ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ
Α’. Ότι καθώς είναι η αρρώστια εις το κορμί, έτζι είναι και η αμαρτία εις την ψυχήν.
Β’. Και καθώς έχομεν αίσθησιν σωματικήν, έτζι και η ψυχή πρέπει να έχη αίσθησιν νοητήν, και να αισθάνεται με τον νουν, εις την αρρώστιαν, και την υγείαν της.
Γ’. Και ότι εκείνος όπου δεν έχει αίσθησιν νοητήν, και δεν αισθάνεται νοητώς την αρρώστιαν, και υγείαν της ψυχής του, ακόμη δεν είναι χριστιανός, αγκαλά και λέγεται χριστιανός. Διατί το αποτέλεσμα της πίστεως των χριστιανών είναι η υγεία της ψυχής.
Α’ Καθώς είναι η αρρώστια εις το κορμί έτζι είναι και η αμαρτία εις την ψυχήν. Λοιπόν ανίσως όλη η ιατρική τέχνη των σωμάτων καταγίνεται δια την σωματικήν υγείαν μοναχά, και όχι δια άλλο τίποτε, ούτε δια πλούτον, ούτε δια δόξον, ούτε δια ηδονήν, είναι φανερόν, πως και όλη η ιατρική των ψυχών, δεν καταγίνεται δια άλλο τίποτε, ούτε δια πλούτον ούτε δια δόξαν, ούτε δια ηδονήν, αλλά δια την υγείαν των ψυχών μοναχά.
Όθεν εις την ώραν εκείνην της μελλούσης κρίσεως, τι θέλει απολογηθώ εγώ ο τρισάθλιος, ανίσως ευρεθή η ψυχή μου άρρωστη από πολλαίς, και διάφοραις αρρωστίαις; διατί δεν επιμελήθηκα τελείως δια την υγείαν της ψυχής μου, αλλά εις όλην μου την ζωήν αγωνίσθηκα πολλά δια πλούτον δόξαν, και ηδονήν;
Β’ Όμως καθώς φαίνεται η αιτία είναι αυτή. Με το να μη γνωρίζω ο αμαρτωλός ταις αρρωστίαις της ψυχής του, μήτε αισθάνεται εις την παρούσαν ζωήν τους πόνους όπου προξενούν εις αυτήν, πλανάται από τούτο, και δεν φροντίζει παντελώς δια την υγείαν της ψυχής του. Δια τούτο και κάθε άνθρωπος αμαρτωλός, ήγουν άρρωστος ψυχικώς, είναι υπερήφανος, ωσάν όπου είναι αναίσθητος, και δεν αισθάνεται τους πόνους όπου προξενούν οι αμαρτίαις. Και όσον περισσότερον δεν αισθάνεται, τόσον περισσότερον υπερηφανεύεται, καθώς λέγει και ο θείος Δαβίδ. «Η υπερηφανία των μισούντων σε ανέβη δια παντός».
Διατί ο ψυχικώς άρρωστος είναι αναίσθητος, και δεν εγνοιάζεται δια την υγείαν της ψυχής του. Όθεν και μισώντες την ψυχήν του, μισεί και τον ιατρόν των ψυχών. Καθώς και κάθε χριστιανός όπου αισθάνεται τους πόνους, και τας αρρώστιας της ψυχής του, είναι ταπεινόφρων, και με την ταπείνωσίν του σύρει τον ιατρόν δια να τον ιατρεύση. Όθεν και τα σώματά μας με το να είναι φυσικά ευκολομετάτρεπτα, και αρρωστούν, και αισθανόμεθα τους πόνους, δια τούτο ζητούμεν και θεραπείαν, δια να ιατρευθούν ότι αν δεν είχαμεν αίσθησιν, ούτε τους πόνους ήθελε αισθανθούμεν, ούτε ιατρείαν ήθελε χρειασθούμεν, εάν δεν αισθανώμεθα τους πόνους.
Αυτό το ίδιον γίνεται και εις την ψυχήν. Διατί και η ψυχή έχει και αρρώστίιαν νοητήν, και αίσθησιν νοητήν. Και επειδή δεν αισθανόμεθα τας αρρωστίας της, δια τούτο ούτε τους πόνους της αγροικούμεν, ούτε δια την θεραπείαν της φροντίζομεν οι αναίσθητοι. Όθεν και κάθε αμαρτωλός όπου δεν αισθάνεται τους πόνους της ψυχής του, είναι και χαρούμενος, και δεν λυπείται δια τας αμαρτίας του, διατί δεν αισθάνεται τους πονους, και καθό αναίσθητος, είναι και αθεράπευτος, και συχαμερός, και μισητός κοντά εις τον Θεόν, και εις τους άγιους αγγέλους. Το οποίον είναι άξιον να το κλαίη τινάς. Δια τούτο πρέπει να φροντίσωμεν, όσον είναι δυνατόν, δια να έλθωμεν εις αίσθησιν νοητήν, και να πονέσωμεν, και να ζητήσωμεν τον Ιησούν Χριστόν τον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων, και να προσπέσωμεν εις αυτόν, και να τον παρακαλέσωμεν να ιατρεύση τας αρρώστιας μας.
