π. Γεωργίου Φλορόφσκυ
Οι Επιστολές, που γράφτηκαν από τον Απ. Παύλο ή που αποδίδονται σ’ αυτόν αποτελούν ένα κρίσιμο σημείο στην όλη διάσταση που υπάρχει μεταξύ των εκκλησιών της Μεταρρυθμίσεως και της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η προς Ρωμαίους Επιστολή είναι ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα στα οποία παραπέμπουν oι εμπλεκόμενοι σ’ αυτήν τη διάσταση. Αυτή η επιστολή και η προς Γαλάτας Επιστολή αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Λούθηρος για να διατυπώσει το δόγμα του για την πίστη και τη δικαίωση, ένα δόγμα που ο ίδιος το χαρακτήρισε στον πρόλογο στα Λατινικά κείμενά του ως μια εντελώς καινούρια κατανόηση της Αγίας Γραφής.
Αυτές οι δυο επιστολές συνεχίζουν να είναι και σήμερα τα κύρια κείμενα στα οποία παραπέμπουν οι σύγχρονοι θεολόγοι που συνδέονται με την παράδοση της Μεταρρυθμίσεως. Από αυτήν τη νέα κατανόηση της Αγίας Γραφής επικράτησε η απόρριψη του μοναχισμού στο χώρο της Μεταρρυθμίσεως. Γενικά, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αυτή η κατανόηση θεωρεί τον Απ. Παύλο ως τον μόνον που κατανόησε σωστά το Χριστιανικό μήνυμα. Εκτός αυτού, δεν είναι ο Απ. Παύλος καθεαυτόν ούτε ο Απ. Παύλος σ’ όλες τις επιστολές του, αλλά, μάλλον, ο Απ. Παύλος όπως τον κατανόησε ο Λούθηρος.
Κατ’ αυτήν την άποψη οι γνήσιοι ερμηνευτές της διδασκαλίας και του λυτρωτικού έργου του Κυρίου μας είναι: ο Απ. Παύλος, όπως κατανοήθηκε από το Λούθηρο, ύστερα ο Μαρκίων, ύστερα ο Αγ. Αυγουστίνος, και ύστερα ο Λούθηρος. Ο Μαρκίων καταδικάστηκε από ολόκληρη την αρχαία Εκκλησία. Ο Αγ. Αυγουστίνος πράγματι πρόλαβε το Λούθηρο σε μερικές απόψεις του, αλλά ασφαλώς όχι στο δόγμα της δικαιώσεως και στην περί πίστεως ιδιαίτερη κατανόηση του Λουθήρου. Είναι πιο πολύ η περί προορισμού, ακαταγωνίστου χάριτος, διδασκαλία του Αγ. Αυγουστίνου, και η διδασκαλία του περί ολοκληρωτικής διαφθοράς του ανθρωπου που περιλαμβάνεται μέσα στο «καινοφανές» -όπως γράφει ο Άγ. Βικέντιος ο εκ Ληρίνης –δόγμα του περί προπατορικής αμαρτίας που επηρέασε το Λούθηρο, ο οποίος ήταν ο ίδιος Αυγουστινιανός μοναχός.
Η απόρριψη του μοναχισμού τελικά προήλθε από την έμφαση που δόθηκε στην άποψη ότι η σωτηρία είναι ένα άνευ όρων δώρο του Θεού. Μια τέτοια θέση είναι πλήρως ακριβής, αλλά η ιδιαίτερη κατανόησή της (από το Λούθηρο) ήταν εντελώς αντίθετη από την κατανόηση της αρχαίας Εκκλησίας. Το ότι η σωτηρία ήταν το άνευ όρων δώρο του Θεού στον άνθρωπο και το ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται εκ πίστεως, δεν υπήρξε ποτέ ένα πρόβλημα στον αρχαίο Χριστιανισμό. Αλλά από την προοπτική και την ειδική έμφαση του Λουθήρου, κάθε μορφή «έργων», ιδιαίτερα των έργων των μοναχών κατά τον ασκητικό τους αγώνα, θεωρήθηκε ότι αντιφάσκει στην άνευ όρων φύση της χάριτος και στην άνευ όρων δωρεά της σωτηρίας.
Αν κάποιος στ’ αλήθεια δικαιώνονταν εκ πίστεως, τότε έτσι σκέφτονταν ο Λούθηρος- ο άνθρωπος δεν δικαιώνεται «εξ έργων». Για το Λούθηρο «η δικαίωσις εκ πίστεως» σήμαινε μια εξωτερική δικαίωση, μια δικαίωση πλήρως ανεξάρτητη από κάθε εσωτερική μεταβολή μέσα στα βάθη της πνευματικής ζωής ενός προσώπου. Για το Λούθηρο «το δικαιούν» σήμαινε το να δηλώσεις ότι κάποιος είναι δίκαιος ή ενάρετος, όχι το να τον «κάνεις» δίκαιο ή ενάρετο -αυτό δείχνει ενδιαφέρον για μια εξωτερική δικαίωση η οποία στην πραγματικότητα είναι ένας πνευματικός μύθος. Ο Λούθηρος δημιούργησε ένα νομικισμό πολύ πιο αυστηρό από το νομικισμό που ανακάλυψε στη Ρωμαιοκαθολική σκέψη και πρακτική της εποχής του. Επιπλέον, το νομικίστικο δόγμα του Λουθήρου για την εξωτερική δικαίωση είναι από πνευματική άποψη σοβαρό, γιατί είναι μια νομική πράξη η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται και δεν μπορεί να υφίσταται. Ο Λούθηρος νόμιζε ότι πουθενά αλλού ο τονισμός των «έργων» δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο στο μοναχισμό. Γι’ αυτό ο μοναχισμός έπρεπε να απορριφθεί και απορρίφθηκε. Αλλά ο Λούθηρος έδωσε μια ευρύτερη ερμηνεία στον τονισμό από τον Απ. Παύλο της πίστεως, της δικαιώσεως εκ πίστεως και της άνευ όρων δωρεάς της χάριτος της σωτηρίας.
