Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

Δύο διάλογοι τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου

Ψυχοφελήὁ μὲν εἷς μεταξὺ αὐτοῦ τε καὶ τοῦ μιαροῦ Δαίμονος, ὁ δὲ ἕτερος μετὰ τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ

ὃν ἀπέστειλεν, ὅτε ἠσκήτευεν ἐν τῇ ἐρήμῳ. Ἀναγινωσκόμενοι ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ κατὰ τὴν 17ην Ἰανουαρίου, τυπωθέντες πρὸς ψυχικὴν ὠφέλειαν τῶν ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καὶ μάλιστα τῶν ἱερωμένων καὶ τῶν μοναχῶν.

Τῷ Ἀναγινώσκοντι

Αἱ διηγήσεις αὗται ἀνταγραφεῖσαι παρά τινος Μοναχοῦ κατὰ τὸ 1842 (τοῦτο τὸ ἔτος εἶχε τὸ πρωτότυπον) ἔκ τινος παλαιοῦ χειρογράφου βιβλίου, εὑρισκομένου εἰς τὴν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω βιβλιοθήκην τῆς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως, τῆς ἐπονομαζομένης τῆς Κουτλουμουσίου.

Ἡ τύπωσις τῶν διηγήσεων τούτων βεβαίως θέλει ὠφελήσει πολλούς, ἐπειδὴ τὰ ἐν αὐταῖς ἐνδιαλαμβανόμενα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν πράττονται παρ᾿ ἡμῶν συνεργείᾳ τοῦ μιαροῦ Δαίμονος. Θέλει ὠφελήσει, λέγομεν, πολλούς, καὶ μάλιστα τοὺς Μοναχούς, ἵνα ἰδόντες τὰς πανουργίας τοῦ μιαροῦ Δαίμονος στερεωθῶσι περισσότερον εἰς τὴν ὁμολογίαν, ἣν ἔδωκαν ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἔλαβον τὸ Ἀγγελικὸν αὐτὸ σχῆμα, καὶ τοιουτοτρόπως ἕκαστος κατὰ τὴν δύναμιν αὐτοῦ νὰ διδάσκῃ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀφόβως ἔμπροσθεν τοῦ ποιμνίου του, εἰς ὃ ἐνεπιστεύθη πρὸς στήριξιν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας· ἐπειδὴ κατ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιον Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν· «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτήν.»

Αἱ διηγήσεις αὗται τυπωθεῖσαι, ὡς ἦσαν γεγραμμέναι, δηλαδὴ εἰς ἁπλῆν φράσιν, διὰ νὰ τὰς ἐννοῶσι καὶ οἱ ἡμιμαθεῖς, ἕνεκα τούτου παρακαλοῦμεν τοὺς λογιωτάτους, οἵτινες ἐγήρασαν εἰς τὴν σπουδήν, νὰ μὴ μᾶς ἐπιφέρουσιν ἐπικρίσεις, Ὁ δὲ Πανάγαθος Θεὸς εἴθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ πονηροῦ Δαίμονος, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καὶ ἱκεσίαις τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Ἀμήν.


 

Διάλογος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου μετὰ τοῦ Δαίμονος

Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἠσκήτευεν εἰς τὴν ἔρημον, νά καὶ ἔρχεται ὁ Δαίμων τὰ μεσάνυκτα, καὶ τοῦ ἐκτύπησε τὴν πόρτα διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξῃ. Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα του, βλέπει ἔξαφνα ἄνθρωπον ἀλλόκοτον καὶ ἔστεκεν ἔξω.

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ κτυπᾶς τὰ μεσάνυκτα τὴν πόρταν, καὶ τί θέλεις;»

Λέγει του ὁ μιαρὸς Δαίμων· «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαίμων.»

Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος «Πῶς ἦλθες, παγκάκιστε ἐδῶ;»

Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Δαίμων· «Ἦλθα νὰ σοῦ εἰπῶ πῶς μάχονται οἱ καλόγηροι καὶ λοιποὶ Χριστιανοί, ὑβριζόμενοι κατὰ πᾶσαν ὥραν, καὶ πῶς τοὺς κοσμικοὺς γυρίζω εὔκολα εἰς τὸ θέλημά μου.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Παγκάκιστε, διατί κάμνεις αὐτό;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Ἐγὼ φθονῶ τοὺς καλογήρους, διότι ὁ αὐθέντης μου ὁ Ἑωσφόρος ἔχει πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, ἐπειδὴ μέλλει ὁ Θεὸς ν᾿ ἀποκαταστήσῃ τὸ Τάγμα τῶν Ἀγγέλων ὁποῦ ἐξέπεσεν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ κάμῃ Ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς καλοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς ταπεινοὺς Μοναχούς, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσον φθόνον εἰς αὐτούς.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἐπειδὴ ἦλθες ἐδῶ, ὦ Δαίμων, ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ παντὸς τὸν κτίσαντα τὰ πάντα, νὰ σταθῇς αὐτοῦ ἕως οὗ νὰ ὁμολογήσῃς ὅλα ὅσα πράττεις.»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Διατί μὲ ἔδεσες Ἀντώνιε, ἐγὼ ἦλθα νὰ σοῦ πῶ τὸ καύχημά μου μόνον τὸ πῶς μάχονται οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ χριστιανοί, καὶ σὺ μὲ ἔδεσες;»