Και αρρωστίαι της ψυχής είναι, η επιθυμία του πλούτου, και της δόξης, και της ηδονής. Δια τα οποία αυτά τα τρία γίνονται οι περισσότεροι άνθρωποι θυμώδεις, πικροί, οργίλοι, αμελείς, και ακίνητοι εις τα καλά, αργοί, πλεονέκται, αρπαγές, άδικοι, κενόδοξοι, υπερήφανοι, φθονεροί, ζηλότυποι και μνησίκακοι.
Τι λέγεις λοιπόν εις αυτά όπου είπα; ολίγαις αρρωστίαις της ψυχής είναι αυτά και μικραίς ; και είναι εύλογον μία ψυχή, όπου πιστεύει εις τον Xριστόν να ευρίσκεται εις αυτά αναίσθητη, και να μη λυπήται δια αυτά ; δια τα οποία έπρεπε να κλαίη, και να θρηνή, και να οδύρεται, δια να κάμη με αυτόν τον τρόπον τον ιατρόν να την ευσπλαγχνισθή και να την φωτίση να ιδή και να αισθανθή τας αρρώστιας της; Διατί ανίσως δεν τας ιδή αυτή προτήτερα, δεν είναι δυνατόν να τας ιατρεύση ο παντοδύναμος ιατρός. Αμή ποια είναι η ιατρεία της; είναι μία αλλοίωσις της ψυχής αξιοθαύμαστος. Ότι άφ’ ου ιατρευθή η ψυχή, όλα εκείνα τα κακά όπου είχε προτήτερα διά ποθητά, και αγαθά, τα στοχάζεται δια βδελύγματα, και μιάσματα, και τα μισεί, όχι άφ’ εαυτού της, αλλά δια της χάριτος του ιατρού όπου την ιάτρευσε, δια το οποίον και ευχαριστεί πολλά τον ιατρόν, και τον κηρύττει εις όλους, και φωνάζει μεγαλοφώνως. «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του υψίστου».
Γ’ Διατί καθώς βλέπει κάθε άνθρωπος τα φαινόμενα, και αισθάνεται αισθητώς τα αισθητά. Και ή αδικείται, ή ευεργετείται το γνωρίζει. Ή άρρωστος είναι, ή γερός· ή καυσώνει, ή κρυώνει· ή δυστυχεί, ή ευτυχεί ή κακώς πάσχει, ή καλώς, όλα τα αισθάνεται. Έτζι και κάθε χριστιανός πρέπει να βλέπη, και να αισθάνεται νοητώς, ή άρρωστος είναι κατά την ψυχήν, ή γερός· ή δυστυχής, ή ευτυχής ή κακώς πάσχει, ή καλώς.
Διατί ανίσως δεν τα αισθάνεται με τον νουν του όλα αυτά ματαίως είναι χριστιανός. Και αγκαλά ονομάζεται χριστιανός, όμως δεν είναι τη αληθεία. Ότι ανίσως αυτός ήτον αληθινός χριστιανός, και είχε συγκοινωνίαν με τον δεσπότην Χριστόν ήθελε μετέχη και από ζωήν, και φως· επειδή ο Χριστός είναι και ζωή, και φως. Διατί το να αισθάνεται τινάς, και να βλέπη, είναι φυσικά ίδιον των ζωντανών, και όχι των νεκρών. Και όποιος δεν βλέπει νοητώς, μήτε αισθάνεται νοητώς τα καλά, και τα κακά, όπου γίνονται εις τον εαυτόν του, και απογίνονται, εκείνος είναι ακόμη νεκρός, και δεν εφωτίσθη ακόμη με τας ακτίνας του νοητού ήλιου της δικαιοσύνης.
Λοιπόν ας σπουδάση, και ας προστρέξη το ογληγωρότερον να προσπέση νοητώς εις τον Ιησούν Χριστόν, οπού είναι η νοητή ζωή, και το νοητόν φως, δια να τον ευσπλαγχνισθή, και να τον ζωογονήση, και να τον φωτίση, δια να ελθη εις αίσθησιν, και να στοχασθή την κατάστασίν του, και έτζι να ζητήση από αυτόν μοναχόν την σωτηρίαν του μοναχήν.