Ο Απ. Παύλος αντιμάχεται άμεσα τον Ιουδαϊσμό, ιδιαίτερα στην Προς Ρωμαίους Επιστολή του. Αυτός είναι τα «έργα του νόμου», ο νόμος όπως ορίζεται και ερμηνεύεται και ασκείται από τον Ιουδαϊσμό της εποχής του Απ. Παύλου. Ο Κύριος μας έδειξε την ίδια αντίδραση στην εξωτερίκευση και μηχανική κατανόηση του «νόμου». Πράγματι, το ίδιο το κείμενο της Προς Ρωμαίους Επιστολής αποκαλύπτει σε κάθε παράγραφο ότι ο Απ. Παύλος συγκρίνει τον εξωτερικό νόμο του Ιουδαϊσμού με την «κοινότητα» (το νέο) της πνευματικής κατανοήσεως του νόμου, με την «κοινότητα» της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού δια της Ενσαρκώσεως, του θανάτου, και της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Ο Θεός έγινε Άνθρωπος. Ο Θεός μπήκε μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία και πράγματι το «καινόν» (το νέο) είναι ριζοσπαστικό. Αλλά το να παρεξηγήσει κανείς την κριτική του Απ. Παύλου για τα «έργα», το να νομίσει ότι ο Απ. Παύλος μιλά για τα «έργα» που επιβάλλονται από τον Κύριο μας μάλλον παρά για την Ιουδαϊκή κατανόηση των έργων του «νόμου», είναι μια παρεξήγηση θεμελιακής φύσεως.
Εν τούτοις, είναι αλήθεια ότι ο Λούθηρος είχε δίκιο όταν θεωρούσε την ιδιαίτερη κατεύθυνση που είχε πάρει το Ρωμαιοκαθολικό σύστημα της «αξιομισθίας» ως κάτι παρόμοιο με το Ιουδαϊκό νομικίστικο σύστημα. Ο Λούθηρος, λόγω του παρελθόντος του, και λόγω του θεολογικού περιβάλλοντός του, όσες φορές διάβαζε κάτι στις Επιστολές του Απ. Παύλου για τα «έργα», αμέσως θυμόταν τη δική του εμπειρία ως μοναχού και το σύστημα της αξιομισθίας και των συγχωροχαρτιών μέσα στο οποίο είχε ανατραφεί. Πρέπει να τονισθεί πολύ έντονα ότι ο Λούθηρος προασπίζεται πράγματι τη μια πλευρά της σωτηρίας, αυτήν την αιτία και την πηγή της λυτρώσεως και της χάριτος, αλλά παραβλέπει την άλλη πλευρά, την πλευρά της συμμετοχής του άνθρωπου σ’ αυτήν την άνευ όρων δωρεά της θεϊκής πρωτοβουλίας και χάριτος.
Ο Λούθηρος φοβάται κάθε αναβίωση του Ρωμαιοκαθολικού συστήματος της αξιομισθίας και των συγχωροχαρτιών, φοβάται κάθε στάση που θα εγκαθίδρυε μια γνήσια Πελαγιανική τάση, κάθε στάση που θα επέτρεπε στον άνθρωπο να πιστεύει ότι αυτός ο άνθρωπος είναι η αίτια, η πηγή, ή η κύρια πηγή της σωτηρίας. Και εδώ ο Λούθηρος έχει δίκιο. Η διάκριση μεταξύ Αγάπης και Έρωτος που κάνει ο Nygren είναι ορθή μέσα σ’ αυτήν τη συνάφεια, γιατί κάθε πνευματικότητα η οποία παραλείπει την Αγάπη και επικεντρώνεται μόνο στον Έρωτα, στην προσπάθεια του ανθρώπου να κερδίσει τη δύναμη του Θεού, είναι κατά βάση μη Χριστιανική. Αλλά το θέμα δεν είναι τόσο απλό.
Και τα δυο άκρα είναι λάθος. Ο Θεός θέλησε ελεύθερα μια συνεργιστική οδό λυτρώσεως στην οποία ο άνθρωπος πρέπει να συμμετέχει πνευματικά. Ο Θεός είναι ο ενεργών, η αιτία, αυτός που αρχίζει, αυτός που συμπληρώνει κάθε λυτρωτική δραστηριότητα. Αλλά ο άνθρωπος είναι εκείνος που πρέπει να ανταποκριθεί πνευματικά στην άνευ όρων δωρεά της χάριτος. Και σ’ αυτήν την ανταπόκριση υπάρχει μια αυθεντική θέση για την πνευματικότητα του μοναχισμού και του ασκητισμού, μια θέσει που δεν έχει απολύτως τίποτε να κάνει με τα «έργα του νόμου», ή με το σύστημα της αξιομισθίας και των συγχωροχαρτιών.
Από το βιβλίο: ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
Μετάφραση: Παναγιώτη Πάλλη- Εκδόσεις: Π.ΠΟΥΡΝΑΡΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992