Λέγει ὁ Ἅγιος· «Εἰπέ μοι τὰ ἔργα τῶν Δαιμόνων, τὶ κάμνωσιν εἰς τοὺς Μοναχοὺς καὶ λοιποὺς χριστιανούς.»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Ἄκουσον Ἀντώνιε· ἡμεῖς εἴμεθα πρῶτα ἄγγελοι καὶ ὁ Ἑωσφόρος, ὁ πρῶτος μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν ἐξέπεσε, διότι ἠθέλησε νὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ἐπάνωθεν τοῦ Θεοῦ, συλλογιζόμενος δὶς τὸν ἑαυτόν του νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ τὸν Θεόν. «Καὶ ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ». Καὶ μόλις τὸ ἐσυλλογίσθη, παρευθὺς ἔπεσε κάτω εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾅδου, ἀκολουθοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμεῖς, καὶ ἐξ αἰτίας τούτου, ἀπὸ ἄγγελοι ἐγείναμεν δαίμονες, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τὸν φθόνον εἰς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ τοὺς πειράζομεν. Ἀλλὰ ἄλλο δὲν μᾶς θανατώνει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν καὶ τὴν ταπείνωσιν ὁποῦ κάμνουν οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί- διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πασχίζομεν κατὰ πολλὰ διὰ νὰ τοὺς κάμωμεν οὔτε νὰ προσεύχωνται οὔτε νὰ νηστεύωσιν, ἀλλὰ νὰ ἀμελῶσι καὶ νὰ ὑπερηφανεύωνται, καὶ ἄλλοι νὰ λέγωσιν ὅτι εἶναι εὔμορφοι, ἐνῷ εἶναι ἄσχημοι, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι προκομμένοι καὶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ἄλφα, καὶ βάνωμεν πολλὴν ἔχθραν ἀναμέσον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου διὰ νὰ μαλώνουν, καὶ ἐξ αἰτίας τούτου πηγαίνωμεν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἄλλους κάμνωμεν νὰ ἀρνῶνται τὸν Χριστόν, καὶ ἄλλους νὰ ἀφίνουν τὴν μοναχικὴν ζωὴν καὶ νὰ γίνωνται κοσμικοί, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον τοὺς πέρνομεν μαζὺ εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. Ἀλλ᾿ ἄκουσε καὶ τοῦτο, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ἄλλο δὲν μᾶς πειράζει οὔτε ἡ προσευχή, οὔτε ἡ νηστεία, ὅσον ἡ ταπείνωσις. Καὶ αὐτὴν τὴν βλέπομεν εἰς πολλοὺς μοναχοὺς καὶ εἰς ὀλίγους κοσμικούς, ἀλλὰ αὐτοὺς τόσον πολὺ σπουδάζωμεν νὰ τοὺς σύρωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ὅσον τὸ σκουλήκι ὁποῦ βόσκει εἴς τι δένδρον καὶ πασχίζει νὰ τὸ ξηράνῃ καὶ νὰ τὸ καταντήσῃ ἄχρηστον εἰς τὸ νὰ κάμῃ καρπὸν ὥστε νὰ βαλθῇ εἰς τὴν φωτιάν. Τέτοιας λογῆς λοιπὸν πασχίζομεν καὶ ἡμεῖς ὥστε νὰ ξηράνωμεν τὴν καρδία αὐτῶν ὁποῦ πράττουσι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὕστερον νὰ τοὺς ῥίξωμεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν.

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἀμὴ τοὺς κοσμικοὺς διατί τοὺς πειράζετε;»

Λέγει του ὁ Δαίμων – ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς διὰ τὸν Ἀδὰμ ἔῤῥιψε τὸν πρῶτον μας, καὶ ἔχομεν πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, βλέπεις δὲ καὶ ἐτοῦτα τὰ μαχαίρια ὁποῦ ἔχω εἰς τὴν ζῶσιν μου. Ὅλα δι᾿ αὐτοὺς τὰ ἔχω, καὶ ὅταν μεθύσωσιν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοὺς βάνω εἰς μάχην πολλὴν καὶ ἀπὸ λόγον εἰς λόγον πιάνονται, καὶ ἐγὼ ἀναμαζώνω τους καὶ σφάζονται, καὶ ὄχι ἐγὼ μοναχός μου, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποί μου ἀδελφοί.

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἀδελφοί σου;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Εἰς κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Καὶ πῶς λέγουν τὰ ὀνόματά των;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Τὸν ἕναν τὸν λέγουν Κενόδοξον, ἤγουν τῆς κενοδοξίας, καὶ τὸν ἄλλον Θυμώδη, ἐπειδὴ θυμώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέρνονται, κάμνοντας καὶ ἄλλα πολλότατα κακά, δηλαδὴ νὰ πηγαίνωσιν εἰς τὰ κριτήρια, νὰ ἐξοδεύωσι τὸν βίον τους, ἔχοντες καὶ ἡμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς πολὺ διάφορον τοὐτέστι μερδικόν, μόνον ἐκείνους ἔχομεν ἐχθροὺς ὁποῦ δὲν ἀφίνουν τοὺς ἄλλους νὰ πηγαίνουν εἰς τοὺς Κριτάς, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐκείνους ὁποῦ δὲν κάμνουν τὸ θέλημα μας πολλὰ τοὺς πολεμοῦμεν, ἀλλὰ δὲν κάμνωμεν τίποτε, καὶ ὅταν ὑπάγωμεν εἰς τὸν πρῶτον μας, πολὺ μᾶς μαλώνει καὶ ὑβρίζει. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ σε, νὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ ὑπάγω, ὅτι πολὺν καιρὸν ἔκαμα ἐδῶ, καὶ ἄργησα, καὶ πλέον μὴ μὲ ἐρωτᾷς, διότι πολὺ θέλει μὲ παιδεύσει ὁ αὐθέντης μου.

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «τόσους χρόνους ἔχετε, παγκάκιστοι ἐχθροί, ὁποῦ πειράζετε τὸν κόσμον καὶ ἀκόμη δὲν ἐχορτάσατε; Ἀμὴ πάλιν ὁρκίζω σε, εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεὸν νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν εἰς ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω.»

Τότε λέγει του ὁ Δαίμων· «Ἀντώνιε, διατί μὲ ἔδεσες περισσότερον, ὁποῦ ἐγὼ βιάζομαι; πηγαίνω διατὶ πολὺν καιρὸν ἄργησα ἐδῶ ὁποῦ ἕως τώρα ἤθελα γυρίσει εἰς τὸ θέλημά μου πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὺ δὲν μὲ ἀφίνεις, καὶ ὅταν ὑπάγω μὲ μαλώνει ὁ αὐθέντης μου, ἐρώτα με λοιπὸν ὀγρήγορα, διότι ὅλοι μου οἱ ἀδελφοὶ ὑπάγουν μὲ κανίσκια εἰς τὸν αὐθέντην μας τὸν πρῶτον, καὶ δὲν ἔχω μὲ τί νὰ ὑπάγω καὶ ἐγώ, ἐπειδὴ μὲ κατέστησες ἄμοιρον τῆς χάριτός μου, καὶ μὲ μαλώνουν οἱ ἀδελφοί μου ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τὰ πανηγύρια.