Διατί ο Θεός, οπού δύναται να κάμη τα πάντα, δεν ημπορεί να σώση άνθρωπον αναίσθητον. Καθώς λοιπόν ο ούρανός και η γη, και όσα είναι μέσα εις αυτά, όλα εκτίσθησαν δια μόνον τον άνθρωπον, έτζι και κάθε γραφή θεόπνευστος, και ωφέλιμος, εγράφη δια μόνον τον άνθρωπον, ώστε οπού, ανίσως η γραφή δεν τον ωφελήση, ευρίσκεται άπρακτος, και αργή·
Όθεν ο άνθρωπος οπού επλάσθη από δύω ουσίας, από νοεράν και αισθητήν, ήγουν ψυχήν, και σώμα, εχρειάσθη να λάβη και δύω θεραπείας, διατί ήλθεν εις μεγάλην αρρωστίαν από την μεγάλην υγείαν οπού είχε προτήτερα, την οποίαν την υστερήθη κατά φύσιν, μετά την παράβασή, Επειδή η αρρωστία δεν είναι άλλο, παρά έλλειψις της υγείας. Και η αρρωστία όπου έγινε κατά φύσιν, ακολουθεί φυσικά να μη μεταβάλλεται.
Στοχάσου λοιπόν τι λογής μεγάλη δύναμις χρειάζεται, δια να μεταβαλθή η κατά φύσιν αρρώστια εις το υπέρ φύσιν. Και δια ταύτην την αιτίαν εγράφθη όλη η θεόπνευστος Γραφή, ωσάν κάποια ιατρική. Όμως η ιατρική όπου ιατρεύει τα κορμία των ανθρώπων (την οποίαν οι ιατροί την ωνόμασαν μακράν τέχνην, και σφαλεράν, καθώς την έεδοκίμασαν με την πράξιν) δεν ημπόρεσε ποτέ να ιατρεύση εις κανένα άνθρωπον την πρώτην αρρωστίαν του κορμιού όπου είναι κατά φύσιν, ήγουν την φθοράν, αλλά αγωνίζεται με πολλούς, και διαφόρους τρόπους, να φέρη εις την πρώτην του κατάστασιν το κορμί εκείνο όπου ευγήκεν από την τάξιν του, και έπεσε πάλιν εις άλλην αρρωστίαν τρόπον τινά ωσάν δευτέραν ήγουν αγωνίζεται ο ιατρός να ιατρεύση το κορμί από την υδρωπικίαν, λόγου χάριν, όπου του ηκολούθησεν, ή από τον πλευρίτην, μα όχι από την φθοράν, ότι το κορμί είναι φυσικά φθαρτόν. Και αυτή η θεραπεία δεν προέρχεται από τα γράμματα της τοιαύτης ιατρικής, αλλά από εκείνα όπου είναι γραμμένα μέσα εις τα γράμματα. Και εκεί μέσα είναι γραμμένα πολλά υλικά είδη, και διάφοραις δύναμες, και ενέργειαις ιατρικών, δια να είναι οι φυσικαί δυνάμεις των ιατρικών ομογενείς με τα σώματα τα υλικά όπου είναι άρρωστα, και έτζι να κάμουν φυσικά εις αυτά την ενέργειάν τους, και να τα θεραπεύσουν.
Όθεν ανίσως, και δια να ιατρευθή η δευτέρα αρρώστια του σώματος, εχρειάσθη δύναμιν ομογενή των ιατρικών, δια να ελθή το φθαρτόν κορμί εις την πρώτην του κατάστασιν, ήγουν εις την πρώτην κατά φύσιν αρρωστίαν του την φθοράν.
Αλλ’ η ανθρωπίνη φύσις όπου είναι άρρωστη κατά φύσιν, πως είναι δυνατόν να μη χρειασθή μίαν δύναμιν υπερφυή, και υπερούσιον, δια να ελθή εις την αληθινήν, και κυρίως υγείαν της; και ποιον είναι αυτό το υπερφυές, και ύυπερούσιον, του οποίου η δύναμις έχει να ενεργήση την υγείαν ; είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο Θεάνθρωπος, δια να θεραπεύση με το όμοιον το όμοιον, επειδή η Θεότης, και η ανθρωπότης του Χριστού σμίγει, και ενώνεται με κάθε ένα από εκείνους όπου πιστεύουν εις αυτόν, και μετέχουν από την χάριν του, ο οποιος με την τοιαύτην ένωσιν ενεργεί την αληθινήν, και κυρίως υγείαν.
