κάποιος αλλόφυλος· διότι, αν και είστε πιστοί, όμως δεν μπορείτε να έρθετε στη γιορτή του Θεού, επειδή είστε απερίτμητοι. Γι’ αυτό επιστρέψτε στην πατρίδα σας με χαρά και ειρήνη, σ’ εκείνον που σάς έστειλε· και όταν περάσει η γιορτή του Θεού, αν θέλετε, επιστρέψτε ξανά από κει».
Και με αυτά τα λόγια λυπήθηκαν πάρα πολύ, και κλαίγοντας όλοι τον αποχαιρετούσαν· και στη συνέχεια επέστρεφαν με πολλή θλίψη, αφού άκουσαν το λόγο του προφήτη Ιωνά. Ύστερα όμως από την απομάκρυνση του προφήτη Ιωνά από κοντά τους, ενώ ακόμη ήταν στο ίδιο μέρος, είδαν ένα πολύ ψηλό βουνό, και έκαναν αυτή τη σκέψη, να ανέβουν δηλαδή σ’ αυτό, για να δουν από μακριά την ποθητή χώρα. Όταν όμως έφθασαν στην κορυφή του βουνού, είδαν όλη τη χώρα, και αμέσως ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη, επειδή είδαν τους ανθρώπους να προσφέρουν θυσίες στους δαίμονες, και σπονδές κάτω από τα άλση, και να έχουν στους βωμούς τα γλυπτά, και στα πρόθυρα τα είδωλα· και είδαν εκείνους που έμπαιναν και έβγαιναν να αποδίδουν σεβασμό σ’ αυτά, και να προσκυνούν στα γλυπτά· άλλος θυσίαζε μοσχάρι, και άλλος επίσης πρόσφερε σπονδές στους δαίμονες. Και γιατί να πολυλογώ; Είδαν δηλαδή εκεί κάθε μανία και κάθε πανουργία του Σατανά.
Λοιπόν, άρχισαν να λένε· «Μήπως βλέπουμε όνειρο; Άραγε τη χώρα του Ισραήλ τη βλέπουμε σαν Σόδομα; Αυτοί είναι οι απόγονοι του Αβραάμ, ή μήπως οι δαίμονες μας παρουσιάζουν φαντασίες; Μήπως έφυγε κρυφά η μεγάλη ασέβεια της πατρίδας μας και εγκαταστάθηκε εδώ; Εκεί συντρίψαμε με προθυμία τα είδωλα· μήπως άραγε ήρθαν εδώ και απέκτησαν την ανδρεία τους; Και όχι μόνο εκείνα, αλλά εδώ υπάρχουν είδωλα από παντού, που εμείς δεν είχαμε. Στην πατρίδα μας δεν επιτρέπονταν να προσκυνούμε το φίδι· αυτοί όντας φίδια43 προσκυνούν το φίδι. Στην πατρίδα μας θυσιάζαμε ζώα· αυτοί σφάζουν τις θυγατέρες τους και τούς γιους τους. Άλλα επειδή ο λαός πού πήρε το νόμο του Θεού με τη μεσολάβηση του Μωυσή, όπως έλεγε ο Ιωνάς, κατασκευάζει και πουλά γλυπτά, ας σηκωθούμε και ας φύγουμε από τον αμαρτωλό λαό, μήπως εξαφανισθούμε μέσα στις πράξεις τους· διότι αντί για τη Νινευή πού δεν καταστράφηκε, ίσως πρόκειται να καταστραφεί η χώρα του Ισραήλ».
Μόλις λοιπόν είπαν αυτά, επέστρεψαν φοβισμένοι στην πατρίδα τους, δοξάζοντας τον Θεό.
Ας δοξάσουμε λοιπόν και εμείς τον Θεό, ο οποίος παρέχει σ’ εμάς παράδειγμα και αρραβώνα διά μέσου των Νινευιτών. Διότι όπως τούς έσωσε διά μέσου του Ιωνά, έτσι και τώρα και πάντοτε σώζει το λαό του διά μέσου του μονογενή Υιού του. και καταργεί το λαό, εννοώ την άκαρπη συκιά44, η οποία εμποδίζει τα έθνη να σωθούν με τούς καρπούς τής μετάνοιας, στο όνομα του Ιησού Χριστού, τού Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία, μαζί με τον Πατέρα και τὸ Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΕΡΓΑ – ΤΟΜΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ- σελ. 302-337
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