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ποῖον εἶναι τὸ μεγαλήτερον σκάνδαλον ὁποῦ δίδετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες εἰς τοὺς ἀνθρώπους;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Κενοδοξίαν καὶ εἰς τοῦτο ἐγὼ πιάνω καὶ τοὺς δαιμονίζω, διὰ νὰ πιασθοῦν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ἔπειτα φθάνει καὶ ὁ θυμώδης ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφὸς καὶ τοὺς δίδει διπλῆν τὴν κενοδοξίαν καὶ τότε πιάνωμεν καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν πολλά, καὶ οὕτω κάμνουν τὸ θέλημα μας καὶ τότε ὑπάγωμεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ αὐτὸς πολὺ μᾶς χαίρεται, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἀμὴ πῶς δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεόν, ἀλλὰ τολμᾶτε καὶ κάμνετε σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Ἀντώνιε, ἡμεῖς ἔχομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν θέλημα, καὶ ὅ,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, ἀφίνοντάς μας καὶ οἱ Ἄγγελοί του νὰ πράξωμεν ὅ,τι θέλωμεν καὶ ἡ παραχώρησις αὕτη δίδεται εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους· διατὶ ὅσοι ἔχουν πίστιν σταθερὰν δὲν κάμνουν τὰ θελήματά μας, διὰ τοῦτο πηγαίνομεν καὶ εἰς τὰ τραπέζια ὁποῦ ἔχουν παιγνίδια, καὶ κανένας δὲν μᾶς ἐμποδίζει, καὶ χαιρόμεθα καὶ ἡμεῖς μαζὺ μὲ αὐτούς, καὶ γίνονται ἰδικοί μας ὑπηρέται, καὶ ἀφίνοντες τὸν Θεὸν λατρεύουν ἡμᾶς καὶ πολλαῖς φοραῖς μᾶς ὑβρίζουν, ἀλλ᾿ ὅταν πίνουν τὸ κρασὶ μὲ τὰ παιγνίδια, πάλιν κάμνουν τὸ θέλημά μας.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὲ εἰπῇς καὶ τοῦτο· δηλαδὴ τὴν Κυριακὴν τί κάμνετε εἰς τοὺς χριστιανούς;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Ἡμεῖς καθόλου δὲν ἀναπαυόμεθα ὅλον τὸν καιρόν, οὔτε παύομεν τὰ σκάνδαλα, μόνον εἰς αὐτὰ εὑρισκόμεθα παντοτεινά, καὶ τὴν Κυριακὴν κάμνομεν πολλὰ εἰς τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄλλους κάμνομεν νὰ ῥάπτουν, ἄλλους νὰ πραγματεύωνται, ἄλλους νὰ γελοῦν, ἄλλους νὰ τραγωδῶσι, καὶ εἰς τὰς γυναῖκας, ἄλλας νὰ τὶς κάμνωμεν νὰ κεντῶσιν, ἄλλας νὰ πραγματεύονται τὴν Κυριακήν, κάμνομεν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας νὰ πολυκοιμῶνται καὶ νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τοὺς δίδομεν πόνον εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ εἰς ἄλλο μέρος τοῦ κορμίου, διὰ νὰ εὑρίσκουν πρότασιν, νὰ λέγωσι πῶς δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τὸν χειμῶνα τοὺς δίδομεν ζέσταν, καὶ τὸ καλοκαίριον γλυκύτητα εἰς τὸν ὕπνον καὶ βάρος εἰς τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴ σηκωθοῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ οὕτω κάμνουν καὶ αὐτοὶ τὰ θέλημά μας. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν, φεύγωμεν ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ πηγαίνομεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὸ θέλημά μας, νὰ ἔχουν καὶ νὰ κρατοῦν τὸν βίον τους, σιμά των ὡς νὰ δουλεύουν τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς ἑορτὰς νὰ μὴν τιμοῦν. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ τιμοῦν τοὺς ἁγίους, παρακαλοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι δι᾿ αὐτοὺς τὸν Θεόν, καὶ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ξαναφεύγουν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς θρηνοῦμεν πῶς τοὺς ἐχάσαμεν, διατὶ δὲν κάμνουν πλέον τὸ θέλημά μας, καὶ διὰ τοῦτο ὁ πρῶτος μας, πολλὰ συγχίζεται καὶ θλίβεται δι᾿ αὐτούς· τότε δέ, κάμνει σύναξιν μεγάλην εἰς ὅλους τοὺς Δαίμονας καὶ πολλὰ πολλὰ τοὺς μαλώνει καὶ τοὺς ὑβρίζει, πῶς δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ἑορτάζοντας τὰς Κυριακάς, διὰ τοῦτο μαλώνει ἡμᾶς καὶ τότε πηγαίνομεν καὶ ἡμεῖς καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν καὶ οὕτω κάμνουν πάλιν τὸ θέλημά μας, καὶ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ μᾶς χαίρεται κατὰ πολλάς, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς περισσοτέραν τιμήν, καὶ πάλιν στέλλει καθ᾿ ἕναν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς διαφόρους ὑπηρεσίας, δηλαδὴ ἄλλους εἰς τὴν θάλασσαν νὰ παρακινοῦν τοὺς ναύτας νὰ πνίγουν τοὺς ἐπιβάτας διὰ νὰ πάρουν τὸν βίον τους ἂν ἔχουν, ἄλλους εἰς τὰ ποτάμια, καὶ πάλιν στέλλει τὸν ἔξαρχον μὲ ἑκατὸν πεντήκοντα Δαίμονας νὰ ταράσσουν τὴν θάλασσαν διὰ νὰ κινδυνεύουν τὰ καράβια, καὶ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ναῦται καὶ νὰ ὑβρίζουν τὴν πίστιν τους, καὶ νὰ λέγουν πολλὰς ἄλλας βλασφημίας, ἄλλους διὰ νὰ φονεύουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἄλλους εἰς τὰ παιγνίδια διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα νὰ μαλώνουν καὶ νὰ ὑβρίζωνται ἕνας τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ὁλίγον εἰς ὁλίγον πιάνονται καὶ δέρνονται καὶ ἔτζι κάμνουν τὸ θέλημά μας, δίδοντες εἰς αὐτοὺς πολὺν θυμὸν διὰ νὰ χάνουν τὸν μισθόν τους ἀπὸ τὸν Ἅγιον ὁποῦ ἑορτάζουν, καὶ ἄλλοι πάλιν δαίμονες εἰσχωροῦν εἰς ἀνδρόγυνα καὶ κάμνουν πολλὴν μάχην, καὶ ἄλλοι εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν περισσὸν βίον, διὰ νὰ σκληρύνουν, τὰς καρδίας των καὶ νὰ μὴ λυπῶνται τοὺς πτωχοὺς διόλου, ἀλλὰ μόνον νὰ παίρνουν τῶν πτωχῶν τὸ ἀμπέλι, ἢ τὸ χωράφι, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν πολὺ νὰ μὴ λυπῶνται οἱ πλούσιοι, τοὺς πτωχούς.»

Τότε λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, νὰ μοῦ εἰπῇς καὶ τοῦτο τί ἔχετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες μὲ τοὺς πτωχούς;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Ἡμεῖς ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς διάφορον δὲν ἔχομεν, παρὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ κλέπτουν, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας δοῦλοι, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ φυλάττουν τὴν πίστιν τους, διάφορον δὲν ἔχομεν.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ δίδουν τὰ ἀργύριά τους μὲ τὸ διάφορον πῶς τοὺς ἔχετε;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας φίλοι.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ μαντεύουν πῶς τοὺς ἔχετε;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Αὐτοὶ εἶναι ὡσὰν μανάδες μας, ἐπειδὴ πλανοῦν τὸν κόσμον, καὶ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν πολὺ διάφορον ἀπὸ αὐτούς, διατὶ ἀφίνουν τὸν Θεόν, καὶ κάμνουσι τὸ ἰδικόν μας θέλημα, ἐπειδὴ κάμνουν τὸν ἑαυτόν τους διὰ Θεὸν καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς διὰ νὰ δώσωμεν εἰς τὸν ἄρρωστον τὴν ὑγείαν του, καὶ τότε ὁ μαντατοφόρος Δαίμων στέλλει δώδεκα ὑπηρέτας νὰ κάμουν φαντασίαν, πῶς ἀπὸ τὴν μαντείαν ἐσηκώθη ὁ ἄρρωστος, καὶ εὐθύς, ὁ μαντατοφόρος Δαίμων γράφει εἰς τὸ κατάστιχόν του ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θέλημά του, διὰ τοῦτο καὶ ὁ αὐθέντης μας, πολλὰ τοὺς χαίρεται, καὶ τοὺς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν.