Λοιπόν καθώς εις το κορμί δεν ενεργούν την υγείαν τα γράμματα της ιατρικής τέχνης, αλλά η δύναμις των ιατρικών όπου, είναι γραμμένα, έτζι και εις την υγείαν της ψυχής δεν ενεργούν την τελείαν σωτηρίαν τα γράμματα της θείας γραφής, αλλά η δύναμις του Χριστού οπού είναι γραμμένος μέσα. Διότι η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με τον λόγον, αλλά με την δύναμιν του Χριστού. Ότι όλη η θεία Γραφή παλαιά και νέα οδηγεί την ανθρωπίνην φύσιν όπου είναι φυσικά άρρωστη, εις τον Ιησούν Χριστόν, ωσάν οπού αυτός μοναχά έγινεν ιατρός ψυχών, και σωμάτων. Και όποιος δεν έγινε μέτοχος της θείας του χάριτος, καλόν ήτον να μην ήθελε γεννηθή εκείνος ο άνθρωπος, διατί εκείνος όπου μετέχει από την χάριν του, είναι και χωρίς αρρώστιαν ψυχικήν.
Επειδή το αποτέλεσμα της πίστεως ημών των χριστιανών είναι η υγεία της ψυχής. Και σημείον της υγείας της ψυχής είναι, η διόρθωσις των πέντε αισθήσεων, της οράσεως, της ακοής, της γεύσεως, της οσφρήσεως, και της αφής. Και όσοι έχουν διωρθωμένας τας πέντε αισθήσεις τους, εκείνοι μοναχά είναι πιστοί της θείας πίστεως του Χριστού.
Διατί δεν είναι πιστός ο χριστιανός εκείνος όπου δεν έχει την ψυχήν του υγιή. Ότι δια τούτο ο Θεός έγινεν άνθρωπος δια να λάβη την υγείαν της η ψυχή. Και η υγεία της ψυχής γίνεται δια της θείας δυνάμεως, και του φωτισμού, όπου χαρίζεται από τον Χριστόν εις αυτήν δια πίστεως. Διατί όταν αγιασθή η ψυχή κατά τας πέντε σωματικάς αισθήσεις, με τας οποίας δείχνονται αι ενέργειαι της ψυχής όπου είναι αόρατος, και δεν φαίνεται, τότε ο άνθρωπος γίνεται κυρίως ζώον λογικόν όπου πολιτεύεται κατά φύσιν, καθώς του πρέπει, μετά λόγου, και διακρίσεως, και όχι ωσάν τα άλογα ζώα, και με αυτόν τον τρόπον γνωρίζεται ο άνθρωπος βασιλεύς όλων εκείνων όπου είναι εις την γην, και αυτός πάλιν βασιλεύεται από τον Θεόν, και είναι κατά πάντα υπήκοος εις το θέλημα του Θεού.
Διατί τοιουτοτρόπως θέλει γνωρισθή πως είναι μία η βασιλεία του Θεού. Ότι ανίσως ο άνθρωπος, όπου είναι βασιλεύς τούτου του κόσμου δεν βασιλεύεται από τον θεόν, όπου είναι βασιλεύς των ουρανών, και όλης της κτίσεως ορατής, και αοράτου, δεν είναι δυνατόν να είναι κατ’ εικόνα Θεού, και καθ’ ομοίωσιν, και εάν μάθη όλην την σοφίαν του κόσμου, και εάν έχη την γνώσην όλων των όντων, αλλά ο τοιούτος παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις, και ωμοιώθη αυτοίς, και ζη δια ατιμίαν, και βλασφημίαν του Θεού. Καθώς ειναι γεγραμμένον, ότι δια εσάς βλασφημείται το όνομά μου εις τα έθνη όπου λέγουν έτζι. Ανίσως ο Θεός των χριστιανών ήτον Θεός αληθινός, δεν ήθελε ζουν και αυτοί, ωσάν και ημάς. Και μάλιστα μερικοί από αυτούς τους χριστιανούς φαίνονται, πως είναι χειρότεροι από ημάς εις τας ασελγείας και αδικίας. Ημάς όμως άμποτε να μας φωτίση η χάρις του Χριστού, και να μας δυναμώση να διορθώσωμεν ταις πέντε αισθησές μας, και να λάβωμεν την υγείαν της ψυχής μας, και τότε να πολιτευώμεθα καθώς πρέπει, δια να δοξάζεται ο Θεός ω πρέπει η δόξα, και προσκύνησις νυν, και αεί, και εις τους αιώνας. Αμήν.
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ . ΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ
ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