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἐκείνους ὁποῦ δὲν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν πῶς τοὺς ἔχετε;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Ὡσὰν οἱ γονεῖς τὰ παιδία των – διατὶ ἡμέραν Κυριακὴν μᾶς ἅρπαξεν ὁ Χριστός, ὅσους εἴχαμεν εἰς τὴν κόλασιν.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Διατί ἐβάλατε τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸν ἐσταύρωσαν;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Δὲν τὸ ἠξεύραμεν ὅτι ἦτον ὁ Θεός, ἀμὴ ἐνομίζαμεν αὐτὸν διὰ Προφήτην καὶ ἠπατήθημεν. Διότι τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν τὰς ἠξεύρει. Λοιπὸν παρακαλῶ σε Ἀντώνιε, ἄφησέ με νὰ ὑπάγω, διότι πολὺ ἄργησα, καὶ πλέον μὲ τοὺς ἀδελφούς μου δὲν θὰ ἔχω ἀνάπαυσιν.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν σὲ ἀφίνω ἂν δὲν μοῦ εἰπῇς ἀκόμη τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων.»

Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Δαίμων λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον· «Πολὺ κακὸν ἔκαμες εἰς ἐμέ, Ἀντώνιε, καὶ μὲ ἀργοπορεῖς κάθοντάς με ἐδῶ ἀδιαφόρευτον. Καὶ κατὰ πολλὰ ζημιώνομαι, χάνοντας καὶ τὴν ὑπόληψίν μου ἀπὸ τὸν αὐθέντην μου.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Εἰπέ μοι καὶ τοῦτο· Αὐτοὺς ὁποῦ δὲν ἀγαποῦν ἕνας τὸν ἄλλον, πῶς τοὺς ἔχετε;»

Λέγει ὁ Δαίμων· «Ἐδικοί μας κουμπάροι εἶναι, διότι καὶ ἡμεῖς ἀγάπην ἀναμεταξύ μας δὲν ἔχομεν, καὶ ἐκεῖ ὁποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀγάπη δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἐμβῶμεν εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ ἐνεργήσωμεν ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ θέλομεν καὶ ἀρέσουν τοῦ αὐθέντος μας, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ περισσότερον ἄλλο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἰμὴ τὴν ἀγάπην· διὰ τοῦτο καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔχουν τὴν ἀγάπην πρὸς τοὺς γειτόνους των, στεκόμεθα μακρὰν ἀπὸ αὐτούς.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἀμὴ αὐτοὺς ὁποῦ δίδουν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς πῶς τοὺς ἔχετε;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Πολλαῖς μαχαιριαῖς ἐμπήγουν εἰς τὴν καρδίαν μας ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ λυποῦνται τοὺς πτωχούς, διότι εὐσπλαγχνίζεται καὶ αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ ἅμα δώσουν τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς σβήνονται ἀπὸ τὸ κατάστιχον τῶν γραμμάτων μας αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ἡμεῖς χάνομεν τὸν κόπον μας, καὶ δὲν ἔχομεν ἀπὸ αὐτοὺς ποσῶς διάφορον.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ κρατοῦν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, πῶς τοὺς ἔχετε;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Αὐτοὶ εἶνε τραπεζῖται ἐδικοί μας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πέρνουν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ ἁρπάζομεν ἡμεῖς, καὶ διὰ τοῦτο ποτέ τους δὲν χορταίνουν, καὶ εἰς αὐτὸ χαιρόμεθα πολύ· ἀλλὰ δὲν ἤξευρα πῶς ἔχεις νὰ μὲ κρατήσῃς ἐδῶ τόσον καιρόν, ἀλλὰ ἤθελα νὰ φύγω μακρὰν ἀπὸ ἐσένα ὥσπερ δαίμων.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Καὶ ἐγὼ θαυμάζω πῶς ἐσεῖς οἱ δαίμονες κάμνετε τόσον κακὸν εἰς τὸν κόσμον.»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Διὰ τοῦτο μᾶς ἐκαταράσθη ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴν ἔχωμεν κανένα καλόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καλωσύνην νὰ ἀπέχωμεν πάντοτε· καὶ διὰ τοῦτο ἐργαζόμεθα κάθε λογῆς κακὸν εἰς τὸν κόσμον, ὡς καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς, καὶ εἰς τοὺς πατριάρχας, καὶ εἰς τοὺς μητροπολίτας καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ ὁσίους καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ πλουσίους, καὶ εἰς ὅλους δίδομεν σχεδὸν τὴν φιλαργυρίαν, τὴν μάχην, τὴν ζήλειαν, τὸν φθόνον καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κακά, καὶ ὡς ἐκ τούτου γίνονται φίλοι μας. Καὶ τί νὰ σὲ εἰπῶ, Ἀντώνιε, αἱ τέχναι μας εἶναι ἀμέτρηται.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἀμὴ εἰς τὰ παιδία τί κάμνετε ἐκεῖ ὁποῦ παίζουν;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Ἐκεῖ ἔχομεν ἡμεῖς τὴν χάριν μας καὶ κάμνομεν πολλὰς τέχνας διὰ νὰ σφαγοῦν ἢ νὰ ἐβγάλουν τὰ ὀμμάτια τους, ἢ νὰ τσακίσουν τὰ χέρια τους καὶ τὰ ποδάρια τους, καὶ ἄλλα πολλὰ κακὰ ἐργαζόμεθα διὰ νὰ θυμώνεται τὸ ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, καὶ νὰ πηγαίνουν οἱ γονεῖς των εἰς τὰ κριτήρια καὶ εἰς τοὺς αὐθεντάδες νὰ ἐξοδιάζουν τὸ βίον τους καὶ νὰ χαλοῦν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νὰ τὰ φθείρουν τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι διάφορον ἐδικόν μας ὁποῦ ἔχωμεν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Ἀμὴ εἰς τὸν διδάσκαλον, ὁποῦ μανθάνει τὰ παιδία ἱερὰ γράμματα, ὑπάγετε καὶ ἐκεῖ νὰ κάμνετε σκάνδαλα;»

Λέγει του ὁ Δαίμων· «Εἰς αὐτὰ ὑπάγομεν, ἀμὴ στεκόμεθα ἀπὸ μακράν, διότι κρατοῦν τὰ βιβλία καὶ διαβάζουν τὰ γράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα πολλὰ μᾶς κατακρίνουν καὶ μᾶς κατηγοροῦν, διὰ τοῦτο δὲν ὑπάγωμεν σιμά των, παρ᾿ ὅταν παύσουν καὶ δὲν διαβάζουν, τότε ὑπάγωμεν κοντά των καὶ βάνωμεν εἰς αὐτὰ πολλοὺς λογισμοὺς διὰ νὰ μισοῦν τὸ γράμματα, διὰ νὰ μὴ διαβάζουν, ὥστε νὰ μισοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας, διατὶ διαβάζοντας πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδία γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν καὶ ἔχομεν πολλὴν ἀδικίαν ἀπὸ αὐτά, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας βάνοντας εἰς αὐτά, μεγάλας παιδεύσεις καὶ τιμωρίας, καὶ τότε τὰ γράφομεν εἰς τὸ κατάστιχόν μας, συντρίβοντες ἀπὸ αὐτὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὅσοι ἀναγινώσκουν τὰ γράμματα πολλὰ μᾶς ὑβρίζουν, καὶ διὰ τοῦτο κάμνομεν τὰ παιδία νὰ μισοῦν τὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τὰ ἰδοῦν, κάμνοντες καὶ τοὺς γονεῖς των νὰ γίνωνται ἀμελεῖς καὶ νὰ μὴν τὰ παιδεύουν εἰς τὰ γράμματα, ἐπειδὴ διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων δοξάζεται ὁ Θεὸς διὰ τὴν πολλὴν χάριν ὁποῦ ἔχουν.»

Ταῦτα ἄκουσας ὁ Ἅγιος παρὰ τοῦ Δαίμονος, εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ἐπιτιμήσει σε, Κύριος ὁ Θεός, διάβολε, εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῆς ἀγγέλοις αὐτοῦ.» Καὶ παρευθὺς ἔγεινεν ἄφαντος ὁ Δαίμων ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ μείνας ὁ Ἅγιος ἐκστατικὸς ἐκείνην τὴν ὥραν, εἶπε· «Θεὲ Παντοκράτορ καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, αὐτὸς δέσποτα φιλάνθρωπε, ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ παμπονήρου διαβόλου» καὶ ποιήσας προσευχὴν ὁ Ἅγιος ὕπνωσεν ὁλίγον.

Προσελθὼν λοιπὸν Ἄγγελος Κυρίου εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἀντώνιε, εἶδες τὸν πονηρὸν δαίμονα;» Ναί, εἶδα αὐτὸν ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος -ἀμὴ ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ συντυχαίνεις; Λέγει του, ὁ Ἄγγελος· «Ἐγὼ εἶμι ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ ἤλθα νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ γράψεις τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων καὶ νὰ τὰς φανερώσῃς εἰς τὸν Κόσμον.» Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ ὅσιος, ἐνεθυμήθη τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπεν· «Εὐχαριστῶ σοι Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, ὁποῦ ἔστειλας τὸν Ἄγγελόν σου, λέγοντάς μου νὰ γράψω τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πῶς αὐτοὶ κάμνουσι φθόνους, φόνους, μάχας καὶ ζηλοφθονίας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνεργοῦν εἰς αὐτοὺς νὰ ἐχθρεύωνται ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακήν, ὁποῦ ἔγεινεν ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Διὰ τοῦτο, τέκνα μου ἀγαπητὰ ἐν Χριστῷ, παρακαλῶ νὰ ἀκούσητε ταύτην μου τὴν νουθεσίαν, καὶ νὰ ἀπέχητε ἀπὸ κάθε λογῆς παιγνίδια καὶ ἀτοπήματα, ἐπειδὴ αὐτὰ χαίρονται νὰ βλέπουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὁποῦ προξενοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀμέτρητα σκάνδαλα, καὶ νὰ παρακαλῆτε τὸν Θεὸν νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰς ἐνέδρας τοῦ μιαροῦ ἐχθροῦ μας, δαίμονος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν βοηθὸν ἡμῶν, οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Διάλογος τοῦ Μεγάλου Αντωνίου μετὰ τοῦ Ἀγγέλου

 

Οὗτος ὁ Μακάριος καὶ Πανθαύμαστος Ἀββᾶς καὶ Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος ὁ μέγας, εἰς καιρὸν ὁποῦ εὑρίσκετο εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἀσκήτευεν, ἐφάνη πρὸς αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου εἰς σχῆμα Καλογήρου, καὶ ὡς τὸν εἶδεν ὁ Ὅσιος, ἔκαμε πρὸς αὐτὸν μετάνοιαν.

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς αὐτόν· «Εὐλόγησον Πάτερ Ἅγιε.»

Ὁ δὲ Ἅγιος νομίζοντας ὅτι εἶνε καλόγηρος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖσε ἐρημίτας, λέγει πρὸς αὐτόν· «ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σε τέκνον μου» καὶ πλησιάσας πρὸς τὸν Ἄγγελον εἶπεν εἰς αὐτόν· «ἂς περιπατήσωμεν μαζὺ ὁλίγον δρόμον» καὶ περιπατῶντες εἶπεν ὁ Ὅσιος· «θαυμάζω, ἀδελφὲ εἰς τὴν θεωρίαν σου καὶ εἰς τὴν νεότητα καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν ὁποῦ ἔχεις καὶ ἐκπλήττομαι, διότι τοσοῦτον κάλλος δὲν εἶδον εἰς ἄλλον ἄνθρωπον καὶ διὰ τοῦτο στοχάζομαι πῶς δὲν εἶσαι ἄνθρωπος. Λοιπὸν ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν.»

Ὁ δὲ Ἄγγελος ποιήσας μετάνοιαν, λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον· «Πάτερ Ἅγιε, μὲ βλέπεις, ἐγὼ ἄνθρωπος δὲν εἶμαι, ἀλλά, Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤλθα νὰ σὲ διδάξω μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνα ὁποῦ δὲν ἠξεύρεις, καὶ τὰ ὁποῖα ἐπιθυμεῖς νὰ μάθῃς· λοιπὸν ἐρώτα με ὅτι θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ.»

Τότε ἔπεσεν ὁ Ἅγιος καὶ ἔκανε μετάνοιαν τοῦ Ἀγγέλου λέγοντας· «Εὐχαριστῶ σοι Κύριε ὁ Θεός μου, ὅτι μοῦ ἔπεμψας ὁδηγὸν διὰ νὰ μοῦ φανερώσῃ κεκρυμμένα μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἐπιθυμοῦσα νὰ μάθω.»

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον· «ἐρώτα με λοιπόν.»

Ὁ δὲ Ἅγιος ἀποκριθείς, εἶπεν· «Εἰς τὸν αἰώνιον ἐκεῖνον κόσμον, γνωρίζονται οἱ ἀποθαμμένοι ἄνθρωποι ἕνας τὸν ἄλλον;»

Ὁ δὲ Ἄγγελος ἀποκριθείς, εἶπε, πρὸς τὸν Ὅσιον· «Βλέπεις εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ὁποῦ ἀφ᾿ ἑσπέρας κοιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὸ πρωὶ ὅταν ξημερώσῃ ἀπαντῶνται ἕνας τὸν ἄλλον καὶ χαιρετοῦνται καὶ συνομιλοῦν ὡς φίλοι, ἀναφέροντες τὰ ὅσα εἶχον προμελετήσει, τοιουτοτρόπως γίνεται καὶ εἰς ἐκεῖνον τὸν Κόσμον, καὶ ἕνας τὸν ἄλλον γνωρίζεται καὶ συνομιλεῖ, καὶ καθὼς ἕνας ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει ἄλλον ἐδῶ καὶ ἐρωτῶντας μανθάνει ποῖος εἶναι, οὕτω γίνεται καὶ ἐκεῖ· πλὴν οἱ δίκαιοι μόνον γνωρίζονται, οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅμως διόλου.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Εἰπέ μοι καὶ τοῦτο παρακαλῶ σε, ὅταν εὐγαίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὶ γίνεται; Καὶ τὰ μνημόσυνα διατί τὰ κάμνουσι; καὶ τί ὄφελος δίδουσιν εἰς τοὺς ἀποθαμένους;»

Λέγει του ὁ Ἄγγελος· «Ἄκουσον, πάτερ Ἅγιε, ἡ ψυχὴ ἀφοῦ εὔγει ἀπὸ τὸ κορμί, τὴν λαμβάνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὑπάγουν εἰς τὸν οὐρανὸν -διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· γίνεται ὅμως καὶ τοῦτο, ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕως τὴν γῆν εἶναι τάγματα δαιμόνων, τὰ ὁποῖα λέγονται ἐναέρια Τελώνια τῶν ψυχῶν, καὶ ἀπαιτοῦσιν ἐκεῖνα τὰ πονηρὰ πνεύματα τὴν ψυχὴν καὶ φέρουσιν τὰ κατάστιχά των εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι γραμμέναι οἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὰ δείχνουν εἰς τοὺς Ἀγγέλους· λέγοντες εἰς αὐτούς, ὅτι τὴν δεῖνα ἡμέραν εἰς τὰς τόσας τοῦ μηνὸς ἐποίησε τὴν δεῖνα ἁμαρτίαν, δηλαδὴ ἐδῶ ἔκλεψεν, ἐκεῖ ἐπόρνευσεν, ἐδῶ ἐμοίχευσεν, ἐκεῖ ἐμαλακίσθη, εἰς τὸν δεῖνα τόπον εἶπε ψέμματα· εἰς ἄλλον ἔκαμεν ἄλλην ἁμαρτίαν καὶ πάλιν ἂν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε καλοσύνην ξέρουν καὶ οἱ Ἄγγελοι τὰ ἐδικά των κατάστιχα μὲ τὰ ὁποῖα δείχνουσι καὶ αὐτοὶ πόσας καλοσύνας ἔκαμεν εἰς τὴν ζωήν του, δηλαδὴ ἐλεημοσύνην, ἢ λειτουργίαν, ἢ νηστείαν, ἢ προσευχήν, ἢ σαρανταλείτουργον, ἢ ἄλλας καλὰς ἀρετάς, καὶ ἂν εὑρεθῶσιν περισσότεραι αἱ καλοσύναι ἁρπάζουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ἀναβιβάζουν εἰς τὸ δεύτερον σκαλούνι, καὶ ἐκεῖ εὑρίσκουν ἄλλο τάγμα δαιμόνων, δυνατώτερον τρίζοντες τὰ ὀδόντιά των, ὡσὰν ἀγριότατα θηρία, καὶ ὑβρίζουν τὴν ψυχὴν καὶ πάσχουν νὰ τὴν ἁρπάξουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Ἀγγέλων, γίνεται μία μεγάλη διάλεξις καὶ μέγας θόρυβος διὰ νὰ δυνηθοῦν οἱ Ἄγγελοι νὰ ἐλευθερώσουν τὴν ψυχὴν ἐκείνην ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δαιμόνων, καὶ ἂν ἐλευθερωθῇ ἀναβαίνει εἰς τὸ τρίτον σκαλούνι· καὶ ἐκεῖ εἶναι ἄλλο τάγμα δαιμόνων δυνατώτερον καὶ ἀγριότερον καὶ γίνεται μέγας ἀγών, πολὺ σύγχυσις καὶ ταραχὴ εἰς αὐτούς πῶς νὰ κερδίσωσι τὴν ἐλεεινὴν ἐκείνην ψυχήν, οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν μιαρῶν δαιμόνων καὶ ἂν λυτρωθῇ καὶ ἀπὸ αὐτούς, ὑπάγουν καὶ εἰς τὸ παραπάνω σκαλούνιον, ἕως οὗ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ ἕβδομον, καὶ ἐκεῖ εἶναι ἄλλο τάγμα δαιμόνων ὁποῦ λέγεται τῆς πορνείας· καὶ τὶς διηγήσεται πάτερ Ἅγιε, τὴν τοσαύτην ταραχὴν καὶ τὸν θόρυβον ὁποῦ κάμνουσι καὶ φοβερίζουν τὴν ταλαίπωρον ἐκείνην ψυχήν, καὶ ἂν τύχῃ καλόγηρος, τότε γίνεται ἄκομα σφοδρότερος θόρυβος· λέγοντες εἰς ἐκείνην τὴν ἐλεεινὴν ψυχήν· ποῦ ὑπάγεις, ὁποῦ ἐσὺ ἐπόρνευσες καὶ ἐμόλυνες τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα· ἀποστρέφου εἰς τὰ ὀπίσω καὶ πήγαινε εἰς τὸ σκότος καὶ τὸν βρομερὸν τόπον τοῦ ᾅδου. Ἀλλοίμονον λοιπὸν εἰς αὐτήν! καὶ ποῖα γλῶσσα δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν τοιαύτην τιμωρίαν ὁποῦ κάμνουν οἱ δαίμονες εἰς τὴν κατάδικον ἐκείνην ψυχήν! Ἐγὼ τίμιε Πάτερ, εἶμαι Ἄγγελος, καὶ πάλιν φρίττω, πόσον μᾶλλον νὰ μὴ τρέμῃ ἐκείνη ἡ ψυχὴ τὴν τοιαύτην παίδευσιν ὁποῦ λαμβάνει! Ἐὰν ὅμως ἐξ ἐναντίας εὑρεθῇ ἡ ψυχὴ καθαρὰ ἀπὸ ἁμαρτίαις τὴν ἁρπάζουν οἱ Ἄγγελοι καὶ ἀναβαίνει χαίρουσα εἰς τὸν Χριστόν, τότε βλέπει τοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὴν λαμπρότητα ἐκείνην τὴν ἄριστον, καὶ ἀκούει τῶν Ἀγγέλων τὴν μελῳδίαν καὶ τὸ κάλλος ἐκεῖνο τὸ ἀμήχανον.

Ἐρώτησε δὲ ὁ Ὅσιος· «Καὶ τὰ μνημόσυνα διατὶ τὰ κάμνουν;»

Ἀπεκρίθη ὁ Ἄγγελος· «αἱ τρεῖς γίνονται, ἐπειδὴ εἶπα ὅτι εἰς τὰς τρεῖς ἡμέρας ἔρχεται ἡ ψυχὴ καὶ προσκυνᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται πῶς πέμπονται, ὥσπερ κανίσκιον εἰς τὸν Κύριον, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς ταύτης· καὶ μετὰ τὴν προσκύνησιν τὴν περνοῦν πάλιν οἱ Ἄγγελοι καὶ δείχνουν εἰς αὐτὴν τοὺς τόπους ὁποῦ ἐπεριπάτησεν μὲ τὸ σῶμα καὶ τῆς ἐνθυμίζουν τὰς πράξεις, ὁποῦ εἰς αὐτοὺς ἔκαμε, λέγοντες εἰς αὐτήν, ἐδῶ ἔκλεψες, ἐκεῖ ἐπόρνευσες, ἀλλοῦ ἐφόνευσες, ἐκεῖ ἐβλασφήμησες καὶ ἀκολούθως τῆς ἐνθυμίζουν ὅλας τὰς ἁμαρτίας ὁποῦ εἰς ὅλην τὴν ζωὴν ἔκαμε, καὶ πάλιν τῆς δείχνουν ὅσα καλὰ ἔπραξε· δηλαδὴ ἐδῶ ἔκανες ἐλεημοσύνην, ἐκεῖ νηστείαν, ἐδῶ λειτουργίαν, ἐκεῖ μετάνοιαν, ἐδῶ παράκλησιν, ἐκεῖ ἀγρυπνίαν, ἐδῶ προσευχήν, ἐκεῖ γονυκλισίαν καὶ ὅσα ἄλλα ἀγαθὰ ἔπραξεν εἰς τὰς ἡμέρας ὅλας τῆς ζωῆς της· καὶ τὴν ἐννάτην ἡμέραν πάλιν ἔρχεται εἰς προσκύνησιν καὶ διὰ τοῦτο κάμνουν τὰ μνημόσυνα καὶ τὰς λειτουργίας πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνωνται τὰ μνημόσυνα. Παίρνουσιν αὐτὴν πάλιν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὑπάγουν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ τῆς δείχνουν τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, τὰς ἀναπαύσεις τῶν δικαίων, καὶ ὡσὰν ἰδῇ τὰς κατοικίας ἐκείνας τὰς ὡραίας καὶ θαυμαστάς, παρακαλεῖ τοὺς ἀγγέλους διὰ νὰ σταθῇ ἐκεῖ καὶ αὐτὴ εἰς ἐκεῖνα τὰ ἀγαθὰ τῶν δικαίων· παίρνοντάς την δὲ πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ, τὴν ὑπάγουν εἰς τὴν κόλασιν καὶ τῆς δείχνουν πῶς κολάζονται οἱ ἁμαρτωλοί, λέγοντες εἰς αὐτήν, οὗτος ἐστὶν ὁ πύρινος ποταμὸς (δείχνοντες τοὺς τόπους), ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος ἐστὶν ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, καὶ καθεξῆς τῆς δείχνουν ὅλας τὰς κολάσεις τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ὡσὰν τελειώσουν αἱ τεσσαράκοντα ἡμέραι, ὑπάγουν πάλιν τὴν ψυχὴν καὶ προσκυνᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τοῦτο πάλιν γίνονται τὰ μνημόσυνα, ἐπειδὴ μέλλει ἡ ψυχὴ νὰ λάβῃ τὴν ἀπόφασιν ὅθεν μέλλει νὰ τὴν διατάξῃ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, νὰ κατοικήσῃ ἕως τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ μὲ τὸ ἴδιον της κορμὶ κατὰ τὰ ἔργα της.»

Τότε στενάξας ὁ Ἅγιος ἐκ καρδίας καὶ δακρύσας πικρῶς, εἶπεν· «Ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἁμαρτωλόν, ὁποῦ ἐγεννήθη, καλλίτερα ἦτον εἰς αὐτὸν νὰ μὴν γεννηθῇ, καὶ μακάριος ἐκεῖνος ὁ δίκαιος ἄνθρωπος ὅταν ἐγεννήθῃ·» καὶ ἀκολούθως λέγει ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Παρακαλῶ σε εἰπέ μοι καὶ τοῦτο, ἡ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν ἔχει τέλος;»

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπεν· «Οὔτε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει τέλος, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ἡ κόλασις εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἔχει τέλος, καὶ ἐὰν ἔπαιρνέ τις ἄνθρωπος κάθε χιλίους χρόνους ἕνα κόκκον ἀπὸ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης ἢ μίαν σταλαγματιὰν νερὸν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἤθελεν ἐλπίσει τινὰς νὰ σωθῇ κανένα καιρόν, ἀμὴ ἡ κόλασις εἶναι διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἡ αἰώνιος βασιλεία διὰ τοὺς δικαίους, καὶ δὲν ἔχουν τέλος.»

Λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Εἰπέ μοι παρακαλῶ σε καὶ τοῦτο· ποῖος Ἄγγελος εἶναι εὐσπλαγχνικώτερος εἰς τὸ νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ πρεσβεύῃ δι᾿ αὐτούς;»

Καὶ ὁ Ἄγγελος ἀποκριθεὶς εἶπεν· «Ὅλοι οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἅγιοι ἔχουν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποθοῦσι τὴν σωτηρίαν των, πλέον δὲ πάντων τούτων, ἡ Κυρία ἡμῶν Δέσποινα Θεοτόκος ἔχει περισσοτέραν τὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀκαταπαύστως δέεται εἰς τὸν Μονογενῆ της Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, δι᾿ αὐτούς, καὶ διὰ τὴν παράκλησίν της στέκεται ὁ κόσμος ἕως τὴν σήμερον, ὁποῦ ἔμελλε ν᾿ ἀπωλεσθῇ διὰ τὰς ἁμαρτίας, καὶ διὰ τὴν καταφρόνησιν ὁποῦ κάμουν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους.»

Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Ποίαν ἁμαρτίαν μισεῖ ὁ Θεὸς περισσότερον ἀπὸ τὰς ἄλλας;»

Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἄγγελος εἶπε· «Τὴν μιαρὰν ὑπερηφάνειαν, διατὶ αὐτὴ ἔκαμε τὸν πρῶτον ἄγγελον καὶ φωτεινὸν ἑωσφόρον διάβολον, ῥίπτοντάς τον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς κολάσεως· ὁμοίως ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ παρακοὴν ἐξέπεσεν ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον, καὶ ὁ Φαρισσαῖος ὡς διαλαμβάνει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, κατεκρίθη. Καὶ ὅστις πέσει εἰς τοῦτο τὸ πάθος, δυσκόλως εἶναι νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐὰν δὲν ἐπιστρέψῃ εἰς ταπείνωσιν.»

Ἐρωτῶ σε καὶ τοῦτο Ἅγιε Ἄγγελε, εἶπεν ὁ Ὅσιος· «Ποῖοι ἄνθρωποι κολάζονται περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Λέγει δὲ ὁ Ἄγγελος πρὸς τὸν Ἅγιον· οἱ πόρνοι καὶ οἱ βλάσφημοι ἄνθρωποι ἔχουν δυνατωτέραν κόλασιν, ὁμοίως καὶ οἱ φονεῖς, οἱ μοιχοί, οἱ ἀρσενοκοῖται, οἱ κλέπται, οἱ προδόται, καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ πορνεύσαντες καὶ ὕστερον λειτουργοῦσιν, ὁμοίως καὶ οἱ μοναχοί, καὶ αἱ μοναχαί, οἱ διάκονοι καὶ αἱ διακόνισαι, ὁποῦ μιαίνουν τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ μεθοῦν. Ἐπειδή, τίμιε Πάτερ, τὸ πεσὸν Τάγμα τῶν Ἀγγέλων μέλλει νὰ ἀποκατασταθῇ ἀπὸ τοὺς καθαροὺς Ἱερεῖς καὶ Μοναχούς, διὰ τοῦτο ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαραιτοῦν τὴν ἀκολουθίαν τους διὰ τὰ κοσμικὰ ἔργα, ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι μίαν ἡμέραν νὰ ἀφήσουν τὴν ἀκολουθίαν καὶ τὸν κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικόν, θέλουν δώσει δι᾿ αὐτὸν λόγον εἰς τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, πόσῳ μᾶλλον ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀπαραιτοῦν ὅλως διόλου τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν. Λέγει δὲ πάλιν ὁ Ὅσιος, οἱ καταφρονηταὶ τῆς ἁγίας Κυριακῆς, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ δουλεύουν τὴν Κυριακήν, ἔχουν καμμίαν ἄνεσιν; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἄγγελος, εἶπεν· Οὐαί! ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι καταφρονοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν καὶ τὰς Δεσποτικὰς καὶ Θεομητορικὰς ἑορτὰς καὶ τῶν Ἁγίων τὰς μνήμας καταφρονοῦν, αὐτοὶ καταφρονοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν Μητέρα του, καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅστις τιμᾷ καὶ ἑορτάζει τὰς ἑορτὰς τῆς Κυρίας ἡμῶν καὶ Δεσποίνης Θεοτόκου, καὶ τὰς μνήμας τῶν Ἁγίων, τὸν βοηθοῦν καὶ αὐτοί, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην παῤῥησίαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὅ,τι ζητήσουν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν των, τὰ λαμβάνουν ἀναμφιβόλως. Εἰ δὲ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποδιώξουν τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ λόγου τους, οὔτε τὸν Θεὸν ἔχουν φίλον, οὔτε τοὺς Ἁγίους του, ἐπειδὴ ἀκολουθοῦν τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, πράγματα πλαστὰ καὶ φθαρτά, καὶ ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἄνθρωπος, ἢ ἱερεύς, ἢ μοναχός, ἢ κοσμικὸς ὅστις δὲν τιμᾷ τὴν Κυριώνυμον ἡμέραν, Θεοῦ πρόσωπον δὲν βλέπει, ἀλλ᾿ οὔτε ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας.»

Καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλεις νὰ μάθῃς, εἶπεν εἰς τὸν ὅσιον ὁ Ἄγγελος· «Ἐρώτησόν με, διότι εἶναι ὥρα καὶ βιάζομαι διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ παρασταθῶ εἰς τὸν Κύριόν μου.»

Τότε στενάξας ὁ Ἅγιος, καὶ δακρύσας πικρῶς εἶπεν· «Οὐαὶ εἰς ἐμέ! διότι ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου μου μὲ βίαν ὑπάγει ἀσώματος, ἂν καὶ ἀναμάρτητος, μὲ φόβον εἰς τοὺς οὐρανοὺς διὰ ν᾿ ἀποδώσῃ δοξολογίαν εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεόν, ἡμεῖς δὲ ὁποῦ ἔχομεν σῶμα γεμάτον ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ δὲν βάνομεν ποσῶς εἰς τὸν νοῦν μας τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καταφρονοῦμεν τὰ προστάγματά του, καὶ δὲν ἐπιμελούμεθα τὴν σωτηρίαν μας, τὶ θέλομεν πάθει;»

Τότε λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Παρακαλῶ σε, εἰπέ μοι, ποία προσευχὴ ἁρμόζει εἰς τὸν Μοναχόν;»

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον· «Εἰ μέν ἐστιν ἄνθρωπος γραμματισμένος, τὸν ψαλμὸν τοῦ προφήτου Δαβίδ, τουτέστιν τό, ῾Ἐλέησόν με ὁ Θεός κτλ.᾿, εἰ δέ ἐστιν ἀγράμματος, τὸ· ῾Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν᾿. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι δυνατωτέρα, ὑπάρχει καὶ εὐκολωτέρα πάντων τῶν προσευχῶν, μάλιστα καὶ πολλοὶ κατέλειπον ἄλλας προσευχὰς καὶ μόνον αὐτὴν ἐκράτησαν, νέοι καὶ γέροντες, ἀμαθεῖς καὶ πεπαιδευμένοι, καὶ ὅσοι ἐβουλήθησαν διὰ νὰ σωθοῦν, αὐτὴν ἀναφέρουν εἰς τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὰ κελλία τους, αὐτὴν νὰ λέγουν ἱστάμενοι καὶ ὁδοιποροῦντες, καὶ ἐργαζόμενοι μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ πόθου· ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει ἡ τοιαύτη προσευχὴ εἰς βουλέμενον σωθῆναι.»

Καὶ πάλιν ὁ ὅσιος εἶπεν· «Ἐπειδὴ ἦλθες, δέομαί σου δίδαξόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ φανέρωσέ μου καὶ τοῦτο· ἐὰν εὑρεθῇ τις ἄνθρωπος καὶ διδάξῃ ἕτερον καὶ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἔχει τίποτε μισθόν;»

Καὶ ὁ Ἄγγελος εἶπεν· «Ὅστις ἄνθρωπος διδάξει ἄλλον καὶ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ σώσει τὴν ψυχήν του, ἔχει διπλὸν τὸν μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν.»

Ταῦτα εἶπε ὁ Ἄγγελος πρὸς τὸν ὅσιον, καὶ εὐλόγησας αὐτόν, εἶπεν· «Εὐλόγησον πάτερ καὶ ἐμέ.»

Τότε ὁ Ὅσιος προσκυνήσας αὐτὸν λέγει· «Πορεύου εἰς εἰρήνην καὶ εἰς τὰ ἀμάραντα κάλλη τοῦ Παραδείσου, καὶ παράστηθι τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, καὶ πρέσβευεν εἰς αὐτὴν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.»

Καὶ ἀναχωρήσας ὁ Ἄγγελος ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανόν.

Ὁ δὲ Ὅσιος Ἀββᾶς μακάριος Ἀντώνιος ἀπελθὼν εἰς τὸ κελλίον του, ἐδιηγήθη πάντα εἰς τοὺς μοναχοὺς ἀδελφούς του καὶ συνασκητάς του, δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν, οὗ ἡ δόξα, τὸ κράτος καὶ ἡ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

https://orthodoxfathers.com/